Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Όλα είναι πιο ελαφρά



Η ηλικιωμένη κυρία χαμογελά, ζαρωμένη στην καρέκλα της. «Δεν πάει πολύς καιρός που είμαστε μαζί. Δύο χρόνια μόνο. Στην πραγματικότητα, είμαστε ένα νέο ζευγάρι». Δίπλα της κάθεται ένας κύριος με άσπρα μαλλιά. Ακούγοντάς τη να μιλάει έτσι, της πιάνει το χέρι. Εκείνη συνεχίζει: «Εδώ και δύο χρόνια όλα είναι διαφορετικά. Έχουν γίνει πιο ελαφρά». Ο ηλικιωμένος κύριος συμφωνεί. «Πριν, ήμουν μόνος. Η Φρανσίν ήταν μόνη. Τώρα, βρισκόμαστε το πρωί και δεν αποχωριζόμαστε καθόλου όλη την ημέρα».

Η Φρανσίν και ο Κριστιάν είναι τυχεροί. Το γηροκομείο στο οποίο περνούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, κάπου στο Βαρ της Νότιας Γαλλίας, δεν απαγορεύει τις σχέσεις μεταξύ των τροφίμων. Υπάρχουν βέβαια πολλά προβλήματα. Το προσωπικό αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφύλαξη τέτοιες σχέσεις, θεωρώντας ότι ο έρωτας και η σεξουαλικότητα δεν έχουν θέση σε τέτοια ιδρύματα. Και η αντίδραση των οικογενειών είναι συχνά βίαιη. Όπως λέει ο διευθυντής του γηροκομείου Πατρίκ Ιρό στη Λιμπερασιόν, τα παιδιά δεν δέχονται εύκολα ότι οι γονείς τους έχουν σεξουαλική ή συναισθηματική ζωή στα ογδόντα τους, ιδιαίτερα αν η μαμά ή ο μπαμπάς έχει πεθάνει και έχει αντικατασταθεί από έναν καινούργιο σύντροφο. Φοβούνται επίσης μη χάσουν την κληρονομιά. Ο διευθυντής έχει ακούσει περιπτώσεις μηνύσεων εναντίον γηροκομείων επειδή επέτρεψαν να αναπτυχθούν τέτοιες σχέσεις! Αλλά εκείνος δεν φοβάται τέτοιου τύπου ακρότητες. Και πρόσφατα οργάνωσε την προβολή ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο «Οι γεροντικοί μας έρωτες», όπου μιλούν διάφορα ζευγάρια σαν τη Φρανσίν και τον Κριστιάν, απ' όλη τη Γαλλία.

«Γιατί να υπάρχει ένας κόσμος των ενηλίκων όπου η σεξουαλικότητα επιτρέπεται και ένας κόσμος των ηλικιωμένων όπου η σεξουαλικότητα απαγορεύεται;» αναρωτήθηκε ο ψυχίατρος Ζεράρ Ριμπ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών, που παρέστη στην προβολή. Ο μόνος παράγων που πρέπει να εξασφαλίζεται είναι η ελεύθερη συναίνεση, κάτι που δεν είναι δεδομένο σε περιπτώσεις ασθενών που πάσχουν, για παράδειγμα, από Αλτσχάιμερ. Αλλά κι αυτοί έχουν επιθυμίες, κι αυτοί έχουν δικαίωμα στον έρωτα. Κι αυτοί, όπως όλοι οι ηλικιωμένοι, έχουν δικαίωμα στον ιδιωτικό χώρο. «Οι νοσοκόμοι δεν κτυπούν πάντα την πόρτα πριν μπουν σε ένα δωμάτιο», αναγνωρίζει ο Πατρίκ Ιρό. «Ή κτυπούν και μπαίνουν πριν πάρουν απάντηση. Προσπαθούμε να κάνουμε προόδους σ' αυτά τα ζητήματα».

Ο Κριστιάν και η Φρανσίν προτίμησαν να κρατήσουν ο καθένας το δικό του δωμάτιο. «Μ' αρέσει να υπάρχει λίγο μυστήριο στο ζευγάρι», λέει η Φρανσίν, κρατώντας πάντα από το χέρι τον νέο της εραστή. «Μη φανταστείτε ότι χαϊδευόμαστε όπως όταν ήμασταν είκοσι ετών», διευκρινίζει ο τελευταίος. «Τρυφερότητα, όμως, υπάρχει πολλή».

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 29, 2006

Το μάθημα της Ουγγαρίας



Δημόσια συγγνώμη ζήτησε τελικά ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας. Αλλά για ποιο ακριβώς παράπτωμα; Επειδή έλεγε ψέματα πρωί - βράδυ επί χρόνια; Επειδή το παραδέχθηκε μιλώντας σε κλειστή κομματική συνεδρίαση; Ή επειδή δεν απέτρεψε τη διαρροή αυτής της πρωτοφανούς ομολογίας;

Όταν ο Επιμενίδης, ο λαμπρός εκείνος φιλόσοφος του 6ου π.Χ. αιώνα, δήλωσε ότι «όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες», έσπειρε τη σύγχυση. Με δεδομένο πως ήταν κι εκείνος από την Κρήτη, δύο τινά μπορούσαν να συμβαίνουν. Αν όλοι οι Κρήτες ήταν ψεύτες, ψεύτης ήταν κι ο ίδιος, άρα και ο ισχυρισμός του ήταν ψευδής. Αν πάλι υπήρχε έστω και ένας Κρης που έλεγε την αλήθεια (ο ίδιος), ο ισχυρισμός του υπονομευόταν από μόνος του. Ένα ανάλογο παράδοξο διαφάνηκε με την ομολογία του Φέρεντς Τζιουρτσιάνι ότι έλεγε για χρόνια ψέματα για την κατάσταση της οικονομίας και με τις διαδηλώσεις που γίνονταν για μέρες έξω από το πρωθυπουργικό γραφείο με αίτημα την παραίτησή του. Κι εδώ οι ρόλοι ήταν αντεστραμμένοι: ο ειλικρινής ήταν εκείνος που παραδέχθηκε ότι έλεγε ψέματα και οι ψεύτες ήταν εκείνοι που περίμεναν από αυτόν να συνεχίσει να τους λέει ψέματα, αφού είναι πολιτικός, και «όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες». Η Ουγγαρία μπορεί να ζήσει με τα δικά της μέσα, ισχυρίστηκε (ψευδώς, φυσικά) ο αρχηγός της Δεξιάς Βίκτορ Όρμπαν, αρκεί να απαλλαγεί από αυτή την Αριστερά που ισχυρίζεται το αντίθετο και την έχει παραδώσει στα αρπακτικά των Βρυξελλών.

Σύμφωνα με τον βετεράνο Ούγγρο διπλωμάτη Ίστβαν Γκιαρμάτι, όλα αυτά είναι μέρος του δημοκρατικού παιχνιδιού. Τα περισσότερα εμφράγματα - λέει στην Κοριέρε - συμβαίνουν τη δεύτερη ημέρα των διακοπών, όταν η αδρεναλίνη αρχίζει να πέφτει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ουγγρική κοινωνία. Τα τελευταία έξι χρόνια, το βιοτικό επίπεδο των Ούγγρων αυξήθηκε κατά 46%. Τώρα η χώρα έχει αρχίσει να κατεβάζει ταχύτητα, για μια περίοδο ίσως να κάνει και όπισθεν. Πρόκειται για τις δικές της «διακοπές», για την εποχή των κοινωνικών εμφραγμάτων. Αλλά θα περάσει κι αυτή, ήδη η κατάσταση εξομαλύνεται. Η κυβέρνηση θα πληρώσει στις δημοτικές εκλογές της Κυριακής, αλλά θα συνεχίσει να κυβερνά.

Η ουγγρική κρίση πρέπει όμως να παραδειγματίσει και την υπόλοιπη Ευρώπη, σημειώνει η Μπάρμπαρα Σπινέλι στη Στάμπα. Οι πολιτικοί πρέπει να μάθουν να μη δίνουν υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρήσουν. Το 1981 ο Φρανσουά Μιτεράν υποσχέθηκε τον σοσιαλιστικό παράδεισο, και δύο χρόνια αργότερα έκανε πίσω. «Ανθισμένα τοπία» υποσχέθηκε και ο Χέλμουτ Κολ στην Ανατολική Γερμανία μετά την ενοποίηση, αλλά αντί για τα τοπία αυτά ήρθε η δυσωδία της ακροδεξιάς. Μείωση των φόρων είχε εξαγγείλει ο Μπερλουσκόνι, αλλά αναγκάστηκε να τους αυξήσει. Η δημαγωγία μπορεί να φέρνει εκλογικές νίκες, αλλά βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατία. Τουλάχιστον η Σεγκολέν Ρουαγιάλ δεν υπόσχεται τίποτα.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

Το παιχνίδι των ταυτοτήτων



Δεκάδες βιβλία, ταινίες και θεατρικά έργα είναι αφιερωμένα στον άνθρωπο που ο Ενρίκο Φέρμι, ο «πατέρας» του πρώτου ατομικού αντιδραστήρα, είχε χαρακτηρίσει ισάξιο του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα. Αλλά η καινούργια θεωρία για τη μυστηριώδη εξαφάνισή του είναι η πιο γοητευτική απ' όλες.

Τη νύχτα της 27ης προς 28η Μαρτίου 1938, ο 32χρονος φυσικός Ετόρε Μαγιοράνα επιβιβάστηκε στο Παλέρμο σ' ένα πλοίο που επρόκειτο να τον μεταφέρει την άλλη μέρα το πρωί στη Νάπολη. Όμως κανείς δεν τον είδε να αποβιβάζεται. Ούτε βρέθηκε ποτέ το πτώμα του. Ο μοναχικός Μαγιοράνα, που στη σύντομη ζωή του είχε εντυπωσιάσει την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα με τις θεωρίες του για τον πυρήνα του ατόμου και το νετρίνο, απλώς εξαφανίστηκε. Αυτοκτόνησε; Δολοφονήθηκε; Έπεσε θύμα απαγωγής; Πολλά είναι τα σενάρια που έχουν κυκλοφορήσει. Στο βιβλίο του «Η εξαφάνιση του Μαγιοράνα» (1975), ο Λεονάρντο Σάσα διατυπώνει την υπόθεση ότι ο Σικελός ερευνητής διείδε τις συνέπειες των ερευνών του για το άτομο και κατέφυγε σ' ένα μοναστήρι. Σε ένα άλλο βιβλίο, με τίτλο «Κρατική υπόθεση η εξαφάνιση του Μαγιοράνα;» (1999), ο ιστορικός των επιστημών Ουμπέρτο Μπαρτότσι υποστηρίζει ότι ο φυσικός (που είχε «φλερτάρει» με τους Ναζί στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Λειψία) είτε απήχθη από πράκτορες του Γ' Ράιχ είτε δολοφονήθηκε από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Στην Αργεντινή ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε τα ίχνη του ο Καταλανός πανεπιστημιακός Ζόρντι Μπονέλς («Η δεύτερη εξαφάνιση του Μαγιοράνα», 2004).

