Σάββατο, Αυγούστου 25, 2007

Πάτι και Μπρους



Η Πάτι Σκιάλφα το διασκέδαζε πολύ όταν έγραφε το «Βad for you», την ιστορία ενός φλερτ. Όταν όμως έκανε να το τραγουδήσει, συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα πολύ προκλητικό τραγούδι, που χρειαζόταν ανάλογη ατμόσφαιρα. Κι επειδή το στούντιο είναι χώρος εργασίας, αποφάσισε να κάνει την εγγραφή αργά το βράδυ, αφού πρώτα κάπνισε πολλά τσιγάρα και ήπιε πολλή τεκίλα. Το αποτέλεσμα ίσως να μην είναι πολύ αρμονικό, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά, μεθυσμένος τραγουδούσε κι ο Τομ Ουέιτς εκείνο το συγκλονιστικό «Ιnnocent when you dream», της είχε υποσχεθεί ότι δεν θα χωρίσουν ποτέ, της χάρισε κι ένα μενταγιόν, κι ύστερα της έσκισε την καρδιά...

Αλλά ξεφύγαμε. Ο καινούργιος δίσκος της Ιρλανδέζας κοκκινομάλλας, το «Ρlay it as it lays», θα κυκλοφορήσει στις 4 Σεπτεμβρίου, έναν ολόκληρο μήνα πριν κυκλοφορήσει ο νέος δίσκος του κατά πολύ διασημότερου συζύγου της. Είναι ένα πολύ τρυφερό ζευγάρι η Πάτι Σκιάλφα και ο Βoss, φαίνεται κι όταν τραγουδούν μαζί, παντρεύτηκαν το 1991, λέγεται πως είχαν κι ένα σύντομο δεσμό επτά χρόνια νωρίτερα, έκαναν τρία παιδιά, στην αρχή γκρίνιαζαν που οι γονείς τους έλειπαν πολύ, ύστερα μεγάλωσαν, έγιναν περίεργα, περήφανα, όταν ακούνε σήμερα κομμάτια αναφωνούν: «Οh, it΄s cool». Εν τάξει, το ροκ είναι ανδρική υπόθεση, αλλά κι εκείνη κάνει ό,τι μπορεί, τα τραγούδια της στηρίζονται πάντα σε προσωπικές εμπειρίες, εκείνο το «αδελφός, μάνα, αδελφή, ερωμένη, σύζυγος, φίλη, έμπιστη, ένας άγγελος ή, ίσως, κατά βάθος μονάχα μια ανόητη» είναι εν πολλοίς αυτοβιογραφικό. Τώρα, πάντως, είναι ευτυχισμένη, ή τουλάχιστον αυτό το μήνυμα θέλει να στείλει με μια συνέντευξή της που δημοσιεύτηκε προχθές στη Ρεπούμπλικα, και την ευτυχία της την οφείλει φυσικά σ΄ εκείνον, στον Θεό, στον Μπρους. Χάρις σ΄ αυτόν ξεπέρασε την απομόνωσή της, ανοίχτηκε, γέλασε, ονειρεύτηκε.

Και δεν την πειράζει καθόλου που είναι κι αυτός παρών στον δίσκο της. Όπως λέει, δημιουργήθηκε μια πολύ κεφάτη ομάδα μουσικών, περνούσαν πολύ ωραία, και μια μέρα εμφανίστηκε ο Μπρους, τους αγαπά πολύ αυτούς τους μουσικούς και του αρέσει να παίζει μαζί τους, επιπλέον δεν ήταν δικός του ο δίσκος και δεν είχε ευθύνες ούτε άγχος, κάποια στιγμή έπαιξε ένα σόλο κι είπε στη γυναίκα του, «βάλε και το δικό μου όνομα στον δίσκο». Έπρεπε να απομακρυνθεί και λίγο από τον εαυτό του, έτσι λέει η Πάτι, να πει τραγούδια που δεν τα έγραψε εκείνος, κι είναι ωραία τραγούδια, γι΄ ανθρώπους που έφτασαν στην Αμερική πιστεύοντας στο αμερικανικό όνειρο και σήμερα βλέπουν αυτό το όνειρο να χάνεται. Σε ένα μήνα, άλλωστε, ο Βoss θα βρεθεί πάλι στο προσκήνιο, το «Μagic» είναι βέβαιο ότι θα μας κάνει παρέα για καιρό.

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2007

Μόνη στον Νείλο



«Οι γυναίκες της Νούμπια δεν πρέπει να κάνουν τίποτα. Απολύτως τίποτα. Πρέπει να κάθονται στο σπίτι και να το προσέχουν».

Αυτό είπε στην Αμερικανίδα συγγραφέα Ρόζμαρι Μαχόνεϊ ο Αμρ, ένας βαρκάρης από τη Νούμπια της Αιγύπτου, όταν τον ρώτησε αν έχει να της πουλήσει καμιά βάρκα. Ο Αμρ μπορεί να είχε αποκρυσταλλωμένες απόψεις για τις γυναίκες της πατρίδας του, αλλά στην ξένη γυναίκα που είχε απέναντί του έδειξε μεγάλη προθυμία να την εξυπηρετήσει. Όχι μόνο δεν γέλασε με την ερώτησή της, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι, όχι μόνο δεν θεώρησε ότι είναι υποχρέωσή του να τη φλερτάρει, αλλά της είπε πως μπορεί να χρησιμοποιήσει τη φελούκα του όποτε θέλει. Η Μαχόνεϊ τον ευχαρίστησε, αλλά έψαχνε κάτι να αγοράσει και τελικά το βρήκε, μια βάρκα στολισμένη με αραβικές φράσεις και ζωγραφισμένες κόκκινες καρδιές. Κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της κατά μήκος του Νείλου.

Ήταν το 1998, έναν χρόνο μετά τη σφαγή 58 τουριστών στον Ναό της Χατσεπσούτ, στο Λούξορ. Η συγγραφέας, που κωπηλατούσε ήδη μόνη επί δέκα χρόνια, ξεκίνησε από το Ασουάν και ύστερα από τρεις μέρες έφτασε στο Εντφού, απ΄ όπου πήρε ταξί για το Λούξορ. Στη διάρκεια του ταξιδιού της, όπου την ακολουθούσε διακριτικά ο Αμρ με τη φελούκα του, συνάντησε πολλές ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες. Οι άνδρες προσφέρονταν να κωπηλατήσουν στη θέση της, ισχυρίζονταν με τα σπασμένα αγγλικά τους ότι είναι αστυνομικοί και έστρεφαν πάντα τη συζήτηση στο σεξ. Οι γυναίκες έκρυβαν κάτω από τα μαύρα τους ρούχα μια μεγάλη λαχτάρα για τη ζωή: στη νήσο Ελεφαντίνη, όπου βρίσκεται το σπίτι του Αμρ, οι νύχτες είναι εκρηκτικές. Αλλά η Μαχόνεϊ απολάμβανε κυρίως τις μοναχικές της στιγμές, «αυτό το σπάνιο, ωμό, άμεσο είδος ευτυχίας που συνδεόταν ευθέως με τη φυσική μου κατάσταση, με αυτά που έβλεπα, με την ανεξαρτησία και τη μοναξιά», όπως γράφει στο βιβλίο της «Κατεβαίνοντας το Νείλο» (Εκδ. Little, Βrown & Company). Τα εξωτικά πουλιά δεν τη φοβόντουσαν. Η μόλυνση γύρω από το Λούξορ, που έκανε την αυγή «να φαίνεται βαριά και μπουκωμένη», δεν την ενοχλούσε. Το δείπνο της σε ένα μικρό, έρημο νησί ήταν απολαυστικό. Αλλά οι νύχτες ήταν δύσκολες, οι κατσαρίδες που ξετρύπωναν από τη βάρκα δεν την άφηναν να κοιμηθεί.

Η συγγραφέας συνοδεύει τις περιγραφές της με τα ημερολόγια δύο βικτωριανών ταξιδιωτών, που βρέθηκαν και αυτοί στον Νείλο το 1849, επισκέφθηκαν τους ίδιους τόπους την ίδια περίοδο, αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ: του Γκυστάβ Φλωμπέρ και της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ. Η δεύτερη γράφει για τον Χέοπα και τον Ραμσή Β΄ με τόσες λεπτομέρειες που νομίζεις πως ήταν χαμένοι συγγενείς της, ο πρώτος προτιμά να περιγράφει τα χαμάμ και τα πορνεία. Ο Νείλος έχει πολλά πρόσωπα, η γοητεία που ασκεί είναι οικουμενική και διαχρονική.

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007

Σλιπ ή μποξεράκι;



Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, δύο στους τρεις Γάλλους προτιμούν το σλιπ από το μποξεράκι. Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, φτάνει σε άλλες χώρες το 80%. Και η Λιμπερασιόν θέτει το καίριο ερώτημα: το σλιπ είναι δεξιό ή αριστερό;

O Πατρίς Νταρντ, που μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε να συνεχίσει τον θρύλο του επιθεωρητή Σαν Αντόνιο, διηγείται ότι μια μέρα είχαν μαζευτεί οι δυο τους και μερικοί δημοσιογράφοι σ΄ ένα μεγάλο ξενοδοχείο του Παρισιού και συζητούσαν για το αν είναι καλύτερο το σλιπ ή το μποξεράκι. Ο Φρεντερίκ Νταρντ είχε ασχοληθεί διεξοδικά μ΄ αυτό το θέμα στα βιβλία του, που είχαν τίτλους όπως «Βάλε το δάχτυλό σου όπου έχω το δικό μου», «Γλείφε και σκάσε» ή «Κοντσέρτο για ζαρτιέρες». Ξαφνικά, πρόσεξε ότι στο ξενοδοχείο μπήκε ο Ομάρ Σαρίφ, με τον οποίο είχε συναντηθεί μια φορά στο παρελθόν. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και ζήτησε τη βοήθειά του: «Αγαπητέ Ομάρ, έχουμε ανάγκη από τη γνώμη ενός πραγματικού γυναικοκατακτητή. Πείτε μας: φοράτε σλιπ ή μποξεράκι;». Ο δημοφιλής ηθοποιός δεν δίστασε: «Λυπάμαι, κύριε Νταρντ. Δεν φοράω ποτέ κάτι μέσα από το παντελόνι μου. Μ΄ αρέσει τα αρχίδια μου να αερίζονται». Κι ύστερα, δείχνοντας το δέμα που κρατούσε, ζήτησε να τον συγχωρήσουν. «Προτού συνεχίσουμε αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση, θα μου επιτρέψετε να αφήσω στο δωμάτιό μου την τεφροδόχο της μητέρας μου. Έρχομαι από το κρεματόριο».

