Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2008

Η εκδίκηση του υιού



Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σπανίως εκδίδει απόφαση που να είναι έστω και υπαινικτικά επικριτική για το Ισραήλ. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το νεοσύστατο Συμβούλιο του οργανισμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προφανώς επειδή δεν είναι μέλος του οι Ηνωμένες Πολιτείες.

«Την περασμένη εβδομάδα, το Συμβούλιο του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καταδίκασε σε μια έκτακτη συνεδρίασή του το Ισραήλ για τις στρατιωτικές του ενέργειες στη Λωρίδα της Γάζας. Το ότι το Συμβούλιο είναι ικανό για άμεση και αποφασιστική δράση αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν αποτελεί έκπληξη, αντίθετα, ότι το Ισραήλ είναι η μόνη χώρα που προκαλεί μια τέτοια δράση. Μέσα στους 17 μήνες από τότε που ιδρύθηκε, το Συμβούλιο αυτό έχει ψηφίσει 13 καταδικαστικές αποφάσεις: οι 12 ήταν κατά του ισραηλινού κράτους».

Ο συντάκτης αυτού του άρθρου, που δημοσιεύθηκε προχθές στη σελίδα γνώμης της Ουόλ Στριτ Τζέρναλ, είναι 20 ετών. Ο πατέρας του είναι διάσημος, εκείνος όχι. Ο πατέρας του εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης το 1953. Εκείνος μπήκε στο Πανεπιστήμιο σε ηλικία 11 ετών (!) και πέντε χρόνια αργότερα έγινε δεκτός στη Νομική Σχολή του Γέιλ. Ο πατέρας του έχει κατηγορηθεί από τις εβραϊκές οργανώσεις ότι είναι ένας «selfhating jew», δηλαδή ένας Εβραίος που μισεί τον εαυτό του. Εκείνος γράφει ένα άρθρο με το οποίο χαρακτηρίζει τον ΟΗΕ «αντισημιτικό καρκίνωμα». Ο πατέρας του δεν μιλάει για πολιτική, εκείνος είναι παθιασμένος με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο πατέρας του λέγεται Γούντυ Άλλεν. Αλλά εκείνος τα έχει σπάσει μαζί του από τότε που άφησε τη μητέρα του και κράτησε μόνο το δικό της επίθετο: Φάροου, his name is Ronan Farrow.

Τον πρωτοακούσαμε το 1997, σε ηλικία μόλις δέκα ετών, όταν συναντήθηκε στην Πρετόρια με τον Νέλσον Μαντέλα και ταξίδεψε μαζί του, καθώς και με τη Μία Φάροου, τον Ίμρα Χαν και τη Ναόμι Κάμπελ, μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ. Ήταν η πρώτη του γνωριμία με τους κατατρεγμένους και τους αποκλεισμένους, που θα τον σημάδευε για πάντα. Για χάρη τους ανέβαλε τη φοίτησή του στο Γέιλ και έπιασε δουλειά δίπλα στον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και τη Γιούνισεφ. Αυτούς θέλει να υπερασπιστεί με το τελευταίο του άρθρο. Πώς εξηγείται- διερωτάται- ότι το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δεν ασχολείται με τουλάχιστον 26 χώρες όπου διαπράττονται οι πιο κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Γιατί δεν καταγγέλλει τις σφαγές στο Νταρφούρ, τις διώξεις δημοσιογράφων στην Κούβα, τις φυλακίσεις αγωνιστών στη Λευκορωσία;

Δυστυχώς απ΄ όλο το άρθρο αυτό που θα μείνει είναι η- μάλλον υπερβολική διαμαρτυρία του Ρόναν Φάροου για την αντιισραηλινή προκατάληψη των Ηνωμένων Εθνών. Ο πρεσβευτής του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη έσπευσε να τον συγχαρεί, λέγοντας ότι «φέρνει φρέσκο αέρα εν μέσω μιας θάλασσας από αντισημιτική λάσπη». Θα μας ενδιέφερε πολύ περισσότερο η άποψη του Γούντυ Άλλεν.


Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2008

Κύριε πρόεδρε, έχετε μήνυμα



«Εμείς οι Ιταλοί, που γνωρίσαμε και εξακολουθούμε να γνωρίζουμε τον μπερλουσκονισμό, ξέρουμε τώρα ότι το πρόβλημα δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το σύστημα». Σαμπίνα Γκουτσάντι

H σκηνή εκτυλίσσεται στη διάρκεια της δεξίωσης που έδωσε πρόσφατα ο εμίρης του Αμπού Ντάμπι προς τιμήν του Νικολά Σαρκοζί. Η συζήτηση έχει μεγάλο ενδιαφέρον, στο τραπέζι πέφτουν μυθικά ποσά, οι σύμβουλοι των δύο πλευρών διαπραγματεύονται διάφορα συμβόλαια, την κατασκευή μιας γαλλικής στρατιωτικής βάσης στην περιοχή, την πώληση πυρηνικής τεχνολογίας. Ο Γάλλος πρόεδρος κάθεται αναπαυτικά σε μια μεγάλη πολυθρόνα και παρακολουθεί τη συζήτηση ικανοποιημένος. Ξαφνικά, βάζει το χέρι του μέσα από το σακάκι του, βγάζει το κινητό του και κοιτάζει την οθόνη. Ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. Σηκώνεται, ξανακοιτάζει το κινητό, είναι προφανές ότι έχει πάρει μήνυμα από την Κάρλα, κάτι σαν «je t΄m+++» (je t΄aime beaucoup, στη γλώσσα των κινητών), προς στιγμήν σκέφτεται να της απαντήσει, ύστερα αλλάζει γνώμη, τι θα πει ο εμίρης, βάζει το κινητό ξανά στην τσέπη, τι λέγαμε;

Ο εμίρης μπορεί να διασκέδασε με τη συμπεριφορά του ερωτευμένου καλεσμένου του, μπορεί και να ενοχλήθηκε, καμιά σημασία δεν έχει. Οι Γάλλοι, πάντως, έχουν αρχίσει να κουράζονται με τον κυνισμό, τον εγωισμό και τον ναρκισσισμό του προέδρου τους. Στο σπίτι του ας παίζει όλη τη νύχτα με το κινητό, αλλά όταν εκπροσωπεί τη Γαλλία πρέπει να δείχνει λίγο μεγαλύτερο σεβασμό, γράφει ο Αλαίν Ρεμόν στο περιοδικό Μarianne. Όσο γι΄ αυτά που είπε για τον Θεό στη χώρα του ουαχαμπίτικου Ισλάμ, τη Σαουδική Αραβία, αρμόζουν περισσότερο σ΄ έναν ιεροκήρυκα παρά στον πρόεδρο ενός κοσμικού κράτους: «Ο Θεός δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο αλλά τον απελευθερώνει, ο Θεός αποτελεί το ανάχωμα στην υπέρμετρη αλαζονεία και την τρέλα των ανθρώπων», τι ανοησίες είναι αυτές; Μήπως περιμένει να λάβει μια μέρα SΜS από τον ίδιο τον Κύριο; Όχι κάτι φοβερό, ένα μικρό μηνυματάκι, μια ελάχιστη αλλά σαφή ένδειξη της ύπαρξης του Μεγαλοδύναμου...

Ωραίες οι πλάκες, αλλά δεν διασκεδάζουν όλοι. Ο γνωστός δημογράφος και ιστορικός Εμμανυέλ Τοντ, για παράδειγμα, τοποθετεί τον Σαρκοζί πιο δεξιά από τον Λεπέν και επισημαίνει ότι ο σαρκοζισμός λειτουργούσε από την αρχή με την υπόδειξη αποδιοπομπαίων τράγων - και κυρίως με την ενοχοποίηση των παιδιών των μεταναστών. Ο φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού, που βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα, παρομοιάζει τον σαρκοζισμό με τον πεταινισμό. Αλλά η Σαμπίνα Γκουτσάντι, που έγινε γνωστή από τις σπαρταριστές τηλεοπτικές της μιμήσεις του Μπερλουσκόνι, συνιστά ψυχραιμία. «Αρκετά παίξατε με το δίδυμο Σαρκοζί- Μπρούνι», γράφει στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ. «Καιρός να περάσετε σε άλλο θέμα. Και να θυμάστε ότι οι πολιτικοί επιδεικνύουν την ιδιωτική τους ζωή για να συγκαλύψουν τα λάθη τους και τις ελλείψεις τους».

Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2008

Η εκδίκηση των ντεσπεράντος



Ίσως η εργατική τάξη να μην πηγαίνει στ΄ αλήθεια στον Παράδεισο. Το βέβαιο είναι ότι πηγαίνει στα βιβλιοπωλεία, και μάλιστα έχει πολύ θερμή υποδοχή.

O Ρούντι είναι δεν είναι τριάντα χρόνων. Η Ντάλλας είναι απροσδιόριστης ηλικίας, δεν θυμάται άλλωστε ούτε το πραγματικό της όνομα. Ο Ρούντι και η Ντάλλας δουλεύουν σ΄ ένα εργοστάσιο πλαστικών ινών, στην ανατολική Γαλλία. Μια μέρα το εργοστάσιο κλείνει και όλα γύρω από τη ζωή του ζευγαριού καταρρέουν. Ελπίδες και φόβοι, βεβαιότητες και αμφιβολίες, έρωτας και καθημερινές ανάγκες, όλα μπερδεύονται σ΄ ένα σκοτεινό φόντο. Η οργή και η απόγνωση θα οδηγήσουν σ΄ ένα ξέσπασμα όπου θα την πληρώσουν τα εργαλεία της δουλειάς.

Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου «Οι ζωντανοί και οι νεκροί», που κυκλοφόρησε το 2005 στη Γαλλία (εκδ. Calmann-L vy) και έχει πουλήσει μέχρι τώρα πάνω από 160.000 αντίτυπα. Από την ώρα ήδη που το παρέδιδε στο τυπογραφείο, ο Ζεράρ Μορντιγιά αισθανόταν ότι η πραγματικότητα είχε ξεπεράσει τη φαντασία του: τα παραδείγματα καταστροφών σαν κι αυτή που περιέγραφε πολλαπλασιάζονταν. Και διαισθανόταν ότι μετά τα εργαλεία, ο επόμενος στόχος στον οποίο θα ξεσπούσαν τα θύματα των «προγραμμάτων κοινωνικής εξυγίανσης» θα ήταν οι άνθρωποι. Μια μέρα που περπατούσε στη Χάβρη, είδε στο λιμάνι ένα πολυτελές κρουαζιερόπλοιο, «Αυτό είναι!», σκέφτηκε. Το ιδανικό μέρος για να πάρουν την εκδίκησή τους οι ντεσπεράντος. Σ΄ ένα τέτοιο πλοίο, που το ονόμασε Ναυσικά, τοποθέτησε έτσι το καινούργιο του μυθιστόρημα με τίτλο «Από τη δική μας πλευρά του σκοταδιού». Οι νεκροθάφτες μιας επιχείρησης (που αγοράστηκε πρώτα από ένα αμερικανικό συνταξιοδοτικό ταμείο, για να μεταπωληθεί στη συνέχεια σε μια ινδική εταιρεία) γλεντούν την τελευταία ημέρα του χρόνου για τα μυθικά τους κέρδη. Αλλά το πλοίο δέχεται επίθεση από καμιά εκατοστή απολυμένους, που το οδηγούν στον βορρά, στην τρικυμισμένη θάλασσα της Νορβηγίας. Ο στόχος τους είναι σχεδόν εκπαιδευτικός: να γνωρίσουν και οι ισχυροί, για τους οποίους εκείνοι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αριθμοί, τι σημαίνει κρύο, μοναξιά, εγκατάλειψη.

«Αυτό που μ΄ ενδιαφέρει είναι να μιλήσω για καταστάσεις που δεν πηγαίνουν καλά, και τέτοιες καταστάσεις είναι οι πραγματικές», λέει ο Μορντιγιά στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ. «Με το γράψιμο, θέλω να δείξω αυτή την πραγματικότητα. Έχω πάντα στο μυαλό μου εκείνη την ιστορία της εβραϊκής παράδοσης, όπου ένας πλούσιος κοιτάζεται συνεχώς σ΄ έναν καθρέφτη. Μια μέρα, ένας ραβίνος σβήνει το αμάλγαμα του καθρέφτη για να μπορέσει ο άνδρας να δει τι υπάρχει από την άλλη μεριά, τον κόσμο που είναι απέναντί του. Εγώ έχω ανάγκη να βλέπω τον κόσμο απέναντί μου».

