H αποτύπωση της βαρβαρότητας
Στη Γαλλία κάνουν θραύση ταινίες και βιβλία με αντικείμενο τη ζωή των εργατών. Αναβιώνουν, λοιπόν, τα εικονίσματα της παλιάς Αριστεράς; Προσπαθούν οι βολεμένοι να ξεπλύνουν τις τύψεις τους; Ή μήπως καταρρέει ο καπιταλισμός και δεν το πήραμε χαμπάρι;
Μια βιογραφία του Μαρξ, γραμμένη από τον Ζακ Αταλί, βρίσκεται εδώ και μήνες στην κορυφή των μπεστ σέλερ. Άλλα τρία μυθιστορήματα, που περιγράφουν τα προβλήματα της εργατικής τάξης και τον διεφθαρμένο χαρακτήρα του καπιταλισμού, συζητιούνται σε όλα τα τραπέζια. Το «Παιδί» των αδελφών Νταρντέν (όπου ένα εικοσάχρονο κλεφτρόνι πουλάει το νεογέννητο μωρό του) κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ πολλά εισιτήρια κόβει και ο «Μπαλτάς» του Κώστα Γαβρά, που περιγράφει πώς τρελάθηκε ένας απολυμένος και άρχισε να σκοτώνει τους ανταγωνιστές του για μια θέση εργασίας. Κι έρχονται κι άλλα βιβλία, κι άλλες ταινίες, με το ίδιο πάντα θέμα, τη διαμαρτυρία για τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων και την ελπίδα για ένα μέλλον μακριά από τον καπιταλισμό.
Το φαινόμενο αφορά περισσότερο τον πολιτισμό παρά την πολιτική, σημειώνει ο κοινωνιολόγος Αλαίν Τουραίν σε συνέντευξή του στο περιοδικό Λ' Εσπρέσσο. Ο πολιτισμός δεν μπορεί να αγνοήσει την αποσύνθεση του κόσμου μας, την ανεργία, τη μετανάστευση των επιχειρήσεων, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Αλλά οι όροι με τους οποίους η Δύση περιέγραψε την κατάσταση μετά τη Γαλλική Επανάσταση (τάξη και αταξία, έθνος και βασιλιάς, λαός και επανάσταση) δεν είναι πλέον αρκετοί. H παγκοσμιοποίηση έχει διαχωρίσει την οικονομική ζωή από τις άλλες πλευρές της κοινωνίας, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο σύστημα απελευθερωμένο από τους κοινωνικούς μηχανισμούς. Οι πολιτικές παρατάξεις, για παράδειγμα, εξέφραζαν κάποτε με ακρίβεια τη σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τα κόμματα. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον. Στο παρελθόν, οι πόλεις αποτελούσαν την προβολή της οικονομίας και της κοινωνίας στον χώρο. Σήμερα, είναι κέντρα ανωνύμων μαζών, που τροφοδοτούνται κυρίως από τη μετανάστευση. H λογοτεχνία και ο κινηματογράφος αναζητούν, έτσι, νέα εργαλεία για την αποτύπωση της βαρβαρότητας. Ακόμη και το τελευταίο βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ, που θεωρητικά μιλά για έρωτες και κλώνους, αφηγείται την απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας που παρατηρείται στον σημερινό κόσμο.
H κρίση την οποία παρακολουθούμε δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη θεωρία της πάλης των τάξεων, λέει ο Τουραίν. Όλες οι μεγάλες συζητήσεις που γίνονται στην κοινωνία (η ευθανασία, η τεχνητή γονιμοποίηση, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η μάχη των γυναικών, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τα όρια της επιστήμης) έχουν μια ισχυρή πολιτιστική διάσταση. Ίσως να έχει φτάσει, λοιπόν, η ώρα να μιλήσουμε για πολιτιστικά δικαιώματα, όπως μιλούσαμε στο παρελθόν για ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Να υπερασπιστούμε ταυτόχρονα τις ατομικές και τις συλλογικές ελευθερίες - αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας.
H πρώτη μετακομμουνιστική Ουτοπία
H παρατήρηση ανήκει σε μια ομάδα επιχειρηματιών από το Σικάγο που επισκέφθηκε πρόσφατα το Πεκίνο: «Στο χρονικό διάστημα που εμείς κτίζουμε έναν ουρανοξύστη, αυτοί κτίζουν από το μηδέν μια ολόκληρη πόλη».
Πρωτεύουσα της επαρχίας Χενάν, που έχει όσους κατοίκους έχουν η Γαλλία και η Ιταλία μαζί, η πόλη Τζενγκτζού είναι ένα νευραλγικό κέντρο στο σταυροδρόμι δύο βασικών σιδηροδρομικών αξόνων της Κίνας: της γραμμής Βορρά - Νότου, που συνδέει το Πεκίνο με την Καντώνα, και της γραμμής Ανατολή - Δύση, που ξεκινά από την Κίτρινη Θάλασσα και φτάνει στο Θιβέτ. H θέση αυτή μπορεί να έχει στρατηγική σημασία, αλλά προκαλεί στην πόλη και στα 2,5 εκατομμύρια κατοίκους της ασφυξία. Έτσι, η τοπική κυβέρνηση έλαβε πριν από τρία χρόνια μια πρωτοφανή απόφαση. Να δημιουργήσει μια καινούργια πόλη πιο κάτω, αρκετά πιο κάτω, στη μέση του πουθενά, που θα αποτελέσει αρχιτεκτονικό πρότυπο για όλο τον κόσμο. Μια Βενετία της τρίτης χιλιετίας, όπως γράφει ο ανταποκριτής της Ρεπούμπλικα. Την πρώτη μετακομμουνιστική Ουτοπία της Λαϊκής Δημοκρατίας.
Για τον σκοπό αυτό, οι αρχές οργάνωσαν ένα διεθνές συνέδριο όπου έλαβαν μέρος διάσημοι αρχιτέκτονες απ' όλο τον κόσμο. H υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου ανατέθηκε τελικά στον Ιάπωνα Κίσο Κουροκάβα, που έχει σχεδιάσει το μουσείο μοντέρνας τέχνης της Χιροσίμα και το μουσείο Βαν Γκογκ του Άμστερνταμ. Κι εκείνος δεν τους απογοήτευσε. H νέα Τζενγκτζού που συνέλαβε δεν θα μοιάζει σε τίποτα με το Πεκίνο ή τη Σαγκάη, που λυγίζουν κάτω από το βάρος των 20 και 30 εκατομμυρίων κατοίκων τους. Δεν θα είναι μια μεγαλούπολη γεμάτη ουρανοξύστες και οδικές αρτηρίες, αλλά μια όαση χαμηλών σπιτιών, καναλιών και τεχνολογικών πανεπιστημίων. Θα έχει μια τεχνητή λίμνη 8.000 στρεμμάτων, τη μεγαλύτερη στην Κίνα. Θα περιβάλλεται από πάρκα και κήπους που θα φτάνουν μέχρι τα δάση των γειτονικών βουνών, ώστε να προστατεύεται η βιοποικιλότητα της περιοχής. Με άλλα λόγια, θα είναι ο Κήπος της Εδέμ.
Τριάντα χιλιάδες εργάτες, μαζί με εκατοντάδες γερανούς και εκσκαφείς, κτίζουν αυτό το σύγχρονο όνειρο νύχτα - μέρα, χωρίς διάλειμμα για Κυριακές και αργίες. Υπολογίζεται ότι σε έναν χρόνο η πόλη θα μπορεί να φιλοξενήσει ήδη 100.000 κατοίκους. Σε δέκα χρόνια θα είναι μια ολοκληρωμένη μητρόπολη με 1,5 εκατομμύριο ψυχές. Το κόστος ολοκλήρου του σχεδίου φτάνει τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά το εισιτήριο εγκατάστασης σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο θα είναι απλησίαστο για τους περισσότερους Κινέζους: 300.000 ευρώ για ένα διαμέρισμα 80 τετραγωνικών μέτρων. Οι ιδιοκτήτες της γης που απαλλοτριώθηκε από την κυβέρνηση σχηματίζουν ουρές για να προσληφθούν τουλάχιστον στον στρατό των προλεταρίων που δίνει σάρκα και οστά στη μητροπολιτική Ουτοπία. Αλλά οι νόμοι της αγοράς δεν προβλέπουν θέσεις γι' αυτούς. Οι μεγάλες ουτοπίες προϋποθέτουν και γενναίες θυσίες.
Ο τελευταίος ρόκερ
Είχαν πολλά ευχάριστα μηνύματα οι γερμανικές εκλογές. Αλλά είχαν και μια πολύ δυσάρεστη συνέπεια: την αποχώρηση του κορυφαίου ίσως Ευρωπαίου πολιτικού από την ενεργή πολιτική ζωή.
"Το εκλογικό αποτέλεσμα με ενθουσίασε. Θα το πω δημόσια: αγαπώ τη χώρα μου. Οι ψηφοφόροι σάρωσαν το πολιτικό κεφάλαιο. Το κεφάλαιο της πολιτικής δημοσιογραφίας. Το κεφάλαιο των δημοσκόπων και των πολιτικών επιστημόνων. Όλοι αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι ειδικοί διαψεύστηκαν. Αν τα συντηρητικά αφεντικά του Σπίγκελ και της Τσάιτ, που μπερδεύουν τη δημοσιογραφία με την πολιτική, ακολουθούσαν τους δικούς τους συντηρητικούς κώδικες τιμής, θα έπρεπε να κάνουν χαρακίρι (πολιτικά, εννοώ). Αλλά δεν ψέλλισαν ούτε μια λέξη αυτοκριτικής. Αντί γι' αυτό, βλέπεις τον επικεφαλής του Ομίλου Σπρίνγκερ, τον Ματίας Ντέπφνερ, να απολογείται στη Γουολ Στριτ Τζέρναλ για την περίεργη εκλογική συμπεριφορά των Γερμανών. Είναι ντροπή!
Δέχομαι ότι έχω επηρεάσει σημαντικά το κόμμα μου. Αλλά οι Πράσινοι δεν είναι κόμμα του Φίσερ. Το κοκκινο-πράσινο κεφάλαιο, που γράφτηκε από τη γενιά μου, έκλεισε οριστικά. Και τώρα αρχίζει ένα καινούργιο κεφάλαιο, που πρέπει να γραφτεί από τους νεότερους, τους κάτω των 40 ετών. H άποψη ότι έχω κάτι να τους προσφέρω είναι παράλογη. Είμαι δεμένος με την ιστορία μου και με την ύπαρξή μου. Όταν μιλάω με τα παιδιά μου, που έχουν μεγαλώσει πια, και με τους φίλους τους, συνειδητοποιώ ότι η νέα γενιά έχει μια βαθιά επιθυμία να ζήσει την ατομικότητά της, από τη μια πλευρά, και να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή, από την άλλη, ακόμη και πέρα από τα όρια της κλασικής μικρής οικογένειας. Ίσως οι εικόνες από τη Νέα Ορλεάνη να έδειξαν ότι ακόμη και σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης υπάρχει κάτι που λέγεται μοιρασμένη ευθύνη, κι ότι οι πιο δυνατοί ώμοι πρέπει να σηκώνουν μεγαλύτερα βάρη. Οι Πράσινοι παρέχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις γι'αυτόν τον νέο προσανατολισμό επειδή προέρχονται από το εναλλακτικό κίνημα.
