Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2005

H μοναξιά του διευθυντή



Όποτε έπαιρνε τον λόγο, γοήτευε, συνέπαιρνε και έπειθε. Έτσι έγινε το 1974, έτσι το 1981, έτσι το 1994. Αλλά την περασμένη Τρίτη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όπως είπε ένας από τους παρισταμένους, «ο πρωταγωνιστής έχασε το ταλέντο του».

Ο Σερζ Ζυλύ ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Για να γίνει μάλιστα σαφέστερος και να επιβληθεί ευκολότερα, ανέβηκε στο μεγάλο τραπέζι. «Κάθε απεργία είναι μια αποτυχία, ιδιαίτερα στη Λιμπερασιόν» τόνισε. «Παραδέχομαι ότι είναι δικό μας λάθος, δικό μου λάθος. Δεν εξηγήσαμε με πειστικό τρόπο πόσο έχει επιδεινωθεί η κατάσταση και πόσο γρήγορα αλλάζουν πια τα πράγματα στο επάγγελμά μας. Δυστυχώς δεν υπάρχει λύση που να μη συνοδεύεται από αποχωρήσεις εργαζομένων και κατάργηση θέσεων εργασίας». Μιλούσε κάπου δέκα λεπτά όταν τον διέκοψε ένας συνδικαλιστής. «Απεργούμε εδώ και δύο ημέρες και η απεργία θα συνεχιστεί όσο δεν υπάρχει άλλη πρόταση. Έχεις κάτι να μας πεις;». Σιωπή. H ένταση έχει ανεβεί στο κατακόρυφο. «Πάμε να φύγουμε!» φωνάζει κάποιος. H αίθουσα σιγά σιγά αδειάζει. Ο διευθυντής μένει μόνος, με πέντε - έξι συνεργάτες. Το άστρο του έχει δύσει.

H απεργία θα συνεχιστεί μέχρι την Παρασκευή. Το βράδυ εκείνης της ημέρας οι εργαζόμενοι θα αποφασίσουν κατά πλειοψηφία να την αναστείλουν. Οι 52 προγραμματισμένες απολύσεις παίρνουν κάποια αναβολή. Πρώτα θα επιδιωχθούν εθελοντικές αποχωρήσεις και εσωτερικές ανακατατάξεις. Το Σάββατο η εφημερίδα είναι και πάλι στα περίπτερα. Αλλά ο «Citizen July», όπως αποκαλούν στη Γαλλία αυτόν τον πρώην αριστεριστή που διευθύνει εδώ και 30 χρόνια μια πρώην ανατρεπτική εφημερίδα, δεν απαντά στα τηλέφωνα. «Δεν έχω καιρό να σας μιλήσω» λέει στη Μοντ. Έχουν αλλάξει πολλά από το 1981, όταν ανέστειλε για τρεις μήνες την έκδοση της εφημερίδας για να αλλάξει το στυλ της, τον προσανατολισμό της, τα στελέχη της. H Λιμπερασιόν μεγάλωσε, εκσυγχρονίστηκε, άρχισε να κερδίζει λεφτά. Ο Ζυλύ διοικούσε με ένα σύστημα δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, κανείς δεν τολμούσε να τον αμφισβητήσει, οι πολιτικοί τον φοβόντουσαν, οι τραπεζίτες και οι επενδυτές σπρώχνονταν για να φάνε μαζί του. «Εκείνη την εποχή έστυψε πολλά λεμόνια» λέει ένας πρώην σύμβουλός του. Τη μεγαλομανία του όμως μια μέρα θα την πλήρωνε. Τον Σεπτέμβριο του 1994 έριξε στην αγορά την «απόλυτη εφημερίδα», ένα φύλλο που θα τα έλεγε όλα σε 70 σελίδες. Το σχέδιο δεν έπιασε, οι αναγνώστες άρχισαν να απομακρύνονται, οι διαφημιστές το ίδιο. «H σημερινή κρίση συνδέεται με αυτά που έγιναν τότε» παρατηρεί ένας δημοσιογράφος. «Θα χρειαστούν δέκα χρόνια για να ξεπεραστεί».

Αλλά ο Σερζ Ζυλύ δεν μπορεί να αντέξει δέκα χρόνια. Ήδη τον κατηγορούν για το μεγαλύτερο λάθος ενός ηγέτη: δεν ετοίμασε τη διαδοχή του. «Τρεις είναι οι άνθρωποι που δημιούργησαν διαφορετικές εφημερίδες: ο Σκάλφαρι τη Ρεπούμπλικα, ο Θεμπριάν την Ελ Παΐς και ο Ζυλύ τη Λιμπερασιόν» σημειώνει ένας άλλος δημοσιογράφος. «Ο Ζυλύ είναι ο μόνος που κόλλησε».

Τρίτη, Νοεμβρίου 29, 2005

Οικολογική αυτοκτονία



Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την Κίνα ότι δεν παίρνει μαθήματα από τη Δύση. Ίδρυσε, ας πούμε, μια Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος. Άφησε τους διευθυντές της να μιλούν στον ξένο Τύπο. Και κάνει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που λένε.

«Για να παράγουμε αγαθά αξίας 10.000 δολαρίων, χρειαζόμαστε επτά φορές περισσότερους πόρους από την Ιαπωνία, έξι φορές περισσότερους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και, το χειρότερο, τρεις φορές περισσότερους από την Ινδία. Οι πρώτες ύλες μας είναι λιγοστές, δεν έχουμε αρκετή γη, και ο πληθυσμός μας αυξάνεται διαρκώς. Σήμερα ζουν στην Κίνα 1,3 δισ. άτομα, διπλάσια απ' ό,τι πριν από 50 χρόνια. Μέχρι το 2020 θα έχουν φτάσει το 1,5 δισεκατομμύριο. Οι πόλεις μεγαλώνουν, αλλά την ίδια ώρα μεγαλώνουν και οι έρημες ζώνες. Μέσα σε μισό αιώνα, η κατοικήσιμη και καλλιεργήσιμη γη μειώθηκε στο μισό. Αυτό δεν μπορεί, ούτε πρέπει να συνεχιστεί».

Αυτά έλεγε τον περασμένο Απρίλιο σε μια ασυνήθιστα ειλικρινή συνέντευξή του προς το περιοδικό Σπίγκελ ο Παν Γιουέ, υποδιευθυντής της Κρατικής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος και ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πέντε από τις δέκα πιο μολυσμένες πόλεις στον κόσμο - σημείωνε - βρίσκονται στην Κίνα. Όξινη βροχή πέφτει στο ένα τρίτο του εδάφους της. Οι μισές ποσότητες νερού των επτά μεγαλύτερων ποταμών της είναι άχρηστες. Το ένα τέταρτο των πολιτών δεν έχει πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό. Το ένα τρίτο του αστικού πληθυσμού αναπνέει μολυσμένο αέρα. Μόνο στο Πεκίνο, το 70%-80% των θανάσιμων κρουσμάτων καρκίνου συνδέεται με το περιβάλλον. Στο μέλλον θα χρειαστεί να απομακρυνθούν 186 εκατομμύρια κάτοικοι από 22 επαρχίες. Οι υπόλοιπες επαρχίες, όμως, μπορούν να απορροφήσουν μόνο 33 εκατομμύρια άτομα. Με άλλα λόγια, η Κίνα θα αποκτήσει πάνω από 150 εκατομμύρια οικολογικούς πρόσφυγες. Και το οικονομικό της «θαύμα» θα λάβει τέλος.

Οι αριθμοί ζαλίζουν. H αλήθεια όμως είναι ότι δεν χρειάζονται αυτοί οι πρόσφυγες για να πληγώσουν θανάσιμα το «κινεζικό θαύμα». Είναι αρκετοί οι 20.000 ανθρακωρύχοι που θυσιάζονται κάθε χρόνο για την τροφοδοσία της οικονομικής μηχανής (μόνο προχθές σκοτώθηκαν 134 άνθρωποι σε ανθρακωρυχείο της Βορειοανατολικής Κίνας). Είναι ενδεικτικό το «τοξικό Τσερνόμπιλ» των περασμένων εβδομάδων και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε. Άνθρωποι σαν τον Παν Γιουέ έχουν προτείνει την εισαγωγή ενός νέου δείκτη που θα λέγεται «πράσινο ΑΕΠ» και θα λαμβάνει υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος της ανάπτυξης. Αλλά οι φωνές τους πνίγονται από τις ενθουσιώδεις κραυγές των φανατικών της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία φτάνει σήμερα το 9,5%. Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι μια ανθηρή οικονομία εγγυάται την πολιτική σταθερότητα. Κάνουν λάθος: το αποδεικνύουν οι δεκάδες χιλιάδες εξεγέρσεις που καταγράφονται κάθε χρόνο στη χώρα. Όσο διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών τόσο η λαϊκή οργή θα φουντώνει. Πόσες ακόμη Τιαν Ανμέν μπορεί να αντέξει η Κίνα;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 28, 2005

Άπαντες ακατάλληλοι



«Unfit» (ακατάλληλο) να κυβερνήσει την Ιταλία χαρακτήριζε πριν από πέντε χρόνια τον Μπερλουσκόνι ο Εκόνομιστ. Εξίσου ακατάλληλους βρίσκει σήμερα τους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Ευτυχώς δηλαδή που ο διευθυντής του περιοδικού έχει μια εμμονή με την Ιταλία...

«Ντόλτσε Βίτα, αντίο»: έτσι τιτλοφορεί ο Εκόνομιστ ειδικό αφιέρωμα στην Ιταλία που συνοδεύει το τελευταίο του τεύχος. Παρά τα τόσα θέλγητρά της - σημειώνει - η Ιταλία έχει βυθιστεί σε μια μακρά, αργή παρακμή. H αντιστροφή αυτής της τάσης απαιτεί περισσότερο θάρρος απ' αυτό που φαίνεται να έχουν οι σημερινοί πολιτικοί της ηγέτες. Ο Μπερλουσκόνι και η Δεξιά απέτυχαν, το λέει ακόμη και ο Λούκα ντι Μοντετσέμολο, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων και της Φίατ. H αξιοπιστία της Κεντρικής Τράπεζας έχει καταρρεύσει εξαιτίας της αδιαλλαξίας του διοικητή της, του «παρανοϊκού» Αντόνιο Φάτσιο. Αλλά και ο Ρομάνο Πρόντι δεν φαίνεται ικανός, σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές, να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και εφαρμόζουν ήδη πολλές χώρες της Ευρώπης. Οι μόνοι πολιτικοί που παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον για το βρετανικό περιοδικό είναι δύο «μετανοημένοι»: ο μετα-φασίστας Τζανφράνκο Φίνι και ο μετα-κομμουνιστής Βάλτερ Βελτρόνι.

Ο Μπέπε Γκρίλο δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε σ' αυτούς. Για την ακρίβεια, o Ιταλός κωμικός δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν πολιτικό. Κανείς δεν μιλά για τις καινούργιες τεχνολογίες ή για την εξοικονόμηση ενέργειας. Κανείς δεν υποστηρίζει την ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στη γνώση. Κανείς δεν ασχολείται με τη μάχη κατά του κοπιράιτ. Πρέπει να πάνε όλοι στα σπίτια τους, λέει σε συνέντευξή του στη Ρεπούμπλικα. Και οι πρώτοι που πρέπει να φύγουν είναι εκείνοι που έχουν καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα. Υπάρχουν τέτοιοι; Υπάρχουν, 23 τον αριθμό, στο εθνικό και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επειδή η ιταλική κοινή γνώμη δεν τους γνωρίζει, ο Γκρίλο έφτιαξε ένα blog (www. beppegrillo.it) και τους αποκαλύπτει. Για να τους μάθει και η Ευρώπη, αγόρασε πρόσφατα μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες του μια σελίδα της Χέραλντ Τρίμπιουν. Δέκα χρόνια μετά την εκστρατεία «Καθαρά Χέρια», ένα άλλο σύνθημα συγκλονίζει την ιταλική πολιτική ζωή: «Καθαρό Κοινοβούλιο!».

Ίσως να φαίνεται περίεργο ότι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι έφτασε το τέλος του Τύπου προπαγανδίζει τις απόψεις του με καταχωρήσεις και συνεντεύξεις σε εφημερίδες. Ουδείς όμως είναι τέλειος. Άλλωστε ο Γκρίλο ασχολείται κυρίως με το blog του, που δέχεται 130.000 επισκέψεις την ημέρα και είναι 18ο στον κόσμο. Και με τα meet-up, ομάδες ανθρώπων που συγκεντρώνονται για να υλοποιήσουν τα πράγματα για τα οποία συζητούν στο blog. Στη Νάπολι δραστηριοποιούνται κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού. Στο Μιλάνο υπερασπίζονται το δάσος Gioia. Στο Ρίμινι πολεμούν έναν αποτεφρωτήρα που μολύνει το περιβάλλον. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που ο Γκρίλο τούς υπολογίζει σε 6.000, θα συγκεντρωθούν στις 17 Δεκεμβρίου στην Μπολόνια. Αυτές οι μορφές άμεσης δημοκρατίας μάλλον ξέφυγαν από τον Εκόνομιστ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2005

Nέοι στα 70, αλλά...