Η λέξη «σλιπ» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1906, στη σελίδα 563 του περίφημου γαλλικού καταλόγου Μanufrance. Στη διάρκεια του πλούσιου βίου του συνδέθηκε με πολλές προσωπικότητες, όπως ο Μάο (το τεράστιο, λευκό εσώρουχό του εκτίθεται σε ένα μουσείο κοντά στην πόλη όπου γεννήθηκε), η Σάρον Στόουν (που φωτογραφήθηκε το 1991 με λευκό κομπινεζόν στο εξώφυλλο του Μatch), ο Τζων Τραβόλτα (το μίνι σλιπ με το οποίο εμφανίστηκε στην ταινία Saturday Νight Fever έμεινε στην ιστορία) και ο Σαντάμ Χουσεΐν (η φωτογραφία του άλλοτε πανίσχυρου δικτάτορα με το εσώρουχο δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδη τον Μάιο του 2005 στην εφημερίδα Σαν, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις). Οι Αμερικανοί το ανακάλυψαν το 1934, σε μια βιτρίνα του Σικάγου: μέσα σε τρεις μήνες πουλήθηκαν 30.000 κομμάτια. Τη δεκαετία του ΄70 ήταν της μόδας, τη δεκαετία του ΄80 συνδέθηκε με τους ομοφυλόφιλους, τη δεκαετία του ΄90 χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον ισχυρό ανταγωνισμό του boxer. Σήμερα, οι φανατικοί του σλιπ περιλαμβάνουν τους αγρότες, τους εργάτες, τους δημοσίους υπαλλήλους, τους οικογενειάρχες, τους αθλητές.

Πού ανήκει λοιπόν ιδεολογικά το υπεραιωνόβιο εσώρουχο, στη Δεξιά ή την Αριστερά; Και πόσο κινδυνεύει από το μποξεράκι; Στα ερωτήματα αυτά δεν έχει δοθεί απάντηση. Όπως λέει πάντως ο βοηθός του Σαν Αντόνιο, ο Μπερύ, «το σλιπ είναι όπως το αυτοκίνητο και η γυναίκα: περνάς πολλή ώρα μέσα του. Καλό είναι λοιπόν να αισθάνεσαι άνετα».

Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2007

Τουλάχιστον δεν κυνηγούν τους γκέι



Ο Ζωρζ Νταζί είναι Λιβανέζος, 28 ετών και γκέι. Η Βηρυτός, λέει, είναι ο Παράδεισος των ομοφυλοφίλων. Μια όαση ανεκτικότητας στον αραβικό κόσμο. Τι κρίμα που δεν ισχύει το ίδιο και για την τέχνη.

Τέσσερις άνθρωποι κάθονται σ΄ έναν τριθέσιο καναπέ. Είναι ο Ραμπί Μρούε, η γυναίκα του και άλλοι δύο ηθοποιοί, και υποδύονται τέσσερις Λιβανέζους μαχητές που έχουν υπηρετήσει σε διάφορες οργανώσεις. Η ιδεολογική συνέπεια δεν είναι το βασικό τους χαρακτηριστικό: υποστηρίζουν μια θέση και στη συνέχεια την αλλάζουν, ορκίζονται πίστη σ΄ έναν πολέμαρχο κι ύστερα τον προδίδουν, συγκροτούν συμμαχίες για να τις καταπατήσουν. Σε κάθε ιστορία διηγούνται πώς σκοτώθηκαν στη μάχη, και στην επόμενη ανασταίνονται, σαν να είναι ήρωες ενός βίντεο γκέιμ, σαν τον Εξολοθρευτή. Η δράση εκτυλίσσεται στον Λίβανο, αλλά θα μπορούσε να είναι στη Βαγδάτη, στο Σαράγεβο, στο Μπέλφαστ.

Η παράσταση του Μρούε έχει τον τίτλο «Πώς η Νάνσυ ήλπιζε όλα να ήταν πρωταπριλιάτικα αστεία» και θα παρουσιαστεί τους επόμενους τρεις μήνες στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Τύνιδα, στο Ραμπάτ και στο Κάιρο. Το περασμένο Σάββατο επρόκειτο να παρουσιαστεί και στον Λίβανο, στο Αrt Lounge, μια γκαλερί της μόδας στα περίχωρα της Βηρυτού. Αλλά η Επιτροπή Λογοκρισίας είχε διαφορετική γνώμη. Αυτή τη φορά δεν ζήτησε από τον σκηνοθέτη να κόψει ορισμένα σημεία, όπως είχε κάνει με το προηγούμενο έργο του, το «Ποιος Φοβάται την Παράσταση». Η απαγόρευση ήταν πλήρης και δεν συνοδεύτηκε από εξηγήσεις. Ο ιδιοκτήτης της γκαλερί, πάντως, είναι ικανοποιημένος. «Αυτές τις μέρες, είναι καλύτερα τα πράγματα να ξεκαθαρίζονται από την αρχή», λέει ο Νίνο Άτσι.

Η χθεσινή Ρεπούμπλικα έγραφε ότι η Βηρυτός αποτελεί το καταφύγιο των ομοφυλοφίλων απ΄ όλο τον αραβικό κόσμο. Μπορεί οι γκέι να είναι κι εδώ εκτός νόμου, αλλά η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια. Εδώ ιδρύθηκε πριν από τέσσερα χρόνια η πρώτη οργάνωση προστασίας των ομοφυλοφίλων στον αραβικό κόσμο, η Ηelem. Η ντισκοτέκ Αcid γεμίζει κάθε Σάββατο με γκέι, λεσβίες, τραβεστί, αλλά και αρκετούς στρέιτ, που χορεύουν στον ρυθμό της τέκνο και της άραμπ ποπ. Η αστυνομία παρεμβαίνει μόνο αν κάποιο ζευγάρι προβεί σε μια άσεμνη πράξη, όπως είναι το άγγιγμα και το φιλί. Αλλά ο φιλελευθερισμός που παρατηρείται στις ντισκοτέκ δεν εφαρμόζεται και στις γκαλερί ή τα θέατρα. Οι λογοκριτές αγρυπνούν, η χώρα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να βυθιστεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο, η υποδαύλιση των παθών πρέπει να αποφεύγεται. «Τα περιθώρια της ελευθερίας γίνονται ολοένα και στενότερα», λέει ο 40χρονος Μρούε στην ανταποκρίτρια των Νιου Γιορκ Τάιμς. «Δεν υπάρχει πια χώρος για διαφορετικές φωνές. Μπορεί να μη γίνονται μάχες αυτή την περίοδο, αλλά οι μαχητές είναι ανάμεσά μας. Ακόμη και η νεώτερη γενιά είναι έτοιμη να πολεμήσει».

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2007

Γούστα δικτατόρων



Πριν από λίγες μέρες, οι Νιου Γιορκ Τάιμς έγραψαν ότι ο Χίτλερ τρελαινόταν για τη μουσική Εβραίων και Ρώσων συνθετών, όπως δείχνουν κάποιοι δίσκοι που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην ιδιωτική του συλλογή. Ο Τζων Κένεϋ, από τους Λος Άντζελες Τάιμς, φαντάζεται τα κρυφά μουσικά γούστα και άλλων δικτατόρων.

Όταν ο Πόλυ-Ο, όπως αποκαλούσαν τον σφαγέα της Καμπότζης οι φίλοι του, ήταν σε πολύ καλά κέφια, τηλεφωνούσε σε διάφορους γνωστούς, ή και αγνώστους, και τους ψιθύριζε τους στίχους από το αγαπημένο του άλμπουμ του Μάικλ Τζάκσον, το Οff the Wall: «Απόψε, ξέχνα το οκτάωρο και γλέντα το. Διασκέδασε. Άσε την τρέλα και τη μουσική να σε κατακτήσουν. Η ζωή δεν είναι και τόσο κακή για όποιον ξένοιαστα τη ζει». Ύστερα έκλεινε το τηλέφωνο. Λίγο καιρό μετά τον θάνατό του, ένας από τους τέσσερις ανθρώπους που παρέστησαν στην κηδεία του αποκάλυψε ότι βρήκε στο σπίτι του τρία άλμπουμ του Μπομπ Νιούχαρτ, ένα βιβλίο του Γούντυ Άλλεν και μια κασέτα από τους τελικούς του παγκοσμίου πρωταθλήματος χόκεϊ, το 1970. Κι όμως, για τον Πολ Ποτ έλεγαν ότι δεν είχε καθόλου χιούμορ και ότι μισούσε το χόκεϊ.

Ο αγαπημένος καλλιτέχνης του Στάλιν, πάλι, ήταν ο Μπόμπυ Σορτ. Σύμφωνα με τον βιογράφο του τελευταίου, ο δικτάτορας και ο τραγουδιστής του καμπαρέ συναντήθηκαν μία και μόνη φορά, στο Ηotel de Crillon του Παρισιού. Ο Στάλιν ζήτησε το «Rap Τap on Wood» του Κόουλ Πόρτερ, ο Σορτ το τραγούδησε, αλλά ο δικτάτορας δεν έμεινε ευχαριστημένος. Έβγαλε τότε ένα δρεπάνι και επιτέθηκε στον τραγουδιστή για να τον αποκεφαλίσει. Ο Σορτ τη γλίτωσε, και αργότερα θα έλεγε για το επεισόδιο: «Ο Στάλιν ήταν ένας καλός εραστής, αλλά βρώμαγε σαν τράγος». Ίσως να αναφερόταν στην ομολογία του Στάλιν πως παρόλο που μισούσε τους ομοφυλόφιλους, μια μέρα δοκίμασε κι αυτή την εμπειρία.

Αλλά και ο Πινοσέτ δεν ήταν ειλικρινής όταν έλεγε ότι το μόνο πράγμα που σιχαίνεται περισσότερο από τους τράγους ή τους ανθρώπους που μυρίζουν σαν τράγοι είναι οι Λετονοί. Σύμφωνα με έναν σύμβουλό του, ύστερα από μια συνηθισμένη μέραόταν έπαιρναν το αεροπλάνο μαζί με μια ομάδα πολιτικών κρατουμένων κι έπαιζαν μαζί τους το παιχνίδι «Ποιος μπορεί να πετάξει;»κατέληγαν σε κάποιο σπίτι, άνοιγαν ένα μπουκάλι κρασί κι άκουγαν λετονική λαϊκή μουσική.

Όσο για τον Χένρυ Κίσινγκερ, τον γκουρού όλων των δικτατόρων, ανακάλυψε τη μουσική τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1998, από ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου. Στην αρχή παραξενεύτηκε κι ύστερα ζήτησε να μάθει τι ήταν αυτός ο «μελωδικός θόρυβος». Όταν του είπαν πως ήταν ένα συγκρότημα που λεγόταν Κόμοντορς, έτρεξε κι αγόρασε ολόκληρη τη δισκογραφία του Λάιονελ Ρίτσι. Αλλά μέχρι σήμερα αρνείται να το παραδεχθεί.

Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2007

Τίτλος τιμής



Όχι στον διάλογο! Όχι σε οποιαδήποτε συνάντηση με τον σύζυγο μιας μαντιλοφορούσας! Όχι στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες! Όχι στη δημοκρατία! Το κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ επιστρέφει στις ρίζες του.

Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CΗΡ) ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1924. Εννέα μήνες αργότερα προέβη στην πρώτη του πολιτική πράξη: η κυβέρνηση της οποίας ηγούνταν διέλυσε το Προοδευτικό Κόμμα της αντιπολίτευσης και απαγόρευσε την ανάμειξη των ηγετών του με την πολιτική. Ακολούθησε μια εικοσαετής μονοκομματική διακυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της οποίας απελάθηκαν πολλοί Κούρδοι πολίτες και απαγορεύτηκαν η γλώσσα και η κουλτούρα τους. Το 1932, σε ένα συνέδριο που έγινε στην Άγκυρα υπό την αιγίδα του κόμματος, αναλύθηκαν τα γνωρίσματα του τουρκικού κρανίου και ανακοινώθηκε πανηγυρικά ότι οι Τούρκοι ανήκουν στην αρία φυλή. Ο Σεβκέτ Αζίζ Κανσού, τον οποίο το CΗΡ διόρισε επικεφαλής της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας, συνήθιζε να λέει ότι το τουρκικό γένος είναι ανώτερο από το κουρδικό και το αρμενικό επειδή στους Τούρκους η απόσταση ανάμεσα στα φρύδια και το πιγούνι είναι μικρότερη.

