Παρασκευή, Απριλίου 29, 2011

Πώς σώθηκε ο Πλίνιος ο Νεώτερος


Να αγαπάς. Να αναζητείς το καλό σε όλα τα πράγµατα. Να µη βλάπτεις τους άλλους. Να σκέφτεσαι αυτόνοµα. Να αναλαµβάνεις τις ευθύνες σου. Να σέβεσαι τη φύση. Να βάζεις τα δυνατά σου. Να ενηµερώνεσαι. Να είσαι ευγενής. Να είσαι θαρραλέος: τουλάχιστον κάνε µια ειλικρινή προσπάθεια. Αυτές είναι οι κατά Αντονι Γκρέιλινγκ σύγχρονες «Δέκα Εντολές». Και περιλαµβάνονται στο νέο βιβλίο του βρετανού καθηγητή Φιλοσοφίας µε τον φιλόδοξο (αν όχι αλαζονικό) τίτλο «Το καλό βιβλίο: Μια κοσµική Βίβλος» (Εκδ. Bloomsbury).Το περιεχόµενο δεν είναι λιγότερο φιλόδοξο: σε περισσότερες από 600 σελίδες, ο συγγραφέας παραθέτει σκέψεις, αποφθέγµατα και στίχους των µεγαλυτέρων διανοητών της Ιστορίας, από τον Τζων Λοκ µέχρι τον Λάο Τσε, αν και τη µερίδα του λέοντος κατέχουν οι κλασικοί της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώµης.

Ο Γκρέιλινγκ ξεκινά αυτή την ανασκόπηση µε την παρατήρηση ότι η µέση ζωή του ανθρώπου διαρκεί λιγότερο από χίλιους µήνες. Πρέπει λοιπόν αυτό το σύντοµο χρονικό διάστηµα να το ζήσουµε µε συνετό τρόπο. Και να θυµόµαστε ότι ο υψηλότερος στόχος της ζωής είναι «η γνώση, για το καλό της ίδιας και του ανθρώπινου είδους». Το κυριότερο µειονέκτηµα του βιβλίου – γράφει ο βιβλιοκριτικός των «Φαϊνάνσιαλ Τάιµς» – είναι ότι δεν ξέρεις πού τελειώνουν οι αναφορές στους άλλους και ξεκινούν οι σηµειώσεις του συγγραφέα. Κι αν αυτή η «µεταµοντέρνα» προσέγγιση είναι αποδεκτή για µερικούς αφορισµούς, δεν βοηθά καθόλου όταν πρόκειται για ιστορικό υλικό.

Πέρα απ’ αυτό, όµως, το «Καλό βιβλίο» εντάσσεται σε µια σειρά πρόσφατων εκδόσεων που υποστηρίζουν ότι η ανάγνωση των κλασικών µάς κάνει καλύτερους ανθρώπους. Στο βιβλίο της «Ο αρχαίος οδηγός για τη σύγχρονη ζωή» (Εκδ. Profile Books), η Νάταλι Χέινς µας ταξιδεύει στην έκρηξη του Βεζούβιου το 79 µ.Χ. Ο Πλίνιος ο Νεώτερος παρακολουθούσε το γεγονός µε την οικογένειά του από τον κόλπο της Νεάπολης, όταν ο θείος του, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, του ζήτησε να πλησιάσουν πιο κοντά για να σώσουν τους ανθρώπους που κινδύνευαν. Εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας ότι θέλει να συνεχίσει να διαβάζει το έργο του Τίτου Λίβιου. Το αποτέλεσµα ήταν να γλιτώσει από τη µοίρα του θείου του, ο οποίος πέθανε από τα δηλητηριώδη αέρια που εισέπνευσε. Ηθικό δίδαγµα: η ανάγνωση των κλασικών µας σώζει (κυριολεκτικά) τη ζωή.

Ευρηµατικός, και πάντα φιλόδοξος, είναι ο τίτλος και ενός ακόµη βιβλίου αυτής της σειράς: «Οδηγώντας µε τον Πλάτωνα. Το νόηµα των ορόσηµων της ζωής» (Εκδ. Profile Books). Από τα µαθήµατα οδήγησης ο Ρόµπερτ Ρόουλαντ Σµιθ περνά στον στοχασµό για την ελευθερία, τη Βιρτζίνια Γουλφ, την ταινία «Θέλµα και Λουίζ», την ιδέα των ροµαντικών για την αναζήτηση και πάλι την ελευθερία. Οσο για την ίδια την άδεια οδήγησης, δεν αποτελεί παρά «ψευδή ελευθερία», αφού για να την πάρεις πρέπει να αποδείξεις ότι αφοµοίωσες τις οδηγίες του δασκάλου σου…

Πέμπτη, Απριλίου 28, 2011

Μια υπέροχη ανατολή




Εχουν περάσει πια πάνω από τέσσερις µήνες από τότε που ξεκίνησαν οι εξεγέρσειςστη Μέση Ανατολή. Το τοπίο έχει ασφαλώς αλλάξει ριζικά. Τα πρώτα σύννεφα είναι όµως ήδη εµφανή. Και δεν λείπουν εκείνοι που µιλούν για την αρχή µιας «αντεπανάστασης».

ΑΙΓΥΠΤΟΣ. Ο Μουµπάρακ έφυγε, οι γιοι του είναι στη φυλακή, η Πλατεία Ταχρίρ άδειασε, αλλά αυτοί που οργανώνονται πολιτικά και βγαίνουν συνεχώς στην τηλεόραση δεν είναι οι επαναστάτες. Είναι οι εκπρόσωποι των Σαλαφιτών, του σκληρού Ισλάµ δηλαδή, που σύµφωνα µε ορισµένους υπολογισµούς µπορεί στις εκλογές του ερχόµενου Σεπτεµβρίου να πάρουν 5% µε 10%. Γύρω στο 35% των ψήφων αναµένεται να πάρει η Μουσουλµανική Αδελφότητα. Αν προσθέσουµε και κάνα δυο µικρά ισλαµιστικά κόµµατα, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι στο πρώτο δηµοκρατικό κοινοβούλιο της Αιγύπτου – που θα επεξεργαστεί το νέο Σύνταγµα και θα διαµορφώσει την προοπτική της χώρας για τις επόµενες δεκαετίες – µπορεί να έχουν την πλειοψηφία οι ισλαµιστές. «Το ενδεχόµενο αυτό είναι πολύ πιθανό», λέει στον Γκίντεον Ράχµαν των «Φαϊνάνσιαλ Τάιµς» ένας δυτικός διπλωµάτης στο Κάιρο. Και οι κίνδυνοι ενός πολιτικού και οικονοµικού χάους µεγαλώνουν.

ΛΙΒΥΗ. Η δυτική επέµβαση ήταν επιβεβληµένη: στις αρχές του 21ου αιώνα δεν ήταν δυνατόν ναεπιτραπεί σε άλλον έναν δικτάτορα να σφάξει τον λαό του. Οµως οι φόβοιπολλών αναλυτών για το λεγόµενο stalemate (τέλµα) φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Οι δυνάµεις των εξεγερµένων αποδείχθηκαν άτολµες και ανοργάνωτες, κάτι διόλου περίεργο βέβαια, αφού δεν διαθέτουν σύγχρονο οπλισµό. Και οι βοµβαρδισµοί του ΝΑΤΟ, αντίνα διώξουντον Καντάφι από την εξουσία, αποκαλύπτουν σοβαρές διαµάχες στους κόλπους της Συµµαχίας. «Η οικολογία της δράσης», έγραφε τις προάλλες ο Εντγκάρ Μορέν στη «Μοντ, «µας δείχνει πως, αφού αυτή η δράση αναληφθεί, παύει συχνά να υπακούει στις προθέσεις των εµπνευστών της, παρεκτρέπεται και µερικές φορές οδηγείται στην αντίθετη κατεύθυνση».

ΣΥΡΙΑ. Οι «αντιιµπεριαλιστές» τρίβουν τα χέρια τους: να το κλασικό παράδειγµα της υποκρισίας της Δύσης, να τα δύο µέτρα και δύο σταθµά, στη Λιβύη βοµβαρδίζουµε κι εδώ µε το ζόρι καταδικάζουµε. Ο Τζόναθαν Λόρενς το βλέπει διαφορετικά. Οπως λέει αυτός ο αναλυτής του Brookings Institution και του Council on Foreign Relations στη «Ρεπούµπλικα», στη Συρία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να καταρρεύσει το κεντρικό κράτος. Επιπλέον, δεν µπορεί ναείναι κανείς σίγουρος για το ποιόν των ανθρώπων που διαδηλώνουν. Αυτό που πρέπει µε κάθε τρόπο να αποφευχθεί είναι η αντικατάσταση ενός αυταρχικού καθεστώτος από άλλους αυταρχισµούς.

Μπορεί λοιπόν να γίνει ένας πρώτος απολογισµός; Οχι, είναι πολύ νωρίς. Το µόνο που µπορεί να πει κανείς για τις αραβικές εξεγέρσεις είναι εκείνο που είχε πει ο Χέγκελ για το 1789: «Ηταν µια υπέροχη ανατολή του ήλιου»…


Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011

Εφαγε και ήπιε αρκετά




«Επαιξες αρκετά, έφαγες και ήπιες αρκετά: καιρός να πηγαίνεις!». Με αυτά τα λόγια του Οράτιου έκλεισε το 2003 ο Γκονσάλο Ρόχας την οµιλία µε την οποία δέχθηκε τοΒραβείο Θερβάντες. Ο χιλιανός ποιητής έπαιξε, έφαγε και ήπιε για οκτώ χρόνια ακόµα. Και προχθές ήρθε η ώρα του να πηγαίνει. Αφησε την τελευταία του πνοή στο Σαντιάγο, µια πόλη πουδεν του άρεσε όσο το Τσιγιάν, 400 χιλιόµετρα νοτιότερα, όπου κατέφυγε έξι χρόνια µετά το πραξικόπηµα του Πινοτσέτ. Σύµφωνα µε την Ελ Παΐς, ήταν ο ένας από τους δύο πόλους της σύγχρονης ποίησης της Χιλής. Ο άλλος είναι ο 96χρονος Νικανόρ Πάρρα.