Ο χαμένος φυσικός έγινε ήρωας θεατρικών έργων, όπως «Οι Φυσικοί» του Φρίντριχ Ντύρενματ και «Μια ημέρα του Μαρτίου» του Μπρούνο Ρούσσο, ενώ έχει «παίξει» και σε πολλά κόμικς. Εκατό ακριβώς χρόνια μετά τη γέννησή του, ένας Ουκρανός φυσικός έρχεται τώρα να υποστηρίξει μια νέα, εκ πρώτης όψεως εξωφρενική θεωρία. Ο Μαγιοράνα εφάρμοσε απλώς στον εαυτό του τις αρχές της ειδικότητάς του, γράφει στη ρωσική επιθεώρηση Priroda ο Όλεγκ Ζασλάφσκι, ειδικός για τη φυσική της βαρύτητας στο Πανεπιστήμιο Καραζίν-Χαρκίβ. Σύμφωνα με τους νόμους της κβαντικής φυσικής, ο κόσμος (των σωματιδίων) διέπεται από τους κανόνες των πιθανοτήτων και όχι από βεβαιότητες. Ο Μαγιοράνα, που διάβαζε με μανία Πιραντέλλο και είχε γοητευτεί από το παιχνίδι των ταυτοτήτων, πέρασε έτσι κατά κάποιον τρόπο σε μια υπέρθεση καταστάσεων (ζωντανός, νεκρός, εξαφανισμένος κ.λπ.). Έπαιξε τον ρόλο της γάτας στο περίφημο πείραμα του Σρέντινγκερ. Μια γάτα κλείνεται σε ένα κουτί μαζί με ένα σωματίδιο που μπορεί να υπάρχει ταυτοχρόνως σε δύο διαφορετικές καταστάσεις. Με τη βοήθεια ενός πολύπλοκου μηχανισμού, η τύχη της γάτας είναι συνδεδεμένη μ' εκείνη του σωματιδίου. Έτσι, όσο δεν ανοίγουμε το κουτί μπορεί να είναι είτε ζωντανή είτε νεκρή.

«Ίσως να υπάρχουν κόσμοι στους οποίους ο Μαγιοράνα αυτοκτόνησε», λέει ο Ζασλάφσκι στη Λιμπερασιόν. «Ίσως όμως να υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι στους οποίους κατάφερε να επιβιώσει».

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Μια μορφή κακοποίησης



Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης; «Μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, εκδικητικός, τεκνοκτόνος, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, ένας κακεντρεχής τύραννος».

Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς ψηφίστηκε πρόσφατα από το περιοδικό Prospect ένας από τους τρεις κορυφαίους διανοούμενους της εποχής μας, μαζί με τον Ουμπέρτο Έκο και τον Νόαμ Τσόμσκι. Και οι παραπάνω χαρακτηρισμοί είναι από τους πιο ανώδυνους που περιλαμβάνονται στο καινούργιο του βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε προχθές στη Βρετανία με τον τίτλο «Η απάτη του Θεού» (εκδ. Bantam). Την ώρα που ο θρησκευτικός φανατισμός ανεβαίνει σε όλο τον κόσμο, και στα αμερικανικά σχολεία αρχίζουν να διδάσκουν τον «ευφυή σχεδιασμό» του κόσμου παράλληλα με τον Δαρβινισμό, ο συγγραφέας επιτίθεται στον Θεό σε όλες τις μορφές του, από τον τύραννο της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι τον Ουράνιο Παντοκράτορα που υμνούν ορισμένοι διανοητές του Διαφωτισμού. Η θρησκεία - τονίζει - προκαλεί πολέμους, ενισχύει τη μισαλλοδοξία και ασκεί κακή επιρροή στα παιδιά, τα οποία είναι «προγραμματισμένα» να πιστεύουν αυτά που τους λένε οι γονείς τους. Τότε γιατί δεν έχει πέσει κι αυτή ακόμη θύμα της φυσικής επιλογής;

Στην ανθρώπινη ιστορία, σημειώνει ο Ντώκινς, έχουν αναφερθεί τέσσερις βασικές λειτουργίες τις οποίες εκπληρώνει η θρησκεία: εξήγηση, παραίνεση, παρηγοριά και έμπνευση. Καμιά από αυτές τις λειτουργίες δεν έχει ποτέ τεκμηριωθεί. Η θρησκεία δεν έχει παράσχει καμιά ικανοποιητική εξήγηση για οτιδήποτε. Δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση μια θεμιτή πηγή ηθικής: αν ήταν έτσι, οι Εβραίοι θα εξακολουθούσαν να εκτελούν όσους εργάζονται το Σάββατο. Η πραγματική πηγή της ηθικής είναι ένας συνδυασμός γενετικών ενστίκτων και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Όσο για την παρηγοριά και την έμπνευση, είναι αλήθεια ότι σε αρκετούς ανθρώπους αποτελούν ευεργετικές επιπτώσεις της θρησκείας. Θα μπορούσαν όμως θαυμάσια να απορρέουν και από άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα οι ανακαλύψεις της φυσικής. (Στο σημείο αυτό, σχολιάζει ο Εκόνομιστ, ο συγγραφέας δεν είναι πολύ πειστικός: λίγοι άνθρωποι θα βρουν στην κβαντική φυσική την ίδια παρηγοριά που βρίσκουν στη σκέψη πως όταν πεθάνουν θα συναντήσουν στον Παράδεισο τα αγαπημένα τους πρόσωπα που πέθαναν πριν απ' αυτούς).

Ο Ντώκινς δεν αρκείται στην ανάλυση. Προτείνει κι ένα σχέδιο δράσης, που αποτελείται από δύο σκέλη. Πρώτον, πρέπει να σταματήσει η θρησκευτική ανατροφή των παιδιών, που αποτελεί μια μορφή κακοποίησης. Πώς είναι δυνατόν να ακούμε αδιαμαρτύρητα ότι ένα παιδί είναι καθολικός ή μουσουλμάνος, ότι δηλαδή πριν ακόμη ωριμάσει έχει δική του άποψη για τη μετουσίωση ή τον ιερό πόλεμο; Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με την κινητοποίηση των αθέων, οι οποίοι βρίσκονται σήμερα στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν πριν από 50 χρόνια οι ομοφυλόφιλοι. Όταν οι άθεοι οργανωθούν και αποκτήσουν την επιρροή που έχουν σήμερα οι χριστιανοί συντηρητικοί, ο κόσμος μας θα γίνει πολύ καλύτερος.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006

Η χαβούζα του παγκόσμιου χωριού



«Μιλάμε για παγκοσμιοποίηση, για το παγκόσμιο χωριό, αλλά εδώ στην Αφρική αισθανόμαστε ότι είμαστε η χαβούζα αυτού του χωριού». Χαϊντάρ αλ-Αλί, οικολόγος από τη Σενεγάλη.

Πριν από λίγες ημέρες, ο Τόμας Φρίντμαν διηγούνταν από τη στήλη του στη Νιου Γιορκ Τάιμς μια υπέροχη ιστορία παγκοσμιοποίησης: ένας Ουρουγουανός ουγγρικής καταγωγής συμφώνησε με μια ινδική εταιρεία τεχνολογίας που συνεργάζεται με μεγάλες αμερικανικές εταιρείες και τράπεζες να γίνει το Μοντεβιδέο κέντρο των εξωχώριων δραστηριοτήτων της. Όταν είναι νύχτα στην Ινδία και οι καλύτεροι Ινδοί μηχανικοί κοιμούνται, αναλαμβάνουν να φτιάχνουν τους υπολογιστές της American Express και της Procter & Gamble οι καλύτεροι μηχανικοί της Ουρουγουάης (όπου είναι μέρα, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες). Στην εποχή μας, έγραφε ο Αμερικανός δημοσιογράφος, μπορεί οποιοσδήποτε να κάνει οτιδήποτε. Το ερώτημα είναι αν θα το κάνεις εσύ ή θα στο κάνει κάποιος άλλος.

Πριν από ένα μήνα, εκτυλίχθηκε σε μια άλλη μικρή και μακρινή χώρα μια άλλη ιστορία παγκοσμιοποίησης, που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακριβώς υπέροχη. Το πλοίο Probo Koala, που ανήκει στην ελληνική εταιρεία Prime Marine Management, είχε ναυλωθεί από ολλανδική εταιρεία και έφερε παναμαϊκή σημαία, ξεφόρτωσε στο Αμπιτζάν 400 με 600 τόνους τοξικών πετροχημικών αποβλήτων. Τα απόβλητα θάφτηκαν σε διάφορα σημεία αυτής της πόλης των 5 εκατομμυρίων κατοίκων, που ήταν κάποτε γνωστή ως «το Παρίσι της δυτικής Αφρικής», και γρήγορα πέρασαν στο αποχετευτικό σύστημα. Λίγες ημέρες αργότερα, άρχισαν να καταφεύγουν μαζικά στα νοσοκομεία κάτοικοι που παραπονούνταν για ρινορραγία, διάρροια, ναυτία, ερεθισμούς στα μάτια και αναπνευστικές δυσκολίες.

Ιατρική βοήθεια ζήτησαν συνολικά 60.000 άνθρωποι. Μέχρι σήμερα έχουν πεθάνει επτά κάτοικοι του Αμπιτζάν, οι τέσσερις από τους οποίους ήταν παιδιά, ενώ άγνωστες είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από το «Τσερνόμπιλ της Ακτής του Ελεφαντοστού». Μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί και δέκα άτομα παραπέμπονται σε δίκη με την κατηγορία της δηλητηρίασης. Αλλά το σκάνδαλο δεν εξαντλείται βέβαια σε μια τοπική υπόθεση διαφθοράς. Το εμπόριο τοξικών αποβλήτων προς την Αφρική ανθεί, παρ' όλο που το 1989 ψηφίστηκε η συνθήκη της Βασιλείας που απαγορεύει τη μεταφορά τέτοιων αποβλήτων σε χώρες που δεν έχουν τα μέσα να τα διαχειριστούν. Ο λόγος είναι βέβαια οικονομικός: σύμφωνα με τη γαλλική περιβαλλοντική οργάνωση Ρομπέν των Δασών, η επεξεργασία ενός κυβικού μέτρου επικίνδυνων αποβλήτων στη Δύση κοστίζει 300 με 500 ευρώ, ενώ στην Αφρική το κόστος είναι 6 με 15 φορές μικρότερο.