Οι ομοιότητες της ιδεολογίας του κόμματος με τη ναζιστική ιδεολογία ήταν εμφανείς από τότε, γράφει ο Μουσταφά Ακιόλ στην Τurkish Daily Νews. Ο Ρετζέπ Πεκέρ, επί σειράν ετών γενικός γραμματέας του κόμματος, δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για την πειθαρχία που χαρακτήριζε τη Γερμανία στη δεκαετία του ΄30. Και το 1942, το CΗΡ είχε το προνόμιο να ιδρύσει το πρώτο και μοναδικό εβραϊκό στρατόπεδο εργασίας στην Τουρκία. Εκεί στέλνονταν όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν έναν εξωφρενικά υψηλό φόρο που θεσπίστηκε για τους μη μουσουλμάνους πολίτες. Όταν έγινε σαφές ότι οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο, το κόμμα έσπευσε να αλλάξει στρατόπεδο και να κυνηγήσει τους ρατσιστές που μέχρι τότε υποστήριζε. Καθιερώθηκε ο πολυκομματισμός, κάτι που δεν εμπόδισε το CΗΡ να νοθεύσει τα εκλογικά αποτελέσματα του 1946, ώστε να διατηρήσει την εξουσία, και να συνωμοτήσει με τον στρατό το 1960 για να ανατραπεί η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος και να εκτελεστεί ο Αντνάν Μεντερές.

Από τότε άλλαξαν πολλά. Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ έστρεψε το κόμμα προς τη σοσιαλδημοκρατία, κέρδισε εκλογές, διέταξε την εισβολή στην Κύπρο, για να ακολουθήσουν το πραξικόπημα του 1980, η απαγόρευση όλων των κομμάτων και η σταδιακή αποκατάσταση της δημοκρατίας τη δεκαετία του ΄90. Το CΗΡ όμως δεν ξέχασε τις παραδόσεις του: υπό την ηγεσία του Ντενίζ Μπαϊκάλ, εκφράζει σήμερα την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε δημοκρατική μεταρρύθμιση, υποδαυλίζει την εθνικιστική προπαγάνδα για τον «δυτικό ιμπεριαλισμό» και υποστηρίζει ξενόφοβες και αντιδραστικές θέσεις. Με την έννοια αυτή, καταλήγει ο Μουσταφά Ακιόλ, η αποχή του από τη σημερινή ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου αποτελεί για το κυβερνών κόμμα τίτλο τιμής.

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2007

Η τρομοκρατία των ναρκωτικών



Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, η παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν ξεπέρασε πέρυσι τους 6.000 τόνους και η συνολική της αξία ήταν πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ποσότητα αυτή ευθύνεται για το 90% της κατανάλωσης οπιούχων ουσιών στον κόσμο. Μεγάλο μέρος των εσόδων πηγαίνει στους Ταλιμπάν, οι οποίοι συνδυάζουν τον εκβιασμό και τη χρήση βίας εναντίον των καλλιεργητών παπαρούνας με την υποχρεωτική «προστασία» των ίδιων αυτών καλλιεργητών από εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν το βιος τους, δηλαδή την κυβέρνηση της Καμπούλ και τις χώρες του ΝΑΤΟ. Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα; Ναι: η νομιμοποίηση της καλλιέργειας παπαρούνας, όπως και της καλλιέργειας κόκας. Με τον τρόπο αυτό, οι μεσάζοντες θα εξαφανιστούν, ενώ θα ικανοποιηθεί- ενδεχομένως και δωρεάν- η παγκόσμια ζήτηση μορφίνης, κωδεΐνης και των άλλων νόμιμων προϊόντων της παπαρούνας.

Η νομιμοποίηση των ναρκωτικών- έγραφε πρόσφατα στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Ουίλιαμ Μπούιτερ, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του LSΕ- θα στερούσε μια πολύτιμη πηγή εσόδων και πολιτικής υποστήριξης από την Αλ Κάιντα, τους αντάρτες της Κολομβίας και άλλες παραστρατιωτικές οργανώσεις. Αλλά το κέρδος δεν είναι μόνο αυτό. Η διατήρηση και ενίσχυση των απαγορεύσεων ενθαρρύνει τη δημιουργία διαφόρων εγκληματικών δικτύων που χρησιμοποιούν τον τρόμο, τη βία και τους εκβιασμούς για να εισπράττουν χρήματα. Ο πόλεμος εναντίον τους δεν μπορεί να κερδηθεί, αυτό είναι μια ευρύτατη διαπίστωση. Εκτός από τη νομιμοποίηση, πρέπει βέβαια να ασκείται έλεγχος στην παραγωγή και την πώληση αυτών των ναρκωτικών, ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα και η καθαρότητά τους. Πρέπει να φορολογούνται, όπως ακριβώς γίνεται με τα τσιγάρα και τα ποτά. Και πρέπει να αρχίσουν εκστρατείες ενημέρωσης των πολιτών, και ιδιαίτερα των νέων, για τους κινδύνους που ενέχουν αυτά τα ναρκωτικά.

Μια τέτοια προσέγγιση είναι εγκληματική, αντιτείνει από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας ο Αμερικανός πρώην υπουργός Υγείας Τζόζεφ Καλιφέινο. Σύμφωνα με έρευνες του Εθνικού Κέντρου Τοξικομανίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, του οποίου ηγείται, αν ένας νέος φτάσει τα 21 χωρίς να καπνίσει, να πάρει ναρκωτικά ή να κάνει κατάχρηση αλκοόλ, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το κάνει ποτέ. Η νομιμοποίηση των ναρκωτικώνγράφει- είναι ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας με στόχο τα παιδιά μας. Άλλωστε όλα τα σχετικά πειράματα που έχουν γίνει στην Ευρώπη έχουν αποτύχει. Η απόφαση της Ιταλίας να αποποινικοποιήσει την κατοχή μικρών δόσεων ναρκωτικών όπως η ηρωίνη, έστειλε τη χώρα αυτή στην πρώτη θέση ως προς το ποσοστό των ηρωινομανών.
Η συζήτηση είναι σύνθετη, τα επιχειρήματα βαριά, αλλά η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, οι παρωπίδες έχουν στοιχίσει πολλές, αφόρητα πολλές ζωές.

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

Η αρχιτεκτονική δεν αλλάζει ποτέ



«Το πρόβλημα με τους ουρανοξύστες είναι ότι δεν ξέρουμε τι να σκεφτούμε γι΄αυτούς. Οι πιο ψηλοί πύργοι του κόσμου κατασκευάζονται σήμερα σε πόλεις που δεν ξέρουμε να τις βρούμε στον χάρτη». Ντέγιαν Σούτζιτς

Ας πάρουμε το παράδειγμα του Ντουμπάι, που από αρχιτεκτονική άποψη βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη Βομβάη και το Παρίσι. Εκεί βλέπεις κάθε είδους ακρότητα, ένα χιονοδρομικό κέντρο στη μέση της ερήμου, τέτοια πράγματα. Και συναντάς περισσότερους Ινδούς, Ιρανούς και Κινέζους παρά Άραβες. Πρόκειται για μια υβριδική κουλτούρα που μαθαίνει από τη Σιγκαπούρη, την πρώτη πόλη-κράτος μαζί με το Χονγκ Κονγκ. Πρώτα ιδρύουν μια αεροπορική εταιρεία και μετά επενδύουν σε Γκούγκενχαϊμ. Εκεί ο κόσμος αλλάζει μπροστά στα μάτια σου. Όπως αλλάζει και στις πόλεις της Ευρώπης. Πριν από είκοσι χρόνια θα ήταν αδιανόητο να κτίσεις ουρανοξύστες στο Λονδίνο και στη Βαρκελώνη, ο κόσμος ήταν συνηθισμένος σε μια εικόνα και ήταν δύσκολο να την αλλάξεις. Έπειτα ο δήμαρχος του Λονδίνου πήγε στο Πεκίνο, είδε ότι πρώτα είχαν φτιάξει την περίμετρο της πόλης και μετά είχαν αρχίσει να δημιουργούν θέσεις εργασίας, και εισήγαγε το μοντέλο στη Βρετανία. Μας αντιγράφουν και αντιγράφουμε τα αντίγραφα, λέει στην «Ελ Παΐς» ο Ντέγιαν Σούτζιτς, ένας από τους πιο έγκυρους κριτικούς αρχιτεκτονικής στον κόσμο. Έτσι είναι η αρχιτεκτονική, μεταδίδεται σαν τη γρίπη των πτηνών.

Όταν ο Σούτζιτς συνειδητοποίησε ότι δεν θα γινόταν ποτέ καλός αρχιτέκτονας, το έριξε στη δημοσιογραφία. Έγραφε για χρόνια στην «Ομπζέρβερ», ύστερα ίδρυσε το μυθικό περιοδικό Βlue Ρrint, ανέλαβε τη διεύθυνση του ιταλικού Domus. Σήμερα είναι διευθυντής του Design Μuseum, στη νότια όχθη του Τάμεση. Η αρχιτεκτονική δεν αλλάζει ποτέ, γράφει στο βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική της εξουσίας». Είναι αλήθεια ότι σήμερα υπάρχει περισσότερος κόσμος στον πλανήτη και μετακινούμαστε περισσότερο. Αλλά ο κόσμος πάντα μετακινούνταν. Οι πόλεις είναι πιο παλιές από τις χώρες. Το Λονδίνο υπήρχε πολύ πριν από την Αγγλία. Πριν από 2.000 χρόνια, η Αλεξάνδρεια ήταν μια πόλη με Εβραίους, Λατίνους και Άραβες. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι καινούργιο. Όλα κύκλους κάνουν. Σήμερα βλέπουμε καραβάνια αρχιτεκτόνων να μετακομίζουν από το Πεκίνο στο Ντουμπάι. Ο επόμενος σταθμός είναι το Καζαχστάν. Ουρανοξύστες, Γκούγκενχαϊμ, για να επιστρέψουμε μοιραία και πάλι στην εποχή της λιτότητας. Οι φοιτητές ανακαλύπτουν εκ νέου τη σχολή των Σμίθσον.

Το βιβλίο του Σούτζιτς κυκλοφορεί τώρα και στα κινέζικα, αλλά χωρίς το κεφάλαιο για την πλατεία Τιαν Ανμέν, ο συγγραφέας δέχθηκε να λογοκριθεί για να μην του απαγορεύσουν την είσοδο στην Κίνα, είναι υπερβολικά ενδιαφέροντα όσα γίνονται εκεί. Έχει πάει έξι φορές, και κάθε φορά βλέπει μια διαφορετική χώρα. Αν ίδρυε σήμερα ένα περιοδικό αρχιτεκτονικής, το Πεκίνο θα είχε έδρα. Η κατάσταση είναι προεπαναστατική, σίγουρα το Κομμουνιστικό Κόμμα το έχει καταλάβει.

