Σάββατο, Απριλίου 29, 2006

H εφημερίδα που δεν κλείνει ποτέ



Αυτή η εφημερίδα δεν κλείνει ποτέ. Με άλλα λόγια, ανανεώνεται συνεχώς. Είναι πολυσέλιδη. Είναι δωρεάν. Δεν μπορεί να τη βρει κανείς στο περίπτερο, αλλά μόνο στο Internet. Και, το κυριότερο, μπορεί να προσαρμοστεί στα γούστα του αναγνώστη. Λέγεται «24 Ώρες». Και είναι το τελευταίο δημιούργημα της «Ελ Παΐς», της μεγαλύτερης εφημερίδας της Ισπανίας και μιας από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.

H εποχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης λαμβάνει σιγά-σιγά τέλος και δίνει τη θέση της στην εποχή των προσωπικών και συμμετοχικών μέσων: αυτό επισήμαινε την περασμένη εβδομάδα σε ειδικό ένθετο το περιοδικό «Εκόνομιστ». Έρευνα που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ότι το 57% των Αμερικανών εφήβων δημιουργούν υλικό για το Διαδίκτυο - από κείμενα μέχρι φωτογραφίες, μουσική και βίντεο. Σύμφωνα με τον Πωλ Σάφο, διευθυντή του Ινστιτούτου για το Μέλλον στην Καλιφόρνια, οι άνθρωποι δεν «καταναλώνουν» πλέον με παθητικό τρόπο τα μήντια (άρα και τη διαφήμιση, που αποτελεί την κύρια πηγή των εσόδων τους), αλλά συμμετέχουν ενεργά σε αυτά. Τα όρια μεταξύ κοινού και δημιουργών αρχίζουν να θολώνουν, σε λίγα χρόνια θα γίνουν αόρατα.

Στις νέες αυτές τάσεις προσπαθεί προφανώς να ανταποκριθεί η «Ελ Παΐς» εγκαινιάζοντας την περασμένη Δευτέρα μια εφημερίδα που θα προσφέρει και τη χαρά του «ξεφυλλίσματος» και τη διαρκή ενημέρωση (www.elpais.es, κλικ στο 24 Horas). Για να απολαμβάνουν την ανάγνωση αυτής της εφημερίδας στο μετρό, στο πάρκο ή στον καναπέ, το μόνο που χρειάζονται οι χρήστες είναι ένας υπολογιστής κι ένας εκτυπωτής. Εκείνοι αποφασίζουν πότε ακριβώς θα «κατασκευαστεί» το προϊόν, ενεργοποιώντας ένα πρόγραμμα που παράγει με αυτόματο τρόπο, και με τις ειδήσεις που περιλαμβάνει εκείνη την ώρα η ψηφιακή έκδοση της «Ελ Παΐς», μια εφημερίδα προσωποποιημένη, επίκαιρη και μοναδική.

H πρώτη σελίδα περιλαμβάνει τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αν είναι πρωί, οι ειδήσεις είναι περισσότερο προσανατολισμένες προς την αμερικανική ήπειρο (λόγω της διαφοράς της ώρας). Όσο περνούν οι ώρες, προστίθενται και τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Το βράδυ, οι «24 Ώρες» περιλαμβάνουν και τα τελευταία αθλητικά γεγονότα. Υπάρχουν επίσης φωτογραφίες, η κίνηση του χρηματιστηρίου, το δελτίο καιρού και ένα σκίτσο του Ραμόν Ροντρίγκες που προσελήφθη πριν από δύο μήνες γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ο χρήστης μπορεί να διαλέγει ανάμεσα σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις, που αποτελούνται από 8 ώς 16 σελίδες. Διαφημίσεις δεν υπάρχουν, εκτός από τον σπόνσορα αυτής της πρωτοβουλίας που κάθε μέρα μπορεί να είναι διαφορετικός.

«Οι "24 Ώρες" θα παρουσιάζουν την επικαιρότητα νωρίτερα απ' όλο τον κόσμο», υπόσχεται η ισπανική εφημερίδα. Μένει να φανεί ποια θα είναι η ανταπόκριση του κοινού.

Παρασκευή, Απριλίου 28, 2006

Ο άνθρωπος που απελευθέρωσε τους τρελούς



Ένας άνδρας που, με μόνο όπλο το ένστικτό του και την καρδιά του, εφευρίσκει έναν νέο τρόπο για την αντιμετώπιση της τρέλας. Μια ιστορική καμπή στην ιστορία της ψυχιατρικής. Ένα συγκλονιστικό βιβλίο.

Όλα ξεκίνησαν την ημέρα που ένας νεαρός Αλσατός, ο Ζαν-Μπατίστ Πυσέν, άκουσε έναν ψυχοπαθή στην αυλή του ψυχιατρείου του Μπισέτρ να ουρλιάζει σπαρακτικά. Ο Πυσέν είχε υπάρξει κι αυτός τρόφιμος του ψυχιατρείου, δεν ξέρουμε ακριβώς πότε, δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί. «Σε πλησίασα χωρίς να ξέρω στην αρχή ότι κατευθυνόμουν προς το μέρος σου, χωρίς να ξέρω ότι θα καταλάμβανες δύο χρόνια από τη ζωή μου» γράφει η Μαρί Ντιντιέ. «Όταν άκουσες εκείνη την κραυγή, ανακάλυψες μέσα σου κάτι εκτυφλωτικό, μυστικό, που δεν μαθαίνεται ούτε στα σχολεία ούτε στα πανεπιστήμια, που ήταν φιμωμένο για καιρό, που θα αναστάτωνε τη ζωή σου και τόσες άλλες ζωές. Θα μπορούσες να είσαι ίδιος μ' εκείνους τους τρελούς. Θα μπορούσαν εκείνοι να είναι ίδιοι με σένα».

Το 1771 ο Πυσέν διορίζεται φύλακας αυτού του ιδρύματος, «που μυρίζει ούρα, κόπρανα, πύον, εμετό και σαπισμένο αίμα». Εννιά χρόνια αργότερα θα αναλάβει διοικητική θέση και θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τις πιο βαριές περιπτώσεις των εγκλείστων, ανθρώπους με αλυσοδεμένα χέρια, πόδια και λαιμούς, απελπισμένους κι εξευτελισμένους, καταδικασμένους σε αργό θάνατο. Είναι οι «παράφρονες» κι εκείνος είναι ο διοικητής τους. Δεν διαθέτει καμιά παιδεία, δεν γνωρίζει καμιά θεραπεία, έχει όμως θέληση, ψυχή και πάνω απ' όλα αγάπη. «Είναι αξιοσημείωτο ότι οι πιο κινητικοί τρελοί είναι εκείνοι για τους οποίους υπάρχουν μεγαλύτερες ελπίδες θεραπείας» παρατηρεί στις σημειώσεις του. Ύστερα έρχεται η Γαλλική Επανάσταση. Κάποιος δόκτωρ Γκιλοτέν θα δοκιμάσει στο Μπισέτρ τη νέα του εφεύρεση. Αλλά ο Πυσέν δεν χάνει το θάρρος του. Κι όταν ο αρχίατρος Φιλίπ Πινέλ φτάνει την 11η Σεπτεμβρίου 1793 στο ψυχιατρείο, θα εντυπωσιαστεί από μια άλλη επανάσταση, που αργότερα θα αποκαλέσει «ηθική θεραπεία».

Από εκείνη τη στιγμή η ιστορία θα επιταχυνθεί. Τον Σεπτέμβριο του 1794 ο πατέρας της σύγχρονης ψυχιατρικής θα διαβάσει στην Εταιρεία Φυσικής Ιστορίας το Δοκίμιο για τη Μανία. Ο ψυχοπαθής δεν θεωρείται πλέον ζώο, αλλά άρρωστος. H τρέλα δεν είναι ανίατη, αλλά μπορεί να θεραπευτεί μέσα από μια ψυχοδυναμική σχέση του ασθενούς με τον γιατρό. Τον επόμενο Ιανουάριο ο Πινέλ διορίζεται αρχίατρος στη Σαλπετριέρ, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Ευρώπης. Εκεί θα τον συναντήσει επτά χρόνια αργότερα ο Πυσέν, αφού προηγουμένως έχει λάβει μια ιστορική απόφαση: την κατάργηση των αλυσίδων. Γιατρός και η ίδια, η Μαρί Ντιντιέ διηγείται αυτή την ιστορία στο νέο της βιβλίο «Μέσα στη νύχτα του Μπισέτρ» (εκδ. Gallimard). Σπάνια, πολύ σπάνια, γράφει ο βιβλιοκριτικός της Μοντ, πέφτει κανείς σ' ένα βιβλίο τόσο συνταρακτικό.

Πέμπτη, Απριλίου 27, 2006

Tο μουσείο των χαμένων ερώτων



Τα εκθέματα αυτού του μουσείου είναι διαφορετικά από τα συνηθισμένα. Όχι μόνο επειδή είναι εικονικά. Αλλά επειδή περιέχουν πάθος, ένταση, πόνο, νοσταλγία.

H Ολίνκα Βίστιτσα και ο Ντράζεν Γκρούσμπισιτς δεν είναι πια μαζί. Είναι αλήθεια ότι είχαν ορκιστεί αιώνια πίστη και αφοσίωση, αλλά έτσι είναι πολλοί ερωτευμένοι, νομίζουν πως τα αισθήματά τους θα κρατήσουν για πάντα και κάποια στιγμή προσγειώνονται απότομα. Μερικές φορές μάλιστα φτάνουν στο άλλο άκρο, τσακώνονται για το πώς θα μοιράσουν τα υπάρχοντά τους, ποιος θα πάρει το ψυγείο και ποιος το πλυντήριο, αν ένα δώρο ανήκει σ' αυτόν που το έδωσε ή σ' εκείνον που το πήρε. Οι δύο πρώην εραστές από το Ζάγκρεμπ δεν ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Χώρισαν, αλλά δεν ξεκατινιάστηκαν. Αντί να φθαρούν σε μια επώδυνη διαδικασία καταμερισμού των αντικειμένων που τους ένωναν, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα εικονικό μουσείο και να τα καταθέσουν εκεί. Ζήτησαν μάλιστα κι από άλλα πληγωμένα ζευγάρια να κάνουν το ίδιο.

