Τρίτη, Ιουλίου 31, 2007

Ένα διαρκές πραξικόπημα



Ο πρόεδρος της Γαλλίας και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έχουν ένα κοινό γνώρισμα: τον κυνισμό. Στον πρώτο, εκπορεύεται από τη λεγόμενη grandeur. Στον δεύτερο, από τον λεγόμενο χαβαλέ.

Μια «σαρκομανία» έχει καταλάβει την Ευρώπη. Ένας αποφασισμένος άνθρωπος σήκωσε τα μανίκια και βάλθηκε να λύσει τα προβλήματα όχι μόνο της χώρας του, αλλά ολόκληρου του πλανήτη. Μέσα σε δύο μήνες, έσβησε τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς αναθέτοντας νευραλγικούς τομείς σε στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, έδειξε τα δόντια του στους μη εκλεγμένους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πέτυχε την απελευθέρωση των Βούλγαρων γιατρών και νοσοκόμων που σκανδαλωδώς κρατούνταν επί οκτώμισι χρόνια στις λιβυκές φυλακές. Συντηρητικοί και φιλελεύθεροι παρατηρούν με θαυμασμό αυτόν τον «πολιτικό επιχειρηματία»- όπως τον χαρακτήρισε ένας Γάλλος δημοσιογράφος- που δείχνει διατεθειμένος να πάρει μεγάλα ρίσκα προκειμένου να αποκομίσει εξίσου μεγάλα οφέλη.

Μόνο που τα ρίσκα είναι πολιτικά, ενώ τα οφέλη είναι προσωπικά. Ο ισχυρός άνδρας της Γαλλίας αμφισβητεί τους κανόνες και τους θεσμούς της Ευρώπης ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει την προεκλογική του δέσμευση για μείωση των φόρων, κάτι που υπολογίζεται ότι θα κοστίσει στη Γαλλία τουλάχιστον 10 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο από το 2008. Όπως γράφει η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη «Στάμπα», ο Σαρκοζί είναι ουσιαστικά ένας εθνικιστής που πιστεύει ότι τα συμφέροντα του εθνικού κράτους βρίσκονται πάνω από εκείνα της Ευρώπης. Πετά στα σκουπίδια το Σύμφωνο Σταθερότητας με την ίδια ευκολία που διαγράφει σαράντα χρόνια ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Αν ένας εξίσου αδίστακτος πολιτικός κυβερνούσε τη Γερμανία, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα είχε αρχίσει να τρίζει επικίνδυνα.

Η υπόθεση των Βούλγαρων νοσοκόμων είναι αποκαλυπτική. Μία μέρα μετά την επίλυση της κρίσης, που παρουσίασε ως προσωπική του επιτυχία παρ΄ όλο που ασχολούνταν χρόνια με το θέμα αυτό Γερμανοί, Βρετανοί και Ιταλοί, ο Σαρκοζί υπέγραψε με πανηγυρικό τρόπο στη Λιβύη μια συμφωνία για τη συνεργασία των δύο χωρών στον πυρηνικό τομέα. Οι γαλλικές επιχειρήσεις έχουν τώρα προτεραιότητα στην Τρίπολη. Έξυπνο, αλλά όχι πολύ ηθικό. Κι αν είναι αλήθεια ότι η ηθική δεν έχει μεγάλη σχέση με την πολιτική, ώς τώρα οι πολιτικοί κρατούσαν κάπως τα προσχήματα.

Η διακυβέρνηση του Σαρκοζί είναι ένα διαρκές πραξικόπημα, δηλώνει ο γραμματέας των σοσιαλιστών Φρανσουά Ολλάντ. Αλλά η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του Γάλλου προέδρου έχει αρχίσει να ανησυχεί ακόμη και στενούς συνεργάτες του: σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», στελέχη της προεκλογικής εκστρατείας του διερωτώνται αν ορθώς έβαλαν ένα τόσο μεγάλο στοίχημα στο κεφάλι ενός ανθρώπου. Αργά ή γρήγορα, ο Σαρκοζί θα αναγκαστεί να βάλει νερό στο κρασί του, όπως έκανε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ο Μιτεράν. Και τότε άλλος ένας μύθος θα καταρρεύσει.

Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2007

Τίποτα άλλο, μόνο χιόνι



Γεννημένη το 1963 στη Μόσχα, η Βέρα Πάβλοβα έχει εργαστεί ως ξεναγός στο Μουσείο Σαλιάπιν και επί δέκα χρόνια τραγουδούσε σε μια εκκλησιαστική χορωδία. Στίχους άρχισε να γράφει σε ηλικία 20 ετών. Τα παρακάτω ποιήματά της δημοσιεύονται στο τελευταίο τεύχος του Νιου Γιόρκερ.