Γεννηµένος στις 20 ∆εκεµβρίου 1917 στο Λέµπου της νότιας Χιλής από γονείς ανθρακωρύχους, ο Ρόχας άρχισε τα ταξίδια του από ένα οικοτροφείο γερµανών Ιησουιτών της Κονσεπσιόν («τύποι που ήξεραν τη δουλειά τους»), όπου κλείστηκε σε ηλικία δέκα ετών. Εκείνα τα χρόνια τραύλιζε κι έτσι προσπαθούσε να βρει εύκολες λέξεις για να µην αισθάνεται άσχηµα. Η αναζήτηση αυτή ήταν η πρώτη πηγή έµπνευσης του ποιητή, που δηµοσίευσε την πρώτη του συλλογή το 1948. ∆ίδαξε για χρόνια Λογοτεχνία στη Χιλή και την περίοδο διακυβέρνησης του Αλλιέντε υπηρέτησε ως διπλωµάτης στην Κίνα και την Κούβα. Ο Λουίς Σεπούλβεδα τον θυµάται τον χειµώνα του 1986 στη Γερµανία. Εκπροσωπούσαν τη χώρα τους σε µια περίεργη λογοτεχνική εκδήλωση που έγινε στο Μπαντ Χέµσεν και λεγόταν «Φανταστική Εταιρεία».Η εκδήλωση δεν ξανάγινε ποτέ ούτε έµαθαν ποιος τους είχεκαλέσει. Καθώς περπατούσαν στους έρηµους δρόµους της πόλης, τους πλησίασε µια γερµανίδα φοιτήτρια που κρατούσε ένα βιβλίο του Ρόχας µε µεταφρασµένα ποιήµατα και του ζήτησε αυτόγραφο. Εκείνος άνοιξε το βιβλίο, κοίταξε τους υπογραµµισµένους στίχους και έγραψε: «Οι στίχοι αυτοί, που γεννήθηκαν µε πολύ µικρή ελπίδα, είναι τώρα περισσότερο δικοί σου παρά δικοί µου».

Ο Σεπούλβεδα δεν αποκαλύπτει ποιοι ήταν εκείνοι οι στίχοι. Ισως, ίσως – αλλά µόνο εκείνη η φοιτήτρια µπορεί να το πει –να ήταν από το ποίηµα «Ενάντια στο θάνατο», που το έγραψε το 1964, ασφαλώς χωρίς µεγάλη ελπίδα:

«Κάθε µέρα που περνά ξεριζώνω τα οράµατά µου, ξεριζώνω τα µάτια µου/ ∆εν θέλω, δεν µπορώ, να βλέπω κάθε µέρα ανθρώπους να πεθαίνουν./ Προτιµώ να ‘µαι από πέτρα και να ζω στο σκοτάδι/ από το να υποµένω τη ναυτία της εσωτερικής µου εξασθένησης/ και να χαµογελώ δεξιά κι αριστερά για να κάνω τη δουλειά µου./Οµως δεν έχω άλλη δουλειά από το να είµαι εδώ λέγοντας την αλήθεια/στη µέση του δρόµου, στους τέσσερις ανέµους./ (…) Μου µιλούν για τον Θεό ή µου µιλούν για την Ιστορία. Γελώ/ που πρέπει τόσο µακριά να αναζητήσω την εξήγηση της δίψας/ που µε καταβροχθίζει, της δίψας να ζω σαν τον ήλιο/ στο έλεος του ανέµου, αιώνια».


Τρίτη, Απριλίου 26, 2011

Κολληµένοι µε τον Στάλιν




Οι ηγέτες της Κούβας έδειξαν από την αρχή τις προθέσεις τους. Συγκάλεσαν το 6ο συνέδριο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος στην πεντηκοστή επέτειο του συνεδρίου της Πλάγια Χιρόν, τον Απρίλιο του 1961, κατά το οποίο διακηρύχθηκε ο «σοσιαλιστικός» χαρακτήρας της επανάστασης. Η υιοθέτηση του µοναδικού κόµµατος, της κρατικής οικονοµίας και της µαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας, η πρόσδεση δηλαδή στο σοβιετικό στρατόπεδο, θεωρήθηκε τότε αναγκαία για να αντιµετωπιστεί ο µεγάλος εχθρός, οι Ηνωµένες Πολιτείες φυσικά, ένα τέρας στο οποίο συγχωνεύονταν η κακία της αυτοκρατορίας και η µοχθηρία των προδοτών. Μισό αιώνα αργότερα, ο εχθρός ουσιαστικά δεν υπάρχει πια, αλλά το σοβιετικό µοντέλο επιβεβαιώνεται.

Στην πραγµατικότητα, γράφει ο κουβανός ιστορικός Ραφαέλ Ρόχας στην «Ελ Παΐς», το παιχνίδι κρίθηκε πριν ανοίξει το συνέδριο: όταν απορρίφθηκαν 45 προτάσεις µε το αιτιολογικό ότι υποστήριζαν τη «συγκέντρωση της ιδιοκτησίας», κάτι που βρίσκεται «σε ανοιχτή αντίθεση µε την ουσία του σοσιαλισµού». Η Κούβα είναι βέβαια η χώρα όπου κατ’ εξοχήν η ιδιοκτησία είναι συγκεντρωµένη – αλλά στα χέρια του Κράτους. Κατά τα άλλα οι προτάσεις εκείνες όχι µόνο δεν προέβλεπαν µια νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση, αλλά αρκούνταν να ζητούν το άνοιγµα µικρών και µεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων µε µεγαλύτερες δυνατότητες πρόσληψης εργαζοµένων. ∆εν έφτασαν όµως ποτέ στο συνέδριο, ούτε καν για να αποδοκιµαστούν.

Θυµίζοντας τη φρασεολογία του αδελφού του για το «µέλι της εξουσίας», µε το οποίο είχε δικαιολογηθεί η αποποµπή του Κάρλος Λάχε και του Φελίπε Πέρες Ρόκε, ο Ραούλ Κάστρο αναγνώρισε ότι για οπορτουνιστικούς λόγους προωθήθηκαν εσπευσµένα σε υψηλά αξιώµατα «άπειρα και ανώριµα στελέχη», µε αποτέλεσµα να µην υπάρχει σήµερα µια δεξαµενή ικανών ανθρώπων να ασκήσουν την εξουσία. Και ποιος θα λύσει αυτό το πρόβληµα; Μα ο ίδιος φυσικά, στα ογδόντα του, που θα είναι ο πρώτος γραµµατέας για τα επόµενα πέντε χρόνια και, προσοχή, η θητεία του δεν θα είναι πλέον δυνατό να ανανεωθεί παρά µία, µόνο µία φορά! Στα ενενήντα του δηλαδή θα αποσυρθεί. ∆εύτερος γραµµατέας του κόµµατος ορίστηκε ο επίσης 80χρονος Χοσέ Ραµόν Ματσάδο Βεντούρα, που είναι ήδη δεύτερος στην ιεραρχία του κράτους και της κυβέρνησης.

Με αυτήν τη συγκέντρωση εξουσιών – σηµειώνει ο Ρόχας – η παλιά γενιά διεκδικεί κληρονοµικά δικαιώµατα στο κουβανικό έθνος, που όµοιά τους συναντάµε µόνο στον σταλινισµό. Στις περιπτώσεις τουλάχιστον του Βιετνάµ ή της Κίνας, το κοµµουνιστικό κόµµα έκοψε τον οµφάλιο λώρο που το συνέδεε µε τους ιστορικούς ηγέτες και θέσπισε αξιοκρατικά κριτήρια για το µέλλον. Ο Φιντέλ, ο Ραούλ και ο Ματσάδο Βεντούρα έδειξαν έτσι ότι είναι πιο πιστοί στον Στάλιν παρά στον Μάο.

Στο συνέδριο αυτό, προκρίθηκε η συνέχεια έναντι της αλλαγής και η διατήρηση του καθεστώτος της ιστορικής ελίτ έναντι της ελεύθερης διακίνησης προγραµµάτων και αυτόνοµων ηγετών. Και το γεγονός αυτό θα µετατρέψει µοιραία τις «λύσεις» του Ραούλ Κάστρο σε εργοστάσιο παραγωγής νέων προβληµάτων.

Παρασκευή, Απριλίου 22, 2011

Εξιλαστήριο θύµα είναι πάντα ο λαός




Ο Ρενέ Ζιράρ ήταν µέχρι πρόσφατα ένας πολύ απαισιόδοξος άνθρωπος. Οσο αδιάφορο τον άφηναν πάντα όλοι οι «-ισµοί» τόσο πεπεισµένος ήταν ότι η «Αποκάλυψη» δεν θα αργήσει. Αλλά οι εξελίξεις στον αραβικό κόσµο άλλαξαν τελείως τη διάθεσή του. «Η πραγµατικότητα µεταβάλλεται µε ταχύτατους ρυθµούς», λέει ο 88χρονος γάλλος φιλόσοφος στη «Ρεπούµπλικα» από το Στάνφορντ, την πόλη της Καλιφόρνιας όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια και στο πανεπιστήµιο της οποίας δίδαξε για καιρό. «Πολλές ισλαµικές χώρες θα ήθελαν να µοιάσουν στις δυτικές δηµοκρατίες και οι αραβικοί λαοί εξεγείρονται εναντίον διεφθαρµένων και αυταρχικών καθεστώτων στο όνοµα οικουµενικών αξιών, όπως η ελευθερία και η δικαιοσύνη».

Γεννηµένος το 1923 στην Αβινιόν, ο Ζιράρ ήταν πάντα αντικοµφορµιστής και αλλεργικός στις «ιερές αγελάδες» της γαλλικής διανόησης, όπως ο Αλτουσέρ και ο Λεβί-Στρως. Αλλά κι εκείνοι δεν συγχωρούσαν την αµετανόητη προσκόλλησή του στον χριστιανισµό. Μόνο τελευταία µοιάζουν οι συµπατριώτες του να τον ανακαλύπτουν ξανά, αν κρίνει κανείς και από τη θριαµβευτική υποδοχή που είχε το βιβλίο του «Achever Clausewitz» («Αποτελειώνοντας τον Κλαούζεβιτς»), ένα δοκίµιο που αναλύει τους καθηµερινούς φονταµενταλισµούς της εποχής µας. Προφανώς συνέβαλε κι αυτό, η έστω και καθυστερηµένη δικαίωση δηλαδή, στα φωτεινά χρώµατα που παίρνουν οι τελευταίες αναλύσεις του. «Οι συγκρούσεις µειώνονται», τονίζει, «ο διάλογος παίρνει τη θέση του φανατισµού, αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η επαφή µεταξύ των ανθρώπων». Μακάρι να έχει δίκιο.

Ο Ζιράρ βλέπει ένα θετικό κλίµα ακόµα και στην Ευρώπη: «Η Ιταλία µπορεί να βασανίζεται από την αστάθεια, αλλά η κυβέρνηση Σαρκοζί εγγυάται τη σταθερότητα» (ας µην ξεχνάµε ότι ο άνθρωπος ζει στην Αµερική). «Ξέρω ότι η γαλλική Αριστερά διάκειται εχθρικά απέναντί του, αλλά είναι αδύνατο να µη λάβουµε υπόψη τον άριστο σχεδιασµό της οικονοµικής του πολιτικής (φιλόσοφος είναι ο άνθρωπος, όχι οικονοµολόγος). «Και το κύµα της ισλαµικής τροµοκρατίας, που για µια περίοδο απειλούσε την ήπειρο, σήµερα µοιάζει να έχει κοπάσει» (ελπίζουµε να µην το αποδίδει κι αυτό στον Σαρκοζί…).

