Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007

Στην πυρά το βιβλίο, μαζί με τον συγγραφέα!



Τον καθηγητή δεν τον βλέπω καλά. Μετά την απόφαση του Ισραηλινού Κοινοβουλίου ότι το βιβλίο του «έκανε κακό στους Εβραίους», κάποιος θα τον περιμένει στη γωνία τον προδότη και θα τον φάει, όπως έγινε με τον Ράμπιν.

Ο Αριέλ Τοάφ είναι ιστορικός και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Δεν ξέρουμε πόσο σοβαρός είναι, αυτό όμως δεν έχει καμιά σχέση με το δικαίωμά του να εκφράζει τις απόψεις του. Στις αρχές του μήνα εκδόθηκε στην Ιταλία - αλλά όχι και στο Ισραήλ, για λόγους που θα γίνουν αμέσως φανεροί - ένα βιβλίο του με τίτλο «Πάσχα του αίματος». Στο βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε σε μόλις 3.000 αντίτυπα αφού απευθυνόταν σε έναν στενό κύκλο ερευνητών, ο συγγραφέας διατυπώνει την υπόθεση ότι ορισμένες κοινότητες Εβραίων Ασκενάζι ενδέχεται να διέπραξαν στον Μεσαίωνα τελετουργικά εγκλήματα με θύματα χριστιανούς. Είτε τα εγκλήματα αυτά διαπράχθηκαν - οπωσδήποτε σε περιορισμένη κλίμακα - είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι το κύμα αντισημιτισμού που προκλήθηκε οδήγησε σε πολλές δίκες και σε εκτελέσεις χιλιάδων Εβραίων.

Οι περισσότεροι Ιταλοί μεσαιωνολόγοι, μαζί με τον πατέρα του Τοάφ που είναι Ιταλός ραβίνος, απέρριψαν τα συμπεράσματα του βιβλίου και κατήγγειλαν τη μέθοδο που χρησιμοποίησε ο ιστορικός. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Αντριάνο Πρόσπερι στη Ρεπούμπλικα, «τα βασανιστήρια είναι μια μέθοδος που μπορεί να κάνει οποιονδήποτε να ομολογήσει οτιδήποτε». Μπροστά στις αντιδράσεις αυτές, ο Τοάφ αποφάσισε να ζητήσει από τον εκδοτικό οίκο να αποσύρει το βιβλίο, ώστε να επανεξετάσει τα επίμαχα αποσπάσματά του. Δήλωσε μάλιστα ότι, σε ένδειξη λύπης, θα προσφέρει όλα τα έσοδα στον Αντιδυσφημιστικό Σύνδεσμο, που εδρεύει στην Αμερική. Και το θέμα θα είχε τελειώσει κάπου εδώ αν δεν ερχόταν αυτή την εβδομάδα το Ισραηλινό Κοινοβούλιο να καταγγείλει την έκδοση του βιβλίου, δηλώνοντας ότι «το περιεχόμενό του και οι συζητήσεις που προκάλεσε έκαναν κακό στους Εβραίους και στην επιστημονική αλήθεια». Στη διάρκεια της συζήτησης, μια βουλευτής του Καντίμα ζήτησε την παραπομπή του συγγραφέα σε δίκη, ενώ ένας ακροδεξιός βουλευτής απαίτησε τη διαγραφή του από το Πανεπιστήμιο.

Η απόφαση της Κνεσέτ συνιστά σοβαρή εκδήλωση μισαλλοδοξίας, γράφει στην Κοριέρε ο ιταλός ιστορικός Κάρλο Γκίνσμπουργκ. Το βιβλίο πρέπει να συζητηθεί, ασφαλώς να επικριθεί (και ο ίδιος το επέκρινε με σφοδρότητα), αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε ακαδημαϊκό, όχι σε πολιτικό επίπεδο. Με την απόφαση αυτή αποστέλλεται ένα απειλητικό μήνυμα όχι μόνο στον άμεσο στόχο, αλλά και σε όλους τους «νέους ιστορικούς» του Ισραήλ που τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αμφισβητήσει τόσο την παραδοσιακή εικόνα για τη γέννηση του ισραηλινού κράτους όσο και αυτά που προηγήθηκαν. Στο μεταξύ, το βιβλίο αρχίζει να αποκτά θρυλικές διαστάσεις: ένα αντίτυπο πουλήθηκε πρόσφατα μέσω της ιστοσελίδας e-Bay έναντι 300 ευρώ...

Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

Είναι οι γάτες αριστερές;



32,8 εκατομμύρια ευρώ: αυτό είναι το ποσό που επένδυσε πέρυσι στην τηλεόραση η γαλλική βιομηχανία προϊόντων διατροφής για κατοικίδια ζώα. Και αν αγνοούμε το αντίστοιχο ποσό για την Ελλάδα, θα είναι ασφαλώς επίσης πολύ υψηλό.

Μια έκπληξη επιφύλαξε την περασμένη εβδομάδα στους ενδιαφερομένους η αντίστοιχη «AGB» της Γαλλίας. Δίπλα στις γνωστές κατηγορίες του πληθυσμού που παρακολούθησαν τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ στην εκπομπή «Έχω μια ερώτηση να σας κάνω» (νέοι ηλικίας 15-24 ετών, απόφοιτοι πανεπιστημίου κ.λπ.), υπήρχαν δύο καινούργιες κατηγορίες: «νοικοκυρές με γάτα» και «νοικοκυρές με σκύλο». Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της εταιρείας, την «ανάκριση» της υποψήφιας του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος παρακολούθησε το 37,9% των πρώτων και το 32,4% των δεύτερων. Η ίδια η δημοσιοποίηση των ποσοστών αυτών δείχνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των διαφημιστών για τους ιδιοκτήτες κατοικιδίων ζώων: με βάση τις αγαπημένες εκπομπές της κυρίας με το κανίς θα επιλεγεί το pet food που θα διαφημιστεί εκείνες τις ώρες. Προσοχή: τα ψάρια δεν μπαίνουν στον λογαριασμό, παρ' ότι είναι πολύ περισσότερα από τους σκύλους και τις γάτες. Και αυτό αποτελεί ασφαλώς μια πρόκληση για το μέλλον. Αλλά ας μην αλλάζουμε κουβέντα: το θέμα είναι σοβαρό, τόσο σοβαρό ώστε η Λιμπερασιόν αποφάσισε να το ερευνήσει περαιτέρω. Όπως γράφουν αυτοσαρκαζόμενοι οι συντάκτες του ρεπορτάζ, από τον Μάο στο μιάου...

Δίδαγμα πρώτο: η νοικοκυρά με σκύλο ή γάτα είναι γυναίκα. Εκείνη αποφασίζει τι θα ταΐσει το ζώο, εκείνος απλώς πληρώνει. Δίδαγμα δεύτερο: οι νοικοκυρές αυτές είναι πολλές. Στη Γαλλία υπάρχουν 4,3 εκατομμύρια νοικοκυρές με γάτα και 3,9 εκατομμύρια με σκύλο. Δίδαγμα τρίτο: οι πρώτες δεν έχουν καμιά σχέση με τις δεύτερες. Η νοικοκυρά με γάτα είναι νεώτερη (όχι νέα, απλώς μερικά χρόνια νεώτερη, γύρω στα 56), έχει περισσότερα χρήματα, ζει στην πόλη και βλέπει κάπως λιγότερη τηλεόραση: τεσσερισήμισι ώρες την ημέρα, όσες και η νοικοκυρά που δεν έχει κανένα ζώο, έναντι τεσσάρων ωρών και 41 λεπτά που βλέπει η νοικοκυρά με σκύλο. Είναι πιο εκλεκτική, προτιμά τις σειρές με γάτες από εκείνες με σκύλους (αλλά αυτό δεν χρειαζόταν να μας το πει η επιστήμη) και ενδιαφέρεται για την επικαιρότητα: στις 20 δημοφιλέστερες εκπομπές του 2006 για τις νοικοκυρές με γάτα συναντάμε πέντε φορές το δελτίο ειδήσεων των οκτώ, ενώ δεν το συναντάμε καμιά φορά στις νοικοκυρές με σκύλο.

Για να επιστρέψουμε όμως στη Σεγκολέν: το ότι είδαν την εκπομπή περισσότερες νοικοκυρές με γάτα να σημαίνει άραγε ότι η γάτα είναι αριστερή και ο σκύλος δεξιός; Ε λοιπόν όχι, γιατί η ίδια διαφορά παρατηρήθηκε και με την «ανάκριση» του Σαρκοζί. Με αγωνία αναμένονται τώρα οι μετρήσεις για τη χθεσινή εκπομπή με τον κεντροδεξιό υποψήφιο, τον Μπαϊρού. Κάτι θα υποσχέθηκε για τις γάτες, δεν μπορεί.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Ο δικαστής έδειξε επιείκεια



Τρία χρόνια για προσβολή της θρησκείας και έναν χρόνο για προσβολή του προέδρου Μουμπάρακ. Ζυγισμένη απόφαση, παστρική, αποκαλυπτική για την ποιότητα της αιγυπτιακής δικαιοσύνης. Και η μπλογκόσφαιρα έχει πάρει φωτιά.

Εξήντα άνθρωποι βρίσκονται σήμερα στη φυλακή επειδή δημοσίευσαν στο Internet κείμενα εναντίον των κυβερνήσεών τους. Πρωταθλήτρια της καταστολής, με 52 μπλόγκερ, είναι η Κίνα: με τις αρχές συνεργάζονται εδώ και οι ξένες εταιρείες που παρέχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο, οι οποίες όχι μόνο έχουν δεχθεί να αποκλείσουν συγκεκριμένες φράσεις («σφαγή της Τιενανμέν», «ανεξάρτητο Θιβέτ»), αλλά δίνουν και πληροφορίες που οδηγούν σε συλλήψεις διαφωνούντων (δύο φορές το έχει κάνει μέχρι τώρα η Yahoo, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα). Ακολουθούν το Βιετνάμ (4), η Συρία (3), η Τυνησία, η Λιβύη και το Ιράν, με έναν κρατούμενο μπλόγκερ η καθεμία. Το Ιράν αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση, αφού μεγάλο ποσοστό των 100.000 μπλόγκερ είναι γυναίκες.

Στον θλιβερό κατάλογο έχει προστεθεί πλέον και η Αίγυπτος, μετά τη σύλληψη και καταδίκη σε τέσσερα χρόνια φυλακή του 22χρονου μπλόγκερ Αμπντελκαρίμ Σουλεϊμάν. Το έγκλημά του ήταν ότι επέκρινε μέσα από το ηλεκτρονικό του ημερολόγιο το Πανεπιστήμιο του Αλ Άζχαρ, στο οποίο σπούδαζε νομικές επιστήμες. «Πρόκειται για πανεπιστήμιο της τρομοκρατίας» έγραψε. Η διοίκηση του Πανεπιστημίου, όπου εδρεύει η ανώτατη αρχή του σουνιτικού Ισλάμ, τον απέβαλε και ζήτησε τη σύλληψή του. Η οικογένειά του τον αποκήρυξε και ο πατέρας του ζήτησε τη θανατική του καταδίκη! Αλλά ο δικαστής έδειξε επιείκεια. «Στην ιστοσελίδα του, ο κατηγορούμενος γράφει ότι το Ισλάμ υποκινεί την τρομοκρατία, το μίσος και τις δολοφονίες» είπε την περασμένη εβδομάδα ο Αϊμάν Οκάζ, δικαιολογώντας την απόφασή του. «Επιπλέον, διαδίδει στους συναδέλφους του λανθασμένες ιδέες για το Ισλάμ».