Τα νέα είναι καλά. Σε ορισμένους όγκους, οι επιστήμονες έχουν καταφέρει την τελευταία εικοσαετία να μετατρέψουν τον δείκτη θνησιμότητας από 90% σε 10%. Τα επόμενα είκοσι χρόνια ελπίζουν ότι θα νικήσουν και άλλους όγκους. Αλλά χρειάζονται βοήθεια. Το κάπνισμα, για παράδειγμα, κάνει μεγάλη ζημιά. Τα όργανα που μολύνονται από τα προϊόντα του καπνού, όπως η ουροδόχος κύστη, είναι πιο ευάλωτα στον καρκίνο. H διατροφή και η άσκηση παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πρόληψη του κακού. Όπως λέει στην Ελ Παΐς ο ογκολόγος Κάρλος Κορντόν-Καρντό, που διευθύνει την Πτέρυγα Μοριακής Παθολογίας του Memorial Sloan-Kettering Cancer Center της Νέας Υόρκης, ο πιο δύσκολος καρκίνος δεν είναι ούτε των πνευμόνων ούτε του παγκρέατος - αλλά εκείνος που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, όποιο όργανο κι αν έχει μολύνει. Αντί λοιπόν να φοβόμαστε τον καρκίνο, πρέπει να τον σεβόμαστε, όπως πρέπει να σεβόμαστε και το σώμα μας. Μερικές φορές, όταν πηγαίνουμε στον γιατρό είναι πια αργά.

Ναι, τα νέα είναι καλά. Πριν από δύο αιώνες, ένας άνθρωπος 40 ετών θεωρούνταν μεγάλος. Σήμερα, ένας άνθρωπος 70 ετών θεωρείται νέος. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε δηλητηριάσει το περιβάλλον με τοξικά προϊόντα από τη βιομηχανία και τα αυτοκίνητα. Το πρόβλημα είναι το κάπνισμα, το στρες, η καθιστική ζωή μας. Το πρόβλημα είναι η ανασφάλεια. H επιστήμη μπορεί να μας επιτρέπει να ζούμε μια δεύτερη και τρίτη νεότητα, αλλά η ζωή επιφυλάσσει μερικές φορές δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι γιατροί μπορεί να μας θεωρούν νέους στα πενήντα μας, αλλά δεν συμφωνούν πάντα μαζί τους οι κοινωνιολόγοι και οι οικονομολόγοι. Αν κάποιος χάσει τη δουλειά του γύρω στα σαράντα, αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα να βρει άλλη. Τον κοιτάζουν ύποπτα, κάτι στραβό θα 'χει κάνει για να κτυπάει πόρτες σε αυτή την ηλικία, και προτιμούν συνήθως κάποιον νεώτερο, πιο εύπλαστο, πιο υπάκουο, πιο φτηνό.

Μια γυναίκα στα σαράντα πέντε της είναι νέα, σύμφωνοι, έχει όλη τη ζωή μπροστά της. Αλίμονό της, όμως, αν την παρατήσει ο σύντροφός της. Αλίμονό της, γράφει η Ελβίρα Λίντο στην Ελ Παΐς, γιατί θα έχει πάρει ήδη τον δρόμο της αφάνειας και θα της είναι δύσκολο να βρει έναν άνδρα που θα εκτιμήσει τη δεδομένη εμπειρία της και την ενδεχόμενη γοητεία της. Είμαστε νέοι εμείς που πλησιάζουμε τα πενήντα, ναι, και θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε νέοι για πολλές ακόμα δεκαετίες. Γιατί όμως βλέπουμε στον κινηματογράφο όλο και λιγότερους ανθρώπους να αγαπούν, να αγαπιούνται, να ξεκινούν τη ζωή τους σε αυτή την ηλικία; Γιατί βλέπουμε όλο και λιγότερους συνομηλίκους μας να φιλιούνται στον δρόμο; Γιατί κοιτάζουμε σχεδόν με συγκατάβαση δύο ηλικιωμένους που κρατιούνται από το χέρι;

Πέμπτη, Νοεμβρίου 24, 2005

Kραυγές και ψίθυροι



Τώρα που οι ταραχές στη Γαλλία τελείωσαν και τα αυτοκίνητα που πυρπολούνται επέστρεψαν σε «φυσιολογικά» επίπεδα, ας κάνουμε την αυτοκριτική μας: πώς και δεν προσέξαμε ότι οι εξεγερμένοι ήταν αποκλειστικά άνδρες;

H αλήθεια είναι ότι κανείς δεν το πρόσεξε. Κανείς δεν επισήμανε ότι το βασικό σύνθημα κατά των δυνάμεων της τάξης δεν ήταν κάποια εκδοχή τού «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», όπως συνέβαινε στις διαδηλώσεις του Μάη ή στις αντιιμπεριαλιστικές συγκεντρώσεις μερικά χρόνια αργότερα στην Αθήνα, αλλά «πουτάνας γιοι». Κανείς δεν αναρωτήθηκε πού ήταν οι γυναίκες: δεν είναι και αυτές απελπισμένες από τη φτώχεια, την ανεργία, την περιθωριοποίηση; Την απάντηση δίνει η γνωστότερη φεμινίστρια της Γερμανίας. Οι Μουσουλμάνες δεν συνηθίζουν να φωνάζουν στους δρόμους, γράφει η Άλις Σβάρτσερ στη Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ. Ψιθυρίζουν πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες. Και όταν τολμούν να διαμαρτυρηθούν δημοσίως, δεν στρέφονται εναντίον του κράτους αλλά εναντίον των αδελφών τους και των πατεράδων τους. Δεν καίνε τα αυτοκίνητα των γειτόνων τους ούτε τα σχολεία των παιδιών τους, αλλά βροντοφωνάζουν: «Ούτε πουτάνες ούτε υποταγμένες!».

Στις 4 Οκτωβρίου 2002, ομάδα νεαρών βίασε, βασάνισε και έκαψε ζωντανή μια συμμαθήτριά τους, την Καχινά Μπενζιάν, επειδή τολμούσε να κυκλοφορεί στη γειτονιά με μέικ απ και με φίλο. «Κάποτε έκαιγαν σκουπιδοτενεκέδες και αυτοκίνητα, τώρα καίνε κορίτσια», σχολίαζε αργότερα η αδελφή της. H δολοφονία αυτή έφερε στην επιφάνεια τον θρησκευτικό και σεξουαλικό φανατισμό που υπάρχει σε αυτές τις παράλληλες κοινωνίες. Επηρεασμένοι από τους ισλαμιστές, τα αγόρια και οι άνδρες των γκέτο έχουν χωρίσει τις γυναίκες σε δύο κατηγορίες: τις άγιες και τις πουτάνες. Οι πρώτες μένουν στο σπίτι, οι δεύτερες κυκλοφορούν στον δρόμο. Και η τιμωρία τους γι'αυτό κυμαίνεται από τη βίαιη ληστεία μέχρι τον συλλογικό βιασμό (rotonde, στα γαλλικά), θύμα του οποίου έπεσε η Καχινά.

Ένα ανάλογο φαινόμενο, αν και όχι σε τόσο μεγάλη έκταση, παρατηρείται στη Γερμανία. Τα κρούσματα βίας είναι τρεις φορές περισσότερα στις τουρκικές οικογένειες από ό,τι στις γερμανικές. Οι δράστες είναι πάντα άνδρες και τα θύματα είναι πάντα γυναίκες και παιδιά. Όσο αποσιωπούμε αυτά τα γεγονότα φοβούμενοι μήπως κατηγορηθούμε για ρατσισμό, γράφει η Σβάρτσερ, τόσο δυσκολευόμαστε να φτάσουμε στη ρίζα του προβλήματος. Πώς να σεβαστεί ένας έφηβος τους ανθρώπους γύρω του ή τους αντιπροσώπους του κράτους όταν μαθαίνει από μικρός να περιφρονεί τα πιο κοντινά του πρόσωπα, δηλαδή τη μάνα του, την αδελφή του, τη φίλη του; Πώς να μην καταφύγει στη βία όταν διδάσκεται ότι η βία είναι cool και βασικό χαρακτηριστικό της «ανδρικής» ταυτότητας;

Εκπαίδευση, δουλειά και μαθήματα γλώσσας: αυτό είναι το χρέος της Δύσης απέναντι στη «χαμένη γενιά» των μεταναστών, είπε ο νέος υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας. H Άλις Σβάρτσερ προσθέτει κάτι ακόμη: μαθήματα δημοκρατίας.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2005

Tο στοίχημα του Σαρόν



Τα κατάφερε πάλι ο Αριέλ Σαρόν να αποδείξει ότι είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του Ισραήλ, ο μόνος που μπορεί να φέρει την ειρήνη με τους Παλαιστινίους. Αλλά το ρίσκο που αναλαμβάνει δεν είναι μικρό.

Τελικά δεν θα το λένε «Εθνική Ευθύνη»: το όνομα που προτάθηκε αρχικά για το νέο κόμμα του Σαρόν κρίθηκε αναχρονιστικό και αφελές. Ούτε το «Ελπίδα» άρεσε. Σύμφωνα με την ισραηλινή τηλεόραση, δεν αποκλείεται το κόμμα να ονομαστεί απλώς «Αριέλ». Ο προσωποπαγής χαρακτήρας του δεν θα το εμποδίσει όμως να διεκδικήσει την πρώτη θέση στις πρόωρες εκλογές που θα διεξαχθούν σε λίγους μήνες. Με τον τρόπο αυτό ο Σαρόν ελπίζει ότι θα μπορέσει να συμμαχήσει από θέση ισχύος με τους Εργατικούς, ώστε να προχωρήσουν από κοινού σε αυτό που ζητά εδώ και χρόνια η πλειοψηφία της ισραηλινής κοινωνίας: τον τερματισμό της σύγκρουσης με τους Παλαιστινίους και την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Θα κερδίσει ο Σαρόν το προσωπικό του στοίχημα; Δεν είναι βέβαιο. Μια ανάλογη κίνηση είχε γίνει και το 1965, όταν ο ιδρυτής του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν Γκουριόν αποχώρησε από τους Εργατικούς για να απαλλαγεί από τις πιέσεις των κομματαρχών, παρασύροντας μαζί του λαμπρά νεαρά στελέχη όπως ο Σιμόν Πέρες και ο Μοσέ Νταγιάν. Όμως το κόμμα που δημιουργήθηκε τότε έλαβε στις εκλογές μόλις 10 έδρες και χρειάστηκε να γίνει ο πόλεμος του 1967 για να επιστρέψουν οι «αντάρτες» στο σπίτι τους. H επιτυχία του εγχειρήματος του Σαρόν θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση των Παλαιστινίων. Εάν αρχίσουν και πάλι οι επιθέσεις αυτοκτονίας, οι Ισραηλινοί ψηφοφόροι θα στραφούν προς δεξιές λύσεις, βλέπε Νετανυάχου. Αν ο Αμπάς καταφέρει να επιβληθεί στην εξτρεμιστική του πτέρυγα, ίσως αρχίσει να φυσά ένας άλλος άνεμος στην περιοχή.

Σε κάθε περίπτωση, η μεταμόρφωση του δημίου σε ειρηνοποιό είναι εντυπωσιακή. Και η κίνηση του Σαρόν να εγκαταλείψει το κόμμα που ίδρυσε είναι γενναία. Σύμφωνα με τον Αντόνιο Φεράρι της Ρεπούμπλικα, αποτελεί μάθημα πραγματικού πολιτικού θάρρους όχι μόνο για τη Ραμάλα, αλλά για όλες τις αραβικές χώρες της περιοχής, που χαρακτηρίζονται από μια γενική ακινησία, όσο κι αν κάποιες απ' αυτές έχουν ξεκινήσει μερικές δειλές μεταρρυθμίσεις. Ύμνους για τον απερχόμενο Ισραηλινό πρωθυπουργό επιφυλάσσει και η μεταρρυθμιστική Αριστερά της Ιταλίας. «Αν ζούσα στο Ισραήλ θα ψήφιζα τους Εργατικούς, αλλά η καρδιά μου είναι με τον Σαρόν» λέει ο Ουμπέρτο Ρανιέρι, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών της Ελιάς. Σήμερα αναμένεται εξάλλου στο Μιλάνο η ανακοίνωση της ίδρυσης μιας οργάνωσης που θα λέγεται Αριστεροί υπέρ του Ισραήλ. H πρωτοβουλία ανήκει σε μια σειρά πολιτικών και δημοσιογράφων και υποστηρίζεται από τον Ουμπέρτο Έκο και τον πρώην πρωθυπουργό Τζουλιάνο Αμάτο. Πρόεδρος της οργάνωσης θα είναι ένας πρώην διευθυντής της Ουνιτά: ο Φούριο Κολόμπο.

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2005

Pευστό χρυσάφι



«Ο Θεός μού έκανε ένα δώρο: να κάνω ευτυχισμένο τον κόσμο παίζοντας ποδόσφαιρο». Ρονάλντο ντε Άσις Μορέιρα, ευρύτερα γνωστός ως Ροναλντίνιο

Ο Φλορεντίνο Πέρεθ είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας. Ξέρει πώς να κερδίζει στο χρηματιστήριο, πού να επενδύει ώστε να αποκομίζει μεγαλύτερα κέρδη, πώς να μειώνει το έλλειμμα μιας επιχείρησης. Όταν ανέλαβε λοιπόν την προεδρία της Ρεάλ Μαδρίτης, αποφάσισε να εφαρμόσει τις ίδιες αρχές. Αλλάζει κάθε τόσο προπονητή ανάλογα με το κόστος, φροντίζει οι αγοραπωλησίες των παικτών να αφήνουν πάντα κάτι στην ομάδα, διοικεί με λίγα λόγια μ' ένα κομπιουτεράκι στο χέρι. Το αποτέλεσμα είναι η ομάδα να βρίσκεται σήμερα σε μια ζηλευτή οικονομική θέση: τα έσοδά της, για παράδειγμα, αυξήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια κατά 50%. Έχει όμως ένα πρόβλημα: δεν παίζει καλή μπάλα. Έχει να κερδίσει οποιονδήποτε τίτλο από το 2003. Και το περασμένο Σάββατο υπέστη τον έσχατο εξευτελισμό, χάνοντας στην έδρα της από τον αιώνιο αντίπαλό της, την Μπαρτσελόνα, με 3-0. Αν μάλιστα ο τερματοφύλακάς της, ο Ικέρ Κασίγιας, δεν βρισκόταν σε πολύ καλή μέρα το σκορ θα είχε λάβει αστρονομικές διαστάσεις.