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Οι προθέσεις του ποιήματος



«Καθώς γονάτισε στον τάφο της μητέρας και του πατέρα του/ η γεύση του άνηθου, ή του εστραγκόν/δύσκολα τα ξεχώριζε-/ γέμισε το στόμα του. Αισθάνθηκε να πνίγεται.» (Από το ποίημα «Μαζεύοντας μανιτάρια»)

Στο βιβλίο του «Ποιον αφορά η ποίηση;», που συζητείται ήδη πολύ, ο Χάρης Βλαβιανός καταθέτει με προκλητικό τρόπο τις δικές του «σκέψεις για μια τέχνη περιττή». Ποιητής καταξιωμένος ο ίδιος, θέτει τα ερωτήματα και δίνει τις απαντήσεις. Ο Εντ Χόλλαντ αντίθετα, δημοσιογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ζήτησε να γευματίσει με τον Πωλ Μαλντούν για να λάβει απαντήσεις στα δικά του βασανιστικά ερωτήματα. Πόσο δύσκολο είναι να γράφεις ποιήματα; Πόση ώρα σου παίρνει; Γιατί εκείνος, που χαρακτηρίστηκε ο σημαντικότερος ποιητής της γενιάς του, γράφει τόσο δύσκολα για τόσο λίγους; Και τι είναι αυτή η ιστορία με τους σημερινούς ποιητές που δεν πίνουν αλκοόλ και πηγαίνουν στο γυμναστήριο; Που είναι οι βασανισμένοι φιλήδονοι, οι Ρεμπώ, οι Μπάιρον της εποχής μας;

«Αυτό που τείνουμε να ξεχνάμε είναι ότι πρέπει να μάθει κανείς πώς να διαβάζει ποίηση» λέει ο Μαλντούν, κατεβάζοντας δύο γουλιές από το μεταλλικό του νερό. «Οι περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν σε πολύπλοκες αναλύσεις όταν βλέπουν μια ταινία, πώς είναι φτιαγμένη, τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης. Το ίδιο συμβαίνει με τη μουσική, όλοι αναγνωρίζουμε ότι είναι σύνθετη, όπως αναγνωρίζουμε ότι στον κόσμο μας δεν βγάζουν όλα νόημα. Γιατί λοιπόν να είναι αλλιώς με την ποίηση; Ενα ποίημα αντανακλά την πολυδιάσπαση του κόσμου». Ο ίδιος δίνει μεγάλη σημασία στη μουσική, έχει γράψει λιμπρέτα για την όπερα, έχει φτιάξει κι ένα συγκρότημα γκάρατζ ροκ, το Rackett, αλλά δεν βρίσκουν πολύ χρόνο για να κάνουν πρόβες. Ίσως η μουσική να κρατά το κλειδί για το μέλλον της ποίησης: «Η ραπ είναι μια λογοτεχνική φόρμα, που στηρίζεται στο δίστιχο». Μπορούν και άλλοι να βοηθήσουν. Οι δημοσιογράφοι, για παράδειγμα: «Κάθε μεγάλη εφημερίδα θα έπρεπε να δημοσιεύει ένα ποίημα την ημέρα». Ή το κράτος: «Αν αύριο απαγορευόταν η ποίηση, θα προκαλούνταν αμέσως μεγάλο ενδιαφέρον γι΄ αυτήν».

Γεννημένος το 1951 στη Βόρεια Ιρλανδία, ο Μαλντούν έμεινε για πολλά χρόνια στη σκιά του Σέιμους Χίνι. Το 1987 μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες και σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Το γράψιμο δεν του παίρνει πολύ χρόνο, μια- δυο μέρες το κάθε ποίημα, καμιά δωδεκαριά ποιήματα τον χρόνο. «Δεν ξέρω τι κάνω όταν ξεκινώ να γράψω ένα ποίημα. Δεν έχω συγκεκριμένες προθέσεις. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να κατανοήσω ποιες είναι οι προθέσεις του ποιήματος, να κατανοήσω από τη μια λέξη στην άλλη τι επίδραση έχει αυτό που γράφω. Το ίδιο συμβαίνει με ό,τι και να γράφεις, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα κομμάτι σε μια εφημερίδα». Και φυσικά, αλκοόλ και γράψιμο δεν συμβιβάζονται, αυτά είναι ξεπερασμένα.

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007

Την κακοποιούσαν «για το καλό της»



Η μετανάστευση είναι ασφαλώς ένα από τα οξύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ένα πρόβλημα που γίνεται ακόμη πιο εκρηκτικό με αποφάσεις όπως αυτή του ιταλικού Αρείου Πάγου.

Την κτύπησαν. Την εξευτέλισαν. Την κράτησαν δεμένη και φυλακισμένη για μέρες. Τους κατήγγειλε. Το τοπικό δικαστήριο τη δικαίωσε. Αλλά εκείνοι οι δικαστές ήταν επαρχιώτες, δεν είχαν ακούσει για πολυ-πολιτισμική κοινωνία και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Τον Σεπτέμβριο του 2006, το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση. Αλλά ο εισαγγελέας άσκησε νέα έφεση, υπενθυμίζοντας ότι οι γονείς και ο αδελφός της Φάτιμα, μιας έφηβης μουσουλμάνας που ζει στην Μπολώνια, την είχαν δεμένη για μέρες σε μια καρέκλα, και την έλυναν μονάχα για να την κτυπήσουν ξανά, κι όλα αυτά για να την τιμωρήσουν επειδή έβγαινε με ένα φίλο της. Ο Άρειος Πάγος συνεδρίασε την περασμένη εβδομάδα και επικύρωσε την αθωωτική απόφαση. Την κοπέλα, λέει, δεν την κτυπούσαν εκδικητικά οι δικοί της, ούτε η συμπεριφορά τους έδειχνε περιφρόνηση. Άλλωστε, ο πατέρας της δεν την είχε κτυπήσει μέχρι τότε παρά μονάχα (!) τρεις φορές. Η τιμωρία είχε σωφρονιστικό χαρακτήρα. Ήθελαν να δείξουν στη Φάτιμα ότι η συμπεριφορά της ήταν λανθασμένη. Για το καλό της τα έκαναν όλα. Χώρια που αν την άφηναν ελεύθερη μπορεί αυτό το ανώριμο κορίτσι να έκανε καμιά κουτουράδα, και μετά ποιος θα είχε την ευθύνη;

Πριν από ένα χρόνο, ο πατέρας της νεαρής Πακιστανής Χίνα Σαλεέμ τη στραγγάλισε στην Μπρέσια επειδή δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο το «δυτικότροπο» στυλ της ζωής της. Η υπόθεση είχε προκαλέσει σάλο και πολλά ερωτήματα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τώρα τον Άρειο Πάγο να εκδώσει μια σκανδαλώδη απόφαση, που ουσιαστικά νομιμοποιεί την εφαρμογή της σαρίας στην οικογένεια. Οι ανεγκέφαλοι δικαστές έκριναν ότι αποτελεί «δικαίωμα» του όποιου αγράμματου ή καθυστερημένου μετανάστη να κακοποιεί την κόρη του ή τη γυναίκα του επειδή η συμπεριφορά της δεν συνάδει προς τις δικές του ιδέες. «Είναι ντροπή!» αναφωνεί η Σουάντ Σμπάι, πρόεδρος της Ένωσης Μαροκινών Γυναικών στην Ιταλία. «Στο όνομα της πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας και του σεβασμού των παραδόσεων, οι δικαστές εφαρμόζουν δύο είδη κανόνων, ένα για τους Ιταλούς κι ένα άλλο για τους μετανάστες. Ένας καθολικός πατέρας που θα είχε συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο θα είχε καταδικαστεί αυστηρά».

Οι βασανιστές της Φάτιμα κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ίσως να συμβεί το ίδιο και με τον δολοφόνο της Χίνα, που δικάζεται τον άλλο μήνα. Ίσως κι αυτός να ισχυριστεί πως ό,τι έκανε στην κόρη του το έκανε για το καλό της. Η Ένωση Μαροκινών Γυναικών καταγγέλλει ότι τουλάχιστον εννιά ακόμη μουσουλμάνες έχουν βρει τον θάνατο τον τελευταίο χρόνο στην Ιταλία από τα χέρια των οικείων τους. Καλύτερα νεκρές παρά βέβηλες, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Δευτέρα, Αυγούστου 13, 2007

Το μνημόσυνο του Ούρι



Πριν από έναν ακριβώς χρόνο, οι εφημερίδες όλου του κόσμου δημοσίευσαν πρωτοσέλιδο τον θάνατο του γιου τού Νταβίντ Γκροσμάν στον Λίβανο. Ήταν μάταιος άραγε εκείνος ο θάνατος;

O Αβραάμ Γεοσούα δεν είναι ειρηνιστής. Ούτε οι άλλοι γνωστοί αριστεροί διανοούμενοι του Ισραήλ είναι ειρηνιστές. Οι περισσότεροι είχαν καταδικάσει- κι ας ήταν πολύ νεαροί τότε- την εισβολή της χώρας τους στον Λίβανο το 1982, αλλά τάχθηκαν υπέρ της στρατιωτικής απάντησης στις περυσινές προκλήσεις της Χεζμπολάχ. Θέλουν την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους, αλλά δεν ανέχονται από καμιά οργάνωση στο όνομα αυτής της ειρήνης να σκοτώνει εν ψυχρώ Ισραηλινούς στρατιώτες στο ισραηλινό έδαφος. Γι΄ αυτό θεώρησαν πέρυσι δίκαιο τον πόλεμο που εξαπέλυσε η χώρα τους στον Λίβανο, χωρίς αυτό να τους εμποδίσει να ταχθούν κάποια στιγμή υπέρ της κατάπαυσης του πυρός που πρότεινε ο ΟΗΕ.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου 2006, ο Ούρι Γκροσμάν κάηκε ζωντανός μέσα στο άρμα του. Είχε μόλις συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια του. Ο Γεοσούα θυμάται καλά εκείνες τις μέρες, τα τηλεφωνήματα στο σπίτι του φίλου του, τον εθνικό θρήνο, τα μηνύματα απ΄ όλο τον κόσμο. Ο τραγικός πατέρας είχε καταρρεύσει. «Έχω παραλύσει, δεν μπορώ πια να γράψω», είπε μια μέρα στον Γεοσούα. «Τι θα απογίνω;». Αλλά εκείνος τού είπε να μη φοβάται, οι συγγραφείς είναι κατά κάποιο τρόπο προστατευμένοι από τον πόνο, το γράψιμο είναι μια αποτελεσματική θεραπεία. Υπάρχουν οι χαρακτήρες του Φλωμπέρ, που προσπαθούσε να ορθώσει ένα φράγμα ανάμεσα στο έργο του και τις ιδιωτικές τραγωδίες, και υπάρχουν εκείνοι του Ντοστογιέφσκι, που εμπνεύστηκε από τον θάνατο του πατέρα του για να γράψει τους «Αδελφούς Καραμαζώφ», τον «Ηλίθιο», το «Έγκλημα και Τιμωρία». Κάπου ανάμεσα κινήθηκε ο Γκροσμάν- αυτές τις μέρες ολοκληρώνει ένα βιβλίο που το ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια. Μεγάλη νίκη.

