Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2009

Δημοσιογραφική ηθική στον ψηφιακό κόσμο





«Ο γερουσιαστής Μπερντ, 91 ετών, μπήκε στο νοσοκομείο ύστερα από πτώση επειδή σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Μήπως να μπει κάποιο όριο στις θητείες; Να υπάρξει μια ηλικία συνταξιοδότησης; Να επικρατήσει η κοινή λογική;».

Αυτό είναι ένα από τα tweets (σχόλια έως 130 χαρακτήρων) που έστειλε τον τελευταίο καιρό ο Ράτζου Ναρισέτι, υπεύθυνος της ιστοσελίδας της Ουάσιγκτον Ποστ, που συμμετέχει συχνά και στις συσκέψεις της εφημερίδας. Ο κύκλος στον οποίο απευθύνονταν αυτά τα σχόλια ήταν στενός, κάπου 90 φίλοι και συνεργάτες, κι έτσι ο Ναρισέτι αισθανόταν πως μπορούσε να γράφει ελεύθερα. «Δεχόμαστε να αυξάνεται το ομοσπονδιακό έλλειμμα όταν έχουμε πόλεμο, αλλά υποσχόμαστε να μην το αυξήσουμε ούτε κατά 1 δολάριο για το σύστημα υγείας. Κρίμα», έγραψε μια άλλη ημέρα. Ώσπου κτύπησε το καμπανάκι.

Την περασμένη Παρασκευή, όλοι οι εργαζόμενοι έλαβαν ένα σημείωμα από τον διευθυντή με τη διευκρίνιση ότι ισχύει αμέσως. «Είμαι υποχρεωμένος να σας υπενθυμίσω ότι οι δημοσιογράφοι της Ουάσιγκτον Ποστ παραμένουν πάντα δημοσιογράφοι της Ουάσιγκτον Ποστ », τόνιζε ο Μίλτον Κόλμαν. «Όταν χρησιμοποιούμε λοιπόν τα κοινωνικά δίκτυα, πρέπει να φροντίζουμε ώστε τίποτα απ΄ όσα κάνουμε να μη θέτει σε αμφισβήτηση την αντικειμενικότητά μας». Οι δημοσιογράφοι γνώριζαν ότι πρέπει να τηρούν ορισμένους κανόνες δεοντολογίας. Τώρα μαθαίνουν ότι οι κανόνες αυτοί επεκτείνονται και σε χώρους όπως το Facebook και το Τwitter. Το να είσαι μέλος μιας συγκεκριμένης ομάδας στο Facebook, το να είσαι «φίλος» με έναν συγκεκριμένο πολιτικό, το να εκφράζεις ακόμη και έμμεσα μια συγκεκριμένη πολιτική ή θρησκευτική άποψη, μπορεί να πλήξει την εικόνα της εφημερίδας σου. Η διατήρηση αυτών των δραστηριοτήτων σε ιδιωτικό επίπεδο, όπου δεν έχει δηλαδή πρόσβαση το ευρύ κοινό, δεν αποτελεί δικαιολογία: οτιδήποτε εμφανίζεται στο ηλεκτρονικό πεδίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα κείμενα, αλλά και τα βίντεο και τις φωτογραφίες.

Περισσότερο κι από το περιεχόμενο του υπομνήματος, αυτό που ενόχλησε πολλούς δημοσιογράφους ήταν το ύφος του. «Εντάξει, θα περιοριστώ σε σχόλια για τον καιρό και το φαγητό», απάντησε με καυστικό τρόπο ο ενεργός τουίτερ Χάουαρντ Κουρτς. «Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί έχουν ανάγκη από συζήτηση, όχι από περιορισμούς», σχολίασε ο Στιβ Μπάτρι. Ο ίδιος ο Ναρισέτι αποφάσισε να κλείσει τον λογαριασμό του στο Τwitter για να μην έχει φασαρίες. Το τελευταίο του σχόλιο, όμως, ήταν δηλητηριώδες: «Μερικά στελέχη των μέσων ενημέρωσης, αν και παρουσιάζονται ως θιασώτες της ελεύθερης έκφρασης, ακολουθούν δύο μέτρα και δύο σταθμά σε ό,τι αφορά τις προσωπικές απόψεις».

Ανάλογες οδηγίες, πάντως, έχουν δοθεί και σε άλλες εφημερίδες, συχνά μάλιστα με πιο χονδροειδή τρόπο: «Μην τουιτάρετε για προσωπικά ζητήματα αν είστε υπάλληλος της Dow Jones», λένε στη Γουόλ Στριτ Τζέρναλ. Η συζήτηση θα έρθει και στην Ευρώπη, είναι σίγουρο.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009

Γερμανικά παράδοξα





Η επιτυχία της Άγγελα Μέρκελ οφείλεται στο ότι ακολουθεί μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική, έλεγε προχθές ο Γκίντερ Γκρας στηΡεπούμπλικα. Τελικά, αυτή η εκλογική αναμέτρηση ήταν η αποθέωση των παραδόξων.

Παράδοξο πρώτο: η πολιτικός που πανηγύριζε χθες για την εκλογική της νίκη είχε μόλις οδηγήσει το κόμμα της στο χειρότερο ποσοστό της τελευταίας 60ετίας. Η Άγγελα Μέρκελ, που μέχρι τώρα κυβερνούσε χωρίς να έχει ιδιαίτερες τριβές με τους Σοσιαλδημοκράτες εταίρους της, θα δέχεται την επόμενη τετραετία τριπλή πίεση. Από τους Ελεύθερους Δημοκράτες, που θα ζητούν μείωση της φορολογίας, συρρίκνωση του κράτους και διευκόλυνση των απολύσεων. Από τους Χριστιανοκοινωνιστές, που θα αντιδρούν σε οποιοδήποτε άνοιγμα στον κοινωνικό τομέα. Και από μια σκληρή αντιπολίτευση Σοσιαλδημοκρατών, νεοκομμουνιστών και Πρασίνων. Η καγκελάριος μπορεί επιτέλους να σχηματίσει τον συνασπισμό που ήθελε. Αλλά γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα έχει πια δικαιολογίες στο θέμα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.

Παράδοξο δεύτερο: σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, που έπληξε ιδιαίτερα τη γερμανική οικονομία, ο μεγαλύτερος νικητής των εκλογών είναι το κόμμα με τις πιο προχωρημένες νεοφιλελεύθερες θέσεις. Η νίκη του Γκίντο Βεστερβέλε οφείλεται ασφαλώς σε έναν βαθμό στο ότι ΔΕΝ μετείχε την τελευταία τετραετία στον κυβερνητικό συνασπισμό. Μεγάλο ρόλο παίζει χωρίς αμφιβολία και η προσωπικότητά του. Όπως και να το κάνουμε, όμως, η εκτίναξη του FDΡ κοντά στο 15% αντανακλά κι έναν κάποιο μαζοχισμό των Γερμανών. Πονάμε, αλλά μας αρέσει.

Παράδοξο τρίτο: ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών μπορεί να ηγηθεί της πολυπόθητης ενότητας της Αριστεράς. Όσο μετείχαν στην κυβέρνηση, οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν αναγκασμένοι να αποκλείουν τη συνεργασία με το κόμμα της Αριστεράς σε εθνικό επίπεδο. Τώρα που περνούν στην αντιπολίτευση μπορούν σιγά σιγά να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Το πρώτο τους μέλημα, πάντως, θα είναι να βρουν τον διάδοχο του Φραντς Μιντερφέρινγκ, που αναμένεται να παραιτηθεί από την προεδρία του κόμματος. Θα είναι ο δήμαρχος του Βερολίνου, ο δηλωμένος ομοφυλόφιλος Κλάους Βόβερεϊτ; Η 39χρονη Αντρέα Νάλες, επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας;