Ένα μέρος του προβλήματος είναι οι ανύπαρκτοι έλεγχοι στην Αφρική. Ένα άλλο μέρος, και ίσως σημαντικότερο, είναι η υποκρισία της Ευρώπης. Το Probo Koala κατέληξε στην Ακτή του Ελεφαντοστού επειδή αρνήθηκαν να το δεχθούν η Ισπανία, το Γιβραλτάρ και η Ολλανδία. Καμιά από τις χώρες αυτές δεν το σταμάτησε: μακριά από μας, κι όλα καλά.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Τα πάθη του Μεξικού



Θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από μυθιστόρημα του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ. Αλλά είναι ένα αληθινό ρεπορτάζ από μια πόλη του Μεξικού που αποφάσισε να πάρει τις τύχες της στα χέρια της.

Στη Λαϊκή Συνέλευση μετέχουν όλοι οι εξεγερμένοι, οι καταφρονημένοι, οι εξευτελισμένοι, από τους φοιτητές που δηλώνουν μαρξιστές-λενινιστές μέχρι τους γέρους αγρότες που έχουν περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή, κι από τα κινήματα των Ινδιάνων μέχρι τους οικολόγους. «Ο Ρουίς ήταν η θρυαλλίδα που προκάλεσε την έκρηξη», είπε η Μαρία ντελ Κάρμεν Λόπες, συντονίστρια του μετώπου των γυναικών, στη Γερμανίδα ευρωβουλευτή Έρικα Μαν που επισκέφθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου την περιοχή. «Ο άνθρωπος αυτός συμβολίζει δεκαετίες ασέβειας προς τις κοινότητές μας, ένα σύστημα που μας κουβαλούσε υποχρεωτικά στις συγκεντρώσεις του PRI κι ύστερα μας πέταγε στα μούτρα ένα σάντουιτς ή ένα μπλουζάκι!».

Ο Ουλίσες Ρουίς είναι από το 2004 ο κυβερνήτης της Οαχάκα. Η πολιτεία αυτή είναι μια από τις πιο φτωχές του Μεξικού (δύο στα τρία σπίτια δεν έχουν τρεχούμενο νερό, ένας στους πέντε μαθητές μένει έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα) και ταυτόχρονα μια από τις λίγες που εξακολουθεί να ελέγχεται από το Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα (PRI), το οποίο έχασε το 2000 την κεντρική εξουσία ύστερα από 70 χρόνια κυριαρχίας. Λίγο μετά την εκλογή του, που αμφισβητήθηκε έντονα, ο Ρουίς άρχισε να μοιράζει έργα σε φίλους του εργολάβους, που διέλυσαν όλα τα παραδοσιακά στοιχεία της πόλης. Καταλήστεψε τον προϋπολογισμό για να ενισχύσει τον υποψήφιο του PRI στις προεδρικές εκλογές. Κι όταν οι δάσκαλοι κατέβηκαν σε απεργία, έστειλε εναντίον τους τα ΜΑΤ. Γρήγορα το κίνημα εναντίον του διογκώθηκε, έγιναν πορείες με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, έκλεισαν δρόμοι, καταλήφθηκαν δημόσια κτίρια. Εδώ και τέσσερις μήνες, γράφει η απεσταλμένη της Μοντ, το τουριστικό αυτό θέρετρο έγινε το καζάνι στο οποίο βράζουν όλα τα πάθη του Μεξικού.

Υπό κατάληψη τελεί και η τοπική εφημερίδα, η Noticias, την οποία προσπάθησε να κλείσει ο Ρουίς επειδή υποστήριξε τους αντιπάλους του. Επί ένα μήνα που κρατούσε η πολιορκία από την αστυνομία, 31 δημοσιογράφοι κοιμόντουσαν, έτρωγαν και πλένονταν δίπλα στους υπολογιστές τους. Αλλά έβγαζαν κάθε μέρα την εφημερίδα, έστω κι αν αναγκάζονταν να την τυπώνουν 230 χιλιόμετρα μακριά και να τη μεταφέρουν στην πόλη με δύο φορτηγά. Σήμερα η Noticias είναι πρώτη σε κυκλοφορία, με 40.000 φύλλα. Και το κεντρικό της σύνθημα είναι να φύγει ο Ρουίς, όπως αναγκάστηκαν να φύγουν κάτω από τη λαϊκή πίεση τρεις προκάτοχοί του, το 1947, το 1952 και το 1977. Αυτή τη φορά όμως είναι πιο δύσκολο, ο Ρουίς στηρίζεται από τον ίδιο τον πρόεδρο Καλντερόν, που εξελέγη κι αυτός με αμφισβητούμενο τρόπο τον περασμένο Ιούλιο, πολλοί λένε ότι αν πέσει ο ένας θα πέσει κι ο άλλος. Ίσως τελικά να επέμβει στην Οαχάκα ο στρατός, και η κρίση να γενικευτεί.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2006

Η ομορφιά υπάρχει



Ο Μέισον Έβινγκ έχει μια μοναδική ικανότητα: θυμάται τα μέρη που πήγαινε με τη μητέρα του, κι ας δολοφονήθηκε όταν εκείνη ήταν είκοσι ετών κι εκείνος μόλις τριών. Τα ρούχα, πώς τα σχεδίαζε, πώς τα φορούσε, πώς τα επιδείκνυε, το στυλ τους, το χρώμα τους, όλα τα θυμάται από τη μητέρα του, που ήταν σχεδιάστρια, μοντέλο και, φυσικά, μια πολύ όμορφη γυναίκα. Έμεινε στο Καμερούν άλλα τρία χρόνια. Κι ύστερα τον πήραν οι θείοι του και τον πήγαν στη Γαλλία. Εκεί άρχισε ο εφιάλτης του. Τον κτυπούσαν με τη ζώνη και τον έκαιγαν με τσιγάρα, αλλά επειδή το δέρμα του ήταν μαύρο, τα σημάδια δεν φαίνονταν στο σχολείο. Έτσι, κανείς δεν του έκανε δύσκολες ερωτήσεις. Αλλά και να του έκαναν, ο Μέισον δεν θα απαντούσε, φοβόταν πολύ. Για να μην κατουριέται στο κρεβάτι του, η θεία του τον έβαζε να κοιμάται στο πάτωμα και του έβαζε τσίλι στο πέος του. Άλλοτε πάλι του έκαιγε τα μάτια για να τον τιμωρήσει για κάποια άλλη αταξία ­ ο Μέισον είναι σήμερα σχεδόν τυφλός.

Πολλές φορές προσπάθησε να ξεφύγει από τους βασανιστές του. Κάθε φορά που ζητούσε βοήθεια από την αστυνομία, τον παρέδιδαν ξανά στον Λουσιέν και τη Ζανέτ, γελώντας με τις υπερβολές του. Οι μόνοι που τον πίστεψαν ήταν οι άνθρωποι από την Επιτροπή κατά της Σύγχρονης Δουλείας. Οι θείοι του συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν, κι εκείνος βάλθηκε να ανακτήσει τη νεότητα που του είχαν κλέψει. Αφού είδε όλα τα τηλεοπτικά παιδικά προγράμματα που είχε χάσει, ακόμη και τα πιο ηλίθια, ρίχτηκε στον κόσμο για τον οποίο αισθανόταν μεγαλύτερη οικειότητα: τον κόσμο της μόδας. «Στα όνειρά μου», λέει, «η μόδα είναι ένας από τους μεγαλύτερους πλούτους που μου άφησε η μητέρα μου. Ξέρω πως η ομορφιά υπάρχει. Το ήξερα όλα αυτά τα χρόνια. Τη γνώρισα μικρός, κι αυτό με βοήθησε να συνεχίσω τη ζωή μου».

Σήμερα ο Μέισον είναι 24 ετών, αλλά κατά κάποιον τρόπο είναι και πάλι τριών, το νυφικό που σχεδίασε το αφιέρωσε σε μια μάνα που είναι αιωνίως νέα, που είναι στην ηλικία του και θα μπορούσε να είναι γυναίκα του. «Είναι ένας φόρος τιμής, ένα ρούχο που σχεδίασα με τη σκέψη μου σ' εκείνη» τονίζει. Το πρώτο ντεφιλέ με ρούχα που σχεδίασε εκείνος έγινε την περασμένη Τετάρτη το βράδυ στο Παρίσι, και ο Μέισον δεν μπορεί να κρύψει την υπερηφάνειά του. Μιλά γρήγορα, καταπίνει τις λέξεις, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Κι ένα πράγμα ζητά από τους δημοσιογράφους: «Σας παρακαλώ, μη με ρωτάτε συνέχεια για την όρασή μου».

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006

Οι άνθρωποι αλλάζουν, μπαμπά



Μια γυναίκα παρατηρεί τα αεροπλάνα και αναρωτιέται αν αγαπάει τον άνδρα της, τον πατέρα της, τη ζωή της. Μετά τη Νικόλ Κράους, ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες παρουσιάζει τη δική του Ιστορία της Αγάπης.

Από το παράθυρο βλέπω τα αεροπλάνα να έρχονται και να φεύγουν, αναρωτιέμαι για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ, και μέχρι να γράψω αυτή τη φράση έχουν προσγειωθεί δύο, το ένα μετά το άλλο. Ένα λεπτό αργότερα απογειώνεται ένα άλλο, κι εγώ εξακολουθώ να κάθομαι εδώ, γήινη, με το στυλό στο χέρι. Στο όνομα τίνος, και περιμένοντας τι, ποιον; Το σπίτι είναι ήσυχο, σιωπηλό. Καρέκλες, τραπέζια, αντικείμενα. Το ψυγείο άδειο. Η Κυριακή τραβάει ώρες ατελείωτες. Και στη μέση ενός σωρού από σύννεφα, εκεί έξω, τα αεροπλάνα να μη σταματούν.

Δεν έχω τίποτα εναντίον του άνδρα μου, δεν έχω τίποτα εναντίον κανενός. Αν κάποιος με ρωτήσει, «τον αγαπάς;», θα απαντήσω πως τον αγαπώ, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι είναι να σ' αγαπώ, τι σημαίνει. Πρέπει να σ' αγαπώ αφού δεν με ενδιαφέρουν άλλοι άνδρες, δεν με ενδιαφέρει κανένας άνδρας, είμαι συνηθισμένη στις σιωπές σου, δεν με πειράζει που είσαι εδώ, εννοώ στον καναπέ του καθιστικού, (εσύ τι σκέφτεσαι;), σιωπηλός, χωρίς να ενοχλείς κανέναν, κοιτάζοντας τον τοίχο. Εσύ κοιτάς τον τοίχο, κι εγώ τα αεροπλάνα. Η μητέρα μου πιστεύει πως είμαστε ευτυχισμένοι, κι όπως πάντα έχει δίκιο, ίσως να είμαστε ευτυχισμένοι. Το διαμέρισμα εξοφλήθηκε. Το τζιπ εξοφλήθηκε (το άλλο αυτοκίνητο έχει εξοφληθεί εδώ και αιώνες), τα χρήματα είναι αρκετά, αν θέλω μπορώ να αλλάξω τις κουρτίνες, κάθε τόσο τρώμε με φίλους, κάθε τόσο μια συναυλία. Είναι ιδέα μου ή κοιμάσαι στις συναυλίες; Η μητέρα μου λέει πως είμαστε ευτυχισμένοι. Είναι ιδέα μου ή η ευτυχία είναι μπελάς; Πρέπει να είναι ιδέα μου: υπάρχουν αεροπλάνα που απογειώνονται.

