Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006

Χασμουρητό, όπως οργασμός



«Το χασμουρητό προσφέρει μια ευεξία ανάλογη μ' εκείνη που προκαλεί ο οργασμός»: αυτό είναι το συμπέρασμα άρθρου του Ιταλού καθηγητή Ψυχολογίας Πιέρο Σαλτσαρούλο που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Ok Salute. Ο καθηγητής βασίστηκε σε έρευνα του Αμερικανού συναδέλφου του Ρόμπερτ Προβάιν, που διδάσκει ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Μέριλαντ, σύμφωνα με τον οποίο η απόλαυση που προσφέρει το χασμουρητό τοποθετείται στο 8,5 (με άριστα το 10). Τώρα εξηγείται γιατί το χασμουρητό είναι μεταδοτικό: είναι απολύτως λογικό να προσπαθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να νιώσουν κάτι που μοιάζει με οργασμό. Όπως εξηγείται και γιατί πολλές γυναίκες χασμουριούνται στη μέση της ερωτικής πράξης: θέλουν να υποκαταστήσουν τον οργασμό που δεν λέει να έρθει.

Η αλήθεια είναι πως γνωρίζαμε τα οφέλη από το χασμουρητό. Η ποσότητα του αέρα που εισέρχεται στους πνεύμονες επιτρέπει την καλύτερη οξυγόνωση του αίματος, γεγονός που αυξάνει τον μυΪκό τόνο και την εγκεφαλική δραστηριότητα. Ακόμη μεγαλύτερα είναι τα οφέλη όταν βρισκόμαστε στο αεροπλάνο, αφού οι βαθιές εισπνοές εξουδετερώνουν τις απότομες αλλαγές ατμοσφαιρικής πίεσης εξαιτίας των οποίων βουλώνουν τα αυτιά μας. Να γιατί αρχίζουμε να χασμουριόμαστε από πολύ νωρίς, δώδεκα εβδομάδες πριν γεννηθούμε (!), και συνεχίζουμε να το κάνουμε πολλές φορές την ημέρα, επτά με οκτώ λένε οι επιστήμονες. Επειδή όμως το κάθε χασμουρητό δεν διαρκεί πολύ, άντε να κρατήσει δέκα δευτερόλεπτα, έρχεται σε ομάδες των δύο ή τριών - αλλιώς δεν θα το παρομοίαζαν με οργασμό, αλλά με κάτι σαν πρόωρη εκσπερμάτιση. Χασμουριούνται βέβαια και τα ζώα, τα ψάρια, τα ποντίκια, οι σαύρες, ακόμη και τα πουλιά και τα ερπετά. Για κάποιο μυστήριο λόγο, όμως, σ' αυτά το χασμουρητό δεν είναι μεταδοτικό. Προφανώς δεν τους είπε κανείς ότι μοιάζει με τον οργασμό.

Ποια ώρα της ημέρας όμως ακριβώς χασμουριόμαστε; Χαζή ερώτηση: μα την ώρα που συνηθίζουμε να έχουμε οργασμό, λίγο αφού ξυπνήσουμε ή λίγο πριν κοιμηθούμε. Η πιο συνηθισμένη ώρα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι στις 11 το βράδυ. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που χασμουριούνται διαρκώς - και, όχι, δεν είναι οι τυχεροί της παρέας. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με αρρώστιες, όπως αναιμία, ημικρανία και καρκίνος, ή με θεραπείες που βασίζονται σε αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ένας τρόπος να καταλάβουμε αν το συνεχές χασμουρητό έχει παθολογικά αίτια είναι η ικανότητά μας να συγκρατηθούμε. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Σαλτσαρούλο, που μπορεί να είναι σοβαρός επιστήμονας παρά το όνομά του.

Όλα καλά, κι όλες οι απολαύσεις ευπρόσδεκτες. Ας επιτραπεί παρά ταύτα στη στήλη να ευχηθεί στους αναγνώστες της μια ευτυχισμένη καινούργια χρονιά, με λιγότερα χασμουρητά και περισσότερους οργασμούς.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

Η συνταγή του καλού σκίτσου



Ένας τύπος είναι ξαπλωμένος σε ένα ψυχιατρικό κρεβάτι με έναν ψυχίατρο στα δεξιά του κι έναν στα αριστερά του. Ο ένας λέει: «Έλα αντιμέτωπος με τους δαίμονές σου». Ο άλλος λέει: «Πάρε ένα χάπι».

Ναι ή όχι; Ναι, ο Ντέηβιντ Ρέμνικ δεν το συζητά, αυτό το σκίτσο θα βρίσκεται σύντομα πάνω σε κάθε ψυγείο της Αμερικής. Ο Μπομπ Μάνκοφ του δείχνει το επόμενο σκίτσο, όπου μια ομάδα κοστουμαρισμένων ανδρών κάθεται γύρω από ένα τραπέζι. Μια από τις καρέκλες είναι κατειλημμένη από έναν εγκέφαλο μέσα σε ένα βαζάκι. Η λεζάντα γράφει: «Πρώτα απ' όλα να συγχαρούμε τον Τεντ για την επιστροφή του στη δουλειά». Ο Ρέμνικ κάνει μια γκριμάτσα που είναι κάτι ανάμεσα σε χαμόγελο και αποδοκιμασία. «Είναι φρικτό!», λέει. «Γιατί;» απαντά ο Μάνκοφ. «Τι πρόβλημα έχει ένας εγκέφαλος σε ένα βαζάκι; Στο κάτω κάτω δεν πληγώθηκαν ζώα για να φτιαχτεί αυτό το σκίτσο». Αλλά ο Ρέμνικ είναι ανένδοτος, το σκίτσο πηγαίνει κατευθείαν στο καλάθι που γράφει «Όχι», αν πήγαινε τουλάχιστον στο καλάθι «Ίσως» θα είχε μια δεύτερη ευκαιρία.

Ο Ντέηβιντ Ρέμνικ είναι ο διευθυντής του περιοδικού Νιου Γιόρκερ, ο Μπομπ Μάνκοφ είναι ο υπεύθυνος για τα σκίτσα και η παραπάνω σκηνή εκτυλίσσεται κάθε Τετάρτη απόγευμα. Από τα περίπου 1.000 σκίτσα που στέλνονται στο περιοδικό κάθε εβδομάδα, ο Μάνκοφ διαλέγει καμιά ογδονταριά. Και ο Ρέμνικ, με τη βοήθεια του διευθυντή σύνταξης Τζέικομπ Λιούις, αποφασίζει ποια θα αγοράσει. Τη συγκεκριμένη Τετάρτη, ύστερα από μια διαλογή που κρατά είκοσι λεπτά, αποφασίζεται να αγοραστούν 33 σκίτσα, 33 από 1.000, ομολογουμένως δεν είναι πολλά. Το να είσαι σκιτσογράφος είναι δύσκολη δουλειά στην Αμερική. Ο Μάθιου Ντίφι, ένας από τους πενήντα τακτικούς σκιτσογράφους του Νιου Γιόρκερ, το ξέρει καλά: από τα δέκα σκίτσα που υποβάλλει κάθε εβδομάδα, στην καλύτερη περίπτωση γίνεται δεκτό ένα, κάτι που σημαίνει ποσοστό απόρριψης 90%. Κάπως έτσι προέκυψε το βιβλίο «Σκίτσα που δεν είδατε, ούτε θα δείτε ποτέ, στον Νιου Γιόρκερ», όπου 31 σκιτσογράφοι του περιοδικού βγάζουν το άχτι τους.

Ποιο είναι όμως το κριτήριο με το οποίο επιλέγεται ένα σκίτσο; Πρέπει να είναι αστείο, έξυπνο, επίκαιρο, διαχρονικό; «Ένα αστείο σκίτσο δεν είναι αναγκαστικά ένα καλό σκίτσο», λέει στην Ουάσινγκτον Ποστ ο 62χρονος Μάνκοφ, που έχει την ευθύνη των σκίτσων στο περιοδικό από το 1997. «Όσο πιο αστείο είναι κάτι τόσο πιο δυνατά γελάμε και έχουμε την τάση να γελάμε δυνατά με επιθετικά, άσεμνα σκίτσα. Είναι φροϋδικό, μας ανακουφίζει. Αλλά είναι ένα τέτοιο καλαμπούρι πραγματικά καλό; Για μένα, καλό σημαίνει να εμπεριέχει αλήθεια, να βγάζει γέλιο αλλά και πόνο, με άλλα λόγια να έχει περιεχόμενο και...». Ο φιλόσοφος των σκίτσων και επιτυχημένος επιχειρηματίας (η Τράπεζα των Σκίτσων που έχει δημιουργήσει έχει μεγάλα κέρδη από την πώληση σκίτσων του Νιου Γιόρκερ) ψάχνει αγωνιωδώς τη λέξη, στο τέλος τη βρίσκει: «Ποίηση».

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

Με ρυθμούς ιλιγγιώδεις



Η άνοδος του αθεϊσμού, η πτώση του νεοσυντηρητισμού, η άνθηση του μπλόγκινγκ, η απο-ιδεολογικοποίηση της πυρηνικής ενέργειας: να μερικές από τις σημαντικότερες «ιδέες» του 2006. Αλλά οι εικόνες αλλάζουν διαρκώς, με ρυθμούς ιλιγγιώδεις.

Ένα βιβλίο κυριαρχεί στην εκδοτική παραγωγή της χρονιάς που φεύγει. Η «Πλάνη του Θεού», του Ρίτσαρντ Ντώκινς, σηματοδοτεί την αντεπίθεση των αθεϊστών και προκαλεί κύμα συζητήσεων, δημοσιευμάτων, επιθέσεων, οδηγών, συμβουλών. Δεν υπάρχει εβδομάδα που να μη δημοσιευτεί κάπου ένας δεκάλογος του αθεϊσμού, μια ανάλυση των επιπτώσεων της θρησκείας στην παγκόσμια ιστορία, ένα σχόλιο για τους νέους «φονταμενταλιστές» που θέλουν να ρίξουν στη θρησκεία την ευθύνη για όλα τα δεινά του κόσμου. Και μόνο από τον προβληματισμό που προκαλεί, το βιβλίο πέτυχε τον στόχο του. Άλλωστε το αίμα που χύθηκε τα τελευταία χρόνια στο όνομα του Χριστού (από την αμερικανική Δεξιά) ή του Μωάμεθ (από τους φανατικούς ισλαμιστές) είναι πολύ, απαιτείται επειγόντως μετριοπάθεια, με Θεό ή χωρίς.

Το φιάσκο του πολέμου στο Ιράκ, που μετρά πλέον περισσότερους Αμερικανούς νεκρούς από την 11η Σεπτεμβρίου, ενταφίασε οριστικά την ιδέα ότι η δημοκρατία μπορεί να εξαχθεί και ότι η Μέση Ανατολή μπορεί να αλλάξει με τη βία. Ακόμη και ορισμένες εξελίξεις που φάνηκε να ενισχύουν προς στιγμήν τις θέσεις των νεο-συντηρητικών (η «επανάσταση των κέδρων» στον Λίβανο, ορισμένα ανοίγματα του Σαρόν, κάποια δειλά βήματα εκδημοκρατισμού στην Αίγυπτο) πνίγηκαν από τα ισραηλινά τανκς, τις συριακές προβοκάτσιες και τον ιρανικό φανατισμό. Η πίστη στη φυλή υπερισχύει πάντα της τεχνολογίας, γράφει ο Μπράιαν Άπλγιαρντ στους Σάντεϊ Τάιμς. Ακούμε ήδη τις θριαμβευτικές κραυγές όσων υποστήριζαν με πάθος ότι «οι Άραβες δεν κάνουν για δημοκρατία».

Οι μπλόγκερ έχασαν φέτος την αθωότητά τους: στη Γαλλία διεκδικεί την προεδρία μια γυναίκα που εφαρμόζει στην πράξη την ηλεκτρονική συμμετοχική δημοκρατία, στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες οι μπλόγκερ ασκούν ισχυρή επιρροή στην πολιτική ζωή και στην Ελλάδα αυτή εδώ η εφημερίδα διέθεσε δύο σελίδες της για μια συνέντευξη με μια «βεντέτα» των ιστολογίων. Το 2006 ήταν όμως και η χρονιά που κατέρρευσε οριστικά ο μύθος ότι οι αλλαγές στο περιβάλλον είναι αντιστρέψιμες, ότι η αγορά μπορεί να δώσει κι εδώ τη λύση όπως (υποτίθεται ότι) τη δίνει στην οικονομία. Ο πράσινος «γκουρού» Τζέημς Λάβλοκ διακηρύσσει πλέον ότι η μόνη λύση είναι η πυρηνική ενέργεια, άλλοι προτιμούν να δοθεί έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές, όλοι όμως συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει και γρήγορα.