Ο Καντάφι; «Ενας αληθινός τύραννος. Η αφύπνιση του λιβυκού λαού είναι σωτήρια». Και ο αποδιοποµπαίος τράγος – µια έννοια µε την οποία ο φιλόσοφος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα – ποιος είναι στη συγκεκριµένη περίπτωση; «Το εξιλαστήριο θύµα είναι πάντα ο λαός. Από αυτή την άποψη, η ιστορία του ρωσικού λαού είναι χαρακτηριστική. Ο λαός αυτός µπορεί να είναι σήµερα λιγότερο θύµα από παλιά, αλλά εξακολουθεί να υποφέρει αδίκως. Οι άνθρωποι έχουν πάντα ανάγκη από εξιλαστήρια θύµατα. Είναι η κάθαρση, που εκφράζεται και από την Ποιητική του Αριστοτέλη: ο ήρωας πεθαίνει και το θέαµα ικανοποιεί το σύνολο, που ζητά καταδίκες σε θάνατο. Αυτό δεν αφορά θύµατα κάθε άλλο παρά αθώα, όπως ήταν ο Σαντάµ Χουσεΐν ή ο Καντάφι. Μια τραγωδία της πρόσφατης ιστορίας που µπορεί όµως να λειτουργεί ως παράδειγµα αυτού του µηχανισµού είναι το Ολοκαύτωµα».

Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011

Μπούνγκα-µπούνγκα στο Κιρινάλιο;




Ο διευθυντής αυτής της εφηµερίδας έχει να το λέει: «Εδώ και τρεις µήνες λες ότι ο Μπερλουσκόνι τελείωσε κι αυτός όχι µόνο ζει και βασιλεύει αλλά πάει να κερδίσει και τις επόµενες εκλογές». Εχει δίκιο – αν και οι τελευταίεςδηµοσκοπήσεις δείχνουν την αντιπολίτευση να προηγείται καθαρά. Η αλήθεια όµως είναι ότι ο Καβαλιέρε δεν έχει καταπλήξει µόνο έναν ταπεινό έλληνα δηµοσιογράφο, αλλά και έµπειρους πρωταγωνιστές ή παρατηρητές της ιταλικής πολιτικής ζωής. Προχθές έγινε µια εκδήλωση στη Ρώµη µε στόχο την αναζήτηση της µαγικής συνταγής για την απαλλαγή της Ιταλίας από τον Μπερλουσκόνι. Βασικοί οµιλητές ήταν ένας πολιτικός και ένας φιλόσοφος: ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός Μάσιµο Ντ’ Αλέµα και ο διευθυντής του περιοδικού Micromega Πάολο Φλόρες Ντ’ Αρκάις. Παρότι το πρόβληµα που κλήθηκαν να αναλύσουν είναι σύνθετο, έδωσαν απάντηση αλλά όχι µε αυτά που είπαν: µε το γεγονός ότι κατάφεραν να τσακωθούν.

Για το ακροατήριο δεν θα µπορούσαµε να πούµε ότι έσφυζε ακριβώς από παλµό. Σύµφωνα µε τη Repubblica, ήταν καµιά εκατοστή άνθρωποι, οι περισσότεροι είχαν άσπρα µαλλιά και ήταν φίλοι του φιλοσόφου. Ο τελευταίος τοποθετήθηκε µε σαφήνεια από την αρχή: «Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι είναι ένα καθεστώς τερατωδώς ισχυρό, σε θέση διαρκούς πραξικοπήµατος». Και ο λόγος δεν είναι άλλος από την αδυναµία της Αριστεράς. Γιατί το ∆ηµοκρατικό Κόµµα δεν αγωνίστηκε για την εφαρµογή του νόµου του 1957 που θα απαγόρευε στον Μπερλουσκόνι να επανεκλεγεί; Γιατί δεν έχει γεµίσει την Ιταλία µε φωτογραφίες του Σίλβιο να σκύβει καινα φιλά το χέρι του Καντάφι; Γιατί δεν έχει παρουσιάσει ένα πακέτο προτάσεων για την υπεράσπιση των δικαστών;

Ο Ντ’ Αλέµα άρχισε να φορτώνει. Κατά την άποψη του πρώην γραµµατέα του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος της Αριστεράς, αυτό που προέχει είναι να συγκροτηθεί η ευρύτερη δυνατή συµµαχία γύρω από ένα πειστικό πρόγραµµα (µπλα, µπλα, µπλα). Το πιο ανησυχητικό σενάριο απ’ όλα είναι να γίνει ο Μπερλουσκόνι πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας (ωχ, ωχ, ωχ).«Η κουλτούρα τουµπούνγκα-µπούνγκα στο Κιρινάλιο θα οδηγούσε στηναποσύνθεση τηςπολιτικήςσυνείδησηςτων Ιταλών» (χµµµ). Καιύστερα έριξε το φαρµάκι: «Το να λες ότι για την κυριαρχία του Μπερλουσκόνι ευθύνεται η αντιπολίτευση είναι µια λογική χαρακτηριστική του σταλινισµού».

«Εµένα θα πεις σταλινικό, που µε διέγραψε το Κοµµουνιστικό Κόµµα το 1967;», τον κεραυνοβόλησε ο Φλόρες Ντ’ Αρκάις.«Το ’96 ο Μπερλουσκόνι ήταν τελειωµένος, εσείς τον αναστήσατε!». Ο Ντ’Αλέµα άρχισε κάτι να ψελλίζει, ο διευθυντής του Espresso που συντόνιζε τη συζήτηση έπιασε το υπονοούµενο και κήρυξε το τέλος της εκδήλωσης, αλλά τα βάσανα του πολιτικού δεν τελείωσαν εκεί. Βγαίνοντας από την αίθουσα, έπεσε σε µια οµάδα νεαρών µπλόγκερ και τρεις από αυτούς του φώναξαν: «Ντ’Αλέµα, βρωµάς µούχλα!». Τουλάχιστον δεν του έριξαν γιαούρτια.

Τρίτη, Απριλίου 19, 2011

Με όπλο τη διακωµώδηση




Μάθηµα πρώτο: όταν σου επιτίθενται οι δυνάµεις της τάξης κι αρχίζουν να σε κτυπάνε, δεν προσπαθείς να αµυνθείς, δεν αντεπιτίθεσαι, δεν χρησιµοποιείς οποιαδήποτε µορφή βίας. Απλώς προσπαθείς να τραβήξεις φωτογραφίες. Κι ύστερα τις ρίχνεις στο Internet.

Μάθηµα δεύτερο: το πιο αποτελεσµατικό όπλο εναντίον µιας δικτατορίας δεν είναι οι βόµβες ή οι πύρινες οµιλίες. Είναι η διακωµώδηση. Οι ακτιβιστές της οργάνωσης Otpor που διαδήλωναν το 2000 εναντίον του Μιλόσεβιτς έβαλαν κάποτε τη φωτογραφία του δικτάτορα σ’ ένα βαρέλι, κύλησαν το βαρέλι στον δρόµο και κάλεσαν τον κόσµο να το χτυπάει µε ένα µπαστούνι.

Μάθηµα τρίτο: όταν θέλεις να τα βάλεις µε µια πανίσχυρη βιοµηχανία και να έχεις τους νέους µε το µέρος σου, χρησιµοποιείς εργαλεία που τους είναι οικεία. Αν, για παράδειγµα, θέλεις να πείσεις τους νέους να σταµατήσουν να καπνίζουν, δεν καταφεύγεις σε τροµοκρατικά τηλεοπτικά σποτ, αλλά σκηνοθετείς τηλεφωνικές φάρσες.

Τα δύο πρώτα µαθήµατα τα διδάχθηκαν αιγύπτιοι ακτιβιστές από σέρβους συναδέλφους τους, που τους κάλεσαν πριν από µερικά χρόνια στο Βελιγράδι. «Οι µέθοδοι που µάθαµε στη Σερβία είναι εκείνες που χρησιµοποιήσαµε στο Κάιρο», λέει στον Νίκολας Κριστόφ της «Νιου Γιορκ Τάιµς» ο Μοχάµεντ Αντελ, ηγετικό στέλεχος της Νεολαίας 6 Απρίλη, που συνέβαλε στην ανατροπή του Χόσνι Μουµπάρακ. Αποφασιστικός ήταν και ο ρόλος του αµερικανού καθηγητή Τζιν Σαρπ, του οποίου ο «Οδηγός ανατροπής δικτατόρων» έχει µεταφραστεί σε 34 γλώσσες.

Η ανατροπή δικτατόρων είναι όµως µόνο µία από τις εφαρµογές αυτών των κινηµάτων. Στο βιβλίο της, «Join the Club», η δηµοσιογράφος και συγγραφέας Τίνα Ρόζενµπεργκ παρουσιάζει πολλές ακόµη πρωτοβουλίες. Μία από αυτές έχει σχέση µε το τρίτο µάθηµα που προαναφέρθηκε. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, µερικοί απογοητευµένοι ακτιβιστές του αντικαπνιστικού κινήµατος στη Φλόριντα έδειξαν σε µια οµάδα εφήβων πώς οι καπνοβιοµηχανίες τους οδηγούν στον εθισµό. Εκείνοι σχεδίασαν τότε µια σειρά αστείων διαφηµιστικών σποτ που στηρίζονταν σε φάρσες. Τηλεφώνησαν σε µια οργάνωση που προωθεί τα τσιγάρα και την πληροφόρησαν ότι είχε πάρει το βραβείο µαζικής δολοφονίας νέων. Ηρθαν σε επαφή µε µια καπνοβιοµηχανία και πρότειναν να της πουλήσουν ούρα σκύλων επειδή περιέχουν ουρία, µια από τις χηµικές ουσίες που περιέχουν τα τσιγάρα.

Το αποτέλεσµα αυτών των σποτ ήταν να µειωθεί το κάπνισµα µεταξύ των µαθητών στη Φλόριντα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πολιτεία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μια ανάλογη στρατηγική χρησιµοποιήθηκε για να βελτιωθούν οι επιδόσεις των µαύρων φοιτητών της Καλιφόρνιας στα µαθηµατικά. Οταν συγκροτήθηκαν µικρές οµάδες µαύρων και ισπανόφωνων που έδειχναν αλληλεγγύη µεταξύ τους, οι βαθµοί τους ξεπέρασαν εκείνους των λευκών και ασιατών.

Μερικές φορές – καταλήγει ο Κριστόφ –, η ισχυρότερη δύναµη για την κοινωνική αλλαγή είναι µια οµάδα ασεβών φοιτητών που εργάζονται µαζί για έναν κοινό σκοπό.

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2011

Οταν έκαιγαν τις κιθάρες




Ο Ζιάντ θυµάται εκείνη τη χρονιά που ήταν στο δηµοτικό και οι δάσκαλοι είχαν λάβει εντολή να κάψουν όλα τα βιβλία στα αγγλικά και σε άλλες ξένες γλώσσες. «Ηταν τροµερή εκείνη η εποχή, η δεκαετία του ‘80», διηγείται στη «Λιµπερασιόν». «Ακόµη και τα δυτικά µουσικά όργανα, ντραµς, κιθάρες, πιάνα, όλα στην πυρά! Κάθε εβδοµάδα, την ώρα της γυµναστικής, παρακολουθούσαµε παραστρατιωτικά σεµινάρια και µαθαίναµε να χειριζόµαστε Καλάσνικοφ. ∆εν ήµασταν ούτε δέκα ετών».