Η υπόθεση έχει πάρει μεγάλη δημοσιότητα, μπλόγκερ απ' όλο τον κόσμο εκφράζουν την αλληλεγγύη τους και κυβερνήσεις απαιτούν την απελευθέρωσή του (όποιος θέλει να λάβει μέρος στο κίνημα διαμαρτυρίας μπορεί να προσυπογράψει σχετικό υπόμνημα που κυκλοφορεί από την ιστοσελίδα www. petitiononline. com/ KAmer/petition. html ή να στείλει e-mail στην αιγυπτιακή πρεσβεία στην Αθήνα: emb. egypt@yahoo.gr). Η διεθνής κινητοποίηση δεν εξηγείται μόνο λόγω της σκανδαλώδους καταδίκης ενός νέου ανθρώπου που προσπαθεί να εκφραστεί σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Ούτε μόνο λόγω της ανησυχίας που προκαλούν όλα αυτά τα «πανεπιστήμια της τρομοκρατίας» με τα οποία έχει γεμίσει ο ισλαμικός κόσμος. Είναι και η συγκίνηση που προκαλεί το blog του Σουλεϊμάν (karam903. blogspot. com): αφιερωμένο στον Κρίστοφ Προμπστ, που αποκεφαλίστηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1943 «επειδή τόλμησε να πει "όχι" στον Χίτλερ», είναι (ή μάλλον ήταν) ένας χώρος φρέσκος, ενδιαφέρων, μαχητικός και κεφάτος (πού να ξέραμε και αραβικά!). Οι καταγγελίες μπλέκονται με τα τραγούδια, η οργή με τη νοσταλγία, τρέξτε μόνο να προλάβετε, ίσως το blog να μη βρίσκεται για πολύ καιρό ακόμη στη θέση του.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2007

Σε αναζήτηση ησυχίας



Η Σάντρα είναι μια Γαλλίδα γύρω στα σαράντα, μητέρα τριών παιδιών, επιτυχημένη δικηγόρος, υπερκινητική, και τον τελευταίο καιρό την κυνηγά μια έμμονη ιδέα: να αποκτήσει στο σπίτι της ένα δικό της χώρο όπου δεν θα την ενοχλεί κανείς. Δεν την ενδιαφέρει το μέγεθος. Το μόνο που θέλει είναι μερικά δικά της τετραγωνικά μέτρα για να μπορεί να απομονώνεται, να ακούει μουσική, να διαβάζει ή να αναπαύεται. Αυτό που σκέπτεται να κάνει, αλλά πρέπει να πείσει τον άνδρα της, είναι να χωρίσει το υπνοδωμάτιό της στα δύο. Μέχρι τότε, όταν θέλει λίγη ησυχία κλείνεται στο μπάνιο.

Η ανάγκη της ιδιωτικότητας γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν διαχωρίστηκε ο χώρος της δουλειάς από το σπίτι. Στα σπίτια των πλουσίων θα εφευρεθεί τότε το «δωμάτιο υπηρεσίας», ώστε η υπηρέτρια να μην μπλέκεται στα πόδια της οικογένειας. Αλλά η απελευθέρωση του ατόμου δεν βρίσκεται ακόμη στην ημερήσια διάταξη. Το 1929, η Βιρτζίνια Γουλφ θα υπερασπιστεί με πάθος την ανάγκη ενός «ατομικού δωματίου» ως χώρο σκέψης και δημιουργίας - αλλά η κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη να το δεχθεί. Θα χρειαστεί να έρθει η δεκαετία του '60 για να αναγνωριστεί η ανάγκη των παιδιών για δικό τους δωμάτιο. Σιγά σιγά, βοηθούντων και των διαζυγίων, η κοινωνία θα χαλαρώσει και η λειτουργία των σπιτιών θα αλλάξει. Στην καθημερινή ζωή, λέει ο κοινωνιολόγος Φρανσουά ντε Σινγκλύ στη Φιγκαρό, αυτή η χαλάρωση θα εκφραστεί με την εναλλαγή ανάμεσα στις στιγμές όπου ο καθένας είναι στον δικό του κόσμο και σ' εκείνες όπου συναντιέται με την υπόλοιπη οικογένεια, είτε κατά ομάδες (μάνα και κόρη μπροστά στο σίριαλ, πατέρας και γιος μπροστά στον ποδοσφαιρικό αγώνα) είτε όλοι μαζί.

Ωραίο ακούγεται - αλλά στην πράξη δεν είναι τόσο εύκολο. Πώς να δουλέψεις με ησυχία όταν η γυναίκα σου θέλει να ακούσει μουσική; Πώς να διαβάσεις όταν τα παιδιά θέλουν να δουν τηλεόραση; Προκειμένου να καλυφθούν όλες οι ανάγκες, τα δωμάτια αποκτούν πολλαπλούς ρόλους, το καθιστικό γίνεται τραπεζαρία, κινηματογράφος και χώρος ανάπαυσης, το μπάνιο γίνεται γυμναστήριο, το υπνοδωμάτιο συνδέεται με τον κυβερνοχώρο. Και η ανάγκη ενός ιδιωτικού χώρου παραμένει: το 53% των Γάλλων δηλώνουν πως θα ήθελαν ένα επιπλέον δωμάτιο. Η λύση δεν χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ριζική. Είναι αρκετό να εγκαταστήσει κανείς ένα κινητό διαχωριστικό χώρισμα ή να αξιοποιήσει τη λύση της σοφίτας.

Εκτός βέβαια αν επιλεγεί η λύση που προτείνει ο Μπεναμπάρ, ένας τραγουδιστής επηρεασμένος από τον Μπρασένς και τον Τομ Γουέιτς που ακούγεται πολύ τελευταία στη Γαλλία: «Ο κύριος θέλει να φτιάξει μια κάβα, η κυρία θέλει ένα δεύτερο μπάνιο. Θα γίνει ένα δεύτερο μπάνιο»...

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

Το σαράκι της Σρεμπρένιτσα



Ξέφυγε από τη Σρεμπρένιτσα, αλλά η Σρεμπρένιτσα δεν ξέφυγε απ' αυτόν. Φώλιασε μέσα του και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδικηθεί. Ακόμη και εναντίον των σωτήρων του.

Το 1993, ο Σουλεϊμάν Τάλοβιτς στάθηκε τυχερός. Μετά τη δολοφονία του πατέρα του, η μάνα του κατάφερε να τον πάρει και να φύγουν από το χωριό τους, το Ταλόβιτσι της Βοσνίας. Ήταν τότε τεσσάρων ετών. Κατέφυγαν στη Σρεμπρένιτσα, σίγουροι ότι οι Ολλανδοί κυανόκρανοι θα τους προστατεύσουν. Το 1995, όταν 8.000 μουσουλμάνοι σφαγιάστηκαν από τις δυνάμεις του στρατηγού Μλάντιτς υπό τα απαθή βλέμματα των Ολλανδών, μάνα και γιος στάθηκαν ξανά τυχεροί. Όχι μόνο γλίτωσαν τη ζωή τους, αλλά έφυγαν για τη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική, όπου τους χορηγήθηκε το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα και άδεια παραμονής. Εγκαταστάθηκαν στο Σολτ Λέικ Σίτυ, στη Γιούτα των αποξηραμένων λιμνών, των απολιθωμάτων από δεινοσαύρους και των μορμόνων. Ο Σουλεϊμάν πήγαινε στο σχολείο, έτρωγε φαλάφελ στο τοπικό έθνικ εστιατόριο και το βράδυ στηνόταν μπροστά στην τηλεόραση που ήταν πάντα συντονισμένη σε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα μέσω δορυφόρου. Στις συνάξεις των πιστών δεν πήγαινε, δεν ήταν καλός μουσουλμάνος.

Αλλά το σαράκι της Σρεμπρένιτσα δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Άρχισε να κυκλοφορεί φορώντας μαύρα, όπως οι δολοφόνοι του σχολείου Κολουμπάιν, στο Κολοράντο ή οι καμικάζι της τζιχάντ. Το 2004 παράτησε το σχολείο. Προμηθεύτηκε κι ένα όπλο. Στη Γιούτα είναι πιο εύκολο να αγοράσεις ένα πιστόλι παρά μια μπίρα. Και παραμονές του Αγίου Βαλεντίνου όρμησε στο εμπορικό κέντρο της Τρόλεϊ Σκουέαρ κι άρχισε να πυροβολεί. Σκότωσε πέντε ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους τέσσερις, προτού σκοτωθεί και ο ίδιος από έναν αστυνομικό εκτός υπηρεσίας που έτρωγε παγωτό με τη γυναίκα του. Όπως γράφει ο Βιτόριο Τσουκόνι στη Ρεπούμπλικα, αυτό που δεν κατάφερε ο Μιλόσεβιτς στη Βοσνία το έκανε ένας μορμόνος αστυνομικός που έτρωγε παγωτό στο Σολτ Λέικ Σίτυ.

Στο μπαρ όπου μαζεύεται η τοπική σερβική κοινότητα για να παρακολουθήσει τους ίδιους ποδοσφαιρικούς αγώνες που έβλεπε ο Σουλεϊμάν, κάποιος είπε «να ποιοι είναι οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας, καλά να πάθει η Αμερική που τους υπερασπίστηκε». Οι μουσουλμάνοι δεν αλλάζουν ποτέ, είναι γεννημένοι τρομοκράτες, έγραψε στο blog του ένας τύπος που υπογράφει ως Ντέηβιντ Χάνκο. «Δεν εντάσσονται ποτέ στην κοινωνία και κάποια μέρα τα βάζουν με τους χριστιανούς». Αυτά είναι ψέματα, διαμαρτύρεται η θεία του δολοφόνου. Επτά χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες ζουν εδώ πέρα και ώς τώρα δεν είχε συμβεί τίποτα, άλλωστε κανείς δεν έχει χαρακτηρίσει τρομοκράτες τους χριστιανούς που σκοτώνουν παιδιά στα αμερικανικά σχολεία. Οι μορμόνοι είναι θορυβημένοι. Τώρα που έχουν και υποψήφιο πρόεδρο θέλουν πάση θυσία την ηρεμία, οργανώνουν συναντήσεις μεταξύ Σέρβων και μουσουλμάνων, κάποιος κρέμασε μια εικόνα της Παναγίας στην πόρτα του σπιτιού όπου έμενε ο Σουλεϊμάν. Ποιος ξέρει, μπορεί και να βοηθήσει.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2007

Σουηδικά ταμπού



Είναι φορές που με μια απλή αφορμή - ένα βιβλίο, μια ιστορία, μια ταινία - αρχίζεις να βλέπεις με άλλο μάτι έναν τόπο. Τον μύθο της φιλελεύθερης Σουηδίας αναλαμβάνει τώρα να τον ταρακουνήσει μια ελεύθερη γυναίκα.

Το 1976, σε ηλικία πενήντα ετών, η Κέρστιν Τόρβαλ έγραψε ένα βιβλίο που έμελλε να την οδηγήσει στην αυτοεξορία. Ο τίτλος του ήταν «Το Ταμπού». Αποφασισμένη να λύσει τους λογαριασμούς της με τα παιδικά της χρόνια (ο πατέρας ψυχωτικός και σεξομανής, η μάνα αυστηρών ηθικών αρχών) και να απαλλαγεί από τις τύψεις της (κακή μητέρα, άπιστη σύζυγος, νυμφομανής), η ηρωίδα αποδέχεται την επιθυμία της να έχει πολλούς συντρόφους, και πιο νέους απ' αυτήν. Τη λένε Άννα και είναι κι αυτή πενηντάρα σαν τη συγγραφέα. Οι προφανείς αυτοβιογραφικές αναφορές και η απεικόνιση μιας χώρας, όπου ένας ασηπτικός εκσυγχρονισμός συγκαλύπτει έναν ευρύτατο πουριτανισμό, θα εξοργίσουν τους κριτικούς, κυρίως τους άνδρες, που θα μιλήσουν για «ηθικό σοκ». Η Τόρβαλ θα φύγει στη Γαλλία, όπου θα μείνει αρκετά χρόνια. Στο μεταξύ, όμως, το βιβλίο της θα γίνει μπεστ σέλερ και θα ανεβεί στο θέατρο. Η συγγραφέας θα επιστρέψει στη χώρα της, θα ξαναπιάσει την παλιά της δουλειά ως σχεδιάστρια μόδας, θα αναλάβει μια εβδομαδιαία στήλη στην εφημερίδα Αφτονμπλάντετ - και θα συνεχίσει να γράφει.