H Ρεάλ έχει μια δικαιολογία, που επιβαρύνει όμως ακόμη περισσότερο τη θέση της: με την αντίπαλό της έπαιζαν ποδοσφαιριστές όπως ο Ετό και, κυρίως, ο Ροναλντίνιο. Αυτοί έβαλαν και τα τρία γκολ. Με τον τρόπο αυτό εκδικήθηκαν τον πρόεδρο της Ρεάλ για τον τρόπο που τους φέρθηκε. Ο Ροναλντίνιο είχε προταθεί στην ομάδα το 2003, αλλά προτιμήθηκε ο Μπέκαμ επειδή ήταν μεγαλύτερη φίρμα και θα έφερνε περισσότερα λεφτά. Ο Ετό κτύπησε την πόρτα της Ρεάλ στα 15 του χρόνια, έπαιξε μερικά χρόνια στους μικρούς, για να τον δανείσουν στη συνέχεια στη Μαγιόρκα και τελικά να τον πουλήσουν στην Μπαρτσελόνα. Τον περασμένο Μάιο γιόρτασε την κατάκτηση του τίτλου τραγουδώντας: «Μπάσταρδοι της Μαδρίτης, υποκλιθείτε στους πρωταθλητές».

Αλλά το φαινόμενο του αγώνα ήταν ο Ροναλντίνιο. Όρθιοι, δεκάδες χιλιάδες οπαδοί της Ρεάλ τον αποθέωσαν μετά το εκπληκτικό δεύτερο γκολ του, κάτι που είχε συμβεί στο Μπερναμπέου μόνο με τον Μαραντόνα. Σε λίγες μέρες, οι δημοσιογράφοι του περιοδικού France Football θα απονείμουν στον 25χρονο Βραζιλιάνο τον τίτλο του Ευρωπαίου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς. Όπως σημειώνει όμως η Ελ Παΐς, οι τίτλοι αυτοί είναι εφήμεροι. Και άλλοι ποδοσφαιριστές τιμήθηκαν με τέτοια βραβεία και ύστερα από δύο χρόνια ξεχάστηκαν. Ο Ροναλντίνιο, αντίθετα, είναι αντιπρόσωπος μιας οικογένειας ανωτέρων αθλητών. Ένας ειδικός απεσταλμένος που συγκεντρώνει τις ιδιότητες του κληρονόμου και του προάγγελου. Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς τον Πελέ χωρίς τον Κουτίνιο, τον Τοστάο χωρίς τον Πελέ, τον Ζίκο χωρίς τον Τοστάο, τον Ρομάριο χωρίς τον Ζίκο, τον Ρονάλντο χωρίς τον Ρομάριο, τον Ροναλντίνιο χωρίς τον Ρονάλντο. Όπως είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς τον Ρομπίνιο χωρίς τον Ροναλντίνιο.

Ρευστό χρυσάφι κυλάει στις φλέβες αυτού του παιδιού. Και οδηγεί τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2005

Ο Λαρς, ο Tζωρτζ και οι φαντασιώσεις τους



«H δημοκρατία είναι ένα καλό εργαλείο για τη λειτουργία μιας χώρας, αλλά δεν κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους όπως φαίνεται να πιστεύουν οι Αμερικανοί. Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι όταν κάνουν μια επανάσταση». Λαρς φον Τρίερ

Οι γονείς του ήταν «κομμουνιστές γυμνιστές»: τον άφηναν να κάνει ό,τι ήθελε. Δεν τους ενδιέφερε αν πήγαινε σχολείο ή μεθούσε με άσπρο κρασί. Ο Λαρς έβλεπε ταινίες του Ντίσνεϋ και ονειρευόταν να πάει στην Αμερική. Αντί γι' αυτό, στα 12 χρόνια του πήρε το τρένο και πήγε στην Κοπεγχάγη για να λάβει μέρος στις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Σε μια διαδήλωση, ρώτησε έναν αστυνομικό αν ήξερε τι ώρα περνάει το τρένο της επιστροφής. Κι εκείνος του είπε ότι αν είναι πολύ νέος για να βρει το σωστό τρένο, είναι πολύ νέος και για να πηγαίνει σε διαδηλώσεις. Ο Λαρς έγινε έξαλλος, άρχισε να του μιλάει για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης, ο άλλος τον κοίταζε έκπληκτος. Ίσως τότε ο μελλοντικός σκηνοθέτης να μολύνθηκε από τον ιό της αμφισβήτησης. «Δεν θέλω μόνο να προκαλώ τους άλλους», λέει στην Ντι Τσάιτ. «Κάνω πόλεμο στον εαυτό μου, στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα, στις αξίες που μου εμφυσήθηκαν. Στη φιλοσοφία των καλών προθέσεων που κυριαρχούσε στην οικογένειά μου».

Ακριβώς επειδή η λευκή νεαρή πρωταγωνίστρια της τελευταίας του ταινίας είναι καλών προθέσεων, και θέλει να εκπαιδεύσει μια ομάδα δούλων στην ελευθερία και τη δημοκρατία, ο σκηνοθέτης τη βάζει να φαντασιώνεται την υποταγή της σ' έναν ρωμαλέο μαύρο σκλάβο: το «Manderlay» είναι άλλωστε εμπνευσμένο από την εισαγωγή στο ερωτικό μυθιστόρημα «Ιστορία της Ο». Δεν είναι όμως κάπως φτηνό για κάποιον που θέλει να αμφισβητήσει όλα τα κλισέ να χρησιμοποιεί μια κοινότοπη πορνογραφική φαντασίωση; «Όταν είσαι σκλάβος και κάθε μέρα ο αφέντης σου σε μαστιγώνει, είναι μάλλον απίθανο τη νύχτα να φαντασιώνεσαι το μαστίγωμά σου», απαντά το τρομερό παιδί του δανικού κινηματογράφου. «Τέτοιες φαντασιώσεις έχουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. H επιθυμία της κυριαρχίας και της υποταγής είναι μέρος του συστήματος των ορμών μας. Δεν μπορούμε να αγνοούμε αυτές τις ορμές όταν αναζητάμε έναν ικανοποιητικό τρόπο συνύπαρξης των ανθρώπων. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι που ασκούν πολιτική εξουσία είναι κι αυτοί σεξουαλικά όντα. Ο Μπους, ας πούμε, είναι ερωτευμένος με την Κοντολίζα. Στα όνειρά του, βλέπει ότι τον μαστιγώνει αλύπητα. H Κοντολίζα, πάλι, είναι ο ιδανικός σκλάβος».

Μήπως άρεσε και στους Ιρακινούς να τους βασανίζει ο Σαντάμ; «Στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν υπήρχε ένα είδος ηθικών αρχών. Φυσικά αυτές οι αρχές έστελναν πολύ κόσμο στον τάφο ή στη φυλακή. Δεν μπορείς όμως να πετάς τους παλιούς κανόνες, να εισάγεις καινούργιους και να πιστεύεις ότι όλα θα πάνε καλά. Οι ηθικές παραδόσεις πρέπει να βγαίνουν μέσα από την κοινωνία».

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2005

Tο δίκαιο του κατακτητή



«Ο Θαπατέρο παρουσιάζει την Ισπανία σαν ένα μεγάλο σκηνικό του Αλμοδόβαρ, με ομοφυλόφιλους που είναι πάντα φορείς του AIDS, ιερείς που είναι πάντα παιδεραστές, μητέρες που γίνονται πατέρες και αντιστρόφως. Την ώρα που υποχωρεί στους τρομοκράτες της αλ-Κάιντα και της ETA, ο πρωθυπουργός αναπαράγει την πολιτική της δεκαετίας του '30: συμμαχία με τους Καταλανούς και Βάσκους αυτονομιστές, σύγκρουση με την Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό πολώνει την κοινωνία και υψώνει ξανά το τείχος ανάμεσα στις δύο Ισπανίες που είχε καταρρεύσει την εποχή του Φράνκο. Στην εκστρατεία του αυτή, έχει τη στήριξη των διανοουμένων: της εφημερίδας «Ελ Παΐς», του Φερνάντο Σαμπατέρ, του Χαβιέρ Μαρίας. Κι όμως, αυτός που πρέπει να ζητήσει συγγνώμη είναι η Αριστερά, για τους χιλιάδες ιερείς που δολοφονήθηκαν όταν ήταν στην εξουσία».

Οι παραπάνω απόψεις - ή μάλλον το παραπάνω παραλήρημα - περιλαμβάνονται σ' ένα καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ισπανία με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατο του Φράνκο και έχει ήδη γίνει μπεστ σέλερ. Το έγραψε ένας πρώην κομμουνιστής, ο Πίο Μόα, και του έδωσε τον τίτλο «Φράνκο: μια ιστορική επισκόπηση» (Εκδ. Planeta). Ο συγγραφέας είναι φανερό ότι θέλει να λύσει τους προσωπικούς λογαριασμούς του με το παρελθόν. Έχει μετανιώσει για τη συμμετοχή του στην οργάνωση Grapo, με εντολή της οποίας σκότωσε τον Οκτώβριο του 1975 τέσσερις αστυνομικούς σε αντίποινα για τις εκτελέσεις του καθεστώτος. Και ποδοπατά όλα αυτά στα οποία κάποτε πίστευε. «Το μεγάλο μέρος των αντιπάλων του Φράνκο, εμού συμπεριλαμβανομένου, ονειρευόταν μια άλλη, πολύ χειρότερη δικτατορία», γράφει. Ας πρόσεχαν. Σε κάθε περίπτωση, οι προσωπικές αυταπάτες δεν αντισταθμίζονται με την αναθεώρηση της Ιστορίας.

«Ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής, δεν πρέπει να φοβόμαστε τη γνώση», απαντά με το δικό του βιβλίο («Φράνκο: το πάθος της εξουσίας», Εκδ. Planeta) ένας πρώην συνταγματάρχης του ιππικού και στρατιωτικός ιστορικός, ο Κάρλος Μπλάνκο. Πώς κατάφερε ο Φράνκο να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο; «Μα, χάρις στους ξένους, τους 85.000 Μαροκινούς, τη γερμανική και την ιταλική αεροπορία». Πώς μπόρεσε να παραμείνει για σαράντα χρόνια στην εξουσία; «Με την καταστολή. Και την επιβολή στους ηττημένους του δικαίου του κατακτητή». Ο Φράνκο ήταν ένας ψυχοπαθής, η παιδική του ηλικία ήταν ανάλογη μ' εκείνη του Χίτλερ και του Στάλιν. Δεν είχε ούτε ιδέες ούτε ιδεολογία: μετά το τέλος του πολέμου διέταξε τον τουφεκισμό 250.000 πολιτικών κρατουμένων.

Τον τελευταίο καιρό έχουν κυκλοφορήσει πολλές ακόμη βιογραφίες του Φράνκο (τουλάχιστον 27 μέτρησε ο ανταποκριτής της Κοριέρε ντέλα Σέρα), άλλες σοβαρές κι άλλες όχι, άλλες αποκαλυπτικές κι άλλες σκανδαλοθηρικές. Είναι φανερό ότι η Ισπανία έχει εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς ενδοσκόπησης, το αυτομαστίγωμα είναι αλύπητο.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 18, 2005

H απουσία της Eυρώπης



Πλούσια και δημιουργική συζήτηση αναμένεται να γίνει στο συνέδριο του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που αρχίζει σήμερα. Πολλές ιδέες έχουν πέσει στο τραπέζι. Υπάρχει όμως και μια κτυπητή απουσία: η Ευρώπη.

Τεράστιο ενθουσιασμό πρέπει να προκάλεσε η προσυνεδριακή συζήτηση μεταξύ των Γάλλων σοσιαλιστών, αν κρίνει κανείς από τα επτά τετράδια των 1.284 σελίδων που κυκλοφόρησαν (σε ανακυκλωμένο χαρτί, φυσικά). Όλοι είχαν κάτι να πουν. «Να κλείσουμε τα γκέτο» προτείνει κάποιος, «να δώσουμε έμφαση στο κοινωνικό» ζητεί ένας άλλος, «να κτίσουμε ένα κόμμα που ενθαρρύνει τα ταλέντα» εισηγείται ένας τρίτος. Οι συγκεκριμένοι τρόποι υλοποίησης αυτών των προτάσεων λείπουν, αλλά δεν είναι κι απαραίτητοι, το κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση και φαίνεται πως θα βρίσκεται εκεί για αρκετά χρόνια ακόμη. Ας κόψει τον λαιμό του ο Σαρκοζύ.