Η δικτατορία του Καντάφι κράτησε πάνω από σαράντα χρόνια. Και είναι δύσκολο να σκιαγραφηθεί. ∆εν έµοιαζε ούτε µε το Ιράκ του Σαντάµ Χουσεΐν ούτε µε την Αλβανία του Χότζα ή τη Βόρεια Κορέα του Κιµ ιλ Σουνγκ. Είχε πολλά κοινά στοιχεία µε τη Ρουµανία του Τσαουσέσκου. Αλλά και πάλι, εξαρτάται από την εποχή. Οι ιστορίες είναι διαφορετικές ανάλογα µε την ηλικία εκείνου που τις αφηγείται. Ο 60χρονος Αµπντελκαντέρ Καντούρα διδάσκει συνταγµατικό δίκαιο στο Πανεπιστήµιο Γκαριούν της Βεγγάζης – δηλαδή το δίκαιο άλλων χωρών, αφού η Λιβύη δεν έχει Σύνταγµα. Μετά το κύµα αµφισβήτησης στα πανεπιστήµια το 1977 και 1978, θυµάται, ο Καντάφι κλιµάκωσε την καταστολή, επιταχύνοντας τον ρυθµό της «επανάστασής» του. «Οταν συγκροτήθηκαν οι επαναστατικές επιτροπές, ζήσαµε κάτι αντίστοιχο µε την Πολιτιστική Επανάσταση της Κίνας». Ανθρωποι χωρίς καµιά εκπαίδευση, απολύτως αφοσιωµένοι στο πρόσωπο του ηγέτη, είχαν την άδεια να παρεµβαίνουν, να συλλαµβάνουν, να κάνουν τη ζωή δύσκολη σε όποιον δεν έδειχνε ζήλο για την Επανάσταση. «Ηταν µια πολιτική αστυνοµία που µε τον καιρό έγινε µια κάστα προνοµιούχων».

Ο Καντάφι διοικούσε µέσα από το κενό, συνεχίζει ο καθηγητής. «Κατέστρεψε όλους τους θεσµούς που µπορούσαν να αποτελέσουν µια αντίπαλη εξουσία: τον στρατό, τις θρησκευτικές αδελφότητες, το πανεπιστήµιο, τον επιχειρηµατικό κόσµο. Κατέλυσε τις αξίες της κοινωνίας και φρόντισε να µη µείνει όρθιο τίποτα απ’ αυτά που υπήρχαν πριν αναλάβει την εξουσία». Το 1996, χίλιοι διακόσιοι κρατούµενοι σφαγιάστηκαν όταν πνίγηκε στο αίµα µια εξέγερση στις φυλακές του Αµπού Σάλιµ. Οι οικογένειες δεν έµαθαν την αλήθεια παρά επτά χρόνια αργότερα, από τον Σαΐφ αλ-Ισλάµ, τον νεώτερο γιο του Καντάφι, που ήθελε να εµφανιστεί ως µεταρρυθµιστής. Τα ανοίγµατα που έγιναν όµως ήταν χαώδη, κι όλα συνέχισαν να περνούν από τον Καντάφι και τους γιους του. «Ολα ήταν παράλογα και πολύπλοκα», λέει ο Ζιάντ, που προσπάθησε να ανοίξει ένα κατάστηµα µε γυναικεία ρούχα. «Το καθεστώς φρόντιζε στο τέλος να µισήσεις τον εαυτό σου».

Η εµφάνιση του κινητού τηλεφώνου, το 2001, και του Internet, το 2005, άρχισε να αλλάζει τη ζωή αυτών που είχαν πρόσβαση. Σιγά σιγά, ο φόβος υποχώρησε. Οι µητέρες των εξαφανισµένων στο Αµπού Σάλιµ άρχισαν να συγκεντρώνονται κάθε Σάββατο βράδυ µπροστά στο δικαστήριο της Τρίπολης. Στέκονταν εκεί, σιωπηλές, όπως οι Μάνες της πλατείας του Μάη στην Αργεντινή. Στις 15 Φεβρουαρίου έµαθαν ότι ο δικηγόρος τους είχε συλληφθεί. ∆ύο µέρες µετά, άρχισε η εξέγερση.

Σάββατο, Απριλίου 16, 2011

Αδύνατοι έρωτες




Το 1920, ο Κάφκα είναι 37 ετών. Σ’ ένα καφέ της Πράγας γνωρίζει τη Μιλένα Γεσένσκα, δεκαεπτά χρόνια νεώτερή του, που θέλει να µεταφράσει στα τσέχικα ορισµένα έργα του. Αρχίζει ένας λογοτεχνικός διάλογος, που θα δώσει γρήγορα τη θέση του σε µια παθιασµένη αλληλογραφία. Το πάθος συνοδεύεται όµως από αγωνία και απελπισία. «Ερωτας, για µένα, είναι να είσαι το µαχαίρι µε το οποίο θα σκάψω µέσα µου», της γράφει ο συγγραφέας. Και λίγο καιρό αργότερα: «Αυτά τα γράµµατα, Μιλένα, µας τρελαίνουν. ∆εν µπορώ να κρατώ µια λαίλαπα στο δωµάτιό µου».

Ο Κάφκα άρχισε να αναζητεί γυναίκα γύρω στα τριάντα του, κι ενώ βρισκόταν σε λογοτεχνικό οργασµό. Μπορούν όµως να συνδυαστούν αυτά τα δύο; Ή το ένα πάθος ακυρώνει το άλλο; Αυτό είναι το ερώτηµα που εξετάζει το καινούργιο βιβλίο της Ζακλίν Ραούλ-Ντιβάλ µε τίτλο «Κάφκα, ο αιώνιος µνηστήρας» (Εκδ. Flammarion). Οπως γράφει ο βιβλιοκριτικός της «Μοντ», το βιβλίο αυτό συγκεντρώνει φράσεις από τα ηµερολόγια και τις επιστολές του συγγραφέα, επανατοποθετώντας τες σε συγκεκριµένες περιστάσεις. Αποκτά έτσι µια συνέχεια η ύπαρξη του ανθρώπου που έγραφε το 1921 στον φίλο του Μαξ Μπροντ: «∆εν µπορώ να αγαπήσω παρά µόνο αν τοποθετήσω το αντικείµενο της αγάπης µου τόσο πιο ψηλά από µένα, ώστε να µην µπορώ να το φτάσω».

Η Φελίτσε Μπάουερ ήταν ένας από τους πιο µακροχρόνιους δεσµούς του. Πέντε χρόνια κράτησε ο έρωτας µε αυτή τη νεαρή Γερµανίδα, που είχε «πρόσωπο κοκαλιάρικο, σχεδόν αδιάφορο».Υπήρξε µια περίοδος που της έγραφε τρία γράµµατα την ηµέρα. Στο πρόσωπο που του λέει, «Ναι, θέλω να γίνω γυναίκα σου», απαντά: «Ωστε θέλεις, παρ’ όλα αυτά, να σηκώσεις αυτόν τον σταυρό, Φελίτσε, θέλεις να δοκιµάσεις το αδύνατο;». «Ναι, θα είσαι ένας καλός σύζυγος». «Κάνεις λάθος, ούτε δυο µέρες δεν θα µπορούσες να ζήσεις δίπλα µου. Είµαι ένας άβουλος άνθρωπος που σέρνεται στο χώµα, είµαι λιγοµίλητος, ακοινώνητος, κατηφής, δύστροπος, εγωιστής, υποχόνδριος. Θα άντεχες να ζήσεις τη µοναχική ζωή που κάνω; Περνώ το µεγαλύτερο µέρος του χρόνου µου κλεισµένος στο δωµάτιό µου ή περπατώ στους δρόµους ολοµόναχος. Θα άντεχες να ζεις εντελώς αποµονωµένη απότους γονείς σου, τους φίλους σου, και κάθε άλλη σχέση, αφού εγώ αδυνατώ να συλλάβω διαφορετικά την κοινή ζωή; Θέλω να σε γλιτώσω από τη δυστυχία, Φελίτσε, βγες από τον καταραµένο κύκλο όπου σ’ έκλεισα, τυφλωµένος καθώς ήµουν από τον έρωτα».

Το 1923, ο Κάφκα συναντά στη Βαλτική τον τελευταίο του έρωτα, την 20χρονη Πολωνοεβραία Ντόρα Ντιαµάντ. Μαζί της θα ζήσει στο Βερολίνο, ελπίζοντας να φύγει µια µέρα για το Τελ Αβίβ και να ανοίξει εστιατόριο. ∆εν θα προλάβει. Λίγες µέρες πριν πεθάνει σε ένα σανατόριο της Αυστρίας, στις 3 Ιουνίου 1924, γράφει στους φίλους του: «Εχετε ένα λεπτό; Θα µπορούσατε να ποτίσετε λίγο τις παιωνίες, είναι τόσο εύθραυστες…».

Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011

Συµµαχία κατά των προσφύγων




Στις 12 Σεπτεµβρίου 2010, ένα λιβυκό σκάφος περιπολίας άνοιξε πυρ εναντίον ιταλικού αλιευτικού νοµίζοντας πως επέβαιναν σε αυτό πρόσφυγες. Το επεισόδιο προκάλεσε σάλο στην Ιταλία. Οχι βέβαια επειδή ο λιβυκός στρατός είχε επιτεθεί σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, αλλά επειδή στο στόχαστρο βρέθηκαν γενναίοι Ιταλοί, δηλαδή δυτικοί, πολιτισµένοι πολίτες. Και για έναν ακόµη λόγο: ότι το συγκεκριµένο λιβυκό σκάφος ήταν δωρεά της ιταλικής κυβέρνησης στην Τρίπολη στο πλαίσιο της συµφωνίας για την καταπολέµηση της παράνοµης µετανάστευσης. Στο σκάφος επέβαιναν µάλιστα και ιταλοί εκπαιδευτές!