Ογδόντα ενός ετών σήμερα, η Τόρβαλ έχει γράψει πάνω από εξήντα βιβλία. Για την «Τριλογία της Σίγκνε», που εκδόθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, τιμήθηκε με πολλά λογοτεχνικά βραβεία και είδε επιτέλους την αξία της να αναγνωρίζεται. Στη χώρα της τουλάχιστον - γιατί στο εξωτερικό εξακολουθεί να είναι άγνωστη. Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε επιτέλους στη Γαλλία το πρώτο βιβλίο αυτής της τριλογίας που αναφέρεται στη Σουηδία των αρχών του 20ού αιώνα, όταν ένας αγροτικός και ασκητικός Βορράς συγκρούεται με ένα Νότο που ανοίγεται προς την πρόοδο. Ο τίτλος του είναι «Η θυσία της Χίλμα» και, όπως επισημαίνει η Μοντ, συναντάμε εδώ τα ίδια θέματα που είχαν σοκάρει τη σουηδική κοινωνία πριν από 30 χρόνια: την ασφυξία που προκαλεί η πουριτανική εκπαίδευση, την αποτυχία μιας γυναίκας να ανταποκριθεί σε όλα τα καθήκοντά της, την ανάγκη της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Κόρη ενός ξυλοκόπου από το Βορρά, η Χίλμα συναντά ένα δάσκαλο από τον Νότο, τον Σίγκφριντ, ο οποίος την ερωτεύεται και τη ζητά σε γάμο. Δυστυχώς κανείς δεν κάνει τον κόπο να ενημερώσει τη Χίλμα πως ο Σίγκφριντ μπορεί να είναι γοητευτικός, μπορεί να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο, αλλά έχει ήδη φυλακιστεί για διανοητικές διαταραχές. Η πρώτη νύχτα του γάμου είναι ένας πραγματικός βιασμός, επεμβαίνει η αστυνομία, ο Σίγκφριντ κλείνεται ξανά στη φυλακή, όταν βγει θα έχει αιμομικτικές σχέσεις με την κόρη τους, τη Σίγκνε, αλλά η Χίλμα εξακολουθεί να πιστεύει σ' αυτόν τον γάμο, βλέποντας το θέλημα του Θεού.

Μήπως θυμήθηκε κανείς εκείνο το εκπληκτικό «Δαμάζοντας τα κύματα» ενός άλλου Σκανδιναβού, του Λαρς Φον Τρίερ;

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

Στους ρυθμούς του μπαντονεόν



Το αποκαλούν «Tango Queer», αλλά δεν αφορά μόνο τους ομοφυλόφιλους. Είναι μια αλλαγή ρόλων, μια ανατροπή της παράδοσης, και ως εκ τούτου μια επανάσταση στη χώρα του Πιατσόλα και του Κάρλος Γκαρντέλ.

Ο 39χρονος Μαρσέλο, που εργάζεται σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο στο κέντρο του Μπουένος Άιρες, πηγαίνει σχεδόν κάθε βράδυ στο «Μιλόνγκα Μάρσαλ». Και αναλαμβάνει να εξηγήσει ευχαρίστως στον ανταποκριτή της Στάμπα το καινούργιο φαινόμενο με το οποίο έχει παθιαστεί ο ίδιος και χιλιάδες ακόμη συμπατριώτες του. «Το τάνγκο είναι ένας χορός όπου τα βήματα του άνδρα καθρεφτίζουν αυστηρά εκείνα της γυναίκας. Στην εκδοχή Queer, αντίθετα, χορεύεις χωρίς κανόνες και χωρίς να υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα: ο καθένας μπορεί να προσδιορίσει τον δικό του χώρο στο εσωτερικό του ζευγαριού και κανείς δεν κρίνει τη συμπεριφορά των άλλων». Στο Μάρσαλ χορεύουν άνδρες με άνδρες, γυναίκες με γυναίκες, και κανείς δεν ενοχλείται, κανείς δεν επαναστατεί εναντίον αυτής της ιεροσυλίας.

Είναι αλήθεια ότι το κοινό αποτελείται κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, από ομοφυλόφιλους. «Queer», άλλωστε, είναι ένας όρος που κατασκευάστηκε την περασμένη δεκαετία στις Ηνωμένες Πολιτείες για να παρουσιάσει τους γκέι ως κάτι παράξενο και να τους στιγματίσει. Στη συνέχεια, όμως, εκείνοι τον υιοθέτησαν και του άλλαξαν χρώμα. Κι αν τώρα τον συσχέτισαν στην Αργεντινή με τη μιλόνγκα και το τάνγκο, είναι επειδή πολλοί εραστές αυτού του χορού είχαν βαρεθεί να αντιμετωπίζουν εχθρικά βλέμματα στα παραδοσιακά μπαρ, που είναι αρκετά συντηρητικά. «Όσοι αντιδρούν στον νέο χορό δεν καταλαβαίνουν ότι όποιος μαθαίνει να αλλάζει ρόλους στο εσωτερικό του τάνγκο χορεύει καλύτερα και διασκεδάζει περισσότερο», λέει η ψυχολόγος Μαριάνα Φαλκόν. «Οι μεγάλοι χορευτές ανέκαθεν δοκίμαζαν τα γυναικεία βήματα για να τελειοποιήσουν το στυλ τους. Κι όποιος μελετήσει τους στίχους των πιο διάσημων τραγουδιών θα διαπιστώσει ότι μιλούν για άνδρες μόνους και εγκαταλελειμμένους από τις γυναίκες τους».

Αυτή η ρεβάνς του τάνγκο μεταξύ ανδρών συνοδεύεται από την άνθηση του τουρισμού των γκέι στο Μπουένος Άιρες. Η πρωτεύουσα της Αργεντινής έχει γίνει εδώ και μερικά χρόνια η νέα Μέκκα των γκέι, «κλέβοντας» αυτόν τον τίτλο από το Σαν Φρανσίσκο. Και τον ερχόμενο Νοέμβριο οργανώνει το πρώτο διεθνές φεστιβάλ Tango Queer. «Δεν θα είναι μόνο ένας διαγωνισμός», σημειώνει η Ροξάνα Γκαργκάνο, στην οποία οφείλει το όνομά του ο νέος χορός. «Θα είναι μια μεγάλη γιορτή για να συναντήσουμε τους φίλους με τους οποίους βρισκόμαστε εδώ και χρόνια σε επαφή. Κι όπως το φεστιβάλ τάνγκο που οργανώνει κάθε χρόνο ο δήμος κλείνει πάντα με μια υπαίθρια μιλόνγκα κοντά στην Πλατεία του Μάη, έτσι κι εμείς ονειρευόμαστε μια παρέλαση στους ρυθμούς του μπαντονεόν, στην καρδιά της πιο χορευτικής πόλης του κόσμου».

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007

Φωλιά του Κούκου, 2007



«Κάναμε το καθήκον μας. Πολεμήσαμε. Επιστρέψαμε στην πατρίδα τραυματισμένοι. ΟΚ. Όποιοι κι αν είναι όμως αυτοί εδώ που υποτίθεται ότι είναι επιφορτισμένοι με την επανένταξή μας, θα έπρεπε να το κάνουν». Ράιαν Γκρόουβς, 26 ετών.

Τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών που έχουν σκοτωθεί στο Ιράκ τον γνωρίζουμε: μέχρι το τέλος της περασμένης εβδομάδας είχαν φτάσει τους 3.133. Γνωρίζουμε και τον αριθμό των τραυματιών: περισσότεροι από 23.500. Χάρις στις προόδους της Ιατρικής, αντιστοιχούν πλέον πολύ περισσότεροι τραυματίες ανά νεκρό (8 στο Ιράκ, έναντι 3 στο Βιετνάμ). Οι συνθήκες περίθαλψης αυτών των τραυματιών όμως, πολλοί από τους οποίους δεν θα συνέλθουν ποτέ από το σοκ που υπέστησαν, δείχνουν με ανάγλυφο τρόπο τη βαθειά περιφρόνηση της αμερικανικής κυβέρνησης προς την ανθρώπινη ζωή, ακόμη κι εκείνη των Αμερικανών πολιτών.

Το νοσοκομείο «Ουόλτερ Ριντ» της Ουάσινγκτον είναι το πιο γνωστό στρατιωτικό νοσοκομείο της Αμερικής. Εδώ νοσηλεύεται το ένα τέταρτο των στρατιωτών που τραυματίζονται στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Στην πτέρυγα 57 αυτού του νοσοκομείου, όπου γίνονται οι ακρωτηριασμοί, ποζάρουν συχνά μπροστά στις κάμερες ο Πρόεδρος και ο υπουργός Αμύνης. Κι ύστερα αποχωρούν, ικανοποιημένοι που έκαναν το καθήκον τους. Κι αφήνουν πίσω τους νέους ανθρώπους χαμένους στη γραφειοκρατία και τους εφιάλτες τους. Δύο δημοσιογράφοι της «Ουάσινγκτον Ποστ» πέρασαν εκεί τέσσερις μήνες - χωρίς να το γνωρίζει η διοίκηση του νοσοκομείου - και περιγράφουν αυτά που είδαν σε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε προχθές. Έμπειροι αξιωματικοί με διαταραγμένη μνήμη από τραύματα περιπλανιούνται επί εβδομάδες προσπαθώντας να δουν έναν γιατρό. Άλλοι εξαφανίζονται για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα. Πολλοί απλώς φεύγουν. Ο 19χρονος στρατιώτης Τζέρεμι Χάρπερ, που έπαθε νευρικό κλονισμό στο Ιράκ όταν είδε τρεις φίλους του να σκοτώνονται, γυρνούσε ένα βράδυ στους διαδρόμους του νοσοκομείου μ' ένα μπουκάλι στο χέρι. Την άλλη μέρα βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του.

Έξω ακριβώς από τις πύλες του νοσοκομείου, και σε απόσταση μόλις 8 χιλιομέτρων από τον Λευκό Οίκο, υπάρχει ένα κτίριο που θυμίζει Φωλιά του Κούκου. Είναι το Κτίριο 18, απ' όπου έχουν περάσει εκατοντάδες στρατιώτες κι έχουν νοσηλευτεί δίπλα στα ποντίκια και τις κατσαρίδες. Εδώ, οι τραυματίες φροντίζουν άλλους τραυματίες. Στρατιώτες με δικά τους ψυχολογικά προβλήματα επιφορτίζονται να προσέχουν άλλους με τάσεις αυτοκτονίας. Πολλοί αποτρελαίνονται. Άλλοι δίνουν τέλος στη ζωή τους. Έμποροι ναρκωτικών μπαίνουν ελεύθερα από τη σπασμένη πόρτα του γκαράζ και κυκλοφορούν ανάμεσα στους στρατιώτες με σχιζοφρένεια, παραισθήσεις και εγκεφαλικές βλάβες. Όσοι κοινωνικοί λειτουργοί προσπάθησαν να κάνουν κάτι αναγκάστηκαν γρήγορα να τα παρατήσουν μπροστά στη γραφειοκρατία και την αδιαφορία.

«Υπηρέτησα δίπλα σε όλμους», λέει ο 25χρονος Τζορτζ Ρομέρο που επέστρεψε από το Ιράκ με ψυχολογικές διαταραχές. «Αλλά εδώ δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα, με τόσες απειλές κάθε μέρα». Περισσότερα δεν θέλει να πει. Ίσως να έχει ακούσει και για εκείνον τον στρατιώτη που είχε μιλήσει τον περασμένο Δεκέμβριο σε ένα ανάλογο ρεπορτάζ του ραδιοφώνου και τον πέρασαν από στρατοδικείο.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007

Παρατηρώντας ερείπια



Το Brookings Institution, ένα από τα γνωστότερα κεντροαριστερά ιδρύματα της Ουάσινγκτον, έδωσε αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα έκθεση για τον πόλεμο στο Ιράκ με τίτλο «Τα πάντα γίνονται κομμάτια». Ο Δημοκρατικός βουλευτής Τζιμ ΜακΝτέρμοτ, που ζήτησε πέρυσι από τον πρόεδρο Μπους να παρουσιάσει ένα σχέδιο για το Ιράκ, έδωσε στην ομιλία του τον τίτλο «Το κέντρο δεν αντέχει». Τα αμερικανικά blogs έχουν γεμίσει τελευταία με τη φράση «Απ' το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός». Κι αν κάποιος ήθελε να χαρακτηρίσει τη σημερινή ιστορική περίοδο, δύσκολα θα έβρισκε καταλληλότερη φράση απ' αυτό το δίστιχο: «Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι/ Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους».

Όλα τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται από ένα ποίημα που έγραψε ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς το 1919 και του έδωσε τον τίτλο «Δευτέρα Παρουσία» (η μετάφραση είναι του Γιώργου Σεφέρη, από τις «Αντιγραφές», Ίκαρος 1978). Το ποίημα αυτό έχει γίνει στην πραγματικότητα το επίσημο ποίημα του πολέμου στο Ιράκ. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Όπως επισημαίνει η Ελεν Βέντλερ, καθηγήτρια ποίησης στο Χάρβαρντ, η «Δευτέρα Παρουσία» είναι στην πραγματικότητα δύο ποιήματα. Οι πρώτοι οκτώ στίχοι περιλαμβάνουν όλους εκείνους τους αφορισμούς που αρέσει στους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τους μπλόγκερ να «τσιτάρουν». Καταλληλότερο για να χαρακτηρίσει το χάος στο Ιράκ είναι όμως το δεύτερο, και λιγότερο γνωστό μέρος, που αναφέρεται στο πόσο απρόβλεπτη είναι η Ιστορία. Ο Γέιτς δεν ήταν χριστιανός, θεωρούσε μάλιστα ότι ο χριστιανισμός είναι μια ιδέα ξεπερασμένη. Το ποίημά του αντανακλά την πεποίθησή του ότι κάποιος Θεός θα εμφανιστεί στη γη, δεν διευκρινίζει όμως ποιος θα είναι αυτός ο Θεός. Κορυφώνεται άλλωστε με ένα ερώτημα: «Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του, / Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ;».