Την ίδια ανάγκη- αν κρίνουμε από την ανταπόκριση που είχε το προηγούμενο βιβλίο του- φαίνεται να έχουν και χιλιάδες πολίτες. Ίσως η ημέρα της εκδίκησης να αργεί ακόμη. Αλλά η οργή μεγαλώνει, αυτό είναι σίγουρο.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2008

Ένα τσουνάμι από τη Βενεζουέλα



«Κανείς δεν περίμενε ότι η κλασική μουσική θα γινόταν ένα όπλο για την κοινωνική αλλαγή. Αλλά εμείς αποδείξαμε ότι οι ουτοπίες μερικές φορές γίνονται πραγματικότητα». Γκουστάβο Ντουνταμέλ

Όλα ξεκίνησαν το 1974 από έναν άνθρωπο που λεγόταν Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, ήταν διευθυντής ορχήστρας και αγαπούσε την πατρίδα του, τη Βενεζουέλα. Ο Αμπρέου δημιούργησε ένα επαναστατικό σύστημα εκπαίδευσης των παιδιών στην κλασική μουσική, το οποίο δεν βασίζεται στην ατομική επιτυχία- όπως συμβαίνει στην Ευρώπη- αλλά στη συλλογική δουλειά, στις ορχήστρες. Ο στόχος του ήταν να βγουν τα παιδιά από την περιθωριοποίηση και να μάθουν την κλασική μουσική από νωρίς, να την αγαπήσουν, να καταλάβουν τη δύναμή της. Σήμερα έχουν ενταχθεί στο σύστημα αυτό 300.000 παιδιά. Και ο Ούγκο Τσάβες έχει βάλει στόχο να γίνουν σύντομα ένα εκατομμύριο.

Ένα από τα παιδιά αυτά γιόρτασε προχθές τα 27 του χρόνια με μια συναυλία στη Σαραγόσα. Αποθεώθηκε, όπως και την επομένη στη Μαδρίτη, όπως και σε όλες του τις συναυλίες. Η Ορχήστρα Νέων Σιμόν Μπολίβαρ, την οποία διευθύνει εδώ και εννιά χρόνια ο Γκουστάβο Ντουνταμέλ, έπαιξε την Εβδόμη Συμφωνία του Μπετόβεν («την αποθέωση του χορού», όπως έλεγε ο Βάγκνερ), την Πέμπτη του Τσαϊκόφσκι («που είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης μπαλέτων όλων των εποχών») και την Ιεροτελεστία της άνοιξης του Στραβίνσκι («μια μουσική που βγαίνει κατευθείαν από τα έγκατα της γης, ηφαιστειακή, προϊστορική, και σε κατακτά»). Η Ελ Παΐς έγραψε για «μια διαβολική κίνηση, ένα τσουνάμι. Τόσο νέα παιδιά, τόσο άνετα. Με μια ψευδαίσθηση που γίνεται αντιληπτή σε κάθε χειρονομία, σε κάθε ματιά».

Ο πατέρας του Γκουστάβο έπαιζε τρομπόνι, αλλά εκείνος είχε κοντά χέρια και δεν μπορούσε να παίξει με το όργανο που είχαν στο σπίτι. Έμαθε έτσι βιολί, κάτι που αποδείχθηκε καταλυτικό για τη συνέχεια, «αφού όποιος παίζει βιολί ελέγχει το 70% αυτών που χρειάζεται ένας διευθυντής ορχήστρας». Η μουσική τον δίδαξε να είναι ταπεινός και να αγαπά τον πλησίον του. Βοήθησε βέβαια και η βαθιά θρησκευτική του πίστη. «Όταν βλέπεις ένα τυφλό παιδί οκτώ ετών, πολύ φτωχό, να παίζει πιάνο, και τον ρωτάς ποιος τον έμαθε και σου απαντά κανείς, ότι έμαθε μόνος του, έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει εκεί κάτι ιερό. Πρέπει να ανοίξουμε τον δρόμο στο μήνυμα του αδύνατου».
Προσκεκλημένος του Σάιμον Ρατλ, του Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ και του Κλάουντιο Αμπάντο, ο Ντουνταμέλ διευθύνει σήμερα τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Όσο για τον Τσάβες, δεν έχει καμιά διάθεση να μιλήσει. «Είμαι μουσικός, όχι πολιτικός. Είμαι οπαδός της χώρας μου και ενός κόμματος που λέγεται Βενεζουέλα». Αυτό που έχει να πει είναι ότι στη χώρα του η μουσική σώζει σήμερα ζωές. Ναι, καλά διαβάσατε: στη Βενεζουέλα, η κλασική μουσική σώζει σήμερα ζωές.

Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2008

Η λογοκρισία της επιστήμης



Εκείνη την 23η Ιουνίου του 1988 επικρατούσε καύσωνας στις Ηνωμένες Πολιτείες (λίγες ημέρες αργότερα το φαινόμενο θα ερχόταν και στην Ευρώπη, με τη θερμοκρασία να φτάνει στις 7 Ιουλίου στην Αθήνα τους 45 βαθμούς). Ο κόσμος ασφυκτιούσε, οι παραγωγοί δημητριακών ανησυχούσαν, οι πυρκαγιές είχαν ξεκινήσει. Και στην Ουάσιγκτον, ένας επιστήμονας ισχυριζόταν ενώπιον μιας επιτροπής της Γερουσίας κάτι πολύ ενδιαφέρον: ότι οι αφύσικα υψηλές θερμοκρασίες και η παρατεταμένη ξηρασία δεν ήταν αποτέλεσμα της φυσικής διακύμανσης του κλίματος, αλλά των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. «Είμαι κατά 99% σίγουρος γι΄ αυτό που λέω», είχε πει ο Τζέιμς Χάνσεν, διευθυντής του Goddard Ιnstitute for Space Studies (GΙSS), ενός εργαστηρίου της ΝΑSΑ. Ένα χρόνο αργότερα, θα επαναλάμβανε τις ανησυχίες του ενώπιον μιας άλλης επιτροπής, με πρόεδρο κάποιον Αλ Γκορ. Σε ένα σημείο της κατάθεσής του, ο μετέπειτα αντιπρόεδρος της Αμερικής τον διακόπτει: «Γνωρίζετε ότι έρχεστε σε αντίφαση με τη γραπτή σας μαρτυρία;». «Ο λόγος είναι απλός», απαντά ο επιστήμονας. «Η τελευταία παράγραφος δεν είναι δική μου. Προστέθηκε από τους ανωτέρους μου».

Ήταν το πρώτο μόνο από μια σειρά κρουσμάτων λογοκρισίας εναντίον του Αμερικανού επιστήμονα, ο οποίος εξακολουθεί και σήμερα να είναι διευθυντής του GΙSS, να μελετά το κλίμα του πλανήτη και να ανησυχεί. Οι πιέσεις κορυφώθηκαν το 2005. «Μου απαγόρευσαν να μιλώ στα μέσα ενημέρωσης», λέει ο Χάνσεν στη Μοντ. «Όταν κάποιος δημοσιογράφος ζητούσε να μου μιλήσει, τον έστελναν αλλού. Όταν επέμενε, το αίτημά του γινόταν δεκτό, με την προϋπόθεση όμως να είναι παρών και κάποιος από τις δημόσιες σχέσεις της ΝΑSΑ». Ώσπου, τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, κλήθηκε να μιλήσει στο συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης. Και εκεί ξέσπασε. «Πλησιάζουμε σε ένα σημείο όπου η κλιματική μηχανή θα ξεφύγει από τον έλεγχό μας», προειδοποίησε τους χιλιάδες επιστήμονες που τον άκουγαν. «Η άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να μειώσουν τα αέρια του θερμοκηπίου θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός τελείως διαφορετικού πλανήτη».

Τον επόμενο μήνα, οι κλιματικές αλλαγές έγιναν πρώτο θέμα στους Νιου Γιορκ Τάιμς. Όπως αποκαλύπτει όμως το βιβλίο «Λογοκρίνοντας την Επιστήμη» του Μαρκ Μπόουεν, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στην Αμερική από τις εκδόσεις Dutton Βooks, οι πιέσεις συνεχίστηκαν. Θύμα δεν ήταν μόνο ο Χάνσεν και θύτης δεν ήταν μόνο η ΝΑSΑ. Η κυβέρνηση Μπους πίεζε, λογόκρινε, φίμωνε τους πάντες και τα πάντα. Αλλά το παιχνίδι το είχε χάσει. Ο Χάνσεν κατηγορήθηκε ότι παρατράβηξε το σχοινί, ότι έπαιξε τον Δον Κιχώτη, ότι δεν συνεργάστηκε με άλλους επιστήμονες, ότι πολιτικοποίησε ένα θέμα καθαρά επιστημονικό. Λάθος: το θέμα είναι εξόχως πολιτικό. Όπως είπε κι ο Αλ Γκορ αυτή την εβδομάδα στο Νταβός, καλοί οι λαμπτήρες εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά πρέπει να αλλάξουν και οι νόμοι.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2008

Ο Ζοάν, η Μαργιάν και τα άλλα παιδιά



Με πολύ κέφι και μεγάλη αισιοδοξία άνοιξε χθες τις πόρτες του το 35ο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς, στην Ανγκουλέμ. Δικαιολογημένα: πέρυσι πουλήθηκαν στη Γαλλία πάνω από 34 εκατομμύρια άλμπουμ.

Oι πιο γνωστοί είναι δύο: ο Ζοάν Σφαρ και η Μαργιάν Σατραπί. Ο πεντάτομος «Γάτος του Ραββίνου», του πρώτου, έχει πουλήσει ως τώρα 100.000 αντίτυπα για κάθε τόμο και έχει κάνει τους κριτικούς να μιλήσουν για «Sfar Αcademy». Η γνωστή μας «Περσέπολις» έχει πουλήσει περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, ενώ γυρίστηκε και σε ταινία. Ο εκδοτικός οίκος όπου κυκλοφόρησαν τα ανατρεπτικά κόμικς της Σατραπί, η L΄ Αssociation, εμφανίστηκε πριν από είκοσι χρόνια και έγινε το σύμβολο των «άλλων» κόμικς, πιο εφευρετικών και πιο απαιτητικών από τις παραδοσιακές ιστορίες του Αστερίξ και του Τεντέν. Στην έδρα αυτού του εκδοτικού οίκου, όπως και στο Αtelier des Vosges που βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία του Παρισιού, συναντώνται πλέον όλοι οι κομίστες που «μετράνε» στη γαλλική εκδοτική σκηνή. Όπως γράφει χαρακτηριστικά το περιοδικό Le Ρoint, πρόκειται για «την καινούργια μαφία των κόμικς».

Εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 με στόχο να διαλύσουν το «τυραννικό μοντέλο» της προηγούμενης γενιάς, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί τριάντα χρόνια νωρίτερα η νουβέλ βαγκ για να σαρώσει τον μεταπολεμικό ακαδημαϊκό κινηματογράφο. Ήταν τολμηροί, δυναμικοί και τυχεροί: χάρις σε μια συλλογή του εκδοτικού οίκου Dargaud με τίτλο «Ρoisson Ρilote», είχαν την ευκαιρία να απευθυνθούν στο ευρύ κοινό πολύ πριν τους προσέξουν τα μέσα ενημέρωσης. Εκεί δημοσίευσε ο Κριστόφ Μπλαιν τον «Ισαάκ τον πειρατή», ο Λιούις Τροντέμ τον «Lapinot» και ο Ζοάν Σφαρ τον «Γάτο του Ραββίνου» (ο τελευταίος θα εκδώσει αργότερα και το Συμπόσιο του Πλάτωνα). Υστερα ακολούθησε ο καθένας τον δικό του δρόμο. Δεν θα λείψουν και οι αντιπαραθέσεις: ένας από τους λαμπρότερους επιγόνους του Σφαρ, ο Ριάντ Σατούφ («Οι φτωχές περιπέτειες του Ιερεμία»), θα αναγκαστεί να πάρει τις αποστάσεις του γιατί δεν άντεχε το βάρος του δασκάλου του. Δύο άλλοι νεαροί σχεδιαστές, ο Υμπέρ και ο Κερασκοέ, θα κατηγορηθούν από τον Σφαρ για λογοκλοπή.

Η εισβολή αυτής της «μαφίας» έχει προκαλέσει μια εμφανή αμηχανία στους παλιούς. Η Κλαιρ Μπρετεσέρ για παράδειγμα, που ο Ρολάν Μπαρτ είχε χαρακτηρίσει «καλύτερη κοινωνιολόγο της χρονιάς», έχει να βγάλει άλμπουμ εδώ και τέσσερα χρόνια. Όπως λέει στη Μοντ, έχει ξεκινήσει μια καινούργια ιστορία της Αγριππίνας και δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη σελίδα 25. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα από την εποχή μου» ομολογεί. «Ακούω τον γιο μου να μιλάει με τους φίλους του και πεθαίνω στα γέλια. Αλλά δεν υπάρχει κάποια ιδανική εποχή όπου θα μου άρεσε να ζω. Η προσωπική μου ζωή είναι μια χαρά, τα υπόλοιπα με αφήνουν αδιάφορη».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

Η συνταξιοδότηση ενός συγγραφέα



Μπορεί να έχει κανείς όσες επιφυλάξεις θέλει για τον Πέτερ Χάντκε και τη στάση που κράτησε απέναντι στον Μιλόσεβιτς. Πρέπει να του αναγνωριστεί, όμως, ότι η απόφασή του να σταματήσει να γράφει χαρακτηρίζεται από μια σπάνια εντιμότητα.