Γρήγορα, πολύ γρήγορα, αλλάζουν οι ειδήσεις, οι τάσεις, οι εικόνες. Δείτε την εξαιρετική ιστοσελίδα www. tenbyten. org, που επισήμανε στη στήλη αναγνώστης εκλεκτός: «100 λέξεις και εικόνες που προσδιορίζουν τον χρόνο» και αλλάζουν κάθε ώρα, μαζί με τα άρθρα στα οποία παραπέμπουν, ίσως ο καλύτερος ορισμός της παγκοσμιοποίησης

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Το τζίνι ήταν απαιτητικό



Υπάρχει, λέει, μια σχισμή σ' ένα λόφο έξω από το Κάρντο, στη Βόρεια Σομαλία, που ακόμη και οι πιο σκληροτράχηλοι οπλοφόροι την αποφεύγουν. Οι ντόπιοι λένε πως εκεί μένουν τζίνια, που κάθε τόσο βγαίνουν, παίρνουν τη μορφή στρουθοκαμήλων και χάνονται στην έρημο.

Η Σομαλία και το Αφγανιστάν είναι δύο χώρες με διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, αλλά με την ίδια πίστη στα τζίνια. Οι ιερωμένοι έχουν συναντήσει όλα τα είδη: τζίνια άγια και τζίνια δαιμονικά, τζίνια που πετούν, έρπουν ή σέρνονται, αόρατα τζίνια, δαίμονες που γίνονται βαμπίρ και μάγους που τα πόδια τους είναι στραμμένα προς τα πίσω. Κάθε τόσο οι ιερωμένοι πέφτουν σε έκσταση. Και τότε τα δωμάτιά τους γεμίζουν με τζίνια που ζητούν κάποια χάρη, όπως να απαλλαγούν από τα μάγια των χαϊμαλιών. Σύμφωνα με το Ισλάμ, τα τζίνια μοιάζουν από πολλές πλευρές με τους ανθρώπους: έχουν ελεύθερη βούληση, πεθαίνουν, αντιμετωπίζουν τη θεία κρίση και πάνε στην κόλαση. Υπάρχει όμως μια διαφωνία μεταξύ των μελετητών για το κατά πόσον τα τζίνια έχουν ή όχι σώμα. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι αποτελούν μια μορφή ενέργειας, που είναι παρούσα στο περιθώριο του ύπνου ή της τρέλας.

Ένας δημοσιογράφος του Εκόνομιστ πέρασε πρόσφατα μια νύχτα με τους πρώην σωματοφύλακες του Αχμέντ Σαχ Μασούντ, διοικητή της Βόρειας Συμμαχίας του Αφγανιστάν που σκοτώθηκε από την αλ-Κάιντα στις 9 Σεπτεμβρίου του 2001. Οι άνδρες φρουρούσαν τον τάφο του Μασούντ και είπαν στον ξένο επισκέπτη τους ότι τα μουσουλμανικά τζίνια ήταν πάντα στο πλευρό του πρώην αρχηγού τους. Ένας από τους μαχητές του είχε σφάξει ένα δράκο σε μια λίμνη στη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής και είχε φέρει τη δύναμή του στον Μασούντ χάρις στα μουσουλμανικά τζίνια. Σκοτώνοντάς τον, ο Οσάμα μπιν Λάντεν κήρυξε τον πόλεμο και σ' αυτά. Μια εβδομάδα νωρίτερα - διηγούνταν οι σωματοφύλακες - ο μάγειρας του οικισμού είχε καταληφθεί από ένα τζίνι. Ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος, αγράμματος και μη καπνιστής. «Μια μέρα αρρώστησε. Όταν έγινε καλά, μπορούσε να μιλήσει και να γράψει σε πολλές γλώσσες. Το τζίνι που ήταν μέσα του είχε ταξιδέψει πολύ, αλλά ήταν απαιτητικό. Ζητούσε ένα τσιγάρο, μετά άλλο ένα, κι ύστερα γινόταν ανυπόμονο και κατάπινε ολόκληρα τσιγάρα αναμμένα».

Αλλά και στη Σομαλία κάποια από τα μέλη της κυρίαρχης τάξης ισχυρίζονται ότι παντρεύτηκαν τζίνια πριν από χρόνια. Ο ίδιος δημοσιογράφος οδηγήθηκε μια μέρα σε ένα παράπηγμα στην άκρη μιας φτωχογειτονιάς, στο λιμάνι Μποσάσο, όπου ήταν γονατισμένος ένας άνδρας ντυμένος στα κόκκινα και με μια απόκοσμη έκφραση, ενώ γύρω του νεαροί χοροπηδούσαν τραγουδώντας και κτυπώντας τύμπανα. Η μάγισσα που ήταν υπεύθυνη για την τελετή εξήγησε στον καλεσμένο ότι ο άνδρας είχε καταληφθεί από ένα τζίνι. Κι ένας από τους ενόπλους που τον συνόδευαν τον διαβεβαίωσε ότι είχε δει ένα τζίνι να ψάχνει στο χώμα για ανθρώπινα οστά.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

Πεθαίνοντας στην αρένα



Θα έλεγε κανείς ότι η Κριστίνα Ναρμπόνα είπε το προφανές. Το θέαμα της αιματηρής εκτέλεσης των ταύρων στις ισπανικές αρένες είναι βάρβαρο και πρέπει να σταματήσει, είπε η υπουργός Περιβάλλοντος στην εφημερίδα Ελ Μούντο. Οι ματαδόρ πρέπει να αλλάξουν συνήθειες. Το να σκοτώνουν τους ταύρους με τα ξίφη αφού τους έχουν τραυματίσει με ακόντια και βέλη δεν αρμόζει στον 21ο αιώνα, έστω κι αν τα ξίφη είναι σήμερα καθαρά και δεν βλέπει κανείς πια συχνά ταύρους να πεθαίνουν βγάζοντας αίμα από το στόμα. Ο νόμος πρέπει να τροποποιηθεί και η Ισπανία να ακολουθήσει το παράδειγμα της Πορτογαλίας, όπου οι τραυματισμένοι ταύροι μεταφέρονται έξω από την αρένα και θανατώνονται με πολιτισμένο τρόπο, χωρίς να υποφέρουν.

«Υπάρχει μια αυξανόμενη αντίδραση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις ταυρομαχίες, και μας είναι όλο και πιο δύσκολο να τις υπερασπιστούμε», δήλωσε η Ναρμπόνα, σπεύδοντας να διευκρινίσει ότι οι όποιες αλλαγές θα γίνουν σταδιακά, και οπωσδήποτε δεν θα προωθηθούν στο σημερινό Κοινοβούλιο. Τόνισε επίσης ότι εκφράζει προσωπικές απόψεις. Αλλά οι διευκρινίσεις αυτές δεν την έσωσαν από τις μανιασμένες επιθέσεις των υποστηρικτών των ταυρομαχιών. Πρώτοι την κατήγγειλαν, όπως αναμενόταν, οι Οργανωτές Ταυρομαχιών και οι Εκτροφείς. «Τι λέει η κυβέρνηση για τις σκανδαλώδεις δηλώσεις της υπουργού;», ρώτησε αυστηρά ο Εδουάρδο Μιούρα, πρόεδρος της Ισπανικής Ένωσης Εκτροφέων Ταύρων. «Η τροποποίηση του νόμου για τις ταυρομαχίες δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, αυτό το εγγυώμαι», απάντησε τρομοκρατημένος ο υπουργός Εσωτερικών Αλφρέδο Πέρες Ρουμπαλκάμπα, ενώ ο γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χοσέ Μπλάνκο δήλωσε ότι θα δώσει μάχη για να μην υπάρχει οποιαδήποτε σχετική δέσμευση του κόμματος ούτε στις επόμενες εκλογές. Η κυβέρνηση Θαπατέρο έχει ανοίξει ήδη πολλά μέτωπα, δεν αντέχει να ανοίξει ακόμη ένα. Κι αν οι ταυρομαχίες δεν είναι πια τόσο δημοφιλείς στην Ισπανία - μόνο το 27% δήλωσαν σε πρόσφατη δημοσκόπηση ότι ενδιαφέρονται γι' αυτές - ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνεται. Φέτος έφτασαν τις 2.127, κατά 5% περισσότερες από πέρυσι.

Η δυσάρεστη έκπληξη, τουλάχιστον για μας που παρακολουθούμε το ζήτημα από μακριά, ήλθε όμως από μια άλλη πλευρά. Τη ριζική διαφωνία του με τις δηλώσεις της υπουργού Περιβάλλοντος εξέφρασε και ο ηγέτης της Ενωμένης Αριστεράς. «Η Ισπανία δεν πρέπει να υποκύψει στις προκαταλήψεις των Αγγλοσαξόνων», δήλωσε ο Γκάσπαρ Γιαμαθάρες. Αποτελεί λοιπόν προκατάληψη να αντιτίθεσαι στην άσκηση βίας εναντίον των ζώων, είτε πρόκειται για ταύρους είτε για σκύλους, κόκορες ή άλογα; Η ευαισθησία γι' αυτά τα ζητήματα συνιστά μια ιδιοτροπία των Αγγλοσαξόνων, που ως γνωστόν είναι και λίγο θηλυπρεπείς; Θα δούμε άραγε την ισπανική Αριστερά να κατεβαίνει στις επόμενες εκλογές με σύνθημα «Κάτω τα χέρια από τις ταυρομαχίες»;

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

Εφημερίδες χωρίς υπογραφές



Οι Ιταλοί δημοσιογράφοι είναι ευφάνταστοι. Τόσο στον τρόπο που γράφουν όσο και στους τρόπους με τους οποίους διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Να, τις προάλλες όλες οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν χωρίς υπογραφές.

Κάποτε τα πράγματα ήταν απλά. Όποιος ήθελε να γίνει δημοσιογράφος μάθαινε πως πρέπει πάνω πάνω να γράφει την είδηση, γιατί αυτό είναι που ενδιαφέρει τον αναγνώστη, τα γεγονότα, τα υπόλοιπα είναι φιοριτούρες. «Η λογοτεχνία είναι η πληγή της δημοσιογραφίας», έλεγε ο Μάριο Μπόσα, διευθυντής της Κοριέρε ντέλα Σέρα μετά τον πόλεμο. Συνάδελφος σε αυτή την εφημερίδα, συνταξιούχος πια, είχε συστήσει στον υπογράφοντα να φροντίζει να βάζει τα σημαντικά στην αρχή των «Διαστάσεων», ώστε να μπορεί να κόβεται πιο εύκολα η στήλη. Ο μαθητευόμενος δημοσιογράφος μάθαινε ακόμη πως πρέπει να διαχωρίζει αυστηρά την είδηση από το σχόλιο. Ο Ουμπέρτο Έκο θυμάται τους καβγάδες που έκανε πριν από χρόνια για το θέμα αυτό με συναδέλφους του, οι οποίοι υποστήριζαν με θέρμη την «αγγλική» σχολή δημοσιογραφίας. Μα ακόμη και η δημοσίευση δύο συγκεκριμένων ειδήσεων στην ίδια σελίδα - τους έλεγε - δεν είναι μια μορφή σχολιασμού;

Ήταν η εποχή που συζητούσαμε ακόμη αν ο Τύπος είναι «αντικειμενικός». Σιγά σιγά καταλάβαμε ότι αυτά είναι παραμύθια, όπως επίσης καταλάβαμε ότι τις ειδήσεις τις μαθαίνει ο κόσμος από την τηλεόραση (στη συνέχεια από το Internet, τώρα πια από το κινητό του), και ότι ο ρόλος του Τύπου είναι διαφορετικός, πιο σύνθετος. Οι εφημερίδες «προσωποποιήθηκαν», γέμισαν στήλες, το πρώτο ενικό απενοχοποιήθηκε (το «εγώ» είναι άλλωστε πιο άμεσο και πιο τίμιο από το «εμείς»), η υπογραφή του συντάκτη συνοδεύεται συχνά από τη φωτογραφία του, ο διευθυντής αυτής της εφημερίδας υπογράφει πλέον κάθε Σάββατο το κύριο άρθρο. Κι έμεινε μόνο μια εξαίρεση, ο Εκόνομιστ, όπου τα άρθρα είναι πάντα ανυπόγραφα - και παρά ταύτα, χαίρεσαι να τα διαβάζεις.

Σε αυτό το τοπίο ξαφνιάζει η έκδοση μιας εφημερίδας χωρίς υπογραφές, όπως έγινε δυο-τρεις φορές τον τελευταίο καιρό στην Ιταλία για κάποια συνδικαλιστικά αιτήματα. Οι αναγνώστες μπερδεύτηκαν: και τώρα πώς θα ξέρουμε ποια άρθρα να διαβάσουμε, ο χρόνος μας είναι περιορισμένος, πώς να αποκωδικοποιήσουμε όλη αυτή την ανωνυμία; Ο ρόλος μιας εφημερίδας - γράφει ο Έκο στο Εσπρέσσο - είναι πλέον να τυλίγει, να «ντύνει» τα γεγονότα με απόψεις. Και ο αναγνώστης θέλει να γνωρίζει ποιος κάνει αυτή τη συσκευασία, αν είναι κάποιος ταλαντούχος γραφιάς τον οποίο εμπιστεύεται ή κάποιος «ξύλινος» υπερασπιστής του κατεστημένου τον οποίο συνήθως προσπερνά.