Ο Γέιτς ούτε δημοκράτης ήταν ούτε τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η πρόοδος. Όταν ήταν νέος - γράφει ο Εϊνταμ Κόεν στη Χέραλντ Τρίμπιουν - λοξοκοίταζε προς τον φασισμό. Ακούγοντας τους ενήλικους να μιλούν για πρόοδο, εκείνος έγραφε: «Έχω αισθανθεί ικανοποίηση με ορισμένες δημόσιες καταστροφές, έχω νοιώσει ένα είδος έκστασης παρατηρώντας ερείπια». Είναι περίεργο λοιπόν να επικαλούνται στίχους του εκείνοι που θα ήθελαν να δουν τη δημοκρατία να θριαμβεύει στο Ιράκ. Είναι αντιφατικό να χρησιμοποιείται ένα ποίημα που κατ'εξοχήν υμνεί το απρόβλεπτο για να στηρίξει κάποια πρόβλεψη, οποιαδήποτε, για την έκβαση αυτού του καταστροφικού πολέμου. Ιδίως μάλιστα όταν ο ένας από τους δύο συντάκτες της έκθεσης «Τα πάντα γίνονται κομμάτια» είναι ο Κένεθ Πόλακ, γνωστός από ένα βιβλίο που είχε γράψει το 2002 για να υποστηρίξει αυτόν τον πόλεμο...

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007

Ένα αεικίνητο κοφτερό μάτι



«Όποιος πιστεύει ότι γεννήθηκε για να γίνει συγγραφέας πρέπει να μάθει να είναι ένα αεικίνητο κοφτερό μάτι, πρέπει να μάθει να έχει μονίμως εγκατεστημένη μια μαγνητοταινία στον εγκέφαλο, πρέπει να μάθει να δουλεύει με το ραβδί από ιτιά των ραβδοσκόπων». Μπόχουμιλ Χράμπαλ

Ο τρόπος με τον οποίο ο Χράμπαλ ήρθε στον κόσμο, και ο τρόπος με τον οποίο τον αποχαιρέτησε, είναι αυτό που θα λέγαμε «μυθιστορηματικός». Έξι μήνες πριν γεννηθεί, το 1914, η μητέρα του είπε στους γονείς της ότι περίμενε παιδί, αλλά ότι ο σύντροφός της δεν ήθελε ούτε να το ξέρει. Ο πατέρας της αγρίεψε κι έπιασε το τουφέκι, αλλά ευτυχώς την ώρα εκείνη μπήκε στο δωμάτιο η γιαγιά και τους επέπληξε, δεν είναι ώρα για τσακωμούς, τους είπε, η φασολάδα έχει ήδη σερβιριστεί και θα κρυώσει.

Ένα πρωί του Φεβρουαρίου του 1997, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, ο συγγραφέας ανέρρωνε στο ορθοπεδικό τμήμα ενός νοσοκομείου της Πράγας ύστερα από ένα ατύχημα, όταν ξαφνικά άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του και έπεσε στο κενό από τον πέμπτο όροφο. Ήταν γνωστό ότι έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, έχασε την ισορροπία του όταν προσπάθησε να ταΐσει τα περιστέρια. Η λέξη «αυτοκτονία» δεν αρέσει σε καμιά εξουσία, σοσιαλιστική ή καπιταλιστική. Τις αποσυντονίζει.

Ανάμεσα στο 1914 και στο 1997, ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ έκανε διάφορες δουλειές: αποθηκάριος, μικροπωλητής, εργάτης χαλυβουργείου, εμπορικός αντιπρόσωπος, συσκευαστής χαρτιού, μηχανοδηγός, κομπάρσος σε θέατρο. Την ίδια ώρα, παρατηρούσε την Ιστορία από μια μπυραρία. Και έγραφε. Δεν έκανε όλες αυτές τις δουλειές με σκοπό να συγκεντρώνει υλικό για τα βιβλία του, όπως συνέβη με ορισμένους Αμερικανούς συγγραφείς. Έγραφε επειδή του το επέβαλλαν οι εμπειρίες που συσσώρευε από τις δουλειές που έκανε. Έγραφε, και το καθεστώς τον λογόκρινε, αφού είχε κάνει το λάθος να επιδοκιμάσει, το 1968, το «Μανιφέστο των δύο χιλιάδων λέξεων».

Αν ο Κάφκα είναι ο κορυφαίος γερμανόφωνος συγγραφέας της Πράγας, γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις στην Κοριέρε ντέλα Σέρα, ο Χράμπαλ είναι μια από τις μεγαλύτερες ποιητικές φωνές της Τσεχοσλοβακίας, ίσως η μεγαλύτερη μαζί με τον Χάσεκ, τον δημιουργό του Καλού Στρατιώτη Σβέικ. Στις αφηγήσεις του ζωντανεύουν τρυφερά κορίτσια που γοητεύουν τα αγόρια σε επαρχιακούς χορούς, αξιοσέβαστοι συμβολαιογράφοι που αντιμετωπίζουν με ευπρέπεια το πέταγμα του χρόνου, υπνοβάτες που αναζητούν περιπέτειες, ασφαλιστές που πλασάρουν αλλόκοτα συμβόλαια, τεμπέλικες παρέες, κεφάτες κηδείες, σουρεαλιστικές βραδιές και αναμνήσεις από τα ναζιστικά στρατόπεδα. Στα βιβλία του, τα «Τρένα υπό στενή επιτήρηση», τη «Μικρή Αγγελία για ένα σπίτι στο οποίο δεν θέλω πια να ζω»», το «Εγώ που υπηρέτησα τον βασιλιά της Αγγλίας», συνυπάρχουν το γκροτέσκο χιούμορ και το χιούμορ των κοιμητηρίων, η εκτίναξη της φαντασίας και η τσιγγάνικη αίσθηση του χωρατού. Όλα εκείνα τα στοιχεία, δηλαδή, που συνόδευσαν αυτόν το λαό στα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν την Άνοιξη της Πράγας.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007

Αρκεί να ξέρει να ακούει



«Κάνουμε το σχολείο που θέλουμε. Εξαρτιόμαστε μονάχα από τον εαυτό μας. Είναι καταπληκτικό». Έινε Λίινανκι, δασκάλα του Δημοτικού στο Αράμπια, ένα από τα 200 σχολεία του Ελσίνκι.

Είναι εννιά το πρωί και η Λίινανκι μαζί με τους άλλους δασκάλους του σχολείου πίνουν καφέ, διαβάζουν εφημερίδες και κουβεντιάζουν τα σχέδια της ημέρας. Κτυπά το κουδούνι και μπαίνουν στις τάξεις, που έχουν το πολύ 16 μαθητές η καθεμιά. Η δημοσιογράφος της Ελ Παΐς θα μπει σε μια τάξη 15χρονων και 16χρονων και θα παρακολουθήσει ένα μάθημα Σουηδικών, που είναι μία από τις επίσημες γλώσσες και τη μιλά το 6% του πληθυσμού. Στη μέση του μαθήματος, ένας από τους μαθητές σηκώνεται όρθιος και λέει ότι βαρέθηκε. «Δεν μ' αρέσει το μάθημα Σουηδικών, γιατί είναι υποχρεωτικό», διαμαρτύρεται. «Σε συγχαίρω γιατί είσαι ειλικρινής», του απαντά η δασκάλα.

Ποιο είναι το μυστικό αυτής της χώρας, που λατρεύει τους δασκάλους της, που δεν ενδιαφέρεται τόσο να έχει υψηλό ποσοστό επιτυχιών όσο χαμηλό ποσοστό αποτυχιών και που την τελευταία δεκαετία καταλαμβάνει σταθερά την πρώτη θέση στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ για την ποιότητα της εκπαίδευσης; Με ποιον τρόπο η εκπαίδευση στη χώρα αυτή έγινε ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η κοινωνία; «Η Φινλανδία ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη, και η δεύτερη στον κόσμο, που επέτρεψε την ψήφο των γυναικών», απαντά ο Γιάρι Γιόκινεν, που εκπροσωπεί τη χώρα του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Και για τις γυναίκες ήταν ανέκαθεν ξεκάθαρο ότι τα παιδιά τους θα τα πάνε καλύτερα στη ζωή αν μελετήσουν». Ένας άλλος καταλυτικός παράγων ήταν η ανάγκη της Φινλανδίας να απαλλαγεί από τη σουηδική και ρωσική κυριαρχία. Για να το επιτύχει, έδωσε έμφαση στην εκπαίδευση και την εκμάθηση της φινλανδικής ως εργαλείου για την πολιτιστική απελευθέρωση. Τότε δημιουργήθηκαν και τα δημόσια σχολεία, που αντιστοιχούν σήμερα στο 90% του συνόλου.

Στις 10.45 κτυπά το κουδούνι για το διάλειμμα. Το κολατσιό είναι δωρεάν και η διευθύντρια, η Κάισου Κέρκεϊνεν, τρώει στην καντίνα μαζί με τους δασκάλους και τους μαθητές. «Σε αυτό το σχολείο κάνουν κουμάντο οι δάσκαλοι», λέει. «Αυτοί αποφασίζουν πού θα ξοδέψουμε τα χρήματά μας, αυτοί επεξεργάζονται το πρόγραμμα, πηγαίνουν εκδρομή όποτε θέλουν και επιλέγουν ορισμένα από τα βιβλία». Άλλοι ψαρεύουν στον πάγο κατά τη διάρκεια του μαθήματος Φυσικής Ιστορίας, άλλοι επισκέπτονται το μουσείο για το μάθημα Ιστορίας. Η απουσία κατευθυντήριων γραμμών από το υπουργείο τούς κάνει πιο δημιουργικούς. «Ο δάσκαλος δεν χρειάζεται να ξέρει πολλά», σημειώνει η Μάτι Μέρι, καθηγήτρια της Παιδαγωγικής Σχολής του Ελσίνκι. «Πρέπει να ξέρει να ακούει. Πολλές φορές, είναι πιο σημαντικό να ακούς τον μαθητή και να μοιράζεσαι μαζί του τη γνώση. Στη Φινλανδία υπάρχει αλληλοσεβασμός δασκάλων και μαθητών, ο οποίος δεν βασίζεται στην ιεραρχία αλλά στην ισότητα».

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2007

Της είπαν, τους άκουσε, δεν πείστηκαν



Το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα πιστεύει ότι έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2002 επειδή ο υποψήφιός του στράφηκε υπερβολικά προς το κέντρο. Και ετοιμάζεται να χάσει αυτές τις εκλογές επειδή η υποψήφιά του στράφηκε υπερβολικά προς τ' αριστερά.

Την περασμένη Κυριακή η Σεγκολέν Ρουαγιάλ είπε επιτέλους «κάτι». Και μάλιστα «κάτι αριστερό». Υποσχέθηκε να αυξήσει τον ελάχιστο μισθό, τις συντάξεις, τις δαπάνες για την έρευνα και τον έλεγχο των τραπεζών από την κυβέρνηση. Δήλωσε ότι θα χορηγήσει σε περισσότερους ξένους τη γαλλική υπηκοότητα και το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές. Εξήγγειλε την οργάνωση δημοψηφίσματος για μια ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη με περισσότερο κοινωνικό περιεχόμενο. «Ως μάνα», είπε, «θέλω για όλα τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στη Γαλλία αυτό που ήθελα για τα δικά μου παιδιά». Αλλά οι γονείς αυτών των παιδιών δεν πείθονται: δημοσκόπηση που έγινε τη Δευτέρα και τα αποτελέσματά της δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα δείχνει ότι η διαφορά ανάμεσα στη Σεγκολέν και τον Σαρκοζί, αντί να μειωθεί, αυξάνεται.