Όταν κατάλαβα ότι οι Πράσινοι θα περάσουν στην αντιπολίτευση, είπα στον εαυτό μου: ή θα παραμείνεις στη θέση σου, και μια μέρα θα σε πετάξουν με τις κλωτσιές επειδή δεν σε αντέχουν άλλο, ή θα πάς σπίτι σου. H πρώτη επιλογή δεν είναι πολύ ελκυστική. Έτσι παραιτήθηκα. Με ρωτάτε μήπως ο κοκκινοπράσινος συνασπισμός ήλθε πολύ αργά. Μα οι πολιτικοί και τα κόμματα δεν διαλέγουν την εποχή τους. H ιστορία σε πετάει σε παγωμένο νερό, πεινασμένες πολικές αρκούδες σε κυνηγούν, και είτε κολυμπάς πιο γρήγορα απ'αυτές είτε σε κατασπαράζουν. Εγώ ήμουν ο τελευταίος live ροκ-εντ-ρόλερ της γερμανικής πολιτικής. Ακολουθεί η γενιά του πλέι-μπακ. Είμαι 57 ετών. Θα κάτσω σιωπηλός στο πίσω μέρος του Κοινοβουλίου, θα τους ακούω και θα σκέφτομαι".
(Από συνέντευξη που έδωσε ο απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ στην εφημερίδα die Tageszeitung)
Ο δεύτερος θάνατος του Tζων Στιούαρτ Mιλ
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες αναβιώνει η ιδέα ότι η ντροπή και η αηδία πρέπει να παίζουν θεμελιώδη ρόλο στο κοινωνικό και νομικό πεδίο. Το βάρος τους στην καθημερινή ζωή είναι όλο και μεγαλύτερο». Μάρτα Νουσμπάουμ
Δέκα γυναίκες μόνο περιλαμβάνει ο κατάλογος των 100 κορυφαίων διανοουμένων της εποχής μας που συνέταξαν τα περιοδικά Prospect και Foreign Policy (και δημοσίευσαν χθες TA NEA). Ανάμεσά τους, μια σημαντική Αμερικανίδα φιλόσοφος, που ειδικεύεται στην αρχαία φιλοσοφία και διδάσκει στο Τμήμα Ηθικής και Δικαίου του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Το όνομά της είναι Μάρτα Νουσμπάουμ. Και στο τελευταίο της βιβλίο, με τίτλο «Κρύβοντας την ανθρώπινη φύση. H αηδία, η ντροπή, ο νόμος» (Εκδ. Princeton University Press) επιχειρεί ένα ταξίδι από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Φρόυντ και τον Όσκαρ Ουάιλντ για να αποδείξει ότι στη χώρα του Μπους και των νεοσυντηρητικών ορισμένες προκαταλήψεις παίζουν κυρίαρχο ρόλο.
Τα αμερικανικά δικαστήρια παίρνουν τελευταία κάτι περίεργες αποφάσεις. Οδηγοί αυτοκινήτων υποχρεώνονται να αναρτούν στις πινακίδες τους μια ταμπέλα που γράφει: «Είμαι αλκοολικός». Άλλοι αναγκάζονται να κρεμάσουν ταμπέλες με ανάλογο περιεχόμενο έξω από τα σπίτια τους. Οι τιμωρίες αυτές, λέει η Νουσμπάουμ σε συνέντευξή της στη Ρεπούμπλικα, επιβάλλονται συνήθως σε μαύρους, ομοφυλόφιλους, γυναίκες, άτομα με ειδικές ανάγκες. Με τον τρόπο αυτό, μια ελίτ που ισχυρίζεται ότι είναι δίκαιη, άμεμπτη, με λίγα λόγια «φυσιολογική», αποκόπτει την ντροπή από την ανθρώπινη φύση και τη χρησιμοποιεί ως νομικό εργαλείο για να καθυποτάξει τους αδύνατους και περιθωριοποιημένους. Το ίδιο κάνει και με την αηδία: συνδέοντάς την με ολόκληρες κατηγορίες «μολυσμένων» ανθρώπων, η ελίτ αυτοπροσδιορίζεται ως «καθαρή», δηλαδή αθάνατη.
H κατηγορία ανθρώπων εναντίον της οποίας χρησιμοποιούνται με τον πιο συστηματικό τρόπο η αηδία και η ντροπή, λέει η Αμερικανίδα καθηγήτρια, είναι χωρίς αμφιβολία οι ομοφυλόφιλοι. Ο πανικός που παρατηρείται στην Αμερική για τους γάμους των ομοφυλοφίλων είναι απολύτως αδικαιολόγητος, αλλά χρησιμοποιείται για την επιβολή διαφόρων διακρίσεων. Ο Τζων Στιούαρτ Μιλ έλεγε ότι ο μοναδικός λόγος που δικαιολογεί τον περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών είναι η πρόκληση βλάβης. Σήμερα, αρκεί η επίκληση του κινδύνου μιας βλάβης για να δικαιολογηθεί η καταστολή. Ο Μιλ έλεγε επίσης ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε ποτέ εναντίον συμπεριφορών που μας σοκάρουν ή αηδιάζουν, όσο η αηδία αυτή δεν γίνεται επικίνδυνη. Οι Αμερικανοί νομοθέτες, όμως, τείνουν όλο και περισσότερο να ταυτίζουν το αηδιαστικό με το επικίνδυνο.
Ο κλασικός φιλελευθερισμός στηριζόταν πάντα στην ισονομία, καταλήγει η Νουσμπάουμ. Είμαστε όλοι εξίσου άνθρωποι και εξίσου ζώα. Γεννιόμαστε όλοι «γυμνοί και φτωχοί» και είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε, έγραφε ο Ρουσώ στον τέταρτο τόμο του Αιμίλιου. Από την αδυναμία μας αυτή, προσέθετε, γεννιέται μια εύθραυστη ευτυχία. Μήπως αυτήν ακριβώς την ευτυχία θέλουν να εκμηδενίσουν οι νεοφιλελεύθεροι της εποχής μας;
Kλέφτες παιδιών
Χάρις στη σιδηρά πυγμή του προέδρου Πούτιν, ο πόλεμος στην Τσετσενία τελείωσε. H ζωή στην απείθαρχη επαρχία εξομαλύνεται. Εξαφανίζεται βέβαια περίπου ένα παιδί την ημέρα, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.
«Στις 13 Σεπτεμβρίου, γύρω στις 5 το απόγευμα, γύριζα στο σπίτι μου όταν είδα ένα αυτοκίνητο να μπαίνει με ταχύτητα στην αυλή κι από μέσα να βγαίνουν τέσσερις μασκοφόροι ντυμένοι στα μαύρα. Έβαλα τις φωνές, αλλά εκείνοι ούτε με κοίταξαν, άρπαξαν τον Αχμεντ κι έφυγαν». H Λίζα είναι σαράντα ετών, αλλά μοιάζει εξήντα. Μένει σ' ένα χωριό 20 χιλιόμετρα νοτίως του Γκρόζνι, που λέγεται Νοβίζ Ατόγκι. Και ο Αχμεντ είναι γιος της. Δεν ξέρει ποιοι τον άρπαξαν, ούτε την ενδιαφέρει, το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει ο Αχμεντ στο σπίτι.
«Δώστε πίσω τα παιδιά μας!», φώναζαν την περασμένη εβδομάδα σε μια αυτοσχέδια διαδήλωση οι μάνες του Νοβίζ Ατόγκι. Ανάλογες διαδηλώσεις γίνονται τους τελευταίους μήνες σ' ολόκληρη την επαρχία. Σύμφωνα με τη Νατάσα Εστιμίροβα από την οργάνωση «Μνήμη», μια από τις ελάχιστες ανθρωπιστικές οργανώσεις που εξακολουθούν να λειτουργούν στην Τσετσενία, το πρώτο εξάμηνο του 2005 έγιναν 152 καταγγελίες για εξαφανίσεις παιδιών ηλικίας 14 ώς 20 ετών. Ο πραγματικός αριθμός πρέπει όμως να είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς πολλοί γονείς φοβούνται να μιλήσουν. Φοβούνται τους αντάρτες που εξακολουθούν να αντιστέκονται, φοβούνται τους ισλαμιστές που κάνουν όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους, φοβούνται τους στρατιώτες που λεηλατούν, συλλαμβάνουν και βασανίζουν ανενόχλητοι. Ποιοι απ' όλους ευθύνονται για τις απαγωγές και ποιος είναι ο στόχος τους; Σ' αυτά τα μέρη όπου η διαφθορά ανακατεύεται με τη φτώχεια και τον θρησκευτικό φανατισμό, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα.
Πολλοί ρίχνουν τις ευθύνες στη δύναμη εισβολής και κατοχής, δηλαδή στους Ρώσους. Οι τελευταίοι έχουν καταφέρει όμως να «τσετσενοποιήσουν» αυτή τη σύγκρουση. Ο ισχυρός άνδρας της περιοχής είναι Τσετσένος: πρόκειται για τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ραμζάν Καντίροφ, γιο του φιλορώσου προέδρου που σκοτώθηκε σε βομβιστική επίθεση στις 9 Μαΐου του 2004. Όπως γράφει η Στάμπα, ο Καντίροφ έχει συγκροτήσει μια Αντιτρομοκρατική Μονάδα 500 ανδρών που υπάγεται απευθείας σ' εκείνον. Πολλοί από τους άνδρες αυτούς καταζητούνται από τις ομοσπονδιακές αρχές για σοβαρά εγκλήματα. Τσετσένοι είναι και οι περισσότεροι από τους ενόπλους που έχουν στελεχώσει τις υπηρεσίες ασφαλείας. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βγάλεις χρήματα στο Γκρόζνι», λέει ένας αξιωματούχος του υπουργείου Εσωτερικών, Τσετσένος κι αυτός.