Όταν η μητέρα μου λέει πως είμαστε ευτυχισμένοι, ο πατέρας μου με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του, σιωπηλός. Από μικρή τον λάτρευα. Τώρα δεν ξέρω. Η μυρωδιά του έχει αλλάξει, μυρίζει γερατειά, όπως το χαρτί της εγκυκλοπαίδειας ή το βάθος του συρταριού. Ακόμα και τα λόγια του μυρίζουν εγκυκλοπαίδεια. Είναι δύσκολο να ζεις με ορισμένες μυρωδιές. Του δίνω ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, προσπαθεί να μου πιάσει το χέρι, δεν θέλω να μου πιάσει το χέρι και δεν θέλω να καταλάβει ότι τον αποφεύγω. Οι άνθρωποι αλλάζουν μπαμπά, συγγνώμη. Έχει σχεδόν πάντα ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά του, δεν θυμάμαι να τον έχω δει να διαβάζει, το βιβλίο είναι ένα ακόμη κομμάτι του σώματός του που δεν τον ενδιαφέρει, όταν απομακρύνεται η μητέρα μου με ρωτά, «έχεις προσέξει το χρώμα του πατέρα σου;», μα εγώ δεν διακρίνω κανένα χρώμα, σαν να έχει γίνει αόρατος.

(Από το τακτικό χρονογράφημα του Πορτογάλου συγγραφέα στην «Ελ Παΐς»)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2006

Το αντίθετο της εξαφάνισης



«Πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου», λέει σε ένα στίχο του ο Ρίλκε. Μια από τις λειτουργίες της τέχνης, συμπληρώνει η Νικόλ Κράους, είναι ότι σε υποχρεώνει να αλλάξεις.

Σε αυτό το μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν πολλοί άνθρωποι. Ο Λίο, ένας Εβραίος πρώην κλειδαράς από το Σλόνιμ, πόλη της Πολωνίας που δεν υπάρχει πια. Ο Ζβι, ένας μελαγχολικός εμιγκρές από το Μπουένος Άιρες. Η Μάρθα, μια χήρα που δεν μπορεί κανείς να την παρηγορήσει. Ο Μπερντ, ένα αγόρι που προτιμά να υποδύεται τον Μεσσία από το να κάνει παρέα με τους συμμαθητές του. Η Άλμα, η πρώτη αγάπη του Λίο, αλλά και μια συμμαθήτριά του στη Νέα Υόρκη. Πρωταγωνιστούν επίσης ορισμένα απολιθώματα, όπως ένα γέρικο φυτό, ιδιαίτερα πεισματάρικο. «Μετά βίας ζει, αλλά ζει. Ορισμένα κλαδιά του έχουν ξεραθεί, αλλά εξακολουθεί να ζει, πάντα στραμμένο προς τ' αριστερά. Ακόμη κι όταν το γυρίζω ώστε η μεριά που βλέπει προς τον ήλιο να μη βλέπει πια προς τον ήλιο, αυτό στρέφεται και πάλι προς τ' αριστερά, θυσιάζοντας τη φυσική ανάγκη στη δημιουργική πράξη».

Αυτό το μυθιστόρημα είναι γεμάτο θλίψη, ή μάλλον θλιβερές ερωτικές ιστορίες, αλλά δεν είναι ένα θλιβερό μυθιστόρημα. Μιλά βέβαια για μερικά εκατομμύρια νεκρούς, μερικοί από τους οποίους αφορούν προσωπικά τον Λίο και τον Ζβι. Μιλά για την απώλεια, αλλά κυρίως για τις στρατηγικές που αναπτύσσει κανείς για να αναπληρώσει την απώλεια. Μιλά κυρίως για την αγάπη, στην οποία οφείλει και τον τίτλο του. «"Τι μπορώ να κάνω για σένα; Σ' αγαπώ τόσο πολύ", έλεγε η μητέρα μου, κι εγώ ήθελα πάντα να της πω, αλλά δεν το έκανα ποτέ: "Αγάπα με λιγότερο"», θυμάται η Άλμα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη δύναμη της φαντασίας ως εργαλείο επιβίωσης, όπως λέει η συγγραφέας του. Ή ως παρηγοριά.

Η Νικόλ Κράους είναι σήμερα 32 ετών. Άρχισε να γράφει στα δεκατρία της, τη χειρότερη ηλικία για ένα κορίτσι όπως λέει στη Λιμπερασιόν, μια ηλικία όπου δεν έχεις κανέναν έλεγχο της ζωής σου, όλα είναι στα χέρια των γονιών σου και των δασκάλων σου. Είχε τότε ένα φίλο που της έγραφε ποιήματα για τη σχέση τους. Εκείνη είχε διαβάσει πολλά μυθιστορήματα, αλλά ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που διάβαζε ποιήματα, ενθουσιάστηκε, άρχισε να γράφει κι αυτή. Ήταν βέβαια φρικτά, αλλά της άρεσε που τα έγραφε. Ύστερα το γύρισε στη λογοτεχνία, από τα δεκάξι της χρόνια γράφει κάθε μέρα, τη μισή της ζωή δηλαδή. Η «Ιστορία της αγάπης» είναι το δεύτερο βιβλίο της και το αφιέρωσε στους παππούδες και τις γιαγιάδες της, Εβραίους που ήρθαν στην Αμερική από την Ευρώπη, τέσσερις ανθρώπους που δεν άφησαν ποτέ αυτό που έχασαν να τους εμποδίσει να ζήσουν, τέσσερις πεισματάρηδες ανθρώπους που της έμαθαν «το αντίθετο της εξαφάνισης».

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Να αποτύχεις καλύτερα



«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα». Σάμιουελ Μπέκετ

Το 2001, ο Αμερικανός Έρικ Βαϊχενμάγιερ έγινε ο πρώτος τυφλός που έφτασε στην κορυφή του Έβερεστ. Όταν έγινε γνωστό το κατόρθωμά του, η τυφλή Γερμανίδα Σαμπρίγιε Τένμπερκεν που ίδρυσε το πρώτο σχολείο για τυφλούς στο Θιβέτ τού έγραψε και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί. Ο Βαϊχενμάγιερ όχι μόνο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, αλλά έφερε μαζί του στη Λάσα μια ομάδα δικών του ορειβατών για να εκπαιδεύσουν τους μαθητές να ανεβούν και αυτοί στο Έβερεστ. Η περιπέτεια αυτή ενέπνευσε τη Λούσυ Γουόκερ να γυρίσει την ταινία «Blindsight», που προβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.

Η τυφλότητα αποτελεί στίγμα στο Θιβέτ, όπου τη θεωρούν τιμωρία για κακές πράξεις που έγιναν στην προηγούμενη ζωή. Από την άποψη αυτή, η ταινία κάνει καλό στους 30.000 τυφλούς της επαρχίας, βοηθώντας τους να βγουν από την απομόνωση. Δίνει όμως και ένα κακό παράδειγμα. Προσπαθώντας να επαναλάβει τον άθλο του Βαϊχενμάγιερ, ο τυφλός Αυστραλός Τζέραρντ Γκόσενς έπεσε σε ένα φαράγγι 7.000 μέτρων και τραυματίστηκε σοβαρά. Ένας άλλος τυφλός, ο Γερμανός Τόμας Βέμπερ, προσβλήθηκε από την ασθένεια του υψομέτρου λίγο πριν φτάσει στην κορυφή και πέθανε. Το Έβερεστ δεν σκοτώνει μονάχα τους τυφλούς: το 20% των ανθρώπων που έχουν προσπαθήσει να ανεβούν στην κορυφή έχουν πεθάνει. Κι όμως, όλο και περισσότεροι Δυτικοί κάνουν ουρά για να βγάλουν αυτή την ιστορική φωτογραφία. Ορισμένες ημέρες του Μαΐου έχει παρατηρηθεί ότι η μακρά αναμονή στους πρόποδες του βουνού απορροφά υπερβολικές ποσότητες οξυγόνου.

Όταν η Γουόκερ ρώτησε Δυτικούς ορειβάτες γιατί ανεβαίνουν στο Έβερεστ, οι περισσότεροι είπαν ότι οι στερήσεις στο βουνό είναι ο μόνος τρόπος να εκτιμήσουν τις πολυτέλειες της καθημερινότητάς τους. Οι Βουδιστές, πάλι, δεν έχουν τέτοιες ανάγκες. Επιπλέον, θεωρούν ιεροσυλία να ανεβούν σε ένα βουνό (εκτός αν τους πληρώνουν τα δυτικά πρακτορεία ταξιδιών). Η αγαπημένη τους ασχολία, γράφει η Βρετανίδα σκηνοθέτις στην Τορόντο Σταρ, είναι να περπατούν γύρω από το ιερό τους βουνό Καϊλάς, κάνοντας ένα πλήρες «προσκύνημα» σε κάθε βήμα: ξαπλώνουν μπρούμυτα, με το σώμα τεντωμένο, δηλώνοντας πλήρη υποταγή στον ήλιο. Κάθε βήμα χρειάζεται περί τα 30 δευτερόλεπτα, κάθε χιλιόμετρο χρειάζεται μήνες. Αν οι Δυτικοί σκαρφαλώνουν, οι Θιβετιανοί έρπουν. Αν οι πρώτοι θέλουν σώνει και καλά να επιτύχουν, οι δεύτεροι κινούνται ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία. Γιατί ξέρουν ότι όσο η επιτυχία μπορεί να καταστρέψει, άλλο τόσο η αποτυχία μπορεί να σώσει.