«Θα΄ναι χειμώνας, θαρρώ, όταν έρθει./ Από την αφόρητη λευκότητα του δρόμου/ μια κουκίδα θα φανεί, τόσο μαύρη που τα μάτια θα θαμπώσουν,/ και θα πλησιάζει για ώρα πολλή, πάρα πολλή/ αντισταθμίζοντας την απουσία του με τον ερχομό του,/ και για ώρα πολλή, πάρα πολλή κουκίδα θα μείνει./ Ένας κόκκος σκόνης; Ένα κάψιμο στο μάτι; Χιόνι,/ Τίποτα άλλο δεν θα υπάρχει, μόνο χιόνι,/ για ώρα πολλή, πάρα πολλή, τίποτα άλλο,/ κι αυτός το χιονισμένο πέπλο θα παραμερίζει,/ μέγεθος θα αποκτά και τρεις διαστάσεις,/ κι όλο και περισσότερο θα πλησιάζει.../ Αυτό είναι το όριο, δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά. Μα αυτός συνεχίζει να πλησιάζει,/ και τώρα είναι τόσο πελώριος που δεν μπορείς να τον μετρήσεις...»

«Αν υπάρχει κάτι που επιθυμείς,/ θα υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις./ Αν υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις,/ θα υπάρχει κάτι που θυμάσαι./ Αν υπάρχει κάτι που θυμάσαι,/ δεν υπήρξε τίποτα για το οποίο να μετανιώνεις./ Αν δεν υπήρξε τίποτα για το οποίο να μετανιώνεις,/ δεν υπήρξε τίποτα που να επιθυμείς».

«Ας αγγίξουμε ο ένας τον άλλο/ όσο έχουμε χέρια,/ παλάμες, μπράτσα, αγκώνες.../ Χάριν της δυστυχίας ας αγαπηθούμε/ ας βασανιστούμε, ας τυραννιστούμε,/ ας παραμορφωθούμε, ας ακρωτηριαστούμε,/ για να θυμόμαστε καλύτερα,/ για να χωρίσουμε με λιγότερο πόνο».

«Είμαστε πλούσιοι: δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε./ Είμαστε γέροι: δεν έχουμε πουθενά να τρέξουμε./ Θα αφρατέψουμε τα μαξιλάρια του παρελθόντος,/ θα ανακατέψουμε τις στάχτες των ημερών που θα΄ρθουν,/ θα μιλήσουμε γι΄αυτά που μετρούν περισσότερο,/ καθώς χάνεται το τεμπέλικο φως της μέρας./ Θα ενταφιάσουμε τους απέθαντους νεκρούς μας:/ θα σε θάψω, θα με θάψεις».

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

Η νύχτα ήταν τυρκουάζ



«Με ρωτήσαν για σένα, αγάπη μου, με ρωτήσαν/ Μου στείλαν γράμματα που σκόρπισε ο αέρας/ Μου είναι δύσκολο να τραγουδήσω, αγάπη μου/ Για πρώτη φορά δεν είμαστε μαζί».

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στη Μοντ, η Λιβανέζα συγγραφέας Χόντα Μπαρακάτ εξηγούσε γιατί στη διάρκεια του πολέμου του 1975-1990 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει πια με κανέναν. Για τους χριστιανούς, όπως εκείνη, δεν ήταν ποτέ η καλή χριστιανή. Για τους μουσουλμάνους, μόλις έλεγε κάτι που δεν τους άρεσε, ήταν η χριστιανή. Για τους αριστερούς, μόλις τους επέκρινε για τις ακρότητες των Παλαιστινίων στρατιωτικών, τη χαρακτήριζαν δεξιά, επειδή κατάγεται από τα βουνά. Ακόμη και τα σχόλια των πιο καλών της φίλων ήταν πάντα δηκτικά. Για να αγοράσει ψωμί, έπρεπε να ανήκει στην κοινότητα, αλλιώς δεν της έδιναν. Και στα οδοφράγματα έπρεπε πάντα να δείχνει την «καλή» ταυτότητα, αλλιώς κινδύνευε να τη σκοτώσουν επί τόπου.

Το 1989, ύστερα από ένα επεισόδιο όπου κόντεψαν να σκοτωθούν η ίδια και τα παιδιά της, η αναγνώστρια του Προυστ, του Μούζιλ και των μεγάλων Αράβων κλασικών έφυγε για τη Γαλλία. Από τότε έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα, με τελευταίο το «Κύριέ μου, έρωτά μου» (εκδ. Αctes Sud). Τα σημερινά της αισθήματα απέναντι στον Λίβανο είναι σαν τα αισθήματα της μάνας απέναντι στο διανοητικά καθυστερημένο παιδί της: το αγαπά πιο πολύ απ΄ οτιδήποτε άλλο, και ταυτόχρονα θα ήθελε τον θάνατό του για να ξεκινήσει από την αρχή. Όταν έχεις εγκαταλείψει τη χώρα σου σε μια στιγμή που ήταν διαλυμένη- λέει η 55χρονη Μπαρακάτ- δεν μπορείς να απαλλαγείς πια απ΄ αυτήν, ούτε να ενταχθείς σε κάποια άλλη. Είναι όπως μ΄ έναν άνδρα που αγάπησες, με τον οποίο δεν μπορείς πια να ζήσεις, αλλά δεν μπορείς και να τον εγκαταλείψεις.