Η ομιλία της Σεγκολέν ήταν στην πραγματικότητα σύνθεση τριων ομιλιών, λέει στη Λιμπερασιόν ο Ζεράρ Γκρυνμπέρ, συγγραφέας του βιβλίου «Φιλοδοξίες και τύψεις: οι Γάλλοι σοσιαλιστές και η εξουσία, 1905-2005» (εκδ. Fayard). Το πρώτο κομμάτι, σε μπλαιρικούς τόνους, αφορούσε τη συμφιλίωση με τις επιχειρήσεις. Το δεύτερο, και πιο επίμαχο λόγω του κόστους του, διακήρυσσε το δικαίωμα στην εργασία, στη στέγη, στην επιμόρφωση, στην υγεία. Το τρίτο, και πιο προσωπικό, ήταν επικεντρωμένο σε μέτρα όπως η στρατιωτική εκπαίδευση για τους νεαρούς παραβάτες του νόμου και τα ελεγκτικά σώματα πολιτών. Λέγοντας προς τους πολίτες «Δεν θα ξανακάνουμε πολιτική χωρίς εσάς» και «Μου είπατε, σας άκουσα», χρησιμοποίησε ουσιαστικά τη συμμετοχική φάση της προεκλογικής της εκστρατείας ως καθρέφτη και ως μοχλό. Αλλά οι πολίτες δεν ανταποκρίνονται: αν γίνονταν σήμερα εκλογές, ο υποψήφιος της Δεξιάς θα κέρδιζε στον δεύτερο γύρο με 54%, έναντι 46% της αντιπάλου του.

Είναι προφανές ότι τα μέτρα που εξήγγειλε η Σεγκολέν κοστίζουν χρήματα, σημειώνει ο διευθυντής της Λιμπερασιόν Λωράν Ζοφρέν. Χωρίς την παρέμβαση του κράτους, όμως, δεν μπορεί να εκπολιτιστεί η ζούγκλα του σύγχρονου καπιταλισμού. Χωρίς δημόσιες δαπάνες δεν μπορούν να μειωθούν οι ανισότητες. Χωρίς συλλογική δράση δεν μπορεί να επιτευχθεί η ατομική ευημερία. Κάποτε, αυτά τα πράγματα ήταν προφανή για τους Γάλλους. Αλλά η χώρα έχει αλλάξει. Όπως παρατηρεί ο Ερίκ Ντιπέν στο βιβλίο του «Ολοταχώς προς τα δεξιά» (εκδ. Fayard), η γαλλική κοινωνία έχει οδηγηθεί σε έναν ατομισμό που, σε συνδυασμό με την οικονομική ανασφάλεια, έχει προκαλέσει μια ανακατάταξη των κινημάτων ιδεών και των συσχετισμών πολιτικών δυνάμεων προς όφελος της Δεξιάς. Από την άποψη αυτή, η Σεγκολέν ό,τι κι αν κάνει είναι καταδικασμένη.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2007

Φόβος, άγχος, αδιαφορία



Τρεις άνθρωποι αφαίρεσαν τη ζωή τους τα δύο τελευταία χρόνια στην έδρα της Ρενώ. Άλλος ένας αποπειράθηκε να το κάνει. Φταίει η μεγάλη πίεση της εργασίας; Η έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων;

Η σκηνή που εκτυλίχθηκε στις 20 του περασμένου Οκτωβρίου στο εργοστάσιο της Ρενώ έξω από το Παρίσι, όπου εργάζονται 12.000 άνθρωποι, ήταν ιδιαίτερα άγρια. Ένας 39χρονος μηχανικός έπεσε από τον 5ο όροφο του κεντρικού κτιρίου, που ονομάζεται «κυψέλη» επειδή εκεί στεγάζονται τα γραφεία όπου γίνονται οι μελέτες για τα καινούργια μοντέλα. Η αυτοκτονία έγινε στις 10 το πρωί, μπροστά σε δεκάδες μάρτυρες. Μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, η διεύθυνση του εργοστασίου αποφάσισε να οργανώσει μια ημερίδα δράσης κατά του στρες ώστε να διαπιστώνονται εγκαίρως οι επικίνδυνες καταστάσεις και να αποτρέπεται το χειρότερο. Η ημερίδα έγινε στις 23 Ιανουαρίου. Την επομένη, βρέθηκε το πτώμα ενός 44χρονου τεχνικού που εργαζόταν στην ομάδα μελέτης για το νέο Twingo. Είχε αφαιρέσει τη ζωή του δύο μέρες νωρίτερα, ήταν ο τέταρτος που προέβαινε στο απονενοημένο διάβημα μέσα σε δύο χρόνια.

Στις 30 Ιανουαρίου, 800 εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στον τόπο της τελευταίας αυτοκτονίας και τήρησαν ενός λεπτού σιγή. Η διεύθυνση θεωρεί ότι κάθε αυτοκτονία αποτελεί μεμονωμένο γεγονός και αναζητεί εξηγήσεις σε ψυχολογικό επίπεδο. Όσο για τα συνδικάτα, είναι μοιρασμένα. Τα μισά αποφεύγουν να συνδέσουν τις αυτοκτονίες με το κλίμα στο εργοστάσιο, τα άλλα μισά τις αποδίδουν μεταξύ άλλων στην αφόρητη πίεση που προκαλούν ο ανταγωνισμός και οι ετήσιες συνεντεύξεις. «Στη Ρενώ δεν αξιολογούν τη δουλειά, αλλά τα άτομα», λέει ο Φιλίπ Νοέλ, από το συνδικάτο CGT. «Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν προβλήματα στον ύπνο, παθαίνουν κατάθλιψη, παίρνουν ηρεμιστικά».

Το φαινόμενο των αυτοκτονιών στους χώρους εργασίας είναι μάλλον καινούργιο. Μέχρι πρόσφατα περιοριζόταν στον αγροτικό κόσμο, σε ανθρώπους που δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στους νέους κανόνες της εργασίας. Τα πέντε ή έξι τελευταία χρόνια, όμως, στη Γαλλία αυτοκτονούν 300 με 400 εργαζόμενοι τον χρόνο. Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Κριστόφ Ντεζούρ, ο βασικός λόγος είναι η βαθύτατη υποβάθμιση της «κοινής ζωής». Ο κοινωνικός ιστός που διαμόρφωνε ανέκαθεν τον κόσμο της εργασίας μέσα από την αλληλοβοήθεια διαλύεται. Οι αδικίες, η αυθαιρεσία, η καταπίεση υπήρχαν πάντα. Αυτό που αλλάζει ­ λέει ο Ντεζούρ στη Μοντ ­ είναι ότι οι εργαζόμενοι βρίσκονται όλο και πιο μόνοι μπροστά σ' αυτή την αυθαιρεσία και τον πόνο που τους προκαλεί. Κάποτε, όταν ένας εργαζόμενος αντιμετώπιζε προβλήματα, οι συνάδελφοί του δεν τον άφηναν να πέσει. Τώρα αυτή η αλληλεγγύη παρατηρείται όλο και σπανιότερα. Να είναι ο φόβος; Το άγχος; Η αδιαφορία; Όλα μαζί; Αν όμως δεν υπάρξει αντίδραση, δεν θα υπάρξει και λύση. Όταν σκουπίζεις το αίμα και συνεχίζεις, απλώς προετοιμάζεις την επόμενη σκηνή του δράματος.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Η τέλεια ζωή



«Σηκώνομαι νωρίς για να προλάβω να γράψω, το απόγευμα δουλεύω στο θέατρο και το βράδυ τρώω με τους συναδέλφους μου ή κάθομαι στο σπίτι μου, στο κέντρο του Μαπούτο, και διαβάζω. Για μένα, είναι η τέλεια ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα που να με διασκεδάζει ή να με παθιάζει περισσότερο».

Σήμερα η στήλη ονειρεύεται. Φαντάζεται ότι βρίσκεται στο Θέατρο Αβενίδα, στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, σε μια χώρα όπου εφτά στους δέκα κατοίκους της δεν ξέρουν ούτε να γράφουν ούτε να διαβάζουν, όπου η κυβέρνηση δεν μπορεί να βοηθήσει την τέχνη γιατί έχει χρεοκοπήσει αλλά, παρά ταύτα, υπάρχει ένα θέατρο που λειτουργεί και έρχονται άνθρωποι απ' όλη την Αφρική για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις του. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν ιστορίες δυνατές και καλοστημένες, κι έτσι οι υπεύθυνοι του θεάτρου δεν μπορούν να πειραματιστούν και προτιμούν κλασικά έργα, όπως ο «Καλός άνθρωπος του Σετσουάν», ο «Βόυτσεκ» ή ο «Ματωμένος γάμος». Καμιά φορά όμως ανεβάζουν και μιούζικαλ· να, τον περασμένο Νοέμβριο παρουσίασαν τις «Κόρες της Νόρας», ένα έργο για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Ίψεν και τα 25 χρόνια από τη γέννηση της θεατρικής ομάδας Μουτουμπέλα Γκόγκο. Το έγραψε ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, ο Χένινγκ Μάνκελ, που αυτή η πλευρά του δεν είναι ίσως τόσο γνωστή όσο εκείνη του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Η στήλη ονειρεύεται ακόμη ότι βρίσκεται στη Στοκχόλμη, ότι έχει τρυπώσει στο διαμέρισμα όπου ο Μάνκελ περνά τους έξι μήνες του χρόνου - όχι εκείνο όπου γράφει και είναι μόνος, το άλλο - και ότι απολαμβάνει τις μακρές συζητήσεις του με τον πεθερό του, τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Μιλούν για κινηματογράφο, για θέατρο, τον Μάνκελ τον έχουν σημαδέψει ο Λόρκα, ο Μπρεχτ, ο Σαίξπηρ - «ο "Μάκβεθ" είναι το μεγαλύτερο εγκληματολογικό έργο της ιστορίας, όταν παρακολουθείς το "'Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας" είναι σαν να ακούς τον Μότσαρτ και τον Μπαχ μαζί» - μιλούν όμως κυρίως για μουσική, οι δύο άνδρες έχουν πολύ στενή σχέση, ο μυθιστοριογράφος θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό - «δεν είναι δα και πολύ συνηθισμένο ο πεθερός σου να είναι ένας τέτοιος άνθρωπος», λέει σε συνέντευξή του στην Ελ Παΐς, με αφορμή το ταξίδι του στη Βαρκελώνη για να παραλάβει το Βραβείο Καρβάλιο. Ο Ισπανός δημοσιογράφος είναι μαγεμένος με τον συνομιλητή του, σπάνια έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο - γράφει - έναν συγγραφέα που σε αντίθεση με τους περισσοτέρους από τους συναδέλφους του ούτε κομπάζει ούτε θέλει να εντυπωσιάσει. Σε ένα γουέστερν θα ήταν ο γιατρός του χωριού που έγινε σερίφης.

Η στήλη ονειρεύεται ότι ταξιδεύει και ότι συναντά στον δρόμο της τέτοιους ανθρώπους. Ακούει τις ιστορίες τους, μοιράζεται το πάθος τους και βλέπει με άλλα μάτια τον κόσμο.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2007

Δεν υπήρχε μόνο μίσος



Η καλύτερη στιγμή του Μόαζαμ Μπεγκ στα τρία χρόνια που πέρασε στις φυλακές του Αφγανιστάν και του Γκουαντάναμο, ήταν όταν μια από τις στρατιωτίνες που τον φρουρούσε επέστρεψε από την άδειά της και του έφερε ένα σοκολατένιο αυγό της Cadbury. Της είχε πει ότι στην πόλη όπου έμενε, το Μπέρμιγχαμ, υπήρχε ένα εργοστάσιο της Cadbury κι εκείνη το θυμόταν. Ήταν μια συμπαθητική κοπέλα - η μόνη λευκή στρατιωτίνα από τις Παρθένους Νήσους - και έδειχνε ενδιαφέρον για τη ζωή στη Βρετανία, όπως έδειχνε ενδιαφέρον και για τον ίδιο. Μια φορά μάλιστα που τον έπιασε απελπισία κι άρχισε να κτυπά με μανία τους τοίχους του κελιού του, εκείνη προσπάθησε να τον βοηθήσει. Αυτό που δεν της είχε πει ήταν ότι σιχαινόταν γενικά τα σοκολατένια αυγά, η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνο ειδικά το αυγό το καταβρόχθισε.