«Ένα από τα ωραιότερα πράγματα τού να είσαι τυφλός είναι ότι σε αναγκάζει να βλέπεις τη φωτεινή πλευρά της ζωής» λέει ο Τάσι, ένας 19χρονος τυφλός, που σύμφωνα με τη Γουόκερ είναι ο συγκλονιστικότερος χαρακτήρας της ταινίας. Μα συγκλονιστική δεν είναι και αυτή η φράση του;

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Πάρα πολλά, πάρα πολύ νωρίς



Την τελευταία δεκαετία, τα δημοτικά σχολεία της Ιαπωνίας καταργούν σταδιακά το διάβασμα στο σπίτι. Στην Αμερική και την Ευρώπη, αντίθετα, οι μαθητές καλούνται να διαβάζουν όλο και περισσότερο. Ποια από τις δύο σχολές έχει δίκιο;

Καθηγητής Ψυχολογίας στο Ντιουκ, ο Χάρις Κούπερ συγκεντρώνει στο βιβλίο του «Μάχη για το Διάβασμα στο Σπίτι» όλες τις μελέτες που έχουν γίνει για το θέμα αυτό σε όλες τις βαθμίδες του σχολείου. Για τους μαθητές του Δημοτικού, το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στον χρόνο που διαθέτει ένας μαθητής για διάβασμα στο σπίτι και την επιτυχία του στο σχολείο.

Ο μόνος τομέας στον οποίο οι μαθητές που διαβάζουν στο σπίτι πάνε καλύτερα από εκείνους που δεν διαβάζουν, είναι το μάθημα που μελέτησαν την προηγουμένη του τεστ. Αλλά το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα εξαφανίζεται αν δει κανείς το ζήτημα σε μακροπρόθεσμη κλίμακα. Για τους μεγαλύτερους μαθητές, η εικόνα είναι κάπως διαφορετική, αν και όχι ριζικά: ο χρόνος που διαβάζουν στο σπίτι έχει θετικό αποτέλεσμα στους βαθμούς τους, αλλά όχι και στις επιδόσεις τους στα τεστ.

Παρά τα αποτελέσματα αυτά, ο Κούπερ εξακολουθεί να υποστηρίζει τον «κανόνα των 10 λεπτών»: 10 λεπτά διάβασμα στο σπίτι για τους μαθητές του νηπιαγωγείου και της πρώτης τάξης, με 10 επιπλέον λεπτά για κάθε τάξη. Η συντηρητική αυτή γραμμή βρίσκει τελείως αντίθετο έναν άνθρωπο που έχει γράψει πολλά αιρετικά βιβλία για την εκπαίδευση, τον Άλφι Κον. «Μερικές φορές ξεχνάμε ότι κάτι που είναι καταστροφικό όταν γίνεται σε υπερβολικό βαθμό δεν είναι κατ' ανάγκην αβλαβές όταν γίνεται με μετριοπάθεια», γράφει στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο μύθος του διαβάσματος στο σπίτι». Πολλά είναι τα πλεονεκτήματα που έχουν κατά καιρούς αναφερθεί για το περίφημο homework: οδηγεί στην επιτυχία, δημιουργεί καλές συνήθειες, διδάσκει τα παιδιά να παίρνουν πρωτοβουλίες, είναι καλύτερο από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ή οτιδήποτε άλλο κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους.

Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει αποδειχθεί, τονίζει ο συγγραφέας. Γιατί λοιπόν να επιμένουμε σε μια αυθαιρεσία; Γιατί να είναι το διάβασμα στο σπίτι ο κανόνας και όχι η σπάνια εξαίρεση; Μήπως ο πραγματικός λόγος δεν έχει καμιά σχέση με την εκπαίδευση, αλλά είναι να συνηθίζουν τα παιδιά από μικρά στις πολλές ώρες εργασίας που θα κληθούν να δουλέψουν όταν μεγαλώσουν;

«Μήπως ζητάμε από τα παιδιά μας πάρα πολλά, πάρα πολύ νωρίς;», αναρωτιόταν πριν από μια εβδομάδα στο εξώφυλλό του το Νιούζγουικ. Η πίεση στα παιδιά δεν ασκείται μόνο από τους δασκάλους, αλλά και από τους γονείς. Η δικαιολογία είναι γνωστή: όλα γίνονται για το «καλό» τους. Γιατί λοιπόν τα Γιαπωνεζάκια μοιάζουν πιο χαλαρά και πιο χαρούμενα από τα Αμερικανάκια;

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Ένας καλύτερος σοσιαλδημοκράτης



Τόνυ Μπλαιρ και Γκόραν Πέρσον, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, οδηγούνται προς την έξοδο. Αλλά οι μεγάλες επιλογές τους στον οικονομικό τομέα δεν αμφισβητούνται ούτε από τους αντιπάλους τους.

«Δεν ζητώ την επανάσταση. Αν το έκανα δεν θα νικούσαμε ποτέ». Από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία του κόμματός του, πριν από τρία χρόνια, ο 41 ετών σήμερα Φρέντρικ Ράινφελντ είχε βάλει στόχο να «σπάσει» την κυριαρχία των Σοσιαλδημοκρατών. Αλλά δεν κατήγγειλε ποτέ τα βασικά σημεία της πολιτικής τους. Στήριξε την εκστρατεία του στην ανάγκη να ενταχθούν στην αγορά εργασίας περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι που παραμένουν αποκλεισμένοι επειδή δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Η κυβέρνηση του Γκόραν Πέρσον δεν τους υπολογίζει στο ποσοστό της ανεργίας, εντάσσοντάς τους σε προγράμματα επιδότησης ή επιμόρφωσης. Ο αρχηγός του κεντροδεξιού συνασπισμού θέλει να μειώσει (λίγο) τους φόρους και να διευκολύνει (κάπως) τις απολύσεις, για να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους. Όπως λέει ο Ματς Βίκλουντ, που έχει γράψει (κιόλας!) τη βιογραφία του, «ο Ράινφελντ προσπαθεί να γίνει ένας καλύτερος σοσιαλδημοκράτης από τους Σοσιαλδημοκράτες».

Ο Πέρσον πληρώνει για την αλαζονεία του, αλλά το μοντέλο που υποστήριξε και εκσυγχρόνισε παραμένει ζωντανό. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον Βρετανό ομόλογό του. Η Βρετανία, όπως και η Σουηδία, έχει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης (2,6% και 3,4% αντιστοίχως) και χαμηλή ανεργία (5,4% και 5,7%). Αντίθετα όμως με τον Πέρσον, που έδωσε το βάρος στην παραγωγικότητα όσων ήδη εργάζονται, ο Μπλαιρ θέλησε να εντάξει στην αγορά εργασίας όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Για να βελτιώσει την περίθαλψη, την εκπαίδευση, τις μεταφορές, κατέφυγε σε αύξηση των φόρων. Ο διάδοχός του, είτε θα λέγεται Γκόρντον Μπράουν είτε Ντέηβιντ Κάμερον, δεν υπόσχεται πολύ διαφορετικά πράγματα. Η καταδίκη της πολιτικής της Θάτσερ είναι οικουμενική.

Με λίγα λόγια, γράφει ο Ερίκ λε Μπουσέ στη «Μοντ», οι κυβερνήσεις αλλάζουν αλλά τα μοντέλα μένουν. Η οικονομική πολιτική που αποσκοπεί στην επιτάχυνση της ανάπτυξης, με παράλληλη διαφύλαξη των ασθενέστερων τάξεων, έχει αποδειχθεί επιτυχημένη. Αλλά οι ψηφοφόροι θέλουν να αλλάζουν κάθε τόσο οι άνθρωποι που ασκούν αυτή την πολιτική. Βαριούνται να βλέπουν συνεχώς τα ίδια πρόσωπα στην εξουσία, ιδιαίτερα αν δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί τους και να τους εκθέσουν τα προβλήματά τους. Και βέβαια τιμωρούν επιλογές που θεωρούν εγκληματικές, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ.

Να σημαίνουν άραγε όλα αυτά ότι εξαλείφθηκαν οι διαφορές ανάμεσα στη (νέα) Αριστερά και τη (νέα) Δεξιά; Καθόλου. Όπως η πρώτη έμαθε από τη δεύτερη να δίνει μεγαλύτερη προσοχή στο ζήτημα της ασφάλειας των πολιτών, έτσι και η δεύτερη έμαθε από την πρώτη να σέβεται περισσότερο τους μη προνομιούχους. Οι αριστεροί έμαθαν ότι είναι επικίνδυνο να προσπαθήσουν να αλλάξουν με τη βία τον κόσμο. Οι δεξιοί συνειδητοποίησαν ότι είναι εξίσου επικίνδυνο να τον αφήσουν όπως είναι.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006

Σαν άγιος και σαν κλέφτης



Πριν από δύο χρόνια πέθανε η Σούζαν Σόνταγκ. Ανάμεσα στα πολλά που άφησε η Αμερικανίδα συγγραφέας ως κληρονομιά, περιλαμβάνονται ανέκδοτες μέχρι τώρα προσωπικές της σημειώσεις που ξεκινούν από τα χρόνια της στο Παρίσι, στα τέλη της δεκαετίας του '50. Τα αποκαλυπτικά για την προσωπικότητά της αποσπάσματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν αυτή την εβδομάδα στην Γκάρντιαν.

Παρίσι, 30 Δεκεμβρίου 1958. Η σχέση μου με τη [συγγραφέα] Χάριετ [Σόμερς] με προβληματίζει. Θέλω να είναι αυθόρμητη, απρομελέτητη, αλλά οι προσδοκίες της από αυτό που θεωρεί "σχέση" κλονίζουν την αυτοκυριαρχία μου, με κάνουν να ψάχνομαι. Εκείνη με τις ρομαντικές της απογοητεύσεις, εγώ με τις ρομαντικές μου ανάγκες και επιθυμίες... Ένα απροσδόκητο δώρο: είναι όμορφη. Τη θυμόμουν παχιά και άσχημη. Δεν είναι τίποτα τέτοιο. Και η σωματική ομορφιά έχει τεράστια, σχεδόν παθολογική σημασία για μένα.

Νέα Υόρκη, αρχές 1959. Η ασχήμια της Νέας Υόρκης. Αλλά μ' αρέσει εδώ. Στη Νέα Υόρκη, ο αισθησιασμός μετατρέπεται πλήρως σε σεξουαλικότητα - δεν υπάρχουν αντικείμενα στα οποία να ανταποκριθούν οι αισθήσεις σου, δεν υπάρχουν όμορφα ποτάμια, σπίτια, άνθρωποι. Δυσωδία και βρωμιά στους δρόμους. Το μόνο που μένει είναι το φαΐ και η τρέλα του κρεβατιού.

19 Νοεμβρίου. Η γνωριμία με τον οργασμό άλλαξε τη ζωή μου. Είμαι απελευθερωμένη, αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος να το πω. Ακόμη πιο σημαντικό: με έχει περιορίσει, έχει αποκλείσει άλλες πιθανότητες, έχει κάνει τις εναλλακτικές λύσεις φτηνές και πικρές. Δεν είμαι πια ένας άνθρωπος χωρίς όρια. Πριν, η σεξουαλικότητά μου ήταν οριζόντια, μια άπειρη γραμμή που μπορούσε απείρως να υποδιαιρείται. Τώρα είναι κάθετη: πάνω και τέλος, ή τίποτα.