Η συνέντευξη θα δημοσιευθεί τον ερχόμενο μήνα στο γερμανόφωνο περιοδικό Cicero. Και εκεί, ο Αυστριακός συγγραφέας φέρεται να δηλώνει πως ύστερα από 40 χρόνια πλούσιας λογοτεχνικής δραστηριότητας, ήλθε πια ο καιρός να σταματήσει. Ίσως να μην το εννοεί. Όπως γράφει ο Πιερ Ασουλίν στο blog του (passouline. blog. lemonde.fr), και ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν είχε δηλώσει ότι εγκαταλείπει τη φωτογραφία για το σχέδιο, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να τραβά φωτογραφίες μέχρι το τέλος της ζωής του. Ίσως ο Χάντκε να είχε απλώς μια κρίση μελαγχολίας και αργότερα να αλλάξει γνώμη, άλλωστε δεν είναι παρά 65 ετών. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι συνηθισμένο να ομολογεί ένας συγγραφέας (και μάλιστα γνωστός) ότι στέρεψε. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τους αναγνώστες μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Ακόμη εντυπωσιακότερη όμως είναι η είδηση ότι ο συγγραφέας αποφάσισε να πουλήσει όλα τα χειρόγραφα, τις σημειώσεις και τα αρχεία του στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας έναντι 500.000 ευρώ. «Δεχθήκαμε την πρόταση του συγγραφέα για να τον βοηθήσουμε», αναφέρεται σε μια μάλλον μικρόψυχη ανακοίνωση της Βιβλιοθήκης, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο Χάντκε μπορεί να μη μένει στην Αυστρία, αλλά εκφράζεται πάντοτε με τρυφερά λόγια για τους συμπατριώτες του. Άλλωστε, το υλικό που αγοράστηκε είναι πλούσιο, περιλαμβάνει χιλιάδες επιστολές, προσωπικά ημερολόγια, ακόμη και ανέκδοτα κείμενα. Τέλος, η Βιβλιοθήκηόπως και ο συγγραφέας- γλίτωσε την προμήθεια που σε άλλες περιπτώσεις εισπράττουν οι επιτήδειοι μεσάζοντες.

Πράγματι, όπως γράφει πάντα ο Ασουλίν, η αγοραπωλησία χειρογράφων μεγάλων συγγραφέων είναι στην Αμερική επάγγελμα, ιδιαίτερα μάλιστα προσοδοφόρο. Ο πιο γνωστός μεσάζων είναι ένας έμπορος σπάνιων βιβλίων από το Μανχάταν, ο Γκλεν Χόροβιτς, που εισπράττει προμήθεια 10% έως 20%. Από τα χέρια του έχουν περάσει χειρόγραφα του Κουρτ Βόνεγκατ και της Ναντίν Γκόρντιμερ, αλλά η μεγαλύτερη δουλειά που έκανε ήταν η πώληση των αρχείων του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης αντί ενός εκατομμυρίου δολαρίων (σε τιμές του 1992). Δύο χρόνια αργότερα, το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ πλήρωσε το ίδιο ποσό για να αγοράσει τα χειρόγραφα του Άλλεν Γκίνσμπεργκ.

Αν τα ποσά αυτά ακούγονται μυθικά, αρκεί να δει κανείς με τι αντάλλαγμα εγκατέλειψε ο Τομ Γουλφ τον παραδοσιακό του εκδότη (Farrar, Strauss & Giroux) για έναν ανταγωνιστή (Little, Βrown): προκαταβολή 7 εκατομμυρίων δολαρίων για το επόμενο βιβλίο του (Βack to blood), παρ΄ ότι το προηγούμενο (Είμαι η Σαρλότ Σίμονς) είχε τυπωθεί «για αρχή» σε 800.000 αντίτυπα και πούλησε λιγότερα από 300.000. Δηλαδή αν οι πωλήσεις έφταναν ή ξεπερνούσαν τη νόρμα, πόσο θα πήγαινε η προκαταβολή;

Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2008

Η ύφεση μπορεί να είναι και ευεργετική



Καταρχήν, να κάνουμε μία διάκριση: άλλο recession (μείωση του ΑΕΠ για δύο συνεχόμενα τρίμηνα) κι άλλο depression (μεγάλης διάρκειας μείωση του ΑΕΠ). «Ύφεση» τις λέμε στα ελληνικά και τις δύο. Η πρώτη, σε αντίθεση με τη δεύτερη, είναι όμως μερικές φορές ευεργετική.

«Προσοχή, η πτώση των χρηματιστηρίων θα συνεχιστεί. Προσπαθήστε να περιορίσετε τις επιπτώσεις αποπληρώνοντας τουλάχιστον το χρέος που έχει συσσωρευτεί στις πιστωτικές σας κάρτες, και είναι το πιο οδυνηρό. Ετοιμαστείτε να ζήσετε σε μια πιο επισφαλή αγορά εργασίας. Οι προτάσεις δεν θα λείπουν, αλλά θα πρέπει να αλλάζετε δουλειά συχνότερα. Και αν είναι να επενδύσετε χρήματα, συγκεντρώστε την προσοχή σας στην ενέργεια, στην εστίαση και τις άλλες βασικές καταναλώσεις. Χωρίς να ξεχνάτε ότι στις περιόδους κρίσης λάμπουν αγαθά όπως ο χρυσός».

Οι προειδοποιήσεις που δημοσιεύονται αυτές τις ημέρες στις αμερικανικές εφημερίδες θυμίζουν την εποχή που οι κυκλώνες πλησίαζαν τα αμερικανικά παράλια. Τότε, οι ειδικοί συμβούλευαν τους κατοίκους να θωρακίσουν τα παράθυρα των σπιτιών τους και ζητούσαν από όσους έμεναν σε σπίτια από ξύλο να καταφύγουν στο γειτονικό σχολείο. Τώρα, δίνουν συμβουλές για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που πίστευαν ότι είχε εκλείψει από το αμερικανικό λεξιλόγιο: της ύφεσης. Πράγματι, αν από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 η αμερικανική οικονομία είχε γνωρίσει εννιά περιόδους οικονομικής κάμψης (μία κάθε τέσσερα χρόνια), την τελευταία 25ετία η ανάπτυξη ήταν πολύ πιο σταθερή. Για να καταστεί όμως αυτό δυνατό, έπρεπε να αυξηθεί η χρέωση των νοικοκυριών και να μειωθεί η αποταμίευση. Ήταν ένα ρίσκο. Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης (subprimes) και η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών προσδίδουν τώρα σε αυτό το ρίσκο εκρηκτικό χαρακτήρα.

Από εκεί λοιπόν που οι τράπεζες δάνειζαν όλο τον κόσμο, βρισκόμαστε άραγε μπροστά στον κίνδυνο να μη δανείζουν πια κανέναν; Και είναι πράγματι αυτό κίνδυνος ή μια αναγκαία διόρθωση; Οι απόψεις των οικονομολόγων διίστανται. Ο καθηγητής στο Γέιλ Ρόμπερτ Σίλερ, που με το βιβλίο του «Αλόγιστη ευφορία» (Εκδ. Λιβάνη) είχε διαγνώσει το 1999 τη φούσκα του Ιnternet, πιστεύει ότι η κατανάλωση των Αμερικανών- που αντιπροσωπεύει το 70% της αμερικανικής οικονομίας- θα μειωθεί δραστικά και παρομοιάζει τη Γουολ Στριτ με την αρχαία Ρώμη την παραμονή της πτώσης της αυτοκρατορίας. Ο αρθρογράφος του Νιούζουικ Ρόμπερτ Σάμουελσον, αντίθετα, υποστηρίζει ότι η ύφεση μπορεί να είναι οδυνηρή, αλλά έχει κρυφές αρετές: επιβραδύνει τον πληθωρισμό (που έφτασε πέρυσι το 4,1%, το μεγαλύτερο ποσοστό των 17 τελευταίων ετών), επιφέρει πειθαρχία στις αγορές και δημιουργεί προϋποθέσεις για ανάκαμψη.

Η διαιώνιση της ανάπτυξης μέσω της υπερχρέωσης είναι πολύ επικίνδυνη, λέει στη Λιμπερασιόν και ο Ντανιέλ Κοέν, καθηγητής οικονομίας στην Εcole normale superieure του Παρισιού. Με άλλα λόγια, ουδέν κακόν αμιγές καλού.

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2008

«Ελάτε μέσα μου, βαθιά!»



«Ένας άνδρας ή μια γυναίκα που μιλά πολλές γλώσσες σαγηνεύει, κατακτά, θυμάται κατ΄ αναλογία με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Η λαγνεία που ασκεί ένας πολύγλωσσος διαφέρει από εκείνη του ανθρώπου που είναι πιστός σε μία γλώσσα».

O παραπάνω ισχυρισμός ανήκει σε έναν άνθρωπο που χειρίζεται με άνεση τουλάχιστον τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά): τον Τζωρτζ Στάινερ. Και, φυσικά, χρήζει τεκμηρίωσης. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο μεγάλος γλωσσολόγος και δοκιμιογράφος θυμάται στο τελευταίο του βιβλίο τις σεξουαλικές σχέσεις της ζωής του σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες. Γράφει για την S, που ήταν Γερμανίδα, κι όταν γδυνόταν μουρμούριζε ένα παιδικό τραγουδάκι που αναφερόταν σαφώς σε έναν ευνουχισμό. Για τη V, που είχε έναν καθαρά βιεννέζικο τρόπο να κάνει έρωτα. Για την Ιταλίδα Α-Μ, ιδιαίτερα υπερήφανη για τον «φλεγόμενο θάμνο» της, που μετατρεπόταν σε αληθινό ηφαίστειο όταν ο Στάινερ απήγγελλε Προυστ ή Απντάικ. Για τη διακεκριμένη Αγγλίδα καθηγήτρια που καθόταν δίπλα του σε ένα βαρετό σεμινάριο κι έγραφε στο σημειωματάριό της: «Δεν θα είχε μεγαλύτερη πλάκα να πηδιόμασταν;». Για την πρώτη του (γαλλόφωνη) δασκάλα στην τέχνη του οργασμού, τέλος, που του έλεγε «ελάτε, ελάτε τώρα μέσα μου, βαθιά», φροντίζοντας ευλαβικά να διατηρεί τον πληθυντικό...

Να το θέμα ενός βιβλίου που θα ήθελε να γράψει ο πολύγλωσσος Καζανόβας. Αντί γι΄ αυτό, του αφιέρωσε ένα κεφάλαιο σε ένα βιβλίο που του έδωσε τίτλο «Τα βιβλία που δεν έγραψα» (εκδ. Weidenfeld & Νicolson). Παραθέτει κι άλλα παραδείγματα, όπως τη σχέση του με την υποχόνδρια Γαλλίδα Ν: «Ορισμένες φορές είχα την αίσθηση, τόσο έντονη στον Μολιέρο, ότι συνουσιαζόμουν με ένα φαρμακείο». Αλλά ας μη μείνουμε στα πικάντικα, όσο συναρπαστικά κι αν είναι. Σε ένα άλλο κεφάλαιο, αναλύει τη δύναμη του φθόνου. Αφορμή είναι η ζήλεια που αισθανόταν ο Τσέκο Ντ΄ Άσκολι για έναν πολύ διασημότερο σύγχρονό του που λεγόταν Δάντης, αλλά ο συγγραφέας αξιοποιεί την ευκαιρία για να αποκαλύψει τον φθόνο που αισθάνθηκε ο ίδιος τις δύο φορές που κτύπησε το τηλέφωνο στο διπλανό γραφείο κι ήταν από την επιτροπή Νόμπελ. Όχι πως θεωρεί ότι θα έπρεπε να πάρει εκείνος το Νόμπελ, κριτικός είναι, όχι «αληθινός λογοτέχνης». Αλλά να, την ημέρα που ένας ποιητής με τον οποίο είχε αντιπαρατεθεί δημοσίως επέστρεψε από τη Στοκχόλμη με το βραβείο κι όταν τον είδε του πέταξε ένα κοροϊδευτικό «Σόρυ», ο Στάινερ το πήρε πολύ πολύ βαριά.

Σε άλλα κεφάλαια, ο Στάινερ μιλά περιφρονητικά για τα κόμματα και τη θρησκεία. Επίκαιρη, όμως, είναι και η αναφορά του στη σχέση του με τον ιουδαϊσμό. Είναι κρίμα, γράφει, «που το Ισραήλ έχασε αυτή την ηθική ιδιαιτερότητα, αυτή την αριστοκρατία της μηβίας απέναντι στους άλλους, που αποτελούσε το τραγικό κλέος του Εβραίου».

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008

Τρία λεπτά το κεφάλαιο



Shosetsu, στα ιαπωνικά, σημαίνει «μυθιστόρημα». Και keitai, «κινητό». Αλλά keitai shosetsu δεν σημαίνει κινητό μυθιστόρημα, παρά μυθιστόρημα που έχει γραφτεί για να διαβαστεί στο κινητό. Η νέα μόδα στην Ιαπωνία.

«Είμαι κοντή, είμαι ανόητη, δεν είμαι όμορφη, είμαι άχρηστη, και δεν έχω κανένα όνειρο». Η αριστουργηματική αυτή στην πρωτοτυπία της φράση περιλαμβάνεται στο μυθιστόρημα που βγήκε πέρυσι πρώτο σε πωλήσεις στην Ιαπωνία, με δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Λέγεται «Ο Ουρανός του Έρωτα», και το έγραψε μια 25χρονη γυναίκα που είναι γνωστή μονάχα με το όνομα Μίκα. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι γράφτηκε για να διαβαστεί σε κινητό τηλέφωνο. Στην τρίτη θέση ήταν το sequel αυτού του βιβλίου, με τίτλο «Ο ουρανός σου», ενώ στη δεύτερη αναδείχθηκε ένα άλλο μυθιστόρημα για κινητό τηλέφωνο, το «Κόκκινο κορδόνι», γραμμένο επίσης από μια νεαρή γυναίκα, τη Μάι.