«Σε εγκατέλειψαν πρόσφατα και θέλεις να σβήσεις τα ίχνη του δεσμού σου; Το μουσείο αυτό σου επιτρέπει να λυτρωθείς από τα πράγματα που σου ξυπνούν οδυνηρές αναμνήσεις». Αυτή την υπόσχεση δίνουν οι δημιουργοί της ιστοσελίδας www.brokenships.com στους θαμώνες του παγκόσμιου χωριού των προδομένων και των απατημένων. Κι εκείνοι ανταποκρίνονται με μια απροσδόκητη προθυμία. Όπως γράφει ο Μπρούνο Βεντάβολι στη Στάμπα, οι πιο πολλοί στέλνουν φωτογραφίες, ψηφιακές ή τις παλιές Πολαρόιντ. Εδώ η Λυν αγκαλιάζει τον πρώην φίλο της τις παλιές, καλές ημέρες, εκεί η Βίρους απεικονίζεται ξαπλωμένη σ' ένα κρεβάτι που δεν μοιράζεται πια με κανέναν. Στις περισσότερες φωτογραφίες οι πρωταγωνιστές είναι χαρούμενοι και γελαστοί, τα βλέμματά τους είναι γλυκά κι αγαπημένα, δεν λείπουν όμως και τα αισθήματα οργής, αίφνης ένας νεαρός που μοιάζει λίγο με τον Μέριλιν Μάνσον φαίνεται να κρατά στα χέρια του μια καρδιά, πλαστική πρέπει να είναι, δύσκολα την ξερίζωσε από το σώμα της παλιάς του αγαπημένης.

Άλλοι είναι πιο εφευρετικοί. Στέλνουν, ας πούμε, άδεια μπουκάλια από κρασί, φόρο τιμής στα μεθύσια που έριξαν για να ξεχάσουν, ή κουτάκια από χάπια που πήραν για να ξεπεράσουν τον πόνο. Άλλοι προτιμούν να καταθέσουν στο μουσείο σχισμένες ερωτικές επιστολές ή κομματιασμένα δακτυλίδια: δεδομένου ότι για να μπουν στο site πρέπει να δώσουν την ηλεκτρονική τους διεύθυνση, δεν αποκλείεται να ελπίζουν με τον τρόπο αυτό σε μια επανασύνδεση ή, ακόμα καλύτερα, σε ένα νέο δεσμό. H πιο πρωτότυπη δωρεά, πάντως, είναι ένα τεχνητό πόδι. Ανήκε σε έναν Κροάτη που τραυματίστηκε στον πόλεμο. Ερωτεύτηκε τη φυσικοθεραπεύτριά του και ήλπιζε να κτίσει μια καλή σχέση, όμως κάτι πήγε στραβά κι έμεινε μόνος. «Αυτό το πόδι κράτησε περισσότερο από τον έρωτά μας», γράφει. «Μάλλον είναι φτιαγμένο από καλύτερο υλικό».

Τετάρτη, Απριλίου 26, 2006

Στη γέφυρα του Mπρούκλιν



«Βρίσκομαι εδώ σήμερα επειδή ένας δικαστής με έκρινε ένοχο για περιφρόνηση του δικαστηρίου. H αλήθεια είναι ότι δεν αισθάνομαι τίποτα άλλο από περιφρόνηση για ένα σύστημα που επιτρέπει στους εργοδότες να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους».

Αυτά δήλωσε προχθές το απόγευμα ο Ρότζερ Τούσεντ έξω από τους «Τάφους» (The Tombs), τις φυλακές του Μανχάταν όπου θα εκτίσει ποινή δέκα ημερών για την οργάνωση μιας παράνομης απεργίας. Ο Τούσεντ είναι πρόεδρος του «Local 100», του συνδικάτου δημοσίων μεταφορών της Νέας Υόρκης στο οποίο ανήκουν 34.000 εργαζόμενοι. Και η απεργία για την οποία καταδικάστηκε είχε ως αποτέλεσμα να παραλύσει η Νέα Υόρκη για 60 ώρες τον περασμένο Δεκέμβριο και να προκληθούν ζημιές που υπολογίζονται σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Προτού διαβεί την πόρτα των φυλακών, ο Τούσεντ και 1.200 υποστηρικτές του είχαν πραγματοποιήσει πορεία στη Γέφυρα του Μπρούκλιν, τραγουδώντας το «Get Up, Stand Up» του Μπομπ Μάρλεϋ και θυμίζοντας τις ένδοξες ημέρες της δεκαετίας του '60. Όπως δήλωσε άλλωστε ο ίδιος ο Αμερικανός συνδικαλιστής, τις τελευταίες του ημέρες ελευθερίας τις πέρασε διαβάζοντας ένα βιβλίο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: τα Γράμματα από τις Φυλακές του Μπέρμιγχαμ...

Σύμφωνα με τον Τούσεντ, η καταδίκη του αποτελεί μια πολιτική πράξη με στόχο την αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος: δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από τη φυλάκισή του, επιβλήθηκε στο συνδικάτο πρόστιμο 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων και η απαγόρευση να εισπράττει εισφορές από τα μέλη του, μια ποινή που μπορεί να το οδηγήσει στη χρεοκοπία. H θέση αυτή περιπλέκεται όμως από το γεγονός ότι ο άνθρωπος που ζήτησε αυτές τις εξοντωτικές ποινές είναι ο δημοφιλής δικαστής Έλιοτ Σπίτζερ, επονομαζόμενος και «σερίφης της Ουώλ Στρητ», που θα είναι υποψήφιος με το Δημοκρατικό Κόμμα για τη θέση του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης. Όπως επισημαίνει η Κοριέρε ντέλα Σέρα, τα συνδικάτα στην Αμερική δεν αποτελούν απλώς συμμάχους του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά τον βασικό εκλογικό του μηχανισμό και μια σημαντική πηγή χρηματοδότησής του.

Ο Τούσεντ, που γεννήθηκε στο Τρινιντάντ πριν από 50 χρόνια και είναι γνωστός για τις ριζοσπαστικές του θέσεις, προσπαθεί στην πραγματικότητα να αξιοποιήσει τις δέκα ημέρες στη φυλακή για να βγάλει το συνδικάτο από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει. Δεν είναι μόνο οι διαμαρτυρίες των πολιτών για την ταλαιπωρία που υπέστησαν από την απεργία. Είναι και ο κίνδυνος να χαθούν 130 εκατομμύρια δολάρια με τα οποία επιδοτείται το συνταξιοδοτικό ταμείο του συνδικάτου: ο απερχόμενος κυβερνήτης Τζωρτζ Πατάκι χαρακτήρισε αυτό το ποσό «απαράδεκτο δώρο προς κάποιον που παραβίασε τον νόμο». Ο αρχηγός του «Local 100» βλέπει όμως πολύ μακρύτερα: ελπίζει να συνδέσει το όνομά του με την κατάργηση του «νόμου Τέιλορ», που απαγορεύει στους δημοσίους υπαλλήλους της Νέας Υόρκης να απεργούν...

Τρίτη, Απριλίου 25, 2006

Kαι την πίτα ολόκληρη...



«Όσοι ισχυρίζονται ότι η ιδέα του Μεγάλου Ισραήλ έχει δώσει τη θέση της στον "καταμερισμό της γης" λένε ψέματα. H πιο βαθιά ριζωμένη εθνική προσδοκία του Ισραήλ είναι να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο». Γκιντεόν Λεβί, Χααρέτζ, 19/3/2006

H νίκη της Χαμάς στις παλαιστινιακές εκλογές απομακρύνει την προοπτική της ειρήνης, για την οποία εργάζεται με πίστη και αφοσίωση ο νέος πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ, άξιος διάδοχος του Αριέλ Σαρόν: αυτή είναι η κρατούσα άποψη στις πρωτεύουσες της Ευρώπης αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, που καλλιεργείται συστηματικά από «έγκυρους» ισραηλινούς αναλυτές, ο παλαιστινιακός λαός παρέδωσε μέσα από δημοκρατικές εκλογές τα ηνία της εξουσίας σε ένα κίνημα που υποστηρίζει την ίδρυση ενός ισλαμικού βασιλείου από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ιορδάνη, όπου οι Εβραίοι θα αποτελούν μια θρησκευτική μειονότητα με περιορισμένα δικαιώματα.