Οπως επισηµαίνειστη Μοντ ο Ζαν-Φρανσουά Μπαγιάρ, διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστηµονικής Ερευνας (CNRS), είναι σαφές ότι η συµφωνία εκείνη παραβιάζει την Οικουµενική Χάρτα των Ηνωµένων Εθνών, την ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώµατα, το ναυτικό δίκαιο και, πιθανότατα, την ιταλική νοµοθεσία. Ολα αυτά, βέβαια, για τον Μπερλουσκόνι είναι ψιλά γράµµατα. Στην ταινία τους «Σαν ένας άνθρωπος στη Γη» (2008), οι Αντρέα Σέγκρε, Νταγκµάουι Γιµέρ και Ρικάρντο Μπιαντένε περιγράφουν µε αποκαλυπτικό τρόπο τη συνεργασία της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι µε το καθεστώς του Μουαµάρ Καντάφι προκειµένου να µη φτάνουν «ενοχλητικά άτοµα» στις ιταλικές ακτές. Τα πρόσωπα αυτά έπεφταν συστηµατικά θύµατα δολοφονιών, βασανισµών και βιασµών, εν µέσω της απόλυτης αδιαφορίας της Frontex και της µακαριότητας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Πράγµατι, οι τελευταίες είναι συνένοχες στο έγκληµα. Τον Οκτώβριο του 2010, η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. Σεσίλια Μάλµστρεµ επέστρεφε από την Τρίπολη µε µια ατζέντα συνεργασίας που κάλυπτε «τις ρίζες της µετανάστευσης, τη φρούρηση των συνόρων και την καταπολέµηση του εµπορίου ανθρώπων». Υστερα από επιµονή της λιβυκής πλευράς, στο κείµενο δεν γινόταν αναφορά στη συνθήκη της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων (που προστατεύει ρητά τα δικαιώµατά τους), αλλά στην πολύ πιο γενικόλογη συνθήκη της Αφρικανικής Ενωσης του 1969 για τους πρόσφυγες στην Αφρική, την οποία η Λιβύη έχει µεν υπογράψει, αλλά δεν εφαρµόζει! Η υποχώρηση της Ευρώπης δεν έγινε µε το αζηµίωτο. Ο Καντάφι ζητούσε 5 δισ. ευρώ τον χρόνο για να σταµατήσει οριστικά (όπως έλεγε) την παράνοµη µετανάστευση και συµβιβάστηκε τελικά µε 50 εκατ. σε διάστηµα δύο ετών, αρκεί να µην υπήρχε καµιά αναφορά στη συνθήκη του 1951. Στο κάτω κάτω, οι αφρικανοί πρόσφυγες δεν ανήκουν στην ανθρωπότητα αλλά στην Αφρική.

Ολοι θυµόµαστε πως όταν άρχισαν οι πιέσεις στον Καντάφι να σεβαστεί τη ζωή και την αξιοπρέπεια των αντιπάλων του, εκείνος απάντησε να µην τον πολυσκοτίζουν γιατί θα άφηνε τους λαθροµετανάστες ελεύθερους να αλωνίζουν.Το σκεπτικό του ήταν απλό: τόσον καιρό µε αφήνατε να σφάζω, τώρα σας έπιασε ο πόνος; Υστερα άρχισαν οι βοµβαρδισµοί. Ακόµη και τώρα, όµως, λέγεται ότι τα δυτικά αεροσκάφη αποφεύγουν να πλήξουν τον λιβυκό στόλο για να µην επηρεαστεί στο µέλλον η µάχη κατά της λαθροµετανάστευσης…

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

Μύρισε άνοιξη;




Την πρώτη φορά το διασκέδασες. Συνάντησες τους γείτονες ύστερα από καιρό. Μορφωµένοι άνθρωποι, αριστεροί, ενηµερωµένοι, «τι νέα;», «δουλειά, εσύ;», «ε, είχαµε απεργία τέσσερις µέρες», «το προσέξαµε, καθάρισε επιτέλους το µυαλό µας από τις κραυγές των τηλεοπτικών δικτύων», «µα σας αναγκάζει κανείς να βλέπετε τα συγκεκριµένα δελτία;», «όλα ίδια είναι, όλοι φωνάζουν, τι να κάνουµε, από κάπου πρέπει να ενηµερωθούµε».

Τη δεύτερη φορά ανησύχησες λίγο περισσότερο. Εκείνος που «ησύχασε αυτές τις µέρες» ήταν ένας στενός φίλος σου, µια χαρά το βρήκε κι αυτός που δεν κυκλοφορούσαν εφηµερίδες, αµάν πια µε όλον αυτόν τον βοµβαρδισµό των ειδήσεων, ευκαιρία βρήκε να ανοίξει και κανένα βιβλίο.

Την τρίτη φορά διάβασες έκπληκτος ένα σχόλιο συµπαθέστατης ραδιοφωνικής παραγωγού µε τον τίτλο: «Τέσσερις µέρες στον Παράδεισο». Η σχολιάστρια, «γνήσιο τζάνκι της ενηµέρωσης», οµολογεί ότι τις ηµέρες της απεργίας περπάτησε στη θάλασσα, ζήλεψε τους παππούδες που έπαιζαν τάβλι,χαλάρωσε και συνειδητοποίησε πως «µπορεί να ζει κι αλλιώς».

Η τέταρτη φορά ήταν σαν µια σουρεαλιστική ανακεφαλαίωση των προηγούµενων. Ο Εµπορικός Σύλλογος Πειραιά χαρακτήρισε, λέει, ανάσα για τον εµπορικό κόσµο την τετραήµερη απεργία, αφού το καταναλωτικό κοινό «αποφορτίστηκε» και βγήκε για ψώνια. «Μύρισε άνοιξη», τονίζει ο Σύλλογος, σπεύδοντας βέβαια να προσθέσει ότι επιθυµία των καταστηµαταρχών είναι να συνεχίσουν οι δηµοσιογράφοι το «σπουδαίο έργο τους» χωρίς όµως «περιττές και αψυχολόγητες υπερβολές».

Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρµενίζουµε. Και επειδή ο γιαλός δεν είναι ποτέ στραβός – χωρίς αυτό νασηµαίνει πως είναι και τελείως ίσιος – µάλλον εµείς φταίµε για όλη αυτή την πίεση και το στρες. Πράγµατι επιδιδόµαστε σε υπερβολές (αν και αυτό το «αψυχολόγητες» µας µπέρδεψε λίγο). Πράγµατι κραυγάζουµε, αντί να κάνουµε διάλογο (αν και σε αυτό µάλλον καθρεφτίζουµε την κοινωνία). Πράγµατι προκαλούµε (ζητώντας, για παράδειγµα, αυξήσεις όταν ολόκληρη η χώρα υποφέρει). Και όταν δούµε τα σκούρα τραβάµε µια απεργία (και δύο, και τρεις) για να απαξιώσουµε ακόµη περισσότερο τη δουλειά µας. Κλείνουµε τα δικά µας µαγαζιά και µυρίζει άνοιξη για τα άλλα.

Πες ειλικρινά: εσύ δεν ηρέµησες αυτές τις ηµέρες που δεν δούλευες; ∆εν κοιµήθηκες λίγο περισσότερο, δεν πήγες µια βόλτα; ∆εν «καθάρισε το µυαλό σου»; Σε ένα βαθµό, ναι. Με µια διαφορά: επειδή εµείς απεργούσαµε δεν σταµάτησε η Γη να γυρίζει. Επειδή τα ελληνικά κανάλια δεν µετέδιδαν ειδήσεις δεν συνέβαινε το ίδιο και µε τα ξένα. Το πραγµατικό «τζάνκι της ενηµέρωσης» είχε τρόπους να ενηµερωθεί. Εκτός αν ήθελε πραγµατικά να αποτοξινωθεί.

Υπήρξε και µια «πέµπτη φορά» που ξαφνιάστηκες αυτές τις ηµέρες. Ηταν όταν έπεσε στα χέρια σου µια έρευνα για τις εφηµερίδες στην Ισπανία. Η κυκλοφορία της Ελ Παΐς, λέει, αυξήθηκε και πάλι, κάτι σαν 4%. Και οι Ισπανοί έχουν µεσογειακό ταµπεραµέντο, και εκείνοι περνούν κρίση, αλλά δεν εγκαταλείπουν τις εφηµερίδες. Παρεµπιπτόντως, όσο και να στύβεις το µυαλό σου, δεν µπορείς να θυµηθείς πότε η καλή εφηµερίδα απήργησε για τελευταία φορά.

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2011

Το κύµα του κακού




Πριν από µισόν ακριβώς αιώνα, στις 11 Απριλίου 1961, άρχισε στην Ιερουσαλήµ µία από τις σηµαντικότερες δίκες του εικοστού αιώνα. Στο εδώλιο του κατηγορουµένου κάθησε ο πρώην αξιωµατούχος της Γκεστάπο Αντολφ Αϊχµαν, υπεύθυνος για την οργάνωση της µεταφοράς εκατοµµυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Και µεταξύ εκείνων που παρακολούθησαν τη δίκη, ως απεσταλµένη του Νιου Γιόρκερ, ήταν η γερµανοεβραίαφιλόσοφος Χάνα Αρεντ.

Δύο χρόνια µετά, εξέδωσε σε βιβλίο τα άρθρα που είχε γράψει εκείνο το τετράµηνο. Ο Αϊχµαν, τόνισε, δεν ήταν ένα τέρας. Σε συγκεκριµένες συνθήκες, τερατώδεις ενέργειες µπορεί να διαπράξει ο καθένας από µας. Υπάρχει µια «κοινοτοπία του κακού», που δεν µπορούµε να µη λάβουµε υπόψη αν θέλουµε να αποφύγουµε νέες γενοκτονίες. Οχι επειδή το κακό είναι από µόνο του «κοινότοπο». Ούτε επειδή αυτοί που το προκαλούν είναι καθηµερινοί άνθρωποι. Αλλά επειδή όλοι µπορούµε να κάνουµε κακό, ακόµη και χωρίς να το καταλάβουµε. Ασφαλώς και υπάρχουν άνθρωποι που ηδονίζονται κάνοντας κακό στους άλλους. Ασφαλώς και υπάρχει ένα φράγµα ανάµεσαστο καλό και το κακό. Αλλά το φράγµα αυτό µπορεί να ξεπεραστεί πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι µπορούµε να φανταστούµε.

Με αφορµή τα πενήντα χρόνια από εκείνη τη δίκη, το Ιδρυµα για τη Μνήµη του Ολοκαυτώµατος οργανώνει στο Παρίσι σειρά συζητήσεων και µια έκθεση µε ανέκδοτα έγγραφα, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις και αποσπάσµατα ταινιών για το ιστορικό εκείνο γεγονός. Και τον επόµενο µήνα, το Κέντρο Προχωρηµένων Μελετών για το Ολοκαύτωµα θα οργανώσει στην Ουάσιγκτον διεθνές συνέδριο µε τη συµµετοχή πολλών ιστορικών. Ανάµεσά τους η Ντέµπορα Λίπσταντ, που στο πρόσφατο βιβλίο της «Η δίκη του Αϊχµαν» διαφωνεί ανοιχτά µε τη θέση της Αρεντ. Το να χαρακτηρίζεις κοινότοπο το κακό, γράφει, ισοδυναµεί µε το να απαλλάσσεις την ευρωπαϊκή κουλτούρα από την κατηγορία του αντισηµιτισµού.