Αυτή όμως είναι η προσωπική πλευρά εκείνης της τραγωδίας. Από πολιτική άποψη, πολλοί εντός και εκτός του Ισραήλ θεωρούν ότι ο πόλεμος του 2006 ήταν τυχοδιωκτικός και μάταιος, τζάμπα έχασαν τη ζωή τους ο Ούρι και τόσοι άλλοι, στρατιώτες και άμαχοι. Αλλά ο Γεοσούα διαφωνεί. «Δεν συμφωνώ με όσους χαρακτηρίζουν τη Χεζμπολάχ τρομοκρατική οργάνωση», λέει στην Κοριέρε ντέλα Σέρα. «Πρόκειται για μια ομάδα μαχητών που θέλουν να μας εξοντώσουν. Κι εμείς έχουμε χρέος να τους πολεμήσουμε. Οι ισχυρισμοί ότι το Ισραήλ έχασε εκείνο τον πόλεμο είναι κατασκευάσματα που διογκώθηκαν από τα κλαψουρίσματα των στρατιωτών, από τις διαμαρτυρίες των επιτροπών γονέων, από την πραγματικότητα μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας σαν τη δική μας. Η αλήθεια είναι ότι ο Χασάν Νασράλα σήμερα κρύβεται, οι άνδρες του ελέγχονται από τη δύναμη του ΟΗΕ και οι στρατιωτικές του δυνατότητες έχουν εκμηδενιστεί».

Σάββατο, Αυγούστου 11, 2007

Ένα παιχνίδι σκάκι με το καθεστώς



«Oλυμπιακή δόξα χωρίς ανθρώπινα δικαιώματα δεν γίνεται. Για τον λόγο αυτό, σας ζητάμε να κάνετε μια χειρονομία που θα αλλάξει το κεντρικό σύνθημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, «Οne World, Οne Dream», σε κάτι βαθύτερο και πανανθρώπινο. Πιστεύουμε πως το ολυμπιακό σύνθημα πρέπει να είναι «Οne World, Οne Dream, the Same Ηuman Rights», ένα σύνθημα που θα δώσει νέα ώθηση στην οικοδόμηση της πραγματικής κοινωνικής αρμονίας». Αυτά αναφέρονται σε ανοιχτή επιστολή προς τον Κινέζο πρόεδρο Χου Τζιντάο που υπογράφεται από 40 διανοούμενους (πανεπιστημιακούς καθηγητές, συγγραφείς, δημοσιογράφους, οικολόγους) και κυκλοφορεί μέσω του Διαδικτύου. Τα ονόματά τους δεν έχουν γίνει γνωστά για προφανείς λόγους. Μπορεί να κάνει όμως κανείς τη βάσιμη υπόθεση ότι δεν περιλαμβάνεται ανάμεσά τους ο Ζανγκ Γιμού. Γιατί σε ένα χρόνο από σήμερα, ο πιο γνωστός σκηνοθέτης της Κίνας θα εγκαινιάσει τους Αγώνες.

Ο άλλοτε αντιφρονών αποφάσισε λοιπόν όχι μόνο να υποταχθεί στον προπαγανδιστικό μηχανισμό του Πεκίνου, αλλά και να γίνει ο πιο προβεβλημένος εκφραστής του; «Εσείς οι Δυτικοί έχετε ένα πρόβλημα», απαντά στον ανταποκριτή της « Κοριέρε» ο άνθρωπος που γύρισε τα «Κόκκινα Φανάρια» και τον «Ήρωα». «Όταν μιλάτε για την Κίνα είτε δεν γνωρίζετε τίποτα είτε τείνετε να βλέπετε τα πράγματα άσπρο- μαύρο. Η Κίνα είναι ένας σύνθετος κόσμος, αλλάζει, ακολουθεί δικούς του δρόμους. Η κουλτούρα μας δεν προχωρεί με απόλυτες αλήθειες, αναζητεί πιο σύνθετα σχήματα για τα καθημερινά προβλήματα. Η ζωή είναι μεγάλη και κουραστική».

Ναι, υπάρχει λογοκρισία στην Κίνα, ο Ζανγκ δεν έχει πρόβλημα να το παραδεχθεί. Όχι, ένας Κινέζος σκηνοθέτης δεν μπορεί να τα βάλει με το καθεστώς, γιατί τότε δεν θα είχε καμιά ελπίδα να δουλέψει. Αλλά στη ζωή δεν είσαι υποχρεωμένος να διαλέξεις ανάμεσα στη σύγκρουση και τον συμβιβασμό. Υπάρχει και η στρατηγική, όποιος παίζει σκάκι το γνωρίζει. Να έχεις υπομονή. Να προσπαθείς να καταλάβεις. Και να κινείς τα πιόνια σου την ώρα που πρέπει. Το σύστημα που υπάρχει στην Κίνα είναι παλιό και άκαμπτο, δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε οι Κινέζοι θέλουν κάτι τέτοιο.

Το όνειρο του Ζανγκ Γιμού είναι να γυρίσει μια ταινία για την Πολιτιστική Επανάσταση, μια σελίδα της κινεζικής ιστορίας που παραμένει ταμπού. Θα είναι ένα ρουά ματ εναντίον του καθεστώτος; «Όχι, μονάχα μια απειλή προς τη βασίλισσα, ένας συνήθης ελιγμός. Έτσι κι αλλιώς, είναι κάτι μακρινό». Μήπως θα είναι άλλη μια χολιγουντιανή ταινία, όπως η «Απαγορευμένη Πόλη» που γύρισε πέρυσι; «Το αντίθετο: η τελευταία μου ταινία γεννήθηκε από την ανάγκη να συμβάλω στην επιβράδυνση της εισβολής του Χόλιγουντ στην Κίνα. Κι αυτό μόνο με εμπορικές ταινίες μπορεί να γίνει».

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2007

Πάντως δεν είναι όλοι φίλοι



Πέντε αγελάδες, ένα βόδι, έξι μοσχάρια, δεκατρία πρόβατα, ένα κριάρι, τριάντα αρνιά, είκοσι κότες. Και δεκαπέντε άνθρωποι. Καλώς ήλθατε στο Γκιβάερ.

Σ΄ αυτό το νησάκι της Νορβηγίας, λίγο βορειότερα του πολικού κύκλου, λίγο νοτιότερα της νήσου Λοφότεν, ισχύουν πέντε χρυσοί κανόνες. Κανείς δεν έχει αυτοκίνητο. Το γάλα που καταναλώνεται στο πρωινό πρέπει να έχει μόλις αρμεχθεί στους στάβλους πίσω από τα σπίτια. Τις νύχτες όλοι σκεπάζονται με χειροποίητα παπλώματα από πούπουλα πάπιας. Κάθε βράδυ οι γυναίκες συναντιούνται για να κεντήσουν και οι άνδρες για να καπνίσουν πίπα. Την τρίτη Κυριακή του Ιουλίου οργανώνεται μια γιορτή όπου παίρνουν μέρος συγγενείς και φίλοι που μένουν μακριά. Και όλοι είναι χαρούμενοι, ζώα και άνθρωποι. Λες και ο χρόνος σ΄ αυτό το μέρος έχει σταματήσει.

«Ναι, είμαι ευτυχισμένη» λέει μια γυναίκα στον απεσταλμένο του γερμανικού ταξιδιωτικού περιοδικού Μare. «Έχω όλα όσα μου χρειάζονται: τα παιδιά μου, το σπίτι μου, τις αγελάδες μου. Τις αρμέγω και φτιάχνω βούτυρο». Ευτυχισμένη δηλώνει και η ξαδέλφη της, που έχει κολλήσει στο ψυγείο της ένα σύνθημα που την εκφράζει: «Τα βάσανα είναι ένα βάρος που ο Θεός δεν θέλησε να κουβαλάμε». Αν σ΄ αυτή τη γωνιά του κόσμου υπάρχουν καθημερινές προκλήσεις; Φυσικά, απαντά μια τρίτη γυναίκα. «Ένα παράδειγμα: αγόρασα το σωστό μοσχάρι;». Και μη νομίζετε ότι όλοι οι κάτοικοι είναι φίλοι μεταξύ τους, απλώς δεν έχουν την πολυτέλεια να τσακώνονται, ο τόπος είναι μικρός, τον χειμώνα ο ζωτικός χώρος δεν είναι παραπάνω από ένα χιλιόμετρο, πρέπει λοιπόν να σέβονται ο ένας τον άλλον προκειμένου να συμβιώσουν. Τον χειμώνα οι θύελλες είναι τόσο δυνατές, που τα παράθυρα σκοτεινιάζουν από το αλάτι, αν δεν υπήρχε αλληλοβοήθεια η κοινότητα θα είχε καταρρεύσει.

Οι κάτοικοι βεβαιώνουν ότι υπάρχουν δουλειές για όλους. Τα Χριστούγεννα συμπληρώνουν ένα μεγάλο παζλ, πέντε χιλιάδες κομμάτια, όλα πράσινα. Τον Ιανουάριο, οι άνδρες φεύγουν για το ψάρεμα του μπακαλιάρου. Τον Απρίλιο ετοιμάζουν τα δίχτυα για τις πάπιες, ώστε οι γυναίκες να πάρουν τα φτερά και τα πούπουλα από τους νεοσσούς και να φτιάξουν παπλώματα. Είναι μοναδικά αυτά τα παπλώματα, ακόμη κι ο βασιλιάς παρήγγειλε μια μέρα, του κόστισε πέντε χιλιάδες ευρώ. Οι περισσότερες πωλήσεις γίνονται πάντως στη Γιορτή του Καλοκαιριού, τον Ιούλιο, όταν το νησί γεμίζει με τους μετανάστες και οι άνδρες αναγκάζονται να κοιμηθούν στις βάρκες. Εκείνες τις μέρες τρώνε πολύ, προσεύχονται πολύ και τραγουδάνε πολύ. Και την Κυριακή γίνεται ο πλειστηριασμός: τα μαξιλάρια, τα γάντια, τις κάλτσες και τα τραπεζομάντιλα τα έχουν φτιάξει οι γυναίκες του Ιεραποστολικού Κύκλου, είναι έξι και συναντιούνται δυο φορές τον μήνα από τις οκτώ μέχρι τις δέκα και μισή το βράδυ. Η πιο ηλικιωμένη είναι 90 ετών και για τα γενέθλιά της φέτος ζήτησε μόνο χρήματα. Συγκέντρωσε χίλια ευρώ και τα έστειλε αμέσως σε ένα ορφανοτροφείο του Αζερμπαϊτζάν. Η ευτυχία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν τη μοιράζεσαι.

Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2007

Ραντεβού με τον Έλβις



Αυτοαποκαλείται η «μόνη αξιόπιστη εφημερίδα στον κόσμο». Είναι σίγουρα η πιο δημιουργική, η πιο εφευρετική, η πιο πρωτότυπη εφημερίδα της Αμερικής. Και στα τέλη του μήνα βάζει λουκέτο.