Στις αρχές του 2006 οι Αμερικανοί άφησαν ελεύθερο τον Μπεγκ ύστερα από πιέσεις της βρετανικής κυβέρνησης. Εκείνος επέστρεψε στη Βρετανία, γνώρισε το παιδί που γεννήθηκε ενώ εκείνος βρισκόταν στη φυλακή, έγραψε ένα βιβλίο για την εμπειρία του στο Γκουαντάναμο και ίδρυσε την οργάνωση Caged Prisoners (Εγκλωβισμένοι Κρατούμενοι) με βασικό στόχο το κλείσιμο του κολαστηρίου. Η ζωή του κυλούσε ήρεμα, ο Μόαζαμ προσπαθούσε να ξεχάσει, ώσπου, τον περασμένο μήνα, βρέθηκε μπροστά σε δύο εκπλήξεις. Πρώτα, οι δικηγόροι ενός από τους δεσμοφύλακες που κατηγορείται για βασανισμό κρατουμένων, του Ντάμιεν Κορσέτι, του ζήτησαν να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης. «Τον θυμάμαι τον Κορσέτι, μου είχε χαρίσει εκείνο το αντιπολεμικό βιβλίο που λέγεται Catch 22 και με είχε αφήσει να το κρατήσω σε όλη την παραμονή μου στο Γκουαντάναμο», λέει ο Μπεγκ. Τον ίδιο δεν τον βασάνισε, ένας Σαουδάραβας κρατούμενος όμως του είχε πει ότι ο Κορσέτι τον απείλησε μια μέρα πως θα τον βιάσει και, δείχνοντας το πέος του, είχε φωνάξει: «Αυτός είναι ο Θεός σου!».

Ο Μπεγκ δεν έχει αποφασίσει ακόμη τι θα κάνει. Αντίθετα, πήρε πολύ γρήγορα την απόφασή του όταν έλαβε ένα e-mail από την οπλίτη Τόμσον - ναι, τη στρατιωτίνα από τις Παρθένους Νήσους - που του έλεγε ότι είχε διαβάσει το βιβλίο του, είχε κλάψει και γελάσει, και ήθελε να συνεχίσουν τη σχέση τους. Της απάντησε αμέσως, στέλνοντάς της και το τηλέφωνό του. Πριν από λίγες ημέρες τον πήρε τηλέφωνο και μίλησαν για τα παλιά. «Δεν νομίζω ότι αναζητεί εξιλέωση ή κάτι τέτοιο», λέει ο Μπεγκ. «Δεν αισθάνεται ένοχη για όσα συνέβησαν. Ηταν μόνο μέρος του συστήματος. Αυτή η σχέση δείχνει ότι δεν υπήρχε μόνο μίσος στο Γκουαντάναμο ανάμεσα στους δεσμοφύλακες και τους κρατούμενους. Εγώ ο ίδιος δεν γινόταν να μισώ όλους τους Αμερικανούς».

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2007

Όταν το ποδόσφαιρο σκοτώνει


«Όλα όσα γνωρίζω γύρω από την ηθική και την ευθύνη, τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο». Αυτό είπε κάποτε ο Αλμπέρ Καμύ, που ένα φεγγάρι είχε παίξει τερματοφύλακας στην ποδοσφαιρική ομάδα του Αλγερίου. Απ' αυτή τη φράση πιάστηκαν οι βρετανικές αρχές στα μέσα της δεκαετίας του '80 για να σώσουν το ποδόσφαιρο από τις αρρώστιες του και να το μετατρέψουν σε ένα σύγχρονο άθλημα. Τα μέτρα που πήραν ήταν πολλά και διάφορα: αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, αυστηρότερη αστυνόμευση, συγκέντρωση των οπαδών της φιλοξενούμενης ομάδας σε μία εξέδρα, πολλαπλασιασμός των εστιατορίων και των μπαρ κοντά στα γήπεδα. Αλλά η φιλοσοφία τους συμπυκνώνεται στην περίπτωση της Σάντερλαντ, μιας μικρής ομάδας της Βορειοανατολικής Αγγλίας που είχε πέσει θύμα, όπως και οι οπαδοί της, της αποβιομηχάνισης, της ανεργίας, της φτώχειας και της δυστυχίας. Η διοίκηση της ομάδας αποφάσισε να συγκεντρώσει τις οικονομίες της και να τις επενδύσει σε ένα καινούργιο γήπεδο 40.000 θέσεων, που βαφτίστηκε «Το στάδιο του φωτός» και εισήχθη στο χρηματιστήριο. Το παράδειγμά τους ακολούθησε η γειτονική Νιούκαστλ και στη συνέχεια όλες οι μεγάλες ομάδες της χώρας. Το ποδόσφαιρο βελτιώθηκε, η βία μειώθηκε και ο κόσμος γύρισε στα γήπεδα.
Το παράδειγμα της Αγγλίας μελετά σήμερα η Ιταλία, προσπαθώντας να σώσει το δικό της ποδόσφαιρο από τη δολοφονική βία. Στους διανοούμενους στρέφεται, προσπαθώντας να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ένας νεαρός να φανατίζεται τόσο πολύ από το ποδόσφαιρο ώστε να φτάνει στο έγκλημα. «Κάθε εβδομάδα», έγραφε το 1982 ο διάσημος ηθολόγος Ντέσμοντ Μόρις στις Φυλές του Ποδοσφαίρου, «οι οπαδοί σκοτώνουν ένα μεγάλο θήραμα και το σύμβολο αυτού του θανάτου είναι το γκολ. Όταν η μπάλα τρυπάει τα δίχτυα είναι σαν να σκότωσε η φυλή ένα τρομακτικό ζώο και όλοι μπορούν να γιορτάσουν ξέφρενα το γεγονός». Με την πάροδο των χρόνων, το «μεγάλο θήραμα» άρχισε να χάνει τον συμβολικό του χαρακτήρα και αποδείχθηκε ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να σκοτώσει στ' αλήθεια. Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό μονάχα με το ποδόσφαιρο; Σε τι διαφέρουν άραγε οι φυλές του ποδοσφαίρου από τις φυλές του ροκ;
Ο κοινωνιολόγος Αλεσάντρο Νταλ Λάγκο, που έχει γράψει τις Τελετουργίες του Ποδοσφαίρου (Εκδόσεις Mulino), αποδίδει αυτή την ιδιαιτερότητα στο γεγονός ότι με το ποδόσφαιρο ταυτίζεται η νεολαία εδώ κι έναν αιώνα, κάτι που δεν συμβαίνει με καμιά άλλη συλλογική δραστηριότητα. «Το ποδόσφαιρο», λέει στη Στάμπα, «δεν είναι πλέον ένα άθλημα, αλλά ένα θέαμα που περιλαμβάνει το άθλημα και ταυτόχρονα στηρίζει με τα έσοδά του όλα τα άλλα αθλήματα. Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία, με τους δικούς της κανόνες, τις δικές της παράνοιες, τα δικά της συμφέροντα». Αντίθετα με την Αμερική, όπου η κοινωνία είναι πολύ βίαιη και το ποδόσφαιρο λειτουργεί ως αγωνιστικό διάλειμμα, εδώ η κοινωνία είναι λιγότερο βίαιη και το ποδόσφαιρο γίνεται ο προνομιακός τόπος της εκφραστικής βίας - μιας βίας που συχνά παρεκτρέπεται και γίνεται δολοφονική.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2007

Το νερό μύριζε περίεργα



«Όταν ήμουν μικρή, οι μεγάλοι με διαβεβαίωναν ότι ο ήλιος συναντά σε κάποιο σημείο τη θάλασσα... Μα πού καταλήγει όλο αυτό το νερό;».

Η Μαρία Μπασίλια Παλάτε δεν είχε βγει ποτέ στη ζωή της από το χωριό της, στον Ισημερινό. Αεροπλάνο είδε πρώτη φορά πριν από δέκα ημέρες, όταν ταξίδεψε στην Ισπανία. Ένας από τους γιους της, ο Κάρλος Αλόνσο Παλάτε, ζούσε στη Βαλένθια, μαζί με μερικούς συγγενείς. Άλλοτε δούλευε σε εργοστάσιο πλαστικών και άλλοτε μάζευε πορτοκάλια, αλλά πάντοτε έστελνε μεγάλο μέρος των εσόδων του στην οικογένειά του. Στις 30 Δεκεμβρίου βρισκόταν για κακή του τύχη στον τερματικό σταθμό Τ-4 του αεροδρομίου Μπαράχας, στη Μαδρίτη, την ώρα που έσκασε η βόμβα της ΕΤΑ. Ήταν ένα από τα δύο θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης. Η μητέρα του ταξίδεψε στην Ισπανία μαζί με τα άλλα τρία παιδιά της για να επισκεφθεί το σπίτι στο οποίο έμενε, τα μέρη στα οποία σύχναζε, τους φίλους τους οποίους συναναστρεφόταν.

Η Μαρία Μπασίλια Παλάτε δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της τη θάλασσα. Για την ακρίβεια, επί τριάντα ολόκληρα χρόνια δεν είχε δει τίποτα απολύτως γιατί νόμιζε πως είχε τυφλωθεί. Πριν από μερικές εβδομάδες, όμως, πήγε σε ένα γιατρό ο οποίος της είπε πως υπέφερε απλώς από καταρράκτη. Έτσι, έκανε εγχείρηση και είδε ξανά τον κόσμο. Και αυτή την εβδομάδα ανακάλυψε τη θάλασσα. Με αφορμή τον θάνατο του γιου της, είδε πρώτη φορά στη ζωή της τη θάλασσα. Κρατώντας γερά με το δεξί χέρι το καπέλο της για να μην το πάρει ο αέρας, στάθηκε στην παραλία Μαλβαρόσα, στη Βαλένθια, και αντίκρυσε τη Μεσόγειο. «Μα πού καταλήγει όλο αυτό το νερό;» αναρωτήθηκε. Ύστερα θυμήθηκε τον άνδρα της: «Μου έλεγε πάντοτε ότι η θάλασσα είναι πολύ θλιμμένη». Στην αρχή δεν ήθελε να πατήσει την άμμο, μα στη συνέχεια ξεθάρρεψε, περπάτησε προς το νερό προσέχοντας να μη λερώσει τη φούστα της και όταν πλησίασε αρκετά, σταμάτησε. «Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο», απάντησε, όταν η δημοσιογράφος της Ελ Παΐς τη ρώτησε αν η θάλασσα είναι όπως τη φανταζόταν. Ύστερα έπιασε τη μύτη της και είπε: «Το νερό μυρίζει περίεργα».

Η Μαρία Μπασίλια Παλάτε δεν θέλει να μείνει στην Ισπανία. «Πόσο κοστίζει το εισιτήριο για το Εκουαδόρ;», ρωτούσε ξανά και ξανά στο τρένο που την πήγαινε στη Βαλένθια, φροντίζοντας να μη χάσει από τα μάτια της το τοπίο. Τα παιδιά της, αντίθετα, θέλουν να μείνουν, αλλά δεν ξέρουν πού. Ο Χάιμε δεν βλέπει από το ένα μάτι. Ο Χεοβάνι φέρει ακόμη τα τραύματα από έναν καβγά στον οποίο έμπλεξε πριν από δύο χρόνια. Αλλά αυτή την εβδομάδα η οικογένεια Παλάτε ξέχασε τα προβλήματά της. Ταξίδεψαν με τρένο, έφαγαν παέγια στη Μαλβαρόσα, ατένισαν τη θάλασσα.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Ζήτω το γέλιο!



Μία αριστερή σατιρική εφημερίδα. Μία μήνυση. Μία δημοσκόπηση. Μία σειρά διανοουμένων που εγκαταλείπουν την Ευρώπη επειδή φοβούνται μην πέσουν θύματα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Δύσκολοι καιροί για την ελευθερία του λόγου.

«Δημόσια εξύβριση ομάδας ανθρώπων εξαιτίας της θρησκείας τους»: αυτή είναι η κατηγορία με την οποία δικάζεται σήμερα και αύριο στο Παρίσι η εβδομαδιαία εφημερίδα Charlie Hebdo, ύστερα από μήνυση που κατέθεσαν η Ένωση Ισλαμικών Οργανώσεων της Γαλλίας και το Μεγάλο Τέμενος του Παρισιού. Αιτία, η αναδημοσίευση τριών σκίτσων με τον προφήτη Μωάμεθ που είχαν πρωτοδημοσιευθεί σε μια δανική εφημερίδα, προκαλώντας μαζικές διαμαρτυρίες μουσουλμάνων που τα θεώρησαν προσβλητικά. Στην πραγματικότητα, σήμερα βρίσκεται στο εδώλιο μια δυτική αξία που λέγεται ελευθερία της έκφρασης. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισής της περιλαμβάνονται ο γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Ολλάντ, ο κεντρώος υποψήφιος για την προεδρία Φρανσουά Μπαϊρού και η συγγραφέας Τασλίμα Νασρίν από το Μπανγκλαντές, που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα της επειδή δεχόταν απειλές από τους ισλαμιστές. Πενήντα ακόμη προσωπικότητες υπογράφουν κείμενο υποστήριξης προς την εφημερίδα, εκφράζοντας την ελπίδα το Παρίσι να γίνει «ένα λιμάνι όπου ο λόγος δεν θα παρεμποδίζεται ούτε από δικτατορίες ούτε από τον φονταμενταλισμό».