Με αυτή την έννοια, μια εφημερίδα που απεργεί αφαιρώντας τις υπογραφές των συντακτών της είναι μια βουβή εφημερίδα. Κάποιος είπε ότι είναι σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά σε μια τηλεόραση όπου κάποιος τραγουδάει, αλλά η φωνή είναι κλειστή. Κι αν μεν ενοχληθείς και αντιδράσεις, έχει καλώς. Το πρόβλημα (για σένα, αλλά πρωτίστως για τους ανθρώπους της τηλεόρασης) ξεκινά στην περίπτωση που δεν το πάρεις χαμπάρι.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Έφταιγαν τα σκουλαρίκια



Έντρομη, αλλά κατά βάθος διασκεδασμένη, αντιμετωπίζει η στήλη το ενδεχόμενο να είχε συμβεί στην Ελλάδα το περιστατικό που θα σας διηγηθεί. Θα είχε χαλάσει ο κόσμος, θα είχαν πλημμυρίσει τα τηλεοπτικά παράθυρα, ο ασεβής Σοσιαλδημοκράτης θα είχε ασφαλώς εξαναγκαστεί να παραιτηθεί.

Ο Κουρτ Μπεκ είναι πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και πρωθυπουργός της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Πριν από δέκα ημέρες περπατούσε αμέριμνος στο κέντρο του Βισμπάντεν, όταν τον σταμάτησε ένας νεαρός που είχε εμφανώς πιει δυο ποτήρια παραπάνω. Είχε μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια στ' αυτιά και τη μύτη, ήταν 37 ετών και τον έλεγαν Ενρίκο Φρανκ. «Είμαι άνεργος εδώ και έξι χρόνια και φταίει η δική σας κοινωνική πολιτική», του είπε αγριεμένος. Ο Μπεκ δεν αιφνιδιάστηκε. «Αν κρίνω από την εμφάνισή σας», του απάντησε, «δεν πρέπει να έχετε δουλέψει πολύ στη ζωή σας. Πλυθείτε, ξυριστείτε, πετάξτε αυτά τα σκουλαρίκια και σε τρεις εβδομάδες θα έχετε βρει δουλειά. Αν δεν βρείτε εσείς, θα σας βρω εγώ».

Μα μιλάει έτσι ένας Σοσιαλδημοκράτης; Και είναι αυτή άραγε η λύση στο πρόβλημα της ανεργίας; Ο Φρανκ πήρε την πρόταση τοις μετρητοίς. Κουρεύτηκε, ξυρίστηκε, πέταξε τα σκουλαρίκια (μόνο από τη μύτη) και δύο ημέρες μετά το επεισόδιο ήταν στην πρώτη σελίδα όλων των γερμανικών εφημερίδων με την προκλητική λεζάντα: «Θα μου βρείτε τώρα δουλειά;». Ο Μπεκ τήρησε την υπόσχεσή του. Αντί για μία προσφορά, έφτασαν στο σπίτι του Φρανκ οκτώ, όλες από εταιρείες με τις οποίες είχε έλθει προσωπικά σε επαφή ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών. Προχθές το απόγευμα, ο «πιο διάσημος άνεργος της Γερμανίας» είχε ραντεβού στην έδρα της κυβέρνησης του Μάιντς για να γνωστοποιήσει την απάντησή του. Αλλά δεν πήγε. Όπως είπε, είχε μια ανειλημμένη υποχρέωση με το Φόρουμ των Ανέργων, ένα εναλλακτικό συνδικάτο που ο ίδιος έχει ιδρύσει. Άλλωστε, το μήνυμα που ήθελε το είχε στείλει.

«Η συμπεριφορά του Φρανκ αποτελεί προσβολή για όλους εκείνους που ψάχνουν πραγματικά για δουλειά», δήλωσε ο Λώρενς Μάγιερ, εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών για οικονομικά ζητήματα. Αλλά το Φόρουμ σκοπεύει να αξιοποιήσει επικοινωνιακά όλη αυτή την υπόθεση: για τις 2 Ιανουαρίου έχει προγραμματίσει ομαδικό κούρεμα 400 ανέργων μπροστά στην έδρα της κυβέρνησης. Όσο για τον ίδιο τον Φρανκ, δεν προλαβαίνει να απαντά στα τηλέφωνα. Για μια αποκλειστική συνέντευξη, του προσέφεραν χρήματα και ένα κοστούμι Hugo Boss. Προσέλαβε και γραμματέα, μια άνεργη δημοσιογράφο. Αλλά αυτή η καινούργια ζωή δεν του αρέσει. Αν μπορούσε να διαλέξει, θα ήθελε να επιστρέψει στο γηροκομείο όπου δούλευε πριν μείνει άνεργος. Κατά βάθος, όμως, προτιμά να μη δουλεύει. Η κονκάρδα που φοράει στο πέτο γράφει: «Arbeit ist Scheisse», η δουλειά είναι σκατά.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

Η οικολογία είναι ανατρεπτική



Η χρονιά που τελειώνει, ανήκει αναμφισβήτητα στην οικολογία. Όχι μόνο επειδή λειώνουν οι πάγοι, αφανίζονται τα είδη, τελειώνουν οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι. Αλλά επειδή πρώτη φορά αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την επερχόμενη καταστροφή.

Πρώτα απ' όλα ένας ορισμός, ο λιγότερο επιστημονικός. Σύμφωνα με τον Αντρέ Γκορζ, οικολογία είναι η ανησυχία για το περιβάλλον, το οποίο καθορίζει την ποιότητα της ζωής και την ποιότητα ενός πολιτισμού. Οι πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις όπου εκφραζόταν αυτή η ανησυχία έγιναν στη Βόρεια Αμερική, ύστερα στην Ιαπωνία, στη Γερμανία, για να διαδοθούν στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επρόκειτο για κινήματα διαμαρτυρίας κατά της ιδιοποίησης της δημόσιας γης από βιομηχανίες, αεροδρόμια ή αυτοκινητόδρομους. Η αντίσταση των κατοίκων σε αυτή την εισβολή δεν αποτελούσε μια απλή «υπεράσπιση της φύσης», αλλά μια μάχη κατά της καταστροφής ενός κοινού αγαθού από ιδιωτικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από το κράτος, που στερούσαν τους πληθυσμούς από το δικαίωμά τους να επιλέγουν πώς θα ζουν μαζί, πώς θα παράγουν και πώς θα καταναλώνουν.

Με αυτή την έννοια, λέει ο ιδρυτής της πολιτικής οικολογίας στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ, η οικολογία είναι κατ' ανάγκην αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική. Η οικονομία την οποία ονειρεύεται είναι ριζικά διαφορετική από τη σημερινή, μια οικονομία όπου πρώτιστος στόχος δεν είναι το κέρδος και όπου ο πλούτος δεν εκφράζεται ούτε μετριέται με νομισματικούς όρους. Τη δεκαετία του '20 και στη συνέχεια τη δεκαετία του '50, η ανάγκη της βιομηχανίας να παράγει περισσότερο υπερίσχυσε της ανάγκης των πολιτών να καταναλώνουν περισσότερο και οδήγησε στην ανάπτυξη μιας παιδαγωγίας - μάρκετινγκ, διαφήμιση - που δημιουργεί καινούργιες ανάγκες. Αντί το κεφάλαιο να τεθεί στην υπηρεσία της παραγωγής και της κατανάλωσης, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο δεσμός ανάμεσα στη δημιουργία αξίας και στη δημιουργία πλούτου έσπασε. Οι συλλογικές υπηρεσίες υπονομεύτηκαν, στον βαθμό που επιβραδύνουν ή εμποδίζουν τον ατομικό καταναλωτισμό. Η οικολογία, αντίθετα, υποστηρίζει ότι στη βάση κάθε κοινωνίας και κάθε οικονομίας υπάρχει μια μη-οικονομία, φτιαγμένη από αγαθά που δεν μπορούν να ανταλλαγούν με τίποτα, από προσφορές χωρίς αντάλλαγμα, από δωρεάν μορφές επικοινωνίας όπως αυτές που γίνονται μέσω του Διαδικτύου.

Αυτά έλεγε ο Γκορζ πριν από τριάντα χρόνια, τα ίδια λέει και σήμερα, στα 83 του. Ούτε την άποψή του για την πυρηνική ενέργεια έχει αναθεωρήσει. Η μορφή αυτή - σημειώνει - απαιτεί γιγαντιαίες εγκαταστάσεις και εργοστάσια ισοτοπικού διαχωρισμού και επεξεργασίας των αποβλήτων που είναι επικίνδυνα και ευάλωτα. Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα ισχυρό και σταθερό κράτος, μια αξιόπιστη αστυνομία, μια διαρκής επιτήρηση του πληθυσμού και μια μυστικότητα: όλα τα συστατικά μιας ολοκληρωτικής εκτροπής. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντίθετα, στηρίζονται στην τοπική παραγωγή και δεν υποδουλώνουν τους χρήστες. Είναι αλήθεια πως δεν επαρκούν για τη λειτουργία μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι αυτά τα συγκροτήματα δεν συμβιβάζονται με τις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται για την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Τεχνολογική τρομοκρατία



Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μου δείξεις όχι πώς είμαι τώρα, ούτε πώς θα ήθελα να είμαι, αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό: πώς θα δείχνω σε λίγα χρόνια αν συνεχίσω να τρώω, να πίνω, να καπνίζω και να μην κάνω καθόλου γυμναστική.

Λέγεται «καπτολογία» (captology), και προέρχεται από το πρώτο γράμμα των λέξεων Υπολογιστές ως Πειστικές Τεχνολογίες (computers as persuasive technologies). Πρόκειται για μια καινούργια επιστήμη που δημιουργήθηκε από το ομώνυμο εργαστήριο του Στάνφορντ - τον περασμένο Μάιο μάλιστα πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το πρώτο της συνέδριο - με σκοπό να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους η τεχνολογία των υπολογιστών επηρεάζει τους ανθρώπους. Ένα παράδειγμα: το μεγάλο ηλεκτρονικό πανό πάνω από τον αυτοκινητόδρομο που αναγράφει τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου μας όταν υπερβούμε το όριο ταχύτητας. Οι ιστοσελίδες που μας βοηθούν να κόψουμε το κάπνισμα. Όλες οι εφαρμογές της ηλεκτρονικής τεχνολογίας που αποσκοπούν στη βελτίωση της καθημερινότητάς μας. Ακόμη και τα βιβλία που έχουν έναν τέτοιο στόχο, και υπολογίζονται στο ένα τρίτο του συνόλου.

Με την ίδια λογική λειτουργεί και ο καθρέφτης που δημιουργήθηκε στο Σαν Ντιέγκο και ταξίδεψε την περασμένη εβδομάδα στο γαλλικό τεχνολογικό πάρκο Σόφια-Αντίπολις, έξω από τη Νίκαια. Δεν πρόκειται ακριβώς για παραμορφωτικό καθρέφτη όπως εκείνοι που έχουν στα λούνα παρκ, αλλά για κάτι πιο ρεαλιστικό, και γι' αυτό πιο τρομακτικό. Με τη βοήθεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τον οποίο τροφοδοτούμε με προσωπικά μας στοιχεία (πόσο τρώμε, πόσες ώρες περνάμε στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, πόσο καπνίζουμε, πόσο μας βλέπει ο ήλιος το καλοκαίρι), ο ψηφιακός αυτός καθρέφτης μας δείχνει πώς θα είμαστε σε λίγα χρόνια. Αν θα καλογεράσουμε ή θα κακογεράσουμε, δηλαδή, και τι πρέπει να κάνουμε για να αλλάξουμε την τύχη μας. «Εδώ μελετάμε τον άνθρωπο», εξηγεί η Ισπανίδα ερευνήτρια Άννα Αντρές ντελ Βάγιε στην τρομοκρατημένη δημοσιογράφο της Λιμπερασιόν. «Θέλουμε να ενθαρρύνουμε την υγιεινή ζωή και να καταπολεμήσουμε την παχυσαρκία. Στόχος μας είναι να συνεργαστούμε με γιατρούς, με γυμναστήρια, με ινστιτούτα ομορφιάς».