Οπως παρατηρεί όµως η Μικέλα Μαρτσάνο στη Ρεπούµπλικα, η Χάνα Αρεντ δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ούτε ήθελε να δώσει κάποια ιστορική εξήγηση για τη ναζιστική καταστροφή. Αυτό που έκανε ήταν µια ανθρωπολογική και φιλοσοφική ανάγνωση της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Και το συµπέρασµά της ήταν ότι κανείς µας δεν είναι προφυλαγµένος από τηβαρβαρότητα. Κανείς µας δεν ξέρει πώς θα συµπεριφερόταν υπό ορισµένες προϋποθέσεις (η γερµανική ταινία «Το κύµα» είναι από την άποψη αυτή αποκαλυπτική). Η τυφλή υπακοή µπορεί να οδηγήσει τον καθένα να ενεργήσει χωρίς να σκεφτεί. Και όταν σταµατάει να σκέφτεται,παύει να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Η «κοινοτοπία του κακού» δεν είναι, λοιπόν, ούτε ένα σύνθηµα ούτε ένας τρόπος ελαχιστοποίησης τωνναζιστικών θηριωδιών. Είναι το µοναδικό εργαλείο για την εξήγηση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του κακού.Το δύσκολο τελικά δεν είναι να καταλάβουµε γιατί κάνουµε το κακό, αλλά το ακριβώς αντίθετο: γιατί κάνουµε το καλό όταν είναι τόσο εύκολο να γλιστρήσουµε στη βαρβαρότητα.

Τρίτη, Απριλίου 12, 2011

Ενα οικείο σενάριο




Τα στάδια είναι πέντε. Και τα γνωρίζουµε από πρώτο χέρι.

1) Οι χρηµατοπιστωτικές αγορές «υποδεικνύουν» ότι η οικονοµία µιας χώρας έχει πρόβληµα
2) Η χώρα αυτήε πιµένει ότι είναι µια χαρά και ότι δεν έχει κανένα πρόβληµα µε το δηµοσιονοµικό της έλλειµµα, το εµπορικό της έλλειµµα, τον ρυθµό ανάπτυξης ή το τραπεζικό της σύστηµα
3) Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποτιµάται από τoυς οίκους αξιολόγησης
4) Τα επιτόκια δανεισµού της χώρας αυτής εκτοξεύονται στα ύψη και η χώρα υποκύπτει στην πίεση
5) Η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης συµφωνεί σε ένα πακέτο διάσωσης µε σκληρούς όρους για τη χώρα αυτή,επιµένοντας ότι είναι η τελευταία φορά που το κάνει.

Το σενάριο αυτό παίχτηκε πέρυσι για πρώτη φορά µε την Ελλάδα. Στη συνέχεια παίχτηκε µε την Ιρλανδία. Αυτές τις ηµέρες παίζεται µε την Πορτογαλία. Και σύµφωνα µε τον Λάρι Ελιοτ της «Γκάρντιαν», όλα δείχνουν ότι θα ακολουθήσει η Ισπανία. Ο ρυθµός ανάπτυξης της τελευταίας ήταν πέρυσι 0,6%, ενώ της Πορτογαλίας 1,2%. Η ανεργία στην Ισπανία φτάνει το 20,5%, ενώ στην Πορτογαλία το 11,1%. Το έλλειµµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το χρέος της Ισπανίας µπορεί να είναι χαµηλότερα από εκείνα της Πορτογαλίας, αλλά τα δηµοσιονοµικά τους ελλείµµατα είναι ανάλογα. Οσο λοιπόν κι αν οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη θεωρούν ότι η κρίση χρέους φτάνει στο τέλος της µε τη διάσωση της Πορτογαλίας, είναι πολύ πιθανό ότι µπαίνουµε σε µια νέα και πιο επικίνδυνη φάση της κρίσης. Κι αυτό, επειδή η οικονοµία της Ισπανίας είναι µεγαλύτερη από τις οικονοµίες της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας µαζί. Και µια κρίση εκεί θα θέσει σε κίνδυνο το µέλλον της νοµισµατικής ένωσης µε τη σηµερινή της µορφή.

Ακόµη κι αν η Ισπανία αποφύγει την περιπέτεια του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου, επισηµαίνει ο Ντέιβιντ Ουάιτον των «Τάιµς», αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Οι επενδυτές εγκατέλειψαν την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία επειδή δεν βλέπουν πώς οι οικονοµίες των χωρών αυτών θα σηκώσουν το βάρος του χρέους που συσσωρεύουν. Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση (ή «αναδιάταξη», όπως προτιµά ο Σόρος) του χρέους φουντώνει. Το αν και πώς θα συµβεί κάτι τέτοιο θα επηρεάσει άµεσα τον ισολογισµό των ευρωπαϊκών, και κυρίως των γερµανικών και ισπανικών, τραπεζών.

Υπάρχει/υπήρχε άλλη λύση; Εδώ, οι απόψεις είναι όσες και οι οικονοµολόγοι. Ο Ρικάρδο Πάες Μαµέντε, καθηγητής οικονοµικών στο πανεπιστηµιακό Ινστιτούτο της Λισαβώνας, πιστεύειγια παράδειγµα ότι αυτό που καταδίκασε τη χώρα του ήταν το ευρωπαϊκό ταµείο χρηµατοπιστωτικής σταθερότητας. Θα µπορούσε να συµβάλει στη µείωση του εξωφρενικού ύψους των επιτοκίων αγοράζοντας ένα µέρος του χρέους της. Αλλά ο κύβος είχε ουσιαστικά ριφθεί στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της 25ης Μαρτίου...

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2011

Επιθανάτιος ρόγχος




"Ο επιθανάτιος ρόγχος του καπιταλισµού»: ένα βιβλίο µε αυτόν τον φιλόδοξο, προκλητικό, αν και όχι ακριβώς πρωτότυπο τίτλο, αξίζει ασφαλώς την προσοχή του φιλοµαθούς αναγνώστη. Πόσω µάλλον όταν συγγραφέας είναι ο πιο ανατρεπτικός οικονοµολόγος της Γαλλίας. Τ’ όνοµά του, Πολ Ζοριόν.

Από τον 19ο αιώνα – λέει σε συνέντευξή του που δηµοσιεύεται στον «Νουβέλ Οµπζερβατέρ» – ο τρόπος που χρησιµοποιείται η οικονοµική επιστήµη έχει οδηγήσει σε µια σειρά χονδροειδών λαθών. Το µεγαλύτερο από τα λάθη αυτά είναι η ψευδαίσθηση ότι τα δανεικά ισοδυναµούν µε πραγµατικό πλούτο, όπως είναι τα χρήµατα ή οι πολύτιµοι λίθοι. Τα παράγωγα των δανείων, η τιτλοποίησή τους και όλα όσα ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια, αποκάλυψαν τον εύθραυστο χαρακτήρα ενός συστήµατος που έµοιαζε ανίκητο. Παράλληλα, διάφοροι διπλωµατούχοι του ΜΙΤ που καλούνταν να υπερασπιστούν τα συµφέροντα των ισχυρών άρχισαν να αναπτύσσουν θεωρίες που περιέγραφαν ένα σύστηµα όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελαν εκείνοι να είναι. Αυτό έγινε κυρίως κατά την κρίσιµη δεκαετία 1980-1990. Οταν κατέρρευσε η Lehman Brothers, τα κράτη ενίσχυσαν τις τράπεζες µε εκατοντάδες δισεκατοµµύρια, µετατρέποντας το ιδιωτικό χρέος σε δηµόσιο. Τα ελλείµµατα διογκώθηκαν. Κι αντί οι κυβερνήσεις να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα κινητοποιώντας τον µηχανισµό παραγωγής, έθεσαν σε εφαρµογή προγράµµατα λιτότητας που τιµωρούν τους φτωχούς και τη µεσαία τάξη.

Τρεις είναι οι λόγοι, σύµφωνα µε τον συγγραφέα, που εξηγούν τα αδιέξοδα του καπιταλισµού. Ο πρώτος είναι ότι εξαιτίας των όλο και πιο σύνθετων προϊόντων που εκδίδουν οι τράπεζες, οι οποίες έχουν αλλάξει χαρακτήρα, ο καπιταλισµός έχει πληγεί από την ίδια ασθένεια που γονάτισε τον κοµµουνισµό: µια ακραία πολυπλοκότητα. Ο δεύτερος είναι ότι από τότε που έπεσε ο κοµµουνισµός, ο καπιταλισµός δεν έχει πια δηλωµένο αντίπαλο. Κι επειδή εκείνοι που επωφελήθηκαν από το φαινόµενο αυτό δεν έπαψαν να προσπαθούν να µεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, ολόκληρο το σύστηµα έχει αποσταθεροποιηθεί. Η τρίτη εξήγηση έχει να κάνει µε την υπέρµετρη συσσώρευση των κερδών, που επιταχύνθηκε την τριετία 2008-2011 και διαβρώνει το καπιταλιστικό οικοδόµηµα.

Ο καπιταλισµός λοιπόν καταρρέει. Εναλλακτική λύση υπάρχει; Οχι προφανής, απαντά ο γάλλος οικονοµολόγος. Ο κοµµουνισµός σταλινικού τύπου πέθανε. Ο κινεζικός κρατικός καπιταλισµός, που µοιάζει περισσότερο µε µείγµα ταοϊσµού και λενινισµού, δεν είναι κάτι βιώσιµο. Αντί να σκεφτόµαστε όµως µε τη λογική του συστήµατος, ας προβληµατιστούµε γύρω από βασικές έννοιες, όπως είναι η εργασία, η ιδιοκτησία. Ας κάνουµε διάκριση, όπως έλεγε ο Κέινς, ανάµεσα στις «απόλυτες ανάγκες» µας, που µας µετατρέπουν σε πολίτες οι οποίοι αποσκοπούν στην ισότητα, και στις «σχετικές ανάγκες», οι οποίες οδηγούν σε µια αδιάκοπη συσσώρευση του πλούτου. Ή ας θυµηθούµε τον Ροβεσπιέρο, που στην οµιλία του το 1792 για τον «Επισιτισµό» έκανε διάκριση ανάµεσα στο αναγκαίο και το πλεονάζον, εφαρµόζοντας διαφορετικό καθεστώς για το καθένα...

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Κι εµείς είµαστε οι Ρώσοι...




Οι συγκρίσεις ανάµεσα στις αραβικές εξεγέρσεις και τα γεγονότα του 1989 στην Ανατολική Ευρώπη είναι τόσο συχνές, που έχουν γίνει πια κλισέ. Οι πρωταγωνιστές των κινητοποιήσεων που παρακολουθούµε τους τελευταίους µήνες έχουν τα ίδια αιτήµατα (εκλογές, ελεύθερη έκφραση, ελεύθερη µετακίνηση) µ’ εκείνα που διεκδικούσαν τότε οι νέοι της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ανατολικής Γερµανίας. Το ερώτηµα είναι τι ρόλο παίζουµε εµείς. Με ποιον θα µπορούσαν να παροµοιαστούν οι Αµερικανοί και οι Ευρωπαίοι; Ο Γκίντεον Ράχµαν των «Φαϊνάνσιαλ Τάιµς» έχει µια έξυπνη απάντηση: µε τους Ρώσους!