Παράδοξο τέταρτο: οι Πράσινοι πέτυχαν το καλύτερο ποσοστό της ιστορίας τους, αλλά η ατμόσφαιρα που επικρατούσε την Κυριακή το βράδυ στα γραφεία τους θύμιζε κηδεία. «Αισθάνομαι πικρία», είπε η μία από τους δύο αρχηγούς του κόμματος, η Κλάουντια Ροτ. Ο λόγος ήταν ότι το κόμμα απέτυχε και στους δύο στόχους που είχε θέσει: να εμποδίσει τη συγκρότηση μιας συντηρητικής κυβέρνησης και να γίνει το τρίτο κόμμα στο Κοινοβούλιο. Όπως επισημαίνει το Σπίγκελ, οι Πράσινοι θα αναζητήσουν τα επόμενα χρόνια μια στρατηγική για την επιστροφή τους στην κυβέρνηση. Εκτός κι αν κάποια στελέχη τους ανταποκριθούν από τώρα σε κάποια ανοίγματα της Μέρκελ. Η συγκυβέρνηση των δύο κομμάτων στο Αμβούργο μπορεί να δείξει τον δρόμο.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009

Μια πραγματίστρια που λύνει προβλήματα





«Αφήστε ελεύθερη τη Μέρκελ για να δείξει τι είναι πραγματικά ικανή να κάνει», ζητούσε πριν από λίγο καιρό οΕκόνομιστ. Μα οι λευκές επιταγές δεν είναι στην εποχή μας λιγάκι επικίνδυνες;

Το 2004, για τα πεντηκοστά της γενέθλια, η Άγγελα Μέρκελ κάλεσε στην έδρα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος διάφορους πολιτικούς, μεταξύ των οποίων και τον Γκίντο Βεστερβέλε. Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων ρώτησε αν μπορούσε να φέρει μαζί και τον σύντροφό του. Η Μέρκελ όχι μόνο απάντησε καταφατικά, αλλά έβαλε το ζεύγος να καθήσει δίπλα στον τότε πρωθυπουργό της Βαυαρίας και προσωπικό της αντίπαλο Έντμουντ Στόιμπερ. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν την επομένη προκάλεσαν μέγα σκάνδαλο, ο υπερσυντηρητικός Στόιμπερ έγινε έξαλλος και η καγκελάριος δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της για το καψώνι που του έκανε.

Τέσσερα χρόνια μετά την ανάδειξή της στην καγκελαρία, πόσοι μπορούν να ισχυριστούν ότι γνωρίζουν πραγματικά την Άγγελα Μέρκελ; Και πόσο πιθανό είναι να επιστρέψει τώρα στο προσκήνιο ο παλιός, φιλελεύθερος εαυτός της, η πολιτικός που υποστήριζε ότι πρέπει να μειωθεί δραστικά ο ρόλος του κράτους και να ενθαρρυνθούν οι πολίτες να γίνουν πιο υπεύθυνοι; Ο βιογράφος της και πρώην υπουργός Γκερντ Λάνγκουτ το αποκλείει. «Δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο ιδεολογικά παγιδευμένο, αλλά για μια πραγματίστρια που λύνει προβλήματα και συλλαμβάνει με ακρίβεια το zeitgeist, το πνεύμα της εποχής», λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς.

Η νικήτρια των χθεσινών εκλογών διαφέρει από τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Δεν διαθέτει τον κυνισμό του Σαρκοζί ούτε τον λαϊκισμό του Μπερλουσκόνι. Μπορεί να έκανε τις ιδεολογικές της τούμπες για να αποσείσει τις ευθύνες της για την οικονομική κρίση, αλλά δεν έφτασε το θράσος του Μπαρόζο, που από εκπρόσωπος του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη έγινε υπερασπιστής του κοινωνικού κράτους. Σύμφωνα με έναν εξέχοντα σύμβουλό της, από τις εκλογές του 2005 και την τετραετή συγκυβέρνηση με τους σοσιαλδημοκράτες που ακολούθησε πήρε δύο μαθήματα. Πρώτον, ότι οι ηγέτες δεν πρέπει να επιζητούν τα ιδανικά αποτελέσματα, αλλά να επικεντρώνονται στο πολιτικά εφικτό. Δεύτερον, ότι η προώθηση μιας μη δημοφιλούς πολιτικής για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα καταλήγει να υπονομεύσει τους στόχους αυτής της πολιτικής.

Σε συνέντευξή του στη Μοντ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ υποστηρίζει ότι τόσο η Μέρκελ όσο και ο Σταϊνμάγιερ είναι περισσότερο τεχνοκράτες παρά πολιτικοί ηγέτες, κάτι που καθιστά την πολιτική ζωή της Γερμανίας ανιαρή. Οι άνθρωποι αυτοί - τονίζει- κάνουν για τις Βρυξέλλες, όχι για το Βερολίνο. Διπλό το φάουλ του συμπαθούς οικολόγου. Πρώτον, η Κομισιόν δεν (θα έπρεπε να) είναι δεξαμενή ανιαρών ανθρώπων, αλλά εργαστήριο πρωτοβουλιών και ιδεών. Δεύτερον, ένας άνθρωπος που εγκατέλειψε την πολιτική- στην οποία διακρίθηκε - για να κερδίσει χρήματα ως σύμβουλος επιχειρήσεων θα έπρεπε να σέβεται περισσότερο εκείνους που παραμένουν στο πολιτικό παιχνίδι.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 26, 2009

Κόσοβο ντεκαφεϊνέ





Θέλουμε να αποκτήσουμε όλα τα δυνατά προϊόντα, απαλλαγμένα όμως από την τοξική τους ουσία: αυτό είναι, σύμφωνα με τον Σλοβένο φιλόσοφο Σλαβόι Ζίζεκ, το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Έχουμε καφέ χωρίς καφεΐνη, ζάχαρη χωρίς ζάχαρη, κόκα-κόλα λάιτ και μπίρα χωρίς αλκοόλ. Με την ίδια λογική, θέλουμε και ένα Κόσοβο ανεξάρτητο μεν, αλλά ντεκαφεϊνέ. Όσο οι Αλβανοί ήταν τα θύματα της επιθετικότητας των γειτόνων τους, όσο ήταν παθητικοί και αποπολιτικοποιημένοι, η Δύση τούς υποστήριζε και τους συμπαραστεκόταν. Μόλις όμως τόλμησαν να περάσουν τα σύνορα της χώρας τους, χαρακτηρίστηκαν προβληματικοί μετανάστες. Μόλις αποφάσισαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους, κατηγορήθηκαν αμέσως για εθνικισμό, ισλαμικό φονταμενταλισμό και διάφορους άλλους εγκληματικούς-ισμούς.

Ο Ζίζεκ δεν κατηγορεί τους Κοσοβάρους για τον έντονο φιλοαμερικανισμό τους. «Δεν ανήκω στους υποκριτές και κλαψιάρηδες αριστερούς που σας προσάπτουν ότι πουληθήκατε στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό», λέει σε συνέντευξή του στο Βαλκανικό Ερευνητικό Πληροφοριακό Δίκτυο (ΒΙRΝ). Όταν κάποιος είναι βυθισμένος στην καταστροφή μέχρι τον λαιμό, κι όταν βλέπει την ευρωπαϊκή Αριστερά να απουσιάζει, πιάνεται από το χέρι και του διαβόλου ακόμα αν πιστεύει ότι θα τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Υπάρχει όμως για όλα ένα τίμημα. Αρκεί μια ματιά στον χάρτη για να αντιληφθεί κανείς ότι το Κόσοβο βρίσκεται υπό πολύ στενό έλεγχο και έχει ελάχιστα περιθώρια κινήσεων. Ένας τέτοιος γεωπολιτικός αστερισμός, όμως, δεν αποτελεί την καλύτερη βάση για την επίτευξη μιας μακροπρόθεσμης σταθερότητας.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να ενωθεί, ας πούμε, το Κόσοβο με την Αλβανία; Ο Ζίζεκ δεν φτάνει μέχρι αυτό το σημείο. Θα μπορούσαν όμως οι ηγέτες του Κοσόβου να ανοίξουν τα σύνορα με την Αλβανία- οι Δυτικοί λατρεύουν τα ανοιχτά σύνορα! Θα μπορούσε, επίσης, να γίνουν κάποιες μικρές ανταλλαγές εδαφών: να δώσει το Κόσοβο ένα κομμάτι της Μιτροβίτσα στη Σερβία με αντάλλαγμα ένα τμήμα της Νοτιοδυτικής Σερβίας όπου οι Αλβανοί αποτελούν πλειοψηφία. Χρειάζεται βέβαια μια διεθνής βοήθεια για την αποτροπή των εκρήξεων. Πάνω απ΄ όλα, όμως, θα πρέπει οι Κοσοβάροι να πάψουν να επιζητούν βραχυπρόθεσμα κέρδη. Ο πρωθυπουργός Χασίμ Θάτσι έχει παρομοιάσει τη χώρα του με ένα παιδί που μεγαλώνει. Ας προσέξει λοιπόν να μη γίνει το παιδί στα είκοσί του παχύσαρκο! Το καλύτερο που μπορεί να κάνει το Κόσοβο, κι ας φαίνεται λίγο αντιδραστικό, είναι να συγκροτήσει έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό. Σοβαρά υπουργεία, αξιόλογους δημοσίους υπαλλήλους. Με άλλα λόγια, πρέπει να οικοδομήσει αυτό ακριβώς που όλοι οι διαφωνούντες φοβόντουσαν και κατήγγελλαν στην κομμουνιστική εποχή: μια ισχυρή κρατική γραφειοκρατία.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2009

Είμαστε όλοι απατεώνες!