Το τελευταίο εξάμηνο, 250 παιδιά από το Αργκούν και το Βιντίνο ενώθηκαν με τους αντάρτες. Ίσως οι απαγωγές να έχουν σχέση και μ' αυτό, την απόσπαση πληροφοριών ή την αποτροπή περαιτέρω «διαρροών». Οι μανάδες δεν ξέρουν, ούτε τους ενδιαφέρει. Το μόνο που θέλουν είναι να γυρίσουν τα παιδιά τους στο σπίτι.
Γελά ο Θεός με τον Pούσντι;
Με την ενεργό ανάμειξή του στην προεκλογική εκστρατεία της Γερμανίας, ο Γκίντερ Γκρας μπορεί και να επηρέασε κάποιον ψηφοφόρο, συμβάλλοντας έτσι στη Μεγάλη Ανατροπή. Επικρίθηκε όμως από συναδέλφους του για σύγχυση αρμοδιοτήτων. Ενας άλλος προβεβλημένος συγγραφέας τώρα, που βρίσκεται εδώ και χρόνια στο στόχαστρο των φανατικών επειδή παραβίασε τους κανόνες της θρησκείας του, κατηγορείται ότι ξέχασε τη θεμελιώδη αρχή της λογοτεχνίας, δηλαδή τον πλουραλισμό, και έγινε κι αυτός ένας αληθινός «πιστός». Πρόκειται για τον Σαλμάν Ρούσντι, που συνόδευσε την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου με σειρά άρθρων υπέρ της μεταρρύθμισης του ισλάμ.
Το μεγαλείο του μυθιστορήματος, είχε πει ο Μίλαν Κούντερα παραλαμβάνοντας το 1985 το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ιερουσαλήμ, είναι η ικανότητά του να στεγάζει πολλούς ηθικούς κόσμους, που αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλον χωρίς να χρειάζεται να υποταχθούν κάποιοι απ' αυτούς σε ένα οριστικό και αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα. «Το μυθιστόρημα είναι ένας φανταστικός Παράδεισος όπου κανείς δεν κατέχει την αλήθεια, ούτε η Άννα ούτε ο Καρένιν, αλλά όπου τόσο η Άννα όσο και ο Καρένιν έχουν το δικαίωμα να εκφραστούν». Ο Ρούσντι δεν υπηρετεί πλέον δυστυχώς αυτό τον ρόλο, υποστηρίζει στην «Γκάρντιαν» ο εφημέριος και καθηγητής Φιλοσοφίας Τζάιλς Φρέιζερ. H εμμονή του στην ηθική ασθένεια του ισλάμ, για την οποία πρέπει να βρεθεί επειγόντως ένα φάρμακο, έχει εκμηδενίσει την απόσταση που θα έπρεπε να έχει από τα πράγματα. Ο διανοούμενος έχει δώσει τη θέση του στον πιστό. «Ο άνθρωπος σκέπτεται, ο Θεός γελά», λέει ένα εβραϊκό ρητό, υπονοώντας ότι η προσπάθεια του ανθρώπου να αναζητήσει μια ενιαία απάντηση στα προβλήματα του κόσμου είναι μάταιη. Τα τελευταία καμώματα του Ρούσντι - γράφει ο εφημέριος - θα πρέπει να διασκεδάζουν τον Θεό πολύ.
Ο τρομερός «Ινδός με βρετανικό διαβατήριο» βρίσκεται έτσι ανάμεσα σε δύο πυρά. Οι εξτρεμιστές του ισλάμ τον σιχαίνονται επειδή είναι πολύ πλουραλιστής και οι οπαδοί της διανοητικής καθαρότητας τον επικρίνουν επειδή δεν είναι αρκετά πλουραλιστής. Οι πρώτοι θέλουν να τον σκοτώσουν επειδή προσέβαλε τη θρησκεία και οι δεύτεροι επειδή προσέβαλε τη λογοτεχνία. Αλλά ο Ρούσντι έχει πάρει τις αποφάσεις του, δεν φοβάται πια τα όπλα, ούτε τα πραγματικά ούτε τα συμβολικά. H στράτευσή του, άλλωστε, δεν είναι σημερινή: ο Γάλλος βιβλιοκριτικός Πιερ Ασουλίν μάς θυμίζει ότι έχουν περάσει κιόλας 15 χρόνια από εκείνο το παθιασμένο «Χαμόγελο του ιαγουάρου» με το οποίο ο Ρούσντι υπερασπιζόταν τους Σαντινίστας. Αλλά αυτή η στράτευση δεν τον εμποδίζει να γράφει υπέροχα βιβλία, όπως «Ο Χαρούν και η θάλασσα των παραμυθιών» ή «Ο τελευταίος στεναγμός του Μαυριτανού». Ούτε άλλωστε να κάνει, μαζί με τη γοητευτική γυναίκα του, υπέροχη παρέα. Έτσι λένε τουλάχιστον.
Eπιδρομή κυκλώνων
H Κατρίνα σάρωσε, η Οφηλία υπήρξε πιο μετριοπαθής, η Ρίτα απειλεί, κι έρχεται η σειρά του Σταν. Είναι ιδέα μας ή έχουν ενσκήψει πολλοί κυκλώνες τελευταία;
«Ο Αμερικανός πρόεδρος κλείνει τα μάτια στην οικονομική και ανθρώπινη καταστροφή που προκαλεί στη χώρα του και στην παγκόσμια οικονομία, μέσω φυσικών καταστροφών όπως η Κατρίνα, η αποτυχία του να προστατεύσει το κλίμα». Αυτά δήλωσε πρόσφατα στην εφημερίδα Φρανκφούρτερ Ρουντσάου ο Γερμανός υπουργός Περιβάλλοντος Γιούργκεν Τριτίν. Ο υπουργός ευθύνεται για «πνευματική λεηλασία», απάντησε ένας συντάκτης των Τάιμς, για να αδράξει την ευκαιρία το Σπίγκελ και να μιλήσει για νέα κρίση στις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Πέρα από την πολιτική διάσταση της κρίσης, πάντως, οι περισσότεροι επιστήμονες του κόσμου συγκλίνουν στην άποψη ότι η υψηλή κατανάλωση φυσικών καυσίμων στην Αμερική συνδέεται ευθέως με καταστροφές σαν κι αυτές που προκάλεσε η Κατρίνα.
Αν και οι κυκλώνες είναι εξαιρετικά σύνθετα φαινόμενα - επισημαίνει το περιοδικό Νιου Γιόρκερ - αντλούν την ενέργειά τους από την ίδια πηγή: τα θερμά νερά της επιφάνειας του ωκεανού. Αυτός είναι ο λόγος που δημιουργούνται μόνο στις τροπικές ζώνες και μόνο την περίοδο που η θερμοκρασία στην επιφάνεια της θάλασσας είναι μεγαλύτερη των 26 βαθμών Κελσίου. Όσο περισσότερο αυξάνεται αυτή η θερμοκρασία, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια των κυκλώνων. Οι κλιματολόγοι προβλέπουν έτσι ότι η αύξηση των επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θα προκαλέσει αύξηση της έντασης των κυκλώνων (όχι όμως κατ' ανάγκην και της συχνότητάς τους). Οι μετρήσεις αεροπλάνων που διασχίζουν τροπικές καταιγίδες δείχνουν ότι ο «ενδεχόμενος καταστροφικός χαρακτήρας» τέτοιων καταιγίδων έχει αυξηθεί σημαντικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες - μαζί με την αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας της θάλασσας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κατρίνα προκλήθηκε από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι κυκλώνες αποτελούν τυχαία γεγονότα, όπου παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες. Οι καταστροφές που προκαλούν εξαρτώνται από τις περιοχές που πλήττουν, κι αυτό είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό ζήτημα τύχης. H ερώτηση «είναι η Νέα Ορλεάνη η πρώτη μεγάλη αμερικανική πόλη που υφίσταται καταστροφές ως αποτέλεσμα κλιματικών αλλαγών που προκάλεσε ο άνθρωπος;» δεν επιδέχεται απάντηση, γιατί είναι η ίδια εσφαλμένη. Οι επιστήμονες ερευνούν τάσεις, όχι συγκεκριμένα γεγονότα. Αλλά και οι τάσεις είναι αρκετές για να προκαλέσουν ανησυχία στην ασφαλιστική βιομηχανία. Τον περασμένο Ιούνιο, η Ένωση Βρετανών Ασφαλιστών έδωσε στη δημοσιότητα έκθεση που προβλέπει ότι οι κλιματικές αλλαγές θα προκαλέσουν τις επόμενες δεκαετίες αύξηση κατά 60% των καταστροφών από τους κυκλώνες στην Αμερική, τους τυφώνες στην Ιαπωνία και τις ανεμοθύελλες στην Ευρώπη. Οι αποζημιώσεις που θα κληθούν να καταβάλουν οι εταιρείες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αλλά αυτό είναι φυσικά το λιγότερο.
Οι προστάτες των εγκληματιών
H Κάρλα ντελ Πόντε ανεβάζει (κι άλλο) τον πήχυ. Και στερεί επιχειρήματα από εκείνους που την κατηγορούν για μονομέρεια, αντισερβικές προκαταλήψεις και λοιπές φαιδρότητες.
Πρώτα απευθύνθηκε στην κροατική κυβέρνηση, η οποία δήλωσε φυσικά πλήρη άγνοια. Ύστερα ταξίδεψε στη Ρώμη για να ανταλλάξει απόψεις και να συγκρίνει σημειώσεις με τον αρχιεπίσκοπο Τζοβάνι Λατζόλο, «υπουργό Εξωτερικών» του Βατικανού. «Ψάχνω τον Άντε Γκοτοβίνα», του είπε, «και έχω πληροφορίες ότι κρύβεται σε ένα από τα 80 μοναστήρια της Κροατίας. Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να τον βρω;». H απάντηση του αξιωματούχου έλαμπε από ευγένεια: «Το Βατικανό δεν είναι ένα κράτος όπως τα άλλα και κατά συνέπεια δεν είναι υποχρεωμένο από το διεθνές δίκαιο να αναζητεί εγκληματίες πολέμου». Έμπειρη και πεισματάρα, εκείνη δεν έχασε το θάρρος της. Απευθύνθηκε έτσι στην καθολική ιεραρχία και ζήτησε τη βοήθεια των μυστικών της υπηρεσιών για να εντοπίσει τον φυγάδα. Ούτε αυτή η κίνηση όμως είχε αποτέλεσμα. Όταν ο Κροάτης επίσκοπος Μίλε Μπόγκοβιτς χαρακτήρισε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «πολιτικό δικαστήριο» και τον Γκοτοβίνα «σύμβολο της νίκης», η Κάρλα ντελ Πόντε ζήτησε και πάλι εξηγήσεις από το Βατικανό. «Δεν έχω άμεση ευθύνη για τους επισκόπους», απάντησε ο Λατζόλο. H εισαγγελέας, καθολική και η ίδια, ζήτησε τότε να δει τον Πάπα. Κι όταν απορρίφθηκε και αυτό το αίτημά της, αποφάσισε να μιλήσει.