Τίποτα δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Όπως γράφει στο «New York Review of Books» ο Χένρι Σίγκμαν, πρώην πρόεδρος του Αμερικανικού Εβραϊκού Συνεδρίου και του Συμβουλίου Συναγωγών της Αμερικής, η ειρηνευτική διαδικασία δεν πέθανε όταν κέρδισε η Χαμάς τις παλαιστινιακές εκλογές. Πέθανε έξι χρόνια νωρίτερα, όταν κέρδισε ο Σαρόν τις ισραηλινές εκλογές και άρχισε να εφαρμόζει την πολιτική της «μονομερούς αποδέσμευσης». Ο όρος αυτός αποτελεί ευφημισμό για μια πολιτική που συνίσταται στην απαλλοτρίωση του μισού από το μόρφωμα που επρόκειτο να αποτελέσει το παλαιστινιακό κράτος και στον εκτοπισμό του παλαιστινιακού πληθυσμού, που σε λίγο καιρό θα ξεπεράσει τον ισραηλινό πληθυσμό, σε μια σειρά από μπαντουστάν χωρίς καμιά εδαφική σύνδεση μεταξύ τους. Χάρις στην πολιτική αυτή, το Κράτος του Ισραήλ έχει διευρύνει τα σύνορά του κατά τουλάχιστον 50% σε σχέση με την έκταση που του παραχώρησε ο ΟΗΕ το 1947, ενώ τα εδάφη που αντιστοιχούν στους Παλαιστινίους έχουν περιορισθεί κατά 60%. Και οι υπολογισμοί αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψη τους εβραϊκούς οικισμούς και τις άλλες ισραηλινές απαλλοτριώσεις στη Δυτική Όχθη.

Είναι γεγονός ότι η Χαμάς εμμένει στη θρησκευτική της πεποίθηση ότι η Παλαιστίνη είναι ένα waqf, μια θρησκευτική «δωρεά» του Θεού προς τους Μουσουλμάνους. Τους τελευταίους μήνες, όμως, οι ηγέτες της οργάνωσης καθιστούν σαφές σε όλους τους τόνους ότι είναι έτοιμοι να διαπραγματευθούν με το Ισραήλ και να αναγνωρίσουν το ισραηλινό κράτος στα προ του 1967 σύνορά του. Και μόλις προχθές, σχολιάζοντας το τελευταίο μήνυμα του Οσάμα μπιν Λάντεν, εκπρόσωπος της Χαμάς τόνισε ότι «ο αγώνας της Αλ-Κάιντα εναντίον των νέων σταυροφόρων και σιωνιστών δεν είναι και δικός μας αγώνας». Την ίδια ώρα, το κόμμα του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν που ο Ολμέρτ κάλεσε επισήμως να συμμετάσχει στη νέα κυβέρνηση τάσσεται επισήμως υπέρ της εθνοκάθαρσης ώστε να δημιουργηθεί ένα «ομογενές» εβραϊκό κράτος...

Σάββατο, Απριλίου 15, 2006

Καλό Πάσχα!



Η στήλη θα λείψει για μια εβδομάδα. Το blog όμως θα είναι "ανοιχτό" για κουβέντα. Καλό Πάσχα!

Ούτε Θεό ούτε Σατανά



H Λαράς είναι μια παράλια πόλη του Μαρόκου, κάπου 80 χιλιόμετρα νοτίως της Ταγγέρης. Εδώ είχε συνοδεύσει πριν από πολλά χρόνια ο Ταχάρ Μπεν Τζελούν τον Ζαν Ζενέ, όταν ο τελευταίος έψαχνε μέρος για να κτίσει ένα σπίτι. Όχι για τον ίδιο, αλλά για τον γιο του Μοχάμεντ, τον Εζεντίν, που τον θεωρούσε κάτι σαν ανιψάκι του. Το αρχικό σχέδιο το έκανε ο ίδιος και στη συνέχεια ανέθεσε την κατασκευή σε έναν φίλο του αρχιτέκτονα στο Παρίσι. Το σπίτι έπρεπε να έχει μεγάλους χώρους και πολλά βιβλία: για τον σκοπό αυτό είχε ζητήσει από τον εκδότη του, τον Γκαλιμάρ, να στείλει στη Λαράς την πλήρη σειρά των εκδόσεων Pleiade. Ο Εζεντίν έπρεπε να μεγαλώσει σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία.

Ο Ζενέ είχε μια περίεργη σχέση με το Μαρόκο, γράφει ο Μπεν Τζελούν στη Ρεπούμπλικα με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατό του. Σιχαινόταν την Ταγγέρη, που του θύμιζε την Κυανή Ακτή, αλλά αγαπούσε τη Λαράς γιατί ανέδιδε μια νοσταλγία από την ισπανική εποχή. Ακόμη περισσότερο αγαπούσε το Ραμπάτ, όπου ζούσε εκείνη την εποχή μια καλή του φίλη, η Παλαιστίνια Λεϊλά Σαχίντ. H πόλη που είχε όμως ξεχωριστή θέση στην καρδιά του ήταν η Φεζ. Εκεί είχε συναντήσει τον Μοχάμεντ Κατρανί, τον τελευταίο του φίλο. Τον βρήκε να κοιμάται στον δρόμο: είχε λιποτακτήσει από τον στρατό και δεν ήξερε τι να κάνει στα δρομάκια της παλιάς πόλης. Ο Ζενέ τον πήρε υπό την προστασία του και κατάφερε να του βγάλει διαβατήριο για το Παρίσι. Δεν κοιμόντουσαν μαζί, ο Μοχάμεντ δεν ήταν ομοφυλόφιλος. Ο συγγραφέας τον πάντρεψε με μια συγγενή του και το παιδί που έκαναν το έβγαλε Εζεντίν, όπως έλεγαν τον εκπρόσωπο της Παλαιστίνης στο Παρίσι που δολοφονήθηκε το 1978 από τις μυστικές υπηρεσίες του Σαντάμ Χουσεΐν.

Ο Ζενέ απεχθανόταν τον στρατό, την αστυνομία και το κράτος, ιδιαίτερα το γαλλικό: θεωρούσε ότι ο λόγος που τον είχαν κλείσει στη φυλακή δεν ήταν κάποια μικροαδικήματα που είχε διαπράξει, αλλά το γεγονός ότι ήταν ορφανός. Υπερασπιζόταν τους Μαύρους Πάνθηρες επειδή ήταν θύματα φυλετικών διακρίσεων και αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων επειδή δεν είχαν δικό τους κράτος. «Την ημέρα που οι Παλαιστίνιοι θα αποκτήσουν δικό τους κράτος, δική τους αστυνομία και δικό τους στρατό, θα πάψουν να με ενδιαφέρουν», είπε μια ημέρα στον Μπεν Τζελούν. Πέθανε πολύ πριν εκπληρωθεί αυτό το όνειρο, στις 15 Απριλίου 1986, μία ημέρα μετά τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Τον έθαψαν στη Λαράς, δίπλα στη θάλασσα, σ' ένα νεκροταφείο για χριστιανούς, αυτόν, που δεν πίστευε ούτε στον Θεό ούτε στον Σατανά.

Παρασκευή, Απριλίου 14, 2006

Ένας σύγχρονος Iανός



Και καλά, ο Μπερλουσκόνι είναι αδίστακτος, ασύδοτος και ανεξέλεγκτος. Αλλά η ιταλική Κεντροαριστερά δεν έπρεπε να έχει φροντίσει να πείσει για όλα αυτά τους ψηφοφόρους του, ώστε να αποφύγει τώρα όλη αυτή την ταλαιπωρία;

Ένα είδος σύγχρονου Ιανού: έτσι χαρακτηρίζει τον Καβαλιέρε ο Γάλλος ερευνητής Μαρκ Λαζάρ, που έγραψε πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο «H παρέκκλιση της Ιταλίας» (εκδ. Perrin). Ο απερχόμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας είναι κατά το ένα ήμισυ ένας πολιτικός και κατά το άλλο ένας άνθρωπος που επιτίθεται συστηματικά στην πολιτική. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώνει τις ψήφους τόσο των συντηρητικών πολιτών, που πιστεύουν ότι εκπροσωπεί τις αξίες της σύγχρονης Δεξιάς, όσο και των δυσαρεστημένων από την πολιτική που ζουν σε μικρές πόλεις και έλκονται από τις επιθέσεις του εναντίον του «συστήματος». Ακόμη και η επίκληση της κομμουνιστικής απειλής έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτές τις εκλογές, λέει ο Λαζάρ στη Μοντ. Την επομένη του B' Παγκοσμίου Πολέμου η χώρα βρέθηκε στο χείλος του εμφυλίου πολέμου. Στην Ίστρια και τη Βόρεια Ιταλία οι κομμουνιστές επιδόθηκαν τότε σε διάφορες ακρότητες, για τις οποίες δεν μιλούσε για πολλά χρόνια η ιταλική Αριστερά.

«Πλουτίστε!»: αυτό ήταν το μήνυμα του Μπερλουσκόνι προς τους Ιταλούς. H απήχηση αυτού του μηνύματος, όπως και η γενικότερη προσωπικότητα του φορέα του, είναι φανερό ότι υποτιμήθηκαν από την ομάδα του Ρομάνο Πρόντι. «Κάτι από τον Μπερλουσκόνι υπάρχει μέσα σε κάθε Ιταλό, μπορεί να συμφωνείς ή να διαφωνείς μαζί του, αλλά αγγίζει το πιο κρυφό κομμάτι του εαυτού μας», λέει ο Σίλβιο Ορλάντο, πρωταγωνιστής της νέας ταινίας του Νάνι Μορέτι με τίτλο «Ο Αλιγάτορας» (μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή του δημοσιεύεται στον αυριανό «Ταχυδρόμο»). H ιταλική Κεντροαριστερά, όμως, περιορίστηκε να καταγγείλει τη σύγκρουση συμφερόντων, τη διαφθορά και τα σκάνδαλα. Πίστεψε ότι το σύνθημα «Basta» ήταν αρκετό για να κατατροπώσει τον αντίπαλό της, χωρίς καν να χρειάζεται να παρουσιάσει μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Νίκησε - αλλά δεν έπεισε.