Οταν άρχισαν οι διαδηλώσεις στην Αίγυπτο, η κυβέρνηση Οµπάµα κατέστησε σαφές στον Χόσνι Μουµπάρακ ότι δεν θα ανεχόταν τη βίαιη καταστολή τους. Το ίδιο ακριβώς είχε διαµηνύσει το 1989 ο Μιχαήλ Γκορµπατσόφ στην ανατολικογερµανική ηγεσία. Και στις δύο περιπτώσεις, η άρση της υποστήριξης των υπερδυνάµεων προς τους εγχώριους δικτάτορες επέσπευσε την πτώση τους και συνέβαλε αποφασιστικά στην επέκταση της αναταραχής σε ολόκληρη την περιοχή. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ισχυροί επέλεξαν να σταθούν στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», παρ’ όλο που γνώριζαν ότι µε τον τρόπο αυτό θυσίαζαν µέρος της ισχύος τους σε µια παραδοσιακή σφαίρα επιρροής. Οπως είπε ανώτατος αµερικανός αξιωµατούχος µετά την παραίτηση του Μουµπάρακ: «Μα κάνουµε τα πάντα µε την Αίγυπτο. Με ποιον θα συνεννοούµαστε τώρα;».

Με τη Λιβύη, τα πράγµατα πήραν άλλη τροπή. Κι όπως η επιλογή του Γκορµπατσόφ να µην προσφύγει στη στρατιωτική βία τον δικαίωσε µεν στα µάτια των Δυτικών αλλά όχι και στα µάτια των συµπατριωτών του, έτσι και η απόφαση των Ηνωµένων Πολιτειών και της Ευρώπης να επέµβουν στρατιωτικά για να σταµατήσουν τον Καντάφι κινδυνεύει όσο περνά ο καιρός να είναι πιο δηµοφιλής στη Βεγγάζη απ’ ό,τι στην Ουάσιγκτον, στο Λονδίνο ή στη Ρώµη. Αυτό δεν σηµαίνει βέβαια ότι και οι δύο αποφάσεις δεν ήταν κατ’ αρχήν ορθές. Κι αν οδήγησαν σε εκρήξεις, αυτό ήταν γνωστό από την αρχή.

Υπάρχει κι ένα άλλο κλισέ. Γιατί δύο µέτρα και δύο σταθµά; Γιατί στη Λιβύη κι όχι στη Συρία ή το Μπαχρέιν; Το ερώτηµα είναι σωστό και µπορεί να δώσει κανείς διάφορες απαντήσεις ανάλογα µε το αν είναι αριστερός, δεξιός, ανθρωπιστής, κυνικός, ιδεολόγος ή εξυπνάκιας. Την καλύτερη απάντηση, όµως, τη δίνει ο Νίκολας Κριστόφ των «Νιου Γιορκ Τάιµς». Ναι, είµαστε ένοχοι. Ναι, είµαστε ασυνεπείς. Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι σε µεγάλο βαθµό διαλέγουµε µε βάση τα συµφέροντά µας σε ποια χώρα θα επέµβουµε και σε ποια όχι. Το ότι επιτρέψαµε όµως να γίνουν σφαγές στη Ρουάντα ή το Νταρφούρ σηµαίνει πως για να είµαστε «συνεπείς» έπρεπε να αφήσουµε να γίνει σφαγή και στη Λιβύη; Δεν είναι καλύτερα να σώζουµε «ασυνεπώς» µερικές ζωές από το να µη σώζουµε «συνεπώς» καµία;

Τρίτη, Απριλίου 05, 2011

Ο βιβλιοπώλης της Ιερουσαλήµ




Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήµ. Εχει ζήσει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του στην Ιερουσαλήµ. Η οικογένειά του ζει στην Ιερουσαλήµ. Κι ο ίδιος όχι µόνο δεν έχει πειράξει κανέναν, αλλά µέσα από τη δουλειά του εργάζεται εδώ και χρόνια για την ειρήνη. Προφανώς γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η ισραηλινή κυβέρνηση θέλει να τον διώξει.

Τ’ όνοµά του είναι Μίντερ Φάχµι. Είναι 57 ετών. Και το επάγγελµά του, βιβλιοπώλης. Το βιβλιοπωλείο του βρίσκεται στο εσωτερικό του ξενοδοχείου “American Colony”, ενός χαρακτηριστικού κτιρίου του 19ου αιώνα. Το άνοιξε το 1998, όταν διαπίστωσε πόσο δύσκολη ήταν η κυκλοφορία αγγλόφωνων βιβλίων στο Ισραήλ, ακόµη κι εκείνων που είχαν γράψει ισραηλινοί συγγραφείς. «Για µένα, ένα βιβλιοπωλείο είναι ένας ιερός τόπος, ένας ναός που πρέπει να µένει έξω από την πολιτική», λέει ο Σάιµον Σίµπαγκ Μοντεφιόρε, συγγραφέας της Βιογραφίας της Ιερουσαλήµ. «Ορισµένα βιβλιοπωλεία έχουν ατζέντα. Το βιβλιοπωλείο του Φάχµι δεν έχει. Εκεί βρίσκεις βιβλία για τη Μέση Ανατολή, ισραηλινούς συγγραφείς, παλαιστίνιους συγγραφείς. Ο Φάχµι είναι ακριβώς ο άνθρωπος που χρειάζεται µια χώρα σ’ αυτή τη θέση».

Εκανε όµως ένα λάθος. Μετά τον Πόλεµο των Εξι Ηµερών και την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήµ από το Ισραήλ, δεν ζήτησε ισραηλινή υπηκοότητα. Οπως και οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι που κατοικούσαν στην πόλη, δεν το θεώρησε ούτε απαραίτητο ούτε σωστό. Αρκέστηκε λοιπόν σ’ ένα καθεστώς γνωστό ως «µόνιµη διαµονή». Υστερα έφυγε στην Αµερική κι άνοιξε ασφαλιστική εταιρεία στο Μιζούρι. Οταν επέστρεψε στο Ισραήλ, του είπαν ότι τα χαρτιά του δεν ίσχυαν πλέον. Ελεγαν ψέµατα, αλλά εκείνος δεν το ήξερε. Αναγκάστηκε λοιπόν να δεχθεί να του χορηγήσουν τουριστική βίζα τρίµηνης διάρκειας µε δυνατότητα ανανέωσης. Τον ίδιο δεν τον πείραζε, αφού ταξίδευε πολύ. Και οι Αρχές δεν δηµιουργούσαν προβλήµατα. Αλλά το κλίµα άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Ο εθνικισµός και ο φανατισµός πήραν το πάνω χέρι. Και πριν από λίγους µήνες, η αίτησή του για ανανέωση της βίζας του απορρίφθηκε. Με βάση τον νέο νόµο, ο Φάχµι ήταν πλέον ένας ξένος πολίτης που είχε ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και δεν µπορούσε πια να ζήσει στη χώρα όπου γεννήθηκε. Τον περασµένο µήνα απορρίφθηκε και η έφεσή του. Του δόθηκε απλώς προθεσµία 30 ηµερών να ζητήσει από το υπουργείο Εσωτερικών να παραµείνει στη χώρα για ανθρωπιστικούς λόγους. Ναι, για ανθρωπιστικούς λόγους…

Η υπόθεσή του έχει ευαισθητοποιήσει διανοουµένους απ’ όλο τον κόσµο. Σχετικό κείµενο συµπαράστασης έχουν υπογράψει 1.500 προσωπικότητες, µεταξύ των οποίων ο Ερικ Χόµπσµποµ, ο Ιαν ΜακΓιούαν, ο Τζον Μπέργκερ, ο Αντριάνο Σόφρι, αλλά και οι Ισραηλινοί Νταβίντ Γκρόσµαν και Αµος Οζ. «Ο Μίντερ και το βιβλιοπωλείο του αποτελούν µνηµεία», λέει ο τελευταίος. «Μια κληρονοµιά της πόλης. ∆εν ξέρω ποιοι γραφειοκρατικοί λόγοι είναι στη µέση. Ούτε µ’ ενδιαφέρει. Αν κλείσει το βιβλιοπωλείο του “Colony”, η Ιερουσαλήµ θα γίνει µια φτωχότερη πόλη».

Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011

Μια επιτυχηµένη παράσταση




Ο τίτλος του βιβλίου «∆ικαιοσύνη για τους σκαντζόχοιρους» παραπέµπει στη διάκριση που έκανε κάποτε ο Αϊζάια Μπερλίν, βασιζόµενος σε µια αρχαία ελληνική παραβολή, ανάµεσα στις αλεπούδες και τους σκαντζόχοιρους. Οι πρώτες γνωρίζουν πολλά πράγµατα και πετάγονται από τη µια ιδέα στην άλλη. Οι δεύτεροι γνωρίζουν ένα πράγµα, και σηµαντικό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν στοχαστές όπως ο Αριστοτέλης, ο Σαίξπηρ και ο ίδιος ο Μπερλίν, στη δεύτερη ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Πλάτων.

Ο Ρόναλντ Ντουόρκιν είναι σκαντζόχοιρος. «Ο Μπερλίν παραδεχόταν ότι υπάρχουν αλήθειες, αλλά πίστευε ότι συγκρούονται µεταξύ τους», λέει ο 79χρονος βρετανός φιλόσοφος στην Γκάρντιαν µε αφορµή την έκδοση του βιβλίου του µε τον παραπάνω τίτλο. «Νοµίζω πως αυτό είναι λάθος. Οι αλήθειες δεν συγκρούονται στο πεδίο των αξιών, όπως δεν συγκρούονται στο πεδίο της επιστήµης». Είναι γεγονός ότι όλοι – ιστορικοί, καλλιτέχνες, δικηγόροι, κριτικοί και φιλόσοφοι – επιδίδονται σε ερµηνείες. Οµως αυτές οι ερµηνείες είναι ή σωστές ή λανθασµένες. «∆εν µπορώ να ακούω κάποιον να λέει, “είναι σωστό να παντρεύονται οι οµοφυλόφιλοι, αλλά αυτό είναι προσωπική µου άποψη”. ∆ηλαδή πώς θα σας φαινόταν να καταδίκαζε ένας δικαστής κάποιον σε ισόβια και να έλεγε πως άλλοι δικαστές µπορεί να έχουν διαφορετική, εξίσου σεβαστή άποψη;».

Αντίθετα µε τους περισσότερους σηµερινούς φιλοσόφους της ηθικής, που αρέσκονται στην αυτοθυσία, ο Ντουόρκιν πιστεύει στη δυναµική έκφραση των απόψεων και των επιθυµιών. «Εχουµε ευθύνη να ζούµε καλά. Η πρόκληση που αντιµετωπίζουµε είναι να συµπεριφερόµαστε σαν να σεβόµαστε τον εαυτό µας. Το να περνάµε καλά δεν είναι αρκετό». Ας πούµε ότι ένα πλοίο βουλιάζει και καλούµαι να αποφασίσω αν θα σώσω το δικό µου παιδί ήένα ξένο. Ενας ωφελιµιστής – που θεωρεί ότι ηθικά ουσιαστικό είναι η µεγιστοποίηση της ευτυχίας του µεγαλύτερου δυνατού αριθµού ανθρώπων – θα πει ότι δεν έχει σηµασία αν θα πνιγεί το δικό µου παιδί ή κάποιο άλλο. Το σύστηµα του Ντουόρκιν, όµως, πιστεύει ότι δικαιολογηµένα θα σώσω το δικό µου παιδί. Γιατί; «Επειδή είναι το δικό µου! Επειδή είναι µέρος της ζωής µου, για την οποία αναλαµβάνω την ευθύνη».