Πρόκειται, ομολογουμένως, για ένα μεγάλο στοίχημα: σε μια χώρα σαν την Ιταλία, με έναν πρωθυπουργό σαν τον Μπερλουσκόνι, να βγάζεις μια εφημερίδα χωρίς καμιά οικονομική στήριξη.

Λέγεται Ιl Fatto Quotidiano (Το Καθημερινό Γεγονός). Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά την περασμένη Τετάρτη και μέσα σε λίγες ώρες είχε εξαφανιστεί από τα περίπτερα. Αποτελείται από 16 έγχρωμες σελίδες, κοστίζει 1,20 ευρώ, θα κυκλοφορεί κάθε μέρα εκτός Δευτέρας και στους συνεργάτες της περιλαμβάνονται αρκετά γνωστά ονόματα, όπως ο δημοσιογράφος Φούριο Κολόμπο, ο μπλόγκερ Μάρκο Τραβάλιο και ο συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι. Το αρχικό της κεφάλαιο είναι 600.000 ευρώ και προέρχεται κατά 70% από επιχειρηματίες και κατά το υπόλοιπο 30% από δημοσιογράφους, που θα αποτελούν ελέγχουσα μειοψηφία. Ο στόχος είναι η πώληση μέσω συνδρομών: ήδη έχουν γραφτεί 27.000 συνδρομητές, τα δύο τρίτα των οποίων για την ηλεκτρονική μορφή της εφημερίδας. Για να μειωθεί το κόστος, η εφημερίδα έχει μόνο οκτώ συντάκτες πλήρους απασχόλησης και διανέμεται μόνο στις μεγάλες πόλεις.

«Γιατί βγάζετε μια εφημερίδα αυτή τη στιγμή, που ο παγκόσμιος Τύπος αντιμετωπίζει κρίση επιβίωσης και ο ιταλικός Τύπος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας;» ρώτησε η Ρεπούμπλικα τον διευθυντή της εφημερίδας Αντόνιο Παντελάρο, άλλοτε διευθυντή της Ουνιτά. «Μας το ζήτησαν πολλοί συνάδελφοι, Ιταλοί και ξένοι. Και πιστεύουμε ότι ειδικά αυτή την περίοδο είναι αναγκαία μια αντίδραση των δημοσιογράφων». Η εφημερίδα θα ασκεί έντονη κριτική στον Μπερλουσκόνι, χωρίς όμως να ασχολείται ιδιαίτερα με τα σεξουαλικά σκάνδαλα. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι οι σχέσεις του πρωθυπουργού με τη Μαφία και η προέλευση της οικονομικής του αυτοκρατορίας. Και για να έχει όσο το δυνατόν λιγότερες παρτίδες με τη δικαιοσύνη, συνεργάζεται με τους δύο πιο εξειδικευμένους δικηγόρους της Ιταλίας στον χώρο της ενημέρωσης.

Τον τελευταίο καιρό ο Καβαλιέρε έχει πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις του εναντίον του Τύπου. Δεν δίστασε να καταθέσει μήνυση για δυσφήμηση εναντίον της Ρεπούμπλικα και της Ουνιτά, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τους δημοσιογράφους της πρώτης farabutti (απατεώνες). Από την ημέρα εκείνη, πολλοί αναγνώστες της εφημερίδας στέλνουν καθημερινά τη φωτογραφία τους στην εφημερίδα με την ένδειξη: «Είμαστε κι εμείς απατεώνες!». Πάνω από 420.000 Ιταλοί και ξένοι έχουν υπογράψει ώς τώρα ένα κείμενο υπέρ της ελευθερίας του Τύπου. Και στις 3 Οκτωβρίου προγραμματίζεται μεγάλη διαδήλωση στη Ρώμη με αυτό το περιεχόμενο. Όταν η αντιπολίτευση κοιμάται, όταν το Κοινοβούλιο ψηφίζει νόμους που χορηγούν ασυλία για οποιοδήποτε αδίκημα μπορεί να αγγίζει τον πρωθυπουργό και τον κύκλο του, οι δημοσιογράφοι δείχνουν να παίρνουν πάνω τους το καθήκον της αντίστασης.

Όπως γράφει και ο Γάλλος κοινωνιολόγος Αλαίν Τουραίν, «η υπεράσπιση της Ρεπούμπλικα είναι ο πιο ενεργός τρόπος να συνειδητοποιήσει η ιταλική κοινή γνώμη πόσο έχει υποβαθμιστεί η δημοκρατία στα χέρια του Μπερλουσκόνι».

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2009

Η αβάν-γκαρντ της ελευθερίας






Στις 4 Δεκεμβρίου 1989, έναν μήνα σχεδόν μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, πέντε γυναίκες χτύπησαν την πόρτα της Στάζι, στην Ερφούρτη. «Μπορούμε να περάσουμε;» ρώτησαν.

Μέσα στη γενική σύγχυση που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες, οι γυναίκες κατόρθωσαν όχι μόνο να μπουν στα γραφεία της ανατολικογερμανικής μυστικής αστυνομίας, αλλά και να τα καταλάβουν. «Δεν ξέραμε τίποτα, ούτε πού βρίσκονταν τα αρχεία. Ήταν σαν φάρσα», θυμάται μία από τις γυναίκες, η Βερένα Κισέλκα, που ο πατέρας της είχε φυλακιστεί επειδή βοηθούσε ανθρώπους να διαφύγουν από τη χώρα. Οι γυναίκες δεν ήξεραν καν αν οι δυνάμεις της τάξης θα στρέφονταν εναντίον τους. Το βέβαιο είναι πως όταν το επεισόδιο αυτό έγινε γνωστό, ακολούθησαν και άλλες καταλήψεις, με αποτέλεσμα να επισπευτεί η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και να αποτραπεί η καταστροφή εκατομμυρίων αρχείων της Στάζι.

Οι πέντε μαχητικές γυναίκες παρουσίασαν χθες το βράδυ στη Δρέσδη μια παράσταση με τίτλο «Τέχνη και Εξουσία», ενταγμένη στην έκθεση «Οhne Uns» (Χωρίς Εμάς) που θα διαρκέσει μέχρι τις 17 Ιανουαρίου. Επικεφαλής των γυναικών ήταν μια άλλη πρώην διαφωνούσα, η Γκαμπριέλε Στέτζερ, που έμεινε έναν χρόνο στη φυλακή επειδή υπέγραψε μια επιστολή υποστήριξης προς τον εξόριστο συνθέτη Βολφ Μπίρμαν. Μετά την αποφυλάκισή της, ίδρυσε μαζί με την Κισέλκα και μερικές ακόμη γυναίκες μια καλλιτεχνική ομάδα που έγινε γνωστή ως Εxterra ΧΧ και άρχισε να χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για να εκφράζει τη δυσαρέσκειά της. Οι γυναίκες οργάνωναν επιδείξεις μόδας, γύριζαν ταινίες και παρουσίαζαν διάφορα χάπενινγκ, χρησιμοποιώντας για κοστούμια αντικείμενα όπως κεραίες τηλεοράσεων. Οι εκδηλώσεις γίνονταν συνήθως σε σπίτια- αφού η χρησιμοποίηση δημόσιων χώρων απαγορευόταν- και η ανταπόκριση ήταν ενθουσιώδης: οι Ανατολικογερμανοί εκμεταλλεύονταν οποιαδήποτε ευκαιρία για να εκφραστούν εκτός των επίσημων καναλιών και η μόδα προσέφερε την ιδανική διέξοδο.