H σημερινή ιταλική Αριστερά, λέει ο Κλάουντιο Μάγκρις στη Στάμπα, έχει χάσει το ισχυρό αίσθημα ευθύνης που χαρακτήριζε τα κυριότερα πολιτιστικά της ρεύματα, τον κομμουνισμό του Γκράμσι και τη φιλελεύθερη δημοκρατία του Μπόμπιο. Ήταν δύο Ιταλίες πολύ διαφορετικές, που αμφότερες ηττήθηκαν, αυτό που τις ένωνε όμως ήταν η επαφή τους με την πραγματικότητα, η ικανότητά τους να κάνουν διάκριση ανάμεσα στους πραγματικούς και τους εικονικούς αριθμούς. Τώρα βλέπεις ηγέτες να περνούν όλη τη μέρα τους στην τηλεόραση κάνοντας κηρύγματα περί ενότητας και το βράδυ να πηγαίνουν στο σπίτι τους θεωρώντας ότι έκαναν το καθήκον τους. Σε όλο τον κόσμο έχουν γίνει τεράστιες αλλαγές, το κλασικό προλεταριάτο εξαφανίστηκε, η σχέση των πολιτών με την ενημέρωση έχει μεταμορφωθεί, ο Μπερλουσκόνι το κατάλαβε, αλλά η Αριστερά δεν πήρε χαμπάρι.

Πέμπτη, Απριλίου 13, 2006

H κούραση της Eυρώπης



«Το σημαντικότερο πρόβλημα της Ευρώπης είναι η τεράστια αύξηση των ηλικιωμένων, και μια μέρα οι νέοι δεν θα μπορούν πια να το διαχειριστούν». Τζωρτζ Στάινερ

Για τον 77χρονο κοσμοπολίτη διανοούμενο, υπάρχουν τρία μέρη όπου αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι στην Ευρώπη. Το πρώτο είναι το Δουβλίνο, όπου ο μισός πληθυσμός είναι κάτω των 25 ετών. Το δεύτερο είναι η Βαρκελώνη: όταν περπατάς στις ramblas, η Ευρώπη αποκτά ένα νόημα. Και το τρίτο είναι το Μιλάνο: όταν κάθεσαι στην Galleria, έχεις την αίσθηση ότι μια μέρα η Ευρώπη θα ξαναγίνει νεανική και ενεργητική. Ο Κλάουντιο Μάγκρις προσθέτει την Τεργέστη και το καφέ Σαν Μάρκο, «αυτή την Κιβωτό του Νώε όπου υπάρχει χώρος για όλους, χωρίς προτιμήσεις και αποκλεισμούς, για το ζευγάρι που ψάχνει καταφύγιο όταν έξω βρέχει καταρρακτωδώς και για τους μεθυσμένους», όπως γράφει στους Μικρόκοσμους.

Πέρα από λίγα καφέ και μερικούς δρόμους, όμως, υπάρχει άραγε πραγματικά αυτό το μόρφωμα που λέγεται Ευρώπη; Για τον Στάινερ, όλα θα κριθούν τα επόμενα χρόνια από την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από το κατά πόσον ο Πούτιν θα μπορέσει να ενσωματώσει τη Λευκορωσία και την Ουκρανία σε μια νέα ρωσική αυτοκρατορία. Αλλά η κούραση είναι ήδη ορατή. Κουβαλάμε στην πλάτη μας μια ιστορία δύο χιλιάδων χρόνων που ήταν σε μεγάλο βαθμό τραγική, λέει στη Στάμπα ο συγγραφέας του Θανάτου της Τραγωδίας. Τον περασμένο αιώνα ζήσαμε δύο εμφυλίους πολέμους, όσο κι αν είναι ταμπού να το λέμε. Ίσως η Ευρώπη να τελείωσε στην πραγματικότητα με το ξέσπασμα του πρώτου απ' αυτούς τους πολέμους, τον Αύγουστο του 1914. Ίσως πάλι να αυτοκτόνησε στη διάρκεια του δεύτερου πολέμου, όταν εξολόθρευσε τους Εβραίους. Κανείς δεν μας έχει υποσχεθεί ένα συμβόλαιο με την αιωνιότητα. Και μόνο το ότι μπορεί σήμερα να μιλάει ένας Γερμανός μ' να Γάλλο αποτελεί ένα θαύμα. Αλλά για τους νέους το μέλλον είναι δύσκολο. Στην Αμερική, παρά τα προβλήματα, η επόμενη εβδομάδα θα είναι πιο ενδιαφέρουσα απ' αυτήν. Στην Ευρώπη, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε αυτή την αίσθηση με τεχνητό τρόπο.

Από το 1944 μέχρι το θάνατο του Ντεριντά, η Γαλλία κυριαρχούσε στον δυτικό πνευματικό κόσμο. Σήμερα, έχει βυθιστεί σε μια κρίση ταυτότητας. Στη Γερμανία κινούνται λίγα πράγματα, στην Ιταλία ένας Έκο δεν φέρνει την άνοιξη. H Ευρώπη έβγαλε έναν Πικάσο, έναν Μπέικον, αλλά μετά στέρεψε. Το 90% της μουσικής που μεταδίδεται από το BBC έχει γραφτεί πριν από το 1900. Ο Στάινερ έτρεφε κάποιες ελπίδες για την Ανατολική Ευρώπη. Πίστευε πως με το τέλος του σταλινισμού θα σημειωνόταν εκεί μια έκρηξη δημιουργικού ταλέντου. Αλλά διαψεύστηκε. Υπάρχει κι εκεί μεγάλη κούραση. Ύστερα από εβδομήντα χρόνια κόλασης, ίσως κάτι να έχει σπάσει και να μην μπορεί να ξανακολληθεί.

Τετάρτη, Απριλίου 12, 2006

Tο μανιφέστο των νεο-Δημοκρατικών



Όσοι πιστεύουν πως έρχεται το τέλος του καπιταλισμού και σχεδιάζουν ήδη στο μυαλό τους το σύστημα που θα τον αντικαταστήσει, ας μη διαβάσουν το παρακάτω κείμενο. Οι άλλοι, οι ρεαλιστές, οι ξενέρωτοι τέλος πάντων, μπορεί να πάρουν ιδέες.

Ο Ρόμπερτ Ρούμπιν δεν είναι κανένας επαναστάτης. Ο άνθρωπος που χρημάτισε υπουργός Οικονομικών του Κλίντον από το 1995 ώς το 1999 δεν ονειρεύεται την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά τη χρηστή και ορθολογική διαχείριση ενός δημοκρατικού καπιταλισμού που απειλείται σήμερα από το «bushnomics», την οικονομική πολιτική του προέδρου Μπους. Με αυτόν το στόχο στο μυαλό του παρουσίασε την περασμένη Πέμπτη στην Ουάσινγκτον, μαζί με μια ομάδα οικονομολόγων του Brookings Institution, ένα μανιφέστο που μπορεί να αποτελέσει την εκλογική πλατφόρμα της μετριοπαθούς αμερικανικής Αριστεράς (γνωστής ως «νεο-Δημοκρατικοί», neodemocrats) για τις εκλογές του 2008.

H βασική αρχή αυτού του μανιφέστου, που τιτλοφορείται «Χάμιλτον» από το όνομα του πρώτου Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, είναι ότι μια ισχυρή και διαρκής ανάπτυξη προϋποθέτει μια ευρύτερη βάση, δηλαδή μια δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου. H ανάπτυξη για την οποία υπερηφανεύεται ο Μπους είναι εφήμερη, αφού τροφοδοτείται από ένα τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και από ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Στο πρόγραμμα καταγγέλλεται επίσης η άκριτη υποστήριξη του σημερινού Αμερικανού προέδρου προς την παγκοσμιοποίηση και επισημαίνεται η ανάγκη να στηρίξει το Κράτος όλους όσοι πλήττονται από αυτό το φαινόμενο, για παράδειγμα εκείνους που χάνουν τη δουλειά τους από τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων.

Το Hamilton Project υπογράφεται από Αμερικανούς οικονομολόγους, αλλά θα μπορούσε να διασκευαστεί και για την Ευρώπη. Όπως γράφει ο Ερίκ Λε Μπουσέ στη Μοντ, ένα τέτοιο κείμενο θα αναφερόταν οπωσδήποτε στους δύο μεγάλους κινδύνους που αντιμετωπίζουν σήμερα οι νέοι: το συσσωρευμένο χρέος και την ανασφάλεια. Θα έδινε έμφαση σε τρεις αρχές. 1) H σύγχρονη οικονομία στηρίζεται στο ανθρώπινο κεφάλαιο και δεν μπορεί να αποκλείει οποιοδήποτε κομμάτι του πληθυσμού. 2) H οικονομική ανασφάλεια πλήττει την ανάπτυξη: τα οφέλη από την τεχνολογία και τον ανταγωνισμό αντισταθμίζονται από τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις τους σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού. 3) H αγορά είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανάπτυξης, αλλά αποτελεί χρέος του Κράτους να εξασφαλίζει επενδύσεις στην παιδεία, την επιστήμη, την έρευνα. Και θα κατέληγε κάπως έτσι: «H παιδεία και η εργασία μπορούν να δώσουν σε κάθε άτομο μια ευκαιρία να πετύχει και σε κάθε γενιά μια ευημερία ανώτερη από εκείνη των γονιών τους. H υπόσχεση αυτή, που αποτέλεσε τον πυρήνα της οικονομικής και κοινωνικής προόδου εδώ και δύο αιώνες, υπονομεύεται σήμερα από την έλλειψη επενδύσεων για το μέλλον. Αν αυτό δεν αλλάξει, το μέλλον των νέων της Ευρώπης θα συνεχίσει να προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια».