Αυτό που έχει προκαλέσει όμως αίσθηση, τόσο στη Γαλλία όσο και στα «αδελφά» κόμματα της Ευρώπης, είναι η απουσία οποιουδήποτε προβληματισμού για την Ευρώπη. Το κόμμα που κόπηκε σε δύο (αν όχι περισσότερα) κομμάτια με αφορμή το δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα σφυρίζει σήμερα αδιάφορα. «Υπάρχουν δύο κόμματα μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα», παρατηρεί ο πρόεδρος των Πρασίνων Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, «και έχουν συμφωνήσει να μη συζητούν πλέον για την Ευρώπη ώστε να αποφεύγουν τις συγκρούσεις». Στο συνέδριο θα υποβληθεί έτσι μια κοινή πρόταση ψηφίσματος όλων των ρευμάτων που θα ζητεί μια Ευρώπη πιο πολιτική και πιο κοινωνική. Σαν να λέμε ότι αγωνιζόμαστε για έναν πιο δίκαιο κόσμο όπου όλοι θα χαμογελούν.

H ευρωπαϊκή αυτή «σούπα» προκαλεί ανησυχία στα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης, που υποστήριξαν σχεδόν στο σύνολό τους το Ευρωσύνταγμα. «Το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα πρέπει να ξεκαθαρίσει επιτέλους τη θέση του: είναι υπέρ ή κατά της Ευρώπης;» τονίζει εκπρόσωπος των Αυστριακών σοσιαλιστών. «Οι Γάλλοι σοσιαλιστές πρέπει να ξεπεράσουν τις διαφορές τους, αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε μαζί τους για τις προεδρικές του 2007», λέει η αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Την ανάγκη ενός γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που θα έχει ενιαία και μαχητική στάση στα ευρωπαϊκά θέματα υπογραμμίζουν -σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο -και κύκλοι του ΠΑΣΟΚ.

H εποχή των συνθημάτων, όμως, έχει περάσει. Οι ευρωπαϊκές θέσεις που διατυπώνονται σήμερα σε όλα τα ρεύματα του κόμματος είναι χιμαιρικές και παράλογες, λέει στη Λιμπερασιόν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Υμπέρ Βεντρίν, που ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Ναι στο Ευρωσύνταγμα. Χιμαιρικές, αφού δεν πρόκειται να υπάρξει μια ομόσπονδη Ευρώπη, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται η γαλλική Αριστερά. Παράλογες, αφού σε μια ομοσπονδία οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία -και οι ιδέες της γαλλικής Αριστεράς μειοψηφούν ακόμη και στους κόλπους της Σοσιαλιστικής Ομάδας. Δύσκολα θα δοθεί, λοιπόν, κάποια λύση στο Μανς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 17, 2005

Ο Mοχάμεντ Aμπού απουσιάζει από τη Σύνοδο



Το ανέκδοτο της εβδομάδας: η Παγκόσμια Σύνοδος για το μέλλον του Internet γίνεται στη χώρα που απαγορεύει την πρόσβαση σε ιστοσελίδες όπου η κυβέρνηση παρουσιάζεται με αρνητικά χρώματα.

Ο Μοχάμεντ Αμπού είναι ένας νεαρός δικηγόρος που τόλμησε με ένα άρθρο του στο Internet να κάνει σύγκριση ανάμεσα στο Αμπού Γράιμπ και τα βασανιστήρια στις φυλακές της Τυνησίας. Για το έγκλημά του αυτό καταδικάστηκε σε τριάμισι χρόνια φυλακή. Τον περασμένο μήνα αναστάτωσε την οικογένειά του και τους φίλους του ράβοντας για τέσσερις μήνες το στόμα του. Με τον τρόπο αυτό θέλησε να διαμαρτυρηθεί για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση του προέδρου Μπεν Αλί.

Στο γραφείο του γενικού γραμματέα της τυνησιακής Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κέντρο της Τύνιδας, πραγματοποιούν απεργία πείνας εδώ κι ένα μήνα επτά άνθρωποι. Τα χαρακτηριστικά τους είναι τραβηγμένα, τα χείλη τους είναι άσπρα, τα μάτια τους έχουν βαθουλώσει. Μετά βίας μπορούν ακόμη να σταθούν όρθιοι. «Από τι υποφέρετε;» ρωτάει ένας γιατρός τον 39χρονο δικηγόρο Σαμίρ Ντιλού, που είναι ο βενιαμίν της παρέας. «Από τίποτα», απαντά εκείνος. «A, ναι, από τη δικτατορία!». Δίπλα του είναι ο 62χρονος Νετζίμπ Τσεμπί, γενικός γραμματέας του Προοδευτικού Δημοκρατικού Κόμματος, που έχει χάσει ήδη 11 κιλά. Πιο πέρα είναι ο Μοχτάρ Γιαϊαουί, ο «αντάρτης δικαστής» που απολύθηκε τον Δεκέμβριο του 2001 επειδή κατήγγειλε τις πιέσεις που δέχονται οι δικαστές. Το σύνθημα των απεργών είναι «Καλύτερα πείνα παρά υποταγή». Και τα αιτήματά τους δεν είναι καινούργια: ελευθερία των συναθροίσεων, ελευθερία της έκφρασης και του Internet, απελευθέρωση των 400 πολιτικών κρατουμένων.

H άποψη του προέδρου της χώρας για το δικαίωμα της έκφρασης θυμίζει λίγο εκείνο τον Έλληνα κομμουνιστή ηγέτη που έλεγε στους συντρόφους του ότι δικαιούνται να έχουν τις απόψεις τους αρκεί να είναι οι σωστές. «Τασσόμαστε υπέρ της ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, γνώσεων και ιδεών», διακηρύσσει ο Μπεν Αλί. «H ελευθερία αυτή, όμως, δεν πρέπει να ανοίγει τον δρόμο σε κόμματα, ιδέες και θεωρίες που αντιτίθενται στον προσανατολισμό μας. H ελευθερία χωρίς όρια οδηγεί στο χάος και υπονομεύει τις ελευθερίες». Επισήμως, ο μεγάλος εχθρός είναι οι ισλαμιστές. Με την επίκληση του κινδύνου αυτού, όμως, επιχειρείται να δικαιολογηθεί κάθε λογοκρισία, κάθε δίωξη, κάθε αυθαιρεσία.

Εξηγώντας την επιλογή της Τυνησίας για τη διεξαγωγή της Παγκόσμιας Συνόδου για την Κοινωνία της Πληροφορικής, ο Κόφι Άναν υποστήριξε ότι είναι μια ευκαιρία να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση για τη βελτίωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ίδιο επιχείρημα έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς για τη νομιμοποίηση μιας οικονομικής συναλλαγής με ένα αυταρχικό καθεστώς ή μιας επίσκεψης σε μια δικτατορία. Τα αποτελέσματα είναι πάντα φτωχά. Μακάρι η Τυνησία να αποτελέσει την εξαίρεση.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2005

Δύο φορές στις εκατό χάνει



Ο Μπράις Μέλεν είναι 17 ετών, ζει στο Λίνκολν της Νεμπράσκα και έχει γίνει γνωστός από τις τρομερές επιδόσεις του στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Τίποτα απ' αυτά δεν θα ήταν άξιο λόγου αν έλειπε μια λεπτομέρεια: ο Μπράις είναι εκ γενετής τυφλός.

«Ποτέ δεν μπόρεσα να δω. Γεννήθηκα με τη νόσο του Λέμπερ, πράγμα που σημαίνει ότι το οπτικό μου νεύρο δεν λειτουργεί σωστά. Είναι δύσκολο για μένα να εξηγήσω σε κάποιον τι σημαίνει να είσαι τυφλός. Φαντάζομαι ότι είναι σαν να προσπαθήσει κάποιος να εξηγήσει σε μένα τι σημαίνει να βλέπεις.

Όταν ήμουν έξι ή επτά ετών, οι αδελφές μου είχαν πάθει ψύχωση με το Super Mario Bros της Nintendo. Μια μέρα θέλησα να παίξω για να δω πώς είναι και ζήτησα από τις αδελφές μου να μου λένε πότε να πηδάω. Ουσιαστικά προγραμμάτιζα τα άλματα για να αποφεύγω τους αντιπάλους και τα εμπόδια. Ύστερα από μερικές ημέρες πέρασα στο επόμενο επίπεδο.

Δεν ξέρω τι με τράβηξε στα βιντεοπαιχνίδια. Φαντάζομαι ότι ήταν η πρόκληση, όπως συμβαίνει με τους αθλητές. Θυμάμαι τους γονείς μου να φωνάζουν επειδή όλη την ημέρα έπαιζα παιχνίδια. Φαντάζομαι ότι παραμελούσα τα μαθήματά μου. Κάθε τόσο έκανα ένα διάλειμμα για να τους ευχαριστήσω. H αλήθεια όμως είναι ότι δεν υπήρχαν και πολλά άλλα πράγματα να κάνω. Το Λίνκολν είναι μια μικρή πόλη.

Έχω παίξει πολλά παιχνίδια μετά το Super Mario. Συνήθως όταν αρχίζω ένα καινούργιο παιχνίδι πατάω συνεχώς τα κουμπιά και κουνάω το χειριστήριο πάνω-κάτω. Όταν δεν "πεθαίνω" συχνά, καταλαβαίνω ότι βελτιώνομαι. Τα παιχνίδια που μου αρέσουν περισσότερο είναι τα πολεμικά, όπως το Mortal Kombat. Σ' αυτά μπορώ συνήθως να μαντέψω πού βρίσκεται ο αντίπαλος από τους ήχους. Αλλά μη μου ζητήσετε να παίξω ποδόσφαιρο, δεν θα τα καταφέρω όσο κι αν προσπαθήσετε να μου δείξετε.

Υπάρχει μόνο ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια στο Λίνκολν, το DogTags. Από τότε που άνοιξε, τον περασμένο Ιούνιο, προσπαθώ να πηγαίνω κάθε μέρα. Άλλοτε οι άνθρωποι με τους οποίους παίζω έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, άλλοτε όχι. Θα έλεγα ότι κερδίζω στο 98% των περιπτώσεων. Μερικές φορές με κατηγορούν ότι κλέβω, ότι δεν είμαι στ' αλήθεια τυφλός, όταν παίζω όμως με την πλάτη στην οθόνη τούς αποστομώνω.

Ανυπομονούσα να κάνω διακοπές για έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή μου, αλλά τώρα δεν είμαι σίγουρος. Μου πρόσφεραν δουλειά από το G4, ένα τηλεοπτικό κανάλι με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Έχουν μια τεράστια βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει όλα τα παιχνίδια που έχουν κατασκευαστεί για το PlayStation 2, το Xbox και το GameCube. Άκουσα ότι είναι cool».

(Από συζήτηση του Μέλεν με τον Ουίλ Σάλιβαν, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς).

Τρίτη, Νοεμβρίου 15, 2005

Πορνογραφία, αυτή η ατίθαση



Στη Γαλλία γίνονται αυτόν τον καιρό ενδιαφέροντα πράγματα. Καίγονται μερικές χιλιάδες αυτοκίνητα παραπάνω από το συνηθισμένο. Οι σοσιαλιστές αναζητούν αγωνιωδώς ταυτότητα. Κυκλοφορεί το πιο τολμηρό, το πιο κατατοπιστικό, το πιο τρυφερό Λεξικό της Πορνογραφίας.

Δεν πρόκειται ούτε για εγκυκλοπαίδεια ούτε για μεγεθυντικό καθρέφτη διάσπαρτων αντικειμένων, λέει ο διευθυντής της έκδοσης Φιλίπ Ντι Φολκό. Το λεξικό αυτό φιλοδοξεί να αποτελέσει μια πλήρη χαρτογράφηση της πορνογραφίας. Δεν επιδιώκει να την παρουσιάσει ούτε πιο όμορφη ούτε πιο άσχημη απ' ό,τι είναι. Ούτε πιο επαναστατική ούτε πιο αντιδραστική. Θέλει μόνο να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση μιας περιθωριακής πολιτιστικής πρακτικής που μέχρι πρόσφατα αποτελούσε ταμπού. Για τον σκοπό αυτό ζήτησε τη βοήθεια των φιλοσόφων.

(«ΣΥΝΟΥΣΙΑ. Σύμφωνα με τη μονόδρομη σκέψη που φαίνεται να επικρατεί στον τομέα των ετεροφυλόφιλων σχέσεων, μπορείς να αγαπήσεις μόνο έναν άνθρωπο τη φορά, κι όποιος αγαπά περισσότερους είναι ψεύτης. H ίδια σκέψη ορίζει ότι η ηδονή απορρέει με "φυσιολογικό τρόπο" μόνο από τη συνουσία. Πρόκειται για μια τυραννία, για την άρνηση της ελευθερίας της επιλογής. H συνουσία προσφέρει ηδονή μόνο σε έναν συγκεκριμένο αριθμό γυναικών, αλλά όχι στην πλειοψηφία. H συνουσία είναι ο πιο δύσκολος δρόμος για τον οργασμό». Γκαμπριέλ Κον-Μπεντίτ, φιλόσοφος)

Το Λεξικό κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις (PUF), κάτι που θα ήταν αδιανόητο μέχρι πριν από δέκα χρόνια. Περιλαμβάνει 450 λήμματα γραμμένα από διανοούμενους πρώτης γραμμής, όπως οι φιλόσοφοι Ζαν-Λυκ Νανσύ και Τζούλια Κρίστεβα, ο ανθρωπολόγος Μωρίς Γκοντελιέ, ο συγγραφέας Βενσέν Μπορέλ. Δεν λείπουν οι βιογραφίες: στο γράμμα Π συναντάμε τον Παζολίνι, έναν «εραστή της πορνογραφίας», στο γράμμα T βρίσκουμε τον Φρανσουά Τρυφώ (που έλεγε ότι «αν το σεξ είναι πολύ εμφανές, χάνεται η αγωνία»), στο γράμμα X εμφανίζεται απροσδόκητα ο Χίτσκοκ, κι ας μην έχει υπάρξει στις ταινίες του ούτε μία γυμνή σκηνή.

(«ΚΡΑΥΓΗ. Στα βιβλία του Σαντ, και στην ερωτική λογοτεχνία, οι κραυγές συνοδεύουν πάντα τη σεξουαλική πράξη, και ιδιαίτερα την υπέρτατη στιγμή της. Το ίδιο συμβαίνει στον κινηματογράφο, είτε είναι πορνογραφικός είτε όχι. Σε κάθε περίπτωση, η λέξη χρησιμεύει για να δείξει αυτό που δεν είναι ορατό ή για να υπογραμμίσει την υπερβολή σε αυτό που προβάλλεται». Ζαν-Λυκ Νανσύ, φιλόσοφος)

H πιο δύσκολη λέξη είναι η ίδια η πορνογραφία. Όπως γράφει ο Ντι Φολκό στην εισαγωγή του, η λέξη αυτή μοιάζει να ξεφεύγει απ' όλους τους ορισμούς, κι έτσι ξέρουμε καλύτερα τι δεν είναι παρά τι είναι, ξέρουμε το πώς αλλά όχι το γιατί, την αναγνωρίζουμε αλλά δεν τη γνωρίζουμε. Με τη βοήθεια του λεξικού αυτού θα τη μάθουμε καλύτερα.

(«ΟΛΟΤΗΤΑ. H πορνογραφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιθυμία να δείξει τα πάντα, στην οποία αντιστοιχεί συμμετρικά η επιθυμία να δούμε τα πάντα». Σ. Γκοντέν, συγγραφέας)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2005

Στους διαδρόμους του Kρεμλίνου



Μπορεί στις Ηνωμένες Πολιτείες οι νεοσυντηρητικοί να έχουν χάσει τη λάμψη τους, οι ιδέες τους όμως για την εξαγωγή της δημοκρατίας βρήκαν μιμητές στη Μόσχα. Οι «polit-technologui» (πολιτικοί τεχνολόγοι) είναι οι νέοι ισχυροί άνδρες του Κρεμλίνου.

Άλλοτε εκπρόσωπος του φιλελεύθερου στρατοπέδου της Ρωσίας, ο Ανατόλι Τσουμπάις υποστήριξε το 2003 ότι η μόνη λύση για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στις χώρες της Κοινοπολιτείας ήταν να συγκροτηθεί μια «φιλελεύθερη αυτοκρατορία» που θα περιελάμβανε πρωτίστως την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, το Καζαχστάν και τον Μόλδοβα και δευτερευόντως τις χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Πρωταγωνιστικό ρόλο θα έπαιζε φυσικά η Ρωσία, με όπλο όμως όχι τη στρατιωτική της δύναμη, αλλά την «ήπια εξουσία» της (το αντίστοιχο του soft power που έχει περιγράψει ο Τζόζεφ Νάι στις ΗΠΑ): ενέργεια, οικονομική παρουσία, πολιτιστική επιρροή, δύναμη της ρωσικής γλώσσας. Αυτή την αυτοκρατορία, η Δύση θα είχε κάθε λόγο να τη στηρίξει.

H «πορτοκαλί επανάσταση» της Ουκρανίας ανέτρεψε τα δεδομένα και έφερε στο προσκήνιο μια ομάδα πολιτικών συμβούλων και ειδικών της επικοινωνίας που υποστηρίζουν μια επιθετική πολιτική για την ανάκτηση του μεγαλύτερου δυνατού μέρους της αυτοκρατορίας. Για ανθρώπους όπως ο Γκλεμπ Παβλόφσκι και ο Μοντέστ Κολερόφ, άλλοτε στελέχη του ρωσικού ιδρύματος FEP (Effective Policy Foundation), η απώλεια της Ουκρανίας αποτελεί την «11η Σεπτεμβρίου» της Ρωσίας. Και όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρούν τον «εκδημοκρατισμό» της Μέσης Ανατολής ώστε να υπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους, έτσι και η Μόσχα πρέπει να εξαγάγει τη δική της «δημοκρατία» στους άλλοτε δορυφόρους της. H νέα στρατηγική του Κρεμλίνου, γράφει στη Μοντ ο Βούλγαρος αναλυτής Ιβάν Κράστεφ, δεν στηρίζεται πλέον στις τοπικές μετασοβιετικές ελίτ. H Μόσχα δεν ενδιαφέρεται πλέον για τη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα των μετασοβιετικών κρατών. Στόχος της είναι να οικοδομήσει μια νέα βάση εξουσίας, κινητοποιώντας τους ρωσικούς πληθυσμούς των διαφόρων χωρών και αξιοποιώντας το οικονομικό της βάρος. H αύξηση της τιμής του πετρελαίου προσφέρει στην πληγωμένη υπερδύναμη την ευκαιρία να αναγεννηθεί.

Στην εκστρατεία αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί έναν αντίπαλο που πρέπει να περιθωριοποιηθεί, αφού θεωρείται εργαλείο των φιλοδοξιών της Ουάσιγκτον και της Βαρσοβίας. H Μόσχα θα δώσει έτσι έμφαση στις διμερείς συμφωνίες με τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Παρίσι, Βερολίνο, Ρώμη, Λονδίνο). Οι νεοσυντηρητικοί του Πούτιν, όμως, έχουν αποκομίσει κι ένα άλλο μάθημα από τη Δύση: τη δύναμη των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Σύμφωνα με έναν απ' αυτούς, τον Σεργκέι Μαρκόφ, οι επαναστάσεις του 21ου αιώνα θα είναι εκείνες των ΜΚΟ. «Όποιος θέλει να παίξει ρόλο στην πολιτική του 21ου αιώνα», γράφει, «πρέπει να δημιουργήσει τις δικές του ΜΚΟ και να τους δώσει στήριξη, χρήματα και ιδεολογία». Οι επόμενες εξεγέρσεις που θα ανατρέψουν τον Γιούτσενκο στην Ουκρανία και τον Σαακασβίλι στη Γεωργία, θα σχεδιαστούν στους διαδρόμους του Κρεμλίνου.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2005

Οι Tαλιμπάν των Bαλκανίων



Τους Ταλιμπάν τους γνωρίζουμε καλά. Είναι εκείνοι οι φανατικοί που κυβερνούσαν μέχρι πρότινος το Αφγανιστάν τρομοκρατώντας τις γυναίκες, που ονειρεύονταν μαζί με τον μπιν Λάντεν την εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου Χαλιφάτου και που έχουν αρχίσει τελευταία να ξανακάνουν την εμφάνισή τους με επιθέσεις εναντίον Αμερικανών στρατιωτών. Σύμφωνα με τον Πρέντραγκ Ματβέγεβιτς, όμως, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι «Ταλιμπάν»: όλοι εκείνοι οι «διανοούμενοι», Κροάτες, Σέρβοι και Μουσουλμάνοι, που προπαγάνδιζαν το μίσος και τον εμφύλιο σπαραγμό στα μαύρα χρόνια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Ο συγγραφέας τούς περιέγραφε και τους κατονόμαζε σ' ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε πριν από τέσσερα χρόνια στην Τεργέστη και στο Ζάγκρεμπ με τίτλο «Οι δικοί μας Ταλιμπάν». Ένας απ' αυτούς, ο Κροάτης Μίλε Πεσόρντα, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. Και αυτή την εβδομάδα ένα δικαστήριο του Ζάγκρεμπ καταδίκασε τον Ματβέγεβιτς σε πέντε μήνες φυλακή για «δυσφήμηση και συκοφαντία».

Ο συγγραφέας αποφάσισε να μην κάνει έφεση, ώστε να μη νομιμοποιήσει την ποινή. Όπως γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις στην Κοριέρε ντέλα Σέρα, θα μπορούσαν να το κάνουν στη θέση του οι ίδιοι οι Ταλιμπάν, τριπλά θιγμένοι από το βιβλίο, από τον μηνυτή κι από το δικαστήριο. Αλλά η σχέση τους με τα βιβλία δεν είναι πολύ καλή, και σε κάθε περίπτωση είναι πολύ απασχολημένοι. H απόφαση φαίνεται έτσι να είναι τελεσίδικη, κι ας την κατήγγειλαν πολλοί στην Κροατία, με πρώτο τον πρωθυπουργό Ίβο Σαναντέρ που φοβάται τις επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας του (ήδη άρχισαν οι παρομοιώσεις ανάμεσα στην καταδίκη του Ματβέγεβιτς και στην περίπτωση του Ορχάν Παμούκ που δικάζεται τον ερχόμενο μήνα στην Τουρκία για τις γνωστές δηλώσεις του περί της αρμενικής γενοκτονίας). Πέρα απ' όλα αυτά, όμως, η υπόθεση αναδεικνύει για άλλη μια φορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο των διανοουμένων στην υπόθαλψη του μίσους. H πένα, σημειώνει ο Μάγκρις, δεν είναι από μόνη της ούτε πιο ευγενής ούτε πιο ωμή από άλλα εργαλεία της ανθρώπινης εργασίας και κανείς, ακόμη κι αν έχει γράψει ένα αριστούργημα, δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα διαπράξει μια μέρα μια μεγάλη βαρβαρότητα. Πολλοί από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα ήταν φασίστες, ναζιστές ή σταλινικοί. Μπορούμε να κατανοήσουμε τη διαδρομή τους και να συνεχίσουμε να αγαπάμε τα βιβλία τους. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι από πολιτική καταλάβαιναν συχνά λιγότερα κι από τον θυρωρό τους. Κι ότι μαζί με τις ευαισθησίες, κατοικούσαν στην ψυχή τους τα πιο ταπεινά ένστικτα.

Ο εθνικισμός είναι ένα γόνιμο θερμοκήπιο της βίας. H ιδιαιτερότητα, γράφει κάπου ο Ματβέγεβιτς, δεν αποτελεί αξία. Αξία συνιστά μόνο αυτό που ξέρουμε να κάνουμε, είτε είμαστε άνδρες είτε γυναίκες, Κροάτες ή Πορτογάλοι, λευκοί ή μαύροι.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 11, 2005

Tα κομπιούτερ δεν κάνουν έρωτα



Το μέλλον ανήκει στις τεχνολογίες. Αλλά ο λόγος δεν θα πεθάνει ποτέ. Θα τον χρησιμοποιούμε για να μιλάμε για έρωτα, για συγκινήσεις, για συναισθήματα. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν μπορούν -ευτυχώς -να κάνουν έρωτα.

H εκτίμηση αυτή ανήκει σ' έναν από τους πιο αξιόλογους και πιο τρυφερούς διανοουμένους που έχει γνωρίσει η Ευρώπη: τον Τζωρτζ Στάινερ. Οι υπολογιστές και ολόκληρη η ηλεκτρονική επικοινωνία ­ λέει σε συνέντευξή του στο Λ' Εσπρέσσο ­ στηρίζονται στη λογική. Αυτή είναι και το όριό τους. Ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης συνείδησης όμως, όπως είναι ο έρωτας ή τα συναισθήματα, δεν υπακούει στη λογική. Ο λόγος αποτελεί έτσι ένα εργαλείο παραλογισμού, ανισορροπίας. Οι λέξεις αποτελούν ένα δίκοπο μαχαίρι, χρησιμεύουν για την έκφραση αγάπης όπως και μίσους. Ο υπολογιστής δεν είναι ικανός να μισήσει. Ορισμένες γλώσσες, μάλιστα, προχωρούν ακόμη περισσότερο, δίνοντας θέση στο μέλλον, στην ελπίδα. Πρόκειται βέβαια για σκάνδαλο: το μέλλον είναι η πιο σκανδαλώδης εφεύρεση του ανθρώπου. Μόνο στα αρχαία εβραϊκά βλέπουμε το ρήμα πάντα στον ενεστώτα. Κι αυτό δείχνει δύναμη, όχι έλλειψη προοπτικής, γιατί σημαίνει ότι η προφητεία αφορά το παρόν, ότι όλες οι επιθυμίες μπορούν να εκπληρωθούν εδώ και τώρα.

Σύμφωνα με έναν εβραϊκό θρύλο, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο επειδή βαριόταν κι ήθελε κάποιον να του αφηγείται ιστορίες. Αυτό που μας κάνει ανθρώπους, λέει ο Στάινερ, είναι η αφήγηση. Αντίθετα με τη μουσική, που δεν έχει ούτε τέλος ούτε συμπεράσματα, η αφήγηση πάντα ολοκληρώνεται. Ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, ο Δάντης φτάνει στο Καθαρτήριο. Και η μητέρα όλων των αφηγήσεων είναι βέβαια το βιβλίο της Εξόδου, που ξεκινά από τη σκλαβιά στην Αίγυπτο και φτάνει στην ελευθερία. Πάντα υπάρχει μια αρχή, ένα ξετύλιγμα και ένα συμπέρασμα. Μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να ανατρέψει αυτή τη σειρά. Ο Γκοντάρ είπε κάποτε ότι συμφωνεί με την αρχή, τη μέση και το τέλος, αλλά θα τα ήθελε με μια διαφορετική σειρά.

Λογοτεχνία, μουσική, κινηματογράφος, ποίηση, όλες αυτές οι μορφές τέχνης έχουν να κάνουν με την ομορφιά. Μα σε τι χρησιμεύει τέλος πάντων η ομορφιά; «Είναι μια αναγκαία πολυτέλεια. Προσοχή, όμως: στην κουλτούρα του Χόλυγουντ ή σ' εκείνη της μόδας, η έννοια της πολυτέλειας είναι διογκωμένη. Υπάρχει μια φράση του Χέμινγουεϊ που τη διδάσκω πάντα στους μαθητές μου: μια ζητιάνα με ένα πόδι που είχε έναν υπέροχο νεαρό εραστή. H ομορφιά είναι υποκειμενική, όπως είναι και επιφανειακή. Το ίδιο και η ασχήμια. Εγώ δεν ξέρω τι είναι όμορφο και τι άσχημο στη μουσική. Για μένα, το χέβι μέταλ, το άσιντ χάουζ, ένα είδος ροκ, αποτελούν προσβολή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κι όμως, αρέσουν σε τόσους και τόσους νέους. Ο καθένας έχει τη δική του ιδέα για την ομορφιά».

Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2005

Στην παράδοση του αναρχισμού



Για «μουσουλμανική εξέγερση» μιλούσε χθες μια ελληνική εφημερίδα. «Ιντιφάντα» χαρακτηρίσαμε μια μέρα κι εμείς την εξέγερση των νεαρών μεταναστών στη Γαλλία. Μα ήταν σχήμα λόγου. Αυτή η εξέγερση δεν έχει θρησκευτικά κίνητρα.

Ο Νασρ-Εντίν και η ξαδέλφη του η Γιασμίν είναι μαροκινής καταγωγής. Μένουν στην Κουρνέβ, ένα παρισινό προάστιο που θεωρείται προπύργιο της Ένωσης Ισλαμικών Οργανώσεων της Γαλλίας. Αν και φτωχοί, έχουν στα σπίτια τους δύο τηλεοράσεις. Στον ένα δέκτη, οι γονείς τους παρακολουθούν τα προγράμματα του αλ-Τζαζίρα, που έχει δώσει τις τελευταίες ημέρες μεγάλη έκταση στις ταραχές: όπως λέει ο αρχισυντάκτης του καναλιού Αχμάντ Σεΐχ, τα επεισόδια έχουν τεράστια απήχηση στον αραβικό κόσμο. Στον άλλο δέκτη, ο Νασρ-Εντίν και η Γιασμίν βλέπουν αποκλειστικά προγράμματα της γαλλικής τηλεόρασης. Ο λόγος είναι απλός: «Γεννηθήκαμε στη Γαλλία και δεν καταλαβαίνουμε τα αραβικά».

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ένας κάμεραμαν του αλ-Τζαζίρα δέχθηκε επίθεση από νεαρούς σε ένα προάστιο επειδή ήθελε να κινηματογραφήσει τις ταραχές. Ούτε ότι η ανταποκρίτρια ενός αραβικού καναλιού στο Παρίσι δηλώνει ότι οι νέοι με τους οποίους προσπάθησε να μιλήσει, με το ζόρι μπορούσαν να αρθρώσουν κάποιες λέξεις στα αλγερινά αραβικά. «Αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι η παλαιστινιακή Ιντιφάντα, οι ταραχές δεν έχουν καμιά σχέση με τη Μέση Ανατολή», λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Ολιβιέ Ρουά, ειδικός για τις ισλαμικές οργανώσεις. «H μόνη ταυτότητα που έχουν οι ξεσηκωμένοι είναι εκείνη των γειτονιών τους. Πρόκειται για μια εξέγερση της νεολαίας, ένα κίνημα κατά της αστυνομίας και κατά της κοινωνίας, που εντάσσεται σε μια πολύ γαλλική παράδοση του αναρχισμού. Είναι μια έκφραση της υποκουλτούρας των νέων που δεν συνδέεται με το ισλάμ. Αλλωστε, δεν είναι όλοι οι εξεγερμένοι μουσουλμάνοι».

Τη διαβεβαίωση ότι αυτά τα γεγονότα δεν «βγήκαν» από τα τζαμιά δίνει στη βρετανική εφημερίδα και ο Λαζ Ταμί Μπρέζε, πρόεδρος της Ένωσης Ισλαμικών Οργανώσεων που έχει δεσμούς με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα εξτρεμιστικά ισλαμιστικά δίκτυα της Ευρώπης δεν θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν τις ταραχές για να προση-
λυτίσουν απογοητευμένους μετανάστες. Όσο ριζοσπαστικοποιείται αυτό το κίνημα τόσο πιο θρησκευτικό χαρακτήρα θα λαμβάνει. Ο Νικολά Σαρκοζί γνωρίζει αυτόν τον κίνδυνο: μπορεί να είναι κυνικός, αλλά δεν είναι ηλίθιος. Ξέρει ότι μια επίθεση αυτοκτονίας από έναν Beur θα δώσει το χαριστικό πλήγμα στις προεδρικές του φιλοδοξίες. Θα μπορέσει άραγε να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται, όχι για τη συγκάλυψη του προβλήματος, αλλά για τη ριζική αντιμετώπισή του;

Οι υποψήφιοι πρόεδροι στη Γαλλία έχουν πάντοτε ανάγκη τα άκρα, έλεγε χθες ο απολαυστικός Μίμης Ανδρουλάκης στον Αθήνα 9,84. Αν ο Σαρκοζί θέλει να διαδεχθεί τον Σιράκ, πρέπει να βρει έναν τρόπο να προσεγγίσει τα «αποβράσματα».

Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2005

Aριστοκράτες και πλουτονομίες



«H νέα αριστοκρατία ζητά από τις άλλες κοινωνικές κατηγορίες να κάνουν θυσίες στο όνομα του παγκόσμιου ανταγωνισμού ή της ισορροπίας της οικονομίας, αλλά δεν παραιτείται η ίδια από κανένα προνόμιο ούτε δέχεται καν ότι τίθεται τέτοιο θέμα», Λιονέλ Ζοσπέν.

Για το βιβλίο του Κώστα Σημίτη που παρουσιάζεται σήμερα είναι αρμοδιότεροι άλλοι να μιλήσουν. Πριν από λίγες ημέρες, όμως, κυκλοφόρησε το βιβλίο ενός άλλου σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργού που προκάλεσε αρκετές συζητήσεις, κυρίως για την περιγραφή του νέου «ταξικού εχθρού». Σύμφωνα με τον Λιονέλ Ζοσπέν («Ο κόσμος όπως τον βλέπω», εκδ. Gallimard), η νέα αριστοκρατία είναι προϊόν μιας άτυπης συμμαχίας ανάμεσα στους διευθυντές των μεγάλων επιχειρήσεων, τους χρηματιστές, υψηλά στελέχη της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, ορισμένους ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους και κάποιους προνομιούχους δημοσιογράφους. Αντίθετα με την παλιά αστική τάξη, που ήταν πατριωτική, μερικές φορές εθνικιστική και σίγουρα προστατευτική, αυτή η νέα κυρίαρχη τάξη έχει υιοθετήσει την ιδεολογία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης επειδή με τον τρόπο αυτό δικαιολογεί την ύπαρξή της και τις απαιτήσεις της.

Έχει δίκιο ο Ζοσπέν; Ναι, απαντά ο Ερίκ Λε Μπουσέ στη Μοντ. Ορισμένα στελέχη έχουν πάρει διαζύγιο από τα έθνη. Ο μισθός των 500.000 ευρώ τον χρόνο δεν περιορίζεται πια μόνο στους 40 πλουσιότερους Γάλλους. Αυτοί οι «νομάδες», όπως τους είχε αποκαλέσει πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Αταλί, έχουν τελείως διαφορετικά συμφέροντα από τους ανθρώπους με λίγα προσόντα ή μικρή κινητικότητα. H ιδεολογία τους συμπυκνώνεται σε τέσσερις λέξεις: «the winner takes all», ο νικητής τα παίρνει όλα. Για τους άλλους δεν μένει τίποτα. Επειδή μάλιστα οι «καλοί» γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να δώσουν τη θέση τους σε ακόμη «καλύτερους», φροντίζουν να πλουτίσουν γρήγορα. Οι αμοιβές τους μόνο μ' εκείνες των αστεριών του ποδοσφαίρου μπορούν να συγκριθούν.

Κατά σύμπτωση, τις ίδιες ημέρες με τα βιβλία των σοσιαλιστών κυκλοφόρησε και μια μελέτη του τεράστιου αμερικανικού ομίλου Citigroup, στον οποίο ανήκει η Citibank. Κατά μία δεύτερη σύμπτωση, τα συμπεράσματα και των δύο στρατοπέδων είναι τα ίδια! Σύμφωνα με τη Citigroup, υπάρχουν τρεις χώρες - οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Βρετανία - που η οικονομική τους ανάπτυξη κινείται και καταναλώνεται από τους ολίγους εύπορους. Στις χώρες αυτές, που αποκαλούνται «πλουτονομίες», ο μέσος καταναλωτής απουσιάζει. Υπάρχουν οι πλούσιοι καταναλωτές, λίγοι αλλά με δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο στην πίτα, και οι υπόλοιποι, το μεγάλο πλήθος των «μη πλουσίων». Στις ΗΠΑ, το πλουσιότερο ένα εκατομμύριο των νοικοκυριών απορροφά το 20% του συνολικού εισοδήματος, όσο περίπου και τα 60 εκατομμύρια φτωχότερα νοικοκυριά. H ανακατανομή του εισοδήματος δεν ενδιαφέρει τον σημερινό καπιταλισμό. H ενσωμάτωση των κατωτέρων στρωμάτων δεν είναι πλέον αναγκαία, οι ελίτ μπορούν να λειτουργήσουν μόνες τους.

Ή έτσι νομίζουν. Οι εξαγριωμένοι μετανάστες της Γαλλίας, πάντως, έχουν διαφορετική γνώμη.

Τρίτη, Νοεμβρίου 08, 2005

«Γι' αυτό τα καίμε»



Γιατί καίτε αυτοκίνητα, Μπιλάλ, και μάλιστα τα αυτοκίνητα των γειτόνων σας; «Δεν έχουμε επιλογή. Είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τα πάντα, αφού δεν έχουμε τίποτα. Προχθές κάψαμε το αυτοκίνητο ενός κολλητού. Του ανάψαν τα λαμπάκια, αλλά έδειξε κατανόηση».

Ο Μπερνάρντο Βάλι είναι ανταποκριτής της Ρεπούμπλικα στο Παρίσι. Έχει δηλαδή το πλεονέκτημα να παρακολουθεί τις εξελίξεις από κοντά, αλλά με το μάτι του ξένου, χωρίς το βάρος της αιώνιας κρίσης ταυτότητας που βασανίζει τους Παριζιάνους. Εδώ και τριάντα χρόνια μένει σ' ένα «οριακό» διαμέρισμα, το ένατο, που από τη μια πλευρά φτάνει μέχρι την κεντρική Boulevard des Italiens κι από την άλλη σκαρφαλώνει στη Μονμάρτρη. Εδώ έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές των Beurs, όπως αποκαλούν στη Γαλλία τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταναστών. Δεν είναι πραγματικοί Μαγρεμπίνοι, αφού γεννήθηκαν στη Γαλλία και σπούδασαν στα λαϊκά σχολεία της Δημοκρατίας. Δεν αισθάνονται όμως ούτε πραγματικοί Γάλλοι, αφού ξέρουν ότι δεν θα γίνουν ποτέ αποδεκτοί ως ισότιμοι πολίτες με τους ντόπιους.

Το βράδυ, διασχίζοντας την Place Clichy για να πάει στον κινηματογράφο ή στην brasserie, ο Ιταλός δημοσιογράφος πέφτει πάνω σε ομάδες νεαρών Αράβων που πλημμυρίζουν από ενέργεια. Δεν περπατούν αλλά τρέχουν, καλπάζουν. Ξοδεύουν την αχρησιμοποίητη ενέργειά τους κάνοντας χειρονομίες, φωνάζοντας, βρίζοντας, ανταλλάσσοντας χοντροκομμένα πειράγματα. Οι άνθρωποι αυτοί εξασφαλίζουν τη δημογραφική ανάπτυξη της Γαλλίας, που αλλιώς θα ήταν καταδικασμένη σε μαρασμό. Για να βρουν δουλειά, όμως, ή ένα διαμέρισμα για να μείνουν φτύνουν αίμα. Κάποια στιγμή η οργή που μαζεύουν μέσα τους εκρήγνυται. Είναι μια οργή που συνορεύει με την απελπισία. Δεν έχει ισλαμικά χρώματα, δεν χαρακτηρίζεται από κάποια ιδεολογία. Οι νεαροί που βάζουν φωτιά στα ιδιωτικά αυτοκίνητα, στα δημόσια σχολεία, στις βιβλιοθήκες και στις εκκλησίες δεν φωνάζουν πολιτικά συνθήματα. H οργή τους είναι ωμή, γυμνή. Και προς το παρόν περιορίζεται στα banlieues. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει. Στην εποχή της τρομοκρατίας, οι Beurs συνιστούν ένα προνομιακό θήραμα για τις εξτρεμιστικές οργανώσεις.

Γιατί όμως καίνε τα αυτοκίνητα των γειτόνων τους, που είναι κι αυτοί μετανάστες ή συγγενείς μεταναστών; Γιατί ο Μπιλάλ έκαψε το αυτοκίνητο του κολλητού του; Γιατί οι φτωχοί τιμωρούν τους φτωχούς; Αυτοκαταστροφική μανία; Μαζοχισμός; Μάταια αναζητούμε απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα. H οργή, η μανία, η απελπισία είναι συναισθήματα που δεν οδηγούν σε λογικές πράξεις. Ο φόνος ενός 60χρονου επειδή συζητούσε με τον γείτονά του για τα καμένα αυτοκίνητα είναι μια πράξη ακατανόητη, ασύλληπτη και ασφαλώς αδικαιολόγητη. Αλλά οι πυρομανείς νεαροί δεν ζητούν ούτε δικαιολογίες ούτε συμπάθεια. Καταστρέφουν για να εκδικηθούν. «Από τα 100 βιογραφικά που έστειλα, με φώναξαν για τρεις συνεντεύξεις», λέει ο Μπιλάλ. «Τα σχολεία εμάς δεν μας χρησίμευσαν σε τίποτα. Γι' αυτό τα καίμε».

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2005

Συλλέκτης ήχων



Πώς είναι οι ήχοι, Μάλλεους; «Είναι όμορφοι, σκληροί, μεταλλικοί, απαλοί, διαπεραστικοί, φευγαλέοι, έντονοι, διαφανείς, ελαφρείς. Είναι σαν τους ανθρώπους και σαν τη ζωή».

Το πραγματικό του όνομα είναι Ενρίκο Ράνι, αλλά από τότε που έπαιζε ντραμς σε ένα ροκ συγκρότημα της δεκαετίας του '70 τον φώναζαν Μάλλεους. Μουσική έπαιζε πάντα: κιθάρα, μπάσο, πιάνο, φυσαρμόνικα, εκκλησιαστικό όργανο. Αυτό το τελευταίο έμελλε να παίξει μοιραίο ρόλο στη ζωή του. Στην επαρχία της Αγκώνας, όπου γεννήθηκε, υπάρχει η εκκλησία της Αλμπατσίνα. Σ' αυτή την εκκλησία άκουσε μια ημέρα του 1970 το όργανο και συγκινήθηκε τόσο πολύ από τον ήχο, που έβγαλε το μαγνητόφωνό του και τον κατέγραψε. Ήταν δεκαέξι ετών. Από τότε άρχισε να συλλέγει ήχους. Πρώτα ήχους ορχηστρικούς, πνευστά και κρουστά, κι ύστερα όλους τους άλλους. Ήχους της γης, του ουρανού και της θάλασσας. Το τραγούδι των πουλιών, το σφύριγμα των τρένων, τις καμπάνες των εκκλησιών. Έναν πυροβολισμό, τα βήματα σε μια σκάλα, το κτύπημα σε μια πόρτα, έναν καγχασμό, μια ανάσα, κι άλλη ανάσα, μια φλόγα, ένα αηδόνι, έναν μπούφο.

Το 1983 είχε μαζέψει τόσο πολλούς ήχους, που παρήγγειλε από την Αυστραλία ένα μηχάνημα για να τους αποθηκεύσει. «Ήταν ένας υπολογιστής Fair Light που στοίχιζε 83 εκατομμύρια λιρέτες. Πλήρωνα 3 εκατομμύρια τον μήνα, ένας εφιάλτης», λέει στη Ρεπούμπλικα. Ευτυχώς είχε βρει μια καλή δουλειά στο Μιλάνο: πουλούσε ήχους σε διαφημιστικά στούντιο. Οι ήχοι του σποτ της Lancia Thema, για παράδειγμα, ήταν δικοί του. Ύστερα συνεργάστηκε με ορισμένους τραγουδιστές, όπως ο Τσούκερο και ο Ρενάτο Τσέρο. Ήθελαν να μάθουν κι εκείνοι τα μυστικά του αρχείου του. Στο μεταξύ εξακολουθούσε να συλλέγει ήχους. Σήμερα, η «ηχοθήκη» του έχει πάνω από 32.000, περισσότερους από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη, ίσως και στον κόσμο. Ο μόνος που μπορεί να τον συναγωνιστεί είναι η Lucas film, η εταιρεία της Καλιφόρνιας που ειδικεύεται στην κινηματογραφική ακουστική. Από την εταιρεία αυτή, άλλωστε, αγοράζει πότε πότε κάποιους σπάνιους ήχους, όπως τον ήχο που βγάζουν οι άνεμοι της τεξανής ερήμου όταν μεταφέρουν την άμμο δημιουργώντας τρομερούς στροβίλους.

Ο τελευταίος ήχος που έχει καταγράψει ο Μάλλεους ήταν από ένα τενεκεδάκι που το παρέσερνε ο άνεμος στον δρόμο. Κι ο ήχος που δεν θα ήθελε να έχει ποτέ είναι εκείνος της πυρηνικής έκρηξης. Δεν του αρέσει ούτε το κλάμα των παιδιών, τον τρομοκρατεί. Με μια εξαίρεση: το κλάμα του δικού του παιδιού όταν γεννήθηκε, ένα κλάμα χαράς. Όταν κοιμάται σε ξενοδοχεία κλείνει τα αυτιά του με ωτοασπίδες. Δεν αντέχει τον θόρυβο των αυτοκινήτων. Ο ήχος, λέει, «είναι ένα ζωντανό πράγμα που σου επιτρέπει να μεταδίδεις μηνύματα στους άλλους χωρίς να μιλάς». Αρκεί βέβαια να μπορείς να τον ακούσεις.

Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2005

Aρκούδες και ελάφια



Αθώος δήλωσε ο «Σκούτερ» Λίμπυ ενώπιον του ανακριτή για τη διαρροή του ονόματος της πρώην μυστικής πράκτορος. Ακόμη και αν ο προσωπάρχης του Τσέινι καταλήξει στη φυλακή, όμως σε καλό θα του βγει: θα έχει την ευκαιρία να γράψει άλλο ένα ερωτικό μπεστ σέλερ που θα κοσμήσει τις βιβλιοθήκες των στερημένων Ρεπουμπλικανών. Όπως διαβάζουμε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», οι πωλήσεις του τελευταίου βιβλίου του Λίμπυ έχουν εκτοξευτεί στα ύψη από τότε που παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη για ψευδορκία. Ο «Μαθητευόμενος», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1996, έχει πια εξαντληθεί. Και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αγοράσουν μόνο μεταχειρισμένα αντίτυπα από το Amazon. com έναντι 1,99 δολαρίων.

Ο Λίμπυ χρειάστηκε περισσότερα από είκοσι χρόνια για να γράψει το βιβλίο, φαίνεται όμως πως άξιζε τον κόπο: σύμφωνα με έναν κριτικό, οι σελίδες του θυμίζουν Ρέμπραντ. Κεντρικός ήρωας είναι ο Σετσούο, ένας θαρραλέος και παρθένος πανδοχέας που ζει στις αρχές του 20ού αιώνα σε μια μακρινή ιαπωνική επαρχία. Μια μέρα φτάνει στο πανδοχείο μια νεαρή ηθοποιός, η Γιουκίκο, την οποία ο Σετσούο ερωτεύεται παράφορα. «Ένιωθε την καρδιά της να κτυπά στα χέρια του. Μετακίνησε αργά τα χέρια του προς τα κάτω, κι εκείνη έσκυψε για να τον διευκολύνει, μέχρι το πόδι της να ακουμπήσει στο δικό του. Έπιασε τα στήθη της. Περίεργο, σκέφτηκε, το ένα είναι μεγαλύτερο... Ένα από τα στήθη της κρεμόταν τώρα χαλαρό κοντά στο πρόσωπό του κι εκείνος δεν ήξερε πώς να την αγγίξει».

Δεν είναι σπάνιο για έναν Ρεπουμπλικανό να αναζητεί στη λογοτεχνία διέξοδο για τις καταπιεσμένες ορμές του. Ο γνωστός αρθρογράφος Ουίλιαμ Σαφάιρ περιγράφει παραστατικά σ' ένα βιβλίο του το πάθος της ηρωίδας («Όρμησε στο κρεβάτι φωνάζοντας "Αρραγκρρόουρρ" στ' αυτί του, δάγκωσε τον λαιμό του, έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια του και τον καταβρόχθισε»), ενώ και η ίδια η κόρη του Τσέινι αφηγείται πώς ένας Ρεπουμπλικανός αντιπρόεδρος πεθαίνει από καρδιακή προσβολή ενώ κάνει έρωτα με την ερωμένη του. Αλλά ο «Σκούτερ» είναι ομολογουμένως πιο ωμός, πιο ευρηματικός, πιο αποκαλυπτικός. Από το βιβλίο του περνούν αρκούδες: «Όταν το παιδί έγινε δέκα ετών, η ιδιοκτήτρια του πορνείου το έβαλε σ' ένα κλουβί με μια αρκούδα που ήταν εκπαιδευμένη να ζευγαρώνει με μικρά κορίτσια ώστε να γίνονται ψυχρά και να μην ερωτεύονται τους πελάτες τους. Τάιζαν το κορίτσι μέσα από τα κάγκελα και ερέθιζαν την αρκούδα μ' ένα ραβδί όταν έδειχνε να χάνει το ενδιαφέρον της». Και ελάφια: «Κατευθύνθηκε προς το κεφάλι του ελαφιού, έβαλε το χέρι του μέσα στο παντελόνι του, έβγαλε το πέος του και άρχισε να κατουρά στο χιόνι, ακριβώς μπροστά στα ρουθούνια του ελαφιού».

Αναμένουμε με αγωνία τον εμπλουτισμό της δράσης με φυλακισμένους και δεσμοφύλακες.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2005

Σερίφηδες και αποβράσματα



Racaille: αλήτες, καθάρματα, αποβράσματα, κατακάθια της κοινωνίας. Μια λέξη εντελώς γαλλική, ιδιαίτερα φορτισμένη, ένας χαρακτηρισμός που ξεχειλίζει από περιφρόνηση. Αντανακλά μίσος και ακόμη μεγαλύτερο μίσος προκαλεί.

Στη Γαλλία έχουν υπάρξει τρεις γενιές μεταναστών. Οι πρώτοι πήγαν για να δουλέψουν και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι δεύτεροι ενσωματώθηκαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στη γαλλική κοινωνία και σήμερα είναι Γάλλοι πολίτες που μιλούν καλά γαλλικά. Οι μετανάστες τρίτης γενιάς αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα -αν και για διαφορετικούς λόγους -μ' εκείνους στη Βρετανία: την γκετοποίηση. Πρώτα απ' όλα είναι στοιβαγμένοι σε άθλιες εργατικές πολυκατοικίες έξω από την πόλη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λάβουν μέρος στην κοινωνική ζωή. Αυτό δημιουργεί μια εσωτερική ιεραρχία που οδηγεί σε ασφυκτικό έλεγχο των κοριτσιών από τους αδελφούς τους και τους πατεράδες τους: πολλοί λένε ότι στην Τύνιδα και το Αλγέρι υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία απ' ό,τι στο Παρίσι. Κι ύστερα υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, που δημιουργεί απογοητεύσεις, εντάσεις και ανταγωνισμούς.

Στο εκρηκτικό αυτό μείγμα, τον ρόλο της θρυαλλίδας τον έπαιξε ο Νικολά Σαρκοζί. Χρησιμοποιώντας απαξιωτικά τον χαρακτηρισμό «racaille» -λέει στη Ρεπούμπλικα ο κοινωνιολόγος Αλαίν Τουραίν -ο υπουργός Εσωτερικών ταύτισε το σύνολο των μεταναστών με τους εγκληματίες, τους εμπόρους ναρκωτικών και τους εξτρεμιστές ισλαμιστές. Όμως η ισοπέδωση δημιουργεί πόλωση. H αρνητική απεικόνιση μιας κοινότητας δημιουργεί αισθήματα αλληλεγγύης. Και, βέβαια, η συμπεριφορά της αστυνομίας οξύνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Στους Γάλλους αστυνομικούς αρέσει ιδιαίτερα να παίζουν τους σερίφηδες και να οργανώνουν θεαματικές επιχειρήσεις. Όταν αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν αποτέλεσμα, ή όταν συνοδεύονται από «ατυχή» γεγονότα όπως ο θάνατος ενός νεαρού ή η ρίψη δακρυγόνων σ' ένα τζαμί, τότε ξεσπούν μοιραία ταραχές όπως αυτές που παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες.

Ο Σαρκοζί είναι αδίστακτος -αλλά αυτή τη φορά ίσως να ξεπέρασε τα όρια. H υπόσχεσή του ότι θα «καθαρίσει» τις banlieues προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και στην ίδια την κυβέρνηση. «Εγώ χρησιμοποιώ το ρήμα "καθαρίζω" όταν αναφέρομαι στα παπούτσια μου ή στο αυτοκίνητό μου, όχι σε ολόκληρες γειτονιές» δήλωσε ο υπουργός Ίσων Ευκαιριών Αζούζ Μπεγκάγκ, το μοναδικό μέλος της κυβέρνησης που προέρχεται από τη Βόρεια Αφρική. «Πρέπει να προσέχουμε το λεξιλόγιό μας. Όταν έχεις αραβική φάτσα ή είσαι μαύρος, δεν είναι εύκολο να βρεις δουλειά, ακόμη κι αν διαθέτεις τα αναγκαία προσόντα». Ο Μπεγκάγκ επιφύλαξε σκληρά λόγια και για την Αριστερά, κατηγορώντας την ότι για πολλές δεκαετίες αρκείται σε μπλα - μπλα και αντιρατσιστικά συνθήματα, χωρίς να έχει εφαρμόσει μια αποτελεσματική πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών.