Πρώην μέλος της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, ο Γκοτοβίνα έκανε καριέρα στον κροατικό στρατό φτάνοντας στον βαθμό του στρατηγού. Το 1995, ηγήθηκε της εκστρατείας για την ανακατάληψη της Κράινα από τις σερβικές δυνάμεις. Στη διάρκεια εκείνης της επιχείρησης σφαγιάστηκαν τουλάχιστον 150 άμαχοι Σέρβοι και εκτοπίστηκαν 150.000 με 200.000. Το 2001, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απηύθυνε επισήμως κατηγορία εναντίον του Γκοτοβίνα για εγκλήματα πολέμου. Αλλά εκείνος είναι άφαντος. Όπως άφαντοι είναι οι άλλοι δύο μεγαλοεγκληματίες των Βαλκανίων: ο Ράντοβαν Κάρατζιτς και ο Ράτκο Μλάντιτς. Κάποιοι τους προστατεύουν, τους κρύβουν ή κάνουν πως δεν τους βλέπουν. Στην περίπτωση των δύο Σερβοβοσνίων σφαγέων, η εισαγγελέας έχει κατηγορήσει ευθέως το Βελιγράδι για συνενοχή ή αδιαφορία. Αυτήν την εβδομάδα, προχώρησε ακόμη ένα βήμα. «Το Βατικανό προστατεύει έναν εγκληματία και αρνείται κατηγορηματικά να συνεργαστεί μαζί μας», είπε στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ». Και δεσμεύτηκε πως όσο οι κατηγορούμενοι παραμένουν ελεύθεροι, δεν θα επιτρέψει να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ούτε της Σερβίας ούτε της Κροατίας.
Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης της Ερζεγοβίνης, φραγκισκανοί μοναχοί αποφάσισαν να προσφέρουν καταφύγιο στον Γκοτοβίνα χωρίς να ενημερώσουν για την απόφασή τους αυτή την καθολική ιεραρχία. Βολική εξήγηση. Εξίσου πιστευτή με ένα -υποθετικό φυσικά -σενάριο που θα ήθελε μοναχούς του Αγίου Όρους να προσφέρουν καταφύγιο στον Κάρατζιτς εν αγνοία της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας...
Tα πλεονεκτήματα της αστάθειας
Μπορεί να διαβαστεί κι αλλιώς το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών: εννιά στους δέκα Γερμανούς συμφωνούν με τις μεταρρυθμίσεις. Αυτή η συντριπτική πλειοψηφία δεν θα έπρεπε να καθησυχάσει τις δύστυχες τις αγορές;
Το περασμένο Σαββατοκύριακο έγιναν εκλογές σε δύο χώρες με το ίδιο αναλογικό εκλογικό σύστημα και έδωσαν σχεδόν το ίδιο αποτέλεσμα. Στη Γερμανία, οι Χριστιανοδημοκράτες επικράτησαν επί των Σοσιαλδημοκρατών με διαφορά λίγο κάτω της μιας ποσοστιαίας μονάδας (0,9%). Στη Νέα Ζηλανδία, το κεντροδεξιό Εθνικό Κόμμα επικράτησε επί του κεντροαριστερού Εργατικού Κόμματος με διαφορά λίγο πάνω της μιας ποσοστιαίας μονάδας (1,1%). Και στις δύο περιπτώσεις, η σύνθεση της Βουλής που προκύπτει απεικονίζει λίγο-πολύ τη βούληση των ψηφοφόρων. Και στις δύο χώρες, τα κόμματα ξεκίνησαν ήδη διαβουλεύσεις με σκοπό τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού. Και οι δύο επιχειρηματικές κοινότητες, όμως, ανησυχούν για τη διαφαινόμενη «αστάθεια» και προειδοποιούν ότι η οικονομία απαιτεί μια σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής (που θα εξυπηρετεί κατά προτίμηση τα συμφέροντά τους).
Από μια άποψη έχουν δίκιο. H Βρετανία, για παράδειγμα, έκανε εκλογές τον περασμένο Μάιο και σχεδόν δεν το καταλάβαμε. Το Εργατικό Κόμμα έχασε μεν δύναμη, αλλά συνέχισε να έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που του επιτρέπει να ασκεί απρόσκοπτα την πολιτική του. Υπάρχει μόνο μια λεπτομέρεια: οι ψηφοφόροι δεν ήθελαν ακριβώς αυτό. Το κόμμα του Τόνυ Μπλαιρ ήλθε πρώτο με το ίδιο ακριβώς ποσοστό που έλαβε η Μέρκελ (35,2%), αλλά έλαβε το 55% των εδρών (έναντι του 38% των εδρών που λαμβάνουν οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες). Οι Βρετανοί συντηρητικοί ήλθαν δεύτεροι με ποσοστό λίγο μικρότερο από εκείνο των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών (32,3% έναντι 34,3%), αλλά έλαβαν μόλις το 30% των εδρών (έναντι του 37% των εδρών που λαμβάνει το κόμμα του Σρέντερ). Όσο για τους Ελεύθερους Δημοκράτες της Βρετανίας, που ήλθαν τρίτοι με ποσοστό 22%, έλαβαν κάτω από το 10% των εδρών. Αυτή η μαγική εικόνα, προϊόν ενός διαβολικού εκλογικού συστήματος, βολεύει ασφαλώς τις αγορές. Τι σχέση έχει όμως με τη δημοκρατία; Αν ο υπέρτατος στόχος είναι η σταθερότητα και όχι ο σεβασμός της λαϊκής βούλησης, γιατί δεν καταργούμε εντελώς τις εκλογές ώστε να γλιτώσουμε και το κόστος των μετακινήσεων;
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αστάθεια έχει αρκετά πλεονεκτήματα. Οι πολιτικοί γνωρίζουν καλύτερα ο ένας τον άλλον, ανταλλάσσουν απόψεις, αστειεύονται, κοροϊδεύουν, ποντάρουν, μπλοφάρουν. Νέοι όροι εισάγονται στο πολιτικό λεξιλόγιο, όπως «φωτεινός σηματοδότης» ή «Τζαμάικα». H κυκλοφορία των εφημερίδων ανεβαίνει. Πρωτότυπα σενάρια πέφτουν στο τραπέζι: όπως γράφει η Ιντιπέντεντ, θα μπορούσε να γίνει ένας «μεγάλος συνασπισμός» του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας με το Εργατικό Κόμμα της Νέας Ζηλανδίας που να κυβερνήσει και τις δύο χώρες. Τον 19ο αιώνα, άλλωστε, η Νέα Ζηλανδία δεν έφερε τον τίτλο «Πρωσία του Ειρηνικού»;
Ο «καγκελάριος των μίντια» πέθανε
Χάρις στο πείσμα, το πάθος και την αισιοδοξία αυτού του ανθρώπου, η Γερμανία γλιτώνει από έναν νεοφιλελεύθερο συνασπισμό που θα άλλαζε τις ισορροπίες στην Ευρώπη. Αλλά η προχθεσινή του εμφάνιση στην τηλεόραση ήταν απροσδόκητα προκλητική.
Στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, γράφει ο Γερμανός συγγραφέας Αρνο Βίντμαν στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας Μπερλίνερ Τσάιτουνγκ, υπάρχει μια στιγμή όπου το ρομπότ, που υποκρινόταν ώς τότε πως είναι άνθρωπος, επιτέλους αποκαλύπτεται. Μια τέτοια στιγμή έζησαν όσοι παρακολούθησαν τον Γκέρχαρντ Σρέντερ στο στρογγυλό τραπέζι των πολιτικών αρχηγών που οργάνωσε το κανάλι ARD το βράδυ της Κυριακής. Ξαφνικά, ο απερχόμενος καγκελάριος άρχισε να ξετυλίγει την προεκλογική του ομιλία. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Δεν πρόφερε εκείνος τις προτάσεις - εκείνες τον πρόφεραν. Έμοιαζε να έχει μεθύσει από τη νίκη του, και αυτή η νίκη να μην του φτάνει, αλλά να θέλει να πατήσει και να λειώσει την αντίπαλό του, μαζί με όλους όσοι είχαν τολμήσει να τον αμφισβητήσουν: τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων, τους δημοσιογράφους, τους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων. Κι όταν οι παρουσιαστές της εκπομπής του επισήμαναν ότι το κόμμα του δεν είχε νικήσει, τους κατηγόρησε ότι ήταν κι αυτοί μέρος της συνωμοσίας κατά της σοσιαλδημοκρατίας. Εκείνη τη στιγμή, λέει ο Βίντμαν, ο άνθρωπος που ήταν γνωστός ως «καγκελάριος των μίντια» πέθανε. Αν του έχουν μείνει φίλοι, θα πρέπει να τον οδηγήσουν σε καμιά κλινική για αποτοξίνωση.
Παρόμοιες σκηνές είχε γνωρίσει παλιότερα η γερμανική τηλεόραση με τη συμμετοχή στην ίδια εκπομπή του Φραντς Γιόζεφ Στράους. Ο τότε ακροδεξιός ηγέτης της Βαυαρίας ήταν μεθυσμένος και ψέλλιζε. Ουσιαστικά, όμως, ήταν μια άλλη εκδοχή του εαυτού του. Ήταν ο γνωστός εξτρεμιστής. Στην περίπτωση του Σρέντερ, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ίσως ο καγκελάριος να είχε μια πληροφορία. Ίσως η άγρια χαρά του να οφειλόταν σε μια μυστική δημοσκόπηση, που τελικά δεν επαληθεύτηκε. Αναρωτιέται όμως κανείς τι θα γινόταν αν επαληθευόταν, αν την ώρα της συζήτησης κάποιος γλιστρούσε ένα χαρτάκι στους παρουσιαστές που έγραφε ότι οι Σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν την πρώτη θέση. Θα σηκωνόταν άραγε ο Σρέντερ και θα μοίραζε χαστούκια;
Ένα βράδυ του 1982, σε ηλικία 38 ετών, ο Σρέντερ είχε μεθύσει πραγματικά και είχε συλληφθεί να κτυπά με μανία την πόρτα της καγκελαρίας στη Βόννη και να φωνάζει: «Θέλω να μπω εδώ μέσα!» Δεκαέξι χρόνια αργότερα, τα κατάφερε. Όπως συνήθιζε να λέει, για να κυβερνήσει του φτάνουν τρία πράγματα: η «Μπιλντ» (η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Γερμανίας, με 4 εκατομμύρια φύλλα), η «Μπιλντ της Κυριακής» και το χαζοκούτι. Κυβέρνησε. Χόρτασε. Τώρα που πέτυχε τον τελευταίο του στόχο - να γλιτώσει τη χώρα του από τους εξτρεμιστές - ίσως είναι καιρός να «βγει από εκεί μέσα» και να χαρεί την οικογένειά του. Το κόμμα του έχει ικανότατα στελέχη που μπορούν να τον διαδεχθούν.
