Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2012

Ποιος θα σώσει τους Ευρωπαίους από τον εαυτό τους;





Απορροφημένοι καθώς είμαστε από τις διαπραγματεύσεις για το PSI και τις προετοιμασίες για τις εκλογές, δεν έχουμε ενδεχομένως συνειδητοποιήσει ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μια νέα φάση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως επισημαίνει ο διευθυντής των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς Λάιονελ Μπάρμπερ, η υπέρμετρη απαισιοδοξία που επικρατούσε πριν από τα Χριστούγεννα έχει δώσει τη θέση της σε μια υπέρμετρη αισιοδοξία. Ταυτόχρονα, η πολιτική μοιάζει να εκτοπίζει από το προσκήνιο τις αγορές. Αυτό έχει ασφαλώς σχέση με το δημοψήφισμα που θα γίνει στην Ιρλανδία και τις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν στη Γαλλία. Μεγαλώνουν όμως την ίδια στιγμή και οι προσδοκίες ότι μετά την έγκριση της δημοσιονομικής συνθήκης θα έλθει επιτέλους η ώρα των ευρωομολόγων, που πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί τη μόνη λογική και πειστική απάντηση στην κρίση.

Υπάρχουν βέβαια αρκετές άγνωστες παράμετροι. Η μία έχει να κάνει με τη Γερμανία ή μάλλον με τις τρεις Γερμανίες της Ευρώπης: την καγκελάριο, την Μπούντεσμπανκ και το Συνταγματικό Δικαστήριο – χωρίς να ξεχνάμε και τη γερμανική βουλή, την Μπούντεσταγκ, όπου για την έγκριση της δημοσιονομικής συνθήκης απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων. Προς το παρόν, η Γερμανία αντιστέκεται σε οποιαδήποτε αλλαγή πλεύσης και επιμένει στη λογική της τιμωρίας των απείθαρχων. Τα πράγματα όμως μπορεί να περιπλακούν από τη δεύτερη άγνωστη παράμετρο, που είναι η δέσμευση του Φρανσουά Ολάντ να επαναδιαπραγματευθεί, εφόσον βέβαια εκλεγεί πρόεδρος, την επίμαχη συνθήκη επί το «αναπτυξιακότερον». Ο γερμανός ομοϊδεάτης του και πρώην υπουργός Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ χαρακτήρισε πρόσφατα το σχέδιο αυτό αφελές, εντάσσοντάς το στα πυροτεχνήματα που πετά κανείς στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας. «Μα είναι δυνατόν να θεσπιστεί η οικονομική ανάπτυξη με μια συνθήκη;» αναρωτιούνται και στις Βρυξέλλες. Δεν αποκλείεται λοιπόν ο συμπαθής Ολάντ να καταλήξει σαν τον εξίσου συμπαθή Λιονέλ Ζοσπέν, που εξελέγη δώδεκα ημέρες πριν από τη σύνοδο του Αμστερνταμ, το 1997, και δεν μπόρεσε να αλλάξει ούτε ένα κόμμα από το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Απ’όλη αυτή τη συζήτηση εξακολουθεί να λείπει, σχεδόν προκλητικά θα έλεγε κανείς, η αμερικανική πλευρά. Κι αυτό, παρόλο που τυχόν κατάρρευση του ευρώ θα έπληττε σημαντικά τα αμερικανικά συμφέροντα. Στην προηγούμενη «ελληνική κρίση», τον χειμώνα του 1947, ο Τρούμαν, ο Ατσεσον και ο Μάρσαλ είχαν κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσουν διακομματική συναίνεση σε μια νέα, επεκτατική εξωτερική πολιτική. Το Σχέδιο Μάρσαλ – επισημαίνει ο Λάιονελ Μπάρμπερ – απαιτούσε μεγάλο πολιτικό θάρρος. Σήμερα, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θέλει ή δεν μπορεί να επιδείξει (ακόμη) αυτό το θάρρος. Ισως επειδή θεωρεί ότι το μέλλον του ευρώ είναι ένα θέμα που πρέπει να λύσουν οι Ευρωπαίοι. Ισως επειδή είναι πολύ απασχολημένος με την Κίνα. Στη νέα φάση της κρίσης πάντως, αυτή με την υπερβολική αισιοδοξία, δεν μπορεί, ο Ομπάμα θα μιλήσει. Εστω και για να σώσει τους Ευρωπαίους από τον εαυτό τους.