Όπως γράφουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, η Εxterra ΧΧ δεν τα έβαλε μόνο με τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και με τους ανδροκρατούμενους κύκλους διαφωνούντων λογοτεχνών που ήταν γεμάτοι με πληροφοριοδότες της Στάζι. Αντίθετα, καμιά από τις γυναίκες δεν έγινε καταδότης. Αν και η ομάδα δεν είχε αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, ορισμένα μέλη της εντάχθηκαν στην οργάνωση «Γυναίκες για την Αλλαγή» που τον Οκτώβριο του 1989 έστειλε μια ανοιχτή επιστολή προς τον Έριχ Χόνεκερ, ζητώντας του να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις για να σωθεί η χώρα. Δύο μήνες αργότερα ακολούθησε η κατάληψη της Στάζι. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, η Στέτζερ και η Κισέλκα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Η πρώτη το ΄ριξε στο γράψιμο, η δεύτερη στα ταξίδια. Και οι δύο όμως δεν έπαψαν να ερευνούν σε βάθος τις εμπειρίες τους με τη Στάζι. Χθες συναντήθηκαν ξανά και αντιπαρέβαλαν τις εμπειρίες τους. «Προσπάθησαν να καταργήσουν το μέλλον μου», είπε κάποτε η Κισέλκα. Ε, λοιπόν, δεν τα κατάφεραν.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009

Μυρωδιά καμένης σάρκας





Βλέποντας χθες κανείς τον Νετανιάχου στις συναντήσεις του με τον Ομπάμα και τον Αμπάς, για ένα πράγμα μπορούσε να στοιχηματίσει: ότι την ταινία «Λίβανος» ούτε την είδε ούτε πρόκειται να τη δει.

Η πρώτη φορά που ο Σαμουέλ Μαόζ προσπάθησε να γράψει το σενάριο ήταν το 1988, έξι χρόνια μετά τον πρώτο πόλεμο στο Λίβανο. Κι αυτό που θυμάται είναι η μυρωδιά της καμένης σάρκας. Αλλά δεν τα κατάφερε, ήταν ακόμα πολύ νωρίς, μόλις τελείωνε μια σελίδα πήγαινε στην τουαλέτα και ξερνούσε. Τα χρόνια περνούσαν, ο Μαόζ εργαζόταν στον τομέα της διαφήμισης, ώσπου το 2006 ξέσπασε ο δεύτερος πόλεμος του Λιβάνου. Συνειδητοποίησε τότε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι είχαν περάσει 25 χρόνια και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Δεύτερον, ότι είχε φτάσει 45 χρονών και δεν είχε κάνει τίποτα ουσιαστικό στη ζωή του. Άρχισε έτσι να γράφει ξανά. Και ξαφνικά δεν μπορούσε να σταματήσει. Ολοκλήρωσε το σενάριο μέσα σε τέσσερις εβδομάδες.

Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον πόλεμο του 1982 από τους άλλους πολέμους στους οποίους έχει εμπλακεί το Ισραήλ; Γιατί έχουν γυριστεί ώς τώρα τρεις ταινίες για εκείνο τον πόλεμο (συμπεριλαμβανομένου του συγκλονιστικού «Βαλς με τον Μπασίρ») και καμία για τον Πόλεμο των Έξι Ημερών; Επειδή στους άλλους πολέμους τηρήθηκαν κάποιοι κανόνες, λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Μαόζ, που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό Φεστιβάλ της Βενετίας. Κάθε στρατός είχε σαφείς στόχους, αναγνωρίσιμες στολές, ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης για το οποίο πολεμούσε. Στον Λίβανο δεν υπήρχε τίποτα, κανένας κανόνας, μονάχα τρέλα στην ατμόσφαιρα. Μια μέρα διέταξαν τους στρατιώτες να βομβαρδίσουν κάποιες γειτονιές, εκείνοι αντέδρασαν, «μα ζουν άνθρωποι εκεί πέρα», είπαν, «δεν είναι άνθρωποι, είναι τρομοκράτες», τους διαβεβαίωσαν, αλλά φυσικά ήταν ψέμα. Ο Μαόζ ξέρει καλά γιατί μιλάει, έλαβε μέρος σ΄ εκείνο τον πόλεμο, βρισκόταν σ΄ ένα τανκ σαν κι αυτό όπου εκτυλίσσεται η ταινία.

Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους σημερινούς σαραντάρηδες ή πενηντάρηδες του Ισραήλ κι εκείνους που ήταν παιδιά στο Ολοκαύτωμα: οι πρώτοι, ή εν πάση περιπτώσει ένα μέρος τους, δεν θεωρούν ότι η χώρα τους αντιμετωπίζει κίνδυνο επιβίωσης. Και αναγνωρίζουν την ανάγκη να αλλάξουν τα πράγματα. Όταν τελείωσε η ταινία, ο Μαόζ την έδειξε σε διάφορες ομάδες θεατών, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν αριστεροί. Και η αντίδρασή τους ήταν θετική. Ο Ισραηλινός σκηνοθέτης δεν θα ξεχάσει επίσης την αντίδραση του πλούσιου επιχειρηματία στον οποίο είχε απευθυνθεί ζητώντας χρηματοδότηση για την ταινία του. Στην αρχή ήταν άνετος και σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά όσο προχωρούσε η αφήγηση η σιγουριά αυτή άρχισε να κλονίζεται, ώσπου κάποια στιγμή ξέσπασε σε λυγμούς. «Είμαι ένας δειλός», έλεγε. «Είμαι ένας δολοφόνος. Είμαι ένα τίποτα».

Ο Νετανιάχου κλείνει σε λίγες μέρες τα εξήντα. Κι αυτό το κλάμα, το λυτρωτικό, μάλλον δεν θα το γνωρίσει ποτέ.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2009

Τι να σκέφτεται ο Χου;



Ενα ερώτημα με βασανίζει τον τελευταίο καιρό, και είμαι σίγουρος ότι βασανίζει και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία: τι να σκέφτονται άραγε στην Κίνα για τις ελληνικές εκλογές; Πώς αντιμετωπίζει ο πρόεδρος Χου Τζιντάο την προοπτική πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα; Τι σκοπεύει να κάνει ο πρωθυπουργός Ουεν Ζιαμπάο για να εξασφαλίσει το συντομότερο δυνατό συνάντηση με τον Γιώργο Παπανδρέου;
Αυτά αναρωτιόμουν, κι είπα να αναζητήσω τις απαντήσεις επιτόπου. Με άλλα λόγια, θα βρίσκομαι στην Κίνα - μαζί με άλλους έλληνες και ευρωπαίους δημοσιογράφους - από αύριο μέχρι τις 20 του μήνα. Ελπίζω ότι θα τα λέμε από εκεί. Να είστε όλοι καλά!