Κάθε χώρα έχει ασφαλώς τις ιδιαιτερότητές της. Όπως γράφει όμως και ο Τίμοθυ Γκάρτον Ας στο τελευταίο του βιβλίο, η αντιμετώπιση των μεταναστών είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η Ευρώπη.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2005

Nόαμ Tσόμσκι, ο αλάνθαστος



Όταν εκλέγεσαι σημαντικότερος διανοούμενος του πλανήτη είναι φυσικό οι ευθύνες σου να είναι αυξημένες σε σχέση με την περίοδο που αποτελούσες έναν «περιθωριακό διαφωνούντα». Αλλά ο Νόαμ Τσόμσκι εξακολουθεί να προκαλεί για να προκαλεί.

Ερώτηση: «Έχετε υπογράψει μια επιστολή που χαρακτήριζε αξιέπαινη την έρευνα μιας δημοσιογράφου ονόματι Νταϊάν Τζόνστοουν, σύμφωνα με την οποία οι επίσημοι αριθμοί για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα είναι υπερβολικοί. Μήπως μετανιώνετε;» Απάντηση: «Μετανιώνω μόνο που δεν την υποστήριξα αρκετά. Μπορεί να έκανε λάθος, αλλά η δουλειά της ήταν σοβαρή και αξιέπαινη. Στη δυτική κουλτούρα υπήρχε ένας υστερικός φανατισμός για τη Βοσνία, που έμοιαζε με παλιομοδίτικο σταλινισμό. Πηγαίνετε στο Λάος, την Αϊτή, το Ελ Σαλβαδόρ. Εκεί θα δείτε ανθρώπους που υποφέρουν πραγματικά».

Ο Λευκός Οίκος; «Όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι από το τέλος του B' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα βαρύνονται με εγκλήματα πολέμου». H γενοκτονία στην Καμπότζη; «Αν λάβουμε υπόψη την ιστορία της χώρας, οι Ερυθροί Χμερ δεν ήταν τόσο κακοί όσο νομίζουμε». Εκείνοι που διαφωνούν μαζί του; «Υστερικοί, φανατικοί και έξαλλοι». Οι απόψεις αυτές δεν ανήκουν σε κάποιον εκκεντρικό αναθεωρητή, αλλά στον άνθρωπο που αναδείχθηκε από τα περιοδικά Prospect και Foreign Policy κορυφαίος διανοούμενος του κόσμου. Στο ίδιο το γεγονός, ο Τσόμσκι δεν δίνει σημασία (αν και είχε φροντίσει να καλεί από την ιστοσελίδα του τους αναγνώστες να ψηφίσουν): στο κάτω-κάτω, 4ος στη λίστα είναι ο φιλοαμερικανός Βάτσλαβ Χάβελ, 5ος ο πουλημένος Κρίστοφερ Χίτσενς και 19ος το γεράκι των γερακιών, ο Πωλ Γούλφοβιτς. Με την ευκαιρία όμως αυτού του διαγωνισμού, είχε τη δυνατότητα να δώσει μια μακρά συνέντευξη στην Έμμα Μπροκς της Γκάρντιαν και να μιλήσει εφ' όλης της ύλης: από τα παιδικά του χρόνια στη Φιλαδέλφεια μέχρι τη Βοσνία και το Internet.

Στα 76 του χρόνια, ο Νόαμ Τσόμσκι παραμένει ένας χαρισματικός άνθρωπος. H θεωρία του για τη γλώσσα άσκησε σημαντική επιρροή στην εποχή της (αν και αργότερα αμφισβητήθηκε) και η αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ ήταν θαρραλέα. Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, τόσο οι θέσεις του γίνονταν πιο ακραίες. Άρχισε να μιλά για την ανάγκη «αποναζιστοποίησης» της Αμερικής, χαρακτήρισε παρεξηγημένο τον Μιλόσεβιτς, έκανε ευθεία σύγκριση ανάμεσα στην 11η Σεπτεμβρίου και τον βομβαρδισμό ενός σουδανικού εργοστασίου από τον Κλίντον. Όταν αμερικανικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν το Αφγανιστάν, υποστήριξε ότι συνειδητός στόχος της Ουάσιγκτον ήταν να προκαλέσει τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε δύο εβδομάδες.

Ο καθένας βέβαια δικαιούται να έχει τις απόψεις του, όσο αυθαίρετες κι αν είναι, ιδιαίτερα όταν διαπιστώνει ότι του προσφέρουν κύρος και δημοτικότητα. Προκύπτει όμως ένα ερώτημα: ο κορυφαίος διανοούμενος του κόσμου είναι άραγε αλάνθαστος; Κι αν όχι, πότε θα κάνει άραγε την αυτοκριτική του;

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2005

Tο τελευταίο ιερό τέρας



«Ο κόσμος για μένα μοιάζει φτιαγμένος από πατέρες και μητέρες, απέναντι στους οποίους νιώθω μια ολοκληρωτική γοητεία, φτιαγμένη από σεβασμό και από την ανάγκη να βιώσω αυτόν τον σεβασμό με πράξεις ιεροσυλίας, ακόμα και βίαιες ή σκανδαλώδεις». Πιερ Πάολο Παζολίνι

Ζητούσε την κατάργηση του σχολείου και της κακής τηλεόρασης, δηλώνοντας ότι κάθε χώρα έχει τον πολιτισμό και την τηλεόραση που της αξίζουν. Την ώρα που η Αριστερά διαδήλωνε στις πλατείες διεκδικώντας το δικαίωμα στην άμβλωση, εκείνος χαρακτήριζε αυτή την πράξη «έγκλημα» και «έλασσον κακό». Στην ομογενοποίηση του παρόντος αντέτασσε τη «σκανδαλώδη επαναστατική δύναμη του παρελθόντος». Με άλλα λόγια, ο Παζολίνι ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τις αντιφάσεις του και ζούσε κόντρα στο ρεύμα. «Όποιος αγαπάει πολύ την πραγματικότητα, σαν και μένα», έγραφε στον «Αιρετικό εμπειρισμό», «στο τέλος τη μισεί, επαναστατεί και τη στέλνει στον διάβολο».

Τριάντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Παζολίνι (σε αυτά τα «30 χρόνια απουσίας» είναι αφιερωμένο το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός, από το οποίο προέρχονται και τα παραπάνω αποσπάσματα), οι Ιταλοί αναρωτιούνται τι στάση θα κρατούσε ο Μεγάλος Αιρετικός απέναντι σε διάφορα προβλήματα της σημερινής εποχής. Θα ήταν ασφαλώς κατά του Μπερλουσκόνι, θα υποστήριζε όμως ποτέ δημοσίως τον Πρόντι; Με δεδομένο ότι είχε πάρει το μέρος των αστυνομικών στις συγκρούσεις του 1968 με τους φοιτητές, τι θέση θα είχε πάρει άραγε στα αιματηρά επεισόδια της Γένοβας; Τι θα έλεγε άραγε αυτός ο φανατικός πολέμιος της ισοπέδωσης για το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης; «Ακούω τους πολιτικούς, όλους τους πολιτικούς, και τρελαίνομαι» έλεγε στην τελευταία του συνέντευξη. «Δεν ξέρω για ποια χώρα μιλάνε, είναι τόσο μακριά όσο και το φεγγάρι. Το ίδιο και οι διανοούμενοι. Και οι κοινωνιολόγοι. Και οι ειδικοί όλων των ειδών. Εγώ κατεβαίνω στην κόλασή μου, κινδυνεύουμε όμως όλοι». Έξι ώρες μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης, την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1975, το άψυχο κορμί του Παζολίνι μεταφερόταν στο νεκροτομείο της αστυνομίας της Ρώμης.

Ήταν ο τελευταίος ρομαντικός ποιητής, λέει στο Εσπρέσσο για τον παλιό του φίλο ο Γερμανός λογοτέχνης Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ. «Όπως ο Πάουλ Τσέλαν ήταν το τελευταίο τέρας της Γερμανίας, έτσι κι εκείνος ήταν το τελευταίο ιερό τέρας της Ιταλίας. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο οι Ιταλοί μπορούσαν να απευθύνονται, για καλό ή για κακό. Μέχρι τη δεκαετία του '70, ξέρετε, ο κόσμος στρεφόταν ακόμη στους ποιητές για να μάθει το μυστικό της ζωής. Και ο Παζολίνι πίστευε σε αυτόν το ρόλο, όπως πίστευε και στην πολιτική, δηλαδή τη δημόσια λειτουργία του ποιητή. Πάνε αυτά, χάθηκαν. Σήμερα έχουμε λυτρωθεί από αυτά τα δύο βάρη της ποίησης: είμαστε πιο ελεύθεροι από τον Παζολίνι, πιο ελαφροί στο λειτούργημά μας».

Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2005

Ο θάνατος του Aϊνστάιν



Εξηγήστε μας, αγαπητέ Νομπελίστα, τους νόμους της Φυσικής με ένα απλό παράδειγμα. «Είναι απλό: το ότι μιλάμε και δεν παρεμβάλλεται τίποτα στη μετάδοση του ήχου είναι ένας νόμος της Φυσικής».

Σε πολλούς θα φανεί περίεργο, αλλά η Φυσική έχει πολλά κοινά σημεία με την πολιτική. Μαίνεται κι εκεί, για παράδειγμα, ένας λυσσαλέος πόλεμος ανάμεσα στους φανατικούς της ιδεολογίας και τους πραγματιστές. Οι πρώτοι έχουν μια θρησκευτική προσέγγιση των προβλημάτων, πρώτα ρίχνουν μια ιδέα κι ύστερα προσπαθούν να την αποδείξουν. Οι δεύτεροι είναι πεισμένοι πως οποιαδήποτε ιδέα πρέπει πρώτα να την επαληθεύσουν. Ο Ρόμπερτ Λάφλιν, που διδάσκει στο Στάνφορντ και το 1998 τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσικής, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Την περασμένη εβδομάδα, ο 55χρονος ασπρομάλλης που μοιάζει περισσότερο με παίκτη του ράγκμπι παρά με επιστήμονα βρέθηκε στη Γένοβα για να εγκαινιάσει το ετήσιο Φεστιβάλ Επιστήμης. Και εκεί, κήρυξε ούτε λίγο ούτε πολύ τον θάνατο του Αϊνστάιν - και μάλιστα τη χρονιά που γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη θεωρία της σχετικότητας! Το πρόβλημα με τη θεωρία αυτή, λέει σε συνέντευξή του στη Στάμπα, είναι ότι έχει γίνει ένα σύμβολο, ένα εμπορικό σήμα. Τα πειράματα όμως δείχνουν ότι η περίφημη εξίσωση e=mc² δεν λειτουργεί στις πολύ μικρές αποστάσεις. Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Να σταματήσουν οι έρευνες επειδή θέτουν υπό αμφισβήτηση μια οικουμενική πεποίθηση; Μα η Φυσική δεν ικανοποιείται ποτέ με μια ιδέα, πηγαίνει πάντα πιο πέρα. Αλίμονο αν μολυνθεί κι αυτή από τον ιό της ιδεολογίας!

Στις μέρες μας, λέει ο Αμερικανός Νομπελίστας, βλέπει κανείς ένα αντιεκσυγχρονιστικό ρεύμα να διαπερνά τις δυτικές κοινωνίες, εκτοπίζοντας σχεδόν τον Διαφωτισμό. Είναι λογικό: στις δημοκρατίες οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να σφάλλουν. Είναι σχεδόν καταδικασμένοι να σφάλλουν προτού αρχίσουν να καταλαβαίνουν. Οι προοπτικές της ανθρώπινης κλωνοποίησης μας ενοχλούν, ακόμη κι όταν αυτή έχει θεραπευτικούς σκοπούς. Μια μέρα όμως θα ανακαλύψουμε ότι οι ασθενείς μας σπεύδουν για θεραπεία στην κλινική του δρος Χουάνγκ Γου Σουκ, του Κορεάτη επιστήμονα που κλωνοποίησε το πρώτο ανθρώπινο κύτταρο και έχει ήδη οργανώσει τράπεζα κλωνοποιημένων εμβρυακών κυττάρων προς χρήση από οποιοδήποτε ερευνητικό ίδρυμα του κόσμου (συνέντευξή του στον Χάρη Καρανίκα δημοσιεύτηκε τον περασμένο Αύγουστο στον Ταχυδρόμο). Και τότε θα καταλάβουμε ότι είχαμε κάνει λάθος.

Θα αμφισβητήσουμε λοιπόν τα πάντα; Ακόμη και τον Δαρβινισμό; «Όχι βέβαια. Μην ανησυχείτε όμως με την επίθεση που έχουν εξαπολύσει στην Αμερική οι φανατικοί της θρησκείας. Μπορεί να επιβάλουν τη διδασκαλία του "ευφυούς σχεδιασμού" στα σχολεία, αλλά δεν θα τους πιστέψει κανείς. Ο ιδεολογικός δογματισμός λειτουργεί μόνο στους ενήλικες, τα νέα παιδιά είναι πιο ευφυή απ' ό,τι νομίζουμε. Έχω πολλούς φίλους που μεγάλωσαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση και κανείς τους δεν πήρε στα σοβαρά τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία... ».