Η Φαϊρούζ δεν εγκατέλειψε ποτέ την πατρίδα της. Σταματούσε μόνο για μερικά χρόνια να τραγουδά, πενθώντας είτε για την ειρήνη είτε για την απώλεια αγαπημένων της προσώπων, κι ύστερα έβγαινε ξανά μπροστά, συνεγείροντας, ξεσηκώνοντας και συγκινώντας. Η παρουσία της προχθές το βράδυ στο Ηρώδειο ήταν συγκλονιστική. Στα 72 της χρόνια, έκανε χιλιάδες ανθρώπους να πάλλονται και να κλαίνε, να τραγουδάνε, να χορεύουν και να χειροκροτούν. Τραγούδησε Μότσαρτ, ερμήνευσε πατριωτικά τραγούδια και ύμνησε τον έρωτα: «Με ρωτήσαν για σένα, αγάπη μου, με ρωτήσαν/ Τους είπα θα γυρίσει, μη με μαλώνετε/ Έκλεισα τα μάτια, μη δουν όλοι/ Ότι στα μάτια μου σ΄ έχω κρύψει./ Και ξάφνου φύσηξε άνεμος/ Και βούρκωσαν τα μάτια/ Για πρώτη φορά δεν είμαστε μαζί» (η μετάφραση των στίχων ανήκει στον αγαπητό Τin Μan, δραστήριο μπλόγκερ και πάντα ενημερωμένο γύρω από τα μεσανατολικά).

Τραγουδούσε η Φαϊρούζ και νόμιζες ότι τα μίση ανήκουν σ΄ άλλους πλανήτες, άλλες εποχές. Και ότι όλοι οι άνθρωποι κάτω απ΄ αυτόν τον υπέροχο ουρανό είναι ίσοι.

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2007

Η όπερα του σεβντά



Τα τελευταία σαράντα χρόνια, ο Νάιτζελ Όζμπορν έχει επισκεφθεί πολλές φορές τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά η πιο δύσκολη επίσκεψή του ήταν χωρίς αμφιβολία το 1993, όταν οι δυνάμεις του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς πολιορκούσαν τη Βοσνία. Ο Βρετανός συνθέτης μπήκε στο Σαράγεβο μέσα από έναν υπόγειο υπόνομο, κι αυτό που είδε τον τρομοκράτησε. «Δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις τη μυρωδιά μιας κατεστραμμένης πόλης», λέει σήμερα στους Τάιμς. «Δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις τις εικόνες των παιδιών που κυκλοφορούν στους δρόμους σαν τους σκελετούς».

Ο Όζμπορν αποφάσισε να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει εκείνα τα παιδιά. Μίλησε με παλιούς του φίλους στο Σαράγεβο, και κυρίως με τον Βόσνιο ποιητή Γκόραν Σίμιτς. Συνάντησε μουσικούς και συγγραφείς. Έστησε δημιουργικά εργαστήρια σε υπόγεια και άλλες ασφαλείς τοποθεσίες, με στόχο να «γιατρέψει» τα παιδιά με τη βοήθεια της μουσικής. Δεν είναι τόσο αφελής, βέβαια, ώστε να πιστεύει ότι η μουσική μπορεί να υποκαταστήσει την ιατρική. «Όμως η μουσική μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά». Μέσα από αυτή τη διαδικασία, μεταμορφώθηκε και ο ίδιος. Το έργο του έγινε πιο προκλητικό, πιο στρατευμένο. Το 1995, και ενώ η πολιορκία του Σαράγεβο συνεχιζόταν χωρίς κανείς στην Ευρώπη να κάνει κάτι για να τη σταματήσει, παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στην πόλη μια όπερα που έγραψε μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Ο τίτλος της ήταν Εvropa και το λιμπρέτο το έγραψε ο Σίμιτς: ένα υπερωκεάνιο κατευθύνεται ολοταχώς προς τα βράχια, αλλά η πλοίαρχος, μια κάποια Μadame Εurope, είναι πολύ απασχολημένη με το να ντύνεται και να στολίζεται.

