Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2012

Νιου Ντιλ ή "παπανδρεοποίηση"





Στις προηγούμενες εκλογές, είχε χαρακτηρίσει τον Νικολά Σαρκοζί και τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ «υποψηφίους του κενού». Σήμερα, ο γάλλος πολιτειολόγος, δημογράφος και συγγραφέας Εμμανυέλ Τοντ διατηρεί τον ίδιο χαρακτηρισμό μόνο για τον πρώτο. Ο σαρκοζισμός, λέει στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ, είναι τρία πράγματα. Επιβεβαίωση μιας νέας έννοιας της ανισότητας, ξένης προς τη γαλλική κουλτούρα. Χρησιμοποίηση αποδιοπομπαίων τράγων (μετανάστες, άνεργοι, νέοι) στους οποίους επιρρίπτεται η ευθύνη για την κρίση. Και πλήρης υποταγή της εξωτερικής πολιτικής, πρώτα στον Μπους και στη συνέχεια στη Μέρκελ. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σκληρή Δεξιά, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ακροδεξιά. Με άλλα λόγια, στον πρώτο γύρο αυτών των εκλογών θα υπάρχουν δύο υποψήφιοι της ακροδεξιάς, ο Σαρκοζί και η Μαρίν Λεπέν, από τους οποίους ο πρώτος υποστηρίζεται από τη Γερμανία.

Επιλέγοντας την ανισότητα, η Δεξιά αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην Αριστερά να υπερασπιστεί την ισότητα. Με αυτή την έννοια, ο Φρανσουά Ολάντ θα είναι πράγματι – εφόσον εκλεγεί - ένας «κανονικός» πρόεδρος. Ενας πρόεδρος, επιπλέον, που θα κληθεί να διαχειριστεί και να ελέγξει την παγκοσμιοποίηση. Στη σημερινή Γαλλία, λέει ο Τοντ, το 99% του πληθυσμού βρίσκεται αντιμέτωπο με το πλούσιο 1% , ακριβώς όπως συνέβαινε τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Η οικονομία πρέπει λοιπόν να αναπροσανατολιστεί προς την παραγωγή. Πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, και γρήγορα. Ποιος θα τις κάνει; Οι ελίτ, φυσικά. Μια δημοκρατία λειτουργεί όταν ένα μέρος των ελίτ παίρνει το μέρος του λαού. Αυτό ακριβώς μπορεί να συμβεί και τώρα. Να γιατί ένας πολιτειολόγος που έχει ταχθεί κατά της παγκοσμιοποίησης και υπέρ ενός προστατευτισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα ποντάρει σήμερα στον «επαναστατικό ολαντισμό».

Ο Τοντ δεν θεωρεί δεδομένη τη νίκη του Ολάντ. Ο σημερινός πρόεδρος έχει ισχυρές δυνάμεις με το μέρος του. Επιπλέον, το βάρος των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας είναι μεγάλο: η μέση ηλικία του πληθυσμού στη Γαλλία είναι τα 40 χρόνια, στη Γερμανία τα 44. Ισως να βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ένα φασισμό των γηρατειών. Ας υποθέσουμε όμως ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος θα κερδίσει. Την επομένη, θα τεθεί το ζήτημα των εξουσιών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ενας πρόεδρος της Αριστεράς θα πρέπει είτε να υποτάξει τις τράπεζες είτε να υποταχθεί σ’αυτές. Ο Ολάντ θα ξεκινήσει μετριοπαθώς, άλλωστε ο κύκλος του είναι πολύ μετριοπαθής. Στη συνέχεια, όμως, θα αναγκαστεί να ριζοσπαστικοποιηθεί. Αν ο Φρανσουά Μιτεράν είχε ξεκινήσει επαναστατικά (το 1981) και είχε συνεχίσει συντηρητικά (μετά το 1983), ο Ολάντ θα κάνει το αντίθετο. Θα μιμηθεί δηλαδή τον Ρούσβελτ, ο οποίος στην αρχή της θητείας του είχε αρκετά αόριστες απόψεις για την οικονομία, αλλά μετά την κρίση του 1929 έλαβε ριζοσπαστικά μέτρα (αύξηση των φόρων, έλεγχος των τραπεζών, δέσμη δημοσιονομικών κινήτρων). Νιου Ντιλ ή «παπανδρεοποίηση», αυτό είναι το δίλημμα για τον αυριανό πρόεδρο της Γαλλίας.