Τρίτη, Απριλίου 11, 2006

H γενιά των χιλίων ευρώ



Δύο αντιφατικά μηνύματα έστειλε η χθεσινή ημέρα. Στη Γαλλία ηττήθηκαν το αμερικανικό οικονομικό μοντέλο, η αλαζονεία και ο αυταρχισμός. Στην Ιταλία, ήλθαν ουσιαστικά ισόπαλες η χυδαιότητα με την ανικανότητα. Τα διδάγματα είναι πολλαπλά.

Ο Κλάουντιο είναι ένας 27χρονος πτυχιούχος πανεπιστημίου που εργάζεται στο τμήμα μάρκετινγκ μιας πολυεθνικής του Μιλάνου. Κερδίζει 1.028 ευρώ τον μήνα, αλλά θα χάσει τη δουλειά του μόλις ολοκληρωθεί το πρότζεκτ για το οποίο προσλήφθηκε. Στη συνέχεια μπορεί να υπογράψει στην ίδια επιχείρηση μια καινούργια σύμβαση ή να αναζητήσει δουλειά αλλού. Μένει σε ένα προάστιο του Μιλάνου, μαζί με άλλα τρία άτομα που προσπαθούν κι αυτοί να τα βγάλουν πέρα με ένα ανάλογο εισόδημα. Είναι η λεγόμενη «γενιά των χιλίων ευρώ», και πρωταγωνιστεί σ' ένα βιβλίο που κυκλοφορεί προς το παρόν μόνο στο Διαδίκτυο (www.generazione1000.com). Σ' αυτήν τη γενιά ανήκουν και οι δύο συγγραφείς. Ο 30χρονος Αλεσάντρο Ριμάσα δηλώνει ότι δεν έχει κερδίσει ποτέ πάνω από 1.000 ευρώ εδώ και έξι χρόνια που τελείωσε την Αρχιτεκτονική. Για τον Αντόνιο Ινκόρβια, που είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος, ο Κλάουντιο αντιπροσωπεύει εκατομμύρια νέων ανθρώπων που αισθάνονται αόρατοι και υποτιμημένοι, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν εισβάλει τον τελευταίο καιρό δυναμικά στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης. Στη Γαλλία, πέτυχαν μια σημαντική νίκη με την απόσυρση του νόμου για εύκολη πρόσληψη - εύκολη απόλυση, που γίνεται ακόμα σημαντικότερη αν σκεφτεί κανείς ότι είχαν απέναντί τους όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς Τύπου. Ο εξευτελισμός των εμπνευστών αυτού του νόμου ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δύσκολα θα αποτολμήσει κάποιος στο προσεχές μέλλον να προχωρήσει σε ανάλογη πρόκληση. Στην Ιταλία, ο Κλάουντιο και η παρέα του ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους ανθρώπους που εξακολουθούν να διεκδικούν την αξιοπρέπεια και την κοινή λογική, με σκοπό να απομακρύνουν από την εξουσία έναν πρωθυπουργό που την τελευταία τετραετία είδε τα κέρδη της αυτοκρατορίας του να αυξάνονται κατά 56%.

H Κεντροαριστερά ήλπιζε να επωφεληθεί από αυτές τις εξελίξεις. Αλλά το παιχνίδι είναι πιο πολύπλοκο απ' ό,τι νομίζει. Όπως επισημαίνει ο Μαρκ Λαζάρ στη Ρεπούμπλικα, οι Γάλλοι σοσιαλιστές μπορεί να τάχθηκαν καθαρά τις τελευταίες εβδομάδες με το μέρος των φοιτητών, δεν έχουν ξεκαθαρίσει όμως τι μεταρρυθμίσεις θα προωθήσουν οι ίδιοι αν έλθουν στην εξουσία. Πώς θα συμβιβάσουν την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη με την ανάγκη για μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας; Πώς θα συμφιλιώσουν τις εσωτερικές τους αντιθέσεις ώστε να μπορέσουν να ακολουθήσουν μια πολιτική με συνοχή και αποτελέσματα; Όσο για την Ιταλία, η εναντίωση σ' έναν αδίστακτο άνθρωπο αποδείχθηκε ότι δεν είναι αρκετή για να φέρει μια καθαρή εκλογική νίκη. Εκτός από την άρνηση χρειάζονται και θέσεις. Εκτός από τις καταγγελίες, χρειάζεται και όραμα.

Ο αγώνας της «γενιάς των χιλίων ευρώ» συνεχίζεται.

Δευτέρα, Απριλίου 10, 2006

H ιστορία του Nέλιο



«Έχω ένα είδωλο στη ζωή μου: μια φωτογραφία που έχω κρατήσει πολλά χρόνια. Είμαι εγώ στα έντεκα χρόνια μου. Εκείνη την εποχή πίστευα απόλυτα στη φαντασία ως εργαλείο για τη διαχείριση της πραγματικότητας. Πίστευα ότι μπορώ να κάνω τα πάντα». Χένινγκ Μάνκελ

Ο Αντόνιο Μαρία Βας είναι ένας φούρναρης που δουλεύει στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης. Μια μέρα ακούει πυροβολισμούς από το θέατρο της πόλης, που έχει ιδρύσει και διευθύνει η εργοδότισσά του, μια εύπορη κυρία από την εποχή της πορτογαλικής κυριαρχίας. Πάνω στη σκηνή, μέσα σε μια λίμνη αίματος, βρίσκει ένα βαριά τραυματισμένο παιδί του δρόμου. Τον λένε Νέλιο, ο Βας έχει ακούσει πολλά γι' αυτόν: είναι από τους αρχηγούς των παιδιών του δρόμου, ένα αγόρι δυνατό και ευγενικό που απεχθάνεται τη βία. Ο Νέλιο τού ζητά να τον μεταφέρει στην ταράτσα. «Εκεί θέλω να μείνω», του λέει. «Εκεί θέλω να απελευθερώσω το πνεύμα μου». Τις επόμενες εννιά νύχτες, το παιδί διηγείται στον φούρναρη την ιστορία της ζωής του, κάθε νύχτα και ένα επεισόδιο. Την ένατη νύχτα, αφού διηγηθεί ποιος και γιατί του έριξε τη μοιραία σφαίρα, ο Νέλιο πεθαίνει. Την επομένη, ο Βας παρατάει τον φούρνο και αρχίζει να γυρίζει τον κόσμο για να διαδώσει την ιστορία του παιδιού.

«Ο φούρναρης κι εγώ είμαστε το ίδιο», λέει στην Ιντιπέντεντ ο Σουηδός συγγραφέας Χένινγκ Μάνκελ, ο οποίος άφησε στο τελευταίο του βιβλίο τον επιθεωρητή Κουρτ Βάλαντερ και ασχολήθηκε με ένα θέμα από την «άλλη του ζωή», στην Αφρική. Το 1987, αφού είχε ήδη γράψει και σκηνοθετήσει πολλά θεατρικά έργα στη Σουηδία, δέχθηκε μια πρόσκληση να διευθύνει το Τεάτρο Αβενίδα του Μαπούτο, το μοναδικό επαγγελματικό θέατρο της πόλης. Ήταν 39 ετών. Και αυτό που του έκανε αμέσως εντύπωση ήταν τα παιδιά του δρόμου που περικύκλωναν το θέατρο. «Θυμάμαι ένα επτάχρονο αγόρι, που το έβλεπα συχνά μαζί με τον δεκατετράχρονο αδελφό του. Όταν του μιλούσα, είχα την περίεργη αίσθηση ότι απέναντί μου βρισκόταν ένας άνθρωπος όχι επτά ετών, αλλά εβδομήντα. Όταν μιλάμε γι' αυτά τα παιδιά, αναφερόμαστε συνήθως στην τραγωδία της ζωής τους. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση: η σοφία τους, η αξιοπρέπειά τους και η τεράστια ικανότητά τους για επιβίωση».

Ο Μάνκελ ήθελε πάντα να γράψει ένα μυθιστόρημα με ήρωες αυτά τα παιδιά, αλλά δεν ήξερε από πού να το πιάσει. H λύση ήλθε ένα απ' αυτά τα μεσημέρια που είναι η ιερή ώρα του θεάτρου, ανάμεσα στην πρόβα και την παράσταση. Καθόταν στο έρημο θέατρο και κάτι έκανε, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα από μια δυνατή ριπή του ανέμου και εισέβαλαν στην αίθουσα οι ακτίνες του ήλιου. Ο «Χρονικογράφος των ανέμων» (που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες στα αγγλικά από τις εκδόσεις Harvill Secker) γεννήθηκε εκείνο ακριβώς το νανοδευτερόλεπτο.

Σάββατο, Απριλίου 08, 2006

Ο πολεμιστής που τα βλέπει όλα



Ολάντα σημαίνει «Ο πολεμιστής που τα βλέπει όλα». Και η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά του Ολάντα Μοϊσές Ουμάλα Τάσο είναι η οικογένειά του. Ο πατέρας του, ο δον Ισαάκ, είναι οπαδός μιας ναζιστοφασιστικής ιδεολογίας που δίνει έμφαση στη φυλή και τη στρατιωτική ιδεολογία, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού και μάχεται για τη χορήγηση αμνηστίας στους αντάρτες του Φωτεινού Μονοπατιού. H μητέρα του, η Ελένα, θεωρεί πως για να καθαρίσει το Περού πρέπει να εκτελεστούν όλοι οι ομοφυλόφιλοι, μαζί με τους δηλωμένους αμφιφυλόφιλους όπως είναι ο γνωστός συγγραφέας Χάιμε Μπαΐλι. Ο μεγάλος του αδελφός, ο Ουλίσες, του καταλογίζει ότι δεν είναι αρκετά αντι-χιλιανός, ότι δεν υποστηρίζει δηλαδή με αρκετή θέρμη την ανάκτηση των εδαφών που χάθηκαν κατά τον πόλεμο με τη Χιλή πριν από έναν αιώνα. Ένας άλλος του αδελφός, ο Ανταούρο, βρίσκεται στη φυλακή για συμμετοχή σε στρατιωτική ανταρσία κατά του απερχόμενου προέδρου Τολέδο. Μία από τις δύο αδελφές του λέγεται Ίμα Σουμάκ, στη μνήμη μιας τραγουδίστριας που είχε γίνει διάσημη τη δεκαετία του '50.