Όλα ξεκίνησαν το 1979 στη Φλόριντα, όταν η Νational Εnquirer αγόρασε έγχρωμα τυπογραφεία για να αντικαταστήσει τα παλιά. Ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας, ένας πρώην πράκτορας της CΙΑ ονόματι Τζενερόζο Πόουπ, δεν μπορούσε όμως να πετάξει τα ασπρόμαυρα τυπογραφεία κι έτσι αποφάσισε να ιδρύσει μια άλλη εφημερίδα, που θα ασχολιόταν με θέματα τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στις υψηλές προδιαγραφές της Εnquirer. Την ονόμασε Weekly World Νews. Ανέθεσε τη διεύθυνσή της σε ανθρώπους με κέφι, που πίστευαν ότι μια ιστορία δεν κρίνεται τόσο από το αν είναι αληθινή, αλλά από το αν είναι καλά γραμμένη. Μια υποσημείωση στη δεύτερη σελίδα, άλλωστε, διευκρινίζει ότι τα περισσότερα από τα γεγονότα που περιγράφονται στις 48 σελίδες τής εφημερίδας ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. «Ο αναγνώστης δεν πρέπει κατ΄ ανάγκη να πιστεύει αυτά που διαβάζει», προστίθεται. «Είναι αρκετό να τα απολαμβάνει».

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, η κυκλοφορία της WWΝ έφτασε τα 1,2 εκατομμύρια φύλλα. Ανάμεσα στα scoops της ήταν η αποκάλυψη ότι ο Έλβις Πρίσλεϋ ζει σε μια πόλη κοντά στο Μίσιγκαν, ότι δώδεκα μέλη του Κογκρέσου είναι εξωγήινοι και ότι ο αντιπρόεδρος Τσέινι είναι ρομπότ. Η εφημερίδα επινόησε επίσης ορισμένα πρόσωπα που έγιναν στη συνέχεια θρύλοι, όπως ο περίφημος Βat Βoy, μισός νυχτερίδα και μισός άνθρωπος, που εξάρθρωσε μια σειρά από συνωμοσίες, πρωταγωνίστησε σε διάφορες καταδιώξεις αυτοκινήτων και προσπάθησε επανειλημμένα να εκλεγεί κυβερνήτης της Καλιφόρνια. Στο τελευταίο της φύλλο αποκαλύπτει ότι μια γυναίκα γέννησε έναν άγγελο, γεγονός που προκάλεσε αναταραχή στο νοσοκομείο του Ρίνο, στη Νεβάδα.
«Θέλαμε από την αρχή να κάνουμε κάτι διαφορετικό», λέει ο Ίαν Κάλντερ, πρώην πρόεδρος του ομίλου Αmerican Μedia Ιnc. που εκδίδει την εφημερίδα. «Δεν πήραμε ποτέ στα σοβαρά αυτό που κάναμε. Ίσως αυτή να είναι η εξήγηση της επιτυχίας μας».

Προσπαθώντας να κάνουν τις ψεύτικες ειδήσεις να δείχνουν αληθινές, οι συντελεστές της εφημερίδας βρήκαν έναν απροσδόκητο σύμμαχο: την πραγματικότητα. Αν οι Αμερικανοί εξέλεξαν για πρόεδρό τους έναν άνθρωπο που συμπρωταγωνίστησε κάποτε με ένα χιμπαντζή, αν οι επιστήμονες παρασκεύασαν ένα χάπι που χαρίζει στους άνδρες στύση και αν ξαφνικά η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, γιατί να μην είναι αλήθεια και ότι «Το τηλεσκόπιο Ηubble φωτογράφησε τον Παράδεισο;».

Αλλά οι καιροί άλλαξαν. Στο Ιnternet μπορεί κανείς σήμερα να βρει με μεγάλη ευκολία ό,τι θέλει, το πιο εξωφρενικό ρεπορτάζ, την πιο πρωτότυπη φωτογραφία. Η Weekly World Νews έφτασε να πουλάει 80.000 φύλλα και στέρεψε από διαφημίσεις. Το τελευταίο της φύλλο θα κυκλοφορήσει στις 27 Αυγούστου- και στη συνέχεια η εφημερίδα θα πάει να συναντήσει τον Έλβις. Σε ένα πρόωρο μνημόσυνο, η Ουάσιγκτον Ποστ έγραψε ότι οι τίτλοι της συναγωνίζονταν τα καλύτερα χαϊκού.

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2007

Η πόλη των καπνιστών



«Όποιος δεν επιθυμεί να δει την Αθήνα είναι βλάκας. Όποιος τη δει και δεν την αγαπήσει είναι ακόμη πιο βλάκας. Το αποκορύφωμα της βλακείας, όμως, είναι να τη δεις, να την αγαπήσεις και μετά να την εγκαταλείψεις».

Oι φράσεις αυτές αποδίδονται στον Λύσιππο, προσωπικό γλύπτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που με το έργο του «Αποξυόμενος» έθεσε τις βάσεις της ελληνιστικής γλυπτικής. Τις επικαλείται ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζάστιν Μαρόζι, που έχει επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα και αυτήν την εποχή γράφει μια βιογραφία του Ηροδότου. Στην Αθήνα βρέθηκε για τελευταία φορά τον περασμένο Νοέμβριο για ένα συνέδριο με θέμα τη σχέση της αρχαίας Ελλάδας με το αρχαίο Ιράν και όταν επέστρεψε στο Λονδίνο αισθάνθηκε προφανώς τόσο βλάκας ώστε αποφάσισε να γράψει τουλάχιστον ένα άρθρο. «Και τι θα γράψεις για την Αθήνα που δεν έχει ήδη γραφτεί;», τον ρώτησε ένας συνάδελφός του. Άλλος βλάκας.

Το (σχεδόν ολοσέλιδο) άρθρο δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο «Δημοκρατία εν δράσει». Ο δημοσιογράφος επισκέφθηκε ξανά την Ακρόπολη, περπάτησε ξανά στα δρομάκια της Πλάκας, γοητεύτηκε για άλλη μία φορά από το Αρχαιολογικό Μουσείο κι έφαγε υπέροχα σε διάφορες «απλές ταβέρνες της γωνίας». Υπάρχει όμως κάτι που αποτέλεσε γι΄ αυτόν μια «πολιτισμική αποκάλυψη»: η στάση των Ελλήνων σχετικά με το κάπνισμα. Σύννεφα νικοτίνης, γράφει, αιωρούνται πάνω από σχεδόν κάθε άνδρα και γυναίκα, ακόμη και παιδιά, στους δρόμους, στα μπαρ, στα εστιατόρια, στα ταξί, στα πλοία. Στη γέφυρα του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, που τον πήγε στη Σάμο, η ατμόσφαιρα θύμιζε χειμωνιάτικη ομίχλη στον Τάμεση. Κάπνιζαν ο καπετάνιος, οι αξιωματικοί, τα γκαρσόνια, οι γυναίκες στην κουζίνα, οι καθαρίστριες και φυσικά όλοι οι επιβάτες.

Άλλος ένας υστερικός Άγγλος που θέλει να επιβληθεί παντού η φασιστική απαγόρευση του καπνίσματος, θα πει κανείς. Μα ισχύει το αντίθετο: ο Μαρόζι ενθουσιάστηκε με αυτό που είδε! Η φιλελεύθερη σχέση των Αθηναίων με το τσιγάρο, γράφει, ταιριάζει τέλεια με την ιστορία τους. «Σίγουρα η Αθήνα δεν είναι ένας τόπος για να κόψεις το κάπνισμα. Αντίθετα, είναι ένας τόπος για να πεις: “Στον διάβολο, θα ξαναρχίσω να καπνίζω!”». Και αυτό ακριβώς έκανε.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, του είπαν πως δεν πρέπει να χάσει με τίποτα την πορεία της 17ης Νοεμβρίου: ακτιβιστές από το λίκνο της δημοκρατίας διαδηλώνουν εναντίον της ισχυρότερης δημοκρατίας του κόσμου. Ως καλός Άγγλος, έφθασε δύο ώρες νωρίτερα. Ως καλοί Έλληνες, οι διαδηλωτές έφθασαν δύο ώρες αργότερα. Και, φυσικά, όλοι κάπνιζαν! Ο Βρετανός δημοσιογράφος περνούσε καλά μέχρι που άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες και τα δακρυγόνα. Τότε κατάλαβε πως ήταν ώρα να φύγει. Ίσως να περιλάβει και αυτό το ερώτημα στη βιογραφία που επιμελείται: Τι θα σκεφτόταν άραγε ο Ηρόδοτος για τη σημερινή Αθήνα;

Τρίτη, Αυγούστου 07, 2007

Τα κουνέλια τον άκουγαν να παίζει Μάλερ



Ο Χένινγκ Μάνκελ είναι ένας πολύ καλός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, βιβλία του κυκλοφορούν και στα ελληνικά. Είναι όμως κι ένας τυχερός άνθρωπος:
ο πεθερός του ήταν ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.

«Για όσους ζούσαν κοντά του, ο θάνατος του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν την περασμένη εβδομάδα δεν ήταν έκπληξη. Είχε μόλις κλείσει τα 89, ήταν πολύ μεγάλος. Η κουρασμένη καρδιά του σταμάτησε να κτυπά τα χαράματα, αυτό το βροχερό καλοκαίρι, στο σπίτι του, στο νησί Φουρέ. Τα κουνέλια που συνήθιζαν να κάθονται ακίνητα στην παραλία και να τον ακούνε να παίζει Μάλερ θα αναρωτηθούν τώρα πού χάθηκε αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος. Αλλά χάθηκε. Η κλεψύδρα άδειασε.

Προς το τέλος της ζωής του η όρασή του είχε χειροτερέψει. Δεν μπορούσε να δει σινεμά ή τηλεόραση, ούτε να διαβάσει. Το μόνο που του είχε μείνει ήταν η μουσική. Παρ΄ όλο που στην επαγγελματική του ζωή ήταν σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, πιστεύω ότι μεγαλύτερη σημασία γι΄ αυτόν είχε η μουσική. Το όνειρό του δεν ήταν ποτέ να γίνει μουσικός, το είχε πει καθαρά. Πιθανότατα, όμως, να είχε σκεφτεί ότι σε μια δεύτερη ζωή θα μπορούσε να γίνει συνθέτης. Χρησιμοποιούσε συχνά μουσικούς όρους για να περιγράψει τις ταινίες του και τα θεατρικά του έργα. Θεωρούσε τη μουσική ένα είδος πύλης προς άλλες πραγματικότητες, διαφορετικές από εκείνες που μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα με τις αισθήσεις μας. Ίσως στη μουσική να μπορεί να βρεθεί εκείνη η γέφυρα προς άλλες πραγματικότητες, την οποία αναζητούν οι περισσότεροι από μας. Αλλά δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε πως ο Μπέργκμαν ήταν δεισιδαίμων. Αν είχε θρησκευτικές πεποιθήσεις, δεν τις γνώριζα. Το βέβαιο είναι ότι προσπαθούσε να συλλάβει εκείνον τον μυστικισμό που αποτελεί πάντα μέρος της πραγματικότητας. Όπως όταν ο Σουηδός συγγραφέας που θαύμαζε περισσότερο, ο Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, μετρούσε πέτρες και μελετούσε το σχήμα των σύννεφων. Με άλλα λόγια, είχε μια περιέργεια για εκείνα τα πράγματα που βρίσκονται στις παρυφές της πραγματικότητας.