24 Δεκεμβρίου. Η επιθυμία μου να γράφω είναι συνδεδεμένη με την ομοφυλοφιλία μου. Χρειάζομαι την ταυτότητα ως όπλο, για να αντιτάξω στο όπλο που έχει η κοινωνία εναντίον μου. Αρχίζω να καταλαβαίνω πόσο ένοχη αισθάνομαι επειδή είμαι λεσβία. Το να είμαι λεσβία με κάνει πιο ευάλωτη.

8 Μαρτίου 1960. Στασιμότητα δεν υπάρχει. Το να κάθεσαι ακίνητος σε απομακρύνει από την αλήθεια.

9 Δεκεμβρίου 1961. Ο φόβος των γηρατειών γεννιέται από τη συνειδητοποίηση ότι δεν ζεις σήμερα τη ζωή που θα ήθελες. Είναι ισοδύναμος με την αίσθηση ότι καταχράσαι το παρόν.

16 Οκτωβρίου 1962. Τα λάθη μου. α) Να κατηγορώ τους άλλους για τις δικές μου διαστροφές. β) Να μετατρέπω τις φιλίες μου σε ερωτικούς δεσμούς. γ) Να ζητώ ο έρωτας να περιλαμβάνει (και να αφήνει έξω) τα πάντα.

6 Απριλίου 1967. Η ιδανική ζωή: να κάνεις μόνο πράγματα που είναι απαραίτητα. Δύο τρόποι να υπάρχεις - σαν άγιος και σαν κλέφτης.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006

Ο άνθρωπος που έσωσε τη γεωμετρία



«Ο πόλεμος της γεωμετρίας με την άλγεβρα είναι σαν τον πόλεμο μεταξύ των δύο φύλων. Είναι το είδος του προβλήματος που δεν θα εξαφανιστεί ποτέ. Ούτε θα πεθάνει, ούτε θα λυθεί». Μάικλ Ατίγια, καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.

Τη δεκαετία του '30, μια ομάδα διακεκριμένων Γάλλων μαθηματικών δημιούργησαν μια μυστική εταιρεία που της έδωσαν το ψευδώνυμο «Νικόλας Μπουρμπάκης». Στόχος τους ήταν να ξαναγράψουν την ιστορία των μαθηματικών χωρίς διαγράμματα και σχήματα. Η γεωμετρία, πίστευαν, είναι ένα παιχνιδάκι για τον ελεύθερο χρόνο μας. Τα μαθηματικά πρέπει να περιοριστούν στις εξισώσεις, τους αλγορίθμους και τα ολοκληρώματα. «Κάτω ο Ευκλείδης! Κάτω τα Τρίγωνα!», αναφώνησε σε ένα συνέδριο που έγινε το 1959 στη Γαλλία ένα ιδρυτικό μέλος της εταιρείας, ο Ζαν Ντιεντονέ.

Σιγά σιγά, η άποψη της ομάδας Μπουρμπάκη πέρασε στα σχολεία του δυτικού κόσμου. Οι μεταρρυθμίσεις των Νέων Μαθηματικών, τη δεκαετία του '60, είχαν σκοπό να βελτιώσουν τις επιδόσεις των μαθητών και να εξασφαλίσουν ότι η Δύση δεν θα έμενε πίσω από τη Σοβιετική Ένωση στον τομέα αυτόν. Αντί για σχήματα, οι μαθητές άρχισαν να μελετούν αξιώματα και σύνολα. Και τότε αποφάσισε να αντεπιτεθεί ένας άνθρωπος που λεγόταν Ντόναλντ Κόξετερ. Προσκεκλημένος της Μαθηματικής Ένωσης της Αμερικής, ο Άγγλος γεωμέτρης είχε οργώσει από την περασμένη δεκαετία τις Ηνωμένες Πολιτείες μιλώντας για «τις όμορφες ιδιότητες των τριγώνων», για κύκλους και σφαίρες, καθώς και για τα πλατωνικά στερεά που τα γνώριζε καλά: κύβους, τετράεδρα, οκτάεδρα, δωδεκάεδρα και εικοσάεδρα. Βλέποντας τη γεωμετρία να κινδυνεύει, βάλθηκε να αποδείξει ότι χωρίς αυτήν ο κόσμος μας θα γίνει φτωχότερος. Εκλαΐκευσε τους γεωμετρικούς θησαυρούς που λάτρευε, εφηύρε νέες παραμέτρους που έριξαν φως στη συμμετρία και έγραψε ένα βιβλίο, τα «Κανονικά Πολύτοπα», που έγινε κλασικό. Πέθανε το 2003 σε βαθιά γεράματα, ήσυχος πως έκανε ό,τι μπορούσε.

Σήμερα ξέρουμε ότι είχε δίκιο. Γεωμετρικοί αλγόριθμοι βρίσκονται πίσω από τις καμπύλες των αυτοκινήτων της Μερτσέντες και των αεροσκαφών της Μπόινγκ, από ταινίες κινουμένων σχεδίων όπως οι «Απίθανοι» και από την ικανότητα της Amazon. com να βάζει τάξη σε τεράστιες ποσότητες ανεπεξέργαστων πληροφοριών. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες που επιβεβαιώνουν τη θεωρία του Πλάτωνα, το Σύμπαν ενδέχεται να είναι ένα είδος δωδεκάεδρου, να περιβάλλεται δηλαδή από δώδεκα τοιχία, που το καθένα έχει σχήμα πενταγώνου. Όπως γράφει στην Μπόστον Γκλόουμπ ο Σιόμπχαν Ρόμπερτς, του οποίου το βιβλίο «Βασιλιάς του Απείρου: Ντόναλντ Κόξετερ, ο άνθρωπος που έσωσε τη Γεωμετρία» κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες από τον εκδοτικό οίκο Walker and Co, ο Κόξετερ δεν ήταν απλώς ο μεγαλύτερος γεωμέτρης του περασμένου αιώνα. Δεν χρησιμοποιούνται απλώς οι ιδέες του για την αποκωδικοποίηση αινιγμάτων και προβλημάτων, όπως για παράδειγμα η θεωρία των χορδών: τα μεγάλα προβλήματα γεννιούνται απ' αυτές.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

Οι Φεστ δεν ήταν απλοί άνθρωποι



Ένα πολύ σημαντικό βιβλίο θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα στη Γερμανία. Πρόκειται για μια βιογραφία με τίτλο «Όχι Εγώ», που δεν έχει συζητηθεί όσο εκείνη του Γκύντερ Γκρας. Ίσως επειδή ο συγγραφέας της δεν ήταν ένας κοσμογυρισμένος αριστερός, αλλά ένας μοναχικός συντηρητικός.

Πριν από εβδομήντα χρόνια, όταν ο Γιόακιμ Φεστ ήταν μικρός, ο πατέρας του γύριζε συχνά τα βράδια στο σπίτι με ματωμένους επιδέσμους στο κεφάλι. Τσακωνόταν στον δρόμο με τους ναζί και τον πλάκωναν στο ξύλο. Ένα βράδυ, ο Γιόακιμ και τα αδέλφια του άκουσαν τους γονείς τους να τσακώνονται. Η μητέρα τους παρακαλούσε τον πατέρα τους να δεχθεί επιτέλους να γραφτεί στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, ώστε να τον αφήσουν να επιστρέψει στο σχολείο απ'όπου είχε απολυθεί το 1933 επειδή είχε επικρίνει το ναζιστικό καθεστώς. Τα ψέματα ­ αναρωτήθηκε η μητέρα τους ­ δεν αποτελούν το μόνο όπλο που έχουν οι απλοί άνθρωποι όταν πρέπει να πολεμήσουν τους ισχυρούς; «Σε αυτά τα ζητήματα», απάντησε εκείνος, «εμείς δεν είμαστε απλοί άνθρωποι».

Αυτό θυμόταν ο Γιόακιμ Φεστ από την παιδική του ηλικία: τον πατέρα του να εμποδίζει τον ίδιο και τα αδέλφια του να γίνουν ναζί. Αν ο Γκύντερ Γκρας εντάχθηκε στα SS για να φύγει από τους γονείς του, ο Φεστ αντιστάθηκε στα SS για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Κι αν ο πρώτος σώπασε για τόσες δεκαετίες από ντροπή, ο δεύτερος σώπασε από σεβασμό. Αντίθετα με τον λογοτέχνη, που ηδονιζόταν να κάνει κηρύγματα ενώπιον ακροατηρίου, ο ιστορικός ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος. Τη δεκαετία του '60 διηύθυνε τον ραδιοφωνικό σταθμό NDR. Τα επόμενα είκοσι χρόνια εξέδιδε την εφημερίδα Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ. Ήλθε επανειλημμένα σε αντιπαράθεση με την Ούλρικε Μάινχοφ, τη δημοσιογράφο που στράφηκε αργότερα στο αντάρτικο πόλεων. Παρακολούθησε την πορεία της Χάνα Άρεντ, του Σεμπάστιαν Χάφνερ και άλλων Γερμανών συγγραφέων, περιγράφοντας τη σχέση του μαζί τους στο βιβλίο του «Συναντήσεις». Συνεργάστηκε με τον ναζί αρχιτέκτονα Άλμπερτ Σπέερ, πιστεύοντας (εσφαλμένα) ότι ήταν λιγότερο ένοχος απ' όσο έλεγαν. Έγινε διάσημος με τη βιογραφία του Χίτλερ, που εκδόθηκε το 1973. Αλλά το βιβλίο που ήθελε πάντα να γράψει ήταν η αυτοβιογραφία του ­ που αποδείχθηκε πως ήταν και η διαθήκη του. Ο Φεστ πέθανε προχθές το βράδυ στο σπίτι του στο Κρόνμπεργκ, έξω από τη Φρανκφούρτη. Ήταν 79 ετών.

Μια από τις θύελλες που προκάλεσε στη ζωή του ήταν το 1986, όταν δημοσίευσε στην εφημερίδα του άρθρο του αναθεωρητή ιστορικού Ερνστ Νόλτε, που προκάλεσε την περίφημη «διαμάχη των ιστορικών» για τον ναζισμό. Διαφωνούσε πλήρως με το περιεχόμενό του. Όπως είχε δηλώσει όμως τότε, «σε μια χώρα που θέλει να είναι ή να γίνει μια ομαλή φιλελεύθερη κοινωνία, οι απόψεις των μελετητών δεν λογοκρίνονται». Γιατί άραγε το αυτονόητο να πρέπει να το πει ένας συντηρητικός;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 13, 2006

Αγαπητέ Ντμίτρι...



Αν ο Σοστακόβιτς ζούσε, θα συμπλήρωνε αυτόν τον μήνα τα εκατό του χρόνια. Αλλά τι λέμε τώρα: ο Ρώσος συνθέτης δεν πέθανε ποτέ, η προσωπικότητα, η ουσία, η μαγεία που αποκαλείται «Σοστακόβιτς» είναι σήμερα πιο ζωντανά από ποτέ.

Η μουσική είναι η τέχνη χωρίς σύνορα. Όταν εσύ ο ίδιος μελοποίησες το 1974 τους στίχους του Μιχαήλ Άγγελου - «Δεν είμαι νεκρός/ κι ας είμαι θαμμένος στη γη/ ζω πάντα μέσα σου/ μπορώ να ακούσω τις οιμωγές σου/ γιατί ο φίλος καθρεφτίζεται στον φίλο» - τους χάρισες μια αντήχηση που δεν θα είχαν ποτέ σ' ένα γραπτό κείμενο. Η μουσική, για λόγους που εξακολουθούμε να μην καταλαβαίνουμε, διαπερνά τα πάντα. Σπάει τις σφραγίδες στις ψυχές μας. Αγγίζει το πεπερασμένο και το κάνει άπειρο. Στην περίπτωσή σου, αποδείχθηκε εξυπνότερη και διαρκέστερη από μια ολόκληρη αυτοκρατορία του κακού, της καταστολής και του θανάτου.

Ένα τυραννικό κράτος προσπαθεί να απαλλαγεί από τους καλλιτέχνες. Η Ρώμη εξόρισε τον Οβίδιο, η Ισπανία φίμωσε τον Λόρκα. Στη Ρωσία, ο θεατρικός διευθυντής Μέγιερχολντ συνελήφθη και η γυναίκα του δολοφονήθηκε. Ο Προκόφιεφ υποχρεώθηκε να συνθέσει τραγούδια για τον Στάλιν και τον Λένιν. Εσύ απολύθηκες από τη δουλειά σου και για να ζήσεις άρχισες να γράφεις μουσική για τον κινηματογράφο. Τι σκεφτόσουν τότε, πώς αισθανόσουν; Μπορείς να θυμηθείς; Θέλεις να θυμηθείς; Η δεκαετία του '40 στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν η καλύτερη εποχή. Ένας καλλιτέχνης που κατάφερε να επιζήσει θεωρείται αμέσως ύποπτος. Αισθανόσουν άραγε, όπως λένε, ό,τι αισθάνεται κάποιος που επέζησε από μια καταστροφή - ευγνώμων, αλλά ένοχος; Παρόλο που κέρδισες σχεδόν κάθε προσωπική μάχη με τη μοίρα, δεν φαινόσουν να νιώθεις ποτέ θριαμβευτής. Ούτε καν ασφαλής.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είχες αίσθηση του χιούμορ. Ειλικρινά δεν το νομίζω. Γιατί με απασχολεί αυτό το θέμα; Επειδή πιστεύω ότι η έλλειψη χιούμορ δεν είχε να κάνει με σένα, αλλά με την κατάστασή σου. Μπορεί κανείς να έχει αίσθηση του χιούμορ σε ένα ολοκληρωτικό κράτος; Το χιούμορ σού επιτρέπει να είσαι ανεύθυνος. Μπορεί να αναπνεύσει και να ζήσει μόνο σε ένα κλίμα ατιμωρησίας. Σε μια δικτατορία, το χιούμορ μετατρέπεται σε κάτι άλλο: μια περιπαικτική απελπισία, μια χλευαστική περιφρόνηση. Το πνεύμα ως χειρουργική επέμβαση. Το πνεύμα ως μαρτύριο: «Θα πεθάνω γελώντας». Κι έτσι πέρασες όλη σου τη ζωή ανάμεσα στην ευθυμία και την αυστηρότητα. Η μουσική σου εκφράζει τις αμφιβολίες και τις βεβαιότητές σου. Δεν μυθοποίησες τίποτα, αλλά χάρισες μια άγρια ομορφιά σε όλα. Για την υπόλοιπη ζωή μου θα ακούω τη θλιμμένη, λυρική μουσική σου, και θα λέω στον εαυτό μου: «Παίζουν τη μελωδία μας».

(Από την ανοιχτή επιστολή που έστειλε προς τον Σοστακόβιτς ο Νάιτζελ Άντριους, κριτικός κινηματογράφου στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και «παράλογα ερωτευμένος», όπως γράφει, με τον συνθέτη).

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006

Ο κομμουνιστής που ήθελε το φεγγάρι



«Ενώ ξεδιπλωνόταν εκείνη η αιματηρή σύγκρουση, εγώ διέπραξα το μεγαλύτερο λάθος της πολιτικής μου ζωής. Εγραψα ένα κύριο άρθρο στην Ουνιτά που καταδίκαζε την ουγγρική εξέγερση και είχε ένα στομφώδη τίτλο: `Από τη μια πλευρά των οδοφραγμάτων, σε υπεράσπιση του σοσιαλισμού`». Πιέτρο Ινγκράο

Από μικρός είχα τη συνήθεια να αναρωτιέμαι για τα πράγματα γύρω μου. Ζούσα ανάμεσα στους συμπολίτες μου, αλλά αντιλαμβανόμουν την απόσταση που μας χώριζε. Δεν ήμασταν ίσοι. Έτσι, άρχισα να προβληματίζομαι για την ταξική καταπίεση και για τους διαφορετικούς κόσμους στους οποίους ζούσαν οι εκμεταλλευτές και τα θύματά τους. Από μια άποψη, η αυτοβιογραφία μου είναι ένα βιβλίο για τη δυνατότητα της αμφιβολίας, που ήταν για καιρό κάτι το απαγορευμένο στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Πιστεύω πως η μεγάλη τραγωδία του κομμουνισμού και ο λόγος για τον οποίο ηττήθηκε βρίσκονται ακριβώς σ' αυτό: στον μονολιθισμό, στην υποχρεωτική ομοφωνία, σε μια αρτηριοσκληρωτική ιδέα για τις τάξεις, στην άκριτη προσκόλληση στην κατήχηση του Λένιν και του Στάλιν.

Θυμάμαι την επίσκεψη του Τολιάτι στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, στις αρχές του 1956, όπου ο Χρουστσώφ κατήγγειλε τα εγκλήματα του Στάλιν. Ο γραμματέας είχε το κείμενο της μυστικής έκθεσης, αλλά όταν επέστρεψε από τη Μόσχα δεν είπε κουβέντα, ούτε σ' εμάς ούτε στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο. Οι καταγγελίες του σταλινισμού αποσιωπήθηκαν και στην Κεντρική Επιτροπή του Μαρτίου, όπου υπήρξαν μόνο απολογητικοί τόνοι για τη Σοβιετική Ένωση. Σε όλο τον κόσμο είχε ξεσπάσει θύελλα, κι εμείς στην Ουνιτά ήμασταν υποχρεωμένοι να σωπαίνουμε. Όταν τελικά εμφανίστηκε η μυστηριώδης έκθεση στον αμερικανικό Τύπο, αναδημοσίευσα μια περίληψη. «Είδες;» ρώτησα έντρομος τον Τολιάτι. «Είδα» μου απάντησε, λακωνικός όπως πάντα.

Θυμάμαι ακόμα την ομιλία τού Μάο στη Μόσχα, το φθινόπωρο του 1957. Προέβλεψε ένα λαμπρό μέλλον, με τίμημα μερικά εκατομμύρια χαμένες ζωές. Κανείς δεν είχε το θάρρος να αντιδράσει. Για να χειροτερέψει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, ο Γάλλος σύντροφος Ντυκλό εξαπέλυσε έναν φιλιππικό εναντίον μας. Ρώτησα τον Τολιάτι αν θα απαντήσει. Μου απάντησε με ένα μανιασμένο «όχι». Ύστερα, στο αυτοκίνητο, άρχισε να ξεστομίζει χυδαίες βρισιές - δεν τον είχα ποτέ ξανακούσει να μιλάει έτσι.

Στα ενενήντα μου χρόνια, είμαι υπερήφανος που υπήρξα και παραμένω κομμουνιστής. Και να φανταστείτε ότι έπαιζα καλό τένις! Το ψυχρό και δυνατό κτύπημα της μπάλας είχε σ' εμένα ένα θεραπευτικό αποτέλεσμα. Αρκούσαν μερικές μπαλιές για να ξεχάσω κεντρικές επιτροπές, συσκέψεις της διεύθυνσης της εφημερίδας, ατελείωτες συνεδριάσεις...

(Από συνέντευξη που έδωσε στη Ρεπούμπλικα ο βετεράνος Ιταλός κομμουνιστής και πρώην διευθυντής της Ουνιτά, με αφορμή τη σημερινή έκδοση της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Ήθελα το φεγγάρι», Εκδ. Einaudi)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006

Εκπαιδεύοντας τους ψηφοφόρους



«Οι τιμές μας επιτρέπουν στη μέση οικογένεια να εξοικονομεί κάθε χρόνο 2.300 δολάρια. Το γεγονός αυτό παρέχει τη δυνατότητα αγοράς πολλών αγαθών και προσφέρει πολλές ελευθερίες».

Η εκστρατεία που ξεκίνησε στα τέλη του περασμένου μήνα ο αμερικανικός γίγαντας Wal-Mart είναι ιδιαιτέρως επιθετική. Και έχει δύο αποδέκτες. Τους καταναλωτές, πρώτα απ' όλα, που καλούνται να αποδοκιμάσουν στις κάλπες όσους τολμούν να καταγγείλουν τις πρακτικές της εταιρείας. Σύμφωνα με πολλά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως οι γερουσιαστές Τζο Μπίντεν, Τζων Έντουαρντς και Τζων Κέρυ, η μεγαλύτερη εταιρεία λιανικών πωλήσεων στον κόσμο εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους, απαγορεύει κάθε συνδικαλιστική δράση, μολύνει το περιβάλλον και έχει προκαλέσει ασφυξία στους μικρούς εμπόρους. «Περισσότεροι από 120 εκατομμύρια άνθρωποι ψωνίζουν κάθε εβδομάδα από τα καταστήματά μας», απαντά ο διευθυντής επικοινωνίας του ομίλου Μπομπ ΜακΑνταμ. «Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την αντίδρασή τους απέναντι στους πολιτικούς που μας υπονομεύουν».

Η Wal-Mart, που είναι ο μεγαλύτερος ιδιωτικός εργοδότης στις Ηνωμένες Πολιτείες και το πρώτο οκτάμηνο του 2006 παρουσίασε κέρδη 4,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων (!), δεν μιλά στην εκστρατεία της για «ενημέρωση», αλλά για «εκπαίδευση» των ψηφοφόρων, ώστε στις εκλογές του Νοεμβρίου να ψηφίσουν το «σωστό». Το βάρος αυτής της «εκπαίδευσης» το είχε αναλάβει στην αρχή μια ομάδα πίεσης που χρηματοδοτείται από την εταιρεία, λέγεται Working Families for Wal-Mart, και πρόεδρός της ήταν ο Άντριου Γιανγκ, παλιός συνεργάτης του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Αλλά οι άνθρωποι αλλάζουν: ο Γιανγκ αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν έκανε... ρατσιστικά σχόλια για τους εμπόρους που προέρχονται από μειονότητες. Και τότε πήρε τα ηνία η ίδια η εταιρεία. Εκτός από τον διαφημιστικό βομβαρδισμό, άρχισε να στέλνει προσωπικές επιστολές στους 60.000 εργαζομένους της που απασχολούνται στις πολιτείες όπου δέχεται τις περισσότερες επιθέσεις. «Θέλουμε να ξέρετε ότι ο λόγος σας είναι πολύ σημαντικός απέναντι στους πολιτικούς που επιτίθενται στην επιχείρησή σας», αναφέρεται σε μια τέτοια επιστολή που στάλθηκε στην Αϊόβα. «Σας καλούμε να μιλήσετε στους φίλους σας, στους συγγενείς σας, στους γείτονές σας, για το καλό που κάνει η Wal-Mart».

Στην επιστολή δεν αναφέρεται τι θα πάθουν όσοι εργαζόμενοι δεν υπερασπιστούν με αρκετό σθένος τα συμφέροντα της επιχείρησής «τους». Η εταιρεία πιστεύει ότι η επίθεση των Δημοκρατικών θα ατονήσει όταν οι υποψήφιοι πάψουν να ενδιαφέρονται για τη μάχη των προκριματικών εκλογών και στραφούν σε ένα ευρύτερο κοινό. Τα συνδικάτα, βέβαια, υπόσχονται να διατηρήσουν την πίεση. «Θα ξεκινήσουμε κι εμείς ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης των ψηφοφόρων απέναντι σε εταιρείες σαν την Wal-Mart που οδηγούν την Αμερική στον κακό δρόμο», λέει ο Πωλ Μπλανκ, διευθυντής της εκστρατείας Wake Up Wal-Mart. Αλλά με τέτοια ξύλινη γλώσσα, και με ηθικολογικού τύπου παρατηρήσεις, τα αποτελέσματα θα είναι μάλλον πενιχρά.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 03, 2006

Ραντεβού σε μια εβδομάδα



Η στήλη θα απουσιάσει για μια ακόμη εβδομάδα, για τις τελευταίες διακοπές πριν ανοίξουν τα σχολεία. Αμα τη επιστροφή της, θα χρειαστεί συμβουλές από ζωόφιλους! Να περνάτε όλοι καλά.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2006

Μάχα και Χίνα



Την πλάκωσαν στα χαστούκια και την κλείδωσαν στο σπίτι επειδή είχε πάει με τους φίλους της στην παμπ. Μα εκείνη κάλεσε με το κινητό της την Αστυνομία. Κι όταν οι αστυνομικοί κατέβηκαν από το περιπολικό, στη λαϊκή συνοικία Πάσο ντι Ριγκάνο του Παλέρμο, άρχισε να κουνάει τα χέρια της για να τη δουν. Την απελευθέρωσαν, την οδήγησαν στο νοσοκομείο και συνέλαβαν τον πατέρα της και τον θείο της με τις κατηγορίες της απαγωγής και της κακομεταχείρισης. Τη μάνα δεν τη βρήκαν: οι άνδρες είχαν φροντίσει να τη στείλουν για λίγες ημέρες στην πατρίδα.

Η Μάχα Σαΐντι είναι 19 ετών, αλλά μοιάζει δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Στη Σικελία ήλθε από την Τυνησία με την οικογένειά της πριν από 13 χρόνια. Αλλά δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν ποτέ στην ιταλική κοινωνία. «Πρέπει να καταλάβετε πώς ζούμε εμείς οι μουσουλμάνες», λέει στην «Κοριέρε». «Προσοχή, δεν απαρνούμαι τη θρησκεία μου. Πιστεύω στο ισλάμ. Εξαιτίας όμως του μυαλού που κουβαλούν οι άνδρες μας, ακόμη και γυναίκες μεγαλύτερες από μένα ζουν υποδουλωμένες στους πατεράδες τους, στους συζύγους τους ή στους αδελφούς τους. Ο κανόνας για τη μουσουλμάνα είναι να κάθεται στο σπίτι με τα παράθυρα κλειστά, να βλέπει τηλεόραση και να περιμένει κι εγώ δεν ξέρω τι».

Η Μάχα κατάφερε να ξεφύγει από τον κανόνα. Τώρα ζει σε μια «ασφαλή τοποθεσία» μακριά από τους δυνάστες της και ψάχνει για δουλειά. Η Χίνα δεν ήταν τόσο τυχερή. Ο πατέρας της, ένας Πακιστανός μετανάστης που είχε φτάσει στην Ιταλία το 1996, τη στραγγάλισε στις 11 Αυγούστου και έθαψε το πτώμα στην αυλή, με το κεφάλι στραμμένο προς τη Μέκκα. Τον βοήθησαν ο θείος και δύο κουνιάδοι του κοριτσιού, που είχαν εγκρίνει τον φόνο. Η Χίνα ήταν 20 ετών, συζούσε με έναν Ιταλό, δούλευε σε μια πιτσαρία, κάπνιζε, είχε τατουάζ και αρνιόταν να παντρευτεί στο Πακιστάν έναν από τους εξαδέλφους της, όπως είχε αποφασίσει η οικογένειά της. Όταν ο πατέρας της συνελήφθη, ήταν σαφής: «Τη σκότωσα επειδή ζούσε με έναν Ιταλό, ήταν μια πουτάνα και δεν με υπάκουε».

Όπως στην περίπτωση της Μάχα, έτσι κι εδώ, όλες οι γυναίκες της οικογένειας είχαν σταλεί την κρίσιμη περίοδο στην πατρίδα τους. Όταν επέστρεψε στην Μπρέσια, η μητέρα τής Χίνα έριξε όλες τις ευθύνες στην κόρη της. «Ήταν μια κακή μουσουλμάνα», είπε στην Αστυνομία, «και ο πατέρας της ξέπλυνε την ντροπή της οικογένειας». Αργότερα χαμήλωσε λίγο τους τόνους. Αλλά για τον άνδρα της ήταν κάθετη: «Ο Μοχάμεντ ήταν πάντα ένας καλός σύζυγος κι ένας καλός πατέρας».

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2006

Εργαλείο αυτοκτονίας



Το 1973, σε ένα υπουργικό συμβούλιο υπό την Γκόλντα Μέιρ που έμεινε στην ιστορία, κάποιοι Ισραηλινοί αξιωματούχοι είχαν εκφράσει τις αμφιβολίες τους για τη σκοπιμότητα της απόκτησης πυρηνικών όπλων. Αλλά τα σχέδια στην έρημο Νεγκέβ είχαν ήδη ξεκινήσει.

Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Αντριάνο Σόφρι είχε γράψει ένα άρθρο στη Ρεπούμπλικα με τίτλο «Έχουμε χρέος να αγαπάμε το Κράτος του Ισραήλ». Δεν μπορούμε να αγαπάμε την Ευρώπη - τόνιζε - αν δεν αγαπάμε το Κράτος του Ισραήλ και τον μεικτό, θαρραλέο και φοβισμένο λαό του. Αλλά κι εκείνο πρέπει να καταλάβει πως όποιος έχει τη στιγμιαία υπεροχή στα όπλα δεν πρέπει να επαφίεται στα όπλα. Η εικόνα που δίνει προς τα έξω ως ο αμείλικτος Γολιάθ απέναντι στον Παλαιστίνιο Δαβίδ καθιστά το κράτος αυτό αδύναμο, ευάλωτο και μόνο.

Ύστερα από μια αιματηρή ιντιφάντα κι έναν άσκοπο πόλεμο, την ώρα που η διεθνής κοινότητα παρατηρεί ανήμπορη να αντιδράσει έναν ορκισμένο εχθρό του Ισραήλ να κατασκευάζει το πυρηνικό του οπλοστάσιο, ο πρώην αντάρτης της Lotta Continua γράφει από τη φυλακή του ότι το χρέος στο οποίο είχε αναφερθεί τότε παραμένει το ίδιο. Απέναντι σ' εκείνους τους όλο και περισσότερους, που εκφράζουν την απορία τους για το τι γυρεύει σ' έναν ξένο τόπο ένας παρείσακτος σαν το Ισραήλ, πρέπει να διακηρύξουμε την αγάπη μας γι' αυτό το κράτος, που είναι όλο και πιο ευάλωτο, όλο και πιο μόνο. Μόνο, με τη συντριπτική στρατιωτική του δύναμη, που δεν επαρκεί πια για την εξουδετέρωση των απειλών προς την ύπαρξή του. Μόνο, με τα πυρηνικά του όπλα, που δεν αποτελούν πλέον παράγοντα αποτροπής, αλλά εργαλείο αυτοκτονίας.

Το Ισραήλ έκανε ένα βήμα το οποίο, συμβολικά τουλάχιστον, θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο: αποδεχόμενο την ανάπτυξη μιας διεθνούς δύναμης στα σύνορά του, εμπιστεύθηκε την ασφάλειά του στη διεθνή κοινότητα. Ο Μάσιμο Ντ' Αλέμα πέταξε τις προάλλες την ιδέα ότι μια ανάλογη δύναμη θα μπορούσε στο μέλλον να αναπτυχθεί και στη Γάζα. Όλα αυτά τα σχέδια θα μπορούσαν όμως να τιναχθούν στον αέρα από τον πυρηνικό ανταγωνισμό στην περιοχή, στον οποίο υπάρχει κίνδυνος να εμπλακούν σύντομα και άλλες χώρες, όπως η Τουρκία. Για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος, ο Αντριάνο Σόφρι προτείνει στο Ισραήλ να κάνει ένα ακόμη βήμα, πολύ πιο τολμηρό και πολύ πιο δύσκολο: να εγκαταλείψει τα πυρηνικά του όπλα. Με τον τρόπο αυτό θα στερήσει από τον Αχμαντινεζάντ και τους άλλους φανατικούς τα επιχειρήματά τους. Και θα στείλει στον κόσμο ένα μήνυμα όχι ηθικό ή φιλειρηνικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Γιατί μπροστά στον μύθο του καμικάζι που φορά μια ζώνη γεμάτη πυρηνικά όπλα, ο μύθος της Μασάντα καταρρέει.