Υπάρχουν πάντως κι εκείνοι που διαφωνούν με αυτό το είδος «τεχνολογικής τρομοκρατίας». Η γήρανση είναι κάτι πολύπλοκο, που δεν διαμορφώνεται μόνο από τις καθημερινές μας συνήθειες, λέει στη γαλλική εφημερίδα ο ερευνητής Φρανσουά Ασέρ, καθηγητής στο Paris-VIII. Επιπλέον, ο στιγματισμός της παχυσαρκίας ανοίγει επικίνδυνα παράθυρα. Ακούμε ήδη πως αφού η παχυσαρκία κοστίζει ακριβά, οι παχύσαρκοι είναι ένοχοι απέναντι στην κοινωνία. Από το σημείο αυτό μέχρι τη φορολόγησή τους, η απόσταση είναι μικρή. Ευτυχώς που πεθαίνουν γρήγορα, και άρα «βαραίνουν» περισσότερο στις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση. Μήπως λοιπόν, αντί να τους φορολογήσουμε, θα ήταν καλύτερα να τους επιδοτήσουμε; Πολλά τέτοια επιχειρήματα θα μπορούσαν ακόμη να διατυπωθούν αν επικρατούσε η φιλελεύθερη λογική των «πειστικών» μηχανισμών - για το καλό της κοινωνίας, φυσικά...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Εις πάσαν κακότητα



Ο Χέοψ ήταν ο δεύτερος φαραώ της 4ης δυναστείας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στα 50 χρόνια της βασιλείας του οδήγησε την Αίγυπτο «εις πάσαν κακότητα». Έκλεισε τα ιερά, απαγόρευσε τις θυσίες και υποχρέωσε τους Αιγύπτιους να εργάζονται γι' αυτόν.

Με την Πυραμίδα του Χέοπος, το ένα από τα Επτά Θαύματα, παρομοιάζει ο ιστορικός Ντάνιελ Κοτσιουμπίνσκι τα σχέδια ανέγερσης της Gazprom City στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ρώσος «φαραώ» σχεδιάζει να μεταφέρει την έδρα του ενεργειακού γίγαντα από το Ομσκ της μακρινής Σιβηρίας σε έναν ουρανοξύστη ύψους 320 μέτρων που θα ανεγερθεί δίπλα στον ποταμό Νέβα, στην καρδιά της παλιάς πόλης. Με τον τρόπο αυτό θέλει να στείλει το μήνυμα τόσο στους Ρώσους όσο και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους ότι εκείνος, ανοιγοκλείνοντας τη στρόφιγγα από τη γενέτειρά του, είναι σε θέση να καθορίζει το μέλλον τους.

Και ο πρόεδρος Πούτιν κάνει βέβαια τη δουλειά του. Όπως τη δουλειά τους έκαναν μεγάλα ονόματα της αρχιτεκτονικής (Ρεμ Κούλχαας, Ζαν Νουβέλ, Ντάνιελ Λίμπεσκιντ) που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό, αγνοώντας τον πολιτικό του χαρακτήρα. Το γραφείο που κέρδισε, το RMJM London Limited, χαρακτήρισε «θλιβερό γκρουπούσκουλο» όσους αντιτίθενται στο σχέδιο - κι ας περιλαμβάνονται σ' αυτούς ο πρόεδρος της Ένωσης Διατήρησης των Ρωσικών Μνημείων, ο πρόεδρος της Ένωσης Αρχιτεκτόνων και ο διευθυντής του Ερμιτάζ. Διαδηλώσεις με συνθήματα όπως «ένας ουρανοξύστης για κάθε ηλίθιο» δεν μπορούν βέβαια να σταματήσουν ένα τόσο μεγαλεπήβολο πρόγραμμα. Η Ρωσία πρέπει να αποκτήσει το δικό της τοτέμ, όπως συμβαίνει με τόσες και τόσες χώρες, σε βορρά και νότο, δύση και ανατολή. Ένα τοτέμ για να τυπώνεται στις καρτ-ποστάλ και να φαίνεται από ψηλά τη νύχτα.

Το πρόβλημα με αυτά τα τοτέμ, γράφει ο Ισπανός αρχιτέκτονας Ραφαέλ Αργκουγιόλ στην Ελ Παΐς, είναι ότι σπανίως ταιριάζουν με το περιβάλλον στο οποίο φυτεύονται. Τα περισσότερα διεθνή αρχιτεκτονικά γραφεία αντιμετωπίζουν το αστικό τοπίο με την ίδια περιφρόνηση που οι γιγαντιαίες πολυεθνικές αντιμετωπίζουν το οικονομικό τοπίο. Υπάρχει άλλωστε μια συμμετρία στη συμπεριφορά τους. Όπως οι πολυεθνικές μετακινούν εργοστάσια και θέσεις εργασίας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη αυτό που ο Γκράχαμ Γκρην μελαγχολικά αποκαλούσε «ανθρώπινο παράγοντα», έτσι και τα αρχιτεκτονικά γραφεία προσαρμόζουν τις κατασκευές τους στους συμβολισμούς που απαιτούν οι ισχυροί, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα έχουν στους κατοίκους. Αναζητώντας το μέγιστο κέρδος από το θέαμα και την παγκοσμιοποίηση, η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει χάσει εκείνη τη συνείδηση της ανθρώπινης διάστασης για την οποία μιλούσε τον 15ο αιώνα ο μεγάλος Ιταλός Ουμανιστής, ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι.

Ίσως εκείνοι οι διαδηλωτές στην Αγία Πετρούπολη να είναι πράγματι ένα «θλιβερό γκρουπούσκουλο», μια χούφτα φτωχοδιάβολοι. Αντίθετα όμως με τους αρχιτέκτονες της αυλής, εκείνοι δεν δέχθηκαν να πουλήσουν την ψυχή τους.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

Μια φεμινίστρια στη Γάζα



Η Ουμ Άχμαντ είναι μια μαχητική γυναίκα που κατάγεται από τη Γάζα. Αφού εργάστηκε για πολλές δεκαετίες σε γυναικείες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, αποφάσισε το 1989 να επιστρέψει στην πατρίδα της. Ήξερε ότι οι Παλαιστίνιες είναι παγιδευμένες ανάμεσα σε δύο δεινά: την ισραηλινή κατοχή αφ' ενός και μια πατριαρχική παλαιστινιακή κοινωνία αφ' ετέρου. Ήξερε επίσης ότι ο μόνος τρόπος για να απελευθερωθούν αυτές οι γυναίκες είναι να απασχοληθούν σε μια δουλειά και να βγάζουν χρήματα. Συγκρότησε έτσι ένα δίκτυο με την επωνυμία «Ινστιτούτο των Γυναικών», μέσω του οποίου οι γυναίκες μπορούσαν να παρασκευάζουν μαρμελάδες και άλλα προϊόντα και να τα πωλούν.

Οι Παλαιστίνιοι είδαν την πρωτοβουλία της με κακό μάτι. Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να τη σταματήσουν. Στην κατεχόμενη και σεξιστική Γάζα, η εν λόγω δραστηριότητα θεωρείται παράνομη και υπονομευτική. Αλλά η Άχμαντ επέμεινε. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, η οργάνωσή της νομιμοποιήθηκε. Και τώρα έχει μια μόνιμη βάση. «Οι γυναίκες υποφέρουν αυτή τη στιγμή περισσότερο από την κατοχή και την κατάρρευση της οικονομίας», λέει η Παλαιστίνια φεμινίστρια στον Τζόχαν Χάρι της «Ιντιπέντεντ». «Όταν ο άνδρας δεν έχει δουλειά και βρίσκεται όλη την ημέρα στο σπίτι, ξεσπά στη γυναίκα του. Πολλοί Παλαιστίνιοι που εξευτελίζονται καθημερινά από τους Ισραηλινούς θέλουν να δείξουν ότι εξακολουθούν να ελέγχουν κάποιον τομέα της ζωής τους. Και ο ευκολότερος στόχος είναι οι γυναίκες και τα παιδιά τους».

Εκτός από τις μαρμελάδες, η Άχμαντ έστησε και μια υφαντουργία όπου απασχολούνται τριάντα γυναίκες. Όλες έχουν να διηγηθούν από μια ιστορία. Η 40χρονη Λεϊλά, μητέρα επτά παιδιών, ζούσε από τις δωρεές μιας τοπικής φιλανθρωπικής οργάνωσης - τώρα είναι σε θέση να συντηρεί τον εαυτό της και την οικογένειά της. Η 18χρονη Φατίμα ήθελε πάντα να γίνει δασκάλα κωφάλαλων παιδιών, αλλά οι γονείς της δεν είχαν χρήματα για να τη στείλουν στο πανεπιστήμιο - τώρα μπορεί επιτέλους να εκπληρώσει το όνειρό της. Η 39χρονη Ιμάμ είχε φτάσει σε απόγνωση όταν την εγκατέλειψε ο σύζυγός της και έπρεπε να τα βγάλει πέρα με έξι παιδιά. «Ύστερα βρήκα αυτό το μέρος όπου με εκπαίδευσαν. Όταν άρχισα να κερδίζω χρήματα, απαλλάχθηκα από τον εξευτελισμό του σπιτιού τής πεθεράς μου και έπιασα δικό μας σπίτι».

Όλες αυτές οι γυναίκες ήταν στην αρχή σιωπηλές. Έτσι είχαν μάθει. Σιγά σιγά άρχισαν να εκφράζουν τις απόψεις τους, να θέλουν να μπουν στο Internet, να δουν τον έξω κόσμο. «Είναι σαν να έχεις έναν άνθρωπο κλειδωμένο και ξαφνικά να του ανοίγεις ένα παράθυρο: θέλει να δει κι άλλα, κι άλλα», λέει η Ουμ Άχμαντ. Τώρα θέλει να απασχολήσει κι άλλες γυναίκες, να ανοίξει κι άλλα παράθυρα. Να φυσήξει στη Γάζα αέρας ελευθερίας.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Η Δεξιά τα βάζει με τα καρτούν



Κάποτε οι ταινίες κινουμένων σχεδίων - και ιδιαίτερα εκείνες του Ντίσνεϋ - δεν άρεσαν στην Αριστερά, γιατί με το προδιαγεγραμμένο happy end υπονόμευαν τον στόχο της να αλλάξει τον κόσμο. Σήμερα καταγγέλλονται από τη Δεξιά.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι ο Μάμπο είναι διαφορετικός, άρα επικίνδυνος: οι άλλοι τραγουδούν, κι αυτός χορεύει. Λογικό είναι λοιπόν να τον διώξουν από την ομάδα - αλλά γιατί η ταινία παρουσιάζει τους σοφούς της κοινότητας ως φανατικούς «θεο-συντηρητικούς» (teocons); Στο κάτω κάτω δεν τον κρέμασαν τον αποστάτη, απλώς τον απέπεμψαν. Κι είναι τυχαίο ότι ο πιγκουίνος που τον βοήθησε, ο Ραμόν, είναι Λατίνος, σαν τους βρωμερούς λαθρομετανάστες που περνούν καθημερινά στο αμερικανικό έδαφος; Ο Νηλ Καβούτο, γνωστός δημοσιογράφος του Fox News, δεν έχει καμία αμφιβολία: η ταινία «Happy Feet» είναι ανατρεπτική, και ο πιγκουίνος που πρωταγωνιστεί είναι κομμουνιστής. Όσο για το μήνυμα ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την εξάντληση των φυσικών πόρων, είναι κατάφωρα προπαγανδιστικό: πηγαίνεις να χαλαρώσεις με ένα καρτούν, και φοβάσαι ότι ανά πάσα στιγμή θα ξεφυτρώσει μπροστά σου ο Αλ Γκορ.

Κάτι το φιάσκο του Ιράκ, κάτι η συντριβή του περασμένου μήνα στις κάλπες, είναι φανερό ότι οι συντηρητικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξεφύγει. Το παραλήρημα του Καβούτο, όμως, έφερε και πάλι στο προσκήνιο ένα ερώτημα που κατά καιρούς απασχολεί τους κοινωνιολόγους: τα κινούμενα σχέδια είναι απλώς παραμύθια για τα πιτσιρίκια ή κρύβουν πολιτικές θέσεις και μηνύματα; Με άλλα λόγια, η Χιονάτη είναι δεξιά ή αριστερή; Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, η Γκάρντιαν ζήτησε από την κινηματογραφικό της κριτικό να αποκωδικοποιήσει τα πιο δημοφιλή καρτούν. Κι εκείνη, ύστερα από μια γρήγορη έρευνα, έβγαλε ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: όλες αυτές οι ταινίες περιέχουν ένα προοδευτικό μήνυμα. Για να γίνει ο Πινόκιο αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μάθει να λέει την αλήθεια. Στη Λαίδη και τον Αλήτη, η υψηλή κοινωνία ανακαλύπτει ότι οι φτωχοί και οι περιθωριακοί έχουν μεγαλύτερη καρδιά από τους πλούσιους και τους βολεμένους. Η Σταχτοπούτα οδηγεί τον πρίγκιπα να παραβιάσει τις συμβάσεις και να παντρευτεί μια πληβεία. Ύμνος στους αουτσάιντερ και τους αιρετικούς είναι φυσικά και η Χιονάτη. Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας διδάσκουν ότι με τα χρήματα δεν μπορείς να αγοράσεις τα πάντα. Οι Απίθανοι στέλνουν το μήνυμα ότι ο πραγματικός ηρωισμός δεν είναι ίδιον των υπερανθρώπων, αλλά των «φυσιολογικών». Το Antz υψώνει μιαν αντιναζιστική σημαία, ενώ η Εποχή των Παγετώνων κάνει μάθημα αλτρουισμού.