Η ελευθερία της έκφρασης έχει ασφαλώς όρια: δεν μπορείς να φωνάξεις χωρίς λόγο «φωτιά!» σ' ένα κατάμεστο θέατρο. Αυτά τα όρια, όμως, θεσπίζονται από τις κυβερνήσεις, επικυρώνονται από τα κοινοβούλια και περιλαμβάνονται στα Συντάγματα, δεν αποφασίζονται από θρησκευτικές οργανώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως λέει ο διευθυντής της σατιρικής εφημερίδας Φιλίπ Βαλ, δεν θα είναι πλέον δυνατή η ενασχόληση με θέματα που έχουν προγράψει οι θρησκείες, όπως για παράδειγμα η γενετική. Η υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης γίνεται ακόμη πιο επιτακτική σε μια περίοδο που διανοούμενοι σαν τον Ορχάν Παμούκ ή την Αγιαάν Χίρσι Αλί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις χώρες στις οποίες ζούσαν και να μεταβούν στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή δέχονται απειλές για τη ζωή τους. Θα δεχθεί ένα τέτοιο πλήγμα η Ευρώπη; Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, το 79% των Γάλλων θεωρεί απαράδεκτο να σατιρίζεται δημοσίως μια θρησκεία, ενώ το 51% καταδικάζει ακόμη και την άσκηση κριτικής στις θρησκείες για την επιρροή τους στην κοινωνία! Είναι δυνατόν να επικρατήσουν τέτοιες απόψεις; Μετά την ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος, θα νομιμοποιηθούν και νέες σκανδαλώδεις απαγορεύσεις;

«Ζήτω το γέλιο, κάτω οι δογματισμοί!» αναφωνεί από τη Μοντ ο Μισέλ Ερμάν, καθηγητής Γλωσσολογίας και Ποιητικής στο Πανεπιστήμιο της Bourgogne, υπενθυμίζοντας ότι δεν ζούμε στην εποχή που οι θρησκόληπτοι τα έβαζαν με το θέατρο του Μολιέρου και καταδίκαζαν το γέλιο με το πρόσχημα ότι επισκίαζε τον Θεό. Αυτονόητα πράγματα. Για να επισημάνει αυτά τα αυτονόητα, ο διευθυντής της Λιμπερασιόν ανέθεσε στον Φιλίπ Βαλ τη διεύθυνση του σημερινού φύλλου.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2007

Η ελευθερία της κριτικής



Τα ονόματα είναι ηχηρά: Χάρολντ Πίντερ, Έρικ Χόμπσμπομ, Μάικ Λη, Στήβεν Φράι, Νικόλ Φάρι. Εκατόν τριάντα εξέχοντες Εβραίοι της Βρετανίας κήρυξαν χθες την ανεξαρτησία τους από το εβραϊκό κατεστημένο της χώρας.

«Είμαστε μια ομάδα Εβραίων της Βρετανίας με διαφορετικές εμπειρίες, επαγγέλματα και πεποιθήσεις, αλλά με κοινό μας γνώρισμα την πίστη στην κοινωνική δικαιοσύνη και τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ενώνουμε τις φωνές μας επειδή πιστεύουμε ότι η ποικιλία των απόψεων του εβραϊκού πληθυσμού σε αυτή τη χώρα δεν εκφράζεται από τους θεσμούς που διεκδικούν την εκπροσώπηση ολόκληρης της εβραϊκής κοινότητας». Έτσι αρχίζει η έκκληση μιας ομάδας Βρετανοεβραίων με τον τίτλο «Ανεξάρτητες Εβραϊκές Φωνές» που δημοσιεύτηκε χθες στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Γκάρντιαν.

Σύμφωνα με τους υπογράφοντες, οι ηγέτες των Εβραίων της Βρετανίας θέτουν την υποστήριξη της πολιτικής που ακολουθεί η δύναμη κατοχής πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα του λαού που βρίσκεται υπό κατοχή, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με τις εβραϊκές αρχές της δικαιοσύνης και της ευσπλαχνίας. Η επέτειος που θέλουν να τιμήσουν οι υπογράφοντες δεν είναι τα εξήντα χρόνια από την ίδρυση του Ισραήλ (το 2008), αλλά τα σαράντα χρόνια από την έναρξη της κατοχής της Δυτικής Όχθης και της Γάζας (φέτος). «Οι Παλαιστίνιοι που ζουν στα εδάφη αυτά αντιμετωπίζουν άθλιες συνθήκες και δεν έχουν καμιά ελπίδα για το μέλλον», τονίζουν. «Διακηρύσσουμε την υποστήριξή μας σε μια ειρήνη κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ του ισραηλινού και του παλαιστινιακού λαού, καθώς και την αντίθεσή μας σε οποιαδήποτε απόπειρα της ισραηλινής κυβέρνησης να επιβάλει τις δικές της λύσεις στους Παλαιστίνιους».

Το «δίκτυο μεμονωμένων ατόμων», όπως χαρακτηρίζεται η ομάδα, δεν κατονομάζει τους θεσμούς στους οποίους ασκεί κριτική. Ένας από τους υπογράφοντες όμως, ο φιλόσοφος της Οξφόρδης Μπράιαν Κλαγκ, επικρίνει σε ένα ξεχωριστό σχόλιο τον αρχιραβίνο της Βρετανίας σερ Τζόναθαν Σακς επειδή σε μια φιλοϊσραηλινή συγκέντρωση που έγινε πέρυσι στο Λονδίνο είπε: «Ισραήλ, μας κάνεις υπερήφανους». Άλλοι αισθάνονται ακριβώς το αντίθετο, τονίζει ο Κλαγκ, επισημαίνοντας ότι το Συμβούλιο Αντιπροσώπων των Εβραίων της Βρετανίας αυτοαποκαλείται «η φωνή των Βρετανοεβραίων», ενώ αφιερώνει τον χρόνο του και τους πόρους του στην υπεράσπιση του Ισραήλ.

Στη διακήρυξη αναγνωρίζεται ότι ο αγώνας κατά του αντισημιτισμού είναι ζωτικής σημασίας. Όμως, προστίθεται, «ο αγώνας αυτός αποδυναμώνεται όταν οποιοσδήποτε επικρίνει την ισραηλινή κυβέρνηση χαρακτηρίζεται αμέσως αντισημίτης». Μια ανάλογη συζήτηση έχει ξεκινήσει και στην Αμερική. Όπως έλεγε πρόσφατα στους Νιου Γιορκ Τάιμς ο Εβραίος ιστορικός Τόνυ Τζουντ, που κατηγορήθηκε κι αυτός για αντισημιτισμό, η σύνδεση ανάμεσα στον αντισιωνισμό και τον αντισημιτισμό είναι καινούργια. Και η σύγχυση που επικρατεί είναι τόσο μεγάλη, ώστε σε λίγο καιρό οποιαδήποτε αναφορά στον αντισημιτισμό και το Ολοκαύτωμα θα εισπράττεται αμέσως ως υπεράσπιση της ισραηλινής πολιτικής.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

Κι όμως, η θάλασσα ήταν ήρεμη



Όλα τα εργαλεία της σύγχρονης τεχνολογίας έχουν ξεδιπλωθεί για να εντοπίσουν ένα χαμένο επιστήμονα. Μα η θάλασσα αποδεικνύεται πιο δυνατή. Η θάλασσα είναι ανίκητη.

Ο Τζιμ Γκρέι είναι ένας διάσημος, και ταυτόχρονα ιδιαίτερα δημοφιλής επιστήμονας της πληροφορικής. Αυτός άνοιξε το δρόμο στις συναλλαγές μέσω Διαδικτύου, αυτός δημιούργησε τη βάση δεδομένων που χρησιμοποιούν τα ΑΤΜ, αυτός βρίσκεται πίσω από τους δορυφορικούς χάρτες του Google Earth. Την περασμένη Κυριακή το πρωί ξεκίνησε με το ιστιοπλοϊκό του για τα Νησιά Φάραλον, 25 μίλια δυτικά του Σαν Φρανσίσκο, για να σκορπίσει στη θάλασσα την τέφρα της μητέρας του. Ήθελε να είναι μόνος. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, η ορατότητα σχεδόν ιδανική, η διαδρομή απλή. Αλλά ο Τζιμ Γκρέι δεν γύρισε ποτέ. Εξαφανίστηκε μαζί με το σκάφος του, το Tenacious, που σημαίνει «γερό».

Μετά το πρώτο μούδιασμα, και τις μάταιες προσπάθειες της ακτοφυλακής, οι συνάδελφοί του αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να λύσουν το μυστήριο, ένα από τα πιο περίεργα θαλάσσια μυστήρια στη σύγχρονη ιστορία της Καλιφόρνια. Ο συνιδρυτής της Google Σεργκέι Μπριν ενεργοποίησε την πρόσβαση της υπηρεσίας σε δορυφορικές φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας, η Amazon κινητοποίησε τους επιστήμονές της για να τις σαρώσουν, ακόμη και η NASA έστειλε ένα από τα αεροσκάφη ER-2, που μοιάζουν μ' εκείνο το κατασκοπευτικό U-2 με το οποίο πετούσε ο Γκάρυ Πάουερς όταν κτυπήθηκε πάνω από τη Σοβιετική Ένωση, το 1960. Τα αεροσκάφη αυτά είναι εφοδιασμένα με κάμερες που μπορούν να εντοπίσουν μια βάρκα από ύψος 50.000 μέτρων. Οι δορυφόροι που τροφοδοτούν το Google Earth τροφοδοτούν και αυτές τις προσπάθειες. Αλλά το ιστιοπλοϊκό του Τζιμ Γκρέι δεν βρέθηκε πουθενά.

Η οικογένειά του αποκλείει την εκδοχή της αυτοκτονίας: ο 63χρονος επιστήμονας είχε παθιαστεί τον τελευταίο καιρό με την επεξεργασία της πιο μεγάλης βάσης δεδομένων της αστρονομίας στον κόσμο, της Sloan Digital Sky Survey. Αν ήταν θύμα κάποιου ιατρικού προβλήματος, όπως καρδιακής προσβολής, το σκάφος του θα συνέχιζε ακυβέρνητο και θα είχε κάπου εντοπιστεί. Αν είχε κάποιο ατύχημα, είχε πέσει για παράδειγμα πάνω σε καμιά φάλαινα, θα είχε προλάβει να στείλει SOS. Αλλά εκείνος απλώς εξαφανίστηκε. Όπως εξαφανίστηκε το 1938 ένας άλλος μεγάλος επιστήμονας, ο Ιταλός φυσικός Ετόρε Μαζοράνα, καθώς κατευθυνόταν από το Παλέρμο στη Νάπολι. Όπως χάθηκε στις 15 Απριλίου 1987 ο οικονομολόγος Φεντερίκο Καφέ, που βγήκε από το σπίτι του για να πάρει τσιγάρα και δεν επέστρεψε ποτέ.

Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2003, ο Γκρέι διηγιόταν πώς είχε ξεκινήσει μια νύχτα με μερικούς φίλους για να βυθίσουν μια παλιά βάρκα. Άνοιξε μια τρύπα στον πάτο και την έβλεπε να βυθίζεται, όταν συνειδητοποίησε ότι οι φίλοι που θα τον έβγαζαν στην ξηρά με τη δική τους βάρκα δυσκολεύονταν να τον εντοπίσουν στο σκοτάδι. «Καθόμουν εκεί φωνάζοντας και βουλιάζοντας», είπε. «Ήταν μια ενδιαφέρουσα σκηνή». Τελικά τον βρήκαν. Αλλά αυτή τη φορά δεν είναι τόσο τυχεροί.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 03, 2007

Νοστιμιές από το Μακόντο



Πώς τιμά κανείς την τεσσαρακοστή επέτειο ενός αιώνα; Πρώτα απ' όλα κάνει μια αφαίρεση: από τα 79 χρόνια που κλείνει φέτος ο συγγραφέας, αφαιρεί τα 40 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που έχει γράψει το αριστούργημά του (αν και ο ίδιος προτιμά άλλα βιβλία του, όπως το Φθινόπωρο του Πατριάρχη). Το αποτέλεσμα είναι 39, και για τους 39 καλύτερους νεαρούς συγγραφείς στην ισπανόφωνη Αμερική έχει προκηρυχθεί διαγωνισμός, με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων να έχει προγραμματιστεί πριν ο συγγραφέας εισέλθει στην ένατη δεκαετία της ζωής του.