Η τελευταία συνεργασία του Όζμπορν με τον Σίμιτς είναι πιο δουλεμένη. Το έργο Differences in Demolition πρωτοπαρουσιάστηκε τον περασμένο μήνα στο Εθνικό Θέατρο του Μόσταρ, περιόδευσε στη συνέχεια σε όλη τη Βοσνία, και την ερχόμενη εβδομάδα θα παρουσιαστεί στο City of London Festival του Ίαν Ρίτσι. Πρόκειται για μια «όπερα του σεβντά», με υψηλή συμβολική σημασία. «Συνδέει το Ισλάμ και τη Δύση μ΄ έναν πολύ δυνατό τρόπο», λέει ο Όζμπορν. «Μας υπενθυμίζει ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δημιουργήθηκε σ΄ ένα βαθμό από το Ισλάμ. Έχει επιρροές από την τσιγγάνικη και τη σεφαρδίτικη μουσική, αλλά και από την όπερα μπελκάντο. Και παρ΄ όλο που συνδέεται ευθέως με τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας, άρεσε και στους Κροάτες και στους Σέρβους». Η δύναμη της μουσικής.

Η πολιτική είναι όλο και πιο αυτιστική, λέει ο 59χρονος συνθέτης, που σπούδασε στην Οξφόρδη και την Πολωνία και σήμερα διδάσκει μουσική στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. «Η μόνη ελπίδα για να πλησιάσουν μεταξύ τους άνθρωποι διαφορετικών εθνικών προελεύσεων είναι ο πολιτισμός». Βοηθάει βέβαια κι ο σεβντάς.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Κανείς δεν είναι Θεός



«Πόσο έχει αλλάξει η Γερμανία! Μετά τον πόλεμο, οι εμπνευστές της απόπειρας δολοφονίας του Χίτλερ θεωρούνταν ακόμη προδότες, ενώ σήμερα ούτε καν ο σουπερστάρ των νικητών δεν είναι για μας αρκετά καλός για να ερμηνεύσει τον δικό μας υπερήρωα». Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ

Στις 20 Ιουλίου του 1944, ένας άσημος Γερμανός συνταγματάρχης ονόματι Κλάους φον Στάουφενμπεργκ αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Αδόλφο Χίτλερ. Το σχέδιο, που είχε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Βαλκυρία», δεν πέτυχε και οι δράστες θανατώθηκαν επιτόπου. Σήμερα, ένας διάσημος Αμερικανός ηθοποιός ονόματι Τομ Κρουζ θέλει να υποδυθεί εκείνο τον συνταγματάρχη, αλλά τα σχέδιά του προσκρούουν στις αντιρρήσεις της Γερμανίας. Το υπουργείο Άμυνας και η αστυνομία απέρριψαν δύο φορές αίτημα της εταιρείας παραγωγής να γυρίσει σκηνές στον τόπο της απόπειρας και σε αστυνομικό τμήμα του Βερολίνου, με το επιχείρημα ότι ο Κρουζ είναι εξέχον μέλος της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας. «Κάτω τα χέρια από τον πατέρα μου», φώναξε ο Μπέρτολντ φον Στάουφενμπεργκ, πρωτότοκος γιος του συνταγματάρχη και απόστρατος στρατηγός ο ίδιος του γερμανικού στρατού.

Η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας είναι πράγματι μια μη αναγνωρισμένη (αλλά όχι και εκτός νόμου) αίρεση, χωρίς αυτό να την εμποδίζει να αυξάνει συνεχώς τη δύναμή της. Είναι όμως θεμιτό να απαγορεύεται η εργασία ενός ηθοποιού εξαιτίας των πεποιθήσεών του; Θα μπορούσε, ας πούμε, η ελληνική κυβέρνηση να απαγορεύσει τα γυρίσματα μιας ταινίας για τον Παναγούλη στο Λαγονήσι αν ο ηθοποιός που θα τον υποδυόταν ήταν γνωστός κομμουνιστής; Η οικογένεια του φον Στάουφενμπεργκ έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί να συνεργαστεί με τον Κρουζ αν τον θεωρεί επικίνδυνο άτομο ή κακό ηθοποιό. Η γερμανική αστυνομία έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί τα γυρίσματα σε μια τοποθεσία αν πιστεύει ότι αυτό θα την εμποδίσει να κάνει τη δουλειά της. Η στήριξη όμως μιας απαγόρευσης σε ιδεολογικές πεποιθήσεις ισοδυναμεί με λογοκρισία.

«Μια ταινία με τον Τομ Κρουζ στον ρόλο του φον Στάουφενμπεργκ θα βελτίωνε τη διεθνή εικόνα της Γερμανίας περισσότερο και από δέκα διοργανώσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδο σφαίρου», έγραψε στη Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ - με κάποια δόση υπερβολής, είναι αλήθεια- ο Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ. Ο σκηνοθέτης της περίφημης ταινίας Οι Ζωές των Άλλων αποκαλύπτει ότι ο φον Στάουφενμπεργκ ήταν αντισημίτης, σε μια επιστολή του προς τη σύζυγό του χαρακτήριζε τους Πολωνούς «πληβείους», έναν λαό «που αποτελείται από πολλούς Εβραίους και πολλούς μιγάδες» και αισθάνεται καλά μόνον όταν βρίσκεται κάτω από κάποιο ζυγό. «Να μειώνει άραγε η επιστολή αυτή το θάρρος, τη δύναμη της συνείδησης και τον χαρακτήρα του φον Στάουφενμπεργκ; Ασφαλώς όχι. Κανείς από μας δεν είναι Θεός, ούτε ο Στάουφενμπεργκ ούτε ο Κρουζ ούτε οι υπόλοιποι. Το να είσαι Γερμανός δεν γιατρεύεται, ούτε το να είσαι Αμερικανός. Ο καθένας μπορεί να γιατρευτεί από μόνος του, και για τον εαυτό του. Η ζωή είναι η συνεχής αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας».