Ο Ολάντα Ουμάλα, ο οποίος ελπίζει να κατακτήσει στις αυριανές εκλογές τη μία από τις δύο πρώτες θέσεις που θα τον στείλουν τον ερχόμενο μήνα στον δεύτερο γύρο, είναι ένας άνθρωπος που δεν μιλάει πολύ. Το πρόγραμμά του, όμως, είναι αρκετά εύγλωττο ώστε να προκαλεί ανησυχία στους Αμερικανούς. Επισήμως, περιλαμβάνει την εθνικοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων (φυσικό αέριο και μεταλλεύματα), την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και τη νομιμοποίηση της καλλιέργειας και κατανάλωσης της κόκας. Ανεπισήμως - υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του - προβλέπει πολλά ακόμη μέτρα που ονειρεύεται ο δον Ισαάκ: την επιστροφή της θανατικής ποινής για τους δημοσίους υπαλλήλους που καταχρώνται δημόσιο χρήμα, την καθιέρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας για όλους και την παροχή κινήτρων σε όλα τα ζευγάρια να κάνουν όσο μπορούν περισσότερα παιδιά ώστε μέσα σε λίγα χρόνια ο πληθυσμός της χώρας να τετραπλασιαστεί και να φθάσει τα 108 εκατομμύρια!

Αυτό που ανησυχεί όμως περισσότερο απ' όλα τηνΟυάσιγκτον σε περίπτωση επικράτησης αυτού του πρώην αντισυνταγματάρχη είναι ο αντιαμερικανικός «άξονας» που θα δημιουργηθεί, ή μάλλον θα ενισχυθεί, στη Λατινική Αμερική. Ο άξονας αυτός περνάει ήδη από την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο, τη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες και τη Βολιβία του Έβο Μοράλες. Για να μην περάσει κι από το Περού, χρησιμοποιούνται διάφορα σύγχρονα μέσα. Όπως ένα πολεμικό παιχνίδι που κυκλοφορεί μέσω του Internet και παρουσιάζει έναν Ολάντα-Ράμπο να πυροβολεί καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και γκέι διανοούμενους που προσπαθούν να προφυλαχθούν κάτω από μια ομπρέλα με την επιγραφή «δημοκρατία».

Αλλά τους Περουβιανούς τούς ενδιαφέρουν άλλα πράγματα. Όπως ότι το ποσοστό της φτώχειας ξεπέρασε πέρυσι το 51%.

Παρασκευή, Απριλίου 07, 2006

Οι βάρβαροι δεν θα έλθουν ποτέ



«Μόνο ο Ναπολέων έχει κάνει περισσότερα από μένα. Αλλά εγώ είμαι σαφώς ψηλότερος». Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Φεβρουάριος 2006

Στο βιβλίο του «H Πολιτική του Φόβου», ο Φρανκ Φουρέντι αναλύει ένα συναίσθημα που καταβροχθίζει την πολιτική και τις εναλλακτικές λύσεις που προσφέρει η δημοκρατία. Ο πολίτης που θέλει να δοκιμάσει ένα νέο κυβερνητικό σχήμα και ένα διαφορετικό πρόγραμμα αντιμετωπίζεται με καχυποψία, οι αντιπαραθέσεις αποκτούν ακραία μορφή και η πολιτική αρκείται να καλλιεργεί τους φόβους από τους οποίους τρέφεται: φόβος της γρίπης των πτηνών, των μολυσμένων τροφών ή της τρομοκρατίας, φόβος των βίαιων διαδηλώσεων αλλά και των καθημερινών πολιτικών συγκεντρώσεων. H κοινωνία χωρίζεται σε διάφορες ομάδες, που όλες είναι παθητικές και ευάλωτες. Το αποτέλεσμα είναι η «υποβάθμιση της αντικειμενικότητας», ο κονφορμισμός, η αίσθηση αδυναμίας, το κατέβασμα του πήχυ. Ακόμη και το body politics προσαρμόζεται σε αυτή τη λογική. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, σημειώνει η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη Στάμπα, έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να αγγίζει με τα χέρια του όσους είναι δίπλα του όταν τον παίρνουν οι κάμερες, όπως κάνει κανείς για να προστατεύσει ένα τρομοκρατημένο παιδί.

Προϊόν αυτής της κουλτούρας του φόβου είναι αυτό που ο κοινωνιολόγος Σίμουρ Λίπσετ ονόμασε το 1958 «εξτρεμισμό του κέντρου». Οι εξτρεμιστές του κέντρου είναι εξωτερικά μετριοπαθείς. Στην πραγματικότητα, θεωρούν την πολιτική κάτι πολύ επισφαλές για να το ασκούν οι πολιτικοί, πιστεύουν πως οι διαιρέσεις σε μια κοινωνία δεν μπορούν να επιλυθούν και προσπαθούν να κυβερνήσουν όχι με συναίνεση, αλλά με διατάγματα. Κατά την άποψή τους, οι πρωθυπουργοί πρέπει να περιβάλλονται από κηδεμόνες που θα διασφαλίζουν τη συνέχεια και την τάξη. Οι δημοκρατικές εναλλαγές απαγορεύονται γιατί είναι επικίνδυνες.

H θανάτωση της πολιτικής δεν είναι ένα καινούργιο εργαλείο στα χέρια των κυβερνώντων, σημειώνει η Σπινέλλι. Ο πρόεδρος Μπους το έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα: το δόγμα των προληπτικών πολέμων είναι μια μηχανή του φόβου που αιχμαλωτίζει τα μυαλά πριν ακόμη ο κίνδυνος πάρει σάρκα και οστά. Ο Νικολά Σαρκοζί κτίζει τη δική του σταδιοδρομία πάνω στον πανικό. H χρήση του φόβου στην Ιταλία, όμως, είναι ψυχαναγκαστική και πλήττει με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο τον ιστό από τον οποίο είναι φτιαγμένη η δημοκρατική πολιτική: τον ελεύθερο διάλογο μεταξύ των πολιτών, την ψύχραιμη επιλογή μεταξύ προγραμμάτων, τη συμφιλίωση ανταγωνιστικών συμφερόντων. Κάθε υπόσχεση αλλαγής παρουσιάζεται ως συνταγή για το χάος και όποιος δίνει τέτοιες υποσχέσεις εμφανίζεται ως βάρβαρος με μια τεράστια δύναμη. H αλήθεια είναι βέβαια ότι οι βάρβαροι αυτοί δεν θα έλθουν ποτέ, όπως στο ποίημα του Καβάφη, για τον απλό λόγο ότι αυτοί που θα έλθουν δεν είναι βάρβαροι. Και για όποιον έκανε σημαία του τον φόβο, αυτό είναι μεγάλο κρίμα, γιατί οι βάρβαροι δεν ήταν γι' αυτόν το πρόβλημα αλλά η λύση - έστω «μια κάποια λύση».

Πέμπτη, Απριλίου 06, 2006

Tο λάθος του μεγιστάνα



Θεωριών συνωμοσίας τέλος: ο Μιλόσεβιτς πέθανε από φυσικά αίτια. H κληρονομιά που αφήνει στη Σερβία, όμως, είναι βαριά.

Το Πετς είναι μια πόλη που βρίσκεται στο Νοτιοδυτικό Κόσοβο. Από εδώ κατάγεται ένας κύριος που κατάφερε με αδιαφανείς διαδικασίες να γίνει ο πιο πλούσιος άνθρωπος της χώρας του, προτού ασχοληθεί με την πολιτική και καταλάβει την τρίτη θέση στις προεδρικές εκλογές του 2004 με ποσοστό 18%. H συνέχεια είναι σχεδόν προβλέψιμη: ο κύριος αυτός διώκεται σήμερα για σειρά κατηγοριών, όπως φοροδιαφυγή και κατάχρηση εξουσίας, αλλά έχει γίνει λαγός. Στη Ρωσία, όπου πιθανότατα έχει καταφύγει μαζί με με άλλους φυγόδικους, αυτούς τους τύπους τους ονόμασαν «ολιγάρχες». Στη Σερβία τους αποκαλούν απλώς tycoons.