Οργανώνει ύστερα μια συνάντηση συγγραφέων στην Καρταχένα, την παλιά, περίκλειστη πόλη των κολομβιανών ακτών. Εκεί, και για την ακρίβεια στο υπέροχο ναυτικό μουσείο της πόλης, προσφέρει νοστιμιές από το «Μακόντο», ένα φανταστικό χωριό που έπλασε ο συγγραφέας με πρότυπο τους τόπους όπου πέρασε την παιδική του ηλικία. Οι επισκέπτες τρώνε, θαυμάζουν τους πίνακες και τα χαρακτικά που απεικονίζουν τις σκηνές και τα πρόσωπα του βιβλίου και θυμούνται τα επεισόδια που τους άρεσαν περισσότερο. Την επιδημία της αϋπνίας που πλήττει τους κατοίκους του Μακόντο, για παράδειγμα. Καθώς δεν έχουν ύπνο και αρχίζουν να ξεχνούν τις βασικές λέξεις, οι χωριανοί αποφασίζουν να γράφουν τα ονόματα των πραγμάτων (όπως αγελάδα ή μαχαίρι) και να τα αντιστοιχούν στα αντικείμενα που τους ταιριάζουν. Από την πολλή κούραση, όμως, αρχίζουν να δυσκολεύονται και να διαβάσουν, γεγονός που περιπλέκει την κατάσταση.

Το βιβλίο που έχει φέτος τα τεσσαρακοστά γενέθλιά του είναι, βέβαια, τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Αλλά ο συγγραφέας του, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δεν έχει φανεί τελευταία στην Καρταχένα. Ίσως να βρίσκεται στο άλλο σπίτι του, στην Αβάνα, για να είναι κοντά στον άρρωστο φίλο του τον Φιντέλ, ή στο τρίτο του σπίτι, στο Λος Άντζελες. Ο Κρίστοφερ Χίτσενς, καλεσμένος στο ετήσιο λογοτεχνικό φεστιβάλ της Καρταχένα, δεν θα έχει έτσι την ευκαιρία να τον συναντήσει. Θα συναντήσει όμως πολλούς ανώνυμους Κολομβιανούς, που θα του παραπονεθούν ότι η χώρα τους έχει μικρές ποσότητες πολύτιμων αγαθών (σίδηρος, σμαράγδια, πετρέλαιο, καφές) και μεγάλες ποσότητες ενοχλητικών αγαθών (δεν χρειάζονται διευκρινίσεις). Θα επισκεφθεί το υπέροχο Παλάτι της Ιεράς Εξέτασης, όπου έχουν εκτυλιχθεί πολλά δράματα (συμπεριλαμβανομένης της επίσκεψης του ίδιου του Σατανά, προτού καταφέρουν να τον εξορκίσουν) και όπου φιλοξενείται σήμερα η μεγαλύτερη συλλογή εργαλείων βασανισμού σε όλο το Νότιο Ημισφαίριο. Και θα διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια - όπως γράφει στο περιοδικό Slate - την παταγώδη αποτυχία μιας πολιτικής που έχουν ακολουθήσει τις τελευταίες δεκαετίες όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι με διάφορα ονόματα («πόλεμος κατά των ναρκωτικών», «σχέδιο Κολομβία»), η οποία το μόνο που κατάφερε ήταν να δηλητηριάσει αυτή την κοινωνία με διαφθορά, φτώχεια και αποσπάσματα θανάτου.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 02, 2007

Φλερτ με τον Σαρκοζί



Η απροθυμία πολλών Γάλλων διανοουμένων να στηρίξουν μια υποψήφια που δεν διακρίνεται για την καθαρότητα των θέσεών της είναι κατανοητή. Αυτό που ξαφνιάζει είναι το φλερτ τους με τον Σαρκοζί.

Κατηγορεί την Αριστερά ότι δεν έχει διδαχθεί τίποτα από τις ήττες της και ότι δεν έχει πάρει χαμπάρι για τις συζητήσεις που γίνονται στην Ευρώπη, από το «όχι» των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών στον μαρξισμό μέχρι το «ναι» των Νέων Εργατικών στον καπιταλισμό, αλλά παρά ταύτα θα ψήφιζε για πρόεδρο τον σοσιαλιστή Μπερνάρ Κουσνέρ, που δυστυχώς όμως δεν βάζει υποψηφιότητα, κι έτσι τάσσεται υπέρ του Σαρκοζί, ο οποίος συμβολίζει τη ρήξη με τον συντηρητισμό του πρωθυπουργού Ντε Βιλπέν και είναι γενικά καλός άνθρωπος, παρ' όλο που υποστηρίζει την απέλαση των ξένων. Το άρθρο του Αντρέ Γκλυκσμάν που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα στη Μοντ απεικονίζει τη σύγχυση πολλών από τους λεγόμενους «νέους φιλοσόφους» της Γαλλίας για τη Δεξιά, την Αριστερά, τη Γαλλία, την Ευρώπη, την Αμερική και γενικότερα τον ρόλο της πολιτικής στον σημερινό κόσμο. Ένα άλλο μέλος της ομάδας, ο θεωρητικός της σεξουαλικής απελευθέρωσης Πασκάλ Μπρικνέρ, είχε πρόσφατα την ευκαιρία να γευματίσει με τον Σαρκοζί και με δηλώσεις του στη Λιμπερασιόν εξήρε τις θέσεις του υποψηφίου της Δεξιάς για την εκπαίδευση και τον πατριωτισμό. «Χρειαζόμαστε ένα γενναίο υποψήφιο», είπε, «που να παίρνει ρίσκο».

Πολλοί από τους διανοούμενους αυτούς έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια με τις πράγματι γενναίες θέσεις τους για τη Γιουγκοσλαβία, για την Τσετσενία ή για την απάθεια της Ευρώπης. Τι να είναι όμως τώρα αυτό που τους φέρνει κοντά στον Σαρκοζί; Η σκληρή του γλώσσα απέναντι στους απείθαρχους των προαστίων; Ο θαυμασμός του προς τον Μπλαιρ; Οι θέσεις του για την Τουρκία; Η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετώπισε τις απιστίες της συζύγου του; Η έμπνευσή του να αναθέσει την περιγραφή της προεκλογικής εκστρατείας του σε μια ηθοποιό του θεάτρου, τη Γιασμίνα Ρεζά; Ο Μαξ Γκαλό, που πρόσκειται στον «διαφωνούντα» Ζαν-Πιερ Σεβενμάν και είχε ζητήσει την καταψήφιση του Ευρωσυντάγματος στο περυσινό δημοψήφισμα, υποστηρίζει τώρα τον Σαρκοζί επειδή του αρέσουν οι αναφορές του στην Ιστορία και την πατρίδα. Ο Μαρκ Βάιτσμαν, πρώην κριτικός λογοτεχνίας του περιοδικού Les Inrockuptibles και συνεργάτης ενός νέου «αντι-αντιαμερικανικού» περιοδικού που διακρίνεται για τις νεοσυντηρητικές θέσεις του και λέγεται «Ο Καλύτερος των Κόσμων», θα ψηφίσει τον σημερινό υπουργό Εσωτερικών για να αποκατασταθούν επιτέλους οι κλασικές αξιοκρατικές αρχές του γαλλικού ρεπουμπλικανικού μοντέλου. Τρικυμία...

Ιδρυτικό μέλος του ίδιου περιοδικού, ο σκηνοθέτης Ρομέν Γκουπίλ δεν θέλει αντίθετα ούτε να ακούσει για τον Σαρκοζί. «Είμαι τεμπέλης», λέει, «και οι ομιλίες του για την οικονομική πραγματικότητα με αρρωσταίνουν». Επιτέλους, ένα επιχείρημα σοβαρό, συγκροτημένο, πολιτικό.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

Το παιχνίδι των παιδιών



To Πανεπιστήμιο της Aix-en Provence ανακήρυξε αυτή την εβδομάδα τον Αντόνιο
Ταμπούκι επίτιμο διδάκτορα. Και ο Ιταλός συγγραφέας εκφώνησε μια ομιλία με τίτλο «Εγκώμιο της λογοτεχνίας».

Γιατί γράφουμε; Το αναπόφευκτο αυτό ερώτημα επιστρέφει συνεχώς, όσο κι αν θέλεις να το αποφύγεις, όπως εκείνες οι ευσεβείς κυρίες που είναι αφοσιωμένες στην κατήχηση και κάθε Κυριακή κτυπούν αμείλικτα την πόρτα σου. Όμως ακόμη και η πιο ριζοσπαστική απάντηση όπως εκείνη που είχε δώσει ο Μπέκετ («γιατί δεν είμαι καλός σε τίποτα άλλο») είναι προφανώς ανεπαρκής και εμπνέεται από μια σεμνότητα και έναν αυτοσαρκασμό που δεν λύνουν το πρόβλημα. Γνωρίζω δεκάδες ανθρώπους που δεν είναι «καλοί σε τίποτα άλλο», και παρά ταύτα δεν έχουν γράψει στη ζωή τους ούτε μια γραμμή. Οι άλλες πιθανές απαντήσεις είναι όλες σεβαστές, αν και στην πραγματικότητα καμιά δεν είναι. Γράφουμε επειδή φοβόμαστε τον θάνατο; Είναι πιθανό. Ή μήπως γράφουμε επειδή φοβόμαστε τη ζωή; Κι αυτό είναι πιθανό. Γράφουμε επειδή νοσταλγούμε την παιδική μας ηλικία; Επειδή ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα;

Επειδή ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα και θέλουμε να τον σταματήσουμε; Γράφουμε από θλίψη επειδή θα θέλαμε να έχουμε κάνει κάτι και δεν το κάναμε; Γράφουμε από τύψεις επειδή δεν θα θέλαμε να έχουμε κάνει κάτι και παρά ταύτα το κάναμε; Γράφουμε επειδή βρισκόμαστε εδώ, αλλά θα θέλαμε να βρισκόμαστε εκεί; Γράφουμε επειδή πήγαμε εκεί αλλά στην πραγματικότητα θα θέλαμε να έχουμε μείνει εδώ; Γράφουμε επειδή θα θέλαμε να είμαστε ταυτόχρονα εδώ που έχουμε φτάσει και εκεί όπου βρισκόμασταν νωρίτερα; Γράφουμε επειδή, όπως λέει ο Μπωντλαίρ, «η ζωή είναι ένα νοσοκομείο όπου όλοι οι ασθενείς θα ήθελαν να αλλάξουν κρεβάτι. Ο ένας θα προτιμούσε να υποφέρει δίπλα στο καλοριφέρ, ο άλλος είναι πεισμένος ότι δίπλα στο παράθυρο θα θεραπευόταν»;

Ή μήπως γράφουμε για παιχνίδι; Όχι όμως το καθαρό παιχνίδι, όπως διακήρυσσε άλλοτε η αβανγκάρντ στην Ιταλία και αλλού, όχι το παιχνίδι που παίζουν οι ταχυδακτυλουργοί της Κυριακής, αλλά ένα παιχνίδι που μοιάζει μ'εκείνο των παιδιών. Ένα παιχνίδι τρομερής σοβαρότητας. Γιατί όταν παίζει ένα παιδί, τα βάζει όλα στο παιχνίδι. Παίρνει ένα πετραδάκι, κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού του και, ενώ πέφτει το βράδυ, ακουμπά το πετραδάκι στην παλάμη του χεριού του και λέει πως αυτό το πετραδάκι είναι ο κόσμος. Προσοχή: δεν το σκέφτεται μονάχα, το λέει κιόλας, γιατί μονάχα αν το πει τα μάγια γίνονται πραγματικότητα και το πετραδάκι γίνεται ο κόσμος. Και το παιδί ξέρει ότι αν αυτό το πετραδάκι πέσει κάτω, ο κόσμος θα καταρρεύσει, τα άστρα θα τρελαθούν και θα έλθει το χάος. Με άλλα λόγια, κρατά στα χέρια του τις τύχες του κόσμου. Μέχρι τη στιγμή που θα φανεί στην πόρτα ο μπαμπάς του χαμογελώντας, το φαγητό είναι έτοιμο, κάνει κρύο, αύριο έχει σχολείο, πρέπει επιτέλους να μαζευτεί.