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2007

Θέλουν να μαχαιρώσουν τη Βρετανία



Γιατροί ναι, αλλά τουλάχιστον δεν είναι Βρετανοί: η ταυτότητα των δραστών των αποτυχημένων τρομοκρατικών επιθέσεων ανακουφίζει κάπως τις βρετανικές αρχές, αλλά κάθε άλλο παρά «αθωώνει» το περίφημο πολυ-πολιτισμικό μοντέλο.

Σύμφωνα με τον Ρότζερ Σκρούτον, συγγραφέα του βιβλίου «Η Δύση και οι άλλοι: η παγκοσμιοποίηση και η απειλή της τρομοκρατίας», η Δύση έχει διαπράξει δύο μεγάλα λάθη. Το ένα είναι ότι αρνήθηκε να αναγνωρίσει τους κινδύνους από τη μαζική μετανάστευση. Το δεύτερο είναι ότι επιρρίπτει στον εαυτό της την ευθύνη για εγκλήματα που διαπράττουν άλλοι. «Όσο δεν αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, το πρόβλημα δεν θα λύνεται» λέει ο Βρετανός φιλόσοφος στην Κοριέρε. Είναι αλήθεια ότι οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν οξύνει τα πάθη και τροφοδοτούν τις «δεξαμενές» άντλησης τρομοκρατών. Ο τερματισμός αυτών των πολέμων και μια ειλικρινής προσπάθεια επίλυσης του χρόνιου παλαιστινιακού προβλήματος θα βελτιώσουν το παγκόσμιο κλίμα. Αλλά δεν θα επιλύσουν από μόνα τους το πρόβλημα της τρομοκρατίας. Ο Άλαν Τζόνστον, ο δημοσιογράφος του ΒΒC που απελευθερώθηκε χθες ύστερα από 114 ημέρες ομηρείας, είπε ότι οι απαγωγείς του δεν δίνουν δεκάρα για το Ισραήλ ή την Παλαιστίνη: αυτό που τους ενδιαφέρει είναι «να μαχαιρώσουν τη Βρετανία».

Το βρετανικό μοντέλο ενσωμάτωσης των μεταναστών έχει αποτύχει (όπως άλλωστε και το γαλλικό, αλλά για διαφορετικούς λόγους). Πρόσφατη δημοσκόπηση στη μουσουλμανική κοινότητα της Βρετανίας έδειξε ότι το 18% των Μουσουλμάνων δεν αισθάνονται καμιά νομιμοφροσύνη απέναντι στη χώρα που τους φιλοξενεί. «Για πολλά χρόνια, αρνιόμασταν να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε κοινότητα έχει πάρει τον δρόμο της», ομολογεί ο Χέρμαν Ούσλεϊ, πρώην πρόεδρος της Επιτροπής για τη φυλετική ισότητα. Στο όνομα της αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων, νομιμοποιήθηκαν τα γκέτο. Στο όνομα της συνύπαρξης των πολιτισμών, τέθηκε σε κίνδυνο η ίδια η εθνική ενότητα. Κι αν αυτοί που έχουν συλληφθεί μέχρι τώρα για τις απόπειρες στο Λονδίνο και τη Γλασκώβη είναι ξένοι (αντίθετα με τους εγκεφάλους των τρομοκρατικών επιθέσεων της 7ης Ιουλίου 2005, που είχαν γεννηθεί και σπουδάσει στη Βρετανία), εργάζονταν πάντως τα τελευταία χρόνια σε βρετανικά νοσοκομεία. Κι ορισμένοι βρίσκονταν στις λίστες υπόπτων των μυστικών υπηρεσιών!