Όταν η ανεντιμότητα είναι αρετή





«Όποιος προσπαθεί να διδάξει μικρά παιδιά πώς να συμπεριφέρονται βρίσκεται αργά ή γρήγορα αντιμέτωπος με την εξής δυσκολία: πώς να συμφιλιώσει το “μη λες ψέματα” με το “μην είσαι αγενής”». Μπέρτραντ Ράσελ

Δύο ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρουνέλ, η Έμιλι Φιντς και ο Στέφαν Φαφίνσκι, μελέτησαν το θέμα της εντιμότητας και έφτασαν στο συμπέρασμα ότι στις σημερινές κοινωνίες δεν υπάρχει συναίνεση για το περιεχόμενο αυτής της λέξης. Όλοι συμφωνούν βέβαια ότι το να κάψεις το σπίτι σου για να εισπράξεις την ασφάλεια είναι μια ανέντιμη πράξη. Ο ταξιτζής που εξαπατά έναν αλλοδαπό και του παίρνει περισσότερα χρήματα για μια κούρσα είναι επίσης κατά γενική αποδοχή ανέντιμος. Θα μπορούσε όμως να αποδοθεί εύκολα ο ίδιος χαρακτηρισμός σε κάποιον που αγοράζει πειρατικά CD από έναν πλανόδιο, κατεβάζει δωρεάν τραγούδια από το Ιnternet ή βάζει στην τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ που βρίσκει στον δρόμο;

Η έννοια της εντιμότητας μεταβάλλεται τόσο με τον χρόνο όσο και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Ο Βρετανός καθηγητής φιλοσοφίας Α.Σ. Γκρέιλινγκ γράφει στους χθεσινούς Τάιμς πως ζήτησε μια μέρα από έναν ιθαγενή στην Κεντρική Αφρική οδηγίες για να πάει με το αυτοκίνητό του σε μια κοντινή πόλη. Εκείνος του έδειξε την κατεύθυνση προς την οποία ήταν στραμμένο το αυτοκίνητο, όχι επειδή εκεί ήταν η πόλη, αλλά επειδή θεωρούσε μεγάλη αγένεια να του πει ότι έκανε λάθος. Στις ανατολικές κουλτούρες, το ψέμα δεν είναι απλώς αναπόφευκτο, αλλά επιβεβλημένο. Στο Ιράν, για παράδειγμα, συνηθίζεται να λέει κάποιος ιδιαίτερα κολακευτικά πράγματα σε έναν επισκέπτη και να του προσφέρει το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, καθώς και τον ίδιο του τον εαυτό ως σκλάβο. Δεν εννοεί βέβαια τίποτα απ΄ όλα αυτά. Αλλά αυτό δεν τον καθιστά ανέντιμο.

Η μετατόπιση και επέκταση αυτών των «γκρίζων ζωνών» καθιστά δύσκολη τη λειτουργία της δικαιοσύνης, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες. Όταν οι ένορκοι καλούνται να αποφασίσουν αν ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε σύμφωνα με τα «κριτήρια των λογικών και εντίμων ανθρώπων», βρίσκονται συχνά μπροστά στην αναγκαιότητα να προσδιοριστούν αυτά τα κριτήρια. Έντιμος είναι κάποιος τον οποίο μπορείς να εμπιστευθείς, και η εμπιστοσύνη αποτελεί βασικό συστατικό για τη λειτουργία μιας κοινωνίας. Κανείς δεν θα ανεβεί σε ένα αεροπλάνο αν έχει αμφιβολίες για την εντιμότητα των μηχανικών που είναι υπεύθυνοι για τη συντήρησή του. Είναι όμως άραγε ανέντιμος κάποιος που κάνει προσωπικά τηλεφωνήματα από το γραφείο του; Αποτελεί ανεντιμότητα το να πεις σε μια κυρία κάποιας ηλικίας ότι το απαίσιο φόρεμα που φόρεσε της πάει πολύ; Η Εκκλησία της Σκωτίας διδάσκει ότι «είναι αμαρτία να λες μια άκαιρη αλήθεια». Μήπως λοιπόν η ανεντιμότητα αποτελεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις αρετή;

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2009

Υπηρέτες του ιμπεριαλισμού





Όλα τα πράγματα έχουν δύο όψεις. Και είναι αναγκαίο να τις λαμβάνουμε υπόψη και τις δύο, ώστε να μην παρασυρόμαστε από το συναίσθημα και να κρίνουμε αντικειμενικά.

Πάρτε, ας πούμε, τον Μάικλ Μουρ και την τελευταία του ταινία κατά του καπιταλισμού που προβλήθηκε στη Βενετία. Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε προχθές, άστραψε και βρόντηξε για τις τράπεζες, τους δολοφόνους της Ουόλ Στριτ και τον Τύπο, ιδιαίτερα τον γραπτό, που «έχει υποταχθεί πλήρως στον νόμο του κέρδους και τη διαφήμιση». Μία ημέρα νωρίτερα, σε μια πιο κλειστή συνέντευξη Τύπου που είχε οργανώσει το περιοδικό Variety, η κατάσταση ήταν κάπως πιο πολύπλοκη. Ένας ανεξάρτητος Νορβηγός δημοσιογράφος πήρε τον λόγο και είπε ότι ζήτησε από τη νορβηγική εταιρεία διανομής συνέντευξη με τον σκηνοθέτη, για να λάβει την απάντηση ότι κοστίζει 2.000 ευρώ. Ο Μουρ προσπάθησε να κάνει πλάκα («Μόνο τόσα σου ζήτησαν;»), προτού διαψεύσει κατηγορηματικά ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τότε πετάχτηκαν είκοσι δημοσιογράφοι απ΄ όλο τον κόσμο κι άρχισαν να φωνάζουν ότι το ίδιο είχε ζητηθεί κι από αυτούς. «Έχετε αποδείξεις;» ζήτησε να μάθει ο σκηνοθέτης. «Φυσικά, έχω όλα τα e-mail», απάντησε ο Άγγλος δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μάικλ. Παρενέβη τότε ο εκδότης του Variety και βεβαίωσε ότι το θέμα θα διερευνηθεί.

Ή πάρτε τον Όλιβερ Στόουν, τον δεύτερο Αμερικανό σκηνοθέτη που έκανε τον Δημήτρη Δανίκα να γράψει χθες ότι η μισή του καρδιά στην Αμερική βρίσκεται. Η τελευταία αγάπη τού Στόουν φέρει το όνομα Ούγκο Τσάβες και η ταινία του «Νοτίως των συνόρων», που προβλήθηκε χθες στη Βενετία, περιγράφει πώς η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης στην Αμερική έχουν δαιμονοποιήσει τόσο τον πρόεδρο της Βενεζουέλας όσο και άλλους αριστερούς Λατινοαμερικανούς ηγέτες σαν τον Μοράλες της Βολιβίας και την Κίρσνερ της Αργεντινής. Κατά σατανική σύμπτωση (ή μήπως δεν είναι σύμπτωση;), η ισπανική Ελ Παΐς δημοσίευσε χθες δισέλιδο ρεπορτάζ με τις διώξεις των δημοσιογράφων που σημειώνονται στον «μπολιβαριανό άξονα», δηλαδή στη Βενεζουέλα και τους συμμάχους της. Πώς να την κατηγορήσεις κι αυτήν για δαιμονοποίηση;

Η κυβέρνηση του Τσάβες ανακοίνωσε το Σάββατο το κλείσιμο 29 ραδιοφωνικών σταθμών, που θα προστεθούν στους 34 οι οποίοι έκλεισαν τον Αύγουστο. Ο πρόεδρος του Ισημερινού Ραφαέλ Κορέα ζήτησε πριν από μία εβδομάδα την ανάκληση της άδειας του καναλιού Τeleamazonas και αρκετών ραδιοφωνικών σταθμών. Στη Βολιβία έχουν σημειωθεί τους τελευταίους εννιά μήνες ενενήντα επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων. Και στην Αργεντινή, το προεδρικό ζεύγος έχει εξαπολύσει επίθεση εναντίον του μεγαλύτερου εκδοτικού ομίλου της χώρας, του Clarin. «Τα τρία τελευταία χρόνια, οι πρόεδροι αυτών των χωρών λαμβάνουν μέτρα για να μας προκαλέσουν ασφυξία», καταγγέλλει ο Ενρίκε Σάντος, πρόεδρος της Διαμερικανικής Ένωσης Τύπου που εκπροσωπεί 1.300 έντυπα της Νότιας Αμερικής. Το επιχείρημα είναι πάντα το ίδιο: τα μέσα ενημέρωσης υπηρετούν τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 07, 2009

Δεν μετανιώνει για τίποτα





Το κυριότερο μάθημα που έχει διδαχθεί δεν το έμαθε στο Πανεπιστήμιο, αλλά στον δρόμο: όσο πιο έμπειρος είναι ένας μπάτσος, τόσο λιγότερο επικίνδυνος είναι. Όσο για τους τύπους των ΒΑC, είναι τρελαμένοι, καουμπόηδες που διασκεδάζουν.