Μια τέτοια εύνοια δεν µπορεί να λειτουργήσει σε πολιτικό επίπεδο: δεν µπορείς να απαλλάξεις κάποιον από τους φόρους επειδή είναι γιος σου. Σε ηθικό επίπεδο, όµως, αυτό είναι δυνατό: µπορείς να σώσεις κάποιον επειδή είναι το παιδί σου και ταυτόχρονα να σέβεσαι τις ζωές των άλλων. «Κάθε άνθρωπος πρέπει να παίρνει τη ζωή του στα σοβαρά: πρέπει να δεχθεί ότι είναι σηµαντικό η ζωή του να είναι µια επιτυχηµένη παράσταση και όχι µια χαµένη ευκαιρία». Το µυστικό είναι η αξιοπρέπεια. «Χωρίς αξιοπρέπεια, οι ζωές µας δεν είναι παρά αναλαµπές συγκεκριµένης διάρκειας. Αν όµως καταφέρουµε να ζήσουµε µια καλή ζωή, δηµιουργούµε κάτι µεγαλύτερο. Γράφουµε µια υποσηµείωση στη θνησιµότητά µας. Καθιστούµε τις ζωές µας µικρά διαµάντια στην άµµο του Σύµπαντος».

Σάββατο, Απριλίου 02, 2011

O πόλεµος της Σαµάνθα




Τον Δεκέµβριο του 2003, ο Τοµ Χέιντεν είχε µια µακρά και ενδιαφέρουσα συνοµιλία µε τη Σαµάνθα Πάουερ. Το βιβλίο της τελευταίας, µε τίτλο «Ενα πρόβληµα από την κόλαση: η Αµερική και η εποχή της γενοκτονίας», είχε µόλις τιµηθεί µε το βραβείο Πούλιτζερ. Και ο Χέιντεν, πρώην σύζυγος της Τζέιν Φόντα και παλιά καραβάνα από τα κινήµατα της δεκαετίας του ‘60, ήθελε να δει πώς σκεφτόταν µια ακτιβίστρια κατά τριάντα χρόνια νεώτερή του (που επιπλέον ήταν Ιρλανδοαµερικανίδα όπως και ο ίδιος). Αυτό που τον κατέπληξε ήταν ακριβώς ο ηλικιακός παράγων. Αν η συνοµιλήτριά του είχε ζήσει τις κινητοποιήσεις κατά του Πολέµου στο Βιετνάµ, θα είχε ενταχθεί στη ριζοσπαστική Αριστερά και θα αντιµετώπιζε την αµερικανική ισχύ µε καχυποψία. Επειδή όµως ως ανεξάρτητη δηµοσιογράφος είδε τη βία και τον θάνατο στη Γιουγκοσλαβία, αδυνατούσε να χωνέψει ότι η χώρα της θα µπορούσε να παραµείνει ουδέτερη. Και τάχθηκε χωρίς δισταγµό υπέρ µιας στρατιωτικής επέµβασης για να σταµατήσει η γενοκτονία.

Κάποια στιγµή, ο Χέιντεν τη ρώτησε αν θα είχε συµφωνήσει και µε την αποστολή χερσαίων στρατευµάτων στα Βαλκάνια για να πολεµήσουν µε τους Σέρβους. «Είναι µια µεγάλη συζήτηση», του απάντησε. «Ισως την κάνουµε στο µέλλον».

Το 2004, η Πάουερ υποστήριξε την εκστρατεία του στρατηγού Ουέσλεϊ Κλαρκ (από τους πρωταγωνιστές του Πολέµου στο Κόσοβο) για την προεδρία. Και τον επόµενο χρόνο παρουσιάστηκε στο γραφείο ενός νέου γερουσιαστή και προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της. Ο γερουσιαστής λεγόταν Μπαράκ Οµπάµα. Συνεργάστηκε στενά µαζί του, αλλά στη διάρκεια των προκριµατικών εκλογών του 2008 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το επιτελείο του όταν αποκάλεσε τη Χίλαρι Κλίντον «τέρας». Εµεινε για λίγο στην αφάνεια, αλλά στη συνέχεια επέστρεψε στο πλευρό του Οµπάµα και έγινε µέλος του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.

Σήµερα, η 40χρονη Σαµάνθα Πάουερ θεωρείται ο άνθρωπος που έπεισε τον αµερικανό πρόεδρο να επέµβει στρατιωτικά στη Λιβύη. Οπως γράφει ο Χέιντεν στο περιοδικό The Nation, το νέο δόγµα του Οµπάµα µοιάζει να ξεπήδησε από τα γραπτά αυτής της παθιασµένης γυναίκας – ή αυτού του «ανθρωπιστικού γερακιού», όπως την αποκαλούν στην Ουάσιγκτον. Αν η επέµβαση πετύχει και ο Καντάφι αποχωρήσει σύντοµα από την εξουσία, η Πάουερ θα δικαιωθεί. Αν όµως οι βοµβαρδισµοί συνεχιστούν για καιρό κι αρχίσουν τα λάθη και οι παράπλευρες απώλειες, ο αµερικανός πρόεδρος θα κατηγορηθεί ότι επηρεάζεται από ερασιτέχνες.

Το µεγαλύτερο πρόβληµα µε την κοσµοθεωρία της Πάουερ – σηµειώνει ο Χέιντεν – είναι ο ελιτισµός της, που θεωρεί πως όποιος ενδιαφέρεται για την εσωτερική πολιτική αποτελεί εµπόδιο στην παγκόσµια µάχη για τα ανθρώπινα δικαιώµατα. Στον δικό της κόσµο υπάρχει ένας απεριόριστος προϋπολογισµός για µια απεριόριστη σειρά ανθρωπιστικών επεµβάσεων στο εξωτερικό. Οµως ο µέσος Αµερικανός δύσκολα θα δεχθεί να πέσει το βιοτικό του επίπεδο για να ζουν ελεύθεροι οι Λίβυοι ή οι Σύροι.

Ενα άγαλµα στην κεντρική πλατεία της Βεγγάζης, πάντως, η Σαµάνθα Πάουερ το έχει εξασφαλίσει.

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2011

Ενα δώρο στη Γουόλ Στριτ




Το όνοµά του είναι Νιλ Μπαρόφσκι. Υπήρξε γενικός επιθεωρητής του σχεδίου σωτηρίας των τραπεζών που εγκαινίασε πριν από δυόµισι χρόνια η αµερικανική κυβέρνηση. Και την περασµένη Τρίτη, τελευταία ηµέρα της θητείας του, παρουσίασε τα συµπεράσµατά του. Που προκαλούν από µελαγχολία έως οργή.

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι, «από αντικειµενική άποψη», το πρόγραµµα πέτυχε. Και είναι γεγονός ότι χάρις στο πρόγραµµα αυτό η χώρα απέφυγε τις συνέπειες µιας κατάρρευσης του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Οπως είναι επίσης γεγονός ότι οι τράπεζες όχι µόνο σώθηκαν, αλλά έχουν και ρεκόρ κερδών. Μόνο που τα χρήµατα – για την ακρίβεια: τα δισεκατοµµύρια δολάρια – που επέτρεψαν να γίνει αυτό δεν έπεσαν από τον ουρανό. Βγήκαν από τις τσέπες των φορολογουµένων. Η χρησιµοποίησή τους κατέστη δυνατή χάρις σ’ έναν συµβιβασµό που επιτεύχθηκε στο Κογκρέσο. Και ο συµβιβασµός εκείνος είχε περισσότερα σηµεία από τη σωτηρία των τραπεζών.

Ενα από τα σηµεία αυτά, τονίζει ο Μπαρόφσκι σε άρθρο του που δηµοσιεύτηκε στους «Νιου Γιορκ Τάιµς», ήταν ότι η βοήθεια θα επέτρεπε στις τράπεζες να στηρίξουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που είχαν αγοράσει σπίτια µε δάνειο και δεν µπορούσαν πλέον να τα αποπληρώσουν. Για τον σκοπό αυτό, το υπουργείο Οικονοµικών αναλάµβανε τη δέσµευση να εργαστεί για την τροποποίηση των όρων των στεγαστικών δανείων. Αλλά δεν το έπραξε. Τα κολοσσιαία αυτά χρηµατικά ποσά δόθηκαν στις τράπεζες χωρίς κανέναν όρο. ∆εν τους ζητήθηκε να αυξήσουν το ποσό του δανείου, να µειώσουν το επιτόκιο ή να αυξήσουν τον χρόνο αποπληρωµής. ∆εν τους ζητήθηκε καν στην αρχή να εξηγήσουν τι θα έκαναν αυτά τα χρήµατα. Οταν υποβλήθηκε τελικά αυτό το αίτηµα, τον περασµένο Απρίλιο, οι µεγαλύτερες τράπεζες είχαν πια αποπληρώσει το χρέος τους. Και δεν είχαν πλέον κανέναν λόγο να βοηθήσουν τους απελπισµένους ιδιοκτήτες.

Το Πρόγραµµα Τροποποίησης των ∆ανείων, που ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο του 2009, απέτυχε παταγωδώς, συνεχίζει ο Μπαρόφσκι. Οι µόνιµες τροποποιήσεις (540.000) είναι λιγότερες από εκείνες που ακυρώθηκαν (πάνω από 800.000). Και οι κατασχέσεις πολλαπλασιάζονται. Ο υπουργός Οικονοµικών Τίµοθι Γκάιτνερ παραδέχεται ότι το πρόγραµµα δεν θα εκπληρώσει τους αρχικούς του στόχους, ότι τα κίνητρα πουδίνει δεν είναι αρκετά ισχυρά και ότι οι υπηρεσίες όπου έχουν γίνει οι υποθήκες των σπιτιών «εξακολουθούν να κάνουν µια τροµερά ανεπαρκή δουλειά». Τότε πώς το σχέδιο «αντικειµενικά» πέτυχε; Τι διαφορά έχει από ένα κανονικό δώρο προς τη Γουόλ Στριτ; Και γιατί το υπουργείο, αντί να νίπτει τας χείρας του, δεν παρεµβαίνει αποφασιστικά για να βάλει τις τράπεζες στη θέση τους;

Οι µεγάλες τράπεζες είναι σήµερα κατά 20% µεγαλύτερες απ’ ό,τι πριν από την κρίση, καταλήγει ο (πρώην) γενικός επιθεωρητής. Ελέγχουν ακόµη µεγαλύτερο τµήµα της αµερικανικής οικονοµίας. Και γνωρίζουν ότι, αν χρειαστεί, η κυβέρνηση θα τις σώσει ξανά. Με τα χρήµατα των φορολογουµένων φυσικά.