Κάτι δεν πάει καλά λοιπόν με το σύστημα, ο Γκόρντον Μπράουν το ξέρει, γι΄ αυτό και δίνει έμφαση στο britishness: η πατριωτική υπερηφάνεια προηγείται του σεβασμού των διαφορών. Όποιος θέλει να ζήσει σε μια κοσμική δυτική δημοκρατία πρέπει να «ιδιωτικοποιήσει» τη θρησκεία του και να υπακούει στους νόμους αυτής της δημοκρατίας. Το χρέος, φυσικά, είναι αμφίδρομο. Όταν ένα μεγάλο ποσοστό των νεαρών μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς είναι άνεργοι (25% στη Βρετανία, σχεδόν 40% στη Γαλλία) δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς με τη ριζοσπαστικοποίησή τους. Αν ο Σαρκοζί είναι τόσο δυναμικός και αποφασιστικός όσο λένε, γιατί δεν έχει καταπιαστεί ακόμη με το εκρηκτικό πρόβλημα των banlieues;

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2007

Όπως η Μαφία



«Σ΄ αυτήν τη χώρα, η Εκκλησία δεν έχει μεγάλη σχέση με τη θρησκεία. Είναι μία πολιτική δύναμη που λειτουργεί όπως η Μαφία». Πάολο Πεντρετσίνι, δημιουργός του Οperation ΡedoΡriest.

Το Βατικανό σάς έχει αναθέσει μία μυστική αποστολή: να καλύπτετε τους παιδεραστές ιερείς και να εμποδίζετε τη σύλληψή τους από την αστυνομία. Όταν ένας ιερέας κακοποιεί σεξουαλικά ένα παιδί, η δουλειά σας είναι να τρομοκρατήσετε τυχόν αυτόπτες μάρτυρες και να τους εμποδίσετε να καλέσουν την αστυνομία. Μπορείτε επίσης να υπονομεύσετε τις ανακρίσεις της αστυνομίας. Κι όταν συλληφθεί ο ιερέας, μπορείτε να τον απαγάγετε και να τον κρύψετε σε σίγουρη τοποθεσία, που δεν είναι άλλη από το Βατικανό.

Αυτή είναι η υπόθεση του ηλεκτρονικού παιχνιδιού Οperation ΡedoΡriest, που εγκαινιάστηκε στο Ιnternet στις 23 του περασμένου Ιουνίου. Οι δημιουργοί του, μία ομάδα από το Μιλάνο που λέγεται Μolle industria, εμπνεύστηκαν από το ντοκιμαντέρ του ΒΒC με τίτλο Sex Crimes and Vatican, που προβλήθηκε στα τέλη Μαΐου από τη RΑΙ, παρά τις προσπάθειες του Βατικανού να το «πνίξει». Εδώ και μερικούς μήνες, λέει ο Πεντρετσίνι στη «Λιμπερασιόν» , οι άνθρωποι της Εκκλησίας έχουν πολλαπλασιάσει τις παρεμβάσεις τους. Προσπαθούν συστηματικά να εμποδίσουν οποιαδήποτε συζήτηση για τον γάμο των ομοφυλοφίλων. Με πρόσχημα την υπεράσπιση της «παραδοσιακής οικογένειας», έχουν εξαπολύσει μια χυδαία εκστρατεία εναντίον των ομοφυλοφίλων. Και όταν πληροφορήθηκαν την κυκλοφορία του παιχνιδιού, έβαλαν όλες τους τις δυνάμεις για την απαγόρευσή του.

Βουλευτής και ηγέτης του μικρού ιταλικού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, ο Λούκα Βολοντέ είναι γνωστός από τις συνεχείς καταγγελίες του για αντιχριστιανικές συνωμοσίες. Έχει δηλώσει, για παράδειγμα, ότι η πολιτική του καταστήματος ΙΚΕΑ να μην πουλάει φάτνες τα Χριστούγεννα πλήττει τη χριστιανική ταυτότητα κι ενισχύει τον ισλαμικό φονταμενταλισμό! Ηγείται σταυροφοριών εναντίον των αμβλώσεων και του δαρβινισμού. Και ήταν ο άνθρωπος που έκανε επερώτηση στη Βουλή για το επίμαχο παιχνίδι, ισχυριζόμενος ότι προσβάλλει την ανθρώπινη και θρησκευτική ευαισθησία. Τρομοκρατημένος, ο υπουργός Εσωτερικών έδωσε εντολή στην αστυνομία να εντοπίσει τη σχετική ιστοσελίδα και να την κλείσει. Για να προλάβει το κακό, η ομάδα του Πεντρετσίνι αποφάσισε να αποσύρει μόνη της το παιχνίδι. Αλλά το Διαδίκτυο δεν επιδέχεται απαγορεύσεις: για όποιον θέλει να παίξει, η σελίδα είναι www. newgrounds. com/ portal/view/385299.

Πριν από δύο εβδομάδες, μία λεσβιακή έκθεση έκλεισε στην Μπολόνια εξαιτίας μιας εκδήλωσης με τίτλο «Η Παρθένος κλαίει σπέρμα». Οι οργανωτές παραπέμφθηκαν σε δίκη και ο (αριστερός) δήμαρχος Σέρτζο Κοφεράτι ανέστειλε τη χρηματοδότηση της οργάνωσης, με το επιχείρημα ότι «δεν κάνει αληθινή τέχνη». Στην Μπιενάλε της Βενετίας, η Καθολική Αντιδυσφημιστική Ένωση προσέφυγε στη Δικαιοσύνη κατά του μπαλέτου Μessiah Game, που χορογράφησε ο Γερμανός καλλιτέχνης Φέλιξ Ρούκερ. Να που η χώρα μας δεν είναι η μόνη όπου σημειώνονται κρούσματα ακραίου πουριτανισμού- χωρίς αυτό να αποτελεί και μεγάλη παρηγοριά.