Η μόδα των keitai shosetsu ξεκίνησε το 2002. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι πωλήσεις on line είχαν φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια γιεν, κάπου 60 εκατομμύρια ευρώ. Τα βιβλία αυτά δεν λάμπουν με τη λογοτεχνική τους αξία. Καθώς η οθόνη του κινητού τηλεφώνου δεν είναι μεγάλη (χωρά 100 χαρακτήρες), οι φράσεις πρέπει να είναι πολύ σύντομες. Δεδομένου ότι πολλά από τα βιβλία αυτά διαβάζονται στο μετρό, κάθε κεφάλαιο πρέπει να μπορεί να διαβάζεται το πολύ μέσα σε τρία λεπτά, όσο χρόνο απέχουν κατά μέσο όρο οι σταθμοί μεταξύ τους. Τα θέματα έχουν να κάνουν συνήθως με σεξ, βιασμούς, φόνους και ΑΙDS. Η πλοκή είναι απλή, οι διάλογοι πλούσιοι και τα ηθικά διδάγματα απαραίτητα. Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι συμμετέχει στη συγγραφή του βιβλίου, αφού ενώ το «κατεβάζει» έχει τη δυνατότητα και να σχολιάζει τα όσα διαμείβονται, ενώ πολλές φορές καλείται να γράψει και ο ίδιος μια ιστορία.

«Το γεγονός ότι οι νεαροί αναγνώστες βομβαρδίζονται με φτωχές εκφράσεις και στοιχειώδες λεξιλόγιο θα αυξήσει τον αναλφαβητισμό και θα καταστρέψει την ικανότητά τους να εκφράζονται», λέει ένας κριτικός στους Τάιμς. Άλλοι, πάλι, πιστεύουν ότι τα keitai shosetsu δημιουργούν ένα καινούργιο αναγνωστικό κοινό και ότι είναι καλύτερα να διαβάζει κανείς τέτοια βιβλία παρά να μη διαβάζει καθόλου. Το ότι πολλά από τα βιβλία αυτά δεν είναι σκουπίδια αποδεικνύεται άλλωστε από το γεγονός ότι στη συνέχεια κυκλοφορούν σε κανονική, έντυπη, μορφή, ενώ κάποια γυρίζονται και σε ταινίες. «Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον σύστημα», σημειώνει ο Κοϊσίρο Τομιόκα, που διδάσκει ιαπωνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κάντο Γκακουίν. «Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτή η νέα κατηγορία συγγραφέων θα μπορέσει να συνεχίσει να γράφει βιβλία με επαγγελματικό τρόπο». Από τα 17σύλλαβα χαϊκού μέχρι τα μάνγκα, η ιαπωνική λογοτεχνία έχει προσφέρει στο παρελθόν πρωτότυπες και υψηλής αισθητικής μορφές γραφής. Ίσως λοιπόν να παρουσιάζει τώρα μια αναγκαία «κοιλιά», και σύντομα να μας καταπλήξει ξανά.

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2008

Γερνάω, μαμά



Είχαν κλείσει τριάντα χρόνια γάμου. Και ξαφνικά εκείνος της ομολόγησε ότι αισθανόταν παγιδευμένος και ότι είχε αποφασίσει να αναζητήσει την αυτογνωσία στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας. «Δεν είναι ότι δεν σ΄ αγαπώ», της είπε. «Απλώς η σχέση μας δεν είναι πια συναρπαστική». Εκείνη το απέδωσε στην κρίση της μέσης ηλικίας. Και ένα απόγευμα αποφάσισε να τον παρακολουθήσει. Έκπληκτη διαπίστωσε τότε ότι η ερωμένη του άνδρα της ήταν ένας νεώτερος κλώνος της, μια γυναίκα που είχε ακριβώς την ίδια κόμμωση μ΄ εκείνη και ντυνόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Ουδεμία έκπληξη, σχολιάζει στη Νιου Γιορκ Τάιμς ο καθηγητής ψυχιατρικής Ρίτσαρντ Φρίντμαν, που άκουσε αυτή την υπόθεση από έναν φίλο του ψυχαναλυτή. Ο τύπος ήθελε να γυρίσει το ρολόι μερικές δεκαετίες πίσω και να ξεκινήσει από την αρχή. Να είναι όμως πράγματι ένα ακόμη θύμα της θρυλικής «κρίσης της μέσης ηλικίας»; Ή απλώς είναι ένας μεσήλικας νάρκισσος που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη προσβολή που έχει δεχθεί ποτέ: ότι μεγαλώνει; Ένας άλλος πελάτης του ίδιου ψυχαναλυτή, ένας 49χρονος δικηγόρος στο αποκορύφωμα της καριέρας του, τα ΄φτιαξε με μια νεαρή συνάδελφό του. «Αγαπώ τη γυναίκα μου», είπε κι αυτός. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι με έχει πιάσει». Ίσως ότι έκανε παιδί στα 43 του. Θα ήταν άραγε διαφορετικά αν το είχε κάνει στα 25;

Το 1999, το ΜcΑrthur Foundation πραγματοποίησε σχετική έρευνα μεταξύ 8.000 Αμερικανών ηλικίας 25 ώς 74 ετών. Ενώ όλοι αναγνώριζαν τον όρο «κρίση της μέσης ηλικίας», μόνο το 23% δήλωσαν ότι περνούσαν ή είχαν περάσει κάποτε μια τέτοια κρίση. Κι όταν οι ερευνητές το έψαξαν περισσότερο, βρήκαν ότι μόνο το 8% θεωρούσε ότι αυτή η κρίση συνδεόταν με το γεγονός πως μεγάλωναν. Το άλλο 15% την απέδιδε σε συγκεκριμένα γεγονότα που είχαν συμβεί στη ζωή τους. Να είναι λοιπόν μύθος αυτή η κρίση; Και στην περίπτωση αυτή, τι κρατά αυτόν το μύθο ζωντανό; Ο βασικός ένοχος, γράφει ο Φρίντμαν, είναι η εμμονή του πολιτισμού μας με τη νεότητα. Τα μέσα ενημέρωσης είναι γεμάτα με ιστορίες ανθρώπων που προσπαθούν να ξαναβρούν τα χαμένα νιάτα τους απορρίπτοντας τις συζύγους τους, αλλάζοντας δουλειά ή εγκαταλείποντας τις οικογένειές τους. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σ΄ αυτόν τον πειρασμό;

Οι περισσότεροι μεσήλικες, αν πιστέψουμε τις έρευνες. Ο θεσμός του γάμου περνά κρίση, αυτό είναι σίγουρο: στη Γαλλία, ο αριθμός των παιδιών εκτός γάμου ξεπέρασε πέρυσι για πρώτη φορά το 50% του συνόλου. Πολλές επιφυλάξεις θα μπορούσε να διατυπωθούν και για την αποτελεσματικότητα ή την παραγωγικότητα της μονογαμίας. Ένα είναι βέβαιο: όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με την κρίση της μέσης ηλικίας.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

Στη βάση της πυραμίδας



Το Αφγανιστάν είναι μια «αποτυχημένη» χώρα, καταδικασμένη να ισοπεδώνεται κάθε τόσο από εκρήξεις παγιδευμένων αυτοκινήτων, ώσπου να σβηστεί μια μέρα από τον χάρτη. Αλλά ένας Άγγλος επιχειρηματίας διαφωνεί.

O Ντέηβιντ Έλιοτ ήταν πάντα ένας δραστήριος επιχειρηματίας. Μέχρι πριν από δέκα χρόνια, η δουλειά του ήταν να στήνει ιατρικές επιχειρήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η εταιρεία US Αssist που πρόσφερε συμβουλές σε ταξιδιώτες: την πούλησε το 1993 αντί 22 εκατομμυρίων δολαρίων. Ύστερα ασχολήθηκε με άλλα πράγματα. Και ίσως να είχε «καθαρίσει» το 2001, όταν η μηχανή αναζήτησης Direct Ηit - της οποίας ήταν ένας εκ των συνιδρυτών- πουλήθηκε αντί 560 εκατομμυρίων δολαρίων. Ανάμεσα στους όρους, όμως, ήταν το κλείδωμα των μετοχών για 90 ημέρες, μεσολάβησαν οι Δίδυμοι Πύργοι και χάθηκαν όλα.

Εκείνη την εποχή ο Έλιοτ είχε επηρεαστεί από τις ιδέες δύο καθηγητών, του Στιούαρτ Χαρτ και του Σ.Κ. Πραχάλαντ, που έχουν διατυπώσει τη θεωρία ότι κρύβεται μεγάλος πλούτος στη «βάση της πυραμίδας» (bottom of the pyramid, ΒΟΡ), τα 4 δισεκατομμύρια δηλαδή των ανθρώπων που ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Εφοδιασμένος λοιπόν με χρήματα από την αμερικανική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης αποφάσισε να διερευνήσει το μέρος αυτής της αγοράς στο Αφγανιστάν. Τη χώρα την ήξερε, την είχε επισκεφθεί το 1976 όταν ταξίδεψε με ένα παλιό Φολκσβάγκεν από την Τουρκία στην Ινδία, ο αδελφός του έχει γράψει κι ένα βιβλίο με τίτλο «Ένα Απροσδόκητο Φως». Ήξερε επίσης πολύ καλά ότι είναι μια χώρα κατεστραμμένη από τους πολέμους. Αλλά αυτό είναι ανάμεσα στα πράγματα που τον γοήτευαν. «Πρόκειται για μια απίστευτα δυναμική αγορά, γιατί όλα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή», λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. «Οι Αφγανοί δεν είναι διαφορετικοί από τους Αμερικανούς επιχειρηματίες- είναι εργατικοί, θέλουν να ξαναχτίσουν αυτή τη χώρα και έχουν τεράστιες ικανότητες. Τους λείπουν όμως οι πόροι και το know-how».

Μερικές από τις πρωτοβουλίες του Έλιοτ είναι απολύτως στοιχειώδεις και απολύτως αναγκαίες. Προσπαθεί, για παράδειγμα, να προωθήσει τη χρήση διοδικών λυχνιών σε μια χώρα που στερείται ηλεκτρισμού και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με καυστήρες κηροζίνης. Οι κάτοικοι γεμίζουν αυτούς τους καυστήρες με καύσιμο το οποίο προορίζεται για τη βάση του Μπαγκράμκαι κάθε τόσο τινάζονται στον αέρα. Πώς να αγοράσουν όμως μια διοδική λυχνία που κοστίζει 18 δολάρια, όταν μπορούν με 1,5 δολάριο να πάρουν έναν καυστήρα κηροζίνης; Ο Άγγλος επιχειρηματίας αναζητεί έτσι έναν δωρητή που θα εξασφαλίσει τον εφοδιασμό της αφγανικής αγοράς με λυχνίες σε «ανταγωνιστική» τιμή. Θέλει επίσης να στήσει μια αλυσίδα σύγχρονων φαρμακείων. «Οι γιατροί είτε γράφουν μεγάλες ποσότητες φαρμάκων που δεν χρειάζονται, είτε πωλούν ληγμένα ή αλλοιωμένα φάρμακα από το Πακιστάν. Ένας από τους σοβαρότερους λόγους, όμως, για τους οποίους οι Αφγανοί είναι πνιγμένοι στα χρέη είναι οι αρρώστιες. Χαμηλές υπηρεσίες, υψηλό κόστος: να ο φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 17, 2008

Κάτι πίσω από τα μάτια



Η πιο χαρακτηριστική απ΄ όλες τις γυναίκες πρέπει να είναι η Σίλα. Στην αρχή δήλωσε μπαϊσέξουαλ. Δύο χρόνια μετά, είπε ότι έλκεται από γυναίκες. Ύστερα έκανε δεσμό με έναν άνδρα. Και στο τέλος της έρευνας αποφάσισε ότι τελικά προτιμά να βγαίνει με γυναίκες.

Η Λίζα Ντάιαμοντ ξεκίνησε την έρευνά της το 1995. Επί δέκα χρόνια γύριζε την Πολιτεία της Νέας Υόρκης αναζητώντας νεαρές γυναίκες που αισθάνονται έλξη για άλλες γυναίκες. Παρακολούθησε ολόκληρη τη διαδρομή τους, από την αποφοίτησή τους και την πρώτη τους δουλειά μέχρι τις λεπτομέρειες της σεξουαλικής τους ζωής. Και διαπίστωσε ότι ελάχιστες από τις γυναίκες αυτές ανταποκρίνονται στο σχήμα του «ισόβιου γκέι». Στη διάρκεια της δεκαετίας, τα δύο τρίτα των γυναικών άλλαξαν σεξουαλική «ταυτότητα» τουλάχιστον μία φορά. Και μία στις τέσσερις είπε ότι η επιλογή συντρόφου δεν έχει καμιά σχέση με το φύλο. «Το σημαντικότερο δεν είναι το σώμα», είπε μια γυναίκα, «αλλά κάτι πίσω από τα μάτια». Μια άλλη γυναίκα, που δήλωσε στρέιτ, είχε δεσμό επί δύο χρόνια με τη συγκάτοικό της στο κολέγιο. Το κράτησε μυστικό απ΄ όλους τους γνωστούς της, και συνεχώς αναρωτιόταν αν η σχέση αυτή σήμαινε ότι είναι λεσβία. Τελικά ο δεσμός διαλύθηκε, αλλά οι γυναίκες παραμένουν πολύ καλές φίλες. Η μία παντρεύτηκε, η άλλη αρραβωνιάστηκε, και καμιά δεν μετανιώνει γι΄ αυτό που έγινε.

Όταν η Ντάιαμοντ άρχισε να δημοσιεύει τα συμπεράσματά της σε επιστημονικές επιθεωρήσεις, η χριστιανική Δεξιά έσπευσε να θριαμβολογήσει: να λοιπόν που η ομοφυλοφιλία αποτελεί επιλογή! Πολλοί ψυχαναλυτές χρησιμοποίησαν επίσης αυτή την έρευνα για να υποστηρίξουν ότι μπορούν να «θεραπεύσουν» τους ομοφυλόφιλους, μετατρέποντάς τους σε στρέιτ. Στο υπό έκδοση βιβλίο της «Σεξουαλική ρευστότητα», η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα απορρίπτει αυτούς τους ισχυρισμούς και επισημαίνει ότι η σεξουαλική έλξη είναι κάτι ασταθές και ευμετάβλητο, που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας. «Πολλές γυναίκες με τις οποίες μίλησα πίστευαν ότι είναι ιδιόρρυθμες, και ότι δεν πρέπει να τις περιλάβω στην έρευνα», τονίζει η Ντάιαμοντ σε συνέντευξή της στην Μπόστον Γκλόουμπ . «Πίστευαν ότι αυτό που είχαν ζήσει αποτελεί εξαίρεση. Έλεγαν πράγματα του τύπου, “απέτυχα ως ετεροφυλόφιλη, τώρα αποτυγχάνω και ως λεσβία”. Δεν καταλάβαιναν ότι αυτά που διηγιόντουσαν είναι απολύτως φυσιολογικά».

Η Αμερικανίδα καθηγήτρια αναλύει τώρα τα συμπεράσματα της έρευνάς της μιλώντας σε σχολεία και ομάδες ομοφυλοφίλων. Η μεγαλύτερή της ανταμοιβή είναι όταν μια γυναίκα έρχεται και τη βρίσκει ύστερα από κάποια ομιλία και της λέει: «Για χρόνια νόμιζα πως είμαι η μόνη. Τώρα κατάλαβα πως δεν είναι έτσι». Πάντα ξέραμε ότι το «φυσιολογικό» είναι μια αυθαίρετη και αμφιλεγόμενη έννοια. Αλλά πάντα μας αρέσει να το επιβεβαιώνει και η επιστήμη.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2008

Τ΄ όνομά του ήταν Ραφαέλ



«Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: πέθανε μόνος και εγκαταλελειμμένος». Κριστόφ Λουί, πρόεδρος της οργάνωσης Νεκροί του δρόμου

Δεν ήξεραν τίποτα γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Μόνο ότι βρέθηκε νεκρός πέντε ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα στην place de la Concorde, την πιο όμορφη πλατεία του Παρισιού. Οι φύλακες τον έβλεπαν βέβαια εδώ και τρεις μήνες να κοιμάται στην «αποθήκη Τuck», ήταν καμιά σαρανταριά χρονών, γκρίνιαζε όταν του έλεγαν να παραμερίσει για να καθαρίσουν, αλλά κατά τα άλλα ήταν ευγενής, κάθε πρωί έλεγε bonjour με μια προφορά «που θύμιζε λίγο Ανατολή». Τις οκτώ κουβέρτες του τις αποθήκευε σε έναν σκουπιδοτενεκέ, όπου άφηνε και το σακίδιό του τα απογεύματα όταν πήγαινε βόλτα. Αλλά εκείνη τη νύχτα, μια από τις πιο κρύες του χειμώνα αφού η θερμοκρασία έπεσε στους μείον τρεις, αποκοιμήθηκε χωρίς να σκεπαστεί. Φορούσε μόνο τα ρούχα του, τρία πουλόβερ, μια μπλούζα, δύο παντελόνια, έναν σκούφο. Δεν αναζήτησε καταφύγιο στην πλευρά της πλατείας που είναι κάπως προστατευμένη από τον αέρα, εκεί που λουφάζουν τα ποντίκια και οι αρουραίοι. Δεν άναψε φωτιά για να ζεσταθεί. Φοβήθηκε ότι θα τον έπαιρναν χαμπάρι οι αστυνομικοί του 8ου Διαμερίσματος και θα τον έδιωχναν; Ή είχε αποφασίσει να πεθάνει;

Τον ονόμασαν «Άγνωστο της Κονκόρντ». Είναι ο τέταρτος άστεγος που πεθαίνει από το κρύο από τις 9 Νοεμβρίου 2007, αλλά ο πρώτος που έχει το θράσος να το κάνει στο κέντρο του Παρισιού, λίγα μέτρα από το σημείο όπου ο Σαρκοζί γιόρτασε τη νίκη του, και μάλιστα παραμονές των δημοτικών εκλογών. «Αφόρητο» χαρακτήρισε το γεγονός ο Πιερ Λελούς, υποψήφιος του κυβερνώντος κόμματος στο 8ο Διαμέρισμα, για να απαντήσει αμέσως ο δήμος ότι δεν έχει δικαίωμα να μιλά κάποιος που επί επτά χρόνια δεν κούνησε το δακτυλάκι του για τους αστέγους. Κι ας έχουν δημοσιευτεί έρευνες που δείχνουν ότι το προσδόκιμο ζωής των αστέγων στη Γαλλία είναι τα 50 χρόνια, κατά 30 χρόνια μικρότερο από εκείνο του πληθυσμού...

«Στον άγνωστο αδελφό μας», έγραφε το σημείωμα που απέθεσε στον τάφο ο Κριστόφ Λουί, μαζί με ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα. Ένας άλλος άφησε ένα λευκό αρκουδάκι. Κι ύστερα από μερικές ημέρες αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ο «Άγνωστος της Κονκόρντ» είχε γεννηθεί το 1966 στη Γερμανία από πατέρα με πολωνικό όνομα. Είχε μια ερωμένη κάπου στην Πολωνία. Είχε έλθει στο Παρίσι ψάχνοντας δουλειά. Η Αστυνομία τον είχε συλλάβει μια ημέρα του Οκτωβρίου σ΄ένα ποδήλατο από αυτά του δήμου, που δεν το είχε πληρώσει. «Το είχαν εγκαταλείψει καιρό», δικαιολογήθηκε, «νόμιζα πως ήταν τζάμπα». Τον φωτογράφισαν, του πήραν τα δακτυλικά αποτυπώματα, τον άφησαν. Τ΄ όνομά του ήταν Ραφαέλ. Ο πατέρας του ζει ακόμη στη Γερμανία, χθες επρόκειτο να παραλάβει τη σορό του.

Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2008

Της άρεσαν οι νέοι άνδρες



Τι θα έλεγε άραγε η ίδια η Σιμόν ντε Μπωβουάρ αν έβλεπε δημοσιευμένη αυτή τη φωτογραφία; Θα θύμωνε, θα γελούσε, θα επικροτούσε, θα διαφωνούσε, θα αδιαφορούσε; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά όλος αυτός ο θόρυβος είναι μάλλον υπερβολικός, μια χαρά είναι η φωτογραφία, ιδίως η αρετουσάριστη.

Oγδόντα πέντε ετών σήμερα, ο Αμερικανός φωτορεπόρτερ Αρτ Σέι θυμάται πολύ καλά εκείνο το επεισόδιο. Τη συγγραφέα τη συνάντησε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1952 στο Σικάγο, στο σπίτι του Αμερικανού εραστή της- και φίλου του- Νέλσον Όλγκρεν. «Ο Νέλσον έμενε σε μια κακόφημη συνοικία του Σικάγου, σε ένα διαμέρισμα χωρίς μπάνιο, και μου ζήτησε να βρω ένα μέρος όπου η Σιμόν θα μπορούσε να κάνει μπάνιο», θυμάται ο Σέι. Την επομένη, συνόδευσε τη συγγραφέα σε ένα διαμέρισμα με μπανιέρα που του είχε δανείσει μια φίλη του. Ο Όλγκρεν τον είχε προειδοποιήσει: «Να προσέχεις, της αρέσουν οι νέοι άνδρες!». Η ντε Μπωβουάρ μπήκε για μπάνιο χωρίς να κλείσει την πόρτα. Κι όταν τελείωσε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξει τα μαλλιά της, εκείνος πλησίασε με τη Leica του και τη φωτογράφισε. Εκείνη τον άκουσε, γύρισε και του πέταξε γελώντας: «Κακό παιδί!». Δεν είχε θυμώσει, βεβαιώνει ο Σέι. «Είχε ελεύθερα ήθη, όπως και ο Νέλσον».

Η φωτογραφία άργησε πολύ να δημοσιευτεί. Ο Σέι δεν την είχε ξεχάσει, αλλά νόμιζε πως είχε χάσει τα αρνητικά, κι όταν τα βρήκε η συγγραφέας είχε πια πεθάνει, δεν μπορούσε να πάρει την άδειά της. Σίγουρος ότι δεν θα είχε αντίρρηση, τη δημοσίευσε το 2000 στο βιβλίο του «Άλμπουμ μιας εποχής». Τον περασμένο Απρίλιο, η φωτογραφία εκτέθηκε στην γκαλερί Αlbert Loeb του Παρισιού, μαζί με άλλες, σεμνότερες φωτογραφίες της συγγραφέα. Και την περασμένη εβδομάδα έγινε εξώφυλλο στη γαλλική έκδοση του Νουβέλ Ομπζερβατέρ (η ευρωπαϊκή έκδο ση προτίμησε να κάνει εξώφυλλο την Μπεναζίρ Μπούτο), με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση της συγγραφέα του «Δεύτερου Φύλου». Ο διευθυντής του περιοδικού και τα μεγαλύτερης ηλικίας στελέχη εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους, αλλά υποχώρησαν μπροστά στην επιμονή των νεωτέρων. Η φωτογραφία του εξωφύλλου υπέστη μάλιστα ρετουσάρισμα, τα μαξιλαράκια του λίπους αφαιρέθηκαν. «Δεν κάναμε δα και λίφτινγκ, διορθώσαμε λίγο το κοντράστ που έδειχνε άσχημα στο ύψος της γάμπας», δικαιολογείται ο αναπληρωτής διευθυντής σύνταξης Μισέλ Λαμπρό. Εδώ, σίγουρα, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ θα έσκαγε στα γέλια.

Πολλοί Γάλλοι το πήραν πάντως σοβαρά, στα γραφεία του περιοδικού έφτασαν πολλές επιστολές διαμαρτυρίας, τα blogs πήραν φωτιά. «Θα τολμούσατε να δημοσιεύσετε μια ανάλογη φωτογραφία του Σαρτρ;» αναρωτιέται ένας αναγνώστης. Όχι βέβαια. Ίσως όμως ο λόγος να μην είναι ιδεολογικού, αλλά αισθητικού χαρακτήρα...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2008

Το στοίχημα της Μοντ



Η ιστορία αυτής της εφημερίδας δεν έχει ροζ DVD ούτε αυτοκτονίες. Έχει όμως πάθος. Το πάθος των συντακτών της να διασώσουν την ανεξαρτησία της.

Στο καινούργιο του βιβλίο «Κινηματογραφικά φιλιά» (εκδ. Gallimard, προσεχώς στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ), ο Ερίκ Φοττορινό αφηγείται με συναρπαστικό τρόπο δύο παράλληλες, και αδύνατες, αναζητήσεις: της χαμένης μητέρας και της τέλειας συντρόφου. Ο εργοδότης και φύλακας-άγγελος του ήρωα τον προειδοποιεί εγκαίρως, «δεν είναι υγιές να κυνηγάς δύο γυναίκες ταυτοχρόνως», αλλά εκείνος επιμένει με ψυχαναγκαστικό τρόπο, κάποια στιγμή τα πρόσωπα πλησιάζουν τόσο πολύ ώστε γίνονται ένα, ο ήρωας κοντεύει να τρελαθεί, κι ύστερα συνειδητοποιεί ότι αυτή η αναζήτηση δεν οδηγεί πουθενά, χαμηλώνει τον πήχυ και βρίσκει επιτέλους την ηρεμία. «Το πρόβλημα στη ζωή», λέει κάποιος σε μια ταινία του Ζαν Ρενουάρ, «είναι ότι ο καθένας έχει τα δίκια του». Και η προσπάθεια να συμβιβαστούν αυτά τα δίκια μόνο σε έκρηξη μπορεί να οδηγήσει.

