Δικαιούνται δια να ομιλούν;
Τα ερωτήματα είναι βαρειά – ή, εν πάση περιπτώσει, προκαλούν βαρειά εντύπωση. Κύριε Ντανιέλ Κοέν, είστε ο πιο ταλαντούχος οικονομολόγος της Γαλλίας. Αρθρογραφείτε σε εφημερίδες και περιοδικά. Γιατί δεν αναφέρετε πουθενά ότι είστε σύμβουλος της τράπεζας Lazard για τις υπερχρεωμένες χώρες; Είναι αλήθεια ότι κερδίζετε από τη δουλειά αυτή ένα με δύο εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο; Και πώς συμβιβάζονται όλα αυτά με το ότι είστε πρόεδρος του «συμβουλίου επιστημονικού προσανατολισμού» ενός γνωστού σοσιαλιστικού think tank, του Ιδρύματος Ζαν-Ζορές;
Τέτοιου είδους ερωτήματα – πόσο έντιμοι είναι οι οικονομολόγοι, σε ποιο βαθμό επηρεάζονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, πόσο τους έχει διαποτίσει η διαφθορά – τέθηκαν για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες με το ντοκιμαντέρ «Inside Job» του Τσαρλς Φέργκιουσον. Η συζήτηση μεταφέρθηκε στη συνέχεια στη Γαλλία, κυρίως μέσα από τις σελίδες της Μοντ Ντιπλοματίκ. Αυτή την εβδομάδα πήρε τη σκυτάλη ο Λοράν Μοντουί, πρώην διευθυντής σύνταξης της Μοντ, με το βιβλίο του «Οι απατεώνες της οικονομίας». O υπότιτλος είναι εξόχως λαϊκίστικος: «Πώς πλουτίζουν και μας εξαπατούν!» Και στο στόχαστρο του συγγραφέα - εκτός από τον Κοέν - είναι ο Πατρίκ Αρτίς, από την τράπεζα Natixis, που κατηγορείται ότι ανήγγειλε το τέλος της κρίσης λίγο πριν από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers. Ο Μαρκ Φιορεντινό, που συνηθίζει να μιλά με διδακτικό τρόπο, αλλά κρύβει ότι διευθύνει μια χρηματιστηριακή εταιρεία, τη Euroland. Ο Ζαν-Ερβέ Λορανζί, που εκτός από καθηγητής είναι και τραπεζίτης.
Σύμφωνα με τον Μοντουί, μόνο οι οικονομολόγοι που έχουν αντισταθεί στις σειρήνες του ιδιωτικού τομέα δικαιούνται να μετέχουν στον δημόσιο διάλογο, αφού δεν κινούνται από ίδια συμφέροντα και μπορούν να σπάσουν τη «μονόδρομη σκέψη». Αλλιώς, πρέπει να εφαρμοστεί και στη Γαλλία η απόφαση της Αμερικανικής Ενωσης Οικονομίας: οι συντάκτες άρθρων που δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά πρέπει να αναφέρουν λεπτομερειακά τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, και συγκεκριμένα κάθε ποσό άνω των 10.000 δολαρίων που εισπράττουν από τα «ενδιαφερόμενα μέρη». Μόνο έτσι θα αποτραπεί αυτό που ο Πολ Κρούγκμαν αποκαλεί «γλυκειά διαφθορά».
Πέρα από τη δεοντολογία, όμως, είναι αλήθεια ότι οι οικονομολόγοι είναι απατεώνες; Ο Νουβέλ Ομπζερβατέρ τους έδωσε τον λόγο στο τελευταίο του τεύχος για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. «Αγαπητέ Λοράν», απαντά ο Ντανιέλ Κοέν, «νόμιζα ότι είστε δημοσιογράφος. Ανακαλύπτω όμως ότι γράψατε ένα μυθιστόρημα. Σε ό,τι αφορά την αμοιβή μου, είστε εκτός πραγματικότητας. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με τη Lazard, δεν την έκρυψα ποτέ. Αλλωστε προτιμώ να είμαι στο πλευρό των υπερχρεωμένων χωρών που μάχονται κατά των δανειστών τους, όπως η Ελλάδα, παρά να γράφω εκθέσεις για διεθνείς οργανισμούς. Πιστεύω πως είναι καλό να βγαίνουν οι πανεπιστημιακοί (μια μέρα την εβδομάδα;) από την απομόνωσή τους. Και φυσικά εγκρίνω με όλες μου τις δυνάμεις τη θέσπιση ενός ηθικού κώδικα που να καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και της διαφάνειας».
Ο κώδικας του DSK
Ο Ντομινίκ Στρος-Καν είναι ένας άνθρωπος που αγαπά τις γυναίκες. Κι όχι μόνο τις αγαπά, αλλά αισθάνεται γι’αυτές μια ακατανίκητη έλξη. Κάποιοι λένε ότι είναι άρρωστος. Κάποιοι άλλοι, ότι είναι απλώς φιλήδονος. Σε κάθε περίπτωση, η ιδιωτική του ζωή είναι δική του υπόθεση, άντε και της γυναίκας του. Και θα παρέμενε δική του υπόθεση, αν δεν συνέβαινε η ιστορία με την καμαριέρα. Εκεί, ο DSK την πάτησε. Παρασύρθηκε. Είτε επειδή ήταν πληρωμένη από τις μυστικές υπηρεσίες είτε για άλλους λόγους, η Ναφισάτου Ντιαλό τον παρέσυρε. Κι εκείνος υπέκυψε στο πάθος του. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει την προεδρία της Γαλλίας, και παρά λίγο την ελευθερία του. Οι υποκριτές και οι σεμνότυφοι νίκησαν.
Αυτή είναι η μια πλευρά της ιστορίας. Το κακό είναι ότι δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που προκύπτουν τον τελευταίο καιρό από την πολύκροτη υπόθεση Κάρλτον. Στο ξενοδοχείο αυτό της Λίλλης οργανώνονταν βραδιές οργίων με πρωταγωνιστή τον τότε διευθυντή του ΔΝΤ και τη συμμετοχή εκδιδομένων γυναικών. Ο Στρος-Καν υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε πως οι γυναίκες ήταν πόρνες και αυτό μπορεί να τον απαλλάξει από τη βαρειά κατηγορία της μαστροπίας. Όπως σωστά είπε ένας από τους δικηγόρους του, «η φιληδονία δεν είναι έγκλημα». Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση, που προκύπτει από τα SMS τα οποία αντάλλασσε ο DSK με τους οργανωτές των πάρτι στη Λίλλη, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Κάποια από τα μηνύματα αυτά δημοσιεύτηκαν στη Μοντ. Και δεν συμφωνούν ακριβώς με την εικόνα ενός ανθρώπου που αγαπά και σέβεται τις γυναίκες.
«Θέλεις (μπορείς) να έρθεις να ανακαλύψουμε ένα υπέροχο μέρος στη Μαδρίτη μ’εμένα (και υλικό) την 4η Ιουλίου;» ρωτά ο Στρος-Καν τον επιχειρηματία Φαμπρίς Πασκόφσκι. Στην ερώτηση του ανακριτή για το τι εννοούσε με τη λέξη «υλικό», εκείνος παραδέχθηκε ότι αναφερόταν σε άτομο του γυναικείου φύλου. Η λέξη είναι ανάρμοστη, είπε, αλλά όταν υπάρχουν πολλά άτομα είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιείς μια λέξη, παρά μια λίστα με ονόματα. Σ΄ένα άλλο SMS αναφέρεται ως εξής στα κορίτσια: «Τι έχεις στις βαλίτσες;» Κάπου αλλού μιλά για ένα μυστηριώδες «δώρο».
Η ιταλίδα φιλόσοφος Μικέλα Μαρτσάνο υπενθυμίζει στη Ρεπούμπλικα ότι σύμφωνα με τον Καντ υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στα πρόσωπα και τα πράγματα: τα πρώτα έχουν αξιοπρέπεια, τα δεύτερα τιμή. Ισως να υπερβάλλουν κάποιες από τις πόρνες που κατέθεσαν ότι σ’εκείνα τα πάρτυ αισθάνονταν σαν ζώα που τα πηγαίνουν για σφαγή. Ισως να είναι κι αυτές πληρωμένες από τις μυστικές υπηρεσίες. Το βέβαιο είναι ότι ο παραλίγο πρόεδρος της Γαλλίας χαρακτήριζε εκείνες τις γυναίκες «υλικό», που το μεταφέρεις με βαλίτσες όπου θέλεις και το κάνεις δώρο. Αυτό παράνομο δεν είναι. Είναι όμως ελαφρώς απεχθές.
Ανώνυμοι ήρωες
Το 1991, ο σερβικός στρατός εισέβαλε και κατέλαβε το Βούκοβαρ, μια πόλη της Κροατίας με ισχυρή σερβική μειονότητα. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σε ένα στάδιο και ο στρατιωτικός διοικητής ζήτησε από τον Αλεξάντερ Γέβτιτς, έναν Σέρβο που είχε ζήσει όλη του τη ζωή στο Βούκοβαρ και ήξερε όλο τον κόσμο, να ξεχωρίσει τους Σέρβους ανάμεσά τους ώστε να αφεθούν ελεύθεροι. Ο Γέβτιτς δεν είχε μεγάλη σχέση με την πολιτική. Αυτό που του άρεσε ήταν να φοράει μπλούζες συγκροτημάτων της ροκ, να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα και να πίνει μπίρες. Αρχισε να περπατά ανάμεσα στους αιχμαλώτους, που οι περισσότεροι είχαν βασανιστεί ή τραυματιστεί και έτρεμαν από το κρύο. Και τότε έκανε κάτι που δεν το περίμενε ούτε ο ίδιος: άρχισε να ξεχωρίζει, δηλώνοντας ότι ήταν Σέρβοι, όσους του φαινόταν ότι διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο, τους πιο φοβισμένους και πιο ευάλωτους. Οταν ο στρατός κατάλαβε τι συνέβαινε, είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν καμιά τριακοσαριά Κροάτες.
Πριν από λίγα χρόνια, ο αμερικανός δημοσιογράφος Εγιαλ Πρες επισκέφθηκε τον Γέβτιτς στο σπίτι του. Βρήκε έναν άνθρωπο αρκετά μοναχικό: οι Σέρβοι τον θεωρούν προδότη και οι Κροάτες δεν τον εμπιστεύονται γιατί είναι Σέρβος. Από τους Κροάτες που βοήθησε να διαφύγουν από βέβαιο θάνατο, ζήτημα είναι αν τον ευχαρίστησαν δέκα. Αλλά δεν τον πειράζει. Εξακολουθεί να περνάει την ημέρα του ακούγοντας μουσική και βλέποντας αθλητικά στην τηλεόραση. Σταθερή δουλειά δεν έχει, επιβιώνει από τα νοίκια κάποιων διαμερισμάτων. Κι ούτε του αρέσει να μιλάει γι' αυτό που έκανε.
Ο Γέβτιτς είναι ο κεντρικός ήρωας του νέου βιβλίου του Πρες, με τίτλο «Ομορφες ψυχές. Το να λες όχι, να αλλάζεις στρατόπεδο και να ακούς τη φωνή της συνείδησής σου σε δύσκολες εποχές» (εκδ. Farrar, Straus & Giroux). Του κάνει παρέα ο Πολ Γκρίνινγκερ, ένας ελβετός αστυνομικός διοικητής που άλλαζε το 1938 την ημερομηνία εισόδου των Εβραίων στη χώρα για να μην τους απελάσουν. Ο ισραηλινός στρατιώτης Αβνερ Βίσνιτσερ, που όταν είδε μια ομάδα εβραίων εποίκων να καταπατούν και να ξεριζώνουν τον ελαιώνα μιας οικογένειας Παλαιστινίων, παράτησε την επίλεκτη μονάδα του και έγινε αγωνιστής της ειρήνης. Η Αμερικανίδα Λεϊλά Ουάιντλερ, που εργαζόταν σε μια τράπεζα επενδύσεων κι όταν είδε να πλησιάζει η κρίση ειδοποίησε όσους συνταξιούχους μπορούσε να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Δεν το έκανε επειδή μισεί τον καπιταλισμό. Το έκανε επειδή είναι άνθρωπος.
«Ακόμη κι εκείνοι που έσωσαν τους Εβραίους στο Ολοκαύτωμα δεν ήταν άγιοι, ήταν αμαρτωλοί, γυναικάδες», είπε ο Πρες σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. «Υπάρχουν οι Μαντέλα, υπάρχουν οι Γκάντι, κι ύστερα υπάρχουμε εμείς οι υπόλοιποι». Το βιβλίο αυτό - γράφει ο Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα στην Ελ Παΐς - δεν ικανοποιεί μόνο την περιέργειά μας για το πώς έδρασαν εκείνοι οι ανώνυμοι ήρωες. Μας αναγκάζει και να προβληματιστούμε για το τι θα κάναμε εμείς στη θέση τους.
Η κίνηση του εκκρεμούς
Ο Γιοχάνες Λίντβαλ, από το πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία, διεξήγαγε πρόσφατα μια έρευνα για τις επιπτώσεις της Υφεσης του 1929 στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν. Το συμπέρασμά του είναι ότι τα επόμενα δύο με τρία χρόνια τα κόμματα της κεντροαριστεράς γνώρισαν πτώση. Αυτό συνέβη συγκεκριμένα στην Αυστραλία, στην Ιρλανδία και στη Βρετανία. Μετά το 1932, όμως, τα κόμματα αυτά άρχισαν να σημειώνουν εκλογικές επιτυχίες, με μεγαλύτερη τη νίκη των Δημοκρατικών του Ρούσβελτ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κάτι ανάλογο ενδέχεται να συμβεί και σήμερα. Ανάμεσα στην κρίση της Lehman Brothers, το 2008, και το 2011, η Αριστερά ηττήθηκε στη Βρετανία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Νίκησε μόνο στη Δανία. Τα συντηρητικά κόμματα κυβερνούν έτσι σήμερα με μεγαλύτερη άνεση απ’ό,τι πριν από την κρίση, παρόλο που εκείνα υπερασπίζονται κατ’εξοχήν το σύστημα του απελευθερωμένου καπιταλισμού που οδήγησε στην κρίση. Με τις εκλογές που θα γίνουν στη Γαλλία σε τρεις εβδομάδες, το εκκρεμές μπορεί να αρχίσει πάλι να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Να επαναληφθεί δηλαδή το παράδοξο του 1929: το πρώτο σοκ ευνοεί τη Δεξιά, αλλά η παράταση της κρίσης ευνοεί την Αριστερά.