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

Σκηνή για Όσκαρ



Στην ταινία με τίτλο Νetwork, που πρωτοπαίχτηκε το 1976, ο Πήτερ Φιντς υποδύεται έναν παρουσιαστή ειδήσεων που εξοργίζεται από τη χαμηλή θεαματικότητα και ξεσπά σε ζωντανή σύνδεση. «Είμαι έξαλλος», λέει στους τηλεθεατές, «και δεν πρόκειται να το ανεχθώ άλλο».

O Αμερικανός ηθοποιός πήρε Όσκαρ (μετά θάνατο) για εκείνη την ερμηνεία, και ίσως να είναι εκείνος που ενέπνευσε την περασμένη εβδομάδα τη Μίκα Μπρεζίνσκι σε ένα ανάλογο ξέσπασμα. «Μισώ αυτή την είδηση, και δεν νομίζω πως πρέπει να ξεκινήσω μ΄ αυτήν», είπε η παρουσιάστρια του ΜSΝΒC στην αρχή της πρωινής της εκπομπής, αναφερόμενη στην αποφυλάκιση της Πάρις Χίλτον. Στη συνέχεια προσπάθησε να κάψει το χαρτί που είχε μπροστά της, αλλά δεν έβρισκε αναπτήρα, κι έτσι το έκανε κομματάκια. Ο παραγωγός της εκπομπής τής έδωσε τότε ένα δεύτερο χαρτί, κι εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα της και το πέταξε στα σκουπίδια. «Άλλαξες τον κόσμο, Μίκα Μπρεζίνσκι», της είπε ο συμπαρουσιαστής της, ο πρώην βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Τζο Σκάρμπορο. «Σίγουρα άλλαξα τον δικό μου κόσμο», απάντησε εκείνη. Ήταν θεατρικό, ήταν συγκινητικό, ήταν μια σκηνή για Όσκαρ.

Ήταν στημένο; Κανείς δεν ξέρει. Το βέβαιο είναι ότι το σχετικό κλιπάκι δέχθηκε σε μια μέρα περισσότερες από 250.000 επισκέψεις στο Υoutube. Η 40χρονη δημοσιογράφος, που είναι κόρη του πρώην συμβούλου εθνικής ασφαλείας Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, δέχεται αυτές τις μέρες ένα e-mail το λεπτό, απ΄ όλο τον κόσμο. «Κλαίω από τη χαρά μου», έγραψε κάποιος, «ας τελειώνουν επιτέλους αυτές οι σαχλαμάρες», ευχήθηκε κάποιος άλλος. Η ίδια παραδέχεται ότι μπορεί η αντίδρασή της να ήταν υπερβολική, διαπιστώνει όμως ότι πολύς κόσμος είναι μαζί της. Ο βετεράνος τηλεπαρουσιαστής Νταν Ράδερ ήταν ο πρώτος που τη συνεχάρη. Οι Νιου Γιορκ Τάιμς εξέφρασαν τη λύπη τους που ο Λάρυ Κινγκ ακύρωσε μια συνέντευξη με τον Μάικλ Μουρ προκειμένου να δώσει περισσότερο χρόνο στην Πάρις Χίλτον. Το CΒS αποφάσισε να μη ζητήσει συνέντευξη από την κακομαθημένη κληρονόμο. Ακόμη και το κουτσομπολίστικο περιοδικό US Weekly κήρυξε το τελευταίο του τεύχος «απαλλαγμένο κατά 100% από την Πάρις».

Η Μίκα- επισημαίνει η Ουάσινγκτον Ποστ - έθεσε με την πράξη της μερικά πολύ σοβαρά ερωτήματα για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Μήπως το έχουν παρακάνει στο κουτσομπολιό; Μήπως κάνουν συστηματικά λάθος στην επιλογή των ειδήσεων; Μήπως με τον τρόπο αυτό εκχυδαΐζουν τα κοινωνικά ήθη; Ο Λάρυ Κινγκ, πάντως, δεν μετανιώνει. Η συνέντευξη με τη Χίλτον, που μεταδόθηκε την Τετάρτη το βράδυ, καθήλωσε στις πολυθρόνες τους 3,2 εκατομμύρια τηλεθεατές, σχεδόν τρεις φορές περισσότερους απ΄ όσους παρακολουθούν τις καθημερινές του εκπομπές. Το πραγματικό ερώτημα, έτσι, δεν είναι αν τα κανάλια «το έχουν παρακάνει». Αλλά αν είναι διατεθειμένα να πάνε κόντρα στο ρεύμα προκειμένου να υπηρετήσουν το καθήκον της ενημέρωσης.