Στο βιογραφικό του ξεχωρίζουν τέσσερις σταθμοί. 25/1/1984: γεννιέται σ΄ ένα προάστιο της Τουλούζης. Χειμώνας 2008: γίνεται διάρρηξη στο σπίτι του από πέντε ένοπλους κουκουλοφόρους, που τον σημαδεύουν με το πιστόλι στον κρόταφο. 19/3/2009: χάνει το μάτι του από βολή flash-ball ενός αστυνομικού. Απρίλιος 2009: χωρίζει με τη φίλη του, με την οποία ήταν μαζί έναν χρόνο. Προφανώς εκείνη δεν άντεχε να κοιμάται μ΄ έναν μονόφθαλμο. Αλλά ο Ζοάν Σελσίς δεν μετανιώνει για τίποτα, «non, je ne regrette rien» όπως έλεγε κάτι δεκαετίες πριν μια συμπατριώτισσά του. Από κάθε εμπειρία βγαίνει σοφότερος, άρχισε πάλι να οδηγεί, και υπάρχουν μέρες που φεύγει εντελώς από το μυαλό του εκείνο το μοιραίο επεισόδιο στην Τουλούζη. Αλλά τη δημοσιότητα τη θέλει, μπορεί να τον βοηθήσει για να βρει ποιος τον πυροβόλησε. Και μετά;

Σε διαδηλώσεις πήγαινε πέντε χρόνια, και προφανώς θα συνεχίσει να πηγαίνει. Δεν ήταν κανένας άπειρος δηλαδή, ίσα ίσα. Επιπλέον γνώριζε ότι οι Ταξιαρχίες κατά του Εγκλήματος, οι περίφημες ΒΑC, είναι πλέον εξοπλισμένες με flash-ball, το «ακίνδυνο όπλο» του Σαρκοζί, και ότι στα τέλη του 2007 ένας μαθητής είχε χάσει σε μια διαδήλωση το μάτι του. Αλλά η φοιτητική διαδήλωση εκείνης της ημέρας ήταν ειρηνική. Και βρισκόταν πια στο τέλος της. «Είχαμε σχηματίσει μια ανθρώπινη αλυσίδα στον δρόμο», λέει στη Λιμπερασιόν. «Οπισθοχωρούσαμε σταδιακά, έχοντας απέναντί μας τις ΒΑC και τα CRS. Ήμασταν στη διαδικασία της αποχώρησης, κι έλεγα στους άλλους, ψυχραιμία, ο κίνδυνος πέρασε. Τότε ακριβώς άρχισαν οι βολές». Μια λαστιχένια σφαίρα των 44 χιλιοστών τον βρήκε πάνω από το μάγουλο. Παρ΄ όλο που η αδρεναλίνη κάλυπτε τον πόνο, κατάλαβε αμέσως ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ακρωτηριασμός. Γλίτωσε όμως τη μόνιμη παραμόρφωση.

Ο Σελσίς δεν ήταν άνθρωπος των συγκρούσεων. Στα επτά του χρόνια άρχισε να παίζει βιολοντσέλο, κι ακόμη και σήμερα η αγαπημένη του μουσική είναι ο Μπρελ, ο Φερρέ, οι Doors. Του άρεσε πάντα να διαβάζει, νύχτες ολόκληρες περνούσε μελετώντας φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία. Αλλά τις εφημερίδες δεν τις χωνεύει, προτιμά να ενημερώνεται από το Διαδίκτυο και τον εναλλακτικό Τύπο, η «Λιμπέ» είναι υπερβολικά σοσιαλδημοκρατική για τα γούστα του, θα την έλεγε μάλιστα «σοσιαλ-προδότρα». Τι ψηφίζει; Το 2002 το έριξε στους τροτσκιστές, αλλά τον απογοήτευσαν κι αυτοί, η ίδρυση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος αποτελεί στρατηγικό λάθος, «δεν παίρνεις την εξουσία για να κάνεις την επανάσταση, η εξουσία δεν είναι ελαστική, πρέπει πρώτα να την καταστρέψεις για να κτίσεις κάτι άλλο».

Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι, κάθε άποψη είναι σεβαστή, το μάτι του ο άνθρωπος γιατί έπρεπε να το χάσει;

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 05, 2009

Δεν είμαστε μηχανές





Σε μια πρόσφατη συνάντηση των υπαλλήλων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με την προϊσταμένη τους, ένας από αυτούς διατύπωσε ένα παράδοξο αίτημα: «Θα μπορούσατε, σας παρακαλώ, να μας επιτρέψετε να χρησιμοποιούμε στους υπολογιστές μας έναν πλοηγό που λέγεται Firefox;» ρώτησε ο Τζιμ Φινκλ, καταχειροκροτούμενος από τους συναδέλφους του. «Τον χρησιμοποιούσα στην προηγούμενη δουλειά μου, στην Εθνική Γεωδιαστημική Υπηρεσία, και είναι ένα λογισμικό ασφαλέστερο από τα άλλα». Η Χίλαρι δεν κατάλαβε την ερώτηση. Γιατί να μη μπορεί ένας εργαζόμενος να χρησιμοποιήσει όποιο λογισμικό θέλει; Παρενέβη τότε ένας αξιωματούχος του υπουργείου κι άρχισε να εξηγεί ότι το Firefox μπορεί να είναι δωρεάν, αλλά στην πραγματικότητα είναι ακριβό, χώρια που είναι επικίνδυνο- και άλλα τέτοια ακατάληπτα.

Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, σημειώνει ο Farhad Μanjoo στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα Slate. Εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν στη δουλειά τους «έξυπνα» λογισμικά επειδή έτσι αποφασίζουν κάποιοι υπεύθυνοι με επιχειρήματα ανάλογα μ΄ εκείνα που χρησιμοποιούν οι υπεύθυνοι ασφαλείας στα αεροδρόμια. Κάποιοι πρέπει να ζητούν άδεια για να εγκαταστήσουν ένα πρόγραμμα, ακόμη κι αν είναι μια απλή και αθώα εφαρμογή. Κάποιοι άλλοι δεν έχουν πρόσβαση σε ένα πλήθος ιστοσελίδων, ώστε να μην απασχολούνται την ώρα της δουλειάς τους. Οι απαγορεύσεις αυτές οδηγούν συχνά σε φαιδρές καταστάσεις. Ένας σκιτσογράφος που ήθελε να ερευνήσει τα οθωμανικά σπαθιά του 14ου αιώνα για τους σκοπούς μιας εικονογράφησης διαπίστωσε ότι η πρόσβαση στις σχετικές ιστοσελίδες απαγορεύεται αφού εμπίπτει στην κατηγορία «όπλα»...

Αυτό που δεν γνωρίζουν οι υπεύθυνοι των απαγορεύσεων είναι ότι με τον τρόπο αυτό πλήττουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Ο Μπρεντ Κόρκερ, καθηγητής του μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, πραγματοποίησε πρόσφατα έρευνες για τις επιδόσεις δύο ομάδων εργαζομένων, από τις οποίες η μία είχε πρόσβαση στο Διαδίκτυο και η άλλη όχι. Όπως διαπίστωσε, η παραγωγικότητα της πρώτης ομάδας ήταν κατά 9% μεγαλύτερη από εκείνη της δεύτερης. Η εξήγηση; Ότι δεν είμαστε μηχανές. Όσοι μπορούσαν να σερφάρουν στο Διαδίκτυο έκαναν μικρά διαλείμματα στη διάρκεια της εργασίας τους, με αποτέλεσμα να είναι πιο παραγωγικοί από εκείνους που ήταν υποχρεωμένοι να είναι συνεχώς κολλημένοι στο αντικείμενό τους.

Η Google όχι μόνο δεν επιβάλλει κανέναν περιορισμό στους υπαλλήλους της, αλλά τους ενθαρρύνει να επιδίδονται σε δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με τη δουλειά τους. Στην Ρixar, οι εργαζόμενοι είναι ελεύθεροι να παρακολουθούν μαθήματα κινηματογράφου, ζωγραφικής ή σχεδίου. Στη Νetflix, ο καθένας μπορεί να πάρει όση άδεια θέλει από τη στιγμή που έχει κάνει τη δουλειά του. Οι πιο καινοτόμες επιχειρήσεις είναι εκείνες που δεν είναι αυστηρές με το προσωπικό τους.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2009

Η πληροφορία δεν ήταν πρόωρη





«Ελλάς-Γαλλία-συμμαχία», πόσα χρόνια, πόσες δεκαετίες πριν ακουγόταν αυτό το σύνθημα; Σήμερα, οι πολιτικές πραγματικότητες των δύο χωρών δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικές.

