Τα φαντάσματα της μνήμης
Καλή και φιλόδοξη η υπόσχεση που δώσαμε χθες στον εαυτό μας να διαβάσουμε φέτος λίγο περισσότερο. Μακάρι να την κρατήσουμε. Αλλά και να μην την κρατήσουμε, μπορούμε πάντα να μπλοφάρουμε.
Η συζήτηση για το αν διαβάζουμε, πόσο διαβάζουμε, τι διαβάζουμε και κατά πόσον οι νέες τεχνολογίες μάς έχουν κάνει να διαβάζουμε λιγότερο ή περισσότερο, είναι πάντα δημοφιλής και πάντα ατελείωτη. Διαβάζουμε, όσο διαβάζουμε, κι ύστερα μιλάμε ή γράφουμε για τα βιβλία που διαβάσαμε, τα αναλύουμε, τα επαινούμε ή τα επικρίνουμε, τα προτείνουμε στους φίλους μας ή τα «μαυρίζουμε». Τι γίνεται όμως με τα βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, και αποτελούν βέβαια τη συντριπτική πλειονότητα αυτών που κυκλοφορούν; Έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε άποψη γι΄ αυτά; Έχει δικαίωμα η στήλη αυτή να αναφέρεται με θετικό ή αρνητικό τρόπο σε βιβλία από τα οποία δεν γνωρίζει συχνά παρά μόνο τον τίτλο και τη βασική πλοκή;
Τρεις είναι οι βασικοί κοινωνικοί περιορισμοί στο ζήτημα της ανάγνωσης, γράφει στην Γκάρντιαν ο Γάλλος καθηγητής Πιερ Μπαγιάρ, συγγραφέας του βιβλίου «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει». Ο πρώτος είναι η υποχρέωση να διαβάζουμε. Ζούμε πάντα σε μια κοινωνία όπου η ανάγνωση αποτελεί αντικείμενο ενός είδους λατρείας και όπου αν δεν έχεις διαβάσει μια σειρά βασικών κειμένων- η οποία ποικίλλει ανάλογα με τον κύκλο στον οποίο κινείσαι- δεν σε παίρνουν στα σοβαρά. Ο δεύτερος είναι η υποχρέωση να διαβάζουμε προσεκτικά. Αν είναι κακό να μη διαβάζουμε βιβλία, είναι ακόμη χειρότερο να τα διατρέχουμε στα γρήγορα και επιπλέον να το λέμε. Όταν μιλάς για τον Προυστ, πρέπει να (προσποιείσαι ότι) τον έχεις διαβάσει στο σύνολό του. Και ο τρίτος περιορισμός είναι η απαγόρευση να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει.
Οι υποχρεώσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια γενικευμένη υποκρισία και σε μια κατάσταση κατά την οποία λέμε ψέματα, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους. Στην πραγματικότητα, λέει ο Μπαγιάρ, είναι απολύτως εφικτό να μιλήσoυμε για ένα βιβλίο που δεν έχουμε διαβάσει, ιδιαίτερα αν δεν το έχει διαβάσει ούτε κι αυτός με τον οποίο συζητάμε. Επιπλέον, ανάμεσα σε ένα βιβλίο που έχουμε διαβάσει προσεκτικά και σε ένα βιβλίο που δεν το έχουμε καν ακουστά, υπάρχουν ένα σωρό διαβαθμίσεις. Πολλά βιβλία που δεν τα έχουμε πιάσει στα χέρια μας ασκούν επιρροή πάνω μας μέσα από τον ρόλο που παίζουν στην κοινωνία: η συζήτηση γι΄ αυτά αποτελεί έτσι μέρος της καθημερινότητάς μας. Η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι η συνεχής και ομοιογενής διαδικασία που θα επιθυμούσαν πολλοί κριτικοί, αλλά ένα θολό τοπίο που το στοιχειώνουν τα φαντάσματα της μνήμης. Και η αληθινή αξία των βιβλίων έγκειται στην ικανότητά τους να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα.
3 Comments:
Ο Κος Μπαγιάρ, προέρχεται μάλλον από θεωρητικές σπουδές, γιατί αλλιώς θα έκανε 3 βασικές συστάσεις που γνωρίζουν όλοι όσοι θέλουν να στέκονται αξιοπρεπώς στις διαλέξεις στα αμφιθέατρα.
1. Πρώτα διαβάζουμε το abstract που στα λογοτεχνικά βιβλία βρίσκεται στον πρόλογο ή στο οπισθόφυλο.
2. Διαβάζουμε λίγες γνώμες αναγνωστών και κριτικών (μ' αυτή τη σειρά) από το διαδίκτυο.
3. Έχουμε μαζί μας μια ενημερωμένη λίστα συγγραφέων και τίτλων, για να μπορούμε πάντα να διακριθούμε στο ρόλο των name droppers. :-)
Αφορμώμενος από το "η ανάγνωση αποτελεί αντικείμενο ενός είδους λατρείας" και υπενθυμίζοντας ότι "η πρωινή ανάγνωση της εφημερίδας είναι το υποκατάστατο της πρωινής προσευχής", θα τολμούσα με κάποιο δισταγμό να παρομοιάσω τους Μπαγιαρντιστές με τους Χριστιανούς εκείνους που δεν παρίστανται στη λειτουργία, εξαιτίας της κραιπάλης της προηγούμενης νύχτας, αλλά ευελπιστούν ότι θα επινοήσουν κάποιον τρόπο να ξεγελάσουν τον Παντοδύναμο. Γάλλοι... :-)
Δίχως την διάσταση του ψεύδους, στην οποία περιορίζεται -απ' όσο κατάλαβα- ο Μπαγιάρ, ιδιαίτερο τύπο μπαγιαρντιστή θα μπορούσε να αποτελέσει ο Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ, που ισχυρίζεται ότι θα μπορούσε να αναπαραγάγει το δεύτερο τόμο της Ποιητικής κλπ.
Αναλόγως, θα είχε ενδιαφέρον να γραφεί στη στήλη ένα άρθρο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σχολιάζουμε/παρουσιάζουμε πλείστα γεγονότα της δημόσιας καθημερινότητας, δηλαδή με βάση το hype που προκαλείται.
Πάντως, το άρθρο σας κλείνει, όπως και του Μπαγιάρ, χωρίς να εξηγήσει ικανοποιητικά την τελευταία περίοδο, που παραμένει ασαφής -για μένα.
"Η τέχνη του διαβάσματος συνίσταται στο να ξέρεις να πηδάς τις σελίδες"
Δεν το είπα εγώ (αν και το εφαρμόζω, επιτυχώς) - κάποιος σοφός Γάλλος το είπε. Ατυχώς, λόγω Αϊζενχάουερ, δεν ενθυμούμαι το όνομα του καλού αυτού ανθρώπου.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home