Η μουσική ήταν πάντα μια από τις πηγές του. Η άλλη ήταν η παιδική του ηλικία. Ή μάλλον οι αρετές της παιδικής ηλικίας που διατηρούσε και μεγάλος. Για μένα, αυτό είναι ένα μεγάλο προτέρημα. Πιστεύω ότι ο αληθινός καλλιτέχνης είναι το παιδί. Όταν μεγαλώνουμε, και το σχολείο αρχίζει να μας επικρίνει επειδή εμπιστευόμαστε πολύ τη φαντασία, χάνουμε πολλά από αυτά που είχαμε από τη φύση μας. Χάνουμε εκείνη την ακλόνητη πίστη στις δυνάμεις της φαντασίας. Αλλά η φαντασία δεν μας βοηθά μόνο να κατασκευάζουμε καλύβες και σχεδίες από ξύλο, ή πειρατικά πλοία από φλούδες. Τη φαντασία τη χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που συνοδεύουν τόσο συχνά τη ζωή».

(Απόσπασμα ενός κειμένου του Μάνκελ που δημοσιεύτηκε στη χθεσινή Γκάρντιαν )

Δευτέρα, Αυγούστου 06, 2007

Ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας



«Νάκμπα», στα αραβικά, σημαίνει πόλεμος που προκαλεί καταστροφές, θανάτους και εξευτελισμούς. Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι Παλαιστίνιοι για τα γεγονότα του 1948.

Oι Ισραηλινοί, αντίθετα, μιλούν για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, αφού εκείνη τη χρονιά ιδρύθηκε το ανεξάρτητο κράτος τους. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή που διδάσκεται στα σχολεία, οι Άραβες ηγέτες ζήτησαν από τους Παλαιστινίους να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους ώστε να διευκολυνθεί η επίθεση εναντίον των εβραϊκών δυνάμεων, ενώ οι όποιες ακρότητες των τελευταίων έγιναν σε αυτοάμυνα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η εκδοχή αυτή αμφισβητείται όλο και πιο έντονα ακόμη και από Ισραηλινούς ιστορικούς. Στο καινούργιο βιβλίο του «Η Εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης», ο Ίλαν Πάπε αποδεικνύει ότι οι σιωνιστές ηγέτες γνώριζαν πολύ καλά ότι έπρεπε να διώξουν τους Παλαιστινίους από τη γη τους, αφού στις αρχές του αιώνα πάνω από το 90% αυτής της γης ανήκε σε Παλαιστινίους και το 1948 η εβραϊκή μειονότητα κατείχε μόνο το 5,8% της Παλαιστίνης. Κατέγραψαν έτσι κάθε αραβικό χωριό, μαζί με τους κατοίκους του. Και αρκετούς μήνες πριν λήξει η βρετανική εντολή, τον Μάιο του 1948, άρχισαν να τρομοκρατούν και να διώχνουν τους Παλαιστινίους ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τους Εβραίους εποίκους.

Όπως γράφει ο Πάπε, που διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χάιφας, η εκστρατεία της εθνοκάθαρσης εγκρίθηκε επισήμως από τους σιωνιστές ηγέτες στις 10 Μαρτίου του 1948. Η κωδική της ονομασία ήταν Σχέδιο Ντάλετ. Έξι μήνες αργότερα, είχαν εκδιωχθεί 800.000 Παλαιστίνιοι, είχαν καταστραφεί 531 χωριά και είχαν αδειάσει 11 αστικές περιοχές. Σήμερα, οι πρόσφυγες έχουν φτάσει τα 4,5 εκατομμύρια. «Με βάση τη σημερινή διεθνή νομοθεσία», γράφει ο Ισραηλινός ιστορικός, «η εκστρατεία εκείνη εμπίπτει σαφώς στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».

Οι απόψεις αυτές αποτελούσαν μέχρι τώρα ταμπού στο Ισραήλ. Έχει έτσι ιδιαίτερη σημασία ότι, για πρώτη φορά, το υπουργείο Παιδείας της χώρας ενέκρινε ένα εγχειρίδιο για τους Άραβες μαθητές της Τρίτης Λυκείου όπου ο πόλεμος του 1948 χαρακτηρίζεται «καταστροφή» για τους Παλαιστινίους και την κοινωνία τους. Στο εγχειρίδιο αναφέρεται ότι «ορισμένοι από τους Παλαιστινίους έφυγαν και ορισμένοι εκδιώχθηκαν», καθώς και ότι «κατασχέθηκαν πολλά εδάφη που ανήκαν σε Άραβες». Είναι αλήθεια ότι το αντίστοιχο βιβλίο για τους Ισραηλινούς μαθητές παραμένει αναλλοίωτο, χαρακτηρίζοντας το 1948 «μια στιγμή εθνικής αναγέννησης των Εβραίων». Από κάπου, όμως, πρέπει κανείς να αρχίσει. Το νέο αραβικό εγχειρίδιο- επισημαίνει ο Ραμί Χούρι, αρχισυντάκτης της εφημερίδας Daily Star της Βηρυτού- ίσως να αντανακλά την απόφαση των Ισραηλινών να γίνουν πιο τίμιοι απέναντι στην Ιστορία και πιο ευαίσθητοι απέναντι στα νόμιμα πολιτικά δικαιώματα των Παλαιστινίων.

Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει και από τους τελευταίους να επιδείξουν ωριμότητα. Τα δίκια δεν είναι ποτέ από τη μια μεριά, η άρνηση της αναγνώρισης του ισραηλινού κράτους αποτελεί ένα διαρκές σκάνδαλο.

Σάββατο, Αυγούστου 04, 2007

Κατάσκοπος και σέξι



Το όνομα που της έδωσαν όταν γεννήθηκε το 1910 στη Θέουτα, μια από τις δύο αποικίες της Ισπανίας στη Μεσόγειο, ήταν Άφρικα ντε λας Έρας. Αλλά στη διάρκεια της πλούσιας καριέρας της χρησιμοποίησε πολλά άλλα ονόματα: Μαρία, Ιβόνε, Λουίζα, Ζνόι, Πάτρια. Το τελευταίο ήταν αυτό που της άρεσε περισσότερο, οι Σοβιετικοί το ήξεραν, και φρόντισαν να το γράψουν στην επιτύμβια πλάκα της, στο νεκροταφείο Κουντσέφσκο της Μόσχας. Εκεί, εν μέσω των Ηρώων της ΕΣΣΔ, αναπαύεται η «Ισπανίδα Μάτα Χάρι», μια γυναίκα που τιμήθηκε με όλων των ειδών τα μετάλλια για τις πολύτιμες υπηρεσίες της- και κατάφερε να μην την υποπτευθεί ποτέ κανείς.

Κόρη στρατιωτικού, η Άφρικα μεγάλωσε σε ένα μοναστήρι της Μαδρίτης. Σύμφωνα με τη βιογραφία της που κυκλοφόρησε πρόσφατα, και την επιμελήθηκε ο Ουρουγουανός Ραούλ Βιγιαρίνο, έλαβε ενεργό μέρος στην προετοιμασία της γενικής απεργίας τον Οκτώβριο του 1934, στην Αστούριας, ενώ μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου διακρίθηκε ως πράκτορας των Ειδικών Επιχειρήσεων του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Εκεί την πρόσεξαν δύο πράκτορες της Νkvd (της υπηρεσίας που θα έδινε αργότερα τη θέση της στην ΚGΒ), ο Ούγγρος Ένρο Γκέρο και ο Ρώσος Αλεξέι Ορλόφ, που την έστειλαν στη Μόσχα για να μάθει τη δουλειά. Η πρώτη αποστολή που της ανατέθηκε ήταν να δολοφονήσει τον μεγάλο αντίπαλο του Στάλιν: τον Λέον Τρότσκι. Πολύ γρήγορα, η Άφρικα έγινε η ιδιαίτερη γραμματέας του εξόριστου ηγέτη της 4ης Διεθνούς. Και είναι βέβαιο ότι θα εκπλήρωνε την αποστολή της, αν ο Ορλόφ δεν περνούσε στο στρατόπεδο των Αμερικανών και δεν αναγκάζονταν οι Σοβιετικοί να τη γυρίσουν πίσω για την ασφάλειά της. Στη συνέχεια έπεσε με αλεξίπτωτο στην υπό ναζιστικό ζυγό Ουκρανία, όπου συνέλεξε πολύτιμες πληροφορίες, ενώ έλαβε μέρος και στην Αντίσταση στη Γαλλία.

Μετά τον πόλεμο, η ωραία κατάσκοπος τοποθετήθηκε υπεύθυνη για όλη την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική και χρησιμοποίησε επανειλημμένα το σεξ για να πετύχει τους στόχους της. Προκειμένου να αποκτήσει σίγουρη κάλυψη, παντρεύτηκε έναν Ουρουγουανό επαναστάτη, τον συγγραφέα Φελισμπέρτο Ερνάντες, και εγκαταστάθηκε στο Μοντεβιδέο. Χώρισε ύστερα από τρία χρόνια, για να παντρευτεί- πάλι από σκοπιμότητα- έναν Ιταλό πράκτορα, τον «Μάρκο». Μια μέρα ανακάλυψε ότι ένα σημαντικό στέλεχος της κυβέρνησης της Ουρουγουάης ήταν γκέι. Κανόνισε τότε να τον προσεγγίσει ο Νικολάι, ένας Αργεντίνος που εργαζόταν για τους Ρώσους. Κινηματογράφησε τις συνευρέσεις τους και τον εκβίαζε για χρόνια.

Το 1966, ο «Μάρκο» βρέθηκε νεκρός. Επειδή λίγο νωρίτερα είχε αρχίσει να επικρίνει τη ρωσική ηγεσία, η αστυνομία θεώρησε τον θάνατό του ύποπτο. Η Άφρικα ανακλήθηκε στη Μόσχα, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της. Όπως έλεγε άλλωστε πάντα, «η πατρίδα μου είναι η Σοβιετική Ένωση».

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2007

Η φυλή της νύχτας



Κανείς δεν ξέρει πόσοι είναι, αν είναι ντόπιοι ή ξένοι, αν είναι μοναχικοί ή κάθε τόσο συναντιούνται και ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους. Ένα κοινό πάθος τούς ενώνει: η εξερεύνηση ενός άγνωστου, αόρατου και ξεχασμένου κόσμου.

Τα ερείπια του διυλιστηρίου ζάχαρης Red Ηook, στο Μπρούκλιν, είναι ο αγαπημένος τόπος της Μίρου Κιμ. Εκεί, όπου δεν υπάρχουν τηλέφωνα ούτε κάμερες, όπου κανείς κάτοικος δεν σκανδαλίζεται από το σώμα της και κανείς αστυνομικός δεν προσπαθεί να επιβάλει τα χρηστά ήθη, της αρέσει να περιφέρεται γυμνή και να βγάζει φωτογραφίες. Συχνάζει όμως και σε άλλους ερειπωμένους τόπους, κυρίως υπόγειους, ανάμεσα στα σκουπίδια και τα ποντίκια, πάντα γυμνή, και στη συνέχεια ρίχνει τις φωτογραφίες που παίρνει στην ιστοσελίδα της (mirukim. com), θέλοντας να δείξει τη μοναξιά που υπάρχει στην πιο πολυσύχναστη μητρόπολη του πλανήτη. Κι είναι αυτή η συλλογή ζωγραφιών και φωτογραφιών μια πρωτότυπη γκαλερί, τελείως διαφορετική από εκείνες της Τριμπέκα και του Σόχο.