Είναι της μόδας τέτοιου είδους συζητήσεις. Διάφοροι αρθρογράφοι προβληματίζονται για τον πολιτικό προσανατολισμό του μπάνιου και του ντους, του λευκού κρασιού και του κόκκινου, του μπόξερ και του σλιπ, της άμυνας ζώνης και του μαν-του-μαν. Κι εμείς μεν μπορεί να διασκεδάζουμε. Μήπως όμως τα παιδιά μας γυρίσουν και μας μουντζώσουν;

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Πάρτι διαζυγίων



Πριν από μερικές εβδομάδες, η Ιζαμπέλ επιφύλαξε στους φίλους της μια έκπληξη: τους κάλεσε σε ένα πάρτι με αφορμή το... διαζύγιό της. Η εκδήλωση έγινε σε ένα κέντρο του Παρισιού και οργανώθηκε από μια καινούργια υπηρεσία που λέγεται Wedding Out Factory. Ντυμένη με ένα σέξι κόκκινο φουστάνι, η 42χρονη σύμβουλος επικοινωνίας υποσχέθηκε ενώπιον ενός άνδρα που υποδυόταν τον δήμαρχο και τριάντα συγγενών και φίλων ότι δεν θα επαναλάβει τα ίδια λάθη. Υπέγραψε ένα πιστοποιητικό «ευτυχισμένης διαζευγμένης». Πέταξε ένα μπουκέτο στην κατεύθυνση της επόμενης που θα παντρευτεί (και θα χωρίσει). Και χόρεψε ξέφρενα μέχρι το πρωί. Μόνο τη 14χρονη κόρη της δεν κάλεσε. Αυτό το πάρτι ήταν μόνο για μεγάλους.

«Ύστερα από 17 χρόνια κοινής ζωής, το διαζύγιο ήταν εξαιρετικά δύσκολο και ήθελα να δώσω τέλος με τελετουργικό τρόπο σε αυτό το επώδυνο στάδιο», διηγείται η Ιζαμπέλ στη Φιγκαρό. «Για τον λόγο αυτό, μου χρειαζόταν μια συμβολική σκηνοθεσία, που να παραμένει ελαφριά. Το προηγούμενο βράδυ έκλαψα πολύ και κοιμήθηκα ελάχιστα, είχα τρακ. Το ότι βρήκα όμως τη δύναμη να δηλώσω μπροστά σε μάρτυρες ότι θέλω να γυρίσω σελίδα με βοήθησε να προχωρήσω. Τώρα αισθάνομαι έτοιμη να αγαπήσω και πάλι».

Αν τα «divorce parties» είναι ένα καινούργιο φαινόμενο στην Ευρώπη, στην Αμερική είναι τα τελευταία χρόνια συνηθισμένα, τόσο μεταξύ διασήμων όσο και μεταξύ ανωνύμων. Υπό τους ήχους τραγουδιών όπως το «Ι will survive» της Γκλόρια Γκέινορ, το «Go Your Own Way» των Φλήτγουντ Μακ ή το «The Thrill is Gone» του Μπι Μπι Κινγκ, οι «πρώην» φωνάζουν τους φίλους τους σε λαμπρές φιέστες όπου καίνε φωτογραφίες, δώρα, ακόμη και γαμπριάτικα κοστούμια ή νυφικά. Δεν λείπουν και οι σκηνές κιτς, όπου ο προδομένος ή η προδομένη σύζυγος καρφώνει την άπιστη ή τον άπιστο σε μια παρωδία τελετής βουντού... Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει μια τεράστια αγορά, με «συμβούλους διαζυγίων», πρακτικούς οδηγούς για την επιτυχία της γιορτής, συμβολικά γλυκίσματα και ειδικευμένες ιστοσελίδες για δώρα (όπως η theytookeverything. com). Σε λίγο θα αρχίσουν να οργανώνονται και ταξίδια διαζυγίου, ώστε να κυλάει πιο εύκολα ο «μήνας του όξους».

Και γιατί οι γυναίκες γιορτάζουν συχνότερα το διαζύγιό τους από τους άνδρες; Μα επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα στιγματισμένες ήταν εκείνες, λέει στη γαλλική εφημερίδα ο Ρομπέρ Νεμπιρζέ, ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και θεραπευτής ζευγαριών και οικογενειών (!). Το να είναι μια γυναίκα μόνη ήταν από μόνο του κάτι ατιμωτικό. Αντίθετα, οι άνδρες δεν θεωρούσαν ποτέ ντροπή να χωρίζουν...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

Το Ιράν βράζει



Όχι, το Ιράν που μας ενδιαφέρει δεν είναι οι γραφικοί τύποι που συζητούν στο πλαίσιο ενός απίθανου συνεδρίου για το αν υπήρξε ή όχι το Ολοκαύτωμα. Το Ιράν του μέλλοντος είναι οι φοιτητές που έβαλαν φωτιά στις φωτογραφίες του Αχμαντινεζάντ.

Μετά τον θρίαμβο της ισλαμικής επανάστασης, το 1979, μία από τις πρώτες πράξεις του αγιατολάχ Χομεϊνί ήταν να κλείσει τα πανεπιστήμια για δύο χρόνια. Ήθελε έτσι, στο όνομα της «ισλαμικής πολιτιστικής επανάστασης», να εξουδετερώσει, φιμώνοντας ή ακόμη και σκοτώνοντάς τους, όλους τους λαϊκούς, φιλελεύθερους και αριστερούς καθηγητές και φοιτητές. Όταν ολοκλήρωσε το έργο αυτό, φρόντισε να μετατραπούν σταδιακά όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια της χώρας σε τόπους πλύσης εγκεφάλου απ' όπου θα έβγαιναν ρομποτάκια ταγμένα στην υπηρεσία της επανάστασης. Κάθε παρέκκλιση τιμωρούνταν αυστηρά. Όταν το 1999, επί προεδρίας του μεταρρυθμιστή Χαταμί, ξέσπασε ένα κύμα διαμαρτυριών σε διάφορα πανεπιστήμια, η καταστολή ήταν βίαιη: πολλοί φοιτητές είχαν τότε σκοτωθεί ή τραυματιστεί.

Κι όμως, 27 χρόνια μετά την επανάσταση, παρά τις διώξεις, τις απειλές και τις φυλακίσεις, η δεύτερη γενιά των φοιτητών που μεγάλωσε κάτω από τη σιδηρά πυγμή της ολοκληρωτικής ιδεολογίας έρχεται ξαφνικά να φωνάξει «Θάνατος στον Αχμαντινεζάντ!» Ξαφνικά; Καθόλου, απαντά η Αζάρ Ναφίζι, που τάραξε πριν από λίγα χρόνια τα νερά με το βιβλίο της «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» (Εκδ. Λιβάνη). Δεν είναι η πρώτη δημόσια αντίδραση κατά του υπερσυντηρητικού προέδρου, λέει στην Κοριέρε ντέλα Σέρα η Ιρανή συγγραφέας, που διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς της Ουάσινγκτον. Στον ενάμιση χρόνο που κυβερνά ο Αχμαντινεζάντ, έχουν κατεβεί στους δρόμους οι εργαζόμενοι, οι γυναίκες, οι συνταξιούχοι, οι φοιτητές. Οι τελευταίοι δεν έχουν ξεχάσει πώς έκλεισε με προεδρικό διάταγμα το 2005 η Σχολή Τέχνης του Ισφαχάν, ύστερα από την καταγγελία των υπερσυντηρητικών ότι ήταν «αντι-ισλαμική».

Αν η πλειοψηφία των Ιρανών αποδεχόταν το θεοκρατικό καθεστώς - συνεχίζει η Ναφίζι - δεν θα ήταν γεμάτες οι φυλακές με πολιτικούς κρατούμενους. Δεν θα είχαν απαγορευτεί τόσες εφημερίδες και περιοδικά. Δεν θα γίνονταν κάθε τόσο πορείες διαμαρτυρίας των γυναικών, σαν κι αυτή στην οποία έλαβε πρόσφατα μέρος η 80χρονη ποιήτρια Σιμίν Μπεχμπαχανί. Το Ιράν βράζει. Αλλά για να εκδημοκρατιστεί η χώρα δεν χρειάζονται όπλα. Χρειάζεται μια πολιτιστική και ηθική επανάσταση σαν κι αυτή που λύτρωσε την Ανατολική Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο δημοφιλείς συγγραφείς σήμερα στο Ιράν είναι ο Μίλαν Κούντερα, ο Τσέσλαβ Μίλος και η Χάνα Άρεντ. Ανθρωποι, δηλαδή, που διδάσκουν ότι ο ολοκληρωτισμός δεν κατατροπώνεται με τη βία, αλλά με τη δύναμη των ιδεών.

Η Αζάρ Ναφίζι είναι αισιόδοξη. Η επανάσταση θα έλθει από τη βάση. Το κίνημα των γυναικών είναι πολύ δυνατό, δεν πρόκειται να κάνει πίσω.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

Αλαζόνας μέχρι το τέλος



«Ο θάνατος οποιουδήποτε ανθρώπου με μειώνει/ Γιατί είμαι μέρος της ανθρωπότητας. / Μη ρωτάς λοιπόν ποτέ/ Για ποιον κτυπούν οι καμπάνες, / Για σένα κτυπούν». Τζων Ντον

Τα τελευταία χρόνια του Πινοσέτ μοιάζουν με εκείνα του Φράνκο. Είδε τη χώρα του να απελευθερώνεται από τον ζυγό που της είχε επιβάλει και να κατακτά βήμα βήμα τη δημοκρατία. Αγωνίστηκε με λύσσα για να μην τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του. Κάθε φορά που η δικαιοσύνη πλησίαζε τα αρχεία του καθεστώτος του ή τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, αρρώσταινε βαριά. Οι Χιλιανοί είχαν κουραστεί να βλέπουν τον άνθρωπο που επί 17 χρόνια τούς φυλάκιζε, τους βασάνιζε και τους σκότωνε, να τους κοροϊδεύει ακόμη και από το κρεβάτι του. Τελικά πέθανε προτού δικαστεί. Αυτό όμως δεν αλλάζει τη θέση του στην Ιστορία: ένας προδότης του Συντάγματος το οποίο είχε ορκιστεί να σεβαστεί, ένας δικτάτορας που ευθύνεται για τον θάνατο άνω των 3.000 ανθρώπων και την εξορία χιλιάδων ακόμη. Στις 26 του περασμένου Νοεμβρίου, την ημέρα που συμπλήρωσε τα 91 χρόνια του, ανέλαβε με γραπτή δήλωσή του την πολιτική ευθύνη για όλα όσα έγιναν επί των ημερών του. Διακήρυξε ότι αγαπά την πατρίδα του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και βεβαίωσε ότι δεν αισθάνεται... έχθρα για κανέναν. Δεν ζήτησε συγγνώμη από κανέναν, δεν μετάνιωσε για τίποτα. Όπως γράφει ο Κρίστοφερ Χίτσενς στο περιοδικό Slate, παρέμεινε αλαζόνας μέχρι το τέλος, σαν τον Μιλόσεβιτς και τον Σαντάμ (αν και για τον τελευταίο υπάρχουν ακόμη ελπίδες).

Εκείνος που τόλμησε να τα βάλει μαζί του και κατάφερε να τον νικήσει, ήταν συμπατριώτης του. Ο Χουάν Γκουσμάν υποστήριξε αρχικά το πραξικόπημα, καθώς προερχόταν από οικογένεια στρατιωτικών που θεωρούσαν τον Πινοσέτ σωτήρα. Το 1998, όμως, ανέλαβε να εκδικάσει τις πρώτες αγωγές που κατατέθηκαν εναντίον του πρώην δικτάτορα. Διαβάζοντας για όλες εκείνες τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, τους βιασμούς, άλλαξε στάση. Τον Ιούνιο του 1999 διέταξε τη σύλληψη πέντε απόστρατων αξιωματικών για τον φόνο 70 αντιπάλων του καθεστώτος τον Οκτώβριο του 1973. Για να το επιτύχει, στηρίχτηκε σε μια δική του ερμηνεία του νόμου για την αμνηστία: καθώς τα πτώματα πολλών από τα θύματα εξακολουθούσαν να αγνοούνται, το έγκλημα ήταν «διαρκές», άρα δεν καλυπτόταν από εκείνο τον νόμο. Λίγους μήνες αργότερα, έστειλε έναν κατάλογο ερωτήσεων στον Πινοσέτ, που ζούσε εξόριστος στο Λονδίνο. Εκείνος αρνήθηκε να απαντήσει, αλλά η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

Το σοβαρότερο έγκλημά του ήταν η Επιχείρηση Κόνδορας, ένα δίκτυο στο οποίο συνεργάζονταν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, της Χιλής, της Αργεντινής, της Ουρουγουάης, της Παραγουάης, του Ισημερινού και της Βραζιλίας με στόχο τη δολοφονία πολιτικών εξορίστων σε όλο τον κόσμο. Στην Ιταλία δολοφονήθηκε ο χριστιανοδημοκράτης Μπερνάρντο Λέιτον, στην Ουάσινγκτον ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ορλάντο Λετελιέρ. Μαύρα χρόνια για όλη τη Λατινική Αμερική, ένας εφιάλτης που εκατομμύρια άνθρωποι αδυνατούν ακόμη να τον ξεπεράσουν.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Ο κόσμος γύρισε ανάποδα



Στο «Σάββατο», το τελευταίο βιβλίο του Ίαν ΜακΓιούαν, ο πρωταγωνιστής αρνείται να λάβει μέρος στις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Ιράκ. Τώρα που πήγαν όλα τόσο στραβά, μήπως ο συγγραφέας μετανιώνει για την επιλογή του;

Εκείνη την ημέρα του 2003, κάθε Ευρωπαίος που σεβόταν τον εαυτό του πήγε στη διαδήλωση κατά του πολέμου, είτε ήξερε τι γινόταν στο Ιράκ είτε όχι, είτε καταλάβαινε τα συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από τον πόλεμο που ετοιμαζόταν είτε όχι. Η ειρήνη είναι εξ ορισμού καλό πράγμα, ο πόλεμος είναι κακός, εξυπηρετεί μονάχα τις βιομηχανίες όπλων, τους πετρελαιάδες και τον ιμπεριαλισμό εν γένει. Το πιο εύκολο πράγμα για τον ΜακΓιούαν θα ήταν, έτσι, να βάλει τον ήρωά του να αντιτίθεται στον πόλεμο, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς ανήκε στην καλλιεργημένη αστική τάξη. Ο συγγραφέας όμως, όπως και αρκετοί διανοούμενοι της Αριστεράς, πίστευε ότι υπήρχαν σοβαρά ηθικά και ανθρωπιστικά επιχειρήματα υπέρ της ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν. Τον ενοχλούσε πολύ το γεγονός ότι ο Μπους και ο Μπλερ, αντί να επικαλούνται αυτά τα επιχειρήματα, προσπαθούσαν να τρομάξουν τον κόσμο. Τον ενοχλούσε όμως εξίσου η συνέχιση εκείνου του υποκριτικού εμπάργκο, που είχε ολέθριες επιπτώσεις στον πληθυσμό του Ιράκ. Αν αυτό ήταν η «ειρήνη», δεν συμφωνούσε μαζί της. Γι' αυτό και δεν μπορούσε να λάβει μέρος σε μια διαδήλωση με σύνθημα «Give peace a chance».

Κάπως έτσι, ο νευροχειρουργός στο «Σάββατο», αντί να υψώσει τη γροθιά κατά του πολέμου, ύψωσε το χέρι για να παίξει σκουός. Δεν ήταν πολιτικός, ήταν απλώς ένας συνειδητοποιημένος πολίτης και δεν κατείχε όλες τις απαντήσεις. «Η πολιτική με παθιάζει, αλλά έχω τόσες απαντήσεις όσες και ερωτήσεις», γράφει ο ΜακΓιούαν στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ. Κάθε φορά που γίνεται μια τρομοκρατική επίθεση, τίθεται το ζήτημα της ισορροπίας ανάμεσα στην ασφάλεια και τις ελευθερίες. Πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η ισορροπία; Πολλοί ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν την απάντηση, ο ΜακΓιούαν όχι. Πρέπει ασφαλώς να υπερασπιστούμε τις ελευθερίες μας, αλλά πρέπει και να φροντίσουμε την ασφάλειά μας. Καμιά κυβέρνηση δεν είναι ευχαριστημένη να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επίθεση. Και οι περισσότερες κυβερνήσεις, ακόμη και οι πιο δημοκρατικές, επιλέγουν πάντα την πιο αυταρχική λύση. Το χρέος της αντίστασης ανήκει, έτσι, στους πολίτες.

Το 1989, ο Σαλμάν Ρούσντι κατέφυγε στο σπίτι του ΜακΓιούαν για να γλιτώσει από τους φανατικούς. Για τον συγγραφέα του «Άμστερνταμ» και της «Εξιλέωσης», η υπόθεση εκείνη ήταν το πρώτο κεφάλαιο όλων αυτών που μας συμβαίνουν σήμερα. Οι δύο συγγραφείς άκουσαν μαζί στο ραδιόφωνο τη Χεζμπολάχ να δηλώνει κατηγορηματικά ότι θα εκτελέσει τον άπιστο. Μαζί διαπίστωσαν ότι ένα κομμάτι της Αριστεράς συναινεί με τους φονταμενταλιστές μπροστά στον κοινό εχθρό, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένες αριστερές οργανώσεις έφτασαν να προτείνουν χωριστούς τόπους προσευχής για τους άνδρες και τις γυναίκες! Ο κόσμος γύρισε ανάποδα...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

Οι απόβλητοι των αποβλήτων



Η Μάρι Κάρμεν ζούσε μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια με μια έμμονη ιδέα: να βρει λεφτά και να πάει στο πάρκο για να βαρέσει ένεση. Μόνο αυτό σκεφτόταν. Κοιμόταν ελάχιστα και δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Τώρα, παίρνει το ναρκωτικό δωρεάν, έχοντας επιπλέον εξασφαλισμένο ότι είναι καλής ποιότητας: «Στον δρόμο μού έχουν δώσει ακόμη και ποντικοφάρμακο». Έτσι, το μυαλό της μπορεί να ασχοληθεί και με άλλα πράγματα. Μπορεί να δυσκολεύεται να βρει δουλειά, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή της βλέπει το μέλλον με αισιοδοξία.

Ο Μιγκέλ ξεκίνησε δύσκολα. Στην κλήρωση για το ποιος θα ακολουθήσει το πρόγραμμα ηρωίνης και ποιος το πρόγραμμα μεθαδόνης, του έλαχε το δεύτερο. Μα εκείνος έπαιρνε ήδη μεθαδόνη και ήξερε ότι δεν τον βοηθούσε. Στους εννιά μήνες που διήρκεσε το πρόγραμμα, χάλασε 12.000 με 18.000 ευρώ σε ηρωίνη. Πήγαινε στο νοσοκομείο στις 9 το πρωί, και στις 9.30 ήταν στο πάρκο με 50 ευρώ στην τσέπη ψάχνοντας για ηρωίνη. Όταν τον πέρασαν στο πρόγραμμα ηρωίνης, όλα άλλαξαν. Ακόμα και η εμφάνισή του. Άρχισε 54 κιλά και σήμερα είναι 73.

Η Μάρι Κάρμεν και ο Μιγκέλ είναι δύο από τους 62 εθελοντές που έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα Pepsa. Για πρώτη φορά στην Ισπανία - με βάση ανάλογες εμπειρίες στην Ολλανδία και την Ελβετία - η Σχολή Δημόσιας Υγείας της Ανδαλουσίας άρχισε τον Αύγουστο του 2003 να χορηγεί ηρωίνη σε τοξικομανείς που έπασχαν από AIDS ή ηπατίτιδα, είχαν αποτύχει σε προηγούμενες θεραπείες με μεθαδόνη και αντιμετώπιζαν ψυχιατρικά προβλήματα. Ήταν, με άλλα λόγια, οι απόβλητοι των αποβλήτων. Κάθε μέρα τους χορηγούνταν 274,5 mg ηρωίνης σε δύο δόσεις, ενώ το βράδυ έπαιρναν μία δόση μεθαδόνης για να βγάλουν τη νύχτα. Μια άλλη ομάδα εθελοντών με ανάλογα προβλήματα έπαιρνε το ίδιο διάστημα αποκλειστικά μεθαδόνη.

Από τους εθελοντές, 12 εγκατέλειψαν το πρόγραμμα για διάφορους λόγους: δύο μπήκαν στη φυλακή, δύο στο νοσοκομείο, ένας πέθανε. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν όλο το πρόγραμμα επί εννιά μήνες. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν αυτή την εβδομάδα και είναι εντυπωσιακά: μολονότι και οι δύο ομάδες παρουσίασαν βελτίωση, η βελτίωση που προκάλεσε η ηρωίνη ήταν 2,5 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της μεθαδόνης. Επιπλέον, οι εθελοντές που ακολούθησαν το πρόγραμμα ηρωίνης βελτίωσαν θεαματικά την ποιότητα ζωής τους, μείωσαν την κατανάλωση κοκαΐνης και την από κοινού χρησιμοποίηση συρίγγων και γενικά άρχισαν να εντάσσονται στον κοινωνικό τους περίγυρο. Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι αδιαφιλονίκητο: για τους τοξικομανείς με σοβαρά προβλήματα υγείας που έχουν αποτύχει σε προηγούμενες θεραπείες, η ενδοφλέβια χορήγηση ηρωίνης είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Με άλλα λόγια, αποτελεί μια σοβαρή εναλλακτική θεραπεία.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

Η χώρα της Βig Μother



Η Αμερική είναι η χώρα της ατομικής πρωτοβουλίας, της εφευρετικότητας και της επιβράβευσης των ιδεών. Η Αμερική είναι η χώρα της ανασφάλειας, της παρακολούθησης και των καρφωμάτων. Του Big Brother και τώρα της Big Mother.

Η Τζιλ Σταρισέφσκι ζει στη Νέα Υόρκη, έχει δύο παιδιά, είναι δικαστής και ειδικεύεται σε υποθέσεις σεξουαλικών εγκλημάτων και κακοποίησης παιδιών. Μια μέρα που περπατούσε σε ένα πάρκο του Μανχάταν είδε δύο κοριτσάκια που έπαιζαν χωρίς επιτήρηση. Παραξενεύτηκε, ανησύχησε και τα παρακολούθησε μέχρι που πήγαν και βρήκαν μια γυναίκα απορροφημένη στο βιβλίο της. Ήταν η γυναίκα που (υποτίθεται ότι) τα πρόσεχε. Η Τζιλ έγινε έξαλλη. Κι επειδή είναι πρακτικός άνθρωπος, όπως άλλωστε οι περισσότεροι Αμερικανοί, σκέφτηκε να αξιοποιήσει αυτή την εμπειρία αφενός για να κινητοποιήσει την κοινωνία, αφετέρου για να κερδίσει χρήματα.

Πριν από τρεις εβδομάδες, γράφει η Λιμπερασιόν, η Αμερικανίδα δικαστής εγκαινίασε την ιστοσελίδα howsmynanny. com. Πληρώνοντας ετήσια συνδρομή (50 δολάρια τον πρώτο χρόνο) οι γονείς παραλαμβάνουν μια πινακίδα με το όνομα του site και έναν αριθμό, την οποία προσαρμόζουν στο καροτσάκι του μωρού. Όποιος περαστικός διαπιστώσει επικριτέα συμπεριφορά της νταντάς, όπως για παράδειγμα ότι μιλάει πολλή ώρα στο τηλέφωνο, δεν έχει ντύσει το παιδί αρκετά ζεστά ή το τραβάει βίαια από το χέρι για να πάει πιο γρήγορα, μπορεί να το αναφέρει σε αυτή την ιστοσελίδα, μαζί με το όνομά του, την ημέρα και την ώρα της παρατήρησής του. Στη συνέχεια, οι γονείς λαμβάνουν σχετική «έκθεση» με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τους.

Η Διεθνής Ένωση Νταντάδων έσπευσε να καταγγείλει αυτή την πρωτοβουλία, εκφράζοντας την ανησυχία ότι πολλοί άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους. «Πού βρίσκονται τα όρια μιας επικριτέας συμπεριφοράς;» αναρωτιέται η πρόεδρος της Ένωσης Πατ Κάσιο. Η Σταρισέφσκι απαντά ότι η ιστοσελίδα της λειτουργεί περισσότερο με αποτρεπτικό τρόπο και συμβάλλει στον εποικοδομητικό διάλογο. Όπως ισχυρίζεται, το ότι τοποθετεί κάποιος αυτή την πινακίδα στο καροτσάκι του παιδιού του δεν σημαίνει ότι δεν εμπιστεύεται τη γυναίκα στην οποία έχει αναθέσει την επίβλεψή του. Όλοι οι εργαζόμενοι ελέγχονται: αν οι αστυνομικοί φορούν διακριτικά, γιατί όχι και οι νταντάδες; Όταν τη ρωτούν ποια είναι μέχρι στιγμής η ανταπόκριση των γονέων, αρνείται να απαντήσει επικαλούμενη το απόρρητο. Ήδη έχει αρχίσει, πάντως, να επεκτείνει την ιδέα της στο εξωτερικό: πολλές πινακίδες έχουν σταλεί στη Χιλή. Όλες με το ίδιο χαρακτηριστικό σύμβολο, ένα μάτι όπου τη θέση της κόρης κατέχει ένα καροτσάκι.

Η ιδέα θα μπορούσε να βρει μιμητές και σε άλλα επίμαχα πεδία. Τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να φέρουν μια πινακίδα όπως howsmydriver, που θα επιτρέπει τη βαθμολόγηση των οδηγών τους από άλλους οδηγούς ή περαστικούς. Θα μπορούσε μάλιστα να το δοκιμάσει πρώτη η δική μας κυβέρνηση, αφού η ιδέα για υπέρογκη αύξηση των προστίμων μάλλον δεν της περνάει.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Η συγγνώμη της Αντριάνα



Ήταν ηγετικό στέλεχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Και όταν αποφάσισε να αποκηρύξει τη βία, δεν πρόδωσε τους παλιούς συντρόφους της. Αλλά η διαδικασία της κάθαρσης είναι μακρά, δεν εξαντλείται σε μια συγγνώμη.

Η Αντριάνα Φαράντα άρχισε να καταλαβαίνει ότι είχε πάρει λάθος δρόμο μετά τη δολοφονία του Άλντο Μόρο. Είχε λάβει μέρος στην απαγωγή του Ιταλού πολιτικού το 1978, αλλά ήταν αντίθετη με την εξόντωσή του. Ένα χρόνο αργότερα συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, αλλά είχε αρχίσει ήδη να μετανιώνει. Είχε συνειδητοποιήσει ότι η ένοπλη πάλη δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Είχε πάψει να πιστεύει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Άλλωστε, η κατάσταση χειροτέρευε. Τα περιθώρια ελευθερίας στένευαν, αντί να διευρύνονται. Η εργατική τάξη δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να εκφραστεί. Όπως λέει σε συνέντευξή της στην Ελ Παΐς, «η ένοπλη πάλη είχε μετατραπεί σε ιδιωτικό πόλεμο ανάμεσα σε μια οργάνωση που πίστευε στη δικτατορία του προλεταριάτου και το κράτος, χωρίς αυτός ο πόλεμος να έχει σχέση με τις ελπίδες και τις συνθήκες διαβίωσης εκείνων που υποτίθεται ότι ήθελε να βοηθήσει». Το παραμύθι έπρεπε να λάβει τέλος, αρκετό αίμα είχε χυθεί. Και υπήρχαν δύο τρόποι να γίνει αυτό: η συνεργασία με τις αρχές και η «διαφοροποίηση».

Η Φαράντα και πολλοί συγκρατούμενοί της διάλεξαν τον δεύτερο δρόμο. Αναγνώρισαν τις ατομικές τους ευθύνες αλλά δεν έδωσαν ονόματα των συντρόφων τους, πιστεύοντας πως το ζήτημα πρέπει να λυθεί με πολιτικό, όχι με στρατιωτικό τρόπο. Δέχθηκαν βέβαια απειλές από τους «αδιάλλακτους», στις φυλακές άρχισε ένα «κυνήγι προδοτών», δεν έλειψαν και οι δολοφονίες συνεργατών στα κελιά τους, αλλά εκείνοι που «διαφοροποιήθηκαν» δεν είχαν σοβαρά προβλήματα, μόνο ένας κρατούμενος δολοφονήθηκε (αλλά μπορεί να ήταν λάθος) και μια γυναίκα δέχθηκε επίθεση (αλλά επέζησε). Η οργάνωση διασπάστηκε, οι αδιάλλακτοι πέρασαν στη μειοψηφία και οι υπόλοιποι προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τα βρουν με τον εαυτό τους και με την κοινωνία.

Η Φαράντα έβγαλε ένα βιβλίο, το «Πέταγμα της πεταλούδας». Ήξερε όμως ότι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει ήταν να μιλήσει με τις οικογένειες των θυμάτων. «Όταν συνειδητοποιείς ότι έχεις κάνει ανεπανόρθωτα λάθη και έχεις προκαλέσει τεράστιο πόνο σε άλλους ανθρώπους, έχεις ανάγκη να εκφράσεις τη συντριβή σου. Όχι ζητώντας συγγνώμη από τα θύματα, αυτό θα αποτελούσε μια νέα μορφή βίας. Το να θέσεις τον άλλο μπροστά στο δίλημμα να σε συγχωρήσει ή να μη σε συγχωρήσει θα πρόσθετε κι άλλο πόνο στον πόνο. Ίσως είναι καλύτερα να τον αφήσεις να ξεσπάσει». Ούτε αυτό όμως της φαινόταν αρκετό. Καθώς ήξερε ότι το κράτος δεν είχε δώσει τις αποζημιώσεις που είχε υποσχεθεί, πούλησε ένα σπίτι που είχε και έδωσε το ποσό σε μια φιλανθρωπική οργάνωση για να μοιραστεί με ανώνυμο τρόπο στις οικογένειες των θυμάτων της τρομοκρατίας.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

Το φιορδ είναι υπέροχο



Κάπου μια ώρα νότια του Όσλο, σ' ένα από τα πιο όμορφα φιορδ της Νορβηγίας, υπάρχει ένα χωριό που λέγεται Χόρτον. Από εδώ ξεκινά κάθε πρωί ένα πλοιαράκι για τις πρώτες οικολογικές φυλακές του κόσμου.

Τα μαλλιά του είναι βαμμένα στις άκρες κίτρινα, τα μάτια του είναι γαλάζια, καπνίζει Lucky Strike, τον λένε Νταλ, είναι 41 ετών, έχει παντρευτεί αρκετές φορές, έχει ένα γιο 14 ετών, κάποτε έκανε τον δημοσιογράφο, κι ύστερα σκότωσε έναν άνθρωπο σ' έναν καβγά. Καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλακή, μπήκε το 2001, θα βγει το 2008, στη Νορβηγία όταν λένε επτά χρόνια εννοούν επτά χρόνια. Από το περασμένο καλοκαίρι εκτίει την ποινή του στο Νησί Μπαστόι, εκεί όπου οι φυλακές δεν έχουν κάγκελα, δεν έχουν δεσμοφύλακες, δεν έχουν τίποτα που να θυμίζει φυλακές. Έχουν όμως ένα στόχο: να μετατρέψουν κάθε κρατούμενο σε πολίτη.

Ο διευθυντής των φυλακών λέγεται Όεϊβιντ Αλνάες. Αφού δούλεψε για δεκαπέντε χρόνια σε συμβατικές φυλακές, ζήτησε την άδεια να δοκιμάσει έναν άλλο τρόπο σωφρονισμού. Όπως λέει, «η μέγιστη ποινή στη Νορβηγία είναι τα 21 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κρατούμενος μπορεί να γίνει μια μέρα γείτονάς σου. Αν λοιπόν δεν έχει μάθει να σε σέβεται, έχεις πρόβλημα». Αποφάσισε έτσι να δημιουργήσει ένα νέο είδος κρατητηρίου σε ένα νησί που φιλοξενούσε κάποτε ένα εργοστάσιο. Τα 21 παραδοσιακά ξύλινα σπιτάκια όπου κάποτε έμεναν οι εργαζόμενοι διαμορφώθηκαν σε «κελιά»: τέσσερις με πέντε κρατούμενοι στο καθένα, ο καθένας με το δικό του δωμάτιο και το δικό του κλειδί. Η έγερση είναι για όλους στις 7.15, στις 8 αρχίζει η δουλειά και στις 3 το μεσημέρι έχει τελειώσει, τρώνε όλοι μαζί κι ύστερα έχουν την υπόλοιπη μέρα ελεύθερη. Άλλοι παίζουν ποδόσφαιρο, άλλοι ψαρεύουν, το καλοκαίρι κάνουν ποδήλατο, τον χειμώνα σκι. Υπάρχει μια βιβλιοθήκη με χιλιάδες βιβλία, υπάρχουν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, καθώς κι εκείνοι οι κόκκινοι τηλεφωνικοί θάλαμοι που έχουν εξαφανιστεί πια από την υπόλοιπη χώρα και μπορείς να τους βρεις μονάχα εδώ. Στις 3, το πλοιαράκι περνά απέναντι όσους δεν έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη. Στο Μπαστόι μένουν οι κρατούμενοι και πέντε σωφρονιστικοί υπάλληλοι που ελέγχουν τα φώτα σε όλα τα δωμάτια να είναι στις 11 το βράδυ κλειστά.

Μ' αυτά και μ' εκείνα, έχει δημιουργηθεί μια καλή παρέα στο νησί. Ο 57χρονος Χάαβαλντ, πρώην αξιωματούχος στα Ηνωμένα Έθνη με τρία μάστερ, έχει καταδικαστεί για διαφθορά: το πρωί δουλεύει με τ' άλογα και το βράδυ βγάζει την εφημερίδα των φυλακών. Ο 35χρονος Νουραούλφ, καταδικασμένος για σεξουαλική κακοποίηση των τεσσάρων παιδιών του, αισθάνεται επιτέλους χρήσιμος. Όσο για τον Νταλ, ο ρόλος του είναι επιτελικός: οδηγεί το πλοιάριο που συνδέει το νησί με τη στεριά. Ένα τέταρτο η κάθε διαδρομή. Και το φιορδ είναι πάντα υπέροχο.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006

Ένα μεσανατολίτικο Γούντστοκ



Ένα ιδιότυπο μεσανατολίτικο Γούντστοκ εκτυλίσσεται αυτές τις ημέρες στη Βηρυτό. Αλλά η πραγματική, η μεγάλη, η ενωτική συναυλία έγινε την περασμένη Παρασκευή.

Αντίσκηνα, σημαίες, σάντουιτς, ζεστό τσάι, ραδιόφωνα, κιθάρες και χιλιάδες άνθρωποι που κάνουν τον γύρο για να μην ενοχλήσουν τους διαδηλωτές: η κεντρική πλατεία της Βηρυτού θυμίζει αυτές τις ημέρες ένα σουρεαλιστικό Γούντστοκ, σύμφωνα με την έκφραση του Αντόνιο Φεράρι στην Κοριέρε ντέλα Σέρα. Και είναι σουρεαλιστικό το θέαμα επειδή μοιάζει τόσο πολύ με την περυσινή «ιντιφάντα», που είχε αναγκάσει την τότε φιλοσυριανή κυβέρνηση να παραιτηθεί. Όσοι ήταν τότε είναι και τώρα. Τότε, την πλατεία την είχαν γεμίσει οι εχθροί της Δαμασκού, στους οποίους όμως περιλαμβάνονταν και παλιοί υποστηρικτές της Συρίας όπως ο δρούζος Ουαλίντ Τζουμπλάτ και ο εξτρεμιστής χριστιανός Σαμίρ Τζατζά. Τώρα, διαδηλώνουν οι φίλοι της Δαμασκού - με πρώτη βέβαια τη Χεζμπολάχ - στους οποίους περιλαμβάνεται όμως πλέον και ο χριστιανός στρατηγός Μισέλ Αούν, που τις ημέρες της δόξας του είχε αντισταθεί με όλα τα μέσα στη Συρία.

Αυτός είναι ο Λίβανος, αυτή είναι η Μέση Ανατολή. Τι πρέπει να κάνει ο πρωθυπουργός Σινιόρα; Να αντισταθεί φυσικά, λένε οι υποστηρικτές του, μεταξύ των οποίων και η δημοσιογράφος Μαΐ Σιντιάκ που ακρωτηριάστηκε πέρυσι στην έκρηξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου. Να παραιτηθεί φυσικά, λένε οι εχθροί του. Στη δεύτερη περίπτωση, πάντως, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ φοβάται έναν καταστροφικό πόλεμο, αφού θα υπάρξουν αραβικά κράτη που θα επέμβουν για να τον υπερασπιστούν και άλλα αραβικά κράτη που θα επέμβουν στο πλευρό της Χεζμπολάχ.

Μα όλοι αυτοί οι φόβοι, οι αντιδικίες και οι έχθρες έσβησαν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, όταν εμφανίστηκε σε ένα κέντρο της Βηρυτού μια 70χρονη θεά. Όταν η Φαϊρούζ εμφανίστηκε με το βερικοκί φόρεμά της στη σκηνή, άλλοι από τους δεκάδες χιλιάδες θεατές έβαλαν τα κλάματα και άλλοι άρχισαν να χειροκροτούν. Όταν σήκωσε την ομπρέλα της και έστρεψε το βλέμμα της προς τον εξώστη, ολολυγές χαράς ακούστηκαν από ηλικιωμένες Λιβανέζες που κάθονταν κοντά στη σκηνή. Και ύστερα η θρυλική αυτή γυναίκα - που έχει τραγουδήσει ακόμα και πασχαλινούς ύμνους στα ελληνικά - ερμήνευσε το «Sah el Nom», μια μουσική κωμωδία για έναν εγωιστή βασιλιά που μεταμορφώθηκε χάρις σε μια γενναία χωριάτισσα.

«Η Φαϊρούζ είναι ένα όνειρο για όλους τους Λιβανέζους», είπε η 28χρονη ψυχοθεραπεύτρια Ροζίν Χατζάρ που μένει στην κοιλάδα Μπεκάα και ετοιμαζόταν μήνες γι' αυτή τη βραδιά. «Είναι μεγαλειώδης, είναι μυστηριώδης, και είναι πολύ σπάνιο να τη δει κανείς. Είτε γίνει εμφύλιος πόλεμος σε αυτή τη χώρα είτε όχι, είμαι βέβαιη ότι είναι η πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου που θα τη δω».

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Σαν μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα



«Ο Αλεξάντρ Λιτβινένκο ήταν το ίδιο επικίνδυνος με μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα», λέει ένας φίλος του που εργάστηκε μαζί του για πολλά χρόνια. Τον έφαγαν είτε επειδή πρόδωσε τις μυστικές υπηρεσίες είτε επειδή σκάλιζε στο περιβάλλον του Πούτιν.

«Ο Άλεξ δεν ήταν από τα υψηλά στελέχη της αντικατασκοπείας, δεν είχε περάσει από τη βασιλική οδό, δηλαδή τις μεγάλες σχολές. Δεν ήταν καν πολύ μορφωμένος. Εντάχθηκε στην KGB το 1988 ύστερα από πολλά χρόνια στον στρατό. Στις ειδικές δυνάμεις, ήταν ένα είδος δολοφόνου. Τη δεκαετία του '90, δούλεψε στην πιο μυστική μονάδα της FSB (πρώην KGB), την URPO. Αποστολή της μονάδας αυτής ήταν να ξεφορτώνεται σοβαρούς εγκληματίες, μαφιόζους, τρομοκράτες. Σύμφωνα με τον Άλεξ, όμως, το Κρεμλίνο χρησιμοποιούσε ακόμη την URPO για να πιέζει τους πολιτικούς του αντιπάλους, να τους κάνει να σωπαίνουν. Όταν λοιπόν του ζήτησαν να σκοτώσει τον δισεκατομμυριούχο Μπόρις Μπερεζόφσκι, το 1998, ο Άλεξ βρόντηξε πίσω του την πόρτα της FSB. Από την ώρα εκείνη και μέχρι τον θάνατό του, ο ολιγάρχης τον ανέλαβε υπό την προστασία του».

Ο Νουβέλ Ομπζερβατέρ συνάντησε την πηγή του «κάπου στην Ευρώπη», την επομένη της δηλητηρίασης του Λιτβινένκο με πολώνιο-210. Είναι Ρώσος και φοβάται κι αυτός για τη ζωή του. «Η FSB δεν συγχώρησε ποτέ τον Άλεξ για τη διπλή του προδοσία. Ίσως γι' αυτό να τον δολοφόνησε. Η πρώην KGB δεν αφήνει ποτέ σε ησυχία τους λιποτάκτες. Η εντολή της δολοφονίας ίσως να δόθηκε από τον σημερινό αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών, τον Πατρούσεφ, που είναι φίλος του Πούτιν. Υπάρχουν όμως κι άλλα σενάρια. Τη δεκαετία του '90, ο Άλεξ δρούσε για την URPO σε όλο τον Καύκασο και τη Μόσχα. Εκεί έχωσε τη μύτη του σε πολλές δυσώδεις υποθέσεις. Γνώριζε πως η FSB έσφαζε αμάχους στην Τσετσενία, πως βασάνιζε, έκανε απαγωγές και λαθρεμπόριο. Απ' ό,τι έλεγε ήξερε ονόματα, τοποθεσίες, τα πάντα. Ήξερε πως ορισμένοι είχαν χρησιμοποιήσει την URPO για να εκβιάσουν επιχειρηματίες ή να απαλλαγούν από αντίπαλους πολιτικούς. Κάποιος απ' αυτούς μπορεί να διέταξε τη δολοφονία του Άλεξ για να μη μιλήσει».

Γιατί όμως τώρα, αφού οι ιστορίες αυτές χρονολογούνται εδώ και μια δεκαετία; Ο συνομιλητής του γαλλικού περιοδικού τείνει προς μιαν άλλη εκδοχή. «Εδώ και μερικούς μήνες, ο Άλεξ συγκέντρωνε ενοχοποιητικά στοιχεία για να υψηλά στελέχη της FSB και του πολιτικού κόσμου: αποδείξεις διαφθοράς, απάτες, τέτοια πράγματα. Γιατί; Για ποιον; Όλα είναι πιθανά στη σημερινή Ρωσία. Ανάμεσα στους πελάτες του μπορεί να ήταν ξένες μυστικές υπηρεσίες ή ολιγάρχες που θέλουν να πλήξουν τους ανταγωνιστές τους. Ή ακόμη κάποια από τις φατρίες του Κρεμλίνου που θέλει να δυσφημήσει την άλλη εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2008. Ποιος ξέρει;».

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Η τέχνη του συμβιβασμού



Η Τζωρτζ έχει πολλά ελαττώματα. Καβαλάει τους επισκέπτες, τρώει τα παιχνίδια του παιδιού (ενίοτε προσπαθεί να φάει και το παιδί), επιτίθεται σε αυτούς που κάνουν σκέιτμπορντ, χώνει τα δόντια της στον πιο ακατάλληλο άνθρωπο στο δωμάτιο, σκαλίζει τα φυτά που μόλις φυτεύτηκαν, γρατζουνίζει τα πράγματα που μόλις αγοράστηκαν, γλείφει τα πιάτα που πρόκειται να σερβιριστούν και συχνά κάνει την ανάγκη της στη λάθος μεριά της εξώπορτας. Κάνει συνεχώς αταξίες, αλλά η συμπεριφορά της είναι δικαιολογημένη: είναι ένα σκυλί που μένει σε διαμέρισμα, και μάλιστα σε μια πόλη που δεν ενδείκνυται για σκυλιά. Η Τζωρτζ είναι ένα από τα 1,4 εκατομμύρια σκυλιά της Νέας Υόρκης. Και ανήκει στον 29χρονο συγγραφέα Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, γνωστό στην Ελλάδα από το ημι-αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Όλα είναι φωτισμένα».

Η σχέση τους δεν περιορίζεται βέβαια στους καβγάδες. Για την ακρίβεια, οι καβγάδες είναι το αναγκαίο κακό. «Ο πρωινός μου περίπατος με την Τζωρτζ», γράφει ο Φόερ στη Νιου Γιορκ Τάιμς, «είναι συχνά το καλύτερο κομμάτι της ημέρας, η περίοδος που κάνω τις πιο γόνιμες σκέψεις μου και απολαμβάνω περισσότερο τη φύση και την πόλη - κατά μια βαθύτερη έννοια μάλιστα, την ίδια τη ζωή. Η ώρα που περνάμε μαζί, είναι μια μορφή αποζημίωσης για τα βάρη του πολιτισμού: τα e-mail, τα χρήματα, τα διάφορα τείχη, τον τεχνητό φωτισμό. Ακόμη και για τη γλώσσα. Γιατί το να βλέπεις ένα σκυλί να συμπεριφέρεται σαν σκυλί σε γεμίζει χαρά; Γιατί σε κάνει, με την καλύτερη έννοια της λέξης, να αισθάνεσαι ανθρώπινος;»

Στη διάρκεια της ζωής μας, συνεχίζει ο συγγραφέας, περνάμε από μια θερμή σχέση με τα ζώα (μαθαίνουμε να αγαπάμε τα κατοικίδια και να τους έχουμε εμπιστοσύνη) σε μια ωμή σχέση μαζί τους (τα περισσότερα ζώα που εκτρέφονται για κατανάλωση περνούν τη ζωή τους σε ασφυκτικό περιορισμό). Αυτό εξηγείται εν μέρει από την αποξένωσή μας: όσο μεγαλώνουμε τόσο μικρότερη επαφή έχουμε με τα ζώα. Εξαίρεση αποτελούν οι σκύλοι και οι γάτες, που υπό αυτή την έννοια είναι τυχερά. Εκείνα επωφελούνται από τα αισθήματα που μας δημιουργεί η καθημερινή επαφή μαζί τους και εμείς διδασκόμαστε από αυτά την τέχνη του συμβιβασμού και της συνύπαρξης. Δίνοντας χώρο σε ένα σκύλο, αφαιρείς μοιραία χώρο από σένα. Αλλά αυτό είναι κάτι που μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να το καταλάβουν.

Όπως δεν μπορούν να καταλάβουν και γιατί ένα σκυλί, εκεί που περπατάει και μυρίζει, αρχίζει ξαφνικά να τρέχει με μανία. Η Τζωρτζ τρέχει πιο γρήγορα από τον πιο γρήγορο άνθρωπο στον πλανήτη. Είναι μάλλον το πιο γρήγορο σκυλί στο Μπρούκλυν. Ίσως και σε όλη την Αμερική.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

Η παγκοσμιοποίηση είναι σαδομαζοχισμός



Στον πρώτο τόμο του «Αντιεγχειριδίου της οικονομίας», παρατηρούσε τα μυρμήγκια. Στον δεύτερο τα βάζει με τα τζιτζίκια. Ο ασθενής όμως είναι πάντα ο ίδιος: ο καπιταλισμός.

Κάποτε τα πράγματα ήταν απλά: ο εργοδότης, τα συνδικάτα, ο εργαζόμενος. Ο εργάτης μπορούσε να βρίζει με τους συναδέλφους του το αφεντικό και κανείς να μην τους παίρνει χαμπάρι. Τώρα, ο εχθρός είναι παντού: από τον συνάδελφο στο γραφείο μέχρι τον Κινέζο εργάτη υφαντουργίας και τον Πολωνό υδραυλικό. Η έννοια της πάλης των τάξεων άλλαξε, η πάλη είναι τόσο έντονη ανάμεσα στις τάξεις όσο και στο εσωτερικό τους. Ο καπιταλισμός προτιμά τη στείρα αναταραχή από την ενδοσκόπηση. Καταναλώνουμε από μιμητισμό. Αυτός ο πολιτισμός δεν έχει σχέση με τον Έρωτα, μονάχα με τον Θάνατο. Άλλωστε, κάθε φάση επέκτασης του καπιταλισμού συνοδεύεται κι από έναν πόλεμο.

Αν κρίνουμε από τη χειμαρρώδη συνέντευξή του στη Λιμπερασιόν, οι φοιτητές του Μπερνάρ Μαρί στο Πανεπιστήμιο Paris-VIII θα πρέπει να περνούν πολύ ωραία. Τι είναι ο καπιταλισμός; «Ένα αγχωμένο παιδί, ένας βουλιμικός, κάποιος που κρύβει τα πλούτη του κάτω από τη γη για να μην τα βρει η κοινωνία, όπως έλεγε ο Κέινς. Ένας άπληστος, που καταλήγει να γίνει ο πιο πλούσιος ένοικος του νεκροταφείου, όπως έλεγε ο Βέμπερ». Τι είναι ο εργαζόμενος; «Ο νέος Σίσυφος, που σέρνει τον πελώριο βράχο του. Κοιτάξτε πόσο βίαιες είναι οι επιθέσεις εναντίον του 35ώρου! Κι όμως, το μέτρο αυτό αποσκοπούσε σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Είναι επικίνδυνο, μας λέει ο καπιταλισμός. Στο όνειρο του τέλους της εργασίας αντιτάσσουν την εργασία χωρίς τέλος. Στο όνομα της επιβίωσης πρέπει να αυτοκαταστραφούμε. Η ορχήστρα παίζει ενώ βυθιζόμαστε, όπως στον Τιτανικό. Τουλάχιστον εκεί υπήρχε η "παιδαγωγία της καταστροφής": βελτίωναν τα ραντάρ. Εδώ, οδηγούμαστε προς την αυτοκτονία. Γνωρίζουμε τα πάντα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, για τους περιορισμένους πόρους της Γης. Αλλά βουλιάζουμε...».

Αν όλα αυτά ήταν η νέα θρησκεία του αιώνα, θα ήμασταν τουλάχιστον ανακουφισμένοι, χαρούμενοι. Αλλά εμείς αυτομαστιγωνόμαστε. Έχουμε πειστεί ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ότι φτάσαμε στο τέλος της Ιστορίας, εναλλακτική λύση δεν υπάρχει, η μοίρα μας είναι να είμαστε χάμστερ κλεισμένα στα κλουβιά τους. Οι επιχειρήσεις θέλουν να αυξάνουν συνεχώς την αποτελεσματικότητά τους. Αλλά η υπερβολική αποτελεσματικότητα σκοτώνει την αποτελεσματικότητα, τονίζει ο Γάλλος οικονομολόγος. Η υπερβολική έρευνα για την αξιοποίηση του χρόνου σκοτώνει τον χρόνο. Να ποιο είναι σήμερα το πιο σπάνιο αγαθό στον κόσμο: ο χρόνος. Ο καπιταλισμός είναι μάσημα, έλεγε ο Μπατάιγ, κατανάλωση των όντων και της φύσης. Ο καπιταλισμός είναι αυτοφάγος. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι χαρά, είναι σαδομαζοχισμός. Η φανερή πλευρά του παγόβουνου, η εμπορευματική αξία, δεν βλέπει την κρυμμένη πλευρά, την έρευνα. Για να δημιουργηθεί όμως πλούτος, χρειάζεται η άχρηστη ομορφιά. Με άλλα λόγια, ο αντικαπιταλισμός.