Τετάρτη, Απριλίου 13, 2011

Το κύµα του κακού




Πριν από µισόν ακριβώς αιώνα, στις 11 Απριλίου 1961, άρχισε στην Ιερουσαλήµ µία από τις σηµαντικότερες δίκες του εικοστού αιώνα. Στο εδώλιο του κατηγορουµένου κάθησε ο πρώην αξιωµατούχος της Γκεστάπο Αντολφ Αϊχµαν, υπεύθυνος για την οργάνωση της µεταφοράς εκατοµµυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Και µεταξύ εκείνων που παρακολούθησαν τη δίκη, ως απεσταλµένη του Νιου Γιόρκερ, ήταν η γερµανοεβραίαφιλόσοφος Χάνα Αρεντ.

Δύο χρόνια µετά, εξέδωσε σε βιβλίο τα άρθρα που είχε γράψει εκείνο το τετράµηνο. Ο Αϊχµαν, τόνισε, δεν ήταν ένα τέρας. Σε συγκεκριµένες συνθήκες, τερατώδεις ενέργειες µπορεί να διαπράξει ο καθένας από µας. Υπάρχει µια «κοινοτοπία του κακού», που δεν µπορούµε να µη λάβουµε υπόψη αν θέλουµε να αποφύγουµε νέες γενοκτονίες. Οχι επειδή το κακό είναι από µόνο του «κοινότοπο». Ούτε επειδή αυτοί που το προκαλούν είναι καθηµερινοί άνθρωποι. Αλλά επειδή όλοι µπορούµε να κάνουµε κακό, ακόµη και χωρίς να το καταλάβουµε. Ασφαλώς και υπάρχουν άνθρωποι που ηδονίζονται κάνοντας κακό στους άλλους. Ασφαλώς και υπάρχει ένα φράγµα ανάµεσαστο καλό και το κακό. Αλλά το φράγµα αυτό µπορεί να ξεπεραστεί πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι µπορούµε να φανταστούµε.

Με αφορµή τα πενήντα χρόνια από εκείνη τη δίκη, το Ιδρυµα για τη Μνήµη του Ολοκαυτώµατος οργανώνει στο Παρίσι σειρά συζητήσεων και µια έκθεση µε ανέκδοτα έγγραφα, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις και αποσπάσµατα ταινιών για το ιστορικό εκείνο γεγονός. Και τον επόµενο µήνα, το Κέντρο Προχωρηµένων Μελετών για το Ολοκαύτωµα θα οργανώσει στην Ουάσιγκτον διεθνές συνέδριο µε τη συµµετοχή πολλών ιστορικών. Ανάµεσά τους η Ντέµπορα Λίπσταντ, που στο πρόσφατο βιβλίο της «Η δίκη του Αϊχµαν» διαφωνεί ανοιχτά µε τη θέση της Αρεντ. Το να χαρακτηρίζεις κοινότοπο το κακό, γράφει, ισοδυναµεί µε το να απαλλάσσεις την ευρωπαϊκή κουλτούρα από την κατηγορία του αντισηµιτισµού.

Οπως παρατηρεί όµως η Μικέλα Μαρτσάνο στη Ρεπούµπλικα, η Χάνα Αρεντ δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ούτε ήθελε να δώσει κάποια ιστορική εξήγηση για τη ναζιστική καταστροφή. Αυτό που έκανε ήταν µια ανθρωπολογική και φιλοσοφική ανάγνωση της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Και το συµπέρασµά της ήταν ότι κανείς µας δεν είναι προφυλαγµένος από τηβαρβαρότητα. Κανείς µας δεν ξέρει πώς θα συµπεριφερόταν υπό ορισµένες προϋποθέσεις (η γερµανική ταινία «Το κύµα» είναι από την άποψη αυτή αποκαλυπτική). Η τυφλή υπακοή µπορεί να οδηγήσει τον καθένα να ενεργήσει χωρίς να σκεφτεί. Και όταν σταµατάει να σκέφτεται,παύει να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Η «κοινοτοπία του κακού» δεν είναι, λοιπόν, ούτε ένα σύνθηµα ούτε ένας τρόπος ελαχιστοποίησης τωνναζιστικών θηριωδιών. Είναι το µοναδικό εργαλείο για την εξήγηση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του κακού.Το δύσκολο τελικά δεν είναι να καταλάβουµε γιατί κάνουµε το κακό, αλλά το ακριβώς αντίθετο: γιατί κάνουµε το καλό όταν είναι τόσο εύκολο να γλιστρήσουµε στη βαρβαρότητα.