Την ώρα που ο Κώστας Καραμανλής μετρά αντίστροφα για το τέλος της πρωθυπουργίας του- αν όχι και της πολιτικής του σταδιοδρομίας- ο Νικολά Σαρκοζί απολαμβάνει την παντοδυναμία του και φωτογραφίζεται να χαϊδεύει την κοιλιά της γοητευτικής συζύγου του. Την ώρα που οι Έλληνες σοσιαλιστές ετοιμάζονται να αναλάβουν την εξουσία, οι Γάλλοι ομοϊδεάτες τους συζητούν ακόμη και την προοπτική διάλυσης του κόμματός τους και ίδρυσης κάποιου άλλου που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις προκλήσεις της εποχής. Στην πραγματικότητα, η κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο, τα αδιέξοδα είναι μεγάλα στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, ακόμη και τη Σουηδία. Και ο ενθουσιασμός που, δικαίως, επικρατεί αυτές τις ημέρες στο ΠΑΣΟΚ δεν θα πρέπει να επισκιάσει τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει.

Αλλά ας επιστρέψουμε στη Γαλλία. Ο διευθυντής του Νουβέλ Ομπζερβατέρ Ζαν Ντανιέλ γράφει πως όταν ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί ανήγγειλε στην αρχή του καλοκαιριού τον θάνατο του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, εκφράζοντας μάλιστα και την ικανοποίησή του γι΄ αυτό, όλοι περίμεναν ότι η απάντηση που θα του δινόταν θα ήταν αντίστοιχη με το σχόλιο που έκανε ο Μαρκ Τουέν όταν μια εφημερίδα ανήγγειλε τον θάνατό του: «Η πληροφορία είναι κάπως πρόωρη». Όχι μόνο δεν έγινε αυτό, αλλά ξεκίνησε μια πλούσια ανταλλαγή απόψεων για το περιεχόμενο, τους στόχους και την ίδια την αναγκαιότητα ενός σοσιαλιστικού κόμματος στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.

«Ας πέσουν τα τείχη, η ακινησία στο κόμμα θυμίζει την κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολική Γερμανία», αναφώνησε ο εθνικός γραμματέας του κόμματος Αρνό Μοντεμπούρ. «Η Αριστερά δεν έχει μελετήσει επαρκώς τις νέες μορφές αλληλεγγύης, και ιδιαίτερα την πρόσβαση στην εκπαίδευση, κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο για την παγκόσμια μάχη κατά των ανισοτήτων», επισήμανε ο (σοσιαλιστής) γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου Πασκάλ Λαμί. «Ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα ή θα είναι ευρωπαϊκός ή δεν θα υπάρξει», τόνισε ο καθηγητής Ακιλινό Μορέλ, πρώην σύμβουλος του Λιονέλ Ζοσπέν. «Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το μέλλον του Σοσιαλιστικού Κόμματος ή του Σαρκοζί, αλλά η λεηλασία στην οποία επιδίδεται ο καπιταλισμός», σημείωσε ο Ζακ Ζυλιάρ του Νουβέλ Ομπζερβατέρ. «Για να επανεφεύρουμε τη δημοκρατία, πρέπει να κάνουμε βαθιές αλλαγές στις συνήθειες και τους πολιτικούς κανόνες του κόμματός μας», κατέληξε η αρχηγός του κόμματος Μαρτίν Ομπρί.

Και η βαθύτερη αλλαγή, απ΄ ό,τι φαίνεται, θα είναι η οργάνωση, το καλοκαίρι του 2011, προκριματικών εκλογών α λα αμερικανικά για την ανάδειξη του υποψηφίου της Αριστεράς που θα κονταροχτυπηθεί έναν χρόνο αργότερα με τον Σαρκοζί. Ε, θα λάβουν προφανώς τότε οι σύντροφοι υπόψη τους και τη διετή ελληνική σοσιαλιστική εμπειρία.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 03, 2009

Το μαύρο κουτί του 20ού αιώνα





Ο ίδιος θεωρούσε πάντα ότι στον βασικό στόχο που είχε θέσει απέτυχε. Αλλά ο βιογράφος του πιστεύει ότι έγραψε την ιστορία μιας νίκης.

Το όνομά του ήταν Γιαν Κοζιελέφσκι, αλλά έμεινε στην ιστορία με το ψευδώνυμο που πήρε στην πολωνική αντίσταση: Γιαν Κάρσκι. Γεννήθηκε το 1914 στο Λοτζ. Όταν οι ναζί εισέβαλαν στην Πολωνία, τέτοιες μέρες πριν από 70 χρόνια, πέρασε στην αντίσταση. Συνελήφθη, απελάθηκε από τους Σοβιετικούς (με βάση το Σύμφωνο ΜολότοφΡίμπεντροπ), δραπέτευσε, και έγινε ο σύνδεσμος της αντίστασης με την εξόριστη κυβέρνηση του στρατηγού Σικόρσκι. Τον Μάιο του 1940 συνελήφθη από την Γκεστάπο, βασανίστηκε, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, αλλά τελικά κατόρθωσε να διαφύγει. Στα τέλη Αυγούστου του 1942 είχε μια συνάντηση που θα του άλλαζε τη ζωή. Δύο ηγέτες της εβραϊκής αντίστασης στη Βαρσοβία του ζήτησαν να μεταφέρει στους Συμμάχους το εξής λακωνικό μήνυμα: «Κάντε κάτι, αμέσως. Η ναζιστική Γερμανία θα ηττηθεί, η Πολωνία θα σταθεί ξανά στα πόδια της, αλλά εμείς, οι Εβραίοι, δεν θα είμαστε πια εκεί».

Τα δύο επόμενα χρόνια, και αφού μπήκε δύο φορές στο γκέτο της Βαρσοβίας, ο Κάρσκι προσπάθησε να μεταφέρει αυτό το μήνυμα σε όποιον ηγέτη μπόρεσε να συναντήσει, από τον Ρούσβελτ μέχρι τους επικεφαλής των εβραϊκών κοινοτήτων. Ματαίως. Όλοι τον άκουγαν, αλλά κανείς δεν έκανε κάτι. «Για μένα, ο Κάρσκι δεν ήταν μάρτυρας τόσο του Ολοκαυτώματος, όσο της παθητικότητας των Συμμάχων, που χωρίς αμφιβολία έφτασε μέχρι τη συνενοχή», λέει στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ ο συγγραφέας Γιανίκ Χενέλ, που το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται απλώς Γιαν Κάρσκι (Εκδ. L΄Ιnfini/ Gallimard). «Όταν τον γνώρισα, έθεσα αμέσως στον εαυτό μου το ερώτημα του Σαρτρ: τι μπορεί να γνωρίζει κανείς για έναν άνθρωπο; Πιστεύω ότι ο Κάρσκι κατείχε το μαύρο κουτί της ιστορίας του 20ού αιώνα, την απόδειξη ότι η εξολόθρευση των Εβραίων στην Ευρώπη δεν είναι ένα θέμα που αφορά μόνο τους Εβραίους, αλλά θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την ιδέα της ανθρώπινης φύσης».