Τη δεκαετία του '80, όταν η οικονομία της αγοράς άρχισε να κάνει τα πρώτα της βήματα στη Γιουγκοσλαβία, ο Μπογκολιούμπ Κάριτς ίδρυσε με τους αδελφούς του μια μικρή ιδιωτική επιχείρηση. Όπως γράφει η Ελέν Ντέσπιτς-Πόποβιτς στη Λιμπερασιόν, ο Μιλόσεβιτς τον είχε προσέξει από τότε. Κι όταν ανέλαβε την εξουσία και άρχισε να μοιράζει τα πόστα, του επέτρεψε να ανοίξει την πρώτη ιδιωτική τράπεζα του Βελιγραδίου. Στη συνέχεια, ο Κάριτς απέκτησε τον έλεγχο της Mobtel, της πρώτης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που ιδρύθηκε από κοινού με το κράτος το 1994, ενώ αγόρασε ακόμη τη ΒΚ Television, τρίτο σε τηλεθέαση κανάλι, και ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Τα συμφέροντά του επεκτείνονταν εκείνη την εποχή σε 15 χώρες, αλλά η τύχη του ήταν δεμένη με εκείνη του Μιλόσεβιτς. Όταν ο τελευταίος ανατράπηκε, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. H κυβέρνηση Τζίντζιτς αποφάσισε να φορολογήσει τα extra profits (παράνομα κέρδη) που είχε αποκομίσει τα προηγούμενα χρόνια και να εξετάσει τη νομιμότητα της ίδρυσης της τράπεζάς του. Εκείνος απάντησε όπως ακριβώς ο Μπερλουσκόνι: με τη δημιουργία ενός προσωποπαγούς κόμματος που το ονόμασε Pokret Snaga Serbije. Snaga, στα σερβικά, σημαίνει «δύναμη» - μία σαφής παραπομπή στο κόμμα Φόρτσα Ιτάλια του Ιταλού πρωθυπουργού. Αλλά ο Κάριτς υπερτίμησε τη δύναμή του. Και όταν άρχισε να εξαγοράζει τις ψήφους βουλευτών του εύθραυστου κυβερνητικού συνασπισμού και να απειλεί ότι θα τον ανατρέψει, ολόκληρη η πολιτική και δικαστική εξουσία στράφηκε εναντίον του.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, οι αρχές προχώρησαν στην εθνικοποίηση της Mobtel και τη σύλληψη τριών στελεχών της: όπως αποδείχθηκε, το κράτος δεν εισέπραξε ποτέ μερίσματα, αφού η εταιρεία εμφανιζόταν με πλαστούς ισολογισμούς να μην έχει κέρδη. Το επόμενο βήμα φαίνεται ότι θα είναι η άρση της άδειας λειτουργίας της ΒΚ Television. Από την εξορία του, ο Κάριτς καταγγέλλει ότι είναι θύμα πολιτικών διώξεων. Και υπό μία έννοια έχει δίκιο. Όπως σημειώνει ο Μίσα Μπέρκιτς, συντάκτης του περιοδικού Ekonomist και μέλος της πρώτης επιτροπής κατά της διαφθοράς που δημιουργήθηκε στη Σερβία, «όλοι οι άλλοι tycoons που έκαναν περιουσίες την εποχή του Μιλόσεβιτς βρίσκονται πάντα στις θέσεις τους και εξακολουθούν να πλουτίζουν». Μάλλον ήταν πιο έξυπνοι. Ή πιο ρεαλιστές.

Τετάρτη, Απριλίου 05, 2006

Tο δίλημμα της Λορεντάνα



Λέγεται Λορεντάνα Σουπίνο. Είναι 36 ετών. Κερδίζει 900 ευρώ τον μήνα. Είναι έγκυος στον όγδοο μήνα. Ο Ρομάνο Πρόντι θα έπρεπε να την έχει κάνει ψηφοφόρο του. Αλλά δεν ξέρει πώς να την πλησιάσει. Ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει.

Ένας στους τέσσερις Ιταλούς παραμένει αναποφάσιστος και μετά το δεύτερο ντιμπέιτ ανάμεσα στους δύο κυριότερους αντιπάλους. Το 68,7% αυτών των αναποφάσιστων είναι γυναίκες. Αλλά οι στατιστικές είναι αφηρημένα πράγματα: βοηθούν στη χάραξη στρατηγικών χωρίς να προάγουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Ένας δημοσιογράφος της Ρεπούμπλικα αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει με το στατιστικά «τέλειο μείγμα» του αναποφάσιστου, μια γυναίκα που δεν βλέπει τηλεόραση, δεν διαβάζει εφημερίδα, δεν πηγαίνει στην εκκλησία ούτε στον κινηματογράφο, θεωρεί την πολιτική απόμακρη και αδιάφορη, αλλά παρά ταύτα είναι αποφασισμένη την ερχόμενη Κυριακή να ψηφίσει. Ο πατέρας της είναι θαυμαστής του Μουσολίνι, κι έτσι εκείνη έδωσε την περασμένη φορά την ψήφο της στον Μπερλουσκόνι. Αλλά ο Καβαλιέρε την απογοήτευσε και τώρα δεν ξέρει τι να κάνει.

Ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι προσπαθεί να προσεγγίσει τη Λορεντάνα Σουπίνο ζητώντας τη γνώμη της για τα μεγάλα θέματα της προεκλογικής εκστρατείας. Τι πρέπει να γίνει με τους μετανάστες; «Να ελέγχουμε την πόρτα, αλλά να την κρατήσουμε ανοιχτή: εμείς οι Ιταλοί υπήρξαμε μετανάστες και δεν θα μας άρεσε να μας θεωρούν ανεπιθύμητους ή εγκληματίες». Ελεύθερη συμβίωση, γάμοι ομοφυλοφίλων, πώς της φαίνονται αυτά τα πράγματα; «Στο σπίτι του μπορεί να κάνει κανείς ό,τι θέλει, αρκεί να μην ενοχλεί τους άλλους. Αυτό είναι το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη». Αν γυρίζοντας στο σπίτι βρει έναν διαρρήκτη, είναι σωστό να τον πυροβολήσει; «Ναι, έχουμε δικαίωμα να υπερασπιζόμαστε την ιδιοκτησία μας». Ήταν σωστό να μεταβούν Ιταλοί στρατιώτες στο Ιράκ; «Δεν πιστεύω ότι ήταν μια ελεύθερη επιλογή της Ιταλίας. Της το επέβαλαν. Πρέπει να μπορούμε να αποφασίζουμε μόνοι μας». Μπορεί ο ιδιοκτήτης καναλιών, εφημερίδων και άλλων επιχειρήσεων να είναι ταυτόχρονα και πρωθυπουργός; «Φυσικά. Εγώ, αν είχα όλα αυτά τα πράγματα, θα ήθελα να μπορώ να στραφώ και στην πολιτική». Την τρομάζει η ιδέα ότι το παιδί που περιμένει μπορεί μια μέρα να έχει μια επισφαλή δουλειά; «Ναι. Έχω μια μόνιμη και εγγυημένη δουλειά σε ένα διαφημιστικό γραφείο και δεν θα την άλλαζα ποτέ για μια δουλειά καλύτερα αμειβόμενη, αλλά λιγότερο ασφαλή».

Ο δημοσιογράφος βρίσκεται σε αδιέξοδο. Οι απαντήσεις της γυναίκας ισορροπούν με θαυμαστή ακρίβεια ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Αποπειράται μια τελευταία ερώτηση. Δεν θα έπρεπε να διαλέξει το κόμμα που υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί της; H απάντηση είναι αφοπλιστική. «Γιατί, από μένα εξαρτάται;». Ο Πρόντι, ο Μπερτινότι, η Αριστερά, θα έπρεπε να την έχουν πείσει πως, ναι, από εκείνη εξαρτάται.

Τρίτη, Απριλίου 04, 2006

Ο Γκόγια γνώριζε



«Το σημαντικό σ' έναν πίνακα δεν είναι αυτά που απεικονίζονται σε πρώτο πλάνο, αλλά αυτά που φαντάζεται κανείς να εκτυλίσσονται στο βάθος. Πρέπει να έχεις χρόνο για να καταλάβεις έναν πίνακα, όπως συμβαίνει άλλωστε με τη ζωή». Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε

Ο Γάλλος στρατιώτης κείτεται νεκρός στο κάτω αριστερό μέρος του πίνακα, μόνος, μέσα σε μια λίμνη αίματος. «Του έκοψαν τον λαιμό και τους τένοντες, γι' αυτό μοιάζει με μαριονέτα», σχολιάζει ο Πέρεθ-Ρεβέρτε. «Είναι πραγματικά νεκρός. Ο Γκόγια γνώριζε». Καβάλα στ' άλογο, ο Μαμελούκος κραδαίνει το μαχαίρι του, αλλά είναι τρομοκρατημένος, ξέρει ότι το πλήθος θα τον λυντσάρει, βλέπει άλλωστε έναν άνδρα μπροστά του να έχει ρίξει έναν άλλον Μαμελούκο από τ' άλογο και να τον μαχαιρώνει με μανία. «Κοιτάξτε την τρέλα στα μάτια του: σκοτώνει, εκπληρώνει την πιο αρχαία πράξη της ανθρωπότητας».

Ο Ισπανός συγγραφέας ξέρει για τι πράγμα μιλάει: υπήρξε πολεμικός ανταποκριτής επί είκοσι χρόνια, προτού εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία και αφοσιωθεί στο γράψιμο. Ήταν παρών στη Σρεμπρένιτσα, είδε με τα μάτια του «να σκοτώνουν τα παιδιά όπως στη βιβλική εποχή, να στήνουν στον τοίχο όποιον είχε τρίχες στα γεννητικά του όργανα». H φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου είναι ο πόλεμος, λέει στον δημοσιογράφο της «Ελ Παΐς» με τον οποίο επισκέφθηκε το Μουσείο Πράδο για να σχολιάσουν πίνακες που απεικονίζουν μάχες. Αφύσικα είναι τα υπόλοιπα: η ευτυχία, η ζωή, το να μην υποφέρεις. Ζούμε όλοι τα δεκαπέντε λεπτά που προηγούνται της εκτέλεσής μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να διαλέξουμε πώς θα τα ζήσουμε. Αν γνωρίζουμε αυτό που μας περιμένει και αποφασίσουμε να διατρέξουμε αυτά τα μέτρα ελεύθερα, προτού μας βρουν οι σφαίρες, τότε αυτά τα λίγα μέτρα αποκτούν ένα υπέροχο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.