H κληρονομιά του '68
H «μακρά πορεία μέσα από τους θεσμούς» που οραματιζόταν ο Ρούντι Ντούτσκε ολοκληρώθηκε. Την εξουσία στη Γερμανία διεκδικεί -με κομμένα όμως τα φτερά -μία πολιτικός που η ζωή της δεν σημαδεύτηκε από το 1968, αλλά από το 1989.
H οικονομία δεν ήταν ποτέ το δυνατό σημείο της γενιάς του '68, η οποία σιχαινόταν τον όρο «διαχείριση» και προτιμούσε να μιλά για ανατροπή. Όταν ανέλαβε λοιπόν την εξουσία στη Γερμανία, το 1998, προσπάθησε να προωθήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις σε συμφωνία με τα συνδικάτα, και όχι με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. H προσπάθεια σύντομα εγκαταλείφθηκε. Και όταν, μετά τις εκλογές του 2002, ο καγκελάριος Σρέντερ επανέφερε στο προσκήνιο ένα πακέτο κοινωνικών μεταρρυθμίσεων με τον τίτλο «Ατζέντα 2010», είχε χάσει πια την αξιοπιστία του. Ο κοκκινοπράσινος συνασπισμός είχε καταλάβει ότι ο «Τρίτος Δρόμος» δεν είναι μια ουτοπία, ότι η συμφιλίωση του κράτους και της αγοράς είναι δυνατή, ότι η δημιουργία μιας ελαστικής και δυναμικής αγοράς εργασίας δεν έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τον θατσερισμό. Αλλά ήταν πια αργά. H χθεσινή του εκλογική υποχώρηση οφείλεται πάνω απ' όλα στις παλινωδίες και στην ατολμία του σε αυτό το μέτωπο. Το γεγονός ότι η υποχώρηση αυτή δεν συνοδεύτηκε από νίκη των αντιπάλων του, οφείλεται στην αλαζονεία και στην υπερβολική αυτοπεποίθηση των τελευταίων.
Παλινωδίες, αλλά περισσότερο κατανοητές με δεδομένο το βαρύ παρελθόν της χώρας, παρουσίασε τα τελευταία επτά χρόνια και η εξωτερική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης. Όπως γράφει στο βρετανικό περιοδικό Πρόσπεκτ ο Χανς Κουντνάνι, που ετοιμάζει ένα βιβλίο για τη γενιά του '68 στη Γερμανία, στο πεδίο αυτό συγκρούστηκαν δύο αντιλήψεις: ο ιδεαλισμός του Γιόσκα Φίσερ, που στηριζόταν στα μαθήματα του Άουσβιτς, και ο ρεαλισμός του Γκέρχαρντ Σρέντερ, που ήταν βασισμένος στα συμφέροντα της Γερμανίας. Είναι χαρακτηριστικές οι διαμάχες στις οποίες ενεπλάκησαν οι δύο πολιτικοί τους τελευταίους μήνες της κυβερνητικής τους συνεργασίας. Ο καγκελάριος επικρίθηκε για τις στενές του σχέσεις με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και για την υποστήριξή του προς την άρση του εμπάργκο όπλων απέναντι στην Κίνα. Ο υπουργός Εξωτερικών κατηγορήθηκε επειδή υποστήριξε τη χαλάρωση των απαιτήσεων για βίζα προς τους επισκέπτες από την Ανατολική Ευρώπη και επειδή έδωσε εντολή στο υπουργείο Εξωτερικών να σταματήσει να δημοσιεύει νεκρολογίες Γερμανών διπλωματών που υπηρέτησαν στη ναζιστική περίοδο.
Το πεδίο, πάντως, στο οποίο αφήνει σαφέστερα τα ίχνη του ο απερχόμενος συνασπισμός, και κυρίως η Πράσινη συνιστώσα του, είναι χωρίς αμφιβολία το κοινωνικό. H σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, η καθιέρωση «οικολογικού» φόρου στα καύσιμα και η μεταρρύθμιση των νόμων για την ιθαγένεια συνιστούν κατακτήσεις που δύσκολα θα ανατραπούν.
Tο δώρο της Aριστεράς
«H προοπτική να αναλάβει μια γυναίκα την καγκελαρία της Γερμανίας είναι το τελευταίο δώρο της γενιάς του '68 στους Γερμανούς. Αλλά δεν νομίζω ότι η Μέρκελ είναι σε θέση να εκτιμήσει αυτό το πολιτισμικό δώρο». Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ
H γερμανική γλώσσα είναι δύσκολη, σύνθετη, δυσμετάφραστη, πολλές λέξεις είναι δύσκολο ακόμη και να τις προφέρεις. Δύο τέτοιες λέξεις κυριάρχησαν στην προεκλογική εκστρατεία. Richtungswahlkampf σημαίνει μάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές, δύο διαφορετικά οικονομικά μοντέλα, δύο αντίθετες φιλοσοφίες. Στην πραγματικότητα, η λέξη αυτή περιγράφει μια σύγκρουση πολιτικών πολιτισμών. H εποχή που ταιριάζει περισσότερο στα πολιτικά και κοινωνικο-οικονομικά ιδανικά της Άνγκελα Μέρκελ είναι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της Γερμανίας (όχι της Ανατολικής, όπου μεγάλωσε, αλλά της Δυτικής): εργατικότητα, επινοητικότητα, μαζί με ασθενές κράτος, ασθενή συνδικάτα και χαλαρούς νόμους για τις επιχειρήσεις. Ο απερχόμενος καγκελάριος, πάλι, ταιριάζει στη δεκαετία του '80: προσπαθεί να προωθήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις, διαβεβαιώνοντας τον λαό ότι θα πονέσουν στην αρχή, αλλά είναι για το καλό του. «H νίκη μας θα αποτελέσει στροφή στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας», διακηρύσσουν οι Χριστιανοδημοκράτες. «Δεν θα αφήσουμε το ρολόι του χρόνου να γυρίσει προς τα πίσω», απαντούν οι Σοσιαλδημοκράτες. Μια συνύπαρξή τους στην κυβέρνηση θα είναι ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρουσα.
H δεύτερη λέξη που χαρακτηρίζει τη σημερινή Γερμανία έχει λιγότερα γράμματα, αλλά μεταφράζεται εξίσου δύσκολα. Zukunftsangst σημαίνει φόβος, άγχος και παράλυση. Φόβος των μεταρρυθμίσεων, φόβος της στασιμότητας, φόβος της αλλαγής. Φόβος ότι η δημοκρατία θα αποτύχει. Φόβος ότι ο φόβος θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Το συναίσθημα αυτό είχε κυριαρχήσει πριν από μερικούς μήνες στην αρνητική ψήφο των Γάλλων (και λιγότερο των Ολλανδών) για το Ευρωσύνταγμα. Στις αυριανές γερμανικές εκλογές θα πλανάται πάνω από τις κάλπες. Φοβούμενοι τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο Σρέντερ, οι Γερμανοί ετοιμάζονται να φέρουν στην καγκελαρία μια πολιτικό που υπόσχεται ακόμη οδυνηρότερες μεταρρυθμίσεις. Επειδή όμως τη φοβούνται, θα φροντίσουν να της κόψουν από την αρχή τα φτερά.
Όσο πιο καθαρά πληροφορεί η Μέρκελ τους πολίτες για τις προθέσεις της, γράφει ο Γκάμπορ Στάινγκαρτ στο Σπίγκελ, τόσο περισσότερο απομακρύνονται εκείνοι με φρίκη από κοντά της. Το γραφείο των 140 τετραγωνικών μέτρων στο οποίο θα μετακομίσει θα είναι αντιστρόφως ανάλογο με την εξουσία που θα διαθέτει. Πρώτον, επειδή όλα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με τους φυσικούς της συμμάχους, τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Δεύτερον, επειδή αμφισβητείται ήδη έντονα από το ίδιο της το κόμμα. Τρίτον, επειδή η παρακμή της Γερμανίας είναι μεγαλύτερη απ'ό,τι νομίζουμε. Γρήγορες πρόοδοι δεν αναμένονται, ιδιαίτερα από μια γυναίκα που δεν θα έχει εντολή για μια νέα αρχή και από μια κυβέρνηση που θα αποτελέσει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή πολλών και διαφόρων τάσεων. Οι γκρίνιες δεν θα αργήσουν, ο φόβος θα μεγαλώσει. Zukunftsangst.
Tα κίνητρα των καμικάζι
Σήμερα στο Ιράκ, χθες στο Ισραήλ, συγκροτημένοι άνθρωποι δίνουν τέλος στη ζωή τους προσπαθώντας να παρασύρουν στον θάνατο όσο το δυνατόν περισσότερους. Γιατί το κάνουν; Πώς μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε;
Στο βιβλίο του «Πεθαίνοντας για να Νικήσουν: H Στρατηγική Λογική των Τρομοκρατικών Επιθέσεων Αυτοκτονίας» (εκδ. Random House), ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Πέιπ υποστηρίζει ότι το κοινό σημείο των περισσοτέρων επιθέσεων αυτοκτονίας που έχουν γίνει τα 25 τελευταία χρόνια είναι η αντίθεση στην κατοχή ή τον έλεγχο ενός εδάφους από μια ξένη δύναμη. H θρησκεία αποτελεί απλώς έναν επιβαρυντικό παράγοντα. Οι ηγέτες των τρομοκρατικών οργανώσεων επιδιώκουν, πάνω απ' όλα, την εκδίωξη των εισβολέων. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1995 ώς το 2003 δεν έδρασε κανένας καμικάζι από ισλαμικές χώρες που δεν είχαν αμερικανική στρατιωτική παρουσία, όπως η Λιβύη, το Ιράν, η Συρία και το Σουδάν. Αντίθετα, την περίοδο αυτή σημειώθηκαν τρομοκρατικές επιθέσεις με τη συμμετοχή 34 εξτρεμιστών από τη Σαουδική Αραβία. Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι απλό. Αν η Ρωσία θέλει να σταματήσουν οι επιθέσεις αυτοκτονίας των Τσετσένων, πρέπει να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Τσετσενία. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να εξουδετερώσουν την απειλή της Αλ Κάιντα, πρέπει να αποχωρήσουν από τη Μέση Ανατολή.
Μακάρι να ήταν έτσι. Μακάρι η Αλ Κάιντα να ήταν κάτι σαν τη Χεζμπολάχ, που σταμάτησε να στέλνει καμικάζι εναντίον του Ισραήλ όταν αποχώρησαν τα ισραηλινά στρατεύματα από τον Λίβανο. Όπως γράφει ο Κρίστιαν Κάριλ στο New York Review of Books, το κακό είναι ότι για τον Μπιν Λάντεν και τους οπαδούς του η «κατεχόμενη γη» είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη, τόσο μεγάλη ώστε να περιλαμβάνει ολόκληρη την ούμα, δηλαδή την παγκόσμια μουσουλμανική κοινότητα. H στρατολόγηση καμικάζι από τη Σαουδική Αραβία δεν σταμάτησε τον Αύγουστο του 2003, όταν αποχώρησαν όλες οι αμερικανικές δυνάμεις από τη χώρα. Ο Ζαρκάουι δεν κήρυξε αυτή την εβδομάδα τον πόλεμο στους Αμερικανοβρετανούς εισβολείς, αλλά στη σιιτική πλειοψηφία του Ιράκ: ο στόχος του δεν είναι το τέλος της κατοχής, αλλά ο εμφύλιος πόλεμος.
Σε μια άλλη ενδιαφέρουσα μελέτη του φαινομένου των καμικάζι, που έχει τίτλο «Βομβιστές αυτοκτονίας: Οι Νέοι Μάρτυρες του Αλλάχ» (εκδ. Pluto Press) και κυκλοφόρησε πριν από τις επιθέσεις στο Λονδίνο, ο Ιρανός κοινωνιολόγος Φαρχάντ Χοσροχαβάρ επισημαίνει ότι στην πρωτοπορία του ισλαμικού κόσμου που οραματίζεται η Αλ Κάιντα βρίσκονται νεαροί Πακιστανοί δεύτερης γενιάς οι οποίοι ζουν στην Ευρώπη και στην πλειονότητά τους έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Γοητευμένοι από τον σημαντικό ρόλο που τους προσδίδει η σχέση τους με την τζιχάντ, οι άνθρωποι αυτοί θεωρούν ότι έχουν έναν προφητικό ρόλο να παίξουν στην πατρίδα των γονιών τους. Διαλέγοντας τον ρόλο του καμικάζι, τιμωρούν τη Δύση για τις διακρίσεις που τους επέβαλλε και τον εαυτό τους για την έλξη που αυτή η Δύση τούς άσκησε.
Mε όπλο τους πιγκουίνους
Και οι μεν παραγωγοί τη δουλειά τους κάνουν, εισιτήρια θέλουν να κόψουν. Αυτοί οι έξαλλοι χριστιανοί, όμως, είναι δυνατόν να πιστεύουν σοβαρά ότι η αναπαραγωγή των αυτοκρατορικών πιγκουίνων δικαιώνει τα επιχειρήματά τους;
H ταινία έχει τεράστια επιτυχία. Με τα γυρίσματα να έχουν κοστίσει μόλις 2,8 εκατομμύρια ευρώ - παρόλο που έγιναν σε ακραίες συνθήκες στην Ανταρκτική - οι εισπράξεις της, μόνο στην Αμερική, ανέρχονται ήδη σε 54,5 εκατομμύρια ευρώ. Μετά το «Φαρενάιτ 9/11», η «Πορεία των Πιγκουίνων» αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. «Είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη», λέει ο Υβ Νταροντώ, ένας από τους Γάλλους παραγωγούς της. Υπάρχει όμως και μια δυσάρεστη έκπληξη: ότι οι χριστιανοί φονταμενταλιστές χρησιμοποιούν αυτό το ντοκιμαντέρ για να προωθήσουν τις θέσεις τους υπέρ της μονογαμίας, κατά των αμβλώσεων και υπέρ του «ευφυούς σχεδιασμού».
Είναι αλήθεια ότι η ταινία δεν κάνει αναφορά στη θεωρία της εξέλιξης, όπως αποφεύγει επίσης να θίξει και τις επιπτώσεις τού φαινομένου του θερμοκηπίου στη ζωή των πιγκουίνων. «Ήθελα να παρουσιάσω την ιστορία με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, ώστε να την αφήσω ανοιχτή σε ερμηνείες», είπε ο σκηνοθέτης Λυκ Ζακέ στο «Νάσιοναλ Τζεογκράφικ». Για τους Αμερικανούς συντηρητικούς, όμως, ο θαυμαστός αναπαραγωγικός κύκλος αυτών των ζώων δεν μπορεί να οφείλεται στην τύχη. «Δεν είναι δυνατόν οι πιγκουίνοι να διανύουν από μόνοι τους αποστάσεις 100 χιλιομέτρων μέσα στον πάγο για να φτάσουν στον τόπο της αναπαραγωγής τους», γράφει ο Άντριου Κόφιν στο χριστιανικό έντυπο «World Magazine». «Κάποιος τους καθοδηγεί. Κάποιος προστατεύει τα αυγά τους, ώστε να επιβιώνουν σε θερμοκρασίες μείον 30 βαθμών Κελσίου. Κι αυτός ο κάποιος ευθύνεται για τον σχεδιασμό του θαυμαστού μας κόσμου».
Άλλοι θεωρούν πως η ταινία πρέπει να προβληθεί στα σχολεία, καθώς αποτελεί ύμνο στη μονογαμία. Άλλοι διακρίνουν ένα σαφές μήνυμα κατά των γάμων των ομοφυλοφίλων. Στη συντηρητική ιστοσελίδα WorldNetDaily. com, ένας αντίπαλος των αμβλώσεων έγραψε ότι το ντοκιμαντέρ δοξάζει την ομορφιά της ζωής και υπογραμμίζει την υποχρέωσή μας να την προστατεύσουμε. Κάποιος έφτασε να συγκρίνει την πορεία των πιγκουίνων μ' εκείνη των χριστιανών! «Ο πιγκουίνος βραδυπορεί, όπως ακριβώς βραδυπορούν και ορισμένοι χριστιανοί», λέει ο Μπεν Χαντ, ένας ιερέας από το Δίκτυο Εκκλησιών, που προσφέρει μάλιστα στην ιστοσελίδα του ένα έντυπο στους πιστούς για να το παίρνουν μαζί τους στην προβολή και να γράφουν το μήνυμα του Κυρίου. «Κάθε χρόνο η πορεία αλλάζει, αλλά εκείνοι βρίσκουν τον δρόμο τους, όπως ακριβώς το Άγιο Πνεύμα».
Απ' ό,τι γνωρίζουμε, ο πρόεδρος Μπους δεν έχει κάνει ακόμη καμία δήλωση για το θέμα. Ίσως να μην έχει δει την ταινία. Ίσως να μην την κατάλαβε. Οι συνήθειες των αυτοκρατορικών πιγκουίνων είναι πολύπλοκες, ακόμη και για έναν αυτοκράτορα.
H λογική της αρπακτικότητας
Πριν από τρία χρόνια, στο βιβλίο του «Μετά την αυτοκρατορία» (εκδ. KPITIKH), ο Εμμανυέλ Τοντ προέβλεπε τη βαθμιαία αποσύνθεση της αμερικανικής υπερδύναμης. Τώρα λέει ότι ήταν υπερβολικά αισιόδοξος.
Κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέτριψαν με τα αεροπλανοφόρα τους τον ιαπωνικό στρατό, οργάνωσαν την απόβαση στη Νορμανδία, εφοδίασαν τον ρωσικό στρατό με ελαφρύ οπλισμό και συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Ευρώπης. Απέναντι στον ναζιστικό κυκλώνα, επέδειξαν μια εντυπωσιακή μαεστρία. Εξήντα χρόνια αργότερα, ένας άλλος κυκλώνας αποκαλύπτει τη γύμνια τους και την ανικανότητά τους. Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά; Τι έφταιξε και η υπερδύναμη έγινε νάνος;
H εξήγηση είναι απλή, λέει ο Γάλλος διανοητής σε συνέντευξή του στη Φιγκαρό. Ο αμερικανικός καπιταλισμός εκείνης της εποχής ήταν ένας βιομηχανικός καπιταλισμός, που στηριζόταν στην παραγωγή αγαθών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μισά αγαθά του πλανήτη παράγονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σιγά σιγά, όμως, το αμερικανικό οικονομικό σύστημα έπαψε να στηρίζεται σε μια πραγματική εσωτερική βιομηχανική παραγωγή και έριξε όλο το βάρος του στην τόνωση της κατανάλωσης. Χάρις στην κατανάλωση, που αποτελεί έναν πραγματικά δυναμικό τομέα, η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σήμερα στην καρδιά του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος. Αλλά η βιομηχανία της έχει αποδυναμωθεί. Και όταν συμβαίνει μια φυσική καταστροφή, αυτό που χρειάζεται δεν είναι χρηματιστηριακοί ή φορολογικοί σύμβουλοι, αλλά υλικά, μηχανικοί και τεχνικοί. Ο κυκλώνας Κατρίνα έδειξε τα όρια μιας εικονικής οικονομίας που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως ένα τεράστιο βιντεογκέιμ. Οι λεηλασίες των καταστημάτων αναπαράγουν στο πιο χαμηλό επίπεδο της κοινωνίας τη λογική της αρπακτικότητας που ενυπάρχει σήμερα στο αμερικανικό κοινωνικό σύστημα. Είναι η λογική του εύκολου κέρδους με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια, μέσω της κερδοσκοπίας ή, γιατί όχι, της κλοπής. H συμμορία των μαύρων που λεηλατεί ένα σούπερ μάρκετ και η ομάδα των ολιγαρχών που οργανώνει στο Ιράκ την κλοπή του αιώνα έχουν μια κοινή αρχή: την αρπακτικότητα.
Ο Τοντ είχε προβλέψει την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος μελετώντας την αύξηση της παιδικής θνησιμότητας την περίοδο 1970-'74. Μια ανάλογη αύξηση για όλες τις λεγόμενες αμερικανικές «φυλές» δείχνουν τα τελευταία στοιχεία για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνδυάζοντας το στοιχείο αυτό με την ανικανότητα της χώρας να αντιδράσει απέναντι στον βιομηχανικό ανταγωνισμό, με το τερατώδες και συνεχώς διογκούμενο εμπορικό έλλειμμά της, με την παρακμή του στρατιωτικού της μηχανισμού και με την προκλητική αδιαφορία των ελίτ, ο Γάλλος διανοητής αναφωνεί: «Στο βιβλίο μου "Μετά την αυτοκρατορία" ήμουν αισιόδοξος! Μεσοπρόθεσμα, πρέπει πλέον να περιμένουμε μια κρίση σοβιετικού τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες!».
Ο σοβιετικός κομμουνισμός έλεγε ότι το κράτος είναι το παν και το άτομο δεν είναι τίποτα. Πρεσβεύοντας ακριβώς το αντίθετο, ο αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός κινδυνεύει να έχει το ίδιο τέλος.
H στράτευση των διανοουμένων
Έχει νόημα και σκοπιμότητα στην εποχή μας η δημόσια πολιτική στράτευση των διανοουμένων; Με τις γερμανικές εκλογές της Κυριακής να αποκτούν συνταρακτικό ενδιαφέρον, το ερώτημα έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο.
«Συγγραφείς! Σπάστε τη ρουτίνα σας! Αν νομίζετε ότι η καλύτερη στάση που μπορείτε να τηρήσετε είναι να κρατάτε το στόμα σας κλειστό, κάνετε λάθος!». Αυτά έγραφε στις 27 Αυγούστου στην εφημερίδα Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ η 35χρονη δημοσιογράφος και συγγραφέας Έβα Μενάσε, που γεννήθηκε στη Βιέννη αλλά ζει στο Βερολίνο. Καθήκον του συγγραφέα, τόνιζε, είναι να περιγράφει τον κόσμο. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο στον οποίο ζει με τον δικό του τρόπο. Παρατηρεί τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις δυνάμεις που τους επηρεάζουν. Απορροφά αυτές τις εντυπώσεις, τις μεταμορφώνει σε λέξεις και ιστορίες και τις αποδίδει πίσω στην κοινωνία. Είναι λοιπόν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να παραμένει σιωπηλός απέναντι στην πολιτική; Είναι δυνατόν ο χώρος της πολιτικής να αφήνεται στους επιχειρηματίες, στους αναλυτές του χρηματιστηρίου, στους συνδικαλιστές και σε άλλους ειδικούς;
Πιστή σε αυτές τις απόψεις, η Μενάσε δεν δίστασε στιγμή να υπογράψει το κείμενο υποστήριξης του συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων που συνέταξε ο (πάντα δραστήριος στα 78 του χρόνια) Γκύντερ Γκρας. Ελάχιστοι διανοούμενοι, όμως, τη μιμήθηκαν. H Γερμανία είναι κουρασμένη, πολύ κουρασμένη, διαμαρτύρεται η συγγραφέας. Τόσο κουρασμένη, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μοιρολογεί και να κουρνιάζει τρομαγμένη. Κανείς δεν τολμά ή δεν μπορεί να πάρει θέση. Κι αυτοί που το κάνουν δημιουργούν αμέσως υποψίες.
Αυτά είναι ανοησίες, απαντούσε λίγες μέρες αργότερα από την ίδια εφημερίδα η Τάνια Ντίκερς, δημοσιογράφος και συγγραφέας κι αυτή, δύο χρόνια μεγαλύτερη από τη Μενάσε. Εξίσου βαρετό με τη «ρουτίνα» των συγγραφέων - τόνιζε - είναι η ανικανότητά τους να επεξεργαστούν ένα δικό τους πολιτικό όραμα. Το ανησυχητικό δεν είναι η άρνησή τους να υπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, αλλά η ευκολία με την οποία αποκηρύσσουν την ιδιότητα του ουδέτερου παρατηρητή. Για τους πιο ηλικιωμένους διανοούμενους, δεν είναι περίεργο να υποστηρίζουν δημοσίως τον συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, αφού ενσάρκωνε το όραμα της γενιάς τους. Με την «οστπολιτίκ» του, ο Βίλυ Μπραντ έφερε πράγματι κάτι καινούργιο στην πολιτική σκηνή. Οι Πράσινοι ήταν πράγματι κάποτε μια καινούργια, διαφορετική, αντισυμβατική δύναμη, μια πολιτική αβάν-γκαρντ. Όμως εκεί θα μείνουμε; Δεν είναι χρέος μας να φανταστούμε ένα άλλο, καλύτερο μέλλον, μια ουτοπική στιγμή, ένα ιδεαλιστικό βιβλίο;
H συζήτηση είναι ενδιαφέρουσα και ξεπερνά τα σύνορα της Γερμανίας. Όμως δεν θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Τα κίνητρα των ψηφοφόρων δεν έχουν τόσο να κάνουν με την ηθική όσο με την οικονομία, με τη διαφθορά, με την ανεργία. Και ίσως να είναι καλύτερα έτσι.
H εγκυκλοπαίδεια των ρωγμών
«H σκάλα μάς προσφέρει και μια ευκαιρία, το να ζούμε το περπάτημα σαν μια περιπέτεια και να εκτελούμε ηρωικά το καθήκον του περαστικού». Πετρ Κραλ
H καθημερινότητά μας είναι σε μεγάλο βαθμό επίπεδη, δεδομένη και μάλλον ανιαρή. Ξυπνάμε, πίνουμε καφέ, ντυνόμαστε, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο ή στο Μετρό, πηγαίνουμε στη δουλειά μας, μιλάμε με τους συναδέλφους μας, δουλεύουμε, τρώμε, κοιμόμαστε. Οι χειρονομίες μας είναι πάντα οι ίδιες, ο τρόπος που περπατάμε μάς χαρακτηρίζει, όπως και ο τρόπος που μιλάμε, που γελάμε ή που φτερνιζόμαστε. Κινούμαστε σε μια επιφάνεια λεία, χωρίς ρωγμές. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Γιατί στην πραγματικότητα οι ρωγμές αυτές υπάρχουν και αρκεί ένα μικρό ατύχημα για να τις αποκαλύψει, μια άλλη ματιά, μια πιο βαθιά ανάσα, ένα διαφορετικό φως. Ή μπορεί πάλι να μας τις υποδείξει ένας καλλιτέχνης, ένας συγγραφέας, ένας «γεωμέτρης της ύπαρξης», όπως τονίζει ο βιβλιοκριτικός της Μοντ.
[«Υπάρχουν τρεις εικόνες με τις οποίες δεν χορταίνουμε ποτέ - σαν ψωμί για τα μάτια -, αλλά αντίθετα μας ανακουφίζουν απεριόριστα: το σπάσιμο των κυμάτων, το λαμπύρισμα της φωτιάς, το ρυτίδιασμα που προκαλεί στο φύλλωμα ενός δέντρου η αύρα. Οι εικόνες αυτές παρουσιάζουν τον κόσμο σαν μια διαρκή μεταμόρφωση και μια αιώνια επιστροφή στον εαυτό του, μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε με τη σειρά μας παρά ένα κομμάτι του ανώνυμου ξεσπάσματός του και μας συγχωνεύουν αθόρυβα με τον καμβά του».]
Γεννημένος στην Πράγα το 1941, αλλά μόνιμος κάτοικος Παρισιού από το 1968, ο συγγραφέας Πετρ Κραλ είναι μέλος της ομάδας των Τσέχων σουρεαλιστών και έχει γράψει πάνω από δέκα βιβλία γύρω από τις μοναχικές του διαδρομές στην καθημερινότητα. Όπως γράφει ο Ροζέ-Πολ Ντρουά, το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Βασικές έννοιες» (Notions de base, Εκδ. Flammarion) ανήκει σ' αυτά τα σπάνια βιβλία που δεν σε αφήνουν ίδιο μ' αυτό που ήσουν πριν τα διαβάσεις. Αυτή η «εγκυκλοπαίδεια των ρωγμών» μάς επιτρέπει να ταξιδέψουμε με ανθρώπους που μόλις συναντήσαμε, μας παρέχει τα εργαλεία για να ακούσουμε τις φωνές τους, μας αφήνει να αγγίξουμε τις γυναίκες που λαχταρήσαμε. Μας δείχνει πως δεν υπάρχει ένας κόσμος, αλλά πολλοί, άλλοι γρήγοροι κι άλλοι πολύ αργοί, άλλοι εχθρικοί κι άλλοι οικείοι, άλλοι που είναι έρημοι κι άλλοι που βουίζουν από την πολυκοσμία.
[«Το κρασί, τη νύχτα, μας κάνει να ξεχνάμε τη γύμνια του ξένου απέναντι στη γύμνια των πραγμάτων».]
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, σημειώνει ο Γάλλος βιβλιοκριτικός, έχεις την αίσθηση ότι αποκτά ζωή και αρχίζει να κινείται ένας πίνακας του Ντε Κίρικο ή του Ντελβώ. Σαν να επισκέπτεται ο Κάφκα ένα μοναστήρι ζεν. Σαν να κάνει βόλτα ο Μπάστερ Κήτον με τον Σταντάλ.
Ραντεβού σε μια βδομάδα!
Η στήλη θα λείψει για μία (ακόμη) εβδομάδα. Ραντεβού τη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου.
Τα άπαντα του τρομοκράτη
Ο Μπρους Λώρενς είναι ένας ήσυχος άνθρωπος. Ζει κοντά στο Ντάρχαμ της βόρειας Καρολίνα, διδάσκει ισλαμικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ και η αγαπημένη του ενασχόληση είναι να κλείνεται με τη σύζυγό του δύο φορές την εβδομάδα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού τους και να διαβάζουν δυνατά ποίηση. Τελευταία, όμως, η ζωή του έχει αναστατωθεί λιγάκι. Αντί για ποιήματα, διαβάζει ομιλίες, συνεντεύξεις και δηλώσεις του Οσάμα μπιν Λάντεν. Ο Λώρενς δεν αποφάσισε να πάει στο Ιράκ και να πολεμήσει τους απίστους. Δέχθηκε απλώς μια ενδιαφέρουσα πρόταση: να επιμεληθεί και να γράψει την εισαγωγή σε ένα πρωτότυπο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στην Αμερική τον ερχόμενο Νοέμβριο από τον ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο Verso.
Το βιβλίο θα λέγεται «Μηνύματα προς την Ανθρωπότητα» και θα περιλαμβάνει όλες τις ανακοινώσεις του αρχηγού της αλ-Κάιντα από το 1994 ως το 2004. «Ο Οσάμα μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος τρομοκράτης στον κόσμο, είναι όμως και ένας από τους καλύτερους συγγραφείς στην αραβική γλώσσα», εξηγεί ο Λώρενς στο περιοδικό Νιου Γιόρκερ. Τα κείμενά του είναι πλούσια σε ιστορικές αναφορές, λογοτεχνικές μεταφορές και ποιητικά στοιχεία. «Πρώτα ήταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ύστερα ο Μπαρμπαρόσα, και τώρα ο Μπους», λέει κάπου. Η λογική του ανδρός είναι ιδιότυπη. Ο Οσάμα, που μιλάει πάντα στο τρίτο πρόσωπο, ισχυρίζεται ότι δεν εγκρίνει το φόνο αθώων: με δεδομένο όμως ότι οι Αμερικανοί πληρώνουν φόρους, ο όρος «αθώος Αμερικανός» δεν υπάρχει. Από τις ομιλίες του δεν λείπει και το μαύρο χιούμορ, που μοιραία χάνεται στις μεταφράσεις. Ο «Θείος Σαμ», για παράδειγμα, είναι στα αραβικά «Αμ Σαμ», που κάνει και ρίμα. Η αραβική λέξη «σαμ» σημαίνει δηλητήριο και ο θείος, στα αραβικά, είναι κάποιος που εμπιστεύεσαι.
«Η γλώσσα του Οσάμα θυμίζει Τσώσερ στην αρχαϊκή του εκδοχή», τονίζει ο Λώρενς. Η προσπάθειά του όμως να συλλέξει όλα αυτά τα κείμενα παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες. Δεν μπορεί, ας πούμε, να πάει στη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου και να ζητήσει τον φάκελο του Οσάμα μπιν Λάντεν. Μια ομιλία που εκφώνησε ο τρομοκράτης το 2003 εξαφανίστηκε από το Internet λίγες ημέρες μετά τον εντοπισμό της από έναν υπάλληλο του εκδοτικού οίκου, ενώ άλλες ομιλίες έχουν λογοκριθεί ή διαστρεβλωθεί από τους διαδοχικούς μεταφραστές τους. Μια φάτουα που είναι γνωστή ως «Λαντενική Επιστολή» δημοσιεύτηκε σε μια βρετανική εφημερίδα, αλλά ο εκδότης αρνείται να δώσει το πρωτότυπο στον Λώρενς. Εκείνος όμως δεν χάνει το θάρρος του και συνεχίζει να ψάχνει, να σκαλίζει, να ρωτά. Εχει ευγενή σκοπό: είναι η πρώτη φορά που θα εκδοθούν στα αγγλικά τα σημαντικότερα κείμενα του μπιν Λάντεν. «Εάν θέλουμε να τον νικήσουμε», λέει, «πρέπει πρώτα να τον καταλάβουμε».
Tο σχέδιο του Zαρκάουι
Όλμοι, δηλητηριασμένα τρόφιμα και επαγγελματίες προβοκάτορες: η αλ-Κάιντα αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πιο πρωτότυπα όπλα για να σπείρει τον τρόμο και τον θάνατο.
Δεν χρειάζονται πάντα σύγχρονα ή βαριά όπλα για να προκληθεί μια σφαγή. Το απέδειξαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, το απέδειξε και το προχθεσινό μακελειό στη γέφυρα του Τίγρη, όπου μια κραυγή ήταν αρκετή για να προκληθεί ένας φονικός πανικός. Θα μπορούσε να είναι τυχαίο, θα μπορούσε να είναι σύμπτωμα του γενικότερου κλίματος ανασφάλειας που επικρατεί στο Ιράκ, αν αυτή η κραυγή («Καμικάζι!») δεν συνοδευόταν από δύο ακόμα γεγονότα: την επίθεση με όλμους, λίγο νωρίτερα, εναντίον του ίδιου εκείνου πλήθους, και τον θάνατο 25 προσκυνητών από δηλητηριασμένα τρόφιμα. Οι σιίτες προσκυνητές βρήκαν έτσι τον ίδιο θάνατο που είχε βρει 1.200 χρόνια νωρίτερα ο ιμάμης Μούσα αλ-Καντίμ, τη μνήμη του οποίου είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την ημέρα για να τιμήσουν. Ο συμβολισμός είναι ισχυρός, ο στόχος σαφής: να προκληθεί εμφύλιος πόλεμος μεταξύ σιιτών και σουνιτών, να οδηγηθεί στην έξοδο ο Αμερικανός Σατανάς και να πνιγεί η χώρα στο αίμα.
Κι ύστερα; Ποιος είναι ο απώτερος στόχος του Ζαρκάουι και των ανθρώπων του, που δεν τους ενδιαφέρει τόσο να σκοτώνουν Αμερικανούς όσο τους συνεργάτες τους, τους προδότες του Ισλάμ, τους αιρετικούς σιίτες; Όπως επισημαίνει η ιταλική εφημερίδα «Ιλ Ριφορμίστα», το όνειρο του Ιορδανού αρχιτρομοκράτη είναι στα ερείπια του Ιράκ να δημιουργηθεί ο σπόρος ενός μελλοντικού χαλιφάτου. Αυτό θα περιθωριοποιήσει σταδιακά τον κυριότερο ανταγωνιστή του, τον Αιγύπτιο χειρουργό Ζαουάχρι, και θα τον οδηγήσει στην ηγεσία της νέας αλ-Κάιντα. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, πρέπει να τιναχθεί στον αέρα όλη η ιστορία του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Άλλωστε, οι εγκέφαλοι της αλ-Κάιντα θεωρούσαν πάντα ότι ο πόλεμος εναντίον του εχθρού διεξάγεται στο πεδίο της μάχης και όχι στις κάλπες, πολύ περισσότερο μάλιστα που αυτές οι κάλπες στήνονται σε μια «ειδωλολατρική δημοκρατία».
Φαίνεται όμως πως υποτίμησαν την ωριμότητα του αντιπάλου. Παρ' όλο που οι τρομοκράτες (ή η «ιρακινή αντίσταση» όπως τους αποκαλούμε στην Ελλάδα) δεν έχουν αφήσει σιιτικό τζαμί ή θρησκευτική τελετή που να μην τα πνίξουν στο αίμα, οι ηγέτες των σιιτών επιμένουν να απευθύνουν εκκλήσεις για ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Το κάνει κάθε φορά ο μεγάλος αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστάνι, το έκανε προχθές και ο σιίτης πρωθυπουργός Ιμπραήμ αλ-Τζαφάρι. Την ίδια ώρα, φαίνεται να επανεξετάζουν και οι σουνίτες τη στάση τους απέναντι στο Σύνταγμα. Παρά τις σφαγές, παρά τα εγκληματικά λάθη των δυνάμεων κατοχής, παρά τις απίστευτες δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται καθημερινά, οι Ιρακινοί δείχνουν αξιοθαύμαστη υπομονή και αντοχή. Και δίνουν μαθήματα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όλοι φορούσαν το ίδιο αποσμητικό
Δύο νεαρές Γερμανίδες νοίκιασαν δύο γειτονικά δωμάτια στον μεγαλύτερο οίκο ανοχής της Ευρώπης και στη συνέχεια πλήρωσαν πάνω από 100 άνδρες για να κάνουν έρωτα μαζί τους. Τι ακριβώς επεδίωκαν;
H Ναταλίε Σορν έμαθε τα σημαντικότερα μαθήματα της ζωής της από την τηλεόραση και το Internet. Μάθημα πρώτο: όλα (και όλοι) μπορούν να αγοραστούν. Μάθημα δεύτερο: βασιλιάς του κόσμου είναι το σεξ. Μάθημα τρίτο: για να αυξήσεις την εμπορική σου αξία πρέπει να ξεχωρίσεις. H Ναταλίε δεν ήξερε όμως πώς να ξεχωρίσει. Μια μέρα, συνάντησε στο σεξ κλαμπ του Ντόρτμουντ όπου δούλευε μια κοπέλα που την έλεγαν Τίνε. H Τίνε της είπε ότι έχει ένα φίλο στο εξωτερικό που της στέλνει χρήματα και την κάλεσε να πάνε στη Μαγιόρκα να ψαρέψουν άντρες. «Γιατί δεν κάνουμε κάτι πιο τρελό;» είπε η Ναταλίε. «Θα ρωτήσω τη φίλη μου την Ούσι, που οργανώνει πάρτι με όργια. Εκείνη σίγουρα θα ξέρει».
H Ούσι ήξερε. Στις εννέα το πρωί της 8ης Αυγούστου κτύπησε το κουδούνι της Ναταλίε, η οποία είχε ήδη βάλει στην τσάντα της το μαύρο φόρεμα και τα ψηλά τακούνια, και πήγαν μαζί να βρουν την Τίνε. Ύστερα πήραν τον αυτοκινητόδρομο A1 για την Κολωνία. Όλα προχωρούσαν σύμφωνα με το σχέδιο. Από το μεσημέρι ώς τα μεσάνυχτα, τα δύο κορίτσια θα κοιμόντουσαν στον οίκο ανοχής Πασά με όσους περισσότερους άνδρες προλάβαιναν και θα έδιναν στον καθένα ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ. Είχαν ήδη δημοσιοποιήσει την πρόθεσή τους στο Internet και είχαν συμφωνήσει με την Μπιλντ να δημοσιεύσει το θέμα στην πρώτη σελίδα. Θα κουράζονταν λίγο παραπάνω, είναι αλήθεια, αλλά θα εξασφάλιζαν τις λίγες ώρες δημοσιότητας που είχαν ανάγκη.
H Ναταλίε διάλεξε το δωμάτιο 105 και η Τίνε το 106. Στις 12 το μεσημέρι ακριβώς άνοιξαν τις πόρτες τους. Απ' έξω περίμεναν εκατοντάδες άνδρες και η προσέλευση αυξανόταν συνεχώς. Οι δημοσιογράφοι της Μπιλντ που έφτασαν κάποια στιγμή υπολόγισαν ότι πρέπει να βρίσκονταν εκεί πάνω από 1.400 άνθρωποι. H διαδικασία ήταν αυστηρή: κάθε άνδρας έβγαζε τα παπούτσια του, γδυνόταν από τη μέση και κάτω, πηδούσε κι έφευγε. Σύνολο, εννέα λεπτά. Αν και οι εικόνες σύντομα θόλωσαν, η Ναταλίε θυμάται ότι οι περισσότεροι ήταν νέοι. Ένας δεν μπορούσε να βρει τα γυαλιά του μετά την πράξη, ένας άλλος ήταν μαύρος. Όλοι φορούσαν το ίδιο αποσμητικό - ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε. Παρόλο που δεν έφτασε καμιά στιγμή σε οργασμό, όλες αυτές τις ώρες αισθανόταν βασίλισσα. Στις επτά το βράδυ έκανε διάλειμμα για να φάει ένα λουκάνικο και μερικά τσιπς και να πιει μια κόκα-κόλα. Στις έντεκα είχε πάρει 115 άνδρες και άντεχε ακόμα. Αλλά η Τίνε είχε γίνει άσπρη σαν σεντόνι. Έτσι, η Ούσι αποφάσισε να κηρύξει το τέλος του διαγωνισμού.
H Μπιλντ κράτησε την υπόσχεσή της. Και τα κορίτσια είναι βέβαια ότι μια λαμπρή καριέρα τα περιμένει.