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Παιχνίδια συμφερόντων



Οι δημοσιογράφοι της Μοντ δεν το βάζουν κάτω. Μετά τον Ζαν-Μαρί Κολομπανί αμφισβητούν τώρα τον Αλαίν Μενκ, τον άνθρωπο που φέρνει τα ξένα κεφάλαια στην επιχείρηση. Μήπως η έννοια της ανεξάρτητης εφημερίδας αποτελεί πλέον έναν μύθο;

Το αδιέξοδο ήταν πλήρες την περασμένη εβδομάδα, στη συνεδρίαση του εποπτικού συμβουλίου της εφημερίδας. Δέκα μέλη, οι εκπρόσωποι των δημοσιογράφων και του προσωπικού, τάχθηκαν εναντίον του ανθρώπου που εδώ και 13 χρόνια διοικεί αυτό το συμβούλιο, του «γκουρού» των επενδυτών που φέρει το όνομα Αλαίν Μενκ. Τον κατηγορούν ότι είναι υπερβολικά κοντά στον νέο πρόεδρο της Γαλλίας, ότι υπηρετεί τις εξουσίες περιορίζοντας και υπονομεύοντας όλα όσα μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο σε αυτές τις εξουσίες, ότι θέτει με λίγα λόγια σε κίνδυνο την ανεξαρτησία αυτής της ιστορικής εφημερίδας. Υπέρ του 58χρονου Μενκ τάχθηκαν οι δέκα εκπρόσωποι των εξωτερικών εταίρων, άνθρωποι που δεν θέλουν αναταράξεις και που πιστεύουν ότι η αποχώρηση του Κολομπανί είναι αρκετή, η εφημερίδα πρέπει τώρα να προχωρήσει, η επιβίωση είναι πιο σημαντική από την ανεξαρτησία.

Η αλήθεια όμως είναι ότι η Μοντ δεν πηγαίνει καλά. Η κρίση που τη διαπερνά είναι πρώτα απ΄ όλα η γενικότερη κρίση του Τύπου. Όπως επισημαίνει στο περιοδικό Μαριάν ο πρώην διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας Εντουί Πλενέλ, η τρίτη βιομηχανική επανάσταση κλονίζει το κλασικό εμπορικό μοντέλο της καθημερινής εφημερίδας. Η προσπάθεια που γίνεται είναι να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στους κατόχους του κεφαλαίου και στις δυνάμεις της εργασίας, να μειωθεί δηλαδή η αυτονομία εκείνων που παράγουν κάτι τόσο απαραίτητο για τη δημοκρατία όσο η ανεξάρτητη πληροφόρηση. Σε αυτή την οικονομική κρίση προστίθεται και μια πολιτική κρίση, ιδιαίτερα έντονη στη Γαλλία, όπου υπήρχε ανέκαθεν μια τάση πρόσδεσης των δημοσιογράφων στη σφαίρα των εξουσιών.

Παρά ταύτα, μέχρι την άνοιξη του 2003 η Μοντ διατηρούσε μια ανερχόμενη κυκλοφορία, διεκδικώντας ταυτόχρονα την ανεξαρτησία της: αν και η Vivendi έδινε μεγάλες διαφημίσεις και ο πρόεδρός της ήταν φίλος του Μενκ, το οικονομικό τμήμα δεν είχε κανένα πρόβλημα να ερευνήσει τις, συχνά σκοτεινές, δραστηριότητες της εταιρείας. Και τότε κυκλοφόρησε το Κρυφό Πρόσωπο της Μοντ. Το βιβλίο των Πιερ Πεάν και Φιλίπ Κοέν- που ο Πλενέλ χαρακτηρίζει «εκδοτικό πραξικόπημα»- αποκάλυπτε ίντριγκες, καβγάδες και κουτσομπολιά στην κορυφή της εφημερίδας, αμφισβητώντας ευθέως το κύρος και τη σοβαρότητά της. Ήταν η στιγμή που περίμενε ο Μενκ για την αντεπίθεσή του.

«Στη δουλειά μας», λέει ο Εντουί Πλενέλ, «γνωρίζουμε καλά ότι η ιεραρχία, οι γωνίες, αυτό που τονίζουμε ή αυτό που αποσιωπούμε, είναι πιο αποτελεσματικά από μια ρητή στήριξη ή καταδίκη». Κάπως έτσι βρέθηκε η εφημερίδα μπλεγμένη σε παιχνίδια συμφερόντων που δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία. Αλλά οι δημοσιογράφοι αντιδρούν, ίσως ορισμένοι να είχαν υποτιμήσει τον δυναμισμό τους, η εξίσωση αποδεικνύεται πιο σύνθετη του αναμενομένου.