Ο Φοττορινό είναι ένας αναγνωρισμένος και βραβευμένος συγγραφέας, αλλά ως διευθυντής της Μοντ υπήρξε μέχρι τώρα μάλλον άχρωμος. Μετά την τρικυμιώδη διαχείριση του Ζαν-Μαρί Κολομπανί χρειαζόταν κάποιος να ρίξει τους τόνους και να προσπαθήσει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της ιστορικής εφημερίδας χωρίς να χαμηλώσει τον πήχυ. Δεν είναι εύκολο: τα χρέη έχουν ξεπεράσει τα 150 εκατομμύρια ευρώ και υπάρχει κίνδυνος να κτυπήσει μια μέρα την πόρτα ένας δικαστικός επιμελητής. «Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο», έγραψε πρόσφατα σε ένα σύντομο σημείωμά του ο Φοττορινό. Εξίσου αδιανόητη είναι όμως και η εναλλακτική λύση, να αυξήσουν το μερίδιό τους ο επιχειρηματίας Λαγκαρντέρ (κατέχει σήμερα το 17%) και ο όμιλος ΡRΙSΑ που εκδίδει την Ελ Παΐς (15%), και να λάβει τέλος ένα πείραμα μοναδικό στον ευρωπαϊκό, αν όχι στον παγκόσμιο Τύπο: ο έλεγχος μιας εφημερίδας από τους συντάκτες της. Η Εταιρεία Συντακτών της Μοντ (SRΜ) κατέχει σήμερα σημαντικό μέρος του κεφαλαίου (21,87%, μαζί με το 33,35% των δικαιωμάτων ψήφου) και μπορεί να μπλοκάρει τόσο τον διορισμό όσο και την απομάκρυνση του διευθυντή.

«Ο Φοττορινό δεν ενθουσιάζει κανέναν», λένε στους διαδρόμους της εφημερίδας. Αλλά την περασμένη Δευτέρα, όταν συγκέντρωσε το προσωπικό για τις παραδοσιακές ευχές του καινούργιου χρόνου, τον άκουσαν όλοι με προσοχή, και στο τέλος τον χειροκρότησαν πάνω από ένα λεπτό, μπορεί και δύο. Σήμερα θα αναλύσει τα σχέδιά του στους μετόχους, θα εξηγήσει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα, ότι υπάρχει πεδίο δράσης σε τέσσερις τομείς: το καθημερινό φύλλο, τα άλλα έντυπα που εκδίδει ο όμιλος, την ιστοσελίδα και τα υπόλοιπα προϊόντα (βιβλία και CD). Το ηθικό στο boulevard Αuguste Βlanqui είναι υψηλό, το όνομα της Μοντ είναι πολύ βαρύ για να το διαχειριστούν μερικοί επιχειρηματίες.

Σάββατο, Ιανουαρίου 12, 2008

Μαθήματα ελληνικών



Oι αρχαιολάτρεις και οι θιασώτες της απόλυτης καθαρότητας της ελληνικής γλώσσας θα γίνουν έξαλλοι, αλλά είναι γεγονός: το Facebook, το κοινωνικό αυτό δίκτυο που σου επιτρέπει να ανταλλάσσεις κείμενα, βίντεο και φωτογραφίες, αλλά και να αναζητήσεις τους παλιούς σου συμμαθητές με τους οποίους έχεις χαθεί, έγινε και ρήμα! Ο αγγλικός οίκος Collins, που εκδίδει λεξικά εδώ και 175 χρόνια, θα περιλάβει τη λέξη Facebook τόσο ως ουσιαστικό όσο και ως ρήμα στην καινούργια έκδοση του λεξικού της αγγλικής γλώσσας που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες στο Λονδίνο. Όπως γράφει ο Γάλλος βιβλιοκριτικός Πιερ Ασσουλίν στην ιστοσελίδα του (passouline. blog. lemonde.fr), ο ορισμός του ουσιαστικού είναι: «δημοφιλής ιστοσελίδα στο Διαδίκτυο που επιτρέπει την κοινωνικοποίηση». Και του ρήματος: «η αναζήτηση του προφίλ ενός ανθρώπου στην ομώνυμη ιστοσελίδα». Αν λοιπόν χρησιμοποιούμε ήδη ευρέως το ουσιαστικό στην ελληνική γλώσσα, γιατί να μην αρχίσουμε να κάνουμε το ίδιο και με το ρήμα;

Το βασικό κριτήριο είναι η δημοτικότητα. Πώς να αγνοήσεις ένα φαινόμενο που προσείλκυε πέρυσι 200.000 νέα μέλη την ημέρα και σήμερα έχει πολύ περισσότερα από 50 εκατομμύρια μέλη; Και πώς να αντισταθείς στην εισαγωγή αυτής της λέξης στην ελληνική γλώσσα όταν δεν μπόρεσαν να αντισταθούν οι Γάλλοι, που είναι γνωστοί πουρίστες; Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα με την κατάληξη, όπως δείχνει το προηγούμενο του Google. Στη Γαλλία, οι σώφρονες και οι περίεργοι που πρόκειται να παραστούν σε μια κοινωνική εκδήλωση δεν προσπαθούν πια να πάρουν πληροφορίες από το τηλέφωνο: ils se googlisent. Στα ελληνικά, πώς να το αποδώσεις αυτό το ρήμα; Το «γκουγκλίζω» παραπέμπει στο «μουγκρίζω», το «γκουγκλάρω» στο «κομπλάρω», ενώ το «κάνω γκουγκλ» (ή μήπως «κάνω γκούγκλινγκ», όπως «κάνω ζάπινγκ»;) είναι αμήχανο και άχαρο. Άντε τώρα να μπλέξεις και με το Facebook...

Αλλά ο οίκος Collins προχωρεί ακόμη περισσότερο: στην ίδια έκδοση περιλαμβάνει και δύο ακόμη ρήματα, που τα γνωρίζουν μόνο όσοι είναι εξοικειωμένοι με το Facebook. «Ρoke» σημαίνει «τραβώ την προσοχή κάποιου χωρίς να του στείλω μήνυμα» και «pimp» σημαίνει «διανθίζω τη σελίδα μου» (εδώ το ουσιαστικό σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό). Αυτά τα ρήματα δεν μπορούν να εξελληνιστούν, όσο κι αν προσπαθήσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρήμα «subprime». Μόλις πέρυσι μάθαμε ότι το ουσιαστικό σημαίνει «ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου», τώρα διαβάζουμε ότι το ρήμα προσδιορίζει τη «χορήγηση δανείου με απαγορευτικούς όρους σε έναν πελάτη με κακή πιστωτική προϊστορία». Μία λέξη στα αγγλικά, δώδεκα στα ελληνικά, δεν είναι άδικο;

Δύσκολα ερωτήματα, βασανιστικά και πολύπλοκα, μόνο ένας Γιάννης Χάρης θα μπορούσε να τα απαντήσει.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2008

Τι είναι πάλι αυτή η Γιάλτα;



«Η κρίση των μέσων ενημέρωσης είναι κατακλυσμιαία, έστω κι αν ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει επειδή είναι σταδιακή. Αν ζούσαμε όμως σε μια καθαρή οικονομία της αγοράς, καθημερινές εφημερίδες δεν θα υπήρχαν πια».

O Ζαν-Φρανσουά Καν έχει διευθύνει τρεις εφημερίδες, τις δύο από τις οποίες τις ίδρυσε ο ίδιος. Αυτές τις ημέρες ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει και το περιοδικό Μarianne, που διευθύνει εδώ και δέκα χρόνια. Όπου να ΄ναι πατάει τα 70, κουράστηκε, έχει στα σκαριά κι ένα βιβλίο. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: καταλαβαίνει πως ο δημοσιογραφικός λόγος πρέπει να αλλάξει, να γίνει πιο απλός, πιο άμεσος, κι εκείνος αισθάνεται πια πολύ μεγάλος για να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη. Εκείνου του αρέσουν οι μεγάλες, καλά δομημένες φράσεις με πολλές παρενθετικές προτάσεις, αλλά οι αναγνώστες θέλουν σύντομα πράγματα, σπιντάτα. Κάθε μέρα λαμβάνει επιστολές από αναγνώστες που δεν καταλαβαίνουν αυτά που γράφει. Τι είναι αυτός ο «μπουλανζισμός» για τον οποίο έγραφε τις προάλλες, σε κανένα φούρναρη αναφερόταν; Κι εκείνη η Γιάλτα σε ποια ήπειρο βρίσκεται; «Θεωρώ καταστροφικό να μη γνωρίζουν πια οι νέοι ιστορία, αλλά πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας», λέει ο Καν σε συνέντευξή του στη Μοντ. «Δεν πρέπει να κάνουμε σαν τους μαρξιστές, που περιγράφουν την πραγματικότητα όπως θα ήθελαν να είναι. Πρέπει να προσαρμοστούμε σ΄ αυτήν».

Κι εκείνος δεν μπορεί να προσαρμοστεί. Πριν από τριάντα χρόνια, του άρεσε να πασπαλίζει τα άρθρα του με ατελείωτες περιγραφές. Σήμερα, αν δεν προσφέρεις δράση στις τρεις πρώτες γραμμές ο αναγνώστης σε προσπερνά. Πρέπει λοιπόν να προσαρμόσεις αναλόγως το γράψιμό σου, να «σεναριοποιείς» τα κομμάτια σου- κι αν σ΄ αρέσουν οι πολύπλοκες και πολυδαίδαλες προτάσεις, μπορείς θαυμάσια να γράφεις παράλληλα ένα βιβλίο. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εξειδικευμένοι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο επί πέντε ή δέκα χρόνια. Πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα που θα υποχρεώνει τον οικονομικό συντάκτη, για παράδειγμα, να κάνει κάθε τρεις μήνες ένα κοινωνικό ρεπορτάζ, ώστε να γνωρίσει και τις άλλες πλευρές της πραγματικότητας. Αλλά και η ίδια η δομή των εφημερίδων πρέπει να αλλάξει, η πυραμιδική ιεραρχία είναι πια ξεπερασμένη. Οι δημοσιογράφοι είναι εξίσου υπεύθυνοι με τους διευθυντές για την καλή ή την κακή πορεία ενός εντύπου.

Λιγότερη συναίνεση και περισσότερες συγκρούσεις: αυτή είναι η συνταγή του Ζαν-Φρανσουά Καν για να επιστρέψουν οι αναγνώστες (και οι διαφημιστές) στον Τύπο. Γιατί δηλαδή να έχει εξοριστεί ο επιθετικός λόγος στο Διαδίκτυο; Ο 70χρονος δημοσιογράφος είναι έξαλλος και με το free press, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν παρεμβαίνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού όπως θα παρενέβαινε αν ένας φούρνος πρόσφερε δωρεάν ψωμί, αλλά αυτή είναι μια άλλη, αμαρτωλή ιστορία, και στο κάτω κάτω αν μια δωρεάν εφημερίδα είναι καλύτερη από μια εφημερίδα του ενός ή των δύο ευρώ η λύση δεν είναι ασφαλώς να απαγορευτεί η δωρεάν εφημερίδα...

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2008

Ένας πολιτικός επικήδειος



Υπόσχεται ότι θα παραμείνει στη μάχη μέχρι το συνέδριο. Γνωρίζει και ο ίδιος, όμως, ότι δεν έχει καμία τύχη. Είναι λοιπόν η κατάλληλη στιγμή για έναν θερμό πολιτικό επικήδειο.

Όταν είσαι η Εxxon Μobil και θέλεις να ασκήσεις επιρροή στην κυβέρνηση, τα πράγματα είναι απλά: προσλαμβάνεις μια από τις μεγάλες εταιρείες των λόμπι. Οι μισοί λομπίστες είναι Δημοκρατικοί και οι μισοί Ρεπουμπλικανοί. Όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα βρίσκεται στην εξουσία, το πάνω χέρι έχουν οι Ρεπουμπλικανοί λομπίστες, όπως και τα χρήματα. Όταν κυβερνούν οι Δημοκρατικοί, την κατάσταση ελέγχουν οι Δημοκρατικοί λομπίστες. Και οι μεν και οι δε ακολουθούν τους ίδιους στόχους για τις ίδιες εταιρείες. Και εμποδίζουν την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων. Φαινόμενο του θερμοκηπίου; Αδύνατο να λυθεί όσο οι πολιτικοί και των δύο κομμάτων αναζητούν χρηματοδότηση από τις πετρελαϊκές εταιρείες. Σαράντα επτά εκατομμύρια Αμερικανοί χωρίς ασφαλιστική κάλυψη; Τόσοι θα είναι, κι ακόμη περισσότεροι, όσο τα κόμματα εξαρτώνται από τις φαρμακευτικές και ιατρικές εταιρείες.

Η επιχειρηματολογία αυτή ανήκει σε έναν άνθρωπο που δεν θα γίνει ποτέ πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών: τον Τζων Έντουαρντς. Και ο λόγος δεν έχει να κάνει ούτε με τον ρατσισμό (που απειλεί τον Ομπάμα) ούτε με τον σεξισμό (που απειλεί τη Χίλαρι), αλλά με το πολύ απλό γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να τον στηρίξουν οι ίδιες εταιρείες τις οποίες καταγγέλλει. Όπως σημειώνει ο Γιόχαν Χάρι στην Ιντιπέντεντ, η Χίλαρι έχει εισπράξει από στρατιωτικούς ομίλους και εταιρείες που πολεμούν τα συνδικάτα περισσότερα χρήματα από όσα έχει εισπράξει οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος, είτε του Δημοκρατικού είτε του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στενότερος σύμβουλός της είναι ο Μαρκ Πεν, η εταιρεία του οποίου έχει υπερασπίσει στο παρελθόν από τη χούντα της Αργεντινής και τη Shell μέχρι τη Union Carbide μετά την καταστροφή του Μποπάλ. Ο Αλ Γκορ τον είχε απολύσει το 2000 επειδή ήταν πολύ δεξιός.