Από τον Μάρτιο ώς τον Αύγουστο του 1944, ενώ η ναζιστική βιομηχανία επιταχυνόταν, ο Κάρσκι υπαγόρευσε σε ένα βιβλίο όσα είδε. Κι ύστερα σώπασε. Δίδαξε για μερικά χρόνια σ΄ ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο. Και μέχρι τον θάνατό του, το 2000, η μοναδική φορά που ξαναμίλησε για το Ολοκαύτωμα ήταν στο ομώνυμο οκτάωρο ντοκιμαντέρ του Κλοντ Λανζμάν ( Shoah ). Εκεί τον είδε ο Χενέλ. Και η πρώτη σκέψη που του πέρασε από το μυαλό ήταν ότι «αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει ξανακοιμηθεί μετά το 1945». Τότε ήταν που αποφάσισε να γίνει ο «αγγελιαφόρος του αγγελιαφόρου». Και να γράψει αυτή τη βιογραφία για να υπενθυμίσει ότι η Ιστορία δεν είναι μονοσήμαντη. Να επισημάνει ότι οι Σύμμαχοι επέτρεψαν το Ολοκαύτωμα για μια σειρά από λόγους. Και να τιμήσει τη μνήμη του ανθρώπου που προσπάθησε να το σταματήσει.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Μείγμα Ροθ και Γούντυ Άλλεν





«Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου το χιούμορ είναι μελαγχολικό, η μελαγχολία παιχνιδιάρικη και το ταλέντο ξεχειλίζει». Μίλαν Κούντερα

O Ράφαελ Χάφνερ είναι ένας 78χρονος Λιθουανός Εβραίος που μεγάλωσε στο Βόρειο Λονδίνο και πλούτισε διευθύνοντας μια τράπεζα στο Μανχάταν. Εδώ τον βρίσκουμε σε ένα ξενοδοχείο μιας πόλης των Άλπεων να διεκδικεί την κληρονομιά της πρώην γυναίκας του: μια βίλα που κατέσχεσαν πρώτα οι ναζί, κι ύστερα οι κομμουνιστές. Το έργο είναι δύσκολο, η γραφειοκρατία μεγάλη. Και το χειρότερο είναι ότι ο Χάφνερ έχει άλλες προτεραιότητες. Για την ακρίβεια μπλέκει με δύο γυναίκες, την 20χρονη Ζίνκα, μια Ρουμάνα που κάνει μαθήματα γιόγκα στο ξενοδοχείο, και την Φράου Τούμελ, μια παντρεμένη, σεξουαλικά πεινασμένη μεσήλικη. Στην ηλικία του; Σ΄ ένα ξενοδοχείο χωμένο στα βουνά της Σλοβενίας; Ακριβώς. Μα μπορεί και τα καταφέρνει ο αθεόφοβος με δύο γυναίκες; Όχι ακριβώς. Όπως λέει ο αφηγητής, ο Χάφνερ είναι σαν «την επιθυμία που έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά της». Κάποια στιγμή, έτσι, θα πρέπει να αρκεστεί στην ηδονοβλεψία, σαν τον σύζυγο στο μυθιστόρημα «Το Κλειδί» του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι.

Πριν καλά-καλά κλείσει τα τριάντα του χρόνια, ο Άνταμ Θίρλγουελ χαρακτηρίστηκε το 2003 από το περιοδικό Granta ένας από τους καλύτερους νεαρούς Βρετανούς συγγραφείς, με αφορμή το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Πολιτική» (Εκδ. Πατάκη) που μεταφράστηκε σε 30 γλώσσες. Ήταν ένα ερωτικό μυθιστόρημα, αν και όχι ένα βιβλίο για το σεξ, ένα μυθιστόρημα γεμάτο με ερωτικές σκηνές, αλλά κυρίως γεμάτο με συναισθήματα. Το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Η Δραπέτευση», εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην ηδονοβλεψία και την πρωκτική διείσδυση, αλλά είναι ταυτόχρονα ένα βιβλίο για τον 20ό αιώνα: το χάος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την άνθηση της τζαζ, τη διασπορά των Εβραίων, τον αβέβαιο θρίαμβο του καπιταλισμού, τη δύναμη της μνήμης. Ο βιβλιοκριτικός των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς μιλά για μια συνάντηση του Φίλιπ Ροθ με τον Γούντυ Άλλεν. Ακούγεται υπέροχο.

Ο Ράφαελ Χάφνερ δεν αποτελεί ακριβώς πρότυπο. «Ως επιχειρηματίας, έκλινε προς το ριψοκίνδυνο. Ως σύζυγος, προς την απιστία. Δεν νοιαζόταν πραγματικά για τα καθήκοντά του ως πατέρας ή παππούς. Ουσιαστικά νοιαζόταν για τον εαυτό του». Θα περίμενε κανείς να πάρει κάποια στιγμή μαθήματα από τον εγγονό του. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Η ανευθυνότητα του ήρωα είναι μεταδοτική. Ο εγωισμός του επίσης. Όσο περισσότερο δυσκολεύεται να συνευρεθεί με τις γυναίκες του τόσο περισσότερο τις θέλει. Όσο πιο δύσκολη γίνεται η διεκδίκηση της βίλας τόσο πιο αποφασισμένος είναι να την αποκτήσει. Είναι αλήθεια ότι ο Θίρλγουελ δείχνει ώρες-ώρες να έχει έμμονη ιδέα με το γυναικείο στήθος. Αλλά το ίδιο συνέβαινε και με τον Σολ Μπέλοου. Μάλλον το ίδιο συμβαίνει με όλους τους άνδρες, είτε είναι είκοσι πέντε ετών είτε ογδόντα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2009

Η αποκατάσταση του Στάλιν





Δημοκρατία έχουμε, ο καθένας μπορεί να ερμηνεύει την ιστορία όπως του αρέσει και εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Και η τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, άλλωστε, πλάκα έχει.

Άστραψε και βρόντηξε ο Ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ στη συνέντευξη που έδωσε την Κυριακή το βράδυ στη ρωσική τηλεόραση με αφορμή την 70ή επέτειο από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Στάλιν όχι μόνο δεν φέρει καμιά ευθύνη για τη «μεγαλύτερη καταστροφή του 20ού αιώνα»- τόνισε- αλλά στην πραγματικότητα είναι ο άνθρωπος που έσωσε την Ευρώπη. Αρνούμενες αυτή την ιστορική αλήθεια, οι χώρες της Βαλτικής και η Ουκρανία επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία, δοξάζοντας τον φασισμό. Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ΟΑΣΕ, που βάζουν στο ίδιο σακί τους κομμουνιστές και τους ναζί, επιδίδονται σε μια χονδροειδή συκοφαντία.

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν εν όψει των επετειακών εκδηλώσεων που θα γίνουν σήμερα στο Γκντανσκ με την παρουσία των ηγετών της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, της Ουκρανίας και της Λιθουανίας. Και συνοδεύονται από μια προσπάθεια της Μόσχας να υπερασπιστεί το σύμφωνο Μολότοφ- Ρίμπεντροπ που υπογράφηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ρωσίας και της Γερμανίας στις 23 Αυγούστου του 1939. Από τη στιγμή που η Γαλλία και η Βρετανία κατέστησαν αναπόφευκτο τον πόλεμο υπογράφοντας έναν χρόνο νωρίτερα τη Συμφωνία του Μονάχου- λέει το Κρεμλίνο- ο Στάλιν δεν είχε άλλη επιλογή. Όσο για τις κατηγορίες που έχουν εκτοξευθεί εναντίον του για τα εγκλήματα στην Πολωνία, είναι κι αυτές άτοπες: η Πολωνία ήταν σύμμαχος των ναζί και συνένοχος του Χίτλερ στον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας.

Η προσέγγιση αυτή της ιστορίας βρίσκει αντίθετους πολλούς ιστορικούς. «Δεν μπορείς να λες ότι η Πολωνία ήταν κακή επειδή επέτρεψε τη διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας και ο Στάλιν καλός όταν μοίρασε την Ανατολική Ευρώπη με τον Χίτλερ», λέει ο ιστορικός Βλαντίμιρ Ριζκόφ, πρώην βουλευτής της ρωσικής αντιπολίτευσης. Κατά την άποψή του, η σημερινή ρωσική ηγεσία προσπαθεί να αποκαταστήσει τον Στάλιν για να δικαιολογήσει το δικό της αυταρχικό μοντέλο και να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα για το ρωσικό έθνος. Τον περασμένο Μάιο, ο Μεντβέντεφ ανακοίνωσε τη σύσταση ενός νέου οργανισμού που θα πολεμά την «παραποίηση της ιστορίας». Τα πρώτα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά: ένας ιστορικός ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι οι χώρες της Βαλτικής δεν κατελήφθησαν το 1940, αλλά εντάχθηκαν οικειοθελώς στη Σοβιετική Ένωση...

Η αποκατάσταση του Στάλιν δεν θα κάνει πάντως καλό στους Ρώσους. Όπως γράφει ο Στέφαν Ουόγκστιλ στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», το μεγάλο στοίχημα για τους ηγέτες της χώρας αυτής είναι να βρουν έναν έντιμο τρόπο να συμφιλιώσουν τη νίκη επί της Γερμανίας με τη σκοτεινή πλευρά της ρωσικής ιστορίας κατά τον περασμένο αιώνα.