Το τελευταίο βιβλίο του Πέρεθ-Ρεβέρτε, που κυκλοφόρησε πριν από έναν μήνα στην Ισπανία, λέγεται «Ο ζωγράφος των μαχών». Πρωταγωνιστής είναι ένας φωτογράφος που έχει καλύψει όλους τους πολέμους, έχει γίνει διάσημος κι αποφάσισε να κλειστεί σ' έναν πύργο για να φιλοτεχνήσει τη μάχη των μαχών. Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη ενός πρώην στρατιώτη από την Κροατία, που του λέει ότι ήλθε να τον σκοτώσει. Μαζί του θα μιλήσει για ώρες ο ζωγράφος για την τέχνη του, σ' αυτόν θα εκμυστηρευτεί τις αναμνήσεις του και τα μυστικά του. «Οι άνθρωποι που έχουν γνωρίσει τον πόλεμο έχουν κάτι που οι άλλοι δεν το έχουν», λέει ο Ισπανός συγγραφέας. «Ο Γκόγια γνώριζε. Είδε τον πόλεμο. Το αίμα στους πίνακές του είναι πραγματικό αίμα. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις "Καταστροφές του Πολέμου" του, καμιά φωτογραφία, καμιά τηλεοπτική εικόνα δεν είναι τόσο αποτελεσματική. Ορισμένοι σοκάρονται με αυτά που γίνονται στο Ιράκ, όμως ο Γκόγια τα έχει ζωγραφίσει όλα εδώ και δύο αιώνες. Ο Γκόγια γνώριζε».

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

Θαυμασμός, μίσος, οίκτος



«Οι Γάλλοι αποτελούν το πιο λαμπρό και το πιο επικίνδυνο έθνος στην Ευρώπη, συγχρόνως δε το ιδανικότερο για να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, μίσους, οίκτου ή τρόμου, αλλά ποτέ αδιαφορίας». Αλέξις ντε Τοκβίλ

H ΕΠΙΣΤΟΛΗ. «Αγαπημένε μου πατέρα. H γενιά που διευθύνει σήμερα τη Γαλλία έχει βγει από μια περίοδο ισχυρής ανάπτυξης και έχει σπουδάσει εκείνη την ευλογημένη περίοδο που ήταν αρκετό να δουλεύεις για να προοδεύεις. Σήμερα, η δουλειά και οι σπουδές δεν είναι πια αρκετές. Το χειρότερο όμως δεν είναι η έλλειψη δυναμισμού της οικονομίας και ο κοινωνικός μαρασμός. Είναι ότι απέναντι σ' αυτά τα προβλήματα η γενιά μας αισθάνεται πως δεν την καταλαβαίνουν και, ακόμη σημαντικότερο, δεν τη στηρίζουν. Αποτελεί καινούργιο φαινόμενο στην Ιστορία της ανθρωπότητας μια γενιά υπερήφανη για την επιτυχία της να αποστρέφει το βλέμμα από τα προβλήματα της επόμενης γενιάς και να ανέχεται η κατάσταση να είναι χειρότερη από αυτή που η ίδια έζησε. Λες πάντα ότι πρέπει να γινόμαστε αυτό που θέλουμε να γινόμαστε. Αλλά πώς; Αυτή η εποχή κι αυτή η χώρα είναι τόσο θλιβερές...». Αλίς Ρουφό (25 ετών, απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών).

H ΝΥΞΗ. Μετά το διάγγελμα που απηύθυνε την περασμένη Παρασκευή ο πρόεδρος Σιράκ, ο ηγέτης του κεντροδεξιού κόμματος UDF Φρανσουά Μπερού δήλωσε: «Για να αποφύγουμε την κρίση, διακινδυνεύουμε τη γελοιότητα. Ελπίζω να μην αποκτήσουμε και τα δύο».

H ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ. Σύμφωνα με τον ποιητή και πρωθυπουργό Ντομινίκ ντε Βιλπέν, «η Γαλλία μοιάζει με τη γυναίκα που λαχταρά να την πάρουν». Όμως η Γαλλία δεν είναι ούτε μια γυναίκα ούτε μια οικογένεια ή ένα κοπάδι, επισημαίνει στη Λιμπερασιόν ο ιστορικός Τιερύ Πες. Οι ανταγωνισμοί που τη διαπερνούν είναι βαθείς, αλλά η ηγετική τάξη δεν μπορεί να τους δει, να τους νιώσει, να τους διαχειριστεί.

H ΔΡΑΣΗ. «Οι νέοι, μαθητές ή φοιτητές, από το κέντρο ή από τα προάστια, διαδηλώνουν για να πάρουν στα χέρια τους το μέλλον τους», γράφει στην ίδια εφημερίδα ο Μπρουνό Ζυλιάρ, πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών της Γαλλίας (Unef). «Τους έλεγαν ατομιστές, διαλέγουν τη συλλογική δράση. Το σημαντικό σήμερα δεν είναι ποιος θα βγει νικητής από αυτό το μπρα-ντε-φερ, αλλά να έχει το δικαίωμα η νεολαία αυτής της χώρας να κτίσει το μέλλον της».

H ΑΠΑΝΤΗΣΗ. «Αγαπημένη μου κόρη. Αν έχεις δίκιο, είναι τρομερό για τη γενιά μου. Παρά ταύτα, η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων, μου φαίνεται ο μοναδικός τρόπος για να βγούμε από αυτή τη σύγκρουση. Και εξακολουθώ να πιστεύω στη σημασία των εξετάσεων, των διπλωμάτων, της μαθητείας. H εργασία είναι μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία που έχει κάποιος για να κτίσει την προσωπικότητά του και να αποκτήσει αυτοεκτίμηση. Να δουλεύεις καλά και να μη με θεωρείς υπερβολικά γέρο». Μαρσέλ Ρουφό (παιδοψυχίατρος).

Σάββατο, Απριλίου 01, 2006

H επικαιρότητα του Tζων Στιούαρτ Mιλ


«Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ό,τι αντίκειται σε αυτή». Τζων Στιούαρτ Μιλ, «Ωφελιμισμός», εκδ. Πόλις, μετάφραση Φιλήμων Παιονίδης.

Δύο είναι οι βασικές έννοιες που ανέπτυξε ο μεγάλος βρετανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα: ο ωφελιμισμός και η ελευθερία. Σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι ακολουθούσαν παθητικά τους κανόνες που πίστευαν ότι τους είχε στείλει ο Θεός, ο Μιλ υποστήριξε ότι μοναδικό κριτήριο για να αξιολογηθεί ο ηθικός χαρακτήρας μιας πράξης είναι η αύξηση της συλλογικής ευτυχίας και η μείωση του συλλογικού πόνου. Και ο καλύτερος τρόπος να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ευτυχία είναι να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ελευθερία. Πρέπει να υπάρχει απόλυτη ελευθερία ανάπτυξης της ανθρώπινης φύσης προς απεριόριστες, ακόμη και αλληλοσυγκρουόμενες κατευθύνσεις. Δεν υπάρχει μία και μόνη μορφή ευτυχίας που περιμένει να την ανακαλύψουμε. Μόνο μέσα από τον διαρκή πειραματισμό μπορεί κάθε άνθρωπος να φτάσει στη δική του, προσωπική ευτυχία.

Οι αρχές αυτές είναι ιδιαίτερα επίκαιρες στην εποχή μας, όπου οι κοινωνίες είναι οργανωμένες με σχεδόν αποκλειστικό στόχο την αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Ο ωφελιμιστής φιλόσοφος Ρίτσαρντ Λάγιαρντ, τιμώντας με τον δικό του τρόπο τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Μιλ, σημείωσε πρόσφατα ότι παρόλο που η Βρετανία διπλασίασε τον τελευταίο μισό αιώνα τον εθνικό της πλούτο, οι Βρετανοί δεν δηλώνουν σήμερα πιο ευτυχισμένοι. Γιατί; Επειδή ο άνθρωπος είναι σαν τον πίθηκο: αντλεί την ευτυχία του από τον σεβασμό που τρέφουν απέναντί του οι άλλοι. Όταν οι ανισότητες αυξάνονται, όταν βλέπουμε τους πλούσιους να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον μέσο όρο, αισθανόμαστε ανασφαλείς και δυστυχείς. Μήπως λοιπόν πρέπει να μελετήσουμε την πρόταση του Μιλ για ανακατανομή του πλούτου και επιβολή ενός υψηλού φόρου κληρονομιάς που θα εμποδίζει την ανάπτυξη μιας τάξης «ανάξιων πλουσίων»; Μήπως πρέπει να επιδιώξουμε τη μεγιστοποίηση της Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας;

Εξίσου πολύτιμες είναι οι θέσεις του βρετανού φιλοσόφου για την ισότητα και την ελευθερία. Δεν είναι τυχαίο ότι γενναίες μουσουλμάνες, όπως η σομαλικής καταγωγής ολλανδή βουλευτής Αγιαάν Χίρσι Άλι, συνιστούν στις ομόθρησκές τους να διαβάσουν την «Υποταγή των γυναικών». Κάθε φορά που κάποιος πολιτικός προσπαθεί να επιβάλει περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, γράφει ο Γιόχαν Χάρι στην Ιντιπέντεντ, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να διαβάσουμε μερικές σελίδες από το «Περί ελευθερίας». Ο Μιλ ήξερε ότι η βάση της ελευθερίας είναι η σύγκρουση. Ένας από τους λόγους που ο χριστιανισμός έχασε (στη Βρετανία, τουλάχιστον) τη δύναμή του να καταπιέζει και να τρομοκρατεί είναι ότι αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής και σάτιρας. Ο μόνος τρόπος να χάσει το ισλάμ τον καταπιεστικό του χαρακτήρα, ιδίως στις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους, είναι να υποστεί κάτι αντίστοιχο. Ακόμη και μέσα από κακόγουστα σκίτσα.