Αλλά και ο Ομπάμα έχει χρηματοδότες που δεν είναι ακριβώς προοδευτικοί, όπως η Goldman Sachs, η JΡ Μorgan Chase και η εταιρεία τηλεπικοινωνιών και στρατιωτικών επενδύσεων Ηenry Crown and Company. Ακόμη και να μην ήθελε να ζητήσει τη βοήθειά τους (αφού έχει την ικανότητα να συγκεντρώνει χρήματα μέσα από το Ιnternet με δωρεές των 50 δολαρίων), είναι υποχρεωμένος να το κάνει, για να μη θεωρήσουν ότι βρίσκεται στο αντίπαλο στρατόπεδο και ταχθούν εναντίον του. Κάπως έτσι έγινε υπέρμαχος της αιθανόλης, παρ΄ ότι τα βιοκαύσιμα που παράγονται από αυτήν έχουν πυροδοτήσει τεράστια αύξηση της τιμής των τροφίμων.

«Όλες οι ωραίες ιδέες σε αυτό τον κόσμο δεν μπορούν να εφαρμοστούν αφού πρέπει να περάσουν από ένα διεφθαρμένο σύστημα που ελέγχεται από τις μεγάλες εταιρείες και τους λομπίστες τους», λέει ο Έντουαρντς. Το ήξερε από την αρχή. Αλλά αυτό δεν κάνει τον αγώνα του λιγότερο ευγενικό.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2008

Ένα παιδί τριάμισι ετών



Ένα αντάρτικο, που περιέργως έχει ακόμη στη Δύση κάποιους οπαδούς. Δύο αμφιλεγόμενοι πρόεδροι. Τρεις χιλιάδες όμηροι, ανάμεσά τους μια πρώην υποψήφια για την προεδρία.
Ένας διάσημος σκηνοθέτης. Και ένα παιδί, ένα τραγικό παιδί τριάμισι ετών.

Η ιστορία θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικό σενάριο, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Στις 20 Ιουνίου 2004 γεννιέται στη ζούγκλα της Κολομβίας ένα παιδί που θα πάρει το όνομα Εμμανουέλ. Μητέρα του είναι η Κλάρα Ρόχας, επικεφαλής της εκστρατείας της Ίνγκριντ Μπετανκούρ στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2002, και όμηρος μαζί μ΄ εκείνη των ανταρτών της οργάνωσης FΑRC από το 2002. Πατέρας του είναι ένας από τους φρουρούς της Ρόχας, που απομακρύνθηκε λίγο μετά τη γέννα. Το πιθανότερο είναι ότι εκτελέστηκε από τους συντρόφους του: κάθε αντάρτης που έχει σεξουαλικές σχέσεις με όμηρο θεωρείται προδότης, δικάζεται και καταδικάζεται. Ύστερα από μερικούς μήνες ομηρείας, το μωρό προσβάλλεται από ελονοσία, γαστρεντερίτιδα και σπάει το χέρι του. Οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου πανικοβάλλονται και, εν αγνοία της ηγεσίας της οργάνωσης, παραδίδουν «προσωρινά» το μωρό σε μια οικογένεια αγροτών. Εκείνοι το κρατούν λίγο καιρό και, καθώς η κατάστασή του επιδεινώνεται, το μεταφέρουν στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντελ Γκουαβιάρε της Νοτιοανατολικής Κολομβίας, στην καρδιά της ζώνης παραγωγής κοκαΐνης. Οι γιατροί εντοπίζουν μώλωπες και καψίματα και το παραδίδουν σε έναν οργανισμό για εγκαταλειμμένα παιδιά, στην Μπογκοτά. Τίποτα το πρωτότυπο: κάθε χρόνο κακοποιούνται στην Κολομβία κάπου 30.000 παιδιά.

Η ιστορία αυτή έμεινε μυστική για δυόμισι χρόνια. Και αποκαλύφθηκε πριν από λίγες ημέρες, όταν απέτυχε η απελευθέρωση της Κλάρα, του Εμμανουέλ και μιας ακόμη ομήρου, την οποία είχαν υποσχεθεί οι αντάρτες «σε ένδειξη καλής θέλησης». Στην υπόθεση ενεπλάκη ο Ούγκο Τσάβες, ενώ για την υποδοχή των ομήρων στρατολογήθηκαν ανώτατοι αξιωματούχοι οκτώ χωρών, ο πρώην πρόεδρος της Αργεντινής Νέστορ Κίρσνερ και ο σκηνοθέτης Όλιβερ Στόουν. Επί πέντε ημέρες οι φήμες οργίαζαν. Αλλά οι όμηροι δεν αφήνονταν ελεύθεροι. Ώσπου ο πρόεδρος της Κολομβίας έβγαλε στην επιφάνεια το μεγάλο μυστικό: το γνώριζε αρκετούς μήνες νωρίτερα, αλλά ήθελε να δει τον Τσάβες να γελοιοποιείται. Η ηγεσία των ανταρτών ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία χάλασε επειδή δέχθηκαν πιέσεις από τον στρατό. Στην πραγματικότητα, δεν ήξεραν ούτε κι εκείνοι ότι ο Εμμανουέλ δεν ήταν στα χέρια τους. Όταν ειδοποίησαν την τοπική οργάνωση να ετοιμάσει την απελευθέρωσή του, οι τελευταίοι έστειλαν άρον-άρον τον αγρότη στην Μπογκοτά για να το βρει. Ήταν πολύ αργά. Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν παγιδεύσει τις δορυφορικές επικοινωνίες μεταξύ των ανταρτών και είχαν εντοπίσει το δύστυχο παιδί πρώτες.

Σε λίγες ημέρες, το παιδί αναμένεται να παραδοθεί στη γιαγιά του. Και οι αντάρτες, στριμωγμένοι στον τοίχο, ίσως να παραδώσουν τελικά τους δύο ομήρους στον... Ούγκο Τσάβες. Μένουν άλλοι 2.998.

Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2008

Ίμρε και Ελέν



Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, το καφέ Κempinski του Βερολίνου είχε έναν υψηλό προσκεκλημένο: τον κρατούμενο του Άουσβιτς υπ΄αριθμόν 64.921. Ο κόσμος ήταν πολύς και το φως εναλλασσόταν συνεχώς με το σκοτάδι.

Το 1944, σε ηλικία 14 ετών, ο Ίμρε Κέρτες εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς. Από τα 17 παιδιά της ηλικίας του που στάλθηκαν την ίδια περίοδο στο στρατόπεδο, μόνο εκείνος επέζησε. «Ο επιζήσας είναι μια εξαίρεση, η συνέπεια μιας βλάβης στη μηχανή του θανάτου», γράφει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Φάκελλος Κ.» που μόλις κυκλοφόρησε στα γαλλικά από τις εκδόσεις Αctes Sud. Όποιος θέλει να μάθει κάτι για το Άουσβιτς, πρέπει να πάρει συνέντευξη από τους νεκρούς! Μόνο αυτοί γνωρίζουν. Οι επιζήσαντες, όπως εκείνος, έλαβαν έστω και σε ελάχιστο βαθμό μέρος στη μαζική εξόντωση. Είναι κατά κάποιο τρόπο συνένοχοι. Κι όταν επιστρέφουν στη φυσιολογική ζωή αισθάνονται ξένοι προς τον κόσμο. Να γιατί αυτοκτόνησε ο Πρίμο Λέβι. Να γιατί τόσο πολλοί σιωπούν, ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το κομμουνιστικό σύστημα αρνιόταν για δεκαετίες την πραγματικότητα.

Ο Ούγγρος Νομπελίστας διαφωνεί με την περίφημη ρήση του Αντόρνο ότι αποτελεί βαρβαρότητα να γράψεις ποίηση μετά το Άουσβιτς. Αν ακολουθούνταν αυτή η αρχή- λέει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Le Ρoint - οι αναμνήσεις των στρατοπέδων θα εξαφανίζονταν κάποια στιγμή, μαζί με τους επιζήσαντες. Είναι απολύτως εφικτή η δημιουργία μετά το Άουσβιτς, ακόμη και η πρωτότυπη δημιουργία, όπως δείχνει η υπέροχη ταινία του Μπενίνι με τίτλο «Η ζωή είναι ωραία». Η «Λίστα του Σίντλερ», αντίθετα, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή: ο Σπήλμπεργκ νόμιζε ότι οι επιζήσαντες είναι νικητές, κάτι σαν τους ήρωες της μυθολογίας. Μέγα λάθος. Η επιβίωση είναι βαριά, μια μελαγχολική γιορτή.

Ο Κέρτες αρνείται να γράφει απλώς μαρτυρίες, προτιμά να αναζητεί με τις λέξεις μια πραγματικότητα που διαφεύγει, αυτοαποκαλείται ηδονιστής, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο. Μαρτυρία έγραψε, αντίθετα, η Ελέν Μπερ, μια Γαλλοεβραία που πέθανε στο Μπέλσεν σε ηλικία 23 ετών. Το ημερολόγιό της θα κυκλοφορήσει αυτήν την εβδομάδα στη Γαλλία και χαρακτηρίζεται ήδη το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Οι πρώτες σελίδες είναι γεμάτες από περιγραφές της υπαίθρου γύρω από το Παρίσι. «Το νεαρό κορίτσι γνωρίζει ελάχιστα για την εβραϊκή του ταυτότητα, ο πόλεμος δεν την έχει αγγίξει, δεν έχει ιδέα για όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη», λέει ο εκδότης του βιβλίου Αντουάν Σαμπάγκ. «Ερωτεύεται για πρώτη φορά. Αλλά στη συνέχεια τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Το βιβλίο διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, αλλά το τέλος είναι πολύ θλιβερό».

Την απόφαση να εκδώσει το ημερολόγιο την πήρε η ανιψιά της. «Με τον τρόπο αυτό, η ψυχή της Ελέν θα συνεχίσει να ζει. Κι είναι μια ευαίσθητη ψυχή γεμάτη φως».

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2008

Η αποδοκιμασία του κατεστημένου



Ο Μπάρακ Ομπάμα το έχει πει μέσα σε λίγες λέξεις: «Η ιστορία αυτή μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να συμβεί». Και έπεται συνέχεια.

Πρόκειται ασφαλώς για μια μικρή, αγροτική πολιτεία, διόλου αντιπροσωπευτική της χώρας στην οποία ανήκει. Είναι αλήθεια ότι μονάχα μια φορά στην ιστορία, το 1977 με τον Τζίμι Κάρτερ, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών που κέρδισε στην Αϊόβα κατάφερε τελικά να κερδίσει και την προεδρία. Ο δρόμος είναι μακρύς, η μάχη θα είναι σκληρή και όλο και πιο βρώμικη. Όλα αυτά όμως δεν αίρουν το γεγονός ότι για πρώτη φορά εδώ και 230 χρόνια ένας μαύρος- έστω, όχι εντελώς μαύρος, για μερικούς όχι «αρκετά» μαύρος- κερδίζει καθαρά μια εκλογική μάχη, και μάλιστα σε μια πολιτεία που το 93% των κατοίκων της είναι λευκοί. Και δικαιούται να ελπίζει ότι, σαράντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αυτός, ο γιος ενός Κενυάτη που το δεύτερο όνομά του είναι Χουσεΐν και που στο σχολείο του διδάχθηκε μεταξύ άλλων το Κοράνι, θα προελάσει θριαμβευτικά μια μέρα στον Λευκό Οίκο και θα αλλάξει την Αμερική.

Έχει μεγάλο συμβολικό και ψυχολογικό βάρος η νίκη του Μπάρακ Ομπάμα στην Αϊόβα. Εξίσου μεγάλη σημασία, όμως, έχει η ήττα της Χίλαρι Κλίντον. Όπως σημειώνει ο Βιτόριο Τσουκόνι στη Ρεπούμπλικα, 200.000 Δημοκρατικοί ψηφοφόροι καταψήφισαν τον οίκο «Κλίντον & Κλίντον», απέρριψαν τον ισχυρισμό ότι κάποιες οικογένειες είναι φτιαγμένες για να κυβερνούν, τιμώρησαν την αλαζονεία ενός μηχανισμού που στηρίζεται στο όνομα μιας δυναστείας. Άλλοι 100.000 ψηφοφόροι του αντίπαλου στρατοπέδου επιφύλαξαν την ίδια τιμωρία στον άνθρωπο που πίστεψε ότι το χρήμα, το άφθονο χρήμα, είναι αρκετό για να του εξασφαλίσει το χρίσμα. Με άλλα λόγια, 300.000 κάτοικοι της μικρής Αϊόβα τα έβαλαν με το establishment, το κατεστημένο. Και έδειξαν στους πολιτικούς, στα μέσα ενημέρωσης και στις στρατιές των pundits ότι σε μια δημοκρατία κανείς δεν έχει το δικαίωμα να βάζει το καπέλο του σε μια πολυθρόνα και να την κηρύσσει «κατειλημμένη».