Η ασιατικής καταγωγής νεαρή καλλιτέχνις ανήκει σε μια «φυλή της νύχτας», τους Urban Εxplorers, που τους αρέσει να κυκλοφορούν στα παλιά εργοστάσια, στα αραχνιασμένα νοσοκομεία και στους υπονόμους της Νέας Υόρκης και να τους στολίζουν με γκράφιτι και τοιχογραφίες. Ο Τζο Αναστάζιο κυκλοφορεί στα τούνελ κάτω από τους δρόμους του West Side, ο Στηβ Ντάνκαν αναζητεί ιστορικά σουβενίρ στα θεμέλια του Columbia University και ο Μόουζες Γκέιτς εξερευνά το εγκαταλελειμμένο Grain Τerminal του Μπρούκλιν, με τα 54 τσιμεντένια σιλό που το ύψος τους φτάνει τα τέσσερα μέτρα. Οι περισσότεροι είναι γύρω στα τριάντα και χαράζουν διαδρομές για εκείνους που θέλουν να ζήσουν και να επικοινωνήσουν μακριά από τον ήλιο, τα αυτοκίνητα και τις διαφημιστικές πινακίδες. Ο Αναστάζιο ξεκινά το ταξίδι του κάτω από την ψαραγορά της Φάλτον Στρητ, συνεχίζει στις ξεχασμένες σιδηροτροχιές του Grand Central Station, περιπλανιέται σε σταθμούς του μετρό που δεν άνοιξαν ποτέ (και τους έχει ονομάσει ο ίδιος «Τhe Soviet Βloc» και «Land of the Skells», Γη των Σκελετών), για να διασχίσει στη συνέχεια τον Εast River και να φτάσει στους μώλους Βedt του Μπρούκλιν ή στα ξεχασμένα βαγόνια του τελεφερίκ του Ρούζβελτ Άιλαντ.

Η φαντασία των Urban Εxplorers δεν έχει όρια, γράφει ο ανταποκριτής της Στάμπα στη Νέα Υόρκη. Άλλωστε κάτω από τη γη δεν υπάρχουν κανόνες. Ο Στηβ Ντάνκαν, που αυτοαποκαλείται «ιστορικός του αντάρτικου», έπεσε μια μέρα πάνω σε μια κοινότητα αστέγων που έχουν εγκατασταθεί κάτω από το Columbia University. Αλλά συνέχισε τη διαδρομή του, κι ας αισθάνθηκε ότι είχε παραβιάσει κάποια όρια. «Ταξιδεύοντας στα σπλάχνα μιας πόλης», σημειώνει, «γνωρίζεις καλύτερα την ιστορία της και τους ανθρώπους της. Γυρίζεις πίσω στον χρόνο και βλέπεις πράγματα που έμειναν αναλλοίωτα από τότε που φτιάχτηκαν, πενήντα, εκατό, εκατόν πενήντα χρόνια πριν».

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2007

Άλλα χέρια, ίδια γραμμή



Η Νιου Γιορκ Ποστ χάνει 30 με 50 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Οι Τάιμς του Λονδίνου παρουσίασαν το 2004 ζημιά 89 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Οστρέλιαν δεν έχει κέρδη.
Και τότε γιατί ο Ρούπερτ Μέρντοκ εξακολουθεί να αγοράζει εφημερίδες;

Η απάντηση είναι απλή: επειδή δεν τον ενδιαφέρει να βγάζει χρήματα από τις εφημερίδες του, οι οποίες άλλωστε δεν αντιστοιχούν παρά στο 14% των εσόδων της αυτοκρατορίας του. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι εφημερίδες να υπηρετούν τα συμφέροντά του, να ασκούν πιέσεις εκεί που πρέπει, να «κατασκευάζουν» υποστήριξη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Η ενημέρωση έρχεται σε δεύτερο πλάνο. Να γιατί μεγάλο μέρος του αμερικανικού δημοσιογραφικού κόσμου ανησυχεί ιδιαίτερα για την αγορά της Γουόλ Στριτ Τζέρναλ (WSJ) από τον Αυστραλό μεγιστάνα. Οι ειδησεογραφικές σελίδες αυτής της εφημερίδας- γράφει ο Έρικ Όλτερμαν στο περιοδικό Νέησιον- είναι από τις πιο τολμηρές και πιο έξυπνες σελίδες του αμερικανικού Τύπου. Τι θα απογίνουν όταν τους βάλει χέρι ένας άνθρωπος σαν τον Μέρντοκ; Τι σημαίνει για τη δημοκρατία η απώλεια της ανεξαρτησίας ενός από τους πιο παλιούς θεσμούς της; Και τι προοιωνίζεται αυτή η εξέλιξη για άλλες μεγάλες εφημερίδες, όπως είναι οι Νιου Γιορκ Τάιμς, η Ουάσινγκτον Ποστ ή οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς;

Ο Γκέι Ταλέζε δεν συμμερίζεται αυτές τις ανησυχίες. Ο 75χρονος Ιταλοαμερικανός συγγραφέας, που στα νιάτα του δούλεψε στους Νιου Γιορκ Τάιμς στους οποίους και αφιέρωσε το βιβλίο του «Το βασίλειο και η δύναμη» (1969), δεν θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός την πώληση της WSJ, ούτε από πολιτική ούτε από δημοσιογραφική άποψη. Ούτε βλέπει μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην οικογένεια Μπάνκροφτ, που κατείχε την εφημερίδα εδώ κι έναν αιώνα, και την οικογένεια Μέρντοκ. Και οι μεν και οι δε- λέει σε συνέντευξή του στην Κοριέρε ντέλα Σέρα- είναι άνθρωποι συντηρητικοί, με παρόμοιες πεποιθήσεις και συμφέροντα. Όσο για την αντικειμενικότητα της WSJ, είναι σχετική: όπως όλες οι εφημερίδες, διογκώνει ορισμένα θέματα και αποσιωπά άλλα. Οι νέοι ιδιοκτήτες μπορεί να έχουν διαφορετική αίσθηση του κοινωνικού τους ρόλου από τους προηγούμενους, αλλά όλοι αποσκοπούν στη διαφήμιση και το κέρδος, είτε λέγονται Σουλτσμπέργκερ είτε Γκρέιαμ, Πίρσον ή Μέρντοκ.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως αν οι ειδησεογραφικές σελίδες της WSJ είναι άρτιες, τα σχόλιά της ήταν ανέκαθεν στρατευμένα: υπέρ των Ρεπουμπλικανών και των πολυεθνικών, κατά των Δημοκρατικών και των συνδικάτων. Το «νέο» φύλλο μπορεί να είναι λιγότερο κομψό, αλλά η γραμμή δεν θα αλλάξει. Ο Μέρντοκ δεν θα διακινδυνεύσει την απώλεια αναγνωστών. Θα φροντίσει βέβαια, όπως κάθε επιχειρηματίας, να μην επιτίθεται πλέον το νέο του απόκτημα στα συμφέροντά του. Όσο για τη γενικότερη πτώση του Τύπου, δεν είναι ασφαλώς αυτός ο αποκλειστικός υπεύθυνος. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.

Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2007

Ασβοί και σκίουροι



Τα μάθατε τα τελευταία νέα από τη Βασόρα; Οι Βρετανοί στρατιώτες έχουν εξαπολύσει άγριους ασβούς για να καταβροχθίσουν τα κοπάδια των χωρικών, έχουν ρίξει στα ποτάμια αυγά φιδιών και έχουν αφήσει ελεύθερα λυσσασμένα σκυλιά.

Κι όλα αυτά, επειδή πριν αποχωρήσουν από τη χώρα θέλουν να εκδικηθούν τους κακούς Ιρακινούς, γιατί δεν τους αγάπησαν όσο έπρεπε. Οι συγκεκριμένες μορφές εκδίκησης έχουν καταγγελθεί τον τελευταίο καιρό από τον ιρακινό Τύπο και έχουν επιβεβαιωθεί από τα γεγονότα: ένα βίντεο που κυκλοφορεί από κινητό σε κινητό δείχνει οργισμένους χωρικούς να έχουν περικυκλώσει έναν τρομοκρατημένο ασβό και να ζητούν βοήθεια από τον Άλι, τον ανώτατο ιμάμη των σιιτών. Λέγεται ότι ένας άλλος ασβός επιτέθηκε και σκότωσε ανθρώπους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το Ιράν κατήγγειλε επισήμως ότι οι δυτικές δυνάμεις τοποθετούν κάμερες σε σκίουρους και τους στέλνουν στα σύνορα με σκοπό την κατασκοπεία. Οι κατηγορίες αυτές ανάγκασαν τον Βρετανό στρατιωτικό εκπρόσωπο στη Βασόρα να εκδώσει επίσημη διάψευση, βεβαιώνοντας ότι «σκοπός του βρετανικού στρατού είναι να θέσει τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας αυτοδιάθεση σε ζητήματα ασφαλείας».

Φταίει βέβαια κι η ζέστη: στη Βασόρα έχει αυτές τις μέρες 49 βαθμούς. Αλλά οι θεωρίες συνωμοσίας δεν ενδημούν μόνο στο Ιράκ ούτε μόνο το καλοκαίρι. Πολλοί Τούρκοι, για παράδειγμα, είναι πεισμένοι ότι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Ρώσοι είχαν μολύνει τη Θάλασσα του Μαρμαρά με αρπακτικά ψάρια που καταβρόχθιζαν τους οξύρρυγχους, ώστε οι τελευταίοι να καταφύγουν στη ρωσική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας και η Ρωσία να αποκτήσει τον παγκόσμιο έλεγχο του χαβιαριού. Πρόσφατη δημοσκόπηση του ΒΒC έδειξε ότι μόνο το 43% των Βρετανών πιστεύουν την επίσημη εκδοχή για τον θάνατο της Νταϊάνας. Σύμφωνα με μια άλλη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Ζόγκμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 42% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η κυβέρνησή τους κρύβει σημαντικά στοιχεία για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.

Πώς εξηγείται η ευρύτατη απήχηση που είχαν πάντα οι θεωρίες συνωμοσίας; Ο Γκίντεον Ράχμαν, από τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», αναφέρει τέσσερις λόγους. Κλειστές κοινωνίες, όπως η Μέση Ανατολή, στηρίζονταν πάντα σε τέτοιες θεωρίες για να εξηγήσουν την πολιτική και την Ιστορία. Διχασμένες κοινωνίες, όπως η αμερικανική, καταφεύγουν συχνά σε ανάλογα σενάρια, προσπαθώντας να ανακαλύψουν αυτά που τους «κρύβουν» τα μέσα ενημέρωσης. Σε χώρες όπως η Ρωσία και η Ινδία, η κληρονομιά της δικτατορίας και η ύπαρξη ισχυρών μυστικών υπηρεσιών έχουν δημιουργήσει μια πεποίθηση ότι πίσω από την επίσημη Ιστορία υπάρχει πάντα μια κρυμμένη αλήθεια. Θύματα θεωριών συνωμοσίας πέφτουν όμως πολλές φορές και ισχυροί κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως ο Πωλ Γούλφοβιτς και ο Ρίτσαρντ Περλ: κάπως έτσι δεν άρχισε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ;