Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011

Εφαγε και ήπιε αρκετά




«Επαιξες αρκετά, έφαγες και ήπιες αρκετά: καιρός να πηγαίνεις!». Με αυτά τα λόγια του Οράτιου έκλεισε το 2003 ο Γκονσάλο Ρόχας την οµιλία µε την οποία δέχθηκε τοΒραβείο Θερβάντες. Ο χιλιανός ποιητής έπαιξε, έφαγε και ήπιε για οκτώ χρόνια ακόµα. Και προχθές ήρθε η ώρα του να πηγαίνει. Αφησε την τελευταία του πνοή στο Σαντιάγο, µια πόλη πουδεν του άρεσε όσο το Τσιγιάν, 400 χιλιόµετρα νοτιότερα, όπου κατέφυγε έξι χρόνια µετά το πραξικόπηµα του Πινοτσέτ. Σύµφωνα µε την Ελ Παΐς, ήταν ο ένας από τους δύο πόλους της σύγχρονης ποίησης της Χιλής. Ο άλλος είναι ο 96χρονος Νικανόρ Πάρρα.

Γεννηµένος στις 20 ∆εκεµβρίου 1917 στο Λέµπου της νότιας Χιλής από γονείς ανθρακωρύχους, ο Ρόχας άρχισε τα ταξίδια του από ένα οικοτροφείο γερµανών Ιησουιτών της Κονσεπσιόν («τύποι που ήξεραν τη δουλειά τους»), όπου κλείστηκε σε ηλικία δέκα ετών. Εκείνα τα χρόνια τραύλιζε κι έτσι προσπαθούσε να βρει εύκολες λέξεις για να µην αισθάνεται άσχηµα. Η αναζήτηση αυτή ήταν η πρώτη πηγή έµπνευσης του ποιητή, που δηµοσίευσε την πρώτη του συλλογή το 1948. ∆ίδαξε για χρόνια Λογοτεχνία στη Χιλή και την περίοδο διακυβέρνησης του Αλλιέντε υπηρέτησε ως διπλωµάτης στην Κίνα και την Κούβα. Ο Λουίς Σεπούλβεδα τον θυµάται τον χειµώνα του 1986 στη Γερµανία. Εκπροσωπούσαν τη χώρα τους σε µια περίεργη λογοτεχνική εκδήλωση που έγινε στο Μπαντ Χέµσεν και λεγόταν «Φανταστική Εταιρεία».Η εκδήλωση δεν ξανάγινε ποτέ ούτε έµαθαν ποιος τους είχεκαλέσει. Καθώς περπατούσαν στους έρηµους δρόµους της πόλης, τους πλησίασε µια γερµανίδα φοιτήτρια που κρατούσε ένα βιβλίο του Ρόχας µε µεταφρασµένα ποιήµατα και του ζήτησε αυτόγραφο. Εκείνος άνοιξε το βιβλίο, κοίταξε τους υπογραµµισµένους στίχους και έγραψε: «Οι στίχοι αυτοί, που γεννήθηκαν µε πολύ µικρή ελπίδα, είναι τώρα περισσότερο δικοί σου παρά δικοί µου».

Ο Σεπούλβεδα δεν αποκαλύπτει ποιοι ήταν εκείνοι οι στίχοι. Ισως, ίσως – αλλά µόνο εκείνη η φοιτήτρια µπορεί να το πει –να ήταν από το ποίηµα «Ενάντια στο θάνατο», που το έγραψε το 1964, ασφαλώς χωρίς µεγάλη ελπίδα:

«Κάθε µέρα που περνά ξεριζώνω τα οράµατά µου, ξεριζώνω τα µάτια µου/ ∆εν θέλω, δεν µπορώ, να βλέπω κάθε µέρα ανθρώπους να πεθαίνουν./ Προτιµώ να ‘µαι από πέτρα και να ζω στο σκοτάδι/ από το να υποµένω τη ναυτία της εσωτερικής µου εξασθένησης/ και να χαµογελώ δεξιά κι αριστερά για να κάνω τη δουλειά µου./Οµως δεν έχω άλλη δουλειά από το να είµαι εδώ λέγοντας την αλήθεια/στη µέση του δρόµου, στους τέσσερις ανέµους./ (…) Μου µιλούν για τον Θεό ή µου µιλούν για την Ιστορία. Γελώ/ που πρέπει τόσο µακριά να αναζητήσω την εξήγηση της δίψας/ που µε καταβροχθίζει, της δίψας να ζω σαν τον ήλιο/ στο έλεος του ανέµου, αιώνια».