Μία εξήγηση του φαινομένου αυτού, γράφει στη Λιμπερασιόν ο γάλλος καθηγητής οικονομικών επιστημών Μπρινό Αμάμπλ, θα μπορούσε να είναι ότι η κρίση σπρώχνει τους ψηφοφόρους στη Δεξιά επειδή οι οικονομικές δυσκολίες τους κάνουν λιγότερο γενναιόδωρους απέναντι στους φτωχούς και πιο απαιτητικούς απέναντι στους ανέργους. Δύο βρετανοί ερευνητές όμως, η Λούσι Μπαρνς και ο Τίμοθι Χικς, απέδειξαν ότι από το 2005 ως το 2010 οι ψηφοφόροι στο Ηνωμένο Βασίλειο στράφηκαν μάλλον υπέρ της οικονομικής πολιτικής της Αριστεράς. Ο λόγος λοιπόν που οι Τόρις κέρδισαν τους Εργατικούς στις τελευταίες εκλογές δεν ήταν ότι οι ψηφοφόροι έγιναν πιο «δεξιοί», αλλά ότι οι Εργατικοί θεωρήθηκαν λιγότερο ικανοί να αντιμετωπίσουν την κρίση. Αν όμως η ικανότητα είναι ένας παράγων που συμβάλλει αποφασιστικά στο εκλογικό αποτέλεσμα, η παράταση της κρίσης τείνει να τιμωρεί τις απερχόμενες κυβερνήσεις. Και δεδομένου ότι πριν ξεσπάσει η κρίση οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν κεντροδεξιές, στις εκλογές που ακολουθούν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση (η Ελλάδα βέβαια αποτελεί εξαίρεση, για λόγους που όλοι καταλαβαίνουν).
Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει ο Αμάμπλ, για να προτιμήσουν οι ψηφοφόροι την Αριστερά από τη Δεξιά, θα πρέπει η πρώτη να έχει ένα διαφορετικό πρόγραμμα από τη δεύτερη. Για να επωφεληθεί εκλογικά η Αριστερά από την κρίση, πρέπει οι περισσότεροι ψηφοφόροι να πειστούν ότι η κρίση είναι κρίση του καπιταλισμού και ότι απαιτείται μια αλλαγή της οικονομικής πολιτικής ανάλογη με αυτή που γνώρισε ο πλανήτης μετά τη δεκαετία του ’30. Αν η επιλογή είναι ανάμεσα σε μια πολιτική λιτότητας και μια άλλη πολιτική λιτότητας, πολλοί ψηφοφόροι θα προτιμήσουν να πάνε εκδρομή.
Το Γούντστοκ των αθέων
Αυτό πια ήταν άνω ποταμών. Είναι κατανοητό να διαδηλώνουν οι μαύροι επειδή ένας αυτόκλητος φρουρός μιας γειτονιάς της Φλόριδας δολοφόνησε χωρίς λόγο έναν 17χρονο μαύρο και κανείς δεν έκανε τον κόπο να τον συλλάβει. Είναι ανεκτό να διαδηλώνουν οι γκέι ζητώντας να τους μεταχειρίζονται όπως όλους τους ανθρώπους. Αλλά όχι να βγαίνουν από την παρανομία και οι άθεοι! Οχι και να παίρνει δημοσίως τον λόγο δίπλα στο Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο αυτός ο φονταμενταλιστής ο Ρίτσαρντ Ντόκινς για να κηρύξει τα δικαιώματα των αγνωστικιστών!
Οι διοργανωτές είχαν ονομάσει την εκδήλωση Reason Rally, Συγκέντρωση του Ορθού Λόγου. Κάποιοι άλλοι μίλησαν για το Γούντστοκ των αθέων. Η Ουάσιγκτον Ποστ είχε προαναγγείλει τη μεγαλύτερη διαδήλωση των απίστων στην ιστορία. Τελικά το περασμένο Σάββατο εμφανίστηκαν στο National Mall κάπου 10.000 άνθρωποι, ίσως και λίγο περισσότεροι. Το κεντρικό πανό απεικόνιζε ένα σταυρό και έγραφε: «Πετάξτε τις Δέκα Εντολές στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας!». Αλλα πανό έγραφαν: «Είμαι οκέι χωρίς θεό» και «Εϊ, μάνα, είμαι άθεη!».
«Είμαστε πολύ περισσότεροι από ό,τι νομίζουν», δήλωσε ο κεντρικός ομιλητής, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον βρετανό γενετιστή Ρίτσαρντ Ντόκινς. Πράγματι, σύμφωνα με την Αμερικανική Ερευνα για τη Θρησκεία ο αριθμός των Αμερικανών που δεν δηλώνουν μέλη καμιάς θρησκείας υπολογίζεται σε 34 εκατομμύρια, δηλαδή το 15% του πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι είναι περισσότεροι από δύο φορές τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους από τους Ινδουιστές και τους Βουδιστές μαζί. Υπολογίζεται δε ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχουν διπλασιαστεί. «Πρόκειται πιθανότατα για την ταχύτερα ανερχόμενη θρησκευτική κατηγορία στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει ο κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρούζεν από το Ινστιτούτο Θρησκευτικών Ερευνών του Κονέτικατ.
Η κατηγορία αυτή του πληθυσμού έχει συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις: το 2008, οι άθεοι, οι αγνωστικιστές και οι άπιστοι ψήφισαν Ομπάμα σε ποσοστό 75%. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικοί της Αριστεράς τούς αγνοούν εντελώς. Εκτός από τους Ρεπουμπλικανούς προέδρους που έχουν στενή σχέση με τη χριστιανική Δεξιά, τους πιστούς τους φλέρταραν ανέκαθεν και οι πρόεδροι από το Δημοκρατικό Κόμμα, είτε επρόκειτο για τον Κάρτερ είτε για τον Κλίντον είτε τον Ομπάμα. Μόλις ένας εκλεγμένος πολιτικός, ο Δημοκρατικός βουλευτής Πιτ Σταρκ από την Καλιφόρνια, τόλμησε να παραστεί στη συγκέντρωση του Σαββάτου. Ηταν εκεί όμως και μίλησε ο Νέιτ Φελπς, γιος του διαβόητου πάστορα της Εκκλησίας των Βαπτιστών Φρεντ Φελπς, ο οποίος πηγαίνει στις κηδείες των στρατιωτών κρατώντας ένα πανό που γράφει: «Ο Θεός τούς ήθελε νεκρούς για να τιμωρήσει την Αμερική για τις αμαρτίες της. Ο Θεός μισεί τις αδερφές».
Πάντως, από το National Mall ο μπαμπάς δεν πέρασε. Τον εκπροσώπησαν κάτι γραφικοί τύποι που καλούσαν τους συγκεντρωμένους να μελετούν και να υπακούουν τη Βίβλο. «Ο Ιησούς είναι η μόνη σας ελπίδα», φώναξε ένας με μια ντουντούκα. Αλλά γρήγορα βαρέθηκαν κι έφυγαν.
Μαγική συνταγή δεν υπάρχει
Η πρώτη αποκάλυψη για την Εστέρ Ντιφλό όταν πήγε στο ΜΙΤ το 1995 να κάνει μεταπτυχιακά ήταν το χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Στην πατρίδα της, τη Γαλλία, είχε συνηθίσει να την αγνοούν πλήρως. Και φτάνει σε μια χώρα όπου η ιεραρχία δεν παίζει κανέναν ρόλο. Κανέναν δεν ενδιαφέρει αν είσαι φοιτητής ή αν ήρθες την προηγουμένη από μια άλλη χώρα. Αν έχεις κάτι να πεις, αν έχεις μια ιδέα, σε ακούνε. Εντάξει, το φαγητό δεν είναι τόσο καλό. Και ο κόσμος έχει έμμονη ιδέα με την τελειότητα. Αν μεγαλώνεις ένα παιδί, πρέπει να είναι το τέλειο παιδί. Πρέπει να πάει στο τέλειο σχολείο και αργότερα να είναι υπόδειγμα στη δουλειά του. Η Ντιφλό ασχολείται τελευταία με αυτά, γιατί όπου να 'ναι γεννάει και το παιδί της θα είναι αμερικανός πολίτης.
Μόλις 39 ετών, η Ντιφλό είναι μια ταλαντούχα οικονομολόγος και μια παθιασμένη γυναίκα. Για πολλούς είναι η μεγαλύτερη διανοούμενη της Γαλλίας. Εχει περάσει πολλά χρόνια ταξιδεύοντας στην Ινδία και την Αφρική, συναντώντας χωρικούς που ζουν με ένα δολάριο την ημέρα και ψάχνοντας πώς μπορούν να λειτουργήσουν τα προγράμματα κατά της φτώχειας. Σήμερα διδάσκει στο ΜΙΤ την αντιμετώπιση της φτώχειας. Σε τι συμπέρασμα έχει φτάσει λοιπόν: η βοήθεια είναι χρήσιμη, όπως λέει ο παλιός της καθηγητής Τζέφρι Σακς, ή περιττή, όπως υποστηρίζουν μερικοί οικονομολόγοι; Δύσκολη η απάντηση. Ο πατερναλισμός - λέει σε συνέντευξή της στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» - μπορεί να παίξει έναν χρήσιμο ρόλο στο να ωθήσει τους φτωχούς να κάνουν μερικές βασικές επιλογές στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Στις δυτικές κοινωνίες, το νερό βγαίνει καθαρό από τη βρύση κι έτσι δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε αν πρέπει να το βράσουμε ή να του προσθέσουμε χλώριο. Οι φτωχοί, όμως, πρέπει όλη την ημέρα να σκέφτονται. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να φτάσουν σε λάθος συμπέρασμα. Αλλά ακόμη κι αν δεν κάνουν λάθος, στο τέλος της ημέρας έχουν εξαντλήσει όλη τη διανοητική τους ενέργεια για να λύσουν προβλήματα που δεν είναι ενδιαφέροντα.
Ενα άλλο ζήτημα που έχει συζητηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον η φτώχεια θα εξαλειφθεί με την ενίσχυση των γυναικών. Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι η ανάθεση ηγετικών καθηκόντων στις γυναίκες, στα επαρχιακά συμβούλια της Ινδίας για παράδειγμα, αυξάνει τις πιθανότητες τα παιδιά να τρέφονται καλύτερα και να λαμβάνουν καλύτερη εκπαίδευση. Αλλά η Ντιφλό είναι επιφυλακτική. Κάτι τέτοιο μπορεί να βοηθήσει, λέει, όμως από μόνο του δεν είναι αρκετό. Αλλωστε, το να δίνεις περισσότερα στις γυναίκες σημαίνει ότι τα παίρνεις από τους άνδρες. Κι αυτό δεν είναι κατ' ανάγκην καλό...
Με άλλα λόγια, η γαλλίδα καθηγήτρια πολλές απαντήσεις δεν έχει. Μερικές λύσεις λειτουργούν καλύτερα από άλλες: η εκστρατεία υπέρ του εμβολιασμού των παιδιών στα ινδικά χωριά πηγαίνει καλά. Μαγική συνταγή όμως για τη φτώχεια δεν υπάρχει.
Η εποχή της αμάθειας
Πριν ακόμη λήξει η υπόθεση του δολοφόνου της Τουλούζης, είχαν αρχίσει οι αναλύσεις για το ποιος θα βγει κερδισμένος απ’όλη αυτή την ιστορία. Ξαφνικά, ο Νικολά Σαρκοζί δεν θεωρείται πια τελειωμένος. Να, μια πρώτη δημοσκόπηση δείχνει ότι κάτι «τσίμπησε» από την αποφασιστική αντίδραση της αστυνομίας. Κάτι τέτοια γεγονότα επαναφέρουν στο προσκήνιο την έννοια της ασφάλειας, και το «κόμμα της ασφάλειας» είναι στη Γαλλία – και όχι μόνο στη Γαλλία - η κεντροδεξιά. Αυτός ο Ολάντ καλό παιδί είναι, αλλά θα τα κατάφερνε απέναντι στους τρομοκράτες;
Η αντίδραση αυτή είναι πραγματικά αξιοπερίεργη. Όπως αξιοπερίεργη είναι και η υποστήριξη που χαίρει στις Ηνωμένες Πολιτείες ένας εξτρεμιστής σαν τον Ρικ Σαντόρουμ. Ζούμε στην εποχή της αμάθειας, σημείωνε πριν από λίγες ημέρες ο σερβικής καταγωγής αμερικανός ποιητής Τσαρλς Σίμιτς σ’ένα άρθρο του στο μπλογκ του New York Review of Books που έχει προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια αδιαφορίας και βλακείας για να γίνουμε τόσο αμαθείς όσο είμαστε σήμερα. Οποιος διδάσκει σ’ένα πανεπιστήμιο τα τελευταία σαράντα χρόνια, όπως εκείνος, μπορεί να βεβαιώσει ότι κάθε χρόνο οι πρωτοετείς φοιτητές ξέρουν και λιγότερα πράγματα. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, για παράδειγμα, είναι μια αποστολή όλο και πιο δύσκολη, καθώς οι φοιτητές έχουν διαβάσει ελάχιστα βιβλία στη ζωή τους και στερούνται ακόμη και των πιο βασικών ιστορικών πληροφοριών για την περίοδο κατά την οποία γράφτηκε ένα μυθιστόρημα ή ένα ποίημα.
Φταίνε οι καθηγητές. Φταίνε οι γονείς και οι παππούδες. Φταίνε τα ίδια τα παιδιά. Η διαδεδομένη αμάθεια είναι όμως αποτέλεσμα και μιας πολυετούς ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης, καθώς και της σκόπιμης προσπάθειας των φανατικών και μισαλλόδοξων να κατασκευάσουν περισσότερη αμάθεια διαστρεβλώνοντας όχι μόνο την Ιστορία, αλλά και το πιο πρόσφατο παρελθόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Διαδίκτυο και η τηλεόραση επιτρέπουν σε διάφορα πολιτικά και συντεχνιακά συμφέροντα να διαδίδουν παραπληροφόρηση σε πρωτοφανή κλίμακα. Για να γίνει πιστευτή όμως αυτή η παραπληροφόρηση, χρειάζεται ένας απαίδευτος πληθυσμός που δεν έχει μάθει ή δεν ενδιαφέρεται να επαληθεύσει τα πράγματα που διαβάζει ή ακούει.
Τα ψέματα, συνεχίζει ο Σίμιτς, είναι έτσι κι αλλιώς πιο εύπεπτα από την αλήθεια. «Πουλάνε» πιο εύκολα. Ο Ομπάμα είναι Μουσουλμάνος. Τα σχολεία έχουν μια αριστερή ατζέντα. Οι Χριστιανοί είναι αντικείμενο δίωξης στην Αμερική. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι μύθος. Η ζωή στη Γη ξεκίνησε πριν από 10.000 χρόνια, το ίδιο και το Σύμπαν. Το κοινωνικό κράτος συμβάλλει στη διαιώνιση της φτώχειας. Η κατάσταση στην Ευρώπη είναι ομολογουμένως λίγο καλύτερη, αλλά με την έμφαση στο «λίγο». Για να μείνουμε στη χώρα μας, και σε μια φρέσκια είδηση, πόσο μεγάλη, πόσο απύθμενη αμάθεια πρέπει να συσσωρευτεί για να λάβει σε μια δημοσκόπηση 11% ένα κόμμα σαν τους Ανεξάρτητους Ελληνες;
Το σχολείο και οι γυναίκες
Η διαπίστωση είναι προφανής, αποτελεί κοινοτοπία ακόμη και να την αναφέρουμε: για τους περισσότερους ανθρώπους, το μέλλον δεν αποτελεί πια ελπίδα, αλλά εφιάλτη. Η μία αιτία είναι επίσης προφανής: η κρίση, που έχει κλέψει το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας. Το δικό μας, επειδή φοβόμαστε ότι θα χάσουμε τη δουλειά μας, τη σύνταξή μας, την κοινωνική μας ασφάλιση. Των παιδιών μας, επειδή ανησυχούν ότι δεν θα βρουν δουλειά και δεν θα μπορέσουν να σχεδιάσουν τη ζωή τους, παγιδευμένα καθώς είναι σε ένα αιώνιο, επισφαλές παρόν.
Ο Μαρκ Οζέ, ένας από τους πιο γνωστούς ανθρωπολόγους τους κόσμου, προβάλλει όμως και μια δεύτερη αιτία: την επιτάχυνση που έχουν επιβάλει στην ύπαρξή μας οι νέες τεχνολογίες. Ζούμε σε ένα είδος υπερτροφίας του παρόντος, λέει στη Ρεπούμπλικα ο 77χρονος Οζέ, γνωστός και στην Ελλάδα από βιβλία του όπως το «Πού χάθηκε το μέλλον;» και το «Εγκώμιο του ποδηλάτου». Κατά μία έννοια, ο χρόνος μας δεν είναι πλέον γραμμικός αλλά κυκλικός. Όπως ο χρόνος των πρωτόγονων κοινωνιών ή του αγροτικού κόσμου. Είμαστε αιχμάλωτοι ενός είδους αιώνιας επιστροφής, που δεν καθορίζεται από τους κτύπους της καμπάνας, αλλά από τα τηλεοπτικά παλίμψηστα και τους ρυθμούς του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ζούμε περισσότερο, αλλά αρχίζουμε να ζούμε πιο αργά. Η Γαλλική Επανάσταση, ας πούμε, έγινε από ανθρώπους που ήταν λίγο μεγαλύτεροι από είκοσι χρόνων. Ηταν παιδιά, που άλλαξαν όμως τον ρου της ιστορίας. Παραδόξως, η πιο σύντομη ζωή ανάγκαζε τότε όλο τον κόσμο να ωριμάζει πιο γρήγορα.
Ο χρόνος έχει γίνει η μονάδα μέτρησης των πάντων, ακόμη και του χώρου, συνεχίζει ο γάλλος εθνολόγος. Δεν μιλάμε πια με όρους χιλιομετρικών αποστάσεων, αλλά με βάση τον χρόνο που χρειαζόμαστε για να τις διανύσουμε. Και δεν μιλάμε πια για χώρες, αλλά για πόλεις. Η τεχνολογία και η οικονομία είναι πλέον πιο γρήγορες και πιο ισχυρές από την πολιτική. Με την έννοια αυτή, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός έχει εκπληρώσει με τον τρόπο του τα οικουμενικά ιδεώδη που πρέσβευε κάποτε το προλεταριάτο. Το σύνθημα της εποχής είναι «Ιδιοκτήτες όλου του κόσμου, ενωθείτε!»
Είναι λοιπόν όλα χαμένα ή μπορούμε να κάνουμε κάτι για να πάρουμε πίσω το μέλλον μας; Μόνο η γνώση μπορεί να ανοίξει τις πόρτες ενός καλύτερου μέλλοντος, απαντά ο Μαρκ Οζέ. Η ευτυχία των ατόμων και των κοινωνιών έχει δύο προϋποθέσεις: την άμεση ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης και την επίτευξη της πραγματικής ισότητας των δύο φύλων. Με άλλα λόγια, οι σωτήρες του ανθρωπίνου είδους είναι το σχολείο και οι γυναίκες. Χάρις στην Εύα έφαγε ο Αδάμ το φρούτο της γνώσης και ξεκίνησε η ανθρώπινη ιστορία. Αν θέλουμε λοιπόν να έχουμε μέλλον, πρέπει να συνεχίσουμε να τρώμε εκείνο το μήλο. Χωρίζοντάς το σε ίσα κομμάτια.
Ο μύθος του αντισημιτισμού
Δύο φίλοι συναντιούνται σ’ένα μπαρ κι αρχίζουν να μιλούν για την κρίση, την ανεργία και τη φτώχεια. Κάποια στιγμή, λέει ο ένας στον άλλο: «Για όλα φταίνε οι Εβραίοι και οι ποδηλάτες». Κι ο άλλος, απορημένος: «Τι έκαναν οι ποδηλάτες;»
Το παλιό αυτό αντισημιτικό ανέκδοτο θυμήθηκε ο πολωνικής καταγωγής γάλλος συγγραφέας Μαρέκ Αλτέρ με αφορμή την επίθεση εναντίον του εβραϊκού σχολείου της Τουλούζης. Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, γράφει στη Ρεπούμπλικα, οι Εβραίοι είναι ένοχοι για όλα τα δεινά, και πρώτα απ’όλα επειδή σταύρωσαν τον Χριστό. Μόνο στη Γαλλία, οι Εβραίοι έχουν δεχθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια τουλάχιστον τέσσερις επιθέσεις. Η δολοφονία των παιδιών έχει μια επιπλέον σημασία: όποιος μισεί τους Εβραίους θέλει να τους σκοτώσει όταν είναι μικροί.
Με την ανάλυση αυτή συμφωνεί και ένας από τους γνωστότερους αναλυτές του αντισημιτισμού, ο μαροκινής καταγωγής γαλλοεβραίος ιστορικός Ζορζ Μπενσουσάν, που μίλησε αυτή την εβδομάδα σε ένα σεμινάριο στο Μιλάνο για τον ευτελισμό της μνήμης. «Η αντισημιτική ψύχωση», είπε, «βρίσκει εύφορο έδαφος στις δυτικές χώρες όπου η συστηματική δαιμονοποίηση του Ισραήλ έχει γίνει μια μέθοδος εξορκισμού της ενοχής για τα εγκλήματα του παρελθόντος». Κατά την άποψή του, η Γαλλία δεν είναι μια αντισημιτική χώρα, την τελευταία δεκαετία όμως η εχθρότητα εναντίον των Εβραίων έχει ενταθεί, εν μέσω της αδιαφορίας των πολιτικών.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι σωστό – όπως έσπευσε από την πρώτη στιγμή να δηλώσει και ο ισραηλινός πρωθυπουργός - να ενταχθεί η επίθεση της Τουλούζης σε ένα πλαίσιο οξυνόμενου αντισημιτισμού στην Ευρώπη; Τα στοιχεία που υπάρχουν δεν το επιβεβαιώνουν. Πριν από τους εβραίους μαθητές, ο σίριαλ-κίλερ με το σκούτερ είχε σκοτώσει βορειοαφρικανικής καταγωγής στρατιώτες και αύριο μπορεί να σκοτώσει μουσουλμάνους. Τίποτα δεν αποκλείει να πρόκειται για έναν ψυχοπαθή δολοφόνο. Και τίποτα δεν αποδεικνύει ότι σήμερα οι Εβραίοι της Γαλλίας απειλούνται. Αντίθετα, όπως επισημαίνει στη Μοντ ο γάλλος κοινωνιολόγος Μισέλ Βιεβορκά (συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Ο αντισημιτισμός επιστρέφει;»), η Γαλλία βρίσκεται σήμερα σ’ένα ιστορικό πλαίσιο όπου ο αντισημιτισμός είναι λιγότερο έντονος. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, οι αντισημιτικές πράξεις ήταν το 2011 μειωμένες κατά 16%.
Οι πράξεις αυτές, σημειώνει ο Βιεβορκά, γνώρισαν έξαρση πριν από μια δεκαετία, όταν πολλοί Γάλλοι ταυτίστηκαν με την παλαιστινιακή υπόθεση. Οι δημόσιες αρχές όμως, σε συνεργασία με τις εβραϊκές οργανώσεις και τα μέσα ενημέρωσης, αντέδρασαν αποφασιστικά. Σήμερα, που οι εχθροί του Ισραήλ είναι η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, αυτή η ταύτιση είναι πιο δύσκολη. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η εξέλιξη του Εθνικού Μετώπου: η Μαρίν Λεπέν είναι λιγότερο αντισημίτισσα από τον πατέρα της, ο οποίος δικαιολογούσε απολύτως την άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Χρειάζεται ψυχραιμία λοιπόν. Η λειτουργία της γαλλικής δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από κανέναν πολιτικό, για κανένα λόγο.
Κάνει καλό ο Κλούνι στο Σουδάν;
Ακούστε αυτό: «Οι Αραβες διαπράττουν γενοκτονία σφάζοντας μαύρους στα βουνά Νούμπα του Σουδάν».
Ακούστε κι αυτό: «Οι κάτοικοι των βουνών Νούμπα συμμάχησαν με το Λαϊκό Απελευθερωτικό Κίνημα του Νότου στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ βορείου και νοτίου Σουδάν που κράτησε δεκαετίες. Μετά την περυσινή απόσχιση του Νότου, ένας δυσαρεστημένος υποψήφιος του ΛΑΚΝ για τη θέση του κυβερνήτη που έχασε τις νοθευμένες (όπως κατήγγειλε) εκλογές πήρε τα όπλα εναντίον της κυβέρνησης του Χαρτούμ σε συνεργασία με τον πυρήνα των ανταρτών που είχε μείνει στη Νούμπα και που οι απαιτήσεις τους δεν είχαν εκπληρωθεί».
Προφανώς προτιμάτε την πρώτη διατύπωση. Είναι απλούστερη, πιο εύπεπτη και επιτρέπει σε κάποιον που δεν έχει μεγάλη σχέση με το Σουδάν να πάρει θέση. Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο ο Τζορτζ Κλούνι βρέθηκε την περασμένη Παρασκευή για λίγες ώρες στη φυλακή: ο δημοφιλής ηθοποιός, ο πατέρας του και μερικές ακόμη προσωπικότητες συνελήφθησαν επειδή διαδήλωσαν σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων από τη σουδανική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον. Οι φωτογραφίες τους με δεμένα τα χέρια έκαναν τον γύρο του κόσμου και ενίσχυσαν, αν όχι την αλληλεγγύη προς τον δοκιμαζόμενο λαό του Σουδάν, σίγουρα πάντως την αλληλεγγύη προς τον δοκιμαζόμενο ηθοποιό. Πόσο ακριβής όμως είναι ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι η κυβέρνηση θέλει να διώξει τους κατοίκους από τα βουνά Νούμπα για να τους πάρει το πετρέλαιο;
Καθόλου, απαντά με άρθρο της στην Γκάρντιαν η συγγραφέας και δημοσιογράφος Νεσρίν Μαλίκ, που γεννήθηκε στο Σουδάν και ζει στο Λονδίνο. Το Χαρτούμ απαντά στην εξέγερση που έχει σημειωθεί στην περιοχή (όπου το ΛΑΚΝ παίζει ένα ρόλο τουλάχιστον σκοτεινό) με μαζικούς βομβαρδισμούς και χωρίς καμιά στρατηγική. Αδιαφορεί απολύτως για τους θανάτους αμάχων, αφού εκτοξεύει κοντέινερ γεμάτα με εκρηκτικά από αεροπλάνα, αλλά δεν έχει στόχο την εθνοκάθαρση. «Η απεικόνιση των περιφερειακών συγκρούσεων στη χώρα ως ενός πολέμου μεταξύ Αράβων και Αφρικανών μας προκαλεί ανησυχία», αναφέρει σε χθεσινή επιστολή του προς τον Κλούνι και η αντιπολιτευόμενη οργάνωση Αλλαγή Τώρα στο Σουδάν. «Η εικόνα αυτή δεν λαμβάνει αρκετά υπόψη τις ιστορικές και πολιτικές πλευρές της σύγκρουσης, με δεδομένο ότι η σουδανική κυβέρνηση είναι μια δικτατορία και δεν εκφράζει τα αισθήματα της πλειοψηφίας του λαού».
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαιώνιση των συγκρούσεων στο Σουδάν είναι πολλοί: από τα δικαιώματα στη βοσκή μέχρι την αυθαίρετη χάραξη των συνόρων κι από την πρόσβαση στο νερό μέχρι την αντιπαράθεση μεταξύ των εθνοτήτων. Δεν είναι βέβαια κακό ένας ξένος να διαθέτει τον χρόνο του και τα χρήματά του για να ασχοληθεί με ένα τέτοιο ζήτημα. Ισα-ίσα, η ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας είναι ευπρόσδεκτη. Το πρόβλημα ξεκινά όταν οι ξένοι υπεραπλουστεύουν τα προβλήματα. Και θεωρούν ότι εκείνοι, και μόνον εκείνοι, έχουν τα κλειδιά για την επίλυσή τους.
Ο Παναχί θα συνεχίσει να διηγείται ιστορίες
Διηγούμαστε ιστορίες με διάφορους τρόπους. Με λέξεις, κι όταν μας λείπουν οι λέξεις, με χειρονομίες. Τις διηγούμαστε φωναχτά ή γραπτά, παλιότερα με επιστολές, σήμερα με ι-μέιλ, ή ακόμα με σκίτσα, φωτογραφίες ή ταινίες. Διηγούμαστε και ζητάμε από τους άλλους να μας διηγηθούν, περιμένοντας άλλοτε να μας πουν την αλήθεια κι άλλοτε ψέματα, ανάλογα με τη στιγμή και με τις ανάγκες μας. Πολλές φορές καθόμαστε και παρακολουθούμε μια ιστορία στην τηλεόραση ότι γιατί είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αλλά έχει μια πλοκή και υπόσχεται ένα τέλος. Η διήγηση ιστοριών, γράφει ο ισπανός συγγραφέας Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα στην Ελ Παϊς, δεν είναι πολυτέλεια ή προνόμιο ορισμένων ανθρώπων, αλλά το γενετικό πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους.
Για να μην αφήνει γραπτά κείμενα που θα μπορούσε να τον στείλουν στη φυλακή, ο Οσιπ Μάντελσταμ συνέθετε ποιήματα στο μυαλό του και τα απήγγελλε στη γυναίκα του για να τα απομνημονεύσει. Όταν άρχισε να τυφλώνεται, ο Μπόρχες έγραφε ποιήματα με περισσότερο μέτρο και ομοιοκαταληξία απ΄ό,τι στα νιάτα του γιατί η ρίμα είναι βασικά μια πνευματική διαδικασία. Ο Ματίς έκανε τα περίφημα κολάζ του όταν η φτώχεια των χρόνων της κατοχής του στέρησε τα άλλα υλικά. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την αφήγηση και την έκφραση.
Ο ιρανός σκηνοθέτης Τζαφάρ Παναχί καταδικάστηκε το 2009 σε εξαετή φυλάκιση, ενώ του απαγορεύτηκε να βγει από τη χώρα και να γυρίσει ταινίες για είκοσι χρόνια. Σε δεύτερο βαθμό, η φυλάκιση μετατράπηκε σε κατʼοίκον περιορισμό. Λίγο πριν τον καταδικάσουν, ο Παναχί είχε υποβάλει στους λογοκριτές ένα σενάριο για μια κοπέλλα που θέλει να σπουδάσει τέχνη στο πανεπιστήμιο, αλλά οι γονείς της την κλείνουν στο σπίτι γιατί είναι θρήσκοι και οι φιλοδοξίες αυτές τους προσβάλλουν. Το σενάριο απορρίφθηκε, όπως και οποιοδήποτε άλλο σενάριο. Ο Παναχί αποφάσισε τότε να γυρίσει μια ταινία για τον εγκλεισμό του. Τοποθέτησε στο τραπέζι του πρωινού μια ψηφιακή κάμερα κι άρχισε να τραβάει τον εαυτό του να τρώει, να μιλά στο τηλέφωνο με τη δικηγόρο του και να κοιτάζει από το παράθυρο τον δρόμο στον οποίο απαγορεύεται να βγει. Χρησιμοποίησε επίσης την κάμερα του iPhone του και τράβηξε το αγαπημένο του ιγκουάνα, τη γειτόνισσα που ήθελε να του αφήσει για λίγο το σκυλί της και τον οδοκαθαριστή. Υστερα τον επισκέφθηκε ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Μοζτάμπα Μιρταχμάσμπ, και ο Παναχί του ζήτησε να χειριστεί εκείνος την κάμερα.
Η ταινία πήρε τον ειρωνικό τίτλο «Αυτό δεν είναι μια ταινία», βγήκε παράνομα από το Ιράν, έκανε την πρεμιέρα της τον περασμένο Μάιο στις Κάννες και την περασμένη εβδομάδα προβλήθηκε στο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας. Ο Παναχί νίκησε τους δικτάτορες και θα συνεχίσει να διηγείται ιστορίες.
Και τότε γιατί πέθανε η Μαρί;
«Αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζαμε ανέκαθεν είναι ότι σε όλες τις περιόδους ριζοσπαστικών αλλαγών, σε όλους τους βίαιους μετασχηματισμούς σαν κι αυτόν που ζούμε, υπάρχουν συνήθως νεκροί. Δεκάδες νεκροί στο δρόμο. Και η ερώτηση που κάνουμε στον εαυτό μας δεν είναι πόσοι δημοσιογράφοι θα επιβιώσουν (θα είναι πολλοί), αλλά αν μεταξύ των θυμάτων θα είναι και η ίδια η δημοσιογραφία, καθώς οι μετασχηματισμοί προκαλούν την απορρόφησή της από κάτι πολύ εκτενέστερο, και πολύ διαφορετικό, την επικοινωνία. Το πιο θλιβερό θα είναι αν, φοβούμενοι ότι θα μας σκοτώσουν, καταλήξουμε να ρίξουμε εμείς τη χαριστική βολή στη δημοσιογραφία».
Αυτό το μήνυμα έστειλε η Σολεδάδ Γκαγιέγο-Ντίαθ στους φοιτητές της μεταπτυχιακής Σχολής Δημοσιογραφίας της Ελ Παϊς, εγκαινιάζοντας προχθές την 26η χρονιά του θεσμού αυτού. Μεταξύ των ιδρυτικών στελεχών της ισπανικής εφημερίδας, ανταποκρίτρια μέχρι πριν από λίγους μήνες στο Μπουένος Αίρες, η 60χρονη δημοσιογράφος έχει κάνει τα πάντα στην καριέρα της: συντάκτρια, ρεπόρτερ, αρθρογράφος, αρχισυντάκτρια και διευθύντρια σύνταξης. Περισσότερο απ’όλα, όμως, της άρεσε πάντα να γράφει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αυτοκτονήσουμε, τόνισε. Ο πρώτος είναι να πιστέψουμε ότι η δημοσιογραφία είναι «δικιά μας», ανήκει δηλαδή σε μια καθορισμένη γενιά επαγγελματιών που την προστατεύει από τις αλλαγές και τις καινούργιες επιρροές. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει η δημοσιογραφία με τη μορφή χαρτιού ή ταμπλέτας, αλλά τι είναι η δημοσιογραφία σ’αυτή τη νέα εποχή, πώς την επηρεάζουν τα νέα εργαλεία και οι νέες διεργασίες, και κατά πόσον αυτά τα εργαλεία μπορούν να επηρεάσουν, ή και να διαλύσουν, τους βασικούς κανόνες του επαγγέλματος.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να μπερδέψουμε τη δημοσιογραφία με την επικοινωνία: η πρώτη έχει κανόνες, αρχές, και συγκεκριμένους στόχους. Για να αποφεύγει τις κακοτοπιές, καλό είναι ο επαγγελματίας δημοσιογράφος να μη νιώθει ότι έχει απέναντί του πελάτες ή καταναλωτές, αλλά αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές. Καλό είναι επίσης να μη θεωρεί ότι μπορεί η ερασιτεχνική δημοσιογραφία να αντικαταστήσει την επαγγελματική. «Αν για να γίνουν γνωστά αυτά που συμβαίνουν στη Χομς αρκούν το Twitter, το Facebook και τα μπλογκς των κατοίκων», αναρωτήθηκε η Γκαγιέγο-Ντίαθ, «γιατί πήγε εκεί και γιατί πέθανε η Μαρί Κόλβιν;»
Για τους δημοσιογράφους, συνέχισε, υπάρχει ακόμη ένας τρόπος να αυτοπυροβοληθούν, ο χειρότερος απ’όλους: η βιασύνη. Τα νέα μέσα ενημέρωσης επιβραβεύουν την ταχύτητα, όμως δημοσιογραφία σημαίνει να ερευνάς τα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος, και να το κάνεις με σεβασμό στους κανόνες. Δημοσίου ενδιαφέροντος δεν είναι αυτά που ενδιαφέρουν περισσότερο τον κόσμο, αλλά κάτι διαφορετικό. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο βρετανικός κώδικας δεοντολογίας, «είναι να ερευνάς και να αποκαλύπτεις αδικήματα, εγκλήματα ή αντικοινωνικές συμπεριφορές. Να προστατεύεις την ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Να αποτρέπεις την παραπλάνηση των πολιτών από τις πράξεις ή τις δηλώσεις ενός ατόμου ή μιας οργάνωσης».
Γι’αυτά όμως χρειάζεται εκπαίδευση. Φιλότιμο. Αποφασιστικότητα. Και χρόνος.
Τέσσερις αλήθειες για την Ευρώπη
Στο κλασικό του έργο «Ο σιδηρούς νόμος της Ολιγαρχίας», που εκδόθηκε το 1911, ο γερμανός κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μίκελς σημείωνε ότι με τον τρόπο που είναι οργανωμένα τα πολιτικά κόμματα, και ασχολούνται με την επιβίωση του μηχανισμού τους, μετατρέπονται αναπόφευκτα σε κλειστές ομάδες και υποκύπτουν στη διαφθορά. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διαιωνίζουν και να επεκτείνουν την εξουσία τους, άρα να πολεμούν οποιοδήποτε όραμα απειλεί αυτή την εξουσία. Γίνονται με τον τρόπο αυτό υπερασπιστές της παλιάς τάξης, την οποία ο Μακιαβέλλι θεωρούσε μοιραίο εμπόδιο για την αλλαγή. Ακόμα και τα μυαλά στενεύουν, ζαρώνουν, αχρηστεύονται.
Τα παραπάνω θυμίζει η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη Ρεπούμπλικα για να επισημάνει ότι παρά τον σίφουνα που λέγεται Μόντι, οι νοοτροπίες στην Ιταλία δύσκολα αλλάζουν. Το ίδιο φυσικά θα μπορούσαμε να πούμε και για την Ελλάδα, που ετοιμάζεται να παραδοθεί σε μια άγονη και βαρετή προεκλογική περίοδο. Ο σιδηρούς νόμος της Ολιγαρχίας όχι μόνο παραμένει ζωντανός, αλλά μερικές φορές δείχνει και να ενισχύεται. Η οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης έχει επιστρέψει στο προσκήνιο, αλλά για λάθος λόγους: επειδή η κρατούσα άποψη, δηλαδή η γενικευμένη λιτότητα, φέρνει σε απόγνωση τους πολίτες. Τους απελπίζει και τους εξοργίζει, με αποτέλεσμα να βγαίνουν κερδισμένα τα κόμματα των άκρων.
Η υπεράσπιση της Ευρώπης αποκτά έτσι επείγοντα χαρακτήρα. Τέσσερις βασικές αλήθειες πρέπει να ειπωθούν, γράφει ο Μπερνάρ Γκετά στη Λιμπερασιόν. Τέσσερις αλήθειες που μόνο η Αριστερά μπορεί να πει. Πρώτον, ότι όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, Ελληνες και Γερμανοί, πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας από το χρέος ώστε να μην είμαστε όμηροι των δανειστών μας, αλλά ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος να το κάνουμε δεν είναι η μείωση των μισθών, των συντάξεων και των δημοσίων δαπανών. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, όπως η εφαρμογή μιας κοινής βιομηχανικής πολιτικής με στόχο τη δημιουργία ευρωπαϊκών γιγάντων σαν την Αιρμπάς και την ανάπτυξη των τεχνολογιών του μέλλοντος.
Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Όχι μια «οικονομική διακυβέρνηση», δηλαδή μια κοινή διαχείριση των εθνικών οικονομιών, αλλά μια πανευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα εκλέγεται από το σύνολο των ψηφοφόρων της Ενωσης. Αυτές οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης – πρόκειται για την τρίτη αλήθεια – δεν θα οικοδομηθούν από τη μια μέρα στην άλλη ούτε θα λάβουν από την αρχή μέρος σ’αυτήν όλες οι χώρες. Επιπλέον, τίποτα δεν θα απαγορεύει σε κόμματα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια να υποβάλλουν κοινή υποψηφιότητα στις ευρωπαϊκές εκλογές.
Οι Ευρωπαίοι μπορούν τέλος να προτείνουν μια οικονομική συνεργασία προς Ανατολάς και προς Νότο. Η Ρωσία και η βόρεια Αφρική μπορεί να βρίσκονται μακρυά από τη δημοκρατία, αλλά χρειάζονται επενδύσεις. Η τέταρτη αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη δεν είναι καταδικασμένη σε παρακμή.
Κι εκείνος σφάζει ανενόχλητος
Ας πούμε ότι είμαι ο Μπασάρ αλ Ασαντ. Δεν είμαι ούτε πολύ έξυπνος ούτε πολύ ικανός, είμαι όμως αδίστακτος και ξέρω να φυλάω το τομάρι μου. Βλέπω τους λαούς γειτονικών χωρών να εξεγείρονται κατά των δικτατόρων τους και ξέρω ότι θα έρθει η σειρά μου. Ξέρω όμως και κάτι άλλο: ότι η Δύση δύσκολα θα αποφασίσει να επέμβει στη χώρα μου. Πρώτον, επειδή έχει κουραστεί από τους πολέμους. Δεύτερον, επειδή δεν έχει λεφτά. Τρίτον, επειδή δεν θα μπορέσει να αποσπάσει πράσινο φως από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αφού έχω τους Ρώσους και τους Κινέζους με το μέρος μου. Τέταρτον, επειδή η χώρα μου είναι πυκνοκατοικημένη και τυχόν βομβαρδισμοί θα προκαλούσαν μεγάλες απώλειες μεταξύ των αμάχων. Όταν ξεκινά λοιπόν η εξέγερση κι εδώ, όταν βγαίνουν στους δρόμους οι αντιπαθητικοί κάτοικοι της ενοχλητικής Χομς, τι κάνω; Υποχωρώ; Εξαγγέλλω μεταρρυθμίσεις; Ξεκινάω διάλογο; Όχι βέβαια. Στέλνω τον στρατό. Βομβαρδίζω. Πολιορκώ. Κι όταν ο αντίπαλος κουραστεί, μπαίνω και καθαρίζω. Σφάζω, βασανίζω, τρομοκρατώ.
Την περασμένη Τετάρτη, ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν είχε μια έντονη αντιπαράθεση στο Κονγκρέσο με τον υπουργό Αμύνης Λίον Πανέτα. «Πόσοι άμαχοι πρέπει να σκοτωθούν ακόμη;» τον ρώτησε. «Μπορείτε να μας πείτε; Δέκα χιλιάδες; Είκοσι χιλιάδες; Πόσοι;» Ο αρχηγός του Πενταγώνου επανέλαβε την επίσημη γραμμή, ότι δηλαδή η Ουάσινγκτον μελετά τη στρατιωτική λύση, αλλά προτιμά την πολιτική και διπλωματική προσέγγιση. «Η Αμερική θα έπρεπε να ηγείται, θα έπρεπε αυτή την ώρα να συγκροτεί συμμαχίες αντί να δηλώνει ότι δεν θα επέμβουμε ο,τιδήποτε κι αν γίνει», συνέχισε ο 76χρονος γερουσιαστής. Σωστό, αλλά μια επέμβαση στη Συρία θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από εκείνη στη Λιβύη, όπου το ΝΑΤΟ χρειάστηκε 7 μήνες και 7.700 βόμβες και πυραύλους, απάντησε ο Πανέτα. «Ξοδεύουμε κάπου ένα τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για την εθνική μας άμυνα», εξερράγη ο Μακέιν. «Αν δεν μπορούμε να καταστρέψουμε τη συριακή αεροπορία, τότε πρόκειται για την απόλυτη σπατάλη των χρημάτων των φορολογουμένων!»
Ποιος από τους δύο είχε δίκιο; Και οι δύο, φυσικά. Μετά τη Σάμπρα και Σατίλα, μετά τη Ρουάντα, μετά τη Σρεμπρένιτσα, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπει ο πολιτισμένος κόσμος σε ένα δυνάστη να σφάζει τον λαό του. «Φτάνει πια!» έγραφε προχθές ο Αντόνιο Φεράρι στην Κοριέρε ντέλα Σέρα. «Ζητάμε από το Συμβούλιο Ασφαλείας να αφαιρέσει το δικαίωμα του Ασαντ να σκοτώνει!» τονίζουν σε ένα κείμενό τους 50 διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο Ουμπέρτο Εκο, η Σιρίν Εμπάντι, ο Στεφάν Εσέλ (αλλά όχι και ο συνήθης επαναστάτης των σαλονιών Μπερνάρ-Ανρί Λεβί). Και λοιπόν; Αυτοί ασχολούνται με βιβλία, όχι με βόμβες. Εκείνοι που ασχολούνται με βόμβες γνωρίζουν ότι έχουν τα χέρια δεμένα. Κι έτσι εγώ θα συνεχίσω να σφάζω ανενόχλητος.
Η επιστροφή της παρθενίας
Λέγεται Ιβόν Νιμπιελέρ. Είναι Γαλλίδα, ιστορικός, φεμινίστρια, κι έχει πατήσει τα ενενήντα. Τι μπορεί να ώθησε λοιπόν μια τέτοια γυναίκα να γράψει ένα βιβλίο για ένα θέμα φαινομενικά τόσο ξεπερασμένο όσο η γυναικεία παρθενία;
«Με εξέπληξε καταρχήν η αύξηση των πιστοποιητικών παρθενίας που ζητούνται και η μεγάλη ζήτηση που έχει η υμενοπλαστική, κυρίως από τις μουσουλμάνες», απαντά η συγγραφέας στην ερώτηση της Λιμπερασιόν. «Μίλησα πολύ μαζί τους: καταφεύγοντας στο χειρουργείο, επιστρέφουν σε μια οικογενειακή παράδοση. Δεν είναι όμως μόνο οι μουσουλμάνες. Οσο έψαχνα το θέμα, τόσο περισσότερο παθιαζόμουν. Υπάρχει το κίνημα No Sex που γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες: να κυριαρχείς στο σώμα σου για να είσαι περισσότερο διαθέσιμη στους άλλους. Κι ύστερα είναι εκείνη η απίστευτη δήλωση της Πάρις Χίλτον πως όταν έρθει η ώρα να παντρευτεί θα προχωρήσει σε αναδόμηση του παρθενικού της υμένα»…
Το βιβλίο λέγεται «Η γυναικεία παρθενία, μύθοι, φαντασιώσεις, χειραφέτηση» (εκδ. Odile Jacob). Για να το γράψει, η γαλλίδα ιστορικός ξεκίνησε φυσικά από την ιστορία. Εξέτασε πώς ο χριστιανισμός επέβαλε την παρθενία στις γυναίκες ως ηθική αξία πριν από το γάμο. Ερευνώντας τις περιπτώσεις της Παρθένου Μαρίας, της Ζαν ντ’Αρκ και της Τερέζα της Αβιλα, απέδειξε ότι για ορισμένες γυναίκες η παρθενία ήταν ένας τρόπος να αποφύγουν την ανδρική κυριαρχία, το γάμο και τον κίνδυνο της αναπαραγωγής. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Μελέτησε και τις σημερινές εφήβους. Και αιφνιδιάστηκε όταν είδε να γράφουν στα μπλογκ τους ότι θέλουν να απαλλαγούν από την παρθενία τους. «Σαν να είναι γι’αυτές ένα βάρος, κάτι με το οποίο δυσκολεύονται να ζήσουν. Αυτό αποδεικνύει ότι η παρθενία παραμένει ένα σοβαρό θέμα. Το να περάσουν αυτό το στάδιο δεν είναι αυτονόητο. Δεν είναι ίδιες, πριν και μετά».
Η 15χρονη Λεά, που πηγαίνει Α΄ Λυκείου, έρχεται να συμπληρώσει με τη μαρτυρία της την 90χρονη ερευνήτρια. «Στο σχολείο μας», λέει στη γαλλική εφημερίδα, «δεν λέμε ποτέ αν μια κοπέλλα είναι παρθένα ή όχι. Λέμε `το έκανε`, και η πληροφορία κάνει πολύ γρήγορα τον γύρο του σχολείου. Αν η μαθήτρια είναι δημοφιλής, θεωρείται λογικό ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις. Αν πάλι είναι αντιπαθής, όλοι την κρίνουν και λένε πως κάνει βλακείες». Οσο για την ίδια, δεν βιάζεται. Είναι μικρή ακόμα, έχει καιρό, δεν θα πάει και με τον πρώτο τυχόντα.
Η παρθενία δεν είναι βέβαια μόνο γυναικεία υπόθεση. Απλώς για τα κορίτσια έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία. «Την πρώτη φορά ασχολούνται περισσότερο», λέει ο 24χρονος Αντριέν. «Είναι κάτι ιερό. Αυτό μου λένε τουλάχιστον οι φίλες μου. Εχουν ανάγκη να ερωτευτούν, τα αγόρια όχι αναγκαστικά. Για τον λόγο αυτό, δεν θέλω να είμαι ο πρώτος για ένα κορίτσι. Μπλοκάρω. Απομακρύνομαι. Ισως είναι θέμα σεβασμού. Ξέρεις ότι δεν θα μείνεις σ’αυτό, ενώ το κορίτσι θα θυμάται αυτή τη στιγμή για όλη του τη ζωή».
Είναι τρελλοί αυτοί οι Ελβετοί!
Σκεφτείτε να γινόταν στην Ελλάδα. Ένα από τα μεγαλύτερα συνδικάτα της χώρας, επικαλούμενο επιστημονική έρευνα που δείχνει ότι το ένα τρίτο των εργαζομένων υποφέρει από στρες και προβλήματα υγείας λόγω αυξημένου φόρτου εργασίας, προτείνει την αύξηση του ελαχίστου χρόνου αδείας μετ’αποδοχών κατά 50%. Η κυβέρνηση προκηρύσσει αμέσως δημοψήφισμα, προειδοποιώντας ότι τυχόν επικράτηση του ΝΑΙ θα επιβαρύνει την οικονομία κατά 5 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Με τι ποσοστό λέτε ότι θα περνούσε η πρόταση; Ε, όχι και 80% …
Τέλος πάντων, ας μην προβοκάρουμε κι ας μείνουμε πιστοί στην ειδησεογραφία. Η πρόταση για αύξηση των εβδομάδων αδείας από 4 σε 6 τον χρόνο υποβλήθηκε στην Ελβετία από το συνδικάτο Travail Suisse. Και οι Ελβετοί την απέρριψαν με ποσοστό 66%. Ο σύνδεσμος εργοδοτών εξέδωσε μια θριαμβευτική ανακοίνωση με την οποία τονίζει ότι το ΟΧΙ στην πρόταση σημαίνει ΝΑΙ στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ελβετικών εταιρειών. Το συνδικάτο εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι η προεκλογική εκστρατεία διεξήχθη σε κλίμα φόβου. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα.
Η αλήθεια είναι ότι οι Ελβετοί έχουν απορρίψει και στο παρελθόν πρόταση που θεωρητικά υπηρετούσε τα συμφέροντά τους: το 2002 καταψήφισαν τη μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας από 42 σε 36. Είναι υπεύθυνοι, φιλότιμοι και σκληρά εργαζόμενοι. Είναι βέβαια και πλούσιοι, γεγονός που διευκολύνει όλα τα προηγούμενα. Παρά τα φαινόμενα, όμως, δεν είναι όσο ενωμένοι δείχνουν προς τα έξω. Εχουν κι αυτοί τις εσωτερικές τους αντιθέσεις, που στην περίπτωσή τους δεν έχουν γεωγραφικό αλλά γλωσσικό χαρακτήρα. Να, πριν από λίγες ημέρες η γερμανόφωνη εφημερίδα Weltwoche δημοσίευσε ένα άρθρο με το οποίο χαρακτήριζε τους γαλλόφωνους κατοίκους «Ελληνες της Ελβετίας». Για όποιον αναγνώστη δεν κατάλαβε, ακολουθούσε επεξήγηση: τεμπέληδες, μεθύστακες και καλοφαγάδες (ε, το τελευταίο δεν είναι και τόσο κακό). Και για εκείνους που βαριόντουσαν να διαβάσουν, υπήρχε σχετική φωτογραφία: ένας εργαζόμενος με τα πόδια στο τραπέζι, ένα ποτήρι κρασί στο χέρι κι ένα σουτιέν ανάμεσα στα ντοσιέ (μάλλον κακόγουστο).
Οι Γαλλόφωνοι δεν άργησαν να απαντήσουν. Ο πολιτικός Αντόνιο Χοτζέρ από τη Γενεύη φωτογραφήθηκε στην ίδια πόζα, επισημαίνοντας στη λεζάντα ότι το ΑΕΠ των γαλλόφωνων περιοχών είναι εδώ και χρόνια ανώτερο από τον ελβετικό μέσο όρο, ότι το τόξο του Λεμάν είναι μια από τις πιο δυναμικές οικονομικές ζώνες της χώρας και ότι τα καντόνια της Λωζάνης και της Γενεύης συνεισφέρουν αποφασιστικά στην ισορροπία μεταξύ των καντονιών. Ανάλογες φωτογραφίες γέμισαν το Facebook, ενώ στο Twitter δημιουργήθηκε μια σελίδα η οποία στις 5 το απόγευμα κάθε ημέρας απευθύνει κάλεσμα: «Ελληνες της Ελβετίας, είναι η ώρα του απεριτίφ!»
Εντάξει, το χιούμορ των Ελβετών δεν είναι τόσο ξακουστό όσο η εργατικότητά τους.
Πέντε μύθοι για την Ελλάδα
Και τώρα που έκλεισε ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ας εξετάσουμε μερικούς μύθους που κατέρρευσαν.
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ήταν μια επικίνδυνη ιδέα. Ορισμένοι τραπεζίτες μάλιστα, όπως ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι, μιλούσαν για «πολιτική αυτοκτονία» και για το «ισοδύναμο της ποινής του θανάτου». Στην πραγματικότητα, ο ιδιωτικός τομέας ενεπλάκη εκών - άκων στο κούρεμα και όλα πήγαν κατ' ευχήν. Η ενεργοποίηση των CDS πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Και όποιος περίμενε με αγωνία την αντίδραση των αγορών πρέπει να απογοητεύτηκε: ούτε κρύο ούτε ζέστη, έχουν περάσει ήδη στο επόμενο στάδιο.
Οι ξένοι θέλουν το κακό μας. Ανάλογα με τον άνθρωπο που διατύπωνε αυτή τη θέση, το «κακό» ήταν είτε η αποπομπή μας από την ευρωζώνη είτε η διατήρησή μας σε αυτήν. Α, πολλοί μιλούσαν για τη «συγκεκριμένη» ευρωζώνη γιατί, ως γνωστόν, υπάρχει και η άλλη, η αριστερή και φιλελληνική. Εν πάση περιπτώσει, οι ξένοι - δηλαδή οι ευρωπαίοι ηγέτες και ο Πρόεδρος Ομπάμα - κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχει το PSI και να ελαφρυνθεί το χρέος της Ελλάδας. Δεν ήταν δεδομένο, δεν ήταν «μοιραίο», υπήρχαν δύο σχολές σκέψης, κέρδισε η μετριοπαθής.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θέλει τον ελληνικό λαό στα γόνατα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο παρελθόν πολλές χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική, πλήρωσαν με αίμα την πολιτική του ΔΝΤ. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, οι εκπρόσωποι του Ταμείου ήταν εκείνοι που διαφωνούσαν από την αρχή με την υπερβολική δόση της λιτότητας στη συνταγή. Αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τις αλλαγές που επέφερε ο Ντομινίκ Στρος-Καν, αλλά όχι μόνο. Μόλις προχθές οι Νιου Γιορκ Τάιμς αναφέρονταν στη διαμάχη ανάμεσα στις δύο ισχυρές κυρίες της παγκόσμιας οικονομίας για την αντιμετώπιση της κρίσης: την Κριστίν Λαγκάρντ, που έχει πίσω της τον Μπαράκ Ομπάμα, και την Ανγκελα Μέρκελ. Το αμερικανικό μοντέλο, με έμφαση στην ανάπτυξη, αποδεικνύεται πολύ πιο δίκαιο και αποτελεσματικό από τη γερμανική σιδηρά πειθαρχία.
Οι τεχνοκράτες επιβλήθηκαν από την Γκόλντμαν Σακς και κάνουν κακό στη δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, η ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων από τον Μάριο Μόντι και τον Λουκά Παπαδήμο άλλαξε το κλίμα στην Ευρώπη. Οι δύο άνδρες, ο καθένας με τον τρόπο του, αποκατέστησαν την αξιοπιστία των χωρών τους και εργάστηκαν αθόρυβα και ουσιαστικά για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Αρκεί να προσπαθήσει να σκεφτεί κανείς πού θα βρίσκονταν σήμερα η Ιταλία και η Ελλάδα με τον Μπερλουσκόνι και τον Γ. Παπανδρέου - ή τον Φίλιππο Πετσάλνικο...
Η κρίση τελείωσε, πάμε για διακοποδάνεια. Τέτοιες ανευθυνότητες λέει μονάχα ο Σαρκοζί, στην απελπισμένη προσπάθειά του να επανεκλεγεί. Ούτε η κρίση τελείωσε ούτε η παραμονή μας στο ευρώ έχει διασφαλιστεί οριστικά. Οι μάχες μέσα κι έξω από την Ελλάδα θα είναι σκληρές, βίαιες, σχεδόν συναρπαστικές.
Η εποχή του μετασοβιετισμού τελείωσε
Ο (πρώην, νυν και παντοτινός) πρόεδρος. Πριν από λίγα χρόνια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε δηλώσει πως η εξαφάνιση της Σοβιετικής Ενωσης αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καταστροφή της Ιστορίας. Σήμερα το θέτει κάπως διαφορετικά. «Η περίοδος της επούλωσης τερματίστηκε», τόνισε πρόσφατα. «Η μετασοβιετική φάση της ρωσικής και παγκόσμιας ιστορίας έχει πλέον ολοκληρωθεί». Τι θα πάρει τη θέση της; Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Πούτιν ποντάρει στην ισχύ. Μια ισχύ ενεργειακή, που απορρέει από τους φυσικούς πόρους της χώρας. Μια ισχύ στρατιωτική, που αντανακλάται και στην απόφαση να επενδυθούν την επόμενη δεκαετία 600 δισεκατομμύρια ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.
Οι αντίπαλοι. Αποτελεί κοινό μυστικό στους κόλπους της ρωσικής αντιπολίτευσης ότι εκτός από τον μετασοβιετισμό, που κράτησε είκοσι χρόνια, έχει κλείσει και η φάση των διαδηλώσεων, έστω κι αν εκείνη κράτησε μόλις τρεις μήνες. Ολοι είναι σίγουροι ότι στις προεδρικές εκλογές της περασμένης Κυριακής σημειώθηκε κάποιας έκτασης νοθεία. Είναι όμως επίσης σίγουροι ότι και χωρίς αυτή τη νοθεία, ο Πούτιν πάλι θα εκλεγόταν πρόεδρος. Αναζητούν λοιπόν μια στρατηγική για την επόμενη ημέρα. «Η περίοδος του ρομαντισμού και της ευφορίας έλαβε τέλος», λέει ο συγγραφέας Γκριγκόρι Σχαρτισβίλι, ένας από τους οργανωτές των διαδηλώσεων, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Μπόρις Ακούνιν. «Ο κόσμος κατάλαβε πως όταν είσαι οπλισμένος με λευκά μπαλόνια και λευκές κορδέλες δεν μπορείς να τα βάλεις με τα ρομπότ των μονάδων καταστολής, της ΟΜΟΝ». Επιπλέον, οι ηγέτες που αναδείχθηκαν από αυτή την αντιπαράθεση δεν δείχνουν έτοιμοι να κάνουν το επόμενο βήμα. Ο Μιχαήλ Πρόχοροφ, που κλήθηκε ήδη να λάβει μέρος στην επόμενη κυβέρνηση, έχει ανάγκη το Κρεμλίνο για να κάνει τις δουλειές του. Ο νεαρός μπλόγκερ Αλεξέι Ναβάλνι μπορεί να έχει αναδειχθεί σε ήρωα της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά οι ρωσικές οικογένειες δεν αισθάνονται πολύ άνετα μαζί του. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι οργανωτές της σημερινής (τελευταίας;) διαδήλωσης στη Μόσχα την αφιερώνουν στον νέο ήρωα της κοινωνίας των πολιτών: τον εκλογικό παρατηρητή που δεν φοβήθηκε να καταγγείλει τη νοθεία.
Η Δύση. Απέναντι στον νέο ρωσικό εθνικισμό, που εκδηλώνεται και στην κάθετη αντίθεση της Μόσχας απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, πώς πρέπει να κινηθούν η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες; Μία σχολή σκέψης ζητά την απομόνωση του Κρεμλίνου. Αλλά πολλοί αναλυτές, οικονομολόγοι και διανοούμενοι στη Ρωσία προειδοποιούν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό σε μια στιγμή που η μεσαία τάξη προσπαθεί να βρει τη θέση της στη ρωσική κοινωνία. «Το καλύτερο που έχετε να κάνετε», λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο επικεφαλής μιας ΜΚΟ, «είναι να χαλαρώσετε τους κανονισμούς που έχουν σχέση με τη βίζα. Γιατί μόνο ταξιδεύοντας θα ξεπεράσουν οι Ρώσοι τη σοβιετική νοοτροπία που εξακολουθεί να κυριαρχεί στην κοινωνία – και που εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο Πούτιν και ο κύκλος του».
Νιου Ντιλ ή "παπανδρεοποίηση"
Στις προηγούμενες εκλογές, είχε χαρακτηρίσει τον Νικολά Σαρκοζί και τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ «υποψηφίους του κενού». Σήμερα, ο γάλλος πολιτειολόγος, δημογράφος και συγγραφέας Εμμανυέλ Τοντ διατηρεί τον ίδιο χαρακτηρισμό μόνο για τον πρώτο. Ο σαρκοζισμός, λέει στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ, είναι τρία πράγματα. Επιβεβαίωση μιας νέας έννοιας της ανισότητας, ξένης προς τη γαλλική κουλτούρα. Χρησιμοποίηση αποδιοπομπαίων τράγων (μετανάστες, άνεργοι, νέοι) στους οποίους επιρρίπτεται η ευθύνη για την κρίση. Και πλήρης υποταγή της εξωτερικής πολιτικής, πρώτα στον Μπους και στη συνέχεια στη Μέρκελ. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σκληρή Δεξιά, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ακροδεξιά. Με άλλα λόγια, στον πρώτο γύρο αυτών των εκλογών θα υπάρχουν δύο υποψήφιοι της ακροδεξιάς, ο Σαρκοζί και η Μαρίν Λεπέν, από τους οποίους ο πρώτος υποστηρίζεται από τη Γερμανία.
Επιλέγοντας την ανισότητα, η Δεξιά αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην Αριστερά να υπερασπιστεί την ισότητα. Με αυτή την έννοια, ο Φρανσουά Ολάντ θα είναι πράγματι – εφόσον εκλεγεί - ένας «κανονικός» πρόεδρος. Ενας πρόεδρος, επιπλέον, που θα κληθεί να διαχειριστεί και να ελέγξει την παγκοσμιοποίηση. Στη σημερινή Γαλλία, λέει ο Τοντ, το 99% του πληθυσμού βρίσκεται αντιμέτωπο με το πλούσιο 1% , ακριβώς όπως συνέβαινε τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Η οικονομία πρέπει λοιπόν να αναπροσανατολιστεί προς την παραγωγή. Πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, και γρήγορα. Ποιος θα τις κάνει; Οι ελίτ, φυσικά. Μια δημοκρατία λειτουργεί όταν ένα μέρος των ελίτ παίρνει το μέρος του λαού. Αυτό ακριβώς μπορεί να συμβεί και τώρα. Να γιατί ένας πολιτειολόγος που έχει ταχθεί κατά της παγκοσμιοποίησης και υπέρ ενός προστατευτισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα ποντάρει σήμερα στον «επαναστατικό ολαντισμό».
Ο Τοντ δεν θεωρεί δεδομένη τη νίκη του Ολάντ. Ο σημερινός πρόεδρος έχει ισχυρές δυνάμεις με το μέρος του. Επιπλέον, το βάρος των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας είναι μεγάλο: η μέση ηλικία του πληθυσμού στη Γαλλία είναι τα 40 χρόνια, στη Γερμανία τα 44. Ισως να βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ένα φασισμό των γηρατειών. Ας υποθέσουμε όμως ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος θα κερδίσει. Την επομένη, θα τεθεί το ζήτημα των εξουσιών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ενας πρόεδρος της Αριστεράς θα πρέπει είτε να υποτάξει τις τράπεζες είτε να υποταχθεί σ’αυτές. Ο Ολάντ θα ξεκινήσει μετριοπαθώς, άλλωστε ο κύκλος του είναι πολύ μετριοπαθής. Στη συνέχεια, όμως, θα αναγκαστεί να ριζοσπαστικοποιηθεί. Αν ο Φρανσουά Μιτεράν είχε ξεκινήσει επαναστατικά (το 1981) και είχε συνεχίσει συντηρητικά (μετά το 1983), ο Ολάντ θα κάνει το αντίθετο. Θα μιμηθεί δηλαδή τον Ρούσβελτ, ο οποίος στην αρχή της θητείας του είχε αρκετά αόριστες απόψεις για την οικονομία, αλλά μετά την κρίση του 1929 έλαβε ριζοσπαστικά μέτρα (αύξηση των φόρων, έλεγχος των τραπεζών, δέσμη δημοσιονομικών κινήτρων). Νιου Ντιλ ή «παπανδρεοποίηση», αυτό είναι το δίλημμα για τον αυριανό πρόεδρο της Γαλλίας.
Στην Ιταλία, πάντως, κάτι κινείται
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μάριο Μόντι και τον Λουκά Παπαδήμο αποτέλεσε ένα γεγονός που συζητήθηκε πολύ στην Ευρώπη και σ’όλο τον κόσμο. Πολλοί το είδαν θετικά: οι πολιτικοί που - ακουσίως ή εκουσίως - παραμέρισαν οδηγούσαν χωρίς αμφιβολία τις χώρες τους στην καταστροφή. Αλλοι διέκριναν μια επικίνδυνη παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων και της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς οι δύο τεχνοκράτες (σίγουρα) δεν είναι εκλεγμένοι και (ενδεχομένως) επιβλήθηκαν από την Ευρώπη, δηλαδή το Βερολίνο. Δεν έλειψαν και οι πονηροί, σαν τον γάλλο δημοσιογράφο και συγγραφέα Μαρκ Ρος, που υπενθύμισαν ότι ο Μόντι, ο Παπαδήμος και ο Μάριο Ντράγκι είχαν «συνεργαστεί» στο παρελθόν με την Γκόλντμαν Σακς.
Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους: φτώχεια και γκρίνια στο εσωτερικό, πολλή δουλειά και πολύ παζάρι στο εξωτερικό. Εκεί, πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών έδωσαν και εξακολουθούν να δίνουν μάχη για τη μεγαλύτερη μείωση χρέους στην ιστορία. Εδώ, ασχολιόμαστε με το πότε θα γίνουν οι εκλογές και με το ποιος ξένος πολιτικός είναι περισσότερο υπεύθυνος για τη δυστυχία μας. Η περίοδος Παπαδήμου αντιμετωπίστηκε από την αρχή ως μια αναγκαία παρένθεση, ένα αναπόφευκτο διάλειμμα που έπρεπε να λάβει τέλος όσο το δυνατόν συντομότερα. Ανυπομονούμε να στείλουμε τον καθηγητή πίσω στο Χάρβαρντ – έστω κι αν πέτυχε απόλυτα στο έργο του.
Ας δούμε τώρα τι γίνεται και στην Ιταλία, 100 ημέρες και κάτι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μάριο Μόντι. Ο Μπερλουσκόνι τελείωσε οριστικά. Κανείς δεν βιάζεται να γίνουν εκλογές, κάτι απολύτως φυσιολογικό αφού μόλις το 8% των ψηφοφόρων διάκειται θετικά απέναντι στα υπάρχοντα κόμματα. Αντίθετα, όλοι αναρωτιούνται τι θα συμβεί όταν έρθει η ώρα για τις εκλογές, κάποια στιγμή στις αρχές του 2013. Δημοσκόπηση που τα αποτελέσματά της δόθηκαν στη δημοσιότητα αυτή την εβδομάδα δείχνει ότι αν ιδρυθεί ένα «κόμμα τεχνοκρατών» υπό τον Μάριο Μόντι, θα καταλάβει στις εκλογές την πρώτη θέση, μαζί με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα. Αλλά ο σημερινός πρωθυπουργός λέει ότι δεν θέλει να παραμείνει στη θέση του.
«Με την κυβέρνηση Μόντι άλλαξαν τα πάντα», λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο 37χρονος Ματέο Ρέντσι, που έθεσε υποψηφιότητα το 2009 για τη δημαρχία της Φλωρεντίας παρά την αντίθετη άποψη των βαρόνων του Δημοκρατικού Κόμματος και εξελέγη με 60%. Τώρα ζητά από τον αρχηγό του κόμματος Πιερλουίτζι Μπερσάνι να οργανώσει προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του υποψηφίου για την πρωθυπουργία. «Ηρθε η ώρα να μεταρρυθμίσουμε ολόκληρη τη χώρα», τονίζει, εξαπολύοντας επίθεση εναντίον των συνδικάτων, του νεποτιστικού πανεπιστημιακού συστήματος που καταστρέφει την αξιοκρατία, της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων, του αριθμού των βουλευτών που πρέπει να μειωθεί στο μισό και των πολιτικών που μοιάζουν με ληγμένα γιαούρτια.
Κάτι κινείται χωρίς αμφιβολία στη γειτονική χώρα. Δύσκολα μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τη δική μας.
Ποιος θα σώσει τους Ευρωπαίους από τον εαυτό τους;
Απορροφημένοι καθώς είμαστε από τις διαπραγματεύσεις για το PSI και τις προετοιμασίες για τις εκλογές, δεν έχουμε ενδεχομένως συνειδητοποιήσει ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μια νέα φάση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως επισημαίνει ο διευθυντής των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς Λάιονελ Μπάρμπερ, η υπέρμετρη απαισιοδοξία που επικρατούσε πριν από τα Χριστούγεννα έχει δώσει τη θέση της σε μια υπέρμετρη αισιοδοξία. Ταυτόχρονα, η πολιτική μοιάζει να εκτοπίζει από το προσκήνιο τις αγορές. Αυτό έχει ασφαλώς σχέση με το δημοψήφισμα που θα γίνει στην Ιρλανδία και τις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν στη Γαλλία. Μεγαλώνουν όμως την ίδια στιγμή και οι προσδοκίες ότι μετά την έγκριση της δημοσιονομικής συνθήκης θα έλθει επιτέλους η ώρα των ευρωομολόγων, που πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί τη μόνη λογική και πειστική απάντηση στην κρίση.
Υπάρχουν βέβαια αρκετές άγνωστες παράμετροι. Η μία έχει να κάνει με τη Γερμανία ή μάλλον με τις τρεις Γερμανίες της Ευρώπης: την καγκελάριο, την Μπούντεσμπανκ και το Συνταγματικό Δικαστήριο – χωρίς να ξεχνάμε και τη γερμανική βουλή, την Μπούντεσταγκ, όπου για την έγκριση της δημοσιονομικής συνθήκης απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων. Προς το παρόν, η Γερμανία αντιστέκεται σε οποιαδήποτε αλλαγή πλεύσης και επιμένει στη λογική της τιμωρίας των απείθαρχων. Τα πράγματα όμως μπορεί να περιπλακούν από τη δεύτερη άγνωστη παράμετρο, που είναι η δέσμευση του Φρανσουά Ολάντ να επαναδιαπραγματευθεί, εφόσον βέβαια εκλεγεί πρόεδρος, την επίμαχη συνθήκη επί το «αναπτυξιακότερον». Ο γερμανός ομοϊδεάτης του και πρώην υπουργός Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ χαρακτήρισε πρόσφατα το σχέδιο αυτό αφελές, εντάσσοντάς το στα πυροτεχνήματα που πετά κανείς στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας. «Μα είναι δυνατόν να θεσπιστεί η οικονομική ανάπτυξη με μια συνθήκη;» αναρωτιούνται και στις Βρυξέλλες. Δεν αποκλείεται λοιπόν ο συμπαθής Ολάντ να καταλήξει σαν τον εξίσου συμπαθή Λιονέλ Ζοσπέν, που εξελέγη δώδεκα ημέρες πριν από τη σύνοδο του Αμστερνταμ, το 1997, και δεν μπόρεσε να αλλάξει ούτε ένα κόμμα από το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Απ’όλη αυτή τη συζήτηση εξακολουθεί να λείπει, σχεδόν προκλητικά θα έλεγε κανείς, η αμερικανική πλευρά. Κι αυτό, παρόλο που τυχόν κατάρρευση του ευρώ θα έπληττε σημαντικά τα αμερικανικά συμφέροντα. Στην προηγούμενη «ελληνική κρίση», τον χειμώνα του 1947, ο Τρούμαν, ο Ατσεσον και ο Μάρσαλ είχαν κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσουν διακομματική συναίνεση σε μια νέα, επεκτατική εξωτερική πολιτική. Το Σχέδιο Μάρσαλ – επισημαίνει ο Λάιονελ Μπάρμπερ – απαιτούσε μεγάλο πολιτικό θάρρος. Σήμερα, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θέλει ή δεν μπορεί να επιδείξει (ακόμη) αυτό το θάρρος. Ισως επειδή θεωρεί ότι το μέλλον του ευρώ είναι ένα θέμα που πρέπει να λύσουν οι Ευρωπαίοι. Ισως επειδή είναι πολύ απασχολημένος με την Κίνα. Στη νέα φάση της κρίσης πάντως, αυτή με την υπερβολική αισιοδοξία, δεν μπορεί, ο Ομπάμα θα μιλήσει. Εστω και για να σώσει τους Ευρωπαίους από τον εαυτό τους.
Η εκδίκηση της ποίησης
Το να προτιμάς την ποίηση από την πρόζα είναι, ας πούμε, σαν να προτιμάς το σκάκι από την ντάμα. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ανάγκη ότι ανήκεις σε μια αριστοκρατική μειοψηφία: δεκάδες εκατομμύρια Ρώσοι παίζουν σκάκι. Είναι αλήθεια όμως ότι ένα ποίημα είναι συνήθως πιο πολύπλοκο από ένα διήγημα. Και γι’αυτό αποτελεί πάντα ευχάριστη έκπληξη όταν η ποίηση έρχεται ξαφνικά στο προσκήνιο. Η όταν διαπιστώνεται ότι ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης σαν το Twitter, που θεωρείται σύμβολο της σύντομης και βιαστικής γραφής, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για την αποστολή στίχων.
Η Ρεπούμπλικα μιλά για την «εκδίκηση της ποίησης». Και για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της, παραθέτει δύο αριθμούς. Είκοσι χιλιάδες αντίτυπα έχει πουλήσει μέχρι στιγμής στην Ιταλία η ανθολογία ποιημάτων του σουηδού Τούμας Τρανστρέμερ, που ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό μέχρι να τιμηθεί τον περασμένο Οκτώβριο με το βραβείο Νόμπελ. Εξήντα χιλιάδες αντίτυπα, και οκτώ εκδόσεις, έχει πετύχει από την πλευρά της μια μεταθανάτια ανθολογία ποιημάτων της Βισουάβα Σιμπόρσκα, κι ας είναι τόσο δύσκολο να προφέρει κανείς το όνομά της. Όπως λέει ο Ρομπέρτο Καλάσο, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Adelphi από τον οποίο κυκλοφόρησε η συγκεκριμένη ανθολογία, οι αναγνώστες ποίησης είναι άνθρωποι που διαβάζουν πάντα ποίηση. Η Σιμπόρσκα κατάφερε όμως να προσελκύσει αμύητους, ανθρώπους που ανακάλυπταν στα ποιήματά της πράγματα που σκέφτονταν πρώτη φορά. Κι αυτό, σε μια χώρα που διαβάζει γενικά λίγο - και ποίηση ακόμα λιγότερο.
Μεγάλη επιτυχία έχει και το περιοδικό Poesia, το οποίο εκτός από τα μηνιαία του τεύχη δημοσιεύει καθημερινά στην ιστοσελίδα του και το ποίημα της ημέρας. Τις τρεις τελευταίες ημέρες έχουν κατά σύμπτωση την τιμητική τους ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Γιάννης Ρίτσος. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη μας κοιτάζει με κάτι ανάμεσα σε περιφρόνηση και συμπόνια, είναι κι αυτό μια παρηγοριά.
Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό της ποίησης; Πώς εξηγείται η ορμητική εισβολή της σε ένα τοπίο που κυριαρχείται από λέξεις όπως χρεοκοπία, λιτότητα και ανεργία; Ισως η απάντηση να βρίσκεται στη σχέση της με τον έρωτα. «Η ποίηση γίνεται σ’ένα κρεβάτι, όπως ο έρωτας», έγραφε ο Αντρέ Μπρετόν σε ένα από τα υπερρεαλιστικά του ποιήματα. Στο κρεβάτι αποκαλύπτει ότι γράφει και ένας άλλος από τους αγαπημένους ποιητές της στήλης, ο σερβικής καταγωγής αμερικανός Τσαρλς Σίμιτς. Πηγαίνει ταξίδια, κι αντί να επισκεφθεί τα μουσεία ή τα μνημεία, κρεμάει έξω από την πόρτα του δωματίου του ένα «Μην ενοχλείτε», ξαπλώνει στο κρεβάτι και γράφει. Του έχει μείνει από μικρός – γράφει στη Ρεπούμπλικα – όταν έκανε τον άρρωστο επειδή δεν είχε διαβάσει τα μαθήματά του και η μητέρα του τον άφηνε να μείνει στο κρεβάτι.
Εντάξει, αυτό δεν έχει μεγάλη σχέση με τον έρωτα. Αλλά η παρομοίωση, θα το παραδεχθείτε, έχει ενδιαφέρον.
Προβλήματα πέψης
Ο Ρικ Σαντόρουμ έχει ρεύμα. Κι ελπίζει να διατηρήσει αυτό το ρεύμα και μετά την αυριανή «Σούπερ Τρίτη». Ένα πρόβλημα μόνο έχει, που μπορεί να καταστεί μοιραίο: την κατάσταση του στομαχιού του. Να, σε μια συγκέντρωση πριν από μερικούς μήνες, αποκάλυψε ότι παρά λίγο να «ξεράσει» (throw out) όταν διάβασε την ομιλία που εκφώνησε ο Τζον Κένεντι το 1960. Ο τότε πρόεδρος είχε διακηρύξει τότε την πίστη του σε «μια Αμερική όπου θα υπάρχει απόλυτη διάκριση μεταξύ εκκλησίας και κράτους».
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς διάβασε εκείνη την ομιλία ο πρώην γερουσιαστής της Πενσιλβάνια. Ξέρουμε όμως ότι το πρόβλημα με το στομάχι του δεν το έλυσε. Ισως μάλιστα η κατάσταση να χειροτερεύει. «Η ιδέα ότι η εκκλησία δεν μπορεί να έχει επιρροή ή ανάμιξη στη διαχείριση του κράτους είναι άκρως αντίθετη προς τους στόχους και το όραμα της χώρας μας», είπε σε συνέντευξη που έδωσε πριν από λίγες ημέρες στον Τζορτζ Στεφανόπουλο του ABC. «Τι είδους χώρα είναι αυτή που λέει ότι μόνο οι άπιστοι μπορούν να βγαίνουν στην πλατεία και να διατυπώνουν τα αιτήματά τους; Μου έρχεται να ξεράσω».
Τι εντύπωση να κάνει άραγε αυτή η ευαισθησία του υπερσυντηρητικού (για την ακρίβεια αντιδραστικού) υποψηφίου στους ψηφοφόρους; Στο κάτω-κάτω, όπως γράφει ο Γκάρι Σίλβερμαν στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, εκατομμύρια από τους τελευταίους είναι απόγονοι ανθρώπων που έφτασαν στην Αμερική διασχίζοντας τις θάλασσες με πλοία που μετέφεραν σκλάβους. Το ελάχιστο που περιμένουν λοιπόν από έναν πολιτικό ο οποίος θέλει να αλώσει τον Λευκό Οίκο είναι να μην παθαίνει ναυτία διαβάζοντας ένα ιστορικό βιβλίο. Εδώ δεν μπόρεσαν να συγχωρήσουν ούτε τον πρόεδρο Μπους τον πρεσβύτερο, που είχε πάθει γρίππη κι έκανε εμετό τον Ιανουάριο του 1992 σε δείπνο που του παρέθεσε ο ιάπωνας πρωθυπουργός Κιίσι Μιγιαζάουα. Το φθινόπωρο της ίδιας χρόνιας, ο Μπους ηττήθηκε στις εκλογές από τον Μπιλ Κλίντον, ο οποίος προβλήματα πέψης δεν είχε ποτέ.
Ο Σαντόρουμ φαίνεται ότι παρασύρθηκε από τους ακροδεξιούς τηλεοπτικούς σχολιαστές, που κάθε τόσο τους έρχεται να ξεράσουν για κάποιο σκάνδαλο των αντιπάλων τους, ή ακόμη και των ομοϊδεατών τους. Ο Γκλεν Μπεκ, για παράδειγμα, έκανε πέρυσι σχετικούς ήχους στην εκπομπή του, σχολιάζοντας ένα διαφημιστικό σποτ για τους κινδύνους από τον καρκίνο του μαστού στο οποίο πρωταγωνιστούσε, γυμνή, η κόρη του Τζον Μακέιν. Και ο Ρας Λίμπο όμως δήλωσε σε μια πρόσφατη εκπομπή του ότι του ήρθε να ξεράσει όταν πληροφορήθηκε για μια συμφωνία ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων ανάμεσα σε αμερικανικές πολιτείες και μεγάλες τράπεζες, η οποία έδωσε μια ανάσα σε υπερχρεωμένους ιδιοκτήτες σπιτιών.
Άλλο ένα τοκ-σόου, όμως, κι άλλο ο Λευκός Οίκος. Ισως λοιπόν ο Σαντόρουμ να πρέπει να πάρει ένα χάπι για τη ναυτία και να επιστρέψει στο άλλο αγαπημένο του θέμα, τον Σατανά, που κατακτά τους μεγάλους θεσμούς της Αμερικής χρησιμοποιώντας ως όπλα του τη ματαιοδοξία, την αλαζονεία και τη φιληδονία.
Συλλογική πολιτική ανοησία
Ο Μισέλ Ροκάρ είναι 81 ετών. Εχει ζήσει ούτε λίγο ούτε πολύ 22 προεκλογικές εκστρατείες. Και δεν φοβάται πια τίποτα, εκτός από «τις ασυνήθιστα σοβαρές απειλές που δέχεται ο πλανήτης»: το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την αύξηση της ανεργίας, την έκρηξη της ανασφάλειας, τον πραγματικό κίνδυνο ενός πολέμου στη Μέση Ανατολή. Όπως είναι φυσικό, έχει πολλά να πει για τη χρηματοπιστωτική κρίση. Το πιο σοβαρό όμως, το πιο επείγον, είναι κατά την άποψή του η ανάγκη να γίνει απόλυτη διάκριση ανάμεσα στις τράπεζες καταθέσεων και τις επενδυτικές τράπεζες. Και είναι επείγον, λέει σε συνέντευξή του στη Λιμπερασιόν, «επειδή η τραπεζική εξουσία κέρδισε στο Σίτι, νίκησε τον Ομπάμα στη Γερουσία, χρησιμοποιεί ως συνένοχο τη Μέρκελ και ετοιμάζεται να νικήσει στη Γαλλία, παρά την εντυπωσιακή διαύγεια του Σαρκοζί».
Μια στιγμή. Ο Ροκάρ είναι σοσιαλιστής. Υπήρξε μάλιστα πρωθυπουργός του Φρανσουά Μιτεράν από το 1988 ως το 1991. Την εισαγωγή στο τελευταίο του βιβλίο την έχει γράψει ο υποψήφιος των σοσιαλιστών Φρανσουά Ολάντ. Για ποια «διαύγεια» λοιπόν του Σαρκοζί μιλάει; «Ο απερχόμενος πρόεδρος είναι ένας δικηγόρος που κατόρθωσε να μάθει τα πάντα για την οικονομία μέσα σε 15 ημέρες», απαντά ο Ροκάρ. «Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, συνειδητοποίησε ότι κάτι πήγαινε στραβά με την οικονομική οργάνωση του κόσμου. Η ενεργητικότητά του δεν ήταν όμως αρκετή για να ταράξει τα νερά στην Ευρώπη. Υπήρξαν απλώς κάποιες βελτιώσεις και μια μικρή αμφισβήτηση των οίκων αξιολόγησης. Κι ύστερα ήρθαν εκείνες οι θλιβερές του δηλώσεις ότι δεν πρέπει να γίνει τίποτα που να αποδυναμώνει το τραπεζικό σύστημα, και συγκεκριμένα τη δυνατότητά του να αποκομίζει κέρδη από τις καταθέσεις των Γάλλων…»
Είναι αλήθεια ότι ο πρώην πρωθυπουργός πίστεψε κάποια στιγμή στον Σαρκοζί. Αποδέχθηκε μάλιστα τα τελευταία χρόνια και διάφορες αποστολές για την εκπαίδευση ή την κλιματική αλλαγή. Γιατί λοιπόν τάσσεται σήμερα με το μέρος του Ολάντ; «Επειδή πιστεύει λιγότερο από τον Σαρκοζί στο μύθο ότι θα βγούμε από την κρίση χάρις στην ισχυρή ανάπτυξη. Η προοπτική αυτή δεν υπάρχει πλέον. Η ποσότητα των διαθέσιμων ορυκτών καυσίμων θα αρχίσει να μειώνεται μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια με ιλιγγιώδεις ρυθμούς». Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ροκάρ υποστηρίζει την πυρηνική ενέργεια. Σε αντίθετη περίπτωση, λέει, πρέπει να δεχθούμε την απο-ανάπτυξη. «Κι εδώ έρχεται το ζήτημα της Ελλάδας, που υφίσταται μια υποχρεωτική απο-ανάπτυξη: τι θέση έχουν σε μια τέτοια συγκυρία οι εκλογές; Δεν είναι δυνατόν να κυβερνούν αυτόν το λαό λέγοντάς του ότι αν πληρώσει όλα του τα χρέη θα χάσει μέσα στην επόμενη δεκαετία το 25% των εισοδημάτων του. Δεν το αναφέρει κανείς, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος στην Ελλάδα παρά με μια στρατιωτική κυβέρνηση».
Το συμπέρασμα του Μισέλ Ροκάρ είναι ότι ζούμε σε μια συλλογική πολιτική ανοησία. Δεν θα διαφωνήσουμε.
Μονάχα η τέχνη τους ενώνει
Ο Ζαν Ντιζαρντέν με το αγαλματάκι στο ένα χέρι και τον απίθανο Αγκι στο άλλο. Οι ατάκες της Μέριλ Στριπ. Η συγκινητική ομιλία του 84χρονου Κρίστοφερ Πλάμερ. Το «σ’αγαπώ» του Αλεξάντερ Πέιν. Και, βέβαια, το υπέροχο πόδι της Αντζελίνα Ζολί. Όταν υπάρχουν τέτοια γεγονότα στην απονομή των Οσκαρ, είναι λογικό να περνά σε δεύτερη μοίρα η βράβευση δύο χωρών που είναι περισσότερο γνωστές για τον πυρηνικό τους φάκελλο παρά για την τέχνη τους. Κι όμως, οι εκπρόσωποι του Πακιστάν και του Ιράν είχαν πολύ σημαντικά πράγματα να μας πουν – ακόμη και μ’αυτά που δεν είπαν.
«Ο Ντάνιελ κι εγώ θέλουμε να αφιερώσουμε αυτό το βραβείο σε όλους τους ήρωες που εργάζονται στο Πακιστάν. Σε όλες τις γυναίκες στο Πακιστάν που εργάζονται για την αλλαγή, θέλουμε να πούμε: μην παραιτηθείτε από τα όνειρά σας». Αυτά είπε η πακιστανή δημοσιογράφος Σαρμίν Ομπάιντ-Τσινόι, που βραβεύτηκε μαζί με τον Ντάνιελ Τζανγκ με το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για την ταινία τους «Σώζοντας τα προσχήματα». Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας πακιστανός χειρούργος που βοηθά γυναίκες οι οποίες έχουν παραμορφωθεί από επιθέσεις με οξύ. Και η Ομπάιντ-Τσινόι, που γεννήθηκε στο Καράτσι και σπούδασε στο Στάνφορντ, εκδήλωσε την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει αυτό το Οσκαρ για να ξεκινήσει μια εκστρατεία με στόχο τον τερματισμό των επιθέσεων αυτών στη χώρα της και την προσαγωγή των δραστών στη δικαιοσύνη.
Ο Ασγάρ Φαρχαντί, που κέρδισε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για την ταινία του «Ο χωρισμός», αρκέστηκε αντίθετα να αναφερθεί στη χαρά των συμπατριωτών του για τη βράβευση ενός «πλούσιου και αρχαίου πολιτισμού που είναι κρυμμένος κάτω από τη σκόνη της πολιτικής». Ηξερε ότι οι μουλάδες στη χώρα του παρακολουθούσαν κάθε του λέξη. Είχε ήδη παραδεχθεί ότι οι λογοκριτές τον ανάγκασαν να περιλάβει στην ταινία μια σκηνή όπου ο δικαστής μαλώνει τη γυναίκα επειδή θέλει να φύγει από τη χώρα. Όταν ρωτήθηκε έτσι στη συνέντευξη Τύπου τι μήνυμα θέλει να στείλει σε μια εποχή που η χώρα του απειλείται με βομβαρδισμό από το Ισραήλ, απάντησε πως δεν έχει κανένα μήνυμα για τις κυβερνήσεις. «Πιστεύω μόνο στην επικοινωνία μεταξύ των λαών», τόνισε.
Η σύγκριση των δύο ομιλιών, γράφει ο Στιβ Κολ στον Νιου Γιόρκερ, δείχνει ότι ο χώρος για ανεξάρτητο σινεμά, ελεύθερη δημοσιογραφία και κοινωνικό ακτιβισμό στο μεν Πακιστάν διευρύνεται, στο δε Ιράν συρρικνώνεται. Στο πρώτο, τα καλωδιακά και δορυφορικά κανάλια επικρίνουν καθημερινά την κυβέρνηση και το στρατό. Στο δεύτερο, η κυβέρνηση κλείνει τον Οίκο του Κινηματογράφου, μια ηθοποιός καταδικάζεται σε φυλάκιση και ενενήντα βουρδουλιές επειδή εμφανίστηκε με ξυρισμένο κεφάλι, ενώ άλλοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες φυλακίζονται ή εξορίζονται. Οι Πακιστανοί δικαιούνται να ελπίζουν, οι Ιρανοί μόνο μαύρες μέρες περιμένουν. Μονάχα η τέχνη τους ενώνει.
Οταν οι υγιείς γίνονται υποψήφιοι ασθενείς
Πρέπει να έχει περάσει πάνω από χρόνος από την τελευταία φορά, ίσως και δύο. Δεν αποκλείεται μάλιστα τα χρόνια να είναι στην πραγματικότητα τρία. Σε κάθε περίπτωση, η κολονοσκόπηση πρέπει να γίνει επειγόντως, οι ευρωπαίοι γιατροί λένε ότι από μια ηλικία και πάνω πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο, ενώ οι αμερικανοί συνάδελφοί τους την απαιτούν κάθε έξι μήνες. Πρόσφατη είναι άλλωστε η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine και απέδειξε περίτρανα ότι η συγκεκριμένη εξέταση μειώνει θεαματικά τους θανάτους από καρκίνο του παχέος εντέρου. Κι αν η προετοιμασία είναι απωθητική – και δημιουργεί οικογενειακά προβλήματα στην περίπτωση, ας πούμε, που έχεις μόνο μία τουαλέτα στο σπίτι σου – είναι σαφές ότι αξίζει τον κόπο. Η πρόληψη, το ακούμε και το βλέπουμε παντού, σώζει ζωές.
Η μήπως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα; Μήπως η έμφαση της σύγχρονης ιατρικής στις συχνές προληπτικές εξετάσεις προκειμένου να γίνεται έγκαιρη διάγνωση για καρδιοπάθεια, διαβήτη, οστεοπόρωση ή καρκίνο το μόνο που πετυχαίνει είναι να μετατρέπει τους υγιείς σε υποψήφιους ασθενείς; Όπως γράφει στους Νιου Γιορκ Τάιμς ο καθηγητής ιατρικής Γκίλμπερτ Ουελτς, ο προληπτικός έλεγχος των φαινομενικά υγιών μπορεί πράγματι να σώζει μερικές ζωές (αν και το Εθνικό Αντικαρκινικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ μάταια αγωνίστηκε να βρει σχετικές ενδείξεις σε πρόσφατες μεγάλες μελέτες για τον καρκίνο του προστάτη και των ωοθηκών). Ταυτόχρονα όμως οδηγεί πολλούς ακόμη σε περιττά ραντεβού, περιττές εξετάσεις, περιττά φάρμακα και περιττές εγχειρήσεις. Αρκετοί απ’αυτούς υφίστανται παρενέργειες από τα φάρμακα ή επιπλοκές από τις εγχειρήσεις. Κάποιοι πεθαίνουν. Και μην ξεχνάμε ότι όλοι τους αισθάνονταν μια χαρά προτού ξεκινήσουν αυτή τη διαδικασία.
Κάποτε πηγαίναμε στο γιατρό επειδή είχαμε ένα πρόβλημα και θέλαμε να μάθουμε πώς μπορούμε να γίνουμε καλά. Τώρα πηγαίνουμε στο γιατρό επειδή θέλουμε να μείνουμε καλά και μαθαίνουμε πως έχουμε ένα πρόβλημα. Για την αλλαγή αυτή φέρει σημαντική ευθύνη η βιομηχανία της υγείας: από τους προληπτικούς ελέγχους κερδίζουν πολλά χρήματα οι φαρμακευτικές εταιρείες, τα νοσοκομεία και οι γιατροί. Αποφασιστικό ρόλο όμως έπαιξε και ο …Ρίτσαρντ Νίξον. Επειδή τα πραγματικά συστατικά της υγιούς ζωής – σωστή διατροφή, άσκηση και αποχή από το τσιγάρο – δεν ταίριαζαν στη βιοϊατρική κουλτούρα της κυβέρνησής του, η αρχή της πρόληψης μετατράπηκε σε αναζήτηση με όλα τα μέσα των πρώτων σταδίων της ασθένειας,
Η έγκαιρη διάγνωση δεν είναι βέβαια πάντα λάθος, τονίζει ο δρ. Ουελτς. Είναι καλύτερα ο γιατρός να διαγνώσει την αρχή μιας καρδιοπάθειας παρά να περιμένει να παρουσιαστεί χαμηλή πίεση. Το ερώτημα είναι πόσο συχνά και σε τι έκταση πρέπει να γίνονται οι προληπτικοί έλεγχοι. Οσο για την προαναφερθείσα μελέτη για την κολονοσκόπηση, κάποιοι ειδικοί είπαν ότι αυτοί που έλαβαν μέρος ήταν πιθανότατα υγιέστεροι από τον γενικό πληθυσμό. Ισως λοιπόν εκείνη η εξέταση να περιμένει ακόμα λίγο. Για ένα χρόνο δεν χάλασε ο κόσμος.