Τριακόσιες χιλιάδες είναι λίγοι, όπως λίγοι είναι και οι σύνεδροι τους οποίους στέλνουν στα συνέδρια των δύο κομμάτων. Αλλά το μήνυμά τους είναι δυνατό. Η Χίλαρι αλλάζει στρατηγική, γίνεται πιο επιθετική, παραμερίζει τον Μπιλ και βάζει μπροστά την Τσέλσι, που προαλείφεται κι αυτή ασφαλώς σε καμιά εικοσαετία για την προεδρία. Ο δισεκατομμυριούχος Μιτ Ρόμνεϊ σκοπεύει να ξοδέψει ακόμη περισσότερα χρήματα για να βελτιώσει τις επιδόσεις του, αλλά στο Νιου Χαμσάιρ θα βρει μπροστά του τον Μακ Κέιν. Ακόμη πάντως κι αν τα αποτελέσματα της περασμένης Τρίτης αποδειχθούν μια παρένθεση αμφισβήτησης, στην αρχή μιας χρονιάς όπου θα γραφτούν και θα ακουστούν πολλά για την αμφισβήτηση που σάρωσε τον πλανήτη πριν από σαράντα χρόνια, αυτή η παρένθεση είναι ελπιδοφόρα. Έστω και μόνο επειδή πείθει τους καχύποπτους ότι εν τέλει δεν είναι όλα «στημένα».

Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2008

Το καλύτερο πρόγραμμα



«Η πολιτική είναι ένας τηλεοπτικός διαγωνισμός και ο πρόεδρος παρουσιάζει το καλύτερο πρόγραμμα. Ο Σαρκοζί είναι ο εστεμμένος ηγέτης μιας πολιτικής κοινωνίας του θεάματος, πλήρως ενσωματωμένης σε μια σύγχρονη κουλτούρα που συνίσταται στην έκθεση της ιδιωτικής ζωής και στον ανελέητο ανταγωνισμό». Λωράν Ζοφρέν, διευθυντής της Λιμπερασιόν

Τον Μάρτιο του 2006, στο αεροπλάνο της επιστροφής από ένα ταξίδι στη Μαδρίτη, ο Νικολά Σαρκοζί επαινούσε τον πρωθυπουργό Θαπατέρο, με τον οποίο είχε συναντηθεί, αλλά και τον πρωθυπουργό της Ιταλίας Ρομάνο Πρόντι και τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Τόνυ Μπλαιρ. «Μα όλοι αυτοί οι πολιτικοί ανήκουν στην Αριστερά», παρατήρησε η συγγραφέας Γιασμίνα Ρεζά, η οποία παρακολούθησε όλη την προεκλογική εκστρατεία του Σαρκοζί και κατέγραψε τις εντυπώσεις της στο βιβλίο Η αυγή, το εσπέρας ή η νύχτα. «Πώς και έχετε φιλικές σχέσεις μαζί τους;». «Κάνετε λάθος, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι αριστεροί», απάντησε εκείνος. «Μόνο στη Γαλλία ο κόσμος κάνει τον αριστερό».

Ο Νικολά Σαρκοζί δεν έκρυψε ποτέ την απέχθειά του για την Αριστερά και την πεποίθησή του ότι ο Μάης του ΄68 κατέστρεψε τη Γαλλία. Τη θεραπεία του αρρώστου την ανέλαβε προσωπικά: όπως είχε δηλώσει προεκλογικά, μέσα στους πρώτους έξι μήνες της θητείας του επρόκειτο να πραγματοποιήσει το 80% των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα του. Αλλά το εξάμηνο πέρασε, και οι μεταρρυθμίσεις είναι αόρατες. Το περασμένο καλοκαίρι ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση μια περικοπή φόρων που θα έθετε στην κυκλοφορία 15 δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη: ύστερα από μια πενταετία όπου η ετήσια ανάπτυξη δεν ξεπερνούσε το 2%, μια αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα φαινόταν εφικτή. Αλλά η διεθνής οικονομική κρίση ανέτρεψε τα σχέδια του προέδρου. Η ανάπτυξη της Γαλλίας δεν θα υπερβεί φέτος το 1,8%, ενώ του χρόνου θα είναι ακόμα μικρότερη.

Μη έχοντας άλλους άσους στο μανίκι, ο Σαρκοζί κατέφυγε σε ένα σίγουρο όπλο: τον θόρυβο γύρω από την προσωπική του ζωή. Εμφανιζόμενος χεράκι χεράκι με τη γοητευτική Κάρλα Μπρούνι, καθίσταται και ο ίδιος σχεδόν συμπαθής. «Ο Γάλλος πρόεδρος, όπως και όλοι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να επωφεληθούν από τη διαφθορά των αντιπάλων του και από την αναταραχή που προκαλούν οι δηλώσεις τους, φοβάται οποιαδήποτε πραγματική απόδειξη», σημειώνει ο φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού. «Αυτό που φοβάται περισσότερο απ΄ όλα είναι να βγει στην επιφάνεια ο φόβος του».

Όλα αυτά δεν θα έπρεπε να προκαλούν έκπληξη. Ο Σαρκοζί κατείχε δύο υπουργεία επί προεδρίας Σιράκ (Εσωτερικών και Οικονομικών) και απέτυχε και στα δύο. Ούτε την κατάσταση στα προάστια βελτίωσε ούτε την ανεργία μείωσε. Αλλά το τηλεοπτικό πρόγραμμα που παρουσιάζει είναι, πράγματι, το καλύτερο.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2008

Χίλια δολάρια για μια οδοντόβουρτσα



Σαράντα επτά εκατομμύρια Αμερικανοί δεν καλύπτονται από οποιαδήποτε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Έτσι, όλο και περισσότεροι καταφεύγουν για σημαντικές εγχειρήσεις στην Ινδία, την Ταϊλάνδη, τη Σιγκαπούρη ή τη Μαλαισία.

O Τζεφ και η Κέιτι δεν πίστευαν τις στατιστικές. Ή, εν πάση περιπτώσει, δεν τους ενδιέφεραν. Όσο εκείνος σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και εκείνη σε μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση στην Ουάσιγκτον, ήταν και οι δύο ασφαλισμένοι. Το 2006 παντρεύτηκαν και η Κέιτι άρχισε το διδακτορικό της, παραδίδοντας συγχρόνως μαθήματα εδώ κι εκεί. Τον Μάρτιο του 2007 άρχισαν να πονούν τα πόδια της. Και τότε κατάλαβε ότι δεν είχε πλέον ιατροφαρμακευτική κάλυψη. «Νιώσαμε ότι βυθιζόμαστε σε έναν παράλληλο κόσμο, ότι είμαστε φτωχοί και αποκλεισμένοι από το σύστημα», λέει ο Τζεφ. Η Κέιτι περίμενε να της περάσει. Και όταν η κατάστασή της επιδεινώθηκε, κατέφυγε στα επείγοντα. Εκεί όμως οι γιατροί τής είπαν πως αν της κάνουν εξετάσεις για να δουν τι έχει, θα της κόστιζε τουλάχιστον 1.000 δολάρια. Άλλα τόσα έπρεπε να δώσει μονάχα για τη συζήτηση που είχε μαζί τους: 700 για τον ειδικό και 300 για μια δεύτερη γνώμη.

Ύστερα από αρκετές περιπέτειες που κράτησαν τρεις μήνες, η Κέιτι ταξίδεψε στο Νέο Δελχί, όπου έχει συγγενείς. Εκεί της διέγνωσαν δισκοπάθεια: μέσα σε τρεις εβδομάδες είχε εγχειριστεί. Οι «ιατρικοί πρόσφυγες» όπως εκείνη πληρώνουν στις χώρες αυτές 50%- 95% λιγότερα από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άλλωστε, τα αμερικανικά νοσοκομεία χρεώνουν πολύ περισσότερο τους ανασφάλιστους από ό,τι εκείνους που έχουν μια καλή ασφάλεια: μια απλή εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας μπορεί να κοστίσει στους πρώτους έως και 35.000 δολάρια, οκτώ φορές περισσότερα από όσο χρεώνεται για την ίδια επέμβαση η Μedicaid, το σύστημα που καλύπτει τους πιο φτωχούς Αμερικανούς. «Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην τιμή που ζητείται και στο πραγματικό κόστος της επέμβασης», λέει στη Λιμπερασιόν η Νόρα Τζόνσον, ιατρική σύμβουλος που εξετάζει τους λογαριασμούς των νοσοκομείων. «Όλα είναι ζήτημα αγοράς. Η λογική που κυριαρχεί είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος». Τα νοσοκομεία μπορεί να χρεώσουν δύο φορές την ίδια επέμβαση, ή ακόμη και το χαρτί τουαλέτας. Η Τζόνσον έχει δει λογαριασμό 1.000 δολαρίων για μια οδοντόβουρτσα!

Σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε η Ελίζαμπεθ Ουόρεν, καθηγήτρια Δικαίου στο Χάρβαρντ, οι μισές οικογένειες που κηρύσσουν πτώχευση φτάνουν σε αυτό το σημείο εξαιτίας ενός ιατρικού προβλήματος. Πέντε εκατομμύρια νοικοκυριά έχουν καταφύγει σε αυτό το μέτρο την τελευταία επταετία. «Δεν πρόκειται για φτωχές οικογένειες», τονίζει η Ουόρεν, «αλλά για ανθρώπους που έχουν πάει στο πανεπιστήμιο, για φίλους και γείτονές μας, για ένα δείγμα της Αμερικής που δουλεύει». Όλοι οι υποψήφιοι του Δημοκρατικού Κόμματος υπόσχονται τώρα την οικουμενική εφαρμογή του συστήματος υγείας. Σε λίγο θα είναι πολύ αργά.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2008

Τα φαντάσματα της μνήμης



Καλή και φιλόδοξη η υπόσχεση που δώσαμε χθες στον εαυτό μας να διαβάσουμε φέτος λίγο περισσότερο. Μακάρι να την κρατήσουμε. Αλλά και να μην την κρατήσουμε, μπορούμε πάντα να μπλοφάρουμε.

Η συζήτηση για το αν διαβάζουμε, πόσο διαβάζουμε, τι διαβάζουμε και κατά πόσον οι νέες τεχνολογίες μάς έχουν κάνει να διαβάζουμε λιγότερο ή περισσότερο, είναι πάντα δημοφιλής και πάντα ατελείωτη. Διαβάζουμε, όσο διαβάζουμε, κι ύστερα μιλάμε ή γράφουμε για τα βιβλία που διαβάσαμε, τα αναλύουμε, τα επαινούμε ή τα επικρίνουμε, τα προτείνουμε στους φίλους μας ή τα «μαυρίζουμε». Τι γίνεται όμως με τα βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, και αποτελούν βέβαια τη συντριπτική πλειονότητα αυτών που κυκλοφορούν; Έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε άποψη γι΄ αυτά; Έχει δικαίωμα η στήλη αυτή να αναφέρεται με θετικό ή αρνητικό τρόπο σε βιβλία από τα οποία δεν γνωρίζει συχνά παρά μόνο τον τίτλο και τη βασική πλοκή;

Τρεις είναι οι βασικοί κοινωνικοί περιορισμοί στο ζήτημα της ανάγνωσης, γράφει στην Γκάρντιαν ο Γάλλος καθηγητής Πιερ Μπαγιάρ, συγγραφέας του βιβλίου «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει». Ο πρώτος είναι η υποχρέωση να διαβάζουμε. Ζούμε πάντα σε μια κοινωνία όπου η ανάγνωση αποτελεί αντικείμενο ενός είδους λατρείας και όπου αν δεν έχεις διαβάσει μια σειρά βασικών κειμένων- η οποία ποικίλλει ανάλογα με τον κύκλο στον οποίο κινείσαι- δεν σε παίρνουν στα σοβαρά. Ο δεύτερος είναι η υποχρέωση να διαβάζουμε προσεκτικά. Αν είναι κακό να μη διαβάζουμε βιβλία, είναι ακόμη χειρότερο να τα διατρέχουμε στα γρήγορα και επιπλέον να το λέμε. Όταν μιλάς για τον Προυστ, πρέπει να (προσποιείσαι ότι) τον έχεις διαβάσει στο σύνολό του. Και ο τρίτος περιορισμός είναι η απαγόρευση να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει.

Οι υποχρεώσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια γενικευμένη υποκρισία και σε μια κατάσταση κατά την οποία λέμε ψέματα, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους. Στην πραγματικότητα, λέει ο Μπαγιάρ, είναι απολύτως εφικτό να μιλήσoυμε για ένα βιβλίο που δεν έχουμε διαβάσει, ιδιαίτερα αν δεν το έχει διαβάσει ούτε κι αυτός με τον οποίο συζητάμε. Επιπλέον, ανάμεσα σε ένα βιβλίο που έχουμε διαβάσει προσεκτικά και σε ένα βιβλίο που δεν το έχουμε καν ακουστά, υπάρχουν ένα σωρό διαβαθμίσεις. Πολλά βιβλία που δεν τα έχουμε πιάσει στα χέρια μας ασκούν επιρροή πάνω μας μέσα από τον ρόλο που παίζουν στην κοινωνία: η συζήτηση γι΄ αυτά αποτελεί έτσι μέρος της καθημερινότητάς μας. Η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι η συνεχής και ομοιογενής διαδικασία που θα επιθυμούσαν πολλοί κριτικοί, αλλά ένα θολό τοπίο που το στοιχειώνουν τα φαντάσματα της μνήμης. Και η αληθινή αξία των βιβλίων έγκειται στην ικανότητά τους να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα.