Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2007

Η θυσία του μέλλοντος



«Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολιτισμού είναι η θυσία του μέλλοντος στον βωμό του παρόντος και όλη η δύναμη της επιστήμης χρησιμοποιείται για την επίτευξη αυτού του στόχου».

Αυτά έγραφε πριν από εκατό χρόνια ο φιλόσοφος Ουίλιαμ Τζέημς. Και τα λόγια του είναι σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ. Όχι επειδή η επιστήμη εξακολουθεί να προπαγανδίζει τη θυσία του παρόντος στον βωμό του μέλλοντος. Αλλά επειδή προειδοποιεί ότι το μέλλον τελειώνει και δεν την ακούει κανείς. Επειδή βροντοφωνάζει ότι μένουν λιγότερα από δέκα χρόνια για να σωθεί ο πλανήτης και οι κυβερνήσεις σφυρίζουν αδιάφορα. Επειδή αποδεικνύει ότι για τις δραστικές κλιματικές αλλαγές ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό οι ανθρώπινες δραστηριότητες και οι βιομηχανίες αρνούνται να λάβουν μέτρα.

Ο Καρλ Γούσταβ Γιουνγκ έλεγε ότι οι άνθρωποι «δεν μπορούν να αντέξουν πολλή πραγματικότητα»: προτιμούν να σκεφτούν κάτι άλλο, να κλείσουν τα παράθυρα, να αναβάλουν τη στιγμή που θα κοιτάξουν γύρω τους και θα αποφασίσουν τι να κάνουν. Όμως η πραγματικότητα είναι πια σχεδόν αφόρητη, διαπερνά τοίχους και παράθυρα, τη νιώθουμε στον αέρα που αναπνέουμε. Δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν το 2003 στη Γαλλία από τη ζέστη, ο τυφώνας Κατρίνα κόντεψε να εξαφανίσει τη Νέα Ορλεάνη, οι πάγοι λειώνουν στον Βόρειο Πόλο, στον Νότιο Πόλο, στη Γροιλανδία, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι αν λειώσει ο μόνιμος πάγος της Σιβηρίας (το λεγόμενο permafrost), το μεθάνιο που θα εκλυθεί θα επισπεύσει ακόμη περισσότερο την καταστροφή. Έχουμε μπει σε μια περίοδο Μακράς Έκτακτης Ανάγκης, το γράφει ο Τζέημς Κάνστλερ στο ομώνυμο βιβλίο του («The Long Emergency», 2005), το περιέγραψε τον περασμένο Οκτώβριο ο Βρετανός οικονομολόγος Νίκολας Στερν, το απεικονίζει στην ταινία του ο Αλ Γκορ, θα το διακηρύξει μεθαύριο ο ΟΗΕ στην πολυδιαφημισμένη έκθεσή του.

Δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να κλείσουμε τα παράθυρα και να σκεφτούμε κάτι άλλο. Δεν έχουμε το δικαίωμα να θυσιάσουμε το μέλλον των παιδιών μας στον βωμό της σημερινής μας απάθειας. Αλλάζει ο πλανήτης, αλλάζει ο τρόπος που ζούμε, πρέπει να αλλάξει και η πολιτική. Είναι μύθος - γράφει η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη Στάμπα - ότι μπορούμε με ατομικές πρωτοβουλίες να σώσουμε τον πλανήτη. Είναι μύθος ότι οι μεγάλες αλλαγές γίνονται μόνο με συναινετικό τρόπο και ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις. Οι θαρραλέοι πολιτικοί ξέρουν να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους στις βιομηχανίες και στους καταναλωτές, αλλά δυστυχώς τέτοιοι πολιτικοί σήμερα λείπουν, και την Αμερική, τον μεγαλύτερο ρυπαντή του πλανήτη, την κυβερνά ένας ανεύθυνος τυχοδιώκτης. Πάνω απ' όλα χρειάζεται να ξαναρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε βάθος χρόνου και όχι με ορίζοντα μερικές εβδομάδες ή μερικούς μήνες: αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα για τους πολιτικούς, για τους δημοσιογράφους, για όλους τους πολίτες.

Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Τα γενέθλια της πασιονάρια



Η Βανέσα Ρεντγκρέηβ έλειπε το Σάββατο από τις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Ιράκ. Αλλά ήταν δικαιολογημένη: ετοιμάζεται πυρετωδώς για την παράσταση της χρονιάς.

Την έχουν αποκαλέσει «βασιλομήτορα» του αγγλοσαξονικού θεάτρου. Αλλά η Βανέσα Ρεντγκρέηβ, που κλείνει σήμερα τα εβδομήντα της χρόνια, δεν είναι μόνο μια μεγάλη κυρία της τέχνης, μια πασιονάρια που έχει αφιερώσει τη ζωή της στο θέατρο και την πολιτική. Είναι εξέχον μέλος μιας ολόκληρης δυναστείας που ζει στο παλκοσένικο. Ο πατέρας της, ο σερ Μάικλ, ήταν θρυλικός ηθοποιός, κομμουνιστής και αμφιφυλόφιλος. Η μητέρα της, η Ρέιτσελ Κέμσον, έπαιξε μαζί του στο Old Vic Theatre, αλλά και στον κινηματογράφο. Καταξιωμένοι ηθοποιοί είναι και τα δύο αδέλφια της, η Λυν και ο Κόριν, όπως και οι κόρες της, η Τζόλυ και η Νατάσα. Ο Κάρλο Νέρο, προϊόν της σχέσης της με τον Φράνκο Νέρο, είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης.

[«Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει σε μια στιγμή. Κάθεσαι το βράδυ για φαϊ και η ζωή όπως την ξέρεις τελειώνει. Το ζήτημα της αυτολύπησης». Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που έγραψα μετά το γεγονός. Για πολύ καιρό δεν έγραψα τίποτα άλλο. «Η ζωή αλλάζει σε μια στιγμή».]

Όταν η Τζόαν Ντίντιον και ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Σκοτ Ράντιν πρότειναν στη Βανέσα Ρεντγκρέηβ να ερμηνεύσει τον μοναδικό ρόλο του θεατρικού έργου «Η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης», που είναι βασισμένο στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της πρώτης, η ηθοποιός έμεινε άφωνη. Δεν είχε απλώς διαβάσει ήδη το βιβλίο, το είχε χαρίσει και σε όλη της την οικογένεια. Με την Ντίντιον είναι φίλη χρόνια, και την είχε συγκλονίσει ο τρόπος που αποτυπώνει στο βιβλίο της την απίστευτη δυστυχία που της είχε συμβεί.

[Τώρα, καθώς αρχίζω να γράφω αυτές τις γραμμές, είναι απόγευμα της 4ης Οκτωβρίου 2004. Πριν από εννέα μήνες και πέντε μέρες, στις εννιά περίπου το βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου 2003, ο σύζυγός μου, Τζων Γκρέγκορυ Ντιουν, υπέστη μια στεφανιαία θρόμβωση που προκάλεσε τον θάνατό του. Το μοναδικό μας παιδί, η Κιντάνα, βρισκόταν τις πέντε τελευταίες μέρες σε κώμα στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Beth Israel North, όταν μια γρίπη εξελίχθηκε σε πνευμονία και σηπτικό σοκ. Αυτή είναι η προσπάθειά μου να κατανοήσω την περίοδο που ακολούθησε, εβδομάδες κι ύστερα μήνες στη διάρκεια των οποίων κατέρρευσε κάθε ιδέα που είχα για τον θάνατο, για την αρρώστια, για τις πιθανότητες και την τύχη, για το γάμο και τα παιδιά και τη μνήμη, για τη ρηχότητα της ψυχικής υγείας, για την ίδια τη ζωή.]

Από τις 6 Μαρτίου και για 24 εβδομάδες, η Βανέσα Ρεντγκρέηβ θα ερμηνεύει αυτόν τον μονόλογο στο Booth Theatre του Μπρόντγουεϊ. Αξίζει κανείς να επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη και μόνο γι'αυτό.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2007

Κι έτσι έμαθε να ακούει



Το μεγαλύτερο κέρδος που αποκόμισε από το μακροχρόνιο πείραμά του δεν είχε καμιά σχέση με τον αρχικό στόχο. Ο Τζων Φράνσις έμαθε, και εξακολουθεί να μαθαίνει, να ακούει.

Στην ταινία Little Miss Sunshine, ο έφηβος της οικογένειας έχει πάρει όρκο σιωπής. Επηρεασμένος από τον Νίτσε, έχει ορκιστεί να επικοινωνεί μόνο γραπτώς με τους γύρω του, τους οποίους άλλωστε μισεί. Όταν ο Φράνσις πήρε το 1973 τον ίδιο όρκο, είχε πιο ευγενείς φιλοδοξίες: ήθελε να διαμαρτυρηθεί για τη ρύπανση του περιβάλλοντος και να κινητοποιήσει τους συνανθρώπους του στην ίδια κατεύθυνση. Στην αρχή ήθελε απλώς να σωπάσει για μια μέρα, σαν δώρο προς τους γύρω του, επειδή αισθανόταν ότι μιλούσε πολύ. Κι ύστερα κατάλαβε ότι ο όρκος της σιωπής ήταν στην πραγματικότητα ένα δώρο στον εαυτό του. Αναζήτησε λοιπόν άλλους τρόπους επικοινωνίας: παντομίμα, κίνηση των ματιών, σημειώσεις, χρώματα, ποιήματα και μουσικές. Φορτώθηκε το μπάντζο του κι άρχισε να ταξιδεύει σε όλη την Αμερική. Σπούδασε, δούλεψε, ακόμη και διαλέξεις έδωσε χωρίς να μιλά. Οι γονείς του νόμιζαν ότι του είχε σαλέψει. Άλλοι του έλεγαν ότι είχαν συγγενείς κωφάλαλους και ότι η επιλογή του ήταν μια προσβολή προς εκείνους. Ο Φράνσις δεν αντιδικούσε μαζί τους. Απλώς τους άκουγε.

Κάθε χρόνο, στα γενέθλιά του, αναρωτιόταν αν η απόφασή του ήταν σωστή. Και κάθε φορά την ανανέωνε. Δεν διαμαρτυρόταν πια μόνο για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Με τη σιωπή του ήθελε να αντιταχθεί και στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν σήμερα οι άνθρωποι. Ώσπου, το 1990, στην Ημέρα της Γης, έδωσε τέλος στην εκστρατεία του. Όχι με ένα ουρλιαχτό, όπως ο Ντουέιν (στην παραπάνω ταινία) όταν έμαθε ότι επειδή έχει αχρωματοψία δεν θα μπορέσει να γίνει ποτέ αεροπόρος. Σε μια συνέντευξη Τύπου, στην Ουάσιγκτον, κοίταξε απλώς τους δημοσιογράφους και τους είπε: «Σας ευχαριστώ που είστε εδώ». Αλλά σε αυτοκίνητο δεν μπήκε. Την επομένη έπεσε θύμα τροχαίου και πήγε στο νοσοκομείο περπατώντας. Οι γονείς του τον συγχώρεσαν, τα Ηνωμένα Έθνη τον διόρισαν πρεσβευτή καλής θέλησης για το περιβάλλον και η αμερικανική Ακτοφυλακή του ζήτησε να συντάξει τη νέα νομοθεσία για τις διαρροές πετρελαίου. Το ερχόμενο καλοκαίρι θα διαπλεύσει με κανό μαζί με Ινδιάνους ακτιβιστές τον ποταμό Γιούκον για να αναδείξει τα περιβαλλοντικά προβλήματα της Αλάσκας.

«Ο Τζων ήταν εν τέλει τίμιος με τον εαυτό του» λέει στην Ουάσιγκτον Ποστ ο Ρότζερ Ντάνσμορ, πρώην καθηγητής στη Μοντάνα. «Μπορεί κάποιος να αλλάξει τον κόσμο με τη σιωπή του; Ίσως όχι. Αλλά η μικρή διακήρυξη του Τζων έχει γίνει χιονοστιβάδα. Επηρεάζει ανθρώπους». Έχει γράψει ένα βιβλίο, ετοιμάζει ένα δεύτερο, η ζωή του θα γίνει ταινία. Κι εκείνος εξακολουθεί να μαθαίνει να ακούει.

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Άνθρωποι και κριάρια



Ο Τσαρλς Ροζέλι είναι ένας ερευνητής του Πανεπιστημίου του Όρεγκον. Και τα τελευταία πέντε χρόνια έχει βαλθεί να ανακαλύψει γιατί σχεδόν το ένα στα δέκα κριάρια (για την ακρίβεια το 8%) επιδιώκει να κάνει σεξ με άλλα κριάρια και περιφρονεί τις προβατίνες. Ο στόχος του είναι να κατανοήσει τους θεμελιώδεις μηχανισμούς του σεξουαλικού προσανατολισμού στα πρόβατα, γεγονός που θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αναπαραγωγή τους. Αλλά λογάριαζε χωρίς την οργάνωση ΡΕΤΑ, πολλές ενώσεις ομοφυλοφίλων, τους Σάντεϊ Τάιμς και τα blogs.

ΡΕΤΑ είναι τα αρχικά των Ανθρώπων υπέρ της Ηθικής Μεταχείρισης των Ζώων. Όπως γράφουν οι Νιου Γιορκ Τάιμς, η οργάνωση αυτή ξεκίνησε το περασμένο φθινόπωρο εκστρατεία εναντίον των ερευνών του Ροζέλι, υποστηρίζοντας ότι θα οδηγήσουν μοιραία στον έλεγχο ή την αλλοίωση του σεξουαλικού προσανατολισμού των προβάτων. «Οι έρευνες αυτές αποτελούν μια προσπάθεια να ξεκινήσει μια προγεννητική επέμβαση στις σεξουαλικές προτιμήσεις», έγραψε σε ανοιχτή της επιστολή η γνωστή τεννίστρια Μαρτίνα Ναβρατίλοβα, δηλωμένη ομοφυλόφιλη και σύμμαχος της ΡΕΤΑ. Την σκυτάλη πήραν οι Σάντεϊ Τάιμς, που δημοσίευσαν τον περασμένο μήνα ένα άρθρο με τίτλο «Εντολή προς επιστήμονες: κάτω τα χέρια από τα γκέι πρόβατα!». Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ο Ροζέλι κατάφερε να «θεραπεύσει» ομοφυλόφιλα πρόβατα με ορμονική θεραπεία, ανοίγοντας το δρόμο για να ξεριζωθεί η ομοφυλοφιλία από τους ανθρώπους!

Ακολούθησε θύελλα. Περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι, κυρίως από τη Βρετανία και την Αυστραλία, έστειλαν οργισμένα e-mails στον Ροζέλι και στο Πανεπιστήμιο. «Είσαι ένας άχρηστος δολοφόνος ζώων και πρέπει να σε πυροβολήσουν», έγραφε ένας. «Ελπίζω να καείς στην κόλαση», ευχόταν ένας άλλος. Ανάλογες επιθέσεις έγιναν και από πολλά blogs. Μάταια ο επιστήμονας προσπαθούσε να αμυνθεί, λέγοντας ότι η σκέψη της σεξουαλικής ευγονικής σε ανθρώπους απωθεί τον ίδιο όσο και τους επικριτές του, και ότι ποτέ δεν τοποθέτησε μηχανήματα στον εγκέφαλο των προβάτων. «Όσο περισσότερο μιμούμαστε τον Θεό και προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη Μητέρα Φύση», απάντησε η Ναβρατίλοβα, «τόσο μεγαλύτερη ζημιά κάνουμε με πειράματα διαφόρων ειδών που είτε έχουν ήδη εξελιχθεί είτε θα εξελιχθούν σε εφιάλτες».

Μέσα σ' αυτό το βουητό χάθηκαν και οι σοβαρές αντιρρήσεις για τις έρευνες του Ροζέλι. Όπως επισημαίνει για παράδειγμα ο Πωλ Ρουτ Ουόλπι, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, αν ανακαλυφθούν οι μηχανισμοί από τους οποίους εξαρτάται ο σεξουαλικός προσανατολισμός τότε το επιχείρημα ότι ο προσανατολισμός αυτός στηρίζεται στη βιολογία καταρρέει. Από το σημείο αυτό μέχρι την ημέρα που οι γονείς θα μπορούν να αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά που θα γίνονταν ομοφυλόφιλοι, η απόσταση είναι μικρή. Για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος, όμως, η λύση δεν είναι βέβαια η απαγόρευση των ερευνών για τη σεξουαλικότητα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 26, 2007

Ήταν σαν όνειρο



Όχι, οι ισπανικές αρχές δεν έχουν πρόβλημα με τους λαθρομετανάστες που θαλασσοπνίγονται κάθε τόσο στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τη δυστυχία. Με τον σχεδιαστή μόδας έχουν πρόβλημα, επειδή ανέδειξε την κατάστασή τους. Έστω και για να βγάλει λεφτά.

Ο Αλιού Νιανγκ γεννήθηκε πριν από 29 χρόνια στο Ντακάρ και ανήκει στην εθνότητα των Βολόφ. Είναι μουσουλμάνος. Έφτασε στην Ισπανία πριν από τρία χρόνια, παράνομα, με μια βάρκα. Ήταν δύσκολα; «Αρκετά». Μιλά τέλεια ισπανικά. Ακόμα δεν έχει νομιμοποιήσει την κατάστασή του. Κάνει διάφορες δουλειές, μαζεύει φρούτα εδώ κι εκεί, αυτή την εποχή δουλεύει σε μια χαρτοβιομηχανία. Όταν του τηλεφώνησαν από την Καταλανική Ένωση Σενεγαλέζων Κατοίκων και του πρότειναν να λάβει μέρος στη διαδικασία επιλογής μοντέλων για την επίδειξη μόδας του Αντόνιο Μιρό, δέχθηκε αμέσως. Η αμοιβή ήταν καλή, 150 ευρώ, «χωρίς να υπογράψω τίποτα, χωρίς μπλεξίματα». Τον διάλεξαν από τους πρώτους, ο Αλιού είναι ψηλός, λεπτός και ωραίος. Η επίδειξη τον εντυπωσίασε. «Ήταν σαν όνειρο, θα το έκανα και τζάμπα. Μου άρεσε που ήμουν μοντέλο». Το ένδυμα που φόρεσε τού άρεσε, αν και προτιμά την αμφίεση των Αμερικανών ράπερ. Του χάρισαν τίποτα, έστω εκείνο το ένδυμα; «Όχι. Μας είπαν όμως ότι θα μας δώσουν από ένα πουκάμισο». Ο Μιρό πώς του φάνηκε; «Πολύ συμπαθητικός, πολύ απλός».

Ο Αντόνιο Μιρό γεννήθηκε πριν από 60 χρόνια στη Βαρκελώνη και έκανε την πρώτη του επίδειξη το 1976. Σήμερα είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας: το 2004, ο τζίρος του έφτασε τα 1,7 εκατομμύρια ευρώ. Ένας λόγος της επιτυχίας του είναι ότι είχε πάντα τα μάτια του ανοιχτά. Πριν από μερικά χρόνια είδε σε ένα δρόμο του Παρισιού έναν ηλικιωμένο άνδρα με γενειάδα που κυκλοφορούσε με πουκάμισο και χωρίς κάλτσες, παρ' ότι είχε μηδέν βαθμούς. Του πρότεινε να λάβει μέρος στην επίδειξη μόδας της επομένης, εκείνος δέχθηκε με ενθουσιασμό, ήταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος. Τους Σενεγαλέζους τους είδε σε έναν ξενώνα, είχαν μια αξιοπρέπεια και μια σεμνότητα που τον εντυπωσίασαν, ήταν και ωραία παιδιά, ιδανικοί για μοντέλα. Η επίδειξη έγινε την περασμένη Πέμπτη. Οι λαθρομετανάστες-μοντέλα ήταν υπέροχοι, αλλά ο ρόλος τους δεν είναι αυτός. Ο ρόλος τους είναι να δουλεύουν παράνομα. Η Αστυνομία τούς κυνηγάει τώρα επειδή δεν έχουν χαρτιά. Και το υπουργείο Εργασίας κυνηγάει τον Μιρό επειδή τους απασχόλησε παράνομα. Πολλοί τον κατηγορούν επίσης ότι τους εκμεταλλεύτηκε. «Είναι αλήθεια ότι θέλω να πουλήσω περισσότερα ρούχα», απαντά εκείνος με συνέντευξή του στην Ελ Παΐς. «Πιστεύω όμως και στην αλληλεγγύη».

Ο Αλιού Νιανγκ δεν καταλαβαίνει γιατί γίνεται όλη αυτή η φασαρία. «Εκείνες τις τρεις ή τέσσερις ώρες απόλαυσα τουλάχιστον τη ζωή. Ξέχασα τα καθημερινά μου βάσανα. Κάποιοι λένε ότι δεν έκανα καλά. Ίσως να μην έχουν τα δικά μας προβλήματα». Για όποιον ενδιαφέρεται, πάντως, «η μόδα στη γλώσσα των Βολόφ λέγεται san se».

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

Είμαστε όλοι Μεγάλοι Αδελφοί!



«Καταπολεμήστε το έγκλημα από τον καναπέ σας»: αυτό είναι το σύνθημα ενός νέου ιδιωτικού καναλιού της Βρετανίας, που επιδιώκει να μετατρέψει τους συνδρομητές του σε αυτοσχέδιους αστυνομικούς.

Ο Τζόζεφ Ακισάνυα δεν ξέρει άλλο τόπο από το Σόρντιτς, μια από τις πιο φτωχές συνοικίες του Λονδίνου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μένει, εκεί θα πεθάνει. Για να αγοράσει ένα μικρό δυάρι στον 18ο όροφο του πύργου Χαμπερντάσερ, που δεσπόζει στην Τσαρλς Σκουερ, χρεώθηκε μέχρι τον λαιμό. Και σήμερα δεν έχει μία. Αλλά δεν αντέχει να βλέπει άλλο την υποβάθμιση της γειτονιάς του. Κι όταν κτύπησαν την πόρτα του και του πρότειναν να γραφτεί σ' ένα καινούργιο κανάλι, το Σόρντιτς TV, δέχθηκε αμέσως - παρ' όλο που αυτό σημαίνει μια επιβάρυνση 15 λιρών το μήνα. Ο Τζόζεφ, όπως και οι περισσότεροι γείτονές του, έχουν συνδεθεί μέσω της τηλεόρασής τους με τις κάμερες που βλέπουν το δρόμο. Μόλις δουν κάτι ύποπτο, έναν κλέφτη, έναν έμπορο ναρκωτικών, κάποιον που ετοιμάζεται να γράψει ένα σύνθημα στους τοίχους, ειδοποιούν αμέσως την αστυνομία. Η ανωνυμία τους είναι εξασφαλισμένη.

«Δεν μπορείς να αφήσεις την αστυνομία να τα κάνει όλα μόνη της», λέει ο Τζόζεφ στην απεσταλμένη του Νουβέλ Ομπζερβατέρ. «Έχουμε μάτια για να τη βοηθάμε, πρέπει λοιπόν να τα κρατάμε ανοιχτά». Την περασμένη εβδομάδα, τρεις άνθρωποι βρέθηκαν νεκροί στο δρόμο, θύματα υπερβολικής δόσης. Τον περασμένο Νοέμβριο, ένας καβγάς σ' ένα μπαρ στοίχισε τη ζωή ενός 22χρονου. Ο ιδιοκτήτης του Marie Loyd, ενός παμπ που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της παρακολουθούμενης ζώνης, δεν αισθάνεται πια άνετα να κυκλοφορεί τη νύχτα στο δρόμο. Με τις κάμερες δεν είναι αντίθετος, παρ' όλο που πιστεύει ότι τα χρήματα θα μπορούσαν ίσως να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικότερα σε μια άλλη κατεύθυνση. Άλλοι έχουν σοβαρές επιφυλάξεις. «Δεν είμαστε στρατιωτάκια του κράτους», λέει ο ιδιοκτήτης ενός άλλου παμπ, του Prince Arthur. Και στο εστιατόριο The Real Greek, η πατρόνα έχει πολλή δουλειά για να συζητάει τέτοιες βλακείες.

Η Βρετανία είναι η χώρα με τις περισσότερες κάμερες ανά κάτοικο στον κόσμο: 50.000 στα λεωφορεία, 6.000 στο μετρό, 8.000 στους δρόμους. Χάρις σ' αυτές εντοπίστηκαν οι καμικάζι της 7ης Ιουλίου του 2005. Αυτές μελέτησαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τον στραγγαλιστή του Ίπσουιτς. Αλλά το ίδιο το υπουργείο Εσωτερικών, με επίσημη έκθεσή του, αναγνωρίζει ότι οι κάμερες δεν έχουν μειώσει σημαντικά τον συνολικό αριθμό των εγκλημάτων στη χώρα. Το Σόρντιτς TV επιχειρεί έτσι να κάνει την υπέρβαση: μέχρι την ερχόμενη άνοιξη επιδιώκει να έχει συνδέσει με κάμερες το σύνολο των κατοίκων της περιοχής, κάπου 80.000 οικογένειες. Και στη συνέχεια θα «δικτυώσει» όλη τη χώρα. Να πληρώνεις για να γίνεις Big Brother, αυτός ο καπιταλισμός είναι ανεξάντλητος.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

Μια υπόκλιση στον αββά



«Φίλοι μου, βοηθήστε με! Μια γυναίκα πέθανε από το κρύο στις τρεις σήμερα το πρωί, στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Σεβαστούπολης, σφίγγοντας στο χέρι της το έγγραφο με βάση το οποίο την είχαν διώξει την προηγουμένη από το σπίτι της».

Με την έκκληση εκείνη, που απηύθυνε το 1954 από το ραδιόφωνο προς τους συμπατριώτες του, ο αββάς Πιερ ξεκίνησε μια μακρά πορεία υπέρ των ανθρώπων χωρίς στέγη, χωρίς χαρτιά, χωρίς φωνή. Δεν σταμάτησε να μάχεται ποτέ. Δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, από τη Γάζα και το Ισραήλ μέχρι τη Βοσνία και την Αφρική. Δεν σταμάτησε να τα βάζει με τους ισχυρούς, με τους υποκριτές, με τους ρατσιστές, είτε αυτοί ανήκαν στο κράτος είτε στην εκκλησία. Όταν τον κατηγόρησαν μια μέρα ότι ανήκε στην άκρα Αριστερά, απάντησε: «Δεξιά, Αριστερά, δεν γνωρίζω τίποτα απ' όλα αυτά. Το μόνο άκρο που αναγνωρίζω είναι εκεί ψηλά». Όταν τον ρώτησαν αν αυτός, ένας άνθρωπος της εκκλησίας, συμφωνεί με τη θέση της Καθολικής Εκκλησίας για τα προφυλακτικά, απάντησε: «Όποιος δεν χρησιμοποιεί προφυλακτικό είναι γουρούνι». Όταν η σοσιαλιστική κυβέρνηση του απένειμε τη Λεγεώνα της Τιμής το 1992, εκείνος απέρριψε τη διάκριση επειδή η κυβέρνηση δεν μπορούσε να βρει στέγη για μια ομάδα Αφρικανών λαθρομεταναστών.

Αυτός ο «κοσμικός άγιος» στερούνταν όλα τα στοιχεία που αποτελούν στην εποχή μας απαραίτητες προϋποθέσεις της επιτυχίας: νιάτα, χρήμα, τύχη, υγεία, ομορφιά. Και τότε πώς εξηγείται ότι εδώ και μισό αιώνα ήταν σταθερά ο δημοφιλέστερος Γάλλος, πάνω από τους καλλιτέχνες και τους ποδοσφαιριστές; Σύμφωνα με τον Ανρί Τενκ της Μοντ, υπάρχουν τρεις εξηγήσεις. Η πρώτη είναι κοινωνιολογικού χαρακτήρα: σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από το εφήμερο, τις μόδες, την ταχύτητα, την αλλαγή, ο αββάς Πιερ ενσάρκωνε έναν άλλο χρόνο, μια σταθερότητα, μια αιωνιότητα. Η δεύτερη εξήγηση είναι πολιτική. Από το 1954 έως το 2007, ο αββάς υπενθύμιζε με όλη του τη δύναμη ότι η φτώχεια και η δυστυχία παραμένουν, όπως παραμένει και η αδυναμία της πολιτικής τάξης. Δίπλα του στρατεύτηκαν γενιές ολόκληρες μαχητικών ανθρώπων, δεξιοί και αριστεροί, χριστιανοί και λαϊκοί, που προτιμούσαν τις πράξεις από τα μεγάλα λόγια, την αλληλεγγύη από τη ρητορεία, και έτειναν το χέρι προς τους κατατρεγμένους «χωρίς να φοβούνται την κούραση», όπως συνήθιζε να λέει ο εμπνευστής τους.

Ο τρίτος λόγος που εξηγεί τη σταθερή δημοτικότητα αυτού του σύγχρονου Φραγκίσκου της Ασσίζης είναι η επιβίωση μιας χριστιανικής αλληλεγγύης ακόμη και σε μια χώρα που δηλώνει όλο και λιγότερο θρήσκα. Στον πυρήνα της δράσης αυτού του λαϊκού ινδάλματος ήταν πάντα η πίστη. Ο αββάς Πιερ ήταν αντάρτης, ήταν ανεξάρτητος, αλλά δεν ήταν άπιστος. Και έδωσε με το παράδειγμα της ζωής του μια τέτοια αξία στην εκκλησία, ώστε ακόμη και οι πιο φανατικοί άθεοι είναι υποχρεωμένοι να υποκλιθούν.

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

Γιατί τα αφεντικά είναι τόσο βαρετά;



Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των επιχειρήσεων έχουν ένα κοινό σημείο με τους πολιτικούς: είναι βαρετοί άνθρωποι. Η εξήγηση είναι απλή. Φοβούνται πως οτιδήποτε πουν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους.

Μια δημοσιογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», η Λούσι Κέλαγουεϊ, είχε τον περασμένο μήνα επαγγελματικό γεύμα με τον διευθύνοντα σύμβουλο μιας μεγάλης βρετανικής εταιρείας. Πρώτα κουβέντιασαν - ή μάλλον εκείνος κουβέντιασε - για κρίκετ. Ύστερα της ανέλυσε τη φιλοσοφία του για το πώς γίνεται κάποιος ηγέτης: το μεγάλο μυστικό, είπε, είναι να παρασύρεις τους ανθρώπους μαζί σου. Στη συνέχεια μίλησε για την επιχείρησή του, η οποία πηγαίνει καλύτερα από τότε που την ανέλαβε. Δύο ήταν οι βασικές παρατηρήσεις του. Πρώτον, ότι αυτήν την περίοδο η αγορά είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική. Δεύτερον, ότι το Διαδίκτυο έχει επιφέρει πολλές αλλαγές, γεγονός που οι εταιρείες πρέπει να εκμεταλλευτούν. Η συζήτηση διήρκεσε 90 λεπτά. Και ήταν απίστευτα, μα απίστευτα βαρετή. Για την υπόλοιπη ημέρα η δημοσιογράφος αισθανόταν ότι κάποιος παχύσαρκος είχε κάτσει πάνω της για πολλή ώρα και την είχε συνθλίψει τόσο πνευματικά όσο, περιέργως, και σωματικά.

Γιατί οι διευθύνοντες σύμβουλοι είναι τόσο βαρετοί; Οι άνθρωποι αυτοί δεν γεννιούνται κατ' ανάγκην έτσι: όσο πιο επιτυχημένοι γίνονται, όμως, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη να κόψεις τις φλέβες σου όταν μιλάς μαζί τους. Η Κέλαγουεϊ έπεσε σε ένα τεύχος του «Harvard Business Review» που ζητεί από διάφορα στελέχη επιχειρήσεων να αναφέρουν το δυνατό τους σημείο το οποίο και τους καθιστά ηγέτες. Κανείς δεν αναφέρει βέβαια ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του την ικανότητα να βγάζει νοκ-άουτ τον αντίπαλο από βαρεμάρα. Όλοι χρησιμοποιούν λέξεις όπως ταπεινότητα, ενεργητικότητα, διαίσθηση. «Ένα στέλεχος που δεν είναι αφοσιωμένο 101 τοις εκατό στη δουλειά του δύσκολα μπορεί να τα καταφέρει», λέει ο Όλλι-Πέκκα Καλασβούο, το νέο αφεντικό της Nokia. Το όνομά του είναι αναμφισβήτητα γοητευτικό. Αλλά τι αρλούμπα είναι αυτή που είπε; Το 100 τοις εκατό δεν είναι ήδη ένας δύσκολος, ένας απόρθητος στόχος;

Ο Αλεξάντερ Κάμινγκς, πρόεδρος της Κόκα-Κόλα στην Αφρική, διαλέγει πάλι ως βασικό του προσόν την αποφασιστικότητα - και χρησιμοποιεί μια εξίσου ξύλινη γλώσσα. Πιο πρωτότυπος είναι ο Γκάρυ Τζάκσον, πρόεδρος της αμερικανικής εταιρείας Blackwater που συνεργάζεται με τον αμερικανικό στρατό. Όπως λέει, κρατά μια βάση δεδομένων για το προσωπικό και δίπλα σε κάθε εργαζόμενο βάζει ένα Τ (talker, κάποιος που μένει στα λόγια) ή ένα D (doer, κάποιος που προχωρεί σε έργα). Ένα Τ που παραμένει για αρκετό καιρό οδηγεί στην απόλυση. Ανάλογες διαδικασίες χρησιμοποιεί και ο Σεργκέι Πετρόφ, ιδρυτής της μεγαλύτερης εταιρείας εισαγωγής αυτοκινήτων στη Ρωσία.

Τουλάχιστον οι δύο τελευταίοι, που είναι περισσότερο επιχειρηματίες παρά διευθυντές επιχειρήσεων, δεν μασάνε τα λόγια τους. Είναι πιο ειλικρινείς και κατά τούτο ρισκάρουν περισσότερο. Είναι ενδιαφέροντες, έστω και επειδή σε κάνουν να τους μισήσεις.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2007

Πέθανε με αξιοπρέπεια



«Είναι τόσο όμορφη/ Είναι τόσο όλα αυτά/ Είναι όλη μου η ζωή/ Η Μαντλέν που περιμένω εκεί δα».

Εκείνο το βράδυ, ο Ζακ Μπρελ περίμενε τη Μαντλέν κάτω από τη βροχή, με ένα μπουκέτο πασχαλιές στο χέρι. Ήταν φίλοι, πήγαιναν μαζί στα μπαρ του Σαιν-Ζερμαίν, όπως και στις φυλακές και τα νοσοκομεία όπου ο Βέλγος τραγουδιστής ψυχαγωγούσε τον κόσμο. Στην παρέα ήταν συχνά κι ο Μπρασένς, κι άλλοι καλλιτέχνες. Ήταν νέοι, ελεύθεροι και δεν είχαν σκοτούρες. Αλλά εκείνο το βράδυ η Μαντλέν δεν φάνηκε. Κι ο Μπρελ έγραψε ένα τραγούδι για την επώδυνη αναμονή του. Όταν της το πρωτοτραγούδησε, τη ρώτησε: «Μήπως σου θυμίζει κάτι;».

Η Μαντλέν έμεινε ορφανή μικρή. Ο πατέρας της ήταν κομμουνιστής και εργαζόταν ως βιολόγος στους βοτανικούς κήπους του Παρισιού. Η μητέρα της ήταν Εβραία της Γαλλίας. Η ίδια θυμάται ότι δραπέτευσε σε ηλικία έξι ετών από το βαγόνι ενός τρένου, που μάλλον την πήγαινε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γερμανίας. Κρύφτηκε κάτω από έναν πάγκο, κι ύστερα την πήρε υπό την προστασία του ένας άνδρας που ζούσε σε μια μεθοριακή πόλη. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να την εντοπίσουν συγγενείς και φίλοι και να τη φέρουν πίσω στη Γαλλία. Στα 15 της παντρεύτηκε έναν Γάλλο μισθοφόρο, έκαναν δύο παιδιά, στα 19 τον παράτησε επειδή την κακοποιούσε, έχασε και την κηδεμονία των παιδιών. Έκανε για λίγο το μοντέλο, κι ύστερα έφυγε μ' έναν εραστή για το Αλικάντε όπου άνοιξε ένα γαλλικό εστιατόριο. Μια μέρα τη σταμάτησε η αστυνομία του Φράνκο επειδή φορούσε μίνι φούστα. Από τότε την ενοχλούσαν συνέχεια, επειδή συζούσε με τον εραστή της χωρίς να τον έχει παντρευτεί. Στο τέλος υπέκυψε και τον παντρεύτηκε. Όταν εκείνος αρρώστησε κι έμεινε παράλυτος, της ζητούσε επίμονα να αφαιρέσει τα σωληνάκια και να τον αφήσει να πεθάνει. Δεν το έκανε. Και αργότερα μετάνιωσε γι' αυτό.

Το 2003 προσβλήθηκε από τη νόσο του Λου Γκέριγκ, μια ασθένεια που μετέτρεψε σιγά-σιγά το σώμα της σε «παραβρασμένο μακαρόνι», όπως έγραφε πριν από δύο εβδομάδες σε επιστολή της προς την Ελ Παΐς με την οποία ζητούσε βοήθεια για να πεθάνει με αξιοπρέπεια. «Ποιος νοιάζεται για τη σάρκα και τα κόκαλα; Είναι καλή ιδέα να δίνεις στα σκουλήκια κάτι να φάνε». Ένα ποτήρι νερό, κρασί ή ουίσκι, αυτό ζήτησε η ηττημένη μποέμισσα, «για να μπορέσω να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά, στέλνοντας φιλιά σ' εκείνους που με βοήθησαν με την αγάπη τους και με τα λόγια τους». Η τελευταία της επιθυμία; «Θα ήθελα να ξαναδώ τον άντρα μου. Μπορεί να είχαμε ακόμη έναν καβγά. Θα είχε πλάκα!».

Την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου, η Μαντλέν Ζέφα Μπίβερ αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο. Ο γιος της ζητά να συλληφθούν αυτοί που τη βοήθησαν. Μάλλον δεν την αγαπούσε και τόσο.

Σάββατο, Ιανουαρίου 20, 2007

Ελαφρυντικά για τον λαθρομετανάστη



Η πρώτη απόφαση που προκάλεσε αίσθηση ήταν ότι ο βιασμός μιας ανήλικης είναι λιγότερο σοβαρός στην περίπτωση που το θύμα είχε ήδη σεξουαλικές σχέσεις. Η δεύτερη, ότι μια εξύβριση - όπως, για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός «βρωμονέγρος» - είναι θεμιτή όταν συνιστά χρήσιμη κοινωνική κριτική. Και αυτή την εβδομάδα, ήλθε μια νέα επίμαχη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιταλίας: στην περίπτωση που ένας λαθρομετανάστης διαπράττει ένα έγκλημα, ακόμη κι αν το έγκλημα αυτό είναι άγριο, η ποινή του μπορεί να μειωθεί «δεδομένης της κοινωνικής περιθωριοποίησης και της πολιτισμικής καθυστέρησης που συνεπάγεται η κατάστασή του».

Με βάση αυτό το σκεπτικό, απορρίφθηκε η έφεση του εισαγγελέα κατά της αναγνώρισης ελαφρυντικών για τον Ρουμάνο λαθρομετανάστη Μαριάν Νεάγκου, ο οποίος δολοφόνησε το 2003 με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο τον ομοφυλόφιλο σύντροφό του. Μετά τον φόνο, ο Νεάγκου αφαίρεσε από το σπίτι του θύματος μια τηλεόραση πλάσματος, ένα δακτυλίδι, ένα PC και ένα organizer. Όπως ανέφερε ο εισαγγελέας στην έφεσή του, ο δολοφόνος κατάφερε συντριπτικά πλήγματα στο κρανίο του θύματος, ο οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα, και στη συνέχεια τον παρατηρούσε επί μία ώρα ενώ ψυχορραγούσε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η αγριότητα του εγκλήματος μπορεί να δικαιολογηθεί από τη σκληρή ζωή που έκανε ο δολοφόνος λόγω της κατάστασής του. Και το εφετείο συμφώνησε.

Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες, και οι περισσότερες αρνητικές. «Μόνο αυτό μας έλειπε: στο εξής, ένας κοινωνικά περιθωριοποιημένος μετανάστης μπορεί να σκοτώνει ελεύθερα», δήλωσε ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ρομπέρτο Καστέλλι, που ανήκει στη Λέγκα του Βορρά. Αλλά και ο Αλί Μπάμπα Φαγέ, υπεύθυνος των Δημοκρατών της Αριστεράς για θέματα μετανάστευσης, μίλησε για «σκανδαλώδες παράδειγμα εσκεμμένου ρατσισμού». Αυτό που καθιστά την απόφαση σκανδαλώδη, είπε στη Στάμπα, είναι ότι εξισώνει τον λαθρομετανάστη με τον εγκληματία. Πράσινο φως για τη δολοφονία ομοφυλοφίλων χαρακτηρίζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου ο Βλαντίμιρ Λουξούρια, ο trasgender βουλευτής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Θετικά, «στο όνομα της ευσπλαχνίας προς τέτοιους ανθρώπους», αντέδρασε μονάχα το Βατικανό.

Η απόφαση έχει χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον (το έδειξε και ένα πρόχειρο γκάλοπ στα γραφεία αυτής εδώ της εφημερίδας). Οι «φιλελεύθεροι», με την ευρεία σημασία της λέξης, την καταδικάζουν απερίφραστα. Θα πρέπει βέβαια να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: το παρελθόν ενός δολοφόνου, όπως και οι συνθήκες διαβίωσής του, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο; Οι «πολιτικά ευπρεπείς» και οι κατ' επάγγελμα υποστηρικτές των μεταναστών βλέπουν θετικά σημεία. Θα πρέπει βέβαια να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: ένας Έλληνας που σκοτώνει έναν Αλβανό πρέπει να καταδικάζεται πιο αυστηρά από έναν Αλβανό που σκοτώνει έναν Έλληνα;

Παρασκευή, Ιανουαρίου 19, 2007

Shocking...



Οι διαμαρτυρίες των Ινδών για τη μεταχείριση της ομοεθνούς τους στο Big Brother ανακατεύτηκαν χθες στο Λονδίνο με τις διαδηλώσεις των εργαζομένων της Burberry που χάνουν τη δουλειά τους. Κάτι δεν πάει καλά στο βασίλειο του Τόνι Μπλερ.

Το ένα σύμβολο το απεμπόλησαν χωρίς μεγάλες διαμαρτυρίες: η Μπέντλεϊ αγοράστηκε από τη γερμανική Φόλκσβαγκεν, η Ρολς-Ρόις πέρασε στην επίσης γερμανική BMW και η Τζάγκουαρ αγοράστηκε από τη Φορντ. Αλλά το άλλο σύμβολο της εθνικής τους ταυτότητας οι Βρετανοί δεν θα επιτρέψουν να χαθεί. Η απόφαση της νέας ιδιοκτήτριας της εταιρείας Burberry να μετεγκαταστήσει στην Κίνα ένα από τα τελευταία εργοστάσια ρούχων που έχει μείνει στη Βρετανία, και συγκεκριμένα στο Τριόρτσι της Ουαλίας, έχει προκαλέσει σάλο. Και οι διαμαρτυρίες δεν περιορίζονται στις διαδηλώσεις των εργαζομένων μπροστά στις σικ μπουτίκ του Λονδίνου, όπου τα περίφημα trench coats πωλούνται έναντι 875 λιρών το ένα. Από τον πρίγκιπα Κάρολο μέχρι τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, κι από τον υφυπουργό Βόρειας Ιρλανδίας και Ουαλίας μέχρι την τραγουδίστρια Σαρλότ Τσερτς και τον βαρύτονο Μπριν Τέρφελ, μια σειρά από προσωπικότητες διαμαρτύρονται για την πτώση του τελευταίου οχυρού. Ναι, η παγκοσμιοποίηση κάνει καλό. Ναι, το μέλλον ανήκει στον φιλελευθερισμό. Αλλά υπάρχουν και όρια. Ένας θεσμός που εδώ και ενάμιση (ακριβώς) αιώνα είναι ταυτισμένος με την ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας δεν είναι δυνατόν να υποκύψει κι αυτός στο κριτήριο του κέρδους.

Τα Burberry δεν είναι απλώς μια μάρκα ρούχων. Όπως επισημαίνει η Λιμπερασιόν, το όνομα αυτό συνοδεύει τη βικτωριανή Αγγλία των εξερευνητών και των κατακτήσεων, την παρακμή των καλλιτεχνών της δεκαετίας του '20, τη χρυσή εποχή του Χόλυγουντ, το Swinging London της δεκαετίας του '60, την ανατρεπτική πανκ κουλτούρα της δεκαετίας του '80 και τη λαμπρή νέα χιλιετία του ελιτισμού και της δημοκρατίας. Καμιά άλλη εταιρεία δεν μπορεί να καυχηθεί ότι προσωποποιεί και ενώνει τον συντηρητισμό μιας βασίλισσας, τον λυρισμό ενός Κίπλινγκ, το χάρισμα ενός Τσώρτσιλ, την καταστροφική ελευθεριότητα ενός Σιντ Βίσιους και το στυλ μιας Κέιτ Μος. Και τώρα, αυτή η εταιρεία - σύμβολο μετακομίζει στην Κίνα. Shocking...

«Κάθε πόλο που πωλείται στα καταστήματα γύρω στις 65 λίρες κοστίζει 11 λίρες για να παραχθεί στο Τριόρτσι, έναντι 5 λιρών που θα κοστίζει στην Κίνα», εξηγεί ο συνδικαλιστής Μέρβιν Μπάρνετ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το κλείσιμο του εργοστασίου θα αυξήσει τα κέρδη της εταιρείας κατά 4 εκατομμύρια λίρες τον χρόνο. «Θα στρατολογήσουμε και άλλες προσωπικότητες», προειδοποιεί, «ώστε η εμπορική ζημιά για την εταιρεία να είναι μεγαλύτερη από τα κέρδη που θα αποκομίσει». Μπροστά στον κίνδυνο, η διοίκηση της εταιρείας αποφάσισε να χαρίσει σε καθέναν από τους 300 αυριανούς ανέργους ένα κασκόλ από ταρτάν και μια επιταγή 30 λιρών υπό τον όρο να τη διαθέσουν σε ένα κατάστημα... Burberry. Αλλά εκείνοι δεν κάνουν πίσω. Η αχαριστία τους είναι, πράγματι, εξοργιστική.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Κοινωνικός πεσιμισμός



Η γαλλική Αριστερά πάσχει από μια βαριά ασθένεια. Το όνομά της, κοινωνικός πεσιμισμός. Φάρμακα βέβαια υπάρχουν. Αλλά είναι ακριβά και δύσπεπτα.

Η αρχή αυτής της δυσάρεστης ιστορίας τοποθετείται περίπου την εποχή που έπεσε το τείχος του Βερολίνου. Η εθνική σκέψη της Γαλλίας, που ήταν τοποθετημένη μάλλον στα δεξιά, ενώθηκε τότε με το μαρξιστικό ρεύμα μπροστά στον κοινό εχθρό: τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Η ελπίδα, που είχε ταυτιστεί με τα πρώτα χρόνια του Μιτεράν, έδωσε τη θέση της στην αντίσταση, και ο σοσιαλισμός μετατράπηκε σε μια επιχείρηση επισκευής των ζημιών από την παγκοσμιοποίηση. Οι δύο ουτοπίες της Αριστεράς, ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός, κατέρρευσαν. Και η ευρωπαϊκή ουτοπία, που τις αντικατέστησε, ηττήθηκε στο δημοψήφισμα του Μαΐου του 2005 για το Ευρωσύνταγμα. Το μόνο που απέμεινε ήταν η αρνητική ουτοπία της αντι-παγκοσμιοποίησης. Σ' αυτήν έριξε η Αριστερά όλο της το βάρος.

«Πώς να βγούμε από τον κοινωνικό πεσιμισμό», έτσι ονομάζουν ο Ζεράρ Γκρινμπέρ και ο Ζακί Λαϊντί το βιβλίο τους που κυκλοφόρησε χθες από τις Εκδόσεις Hachette. Η σημερινή Αριστερά όχι μόνο έχει εγκαταλείψει την κοινωνική κριτική του Κράτους, αλλά μοιάζει να έχει επιστρέψει στην άποψη ότι οι περιορισμοί της εποχής μπορούν να ξεπεραστούν από ένα φιλόδοξο Κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πτώση του Λιονέλ Ζοσπέν άρχισε την ημέρα που είπε ότι το Κράτος δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Αυτό που εισέπραξαν οι συμπατριώτες του είναι ότι το Κράτος δεν θέλει - και προτίμησαν να ψηφίσουν στις εκλογές τον ακροδεξιό Λεπέν που υποσχόταν θαύματα. Από το πλήγμα αυτό, η Αριστερά ακόμα να συνέλθει.

Μπορεί η Σεγκολέν Ρουαγιάλ να τη βοηθήσει να ορθοποδήσει; Ναι, απαντούν κατηγορηματικά οι δύο συγγραφείς σε συνέντευξή τους στο περιοδικό Λ'Εξπρές Σε όσους αναρωτιούνταν αν πρέπει να καταλάβουν την εξουσία στο Σοσιαλιστικό Κόμμα από τα δεξιά ή από τα αριστερά, η υποψήφια του Κόμματος έδωσε μια πρωτότυπη απάντηση: από τον Βορρά! Η επιτυχία της εξηγείται κατ' αρχήν από την ικανότητά της να εκφράσει όχι τη Γαλλία, αλλά τους Γάλλους, όχι τον λαό της Αριστεράς αλλά το λαό της Γαλλίας. Κατόρθωσε να δημιουργήσει και πάλι ένα φαινόμενο προσδοκιών από την πολιτική, που είχε εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Δεν διστάζει να σπάσει διάφορα ταμπού, όπως το 35ωρο. Δείχνει τα προβλήματα και λέει: «Τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι μάνα, γυναίκα και κάτοικος της περιφέρειας, ταυτίζομαι μαζί σας και μπορείτε κι εσείς να ταυτιστείτε μαζί μου».

Η γυναίκα αυτή είναι ένα μείγμα Μιτεράν και Μπλαιρ. Από τον τελευταίο δανείστηκε τη μέθοδο του τριγωνισμού: παίρνει τα θέματα του αντιπάλου, λέγοντας «εγώ θα τα κάνω καλύτερα». Δεν είπε ποτέ ότι θέλει να αλλάξει την κοινωνία. Είπε μόνο ότι είναι έτοιμη να ακούσει. Και αυτό αλλάζει όλα τα δεδομένα.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

Όπως η Γκρέτα Γκάρμπο



«Αν ρωτήσει κανείς μήπως με είδατε/ Σας παρακαλώ πείτε όχι/ Γιατί είμαι στην απ' έξω/ Και δεν έχω πού να πάω. / Φαντάζομαι ότι θα δηλωθώ Αδικαιολογήτως Απών/ Θα αποσυνδέσω το τηλέφωνο/ Όπως ακριβώς η Γκρέτα Γκάρμπο/ Θέλω να μείνω μόνος». Βαν Μόρισον.

Στα «Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή», ο Ρίλκε προειδοποιεί τον στρατιώτη και επίδοξο ποιητή Φραντς Κάπους ότι πρέπει να αποφεύγει το δευτερογενές υλικό. «Τα έργα τέχνης», γράφει, «έχουν μια απέραντη μοναξιά, και ο χειρότερος τρόπος να τα προσεγγίσει κανείς είναι με την κριτική». Ο Ρίλκε πίστευε ακόμα ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να μένει μόνος για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκειμένου να μπορεί να δημιουργήσει. Στο γράμμα υπ' αριθμόν 8 μιλά για τα οφέλη που έχει η θλίψη, αλλά μόνο η θλίψη που συνοδεύει τη μοναξιά και την αυτοσυγκέντρωση. «Η μόνη θλίψη που είναι κακή και επικίνδυνη», τονίζει, «είναι αυτή που κουβαλά κανείς μαζί του όταν συναντά ανθρώπους με σκοπό να την πνίξει».

Η μοναξιά ήταν ανέκαθεν δύσκολο πράγμα. Στο βιβλίο «Νοστρόμο» (1904) του Τζόζεφ Κόνραντ, ο ήρωας μένει μόνος με ένα βουνό από ασήμι σε ένα έρημο νησί. Όταν διαπιστώνει ότι η πραγματικότητα είναι μια «ακολουθία ακατανόητων εικόνων», αποφασίζει να μην περιμένει βοήθεια και να αφαιρέσει τη ζωή του. Έναν αιώνα αργότερα, ο άνθρωπος - και ιδίως ο άνθρωπος της Δύσης - δεν έχει καταφέρει ακόμη να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Η πρόοδος της τεχνολογίας, τα κινητά, το Internet, τα blogs προσφέρουν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση της συντροφιάς, της παρέας, της κοινότητας. Ένας δημοσιογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Χάρυ Έιρις, αποφάσισε το περασμένο καλοκαίρι ότι είχε ανακατέψει αρκετά τη ζωή του και χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί. Ακολούθησε, λοιπόν, τη συμβουλή ενός φίλου και πήγε για πεζοπορία στο Πάπιγκο. Το τοπίο στο οποίο βρέθηκε ήταν τόσο όμορφο, το φως ήταν τόσο εκτυφλωτικό, που αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να το αντέξει. Δεν μπορούσε να περπατήσει και δεν μπορούσε να μείνει στο δωμάτιό του. Με άλλα λόγια, του ήταν αδύνατο να μείνει μόνος.

Η λύτρωση ήλθε ένα απόγευμα που ο δημοσιογράφος το πέρασε με τον ιδιοκτήτη του ξενώνα, τη γυναίκα του και μια νυσταλέα γάτα, ακούγοντας Σοπέν. Κατάλαβε τότε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα είδος κοινωνικής ηρεμίας. Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν μπορεί να αντέξει την απομόνωση για καιρό, είτε είναι η απομόνωση της φυλακής είτε του μοναστηριού. Μερικές ημέρες μετά το απόγευμα εκείνο, αισθάνθηκε έτοιμος να βγει στη ζωή. Ξάπλωσε σ' ένα λιβάδι με θέα τον Σμόλικα, παρατήρησε τις πορτοκαλογάλαζες πεταλούδες, άκουσε τα κουφαηδόνια, ένιωσε τη συντροφιά της φύσης και αισθάνθηκε, προς στιγμήν έστω, ευτυχισμένος.

Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007

Ένα φορτίο υγρού τσιμέντου



Τι συμβαίνει όταν μια κοπέλα που έχει πάθος με τα παπούτσια, το κραγιόν, το κρασί και τα κόμικς, μια κοπέλα, με άλλα λόγια, που χαίρεται τη ζωή της, ανακαλύπτει μια μέρα έναν όγκο στο στήθος της;

Το πρώτο που συμβαίνει είναι ότι τρομοκρατείται. Το δεύτερο, ότι πηγαίνει στον γιατρό. Όχι για τον όγκο, αλλά για μια λοίμωξη του αναπνευστικού. Ο γιατρός ανακαλύπτει τον όγκο, τη μαλώνει που δεν του το είπε αμέσως, και τη στέλνει για χημειοθεραπεία και ακτινοβολίες. Εκείνη ξεκινά τη θεραπεία, και παράλληλα ετοιμάζει ένα βιβλίο με κόμικς για την αρρώστια της. Ένα βιβλίο με εξαντλητικές λεπτομέρειες, που περιγράφει ακόμη και τον κύκλο της χημειοθεραπείας (τις βελόνες, τον ιδρώτα, τον φόβο), ακόμη και την απέραντη κόπωση («Φανταστείτε να σας πλακώνει ένα φορτίο υγρού τσιμέντου»), για να καταλήξει στον θρίαμβο της ανάρρωσης. Ο τίτλος του, «Cancer Vixen» (εκδ. Fourth Estate).

Η Μαρίζα Ακοτσέλα είναι γνωστή από τα σκίτσα της στον Νιου Γιόρκερ. Οι ήρωές της θυμίζουν λίγο Sex and the City: λεπτοί, ελκυστικοί, ρηχοί, αλλά και ζηλευτοί. Σε ένα σκίτσο, που αναπαράγεται σ' αυτό το βιβλίο, δύο τύποι συζητούν σε ένα πάρτυ. Ο ένας λέει: «Σταμάτα να χαμογελάς. Βρίσκεσαι στο κέντρο της πόλης». Με άλλα λόγια, η γυναίκα αυτή κινείται σε έναν κόσμο που λάμπει: αστραφτερά παπούτσια, λευκά δόντια, σινιέ κοσμήματα. Και ξαφνικά, εισβάλλει στον κόσμο αυτόν ο καρκίνος. Ή μάλλον, όχι ακριβώς ξαφνικά. Όταν έγιναν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, έτρεξε στον τόπο της καταστροφής για να μιλήσει με τους ανθρώπους και να τραβήξει φωτογραφίες. Το αποτέλεσμα ήταν μερικά καταπληκτικά σκίτσα, και μπόλικη τοξική σκόνη στα πνευμόνια της. Εκείνη την εποχή ετοίμαζε μια σειρά κόμικς για τη χλιδή, και για τον σκοπό αυτό γευμάτισε μια μέρα σε ένα πολυτελές εστιατόριο. Λίγο καιρό αργότερα, αρραβωνιάστηκε τον ιδιοκτήτη. Τρεις εβδομάδες πριν από τον γάμο, πήγε στον γιατρό για μια λοίμωξη του αναπνευστικού.

Όταν ακούει τη διάγνωση, η 43χρονη Ακοτσέλα αισθάνεται ότι μια γιγαντιαία ηλεκτρική σκούπα τη ρουφά στο διάστημα - έτσι ακριβώς απεικονίζει τη σκηνή και στο βιβλίο της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εύχεται να μπορούσε να επιστρέψει στις μέρες που ανησυχούσε για την ηλίθια αυτοπεποίθησή της, για το βάρος της, το δέρμα της, τα μαλλιά της. Και μια τρομερή σκέψη τής έρχεται στο μυαλό: «Άραγε, θα ξέρει κανείς ότι κάποτε είχα μαλλιά;». Αλλά αντιστέκεται σε τέτοιες σκέψεις. Κάθε φορά που πηγαίνει για χημειοθεραπεία φορά διαφορετικά παπούτσια, κι όλα βέβαια είναι σινιέ. Παρακολουθείς το δράμα της, και θέλεις να την αγκαλιάσεις, να της συμπαρασταθείς και να την ευχαριστήσεις.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Η απελευθέρωση της φαντασίας



Διαβάσαμε αυτές τις μέρες πολλά αφιερώματα για το τι θα φέρει το 2007 στην πολιτική, στην οικονομία, στην τέχνη. Για το σεξ, όμως, δεν μας μίλησε κανείς. Ας δώσουμε λοιπόν το λόγο σε έναν ειδικό.

Ζούμε σε μια εποχή κρίσεων και αμφιβολιών, όπου υπάρχει όλο και λιγότερος χώρος για τη σεξουαλική ελευθερία που είχαμε γνωρίσει στο παρελθόν. Στα χρόνια της σεξουαλικής απελευθέρωσης κυριαρχούσε η αισιοδοξία και ο ενθουσιασμός, κι έτσι η σχέση των ανθρώπων με το σεξ ήταν άμεση, αμέριμνη, αυθόρμητη. Τώρα είμαστε πιο διστακτικοί, πιο επιφυλακτικοί, πιο εγκεφαλικοί. Σκεφτόμαστε δυο φορές, πολλές φορές, τους κινδύνους των επιλογών μας και τις συνέπειες των πράξεών μας. Η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη, ο Μισέλ Ουελμπέκ περιγράφει την κατάσταση με ακρίβεια στα βιβλία του, οι ήρωές του διαθέτουν απόλυτη ελευθερία και παρά ταύτα αναζητούν απεγνωσμένα την απόλαυση.

Πού οδηγεί όλη αυτή η εγκεφαλικότητα; Σε λιγότερο σεξ, σε προσεκτικότερο σεξ, σε μονογαμικότερο σεξ; Όχι, όχι, όχι, απαντά η Κατρίν Μιλέ, που τάραξε πριν από μερικά χρόνια τα νερά της Γαλλίας με το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Η σεξουαλική ζωή της Κατρίν Μ.» και σήμερα διευθύνει το περιοδικό τέχνης Art Press. Αν κάτι χαρακτηρίζει την εποχή μας - λέει σε συνέντευξή της στο Λ'Εσπρέσσο - είναι το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον σαδομαζοχισμό σε όλες τις αποχρώσεις του, από τις πιο soft ώς τις πιο hard. Κάποτε, όποιος επιδιδόταν σε τέτοιες πρακτικές ήταν υποχρεωμένος να κρύβεται. Ο σαδομαζοχιστικός ερωτισμός ζούσε σε ένα μικρό και απομονωμένο γκέτο. Σήμερα, ο κόσμος μιλά πιο εύκολα γι' αυτό, τα μέσα ενημέρωσης κάνουν έρευνες και ρεπορτάζ, ο σαδομαζοχισμός αρχίζει να γίνεται μόδα, παίρνοντας τη θέση των κλαμπ ανταλλαγής συντρόφων.

Το φαινόμενο αυτό, τονίζει η Γαλλίδα συγγραφέας, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για την εξέλιξη της αντίληψης που έχουμε για τη σεξουαλικότητα όπου, εκτός από τη σωματική και σαρκική διάσταση, υπάρχει και μια διόλου αμελητέα πνευματική και φαντασιακή διάσταση. Ο σαδομαζοχιστικός ερωτισμός είναι μια παλαίστρα για τη φαντασία. Οι κώδικές του είναι πολύ ακριβείς, μερικές φορές αγγίζουν την καρικατούρα, αλλά στο εσωτερικό αυτών των σχημάτων μπορεί ο καθένας να αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη. Τα παιχνίδια ρόλων, η σκηνογραφία, η αλλαγή φύλου, η σχέση με τη βία και την υποταγή, οδηγούν σε θεατροποιημένες ερωτικές καταστάσεις όπου η φαντασία και τα σύμβολα παίζουν ουσιαστικό ρόλο. Στο σαδομαζοχιστικό σύμπαν ο καθένας γίνεται σκηνοθέτης της δικής του ταινίας και μπορεί να εξωτερικεύσει τις φαντασιώσεις του, οι οποίες, το ξέρουμε καλά, τροφοδοτούν πάντα τη σεξουαλικότητά μας.

Η μεγαλύτερη πρόκληση αφορά βέβαια τις γυναίκες, για κείνες υπάρχουν πάντα ταμπού αμετακίνητα, η σεξουαλική τους απελευθέρωση είναι ακόμη μακριά. Να άλλο ένα πεδίο όπου η Σεγκολέν Ρουαγιάλ μπορεί να ξεχωρίσει.

Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2007

Οι πλανήτες ήταν πολύ κοντά



Η παραμονή των Χριστουγέννων του 1949 ήταν μια κακή μέρα για την κυρία Π. Ενώ επέστρεφε το βράδυ στο σπίτι της, ένα διαβολικό μαύρο ον με μάτια που έλαμπαν όρμησε πετώντας κατά πάνω της. Η γυναίκα τρομοκρατήθηκε, και έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι της. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια, και ο εφιάλτης την καταδιώκει ακόμα. Αλλά χάρις στον Γενς Λόρεκ, έχει επιτέλους μια εξήγηση για εκείνη την εμπειρία.

Ο Λόρεκ είναι ένας δικηγόρος από τη Δρέσδη που ειδικευόταν σε θέματα απασχόλησης και κοινωνικών επιδομάτων για τους ανέργους. Κάποια στιγμή όμως κουράστηκε, χώρια που άρχισε να χάνει τη μια δίκη μετά την άλλη λόγω των μεταρρυθμίσεων του εργατικού δικαίου που έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται στη Γερμανία. Αποφάσισε λοιπόν να ασχοληθεί με το χόμπι του. Με μια αγγελία στην εφημερίδα Μπιλντ, ενημέρωσε τους αναγνώστες ότι είναι έτοιμος να υπερασπιστεί τα θύματα επιθέσεων από εξωγήινους. Η αγορά έδειχνε μεγάλη: σύμφωνα με έρευνα που έγινε πρόσφατα για λογαριασμό της γερμανικής έκδοσης του Reader's Digest, το 37% των Γερμανών (κάπου 30 εκατομμύρια άνθρωποι) πιστεύουν ότι η Γη έχει δεχθεί στο παρελθόν επίσκεψη από εξωγήινους. Τέσσερα εκατομμύρια Αμερικανοί - δείχνει μια άλλη έρευνα - πιστεύουν ότι έχουν πέσει θύματα απαγωγής από τέτοια όντα. Δεν δικαιούνται όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάποιας μορφής αποζημίωση;

Η κυρία Τζ. είπε στον Γερμανό δικηγόρο ότι μια μέρα τυφλώθηκε από ένα πράσινο φως, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος την έπιασε από τον ώμο. Όταν την απελευθέρωσε, η πλάτη της είχε γεμίσει με άσπρα στίγματα. Ο Λόρεκ το 'ψαξε από δω, το 'ψαξε από κει, αλλά δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει ένα λόγο για να καταθέσει αγωγή, όπως για παράδειγμα ότι κάποιος είχε κακομεταχειριστεί την πελάτισσά του όταν ήταν μικρή. «Κλασική περίπτωση ψύχωσης, χρήζει επειγόντως ιατρικής παρακολούθησης», έγραψε στο τετράδιό του. Για την κυρία Π., τα πράγματα είναι ελαφρώς διαφορετικά. Το βράδυ που της επιτέθηκε εκείνο το μαύρο ον, η Αφροδίτη βρισκόταν πολύ κοντά στον Δία. Η γυναίκα μπορεί έτσι να εξέλαβε τους δύο πλανήτες για μάτια που έλαμπαν. Αν εκείνη την ώρα πέταξε προς το μέρος της ένα πουλί, όλα εξηγούνται. Και, δυστυχώς, ούτε σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να διεκδικηθεί αποζημίωση από το κράτος.

Ο Λόρεκ δεν έχει κερδίσει μέχρι τώρα ούτε ένα ευρώ από το νέο του χόμπι. Αν μάλιστα έχουν δίκιο οι κοινωνιολόγοι, σύμφωνα με τους οποίους οι συναντήσεις με εξωγήινους είναι στην πραγματικότητα εκδηλώσεις του λεγόμενου «συνδρόμου ψευδούς ανάμνησης», οι ελπίδες του δεν είναι μεγάλες. Μπορεί όμως πάντα να επιστρέψει στους ανέργους, εκείνη η αγορά δεν θα συρρικνωθεί ποτέ.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2007

Πάνω απ' όλα, σεξουαλική ευρωστία



Οι πολυεθνικές είναι κακές, οι ευρωυπάλληλοι είναι γραφειοκράτες, οι οικολόγοι είναι φλύαροι και οι κυβερνήτες μας είναι τυχοδιώκτες. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τα προβλήματα του πλανήτη. Κι εμείς;

Ο Ευρωπαίος επίτροπος για την Ενέργεια ήταν πολύ υπερήφανος προχθές με το σύνθημά του για τη «μεταβιομηχανική επανάσταση», την ίδια ώρα λυνόταν και η ενεργειακή κρίση μεταξύ Ρωσίας και Λευκορωσίας, είναι φανερό ότι μια νέα εποχή ξημερώνει στην Ευρώπη. Η Γκρηνπής βέβαια γκρινιάζει, θεωρεί τα μέτρα που ανακοινώθηκαν άτολμα, αλλά οι τύποι αυτοί πάντα γκρινιάζουν, όλα τους φταίνε, με τις καταγγελίες βγάζουν το ψωμί τους. Όσο για εμάς, δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τα χασμουρητά μας, αυτή η συζήτηση δεν μας αφορά, χαμογελάμε όταν ακούμε πως αν όλοι οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν χαρτί τουαλέτας σαν κι εμάς θα καταστρεφόταν όλη η Αμαζονία, αλλά ώς εκεί. Η ροή σταθερής, φτηνής και καθαρής ενέργειας είναι χρέος των κυβερνήσεων, γι' αυτό τις ψηφίζουμε. Όταν βέβαια καταφεύγουν στους πολέμους για να εξασφαλίσουν αυτή τη ροή, τις καταγγέλλουμε, γιατί κατά βάθος είμαστε ειρηνιστές.

Να σοβαρευτούμε. Όλοι φταίμε για την κακοποίηση του περιβάλλοντος, από τον Μπους που δεν υπογράφει τη συνθήκη τού Κυότο για να μη δυσαρεστήσει τους πετρελαιάδες του Τέξας μέχρι τις πολυεθνικές των φαστ-φουντ που αυξάνουν τις μερίδες των μπιφτεκιών και τους καταναλωτές που σπεύδουν να αγοράσουν πιο γρήγορα, πιο πολυτελή, πιο ογκώδη αυτοκίνητα. Μας δυσαρεστεί να μην ξέρουμε αν τα Χριστούγεννα θα κάνουμε μπάνιο ή σκι, κατηγορούμε τις πολυεθνικές ότι καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος, αλλά το ίδιο κάνουμε όλοι. Η μόνη σωτηρία, γράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο περιοδικό Λ' Εσπρέσσο, έγκειται σε ειδήσεις σαν εκείνη που μεταδόθηκε τις προάλλες, σύμφωνα με την οποία η μόλυνση της ατμόσφαιρας επηρεάζει το μέγεθος του πέους των νέων. Είναι φανερό ότι το πρόβλημα δεν αφορά μονάχα τα παιδιά, αλλά και τους γονείς τους, οι οποίοι από κάτι τέτοιες μετρήσεις αντλούν το κύρος και την υπερηφάνειά τους. Οι γονείς πρέπει μάλιστα να ανησυχούν ακόμη περισσότερο αφού, σύμφωνα με την ίδια είδηση, οι περιβαλλοντικές αλλαγές πλήττουν και την αναπαραγωγική ικανότητα των νέων, προκαλώντας τη δημιουργία όγκων στα ευαίσθητα όργανά τους.

Ακόμη κι αν η είδηση είναι ψευδής ή υπερβολική - συνεχίζει ο Ιταλός φιλόσοφος - πρέπει να την διαδώσουμε με κάθε τρόπο, με όλα τα μέσα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Ακόμη κι ο Μπους θα άλλαζε στάση απέναντι στα περιβαλλοντικά προβλήματα αν κάποιος τον έπειθε ότι δεν κινδυνεύουν μόνο οι φάλαινες αλλά και τα πουλιά, με τη μεταφορική έννοια της λέξης. Γιατί πάνω από κάθε θρησκευτικό δόγμα και κάθε ιδεαλισμό, η κυρίαρχη ανθρώπινη αξία είναι η σεξουαλική ευρωστία.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Το λάθος του Λε Καρέ



«Έγραψα τη "Ρωσική Εστία" μετά την επίσκεψή μου στη Ρωσία, το 1988. Τότε ήμουν ιδεαλιστής: πίστευα ότι ζούσαμε μια σύντομη στιγμή της ιστορίας κατά την οποία θα μπορούσαμε να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο. Αλλά έκανα λάθος».

Όταν ξέσπασε η υπόθεση Λιτβινένκο, του Ρώσου πρώην πράκτορα που δηλητηριάστηκε με πολώνιο, πολλοί μίλησαν για μια ιστορία βγαλμένη από τα βιβλία του Τζων Λε Καρέ. Ο ίδιος ο 75χρονος συγγραφέας, που υπήρξε στο παρελθόν άριστος πράκτορας, χαρακτηρίζει την υπόθεση κωμικοτραγική. Καμιά δολοφονία στην ιστορία δεν έχει αφήσει πίσω της τόσα ίχνη, λέει σε συνέντευξή του στην Ελ Παΐς. Μετά τον πόλεμο του Αφγανιστάν, η Ρωσία ήταν γεμάτη με όπλα, υπήρχαν πυρηνικά υλικά σε κάθε ψυγείο του στρατού. Η KGB είχε στενές σχέσεις με το έγκλημα. Τον Λιτβινένκο τον έβγαλαν από τη μέση επειδή είχε τα ονόματα των ανθρώπων που είναι αναμειγμένοι σε μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και δολοφονίες, όπως και όλων των ηλιθίων που έχει στρατολογήσει ο κάθε ολιγάρχης.

Ο Λε Καρέ δεν την πατάει ξανά, ο κόσμος δεν μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή. Η Ρωσία, ειδικά, είναι ένας κόσμος από μόνη της. Μετά τους λευκούς τσάρους ήρθαν οι κόκκινοι, και τώρα είναι η σειρά των γκρίζων. Χάρις στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η ρωσική αυτοκρατορία έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει στην πίσω αυλή της. Κάπως έτσι διαπράχθηκε το έγκλημα της Τσετσενίας. Τώρα ο πρόεδρος Πούτιν έχει συνειδητοποιήσει ότι τα όπλα του φυσικού αερίου και του πετρελαίου είναι πιο αποτελεσματικά από τα πυρηνικά όπλα. Μέσω της Gazprom, μπορεί να ελέγχει ολόκληρη την Ευρώπη. Άλλωστε, και ο πόλεμος στο Ιράκ για το πετρέλαιο έγινε. Στους υψηλούς γεωπολιτικούς κύκλους των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρχε ο φόβος ότι οι Κινέζοι θα έφταναν στο ιρακινό πετρέλαιο πριν από εκείνους.

Γι' αυτόν τον κόσμο που δεν αλλάζει ποτέ μιλά και το τελευταίο βιβλίο του Τζων Λε Καρέ με τίτλο «Το τραγούδι των ιεραποστόλων», που εκτυλίσσεται στο Κονγκό. Ο ήρωας, ένας μιγάς διερμηνέας ονόματι Σάλβο, είναι πολύ διαφορετικός από τους κλασικούς ήρωες του συγγραφέα, εντελώς ανυποψίαστος, εντελώς αθώος.

Η οργή του για τη λεηλασία της χώρας του από τις πολυεθνικές αντανακλά την οργή του δημιουργού του για τη διεθνή κατάσταση. Και το βιβλίο είναι ένα κάλεσμα για ένα ηθικό αντάρτικο κατά της διαφθοράς. «Είναι αδύνατο πια να γράψεις σήμερα χωρίς να έχεις πολιτικές προθέσεις», λέει ο Λε Καρέ. «Η παράδοση της αναφοράς σε παγκόσμια γεγονότα μέσα από τη λογοτεχνία είτε έχει πεθάνει είτε έχει ανατεθεί στους συγγραφείς των θρίλερ. Ζούμε σε μια περίοδο όπου η αλήθεια βρίσκεται στη μια πλευρά και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή αυτή η αλήθεια βρίσκεται στην άλλη. Εγώ διηγούμαι ιστορίες σε μια προσπάθεια να γεφυρώσω αυτό το χάσμα».

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2007

Φασίστες στις εκκλησίες



Το κίνημα γεννήθηκε στην Ιταλία. «Τελειοποιήθηκε» στη Γερμανία. Και τώρα κερδίζει στρατηγικό έδαφος στις Ηνωμένες Πολιτείες, φορώντας τον θρησκευτικό μανδύα της εξτρεμιστικής ευαγγελικής Δεξιάς.

Πρόκειται φυσικά για τον φασισμό. Και ο άνθρωπος που τολμά να μιλήσει για τον κίνδυνο αυτόν είναι ο Κρις Χέτζις, πρώην επικεφαλής του γραφείου των «Νιου Γιορκ Τάιμς» στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, που βραβεύθηκε το 2002 με το Πούλιτζερ για την κάλυψη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Στο βιβλίο του «Αμερικανοί φασίστες: Η Χριστιανική Δεξιά και ο Πόλεμος κατά της Αμερικής» (εκδ. Free Press), o Αμερικανός δημοσιογράφος καλεί τους συμπατριώτες του να συστρατευθούν για να αποτρέψουν τις προσπάθειες του Τζέρυ Φάλουελ, του Πατ Ρόμπερτσον και των λοιπών χριστιανών ιεροκηρύκων να μετατρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα χριστιανικό έθνος.

Ο Χέτζις γνωρίζει καλά για τι πράγμα μιλάει. Γιος ενός Πρεσβυτεριανού ιερέα, απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής του Χάρβαρντ, ξέρει κατ' αρχήν απ' έξω τη Βίβλο. Αλλά τον φασισμό τον οποίο περιγράφει τον γνώρισε προσωπικά. Έλαβε μέρος σε ένα συνέδριο που έγινε στη Βοστώνη, με χρηματοδότηση της οργάνωσης «Η Οικογένεια στο Επίκεντρο» του Τζέημς Ντόμπσον, όπου εκτέθηκαν τρόποι θεραπείας όσων πάσχουν από έλξη προς το ίδιο φύλο. Επισκέφθηκε το Μουσείο της Δημιουργίας στο Πίτερσμπουργκ του Κεντάκι, όπου η εξέλιξη χαρακτηρίζεται ως «το μεγάλο ψέμα». Και παρακολούθησε ένα πενθήμερο σεμινάριο Ευαγγελικών στη Φλόριντα, όπου έμαθε πώς να παριστάνει τον φίλο για να προσηλυτίζει ανθρώπους. Έμαθε επίσης ότι ο προσηλυτισμός εξαλείφει «τον φόβο μας για τον θάνατο, όχι μόνο τον δικό μας, αλλά και των ανθρώπων που αγαπάμε, όπως των παιδιών μας ή των συζύγων μας που πολεμούν στο Ιράκ».

Η χριστιανική Δεξιά δεν χρησιμοποιεί προς το παρόν τη βία για να πετύχει τους στόχους της. Θα μπορούσε να το κάνει όμως - σύμφωνα με τον συγγραφέα - αν η Αμερική δεχόταν μια νέα καταστροφική τρομοκρατική υπόθεση, αν κατέρρεε η οικονομία της ή αν γνώριζε μια τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή. Στην περίπτωση αυτή, άνθρωποι σαν τον Φάλουελ και τον Ρόμπερτσον θα ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία των ομοφυλοφίλων, την κατάργηση των συνδικάτων και των δημοσίων σχολείων και τη δίωξη των απίστων. Το συμπέρασμα είναι αβίαστο: οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν σήμερα μια εσωτερική απειλή ανάλογη με εκείνη που συνιστούσαν οι Ναζί στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Οι νεοφασίστες ενισχύονται και από τις κοινωνικές συνθήκες. Γιατί μπορεί μεν η αμερικανική οικονομία να πηγαίνει καλά και η ανεργία να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, αλλά η μεσαία τάξη αισθάνεται να απειλείται από την παγκοσμιοποίηση, τη μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στο εξωτερικό, την εισβολή των μεταναστών. Και αναζητεί καταφύγιο στους φονταμενταλιστές, που υπόσχονται την επουράνια δικαιοσύνη.

Η χριστιανική Δεξιά - καταλήγει ο Χέτζις - δεν πρέπει να γίνει άλλο ανεκτή, γιατί προσπαθεί να καταστρέψει την ανοχή που καθιστά δυνατή μια ανοιχτή κοινωνία. Κάτι αρχίζει να αλλάζει στην Αμερική, είναι φανερό.

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

Αναζητώντας την ουτοπία



«Το να ζεις εδώ είναι μια αισθησιακή εμπειρία. Υπάρχει ένα είδος απολαυστικού πρωτογονισμού, λες και απομακρύνθηκαν όλες οι περιττές σκαλωσιές του πολιτισμού ώστε να μείνουν οι άνθρωποι πιο ανθρώπινοι».

Ο Τομπίας Τζόουνς ήταν από μικρός δυσαρεστημένος με τον κόσμο στον οποίο ζει. Διαπίστωσε πολύ νωρίς ότι η υπόσχεση της ευτυχίας έχει δημιουργήσει μια επιδημία κατάθλιψης και ότι η Δύση έχει ιδιωτικοποιηθεί και εξατομικευτεί τόσο πολύ, ώστε ελάχιστοι άνθρωποι κάτω των 30 ετών έχουν ζήσει έστω και για λίγο σε μια αληθινή κοινότητα. Θα ήθελε πολύ να δημιουργήσει έναν καινούργιο κόσμο. Επειδή όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, ξεκίνησε να βρει έναν κόσμο που να του αρέσει. Επί ένα χρόνο γυρνούσε στην Ιταλία και την Αγγλία για να συναντήσει ανθρώπους σαν κι αυτόν που διάλεξαν διαφορετικό τρόπο ζωής. Επισκέφθηκε το Νταμανχούρ, κοντά στο Τορίνο, έναν εμπορικό παράδεισο ανθρώπων που κατέχουν καταστήματα duty free στο Αμπού Ντάμπι. Βρέθηκε σε ένα συνεταιρισμό στη Σικελία, όπου πρώην τοξικομανείς καλλιεργούν γη που έχει κατασχεθεί από μαφιόζους. Έζησε για αρκετούς μήνες στη Νομαντέλφια, μια πειραματική καθολική αδελφότητα που ιδρύθηκε το 1945 στην Τοσκάνη για να στεγάσει τα ορφανά του πολέμου. Εδώ, σε μια ενορία χωρίς ατομική ιδιοκτησία και κλειδωμένες πόρτες, ανάμεσα στ' αμπέλια που βλέπουν τη θάλασσα, δίπλα σε «ανθρώπινους ανθρώπους» που ζουν «ένα είδος απολαυστικού πρωτογονισμού», πίστεψε ότι βρήκε επιτέλους την ουτοπία που αναζητούσε.

Κατάλαβε ότι έκανε λάθος όταν ήλθε αντιμέτωπος με την απαίτηση της κοινότητας για ομοιογένεια και υπακοή. «Δεν μπορεί να υπάρχει παρά μία αλήθεια», του είπε ξερά κάποια μέρα ένας κάτοικος. «Οι μη καθολικοί δεν μπορούν να γίνουν ποτέ ολοκληρωτικά χριστιανοί». Έτσι, πιο απαισιόδοξος από ποτέ, ο Τομπίας Τζόουνς πήρε και πάλι τους δρόμους. Μια μέρα έφτασε στο Πίλσντον, στις ακτές του Ντόρσετ, στη νοτιοδυτική Αγγλία. Και είδε με έκπληξή του οδοιπόρους, αλκοολικούς, διάσημους σεναριογράφους κι αποτυχημένους ζωγράφους να βρίσκουν εδώ ειρήνη και ηρεμία. Όπως και η Νομαντέλφια, το Πίλσντον στηρίχθηκε στην ισότητα, την αυτάρκεια και τη χειρωνακτική εργασία. Αντίθετα όμως με τη Νομαντέλφια, η «αληθινή, προφητική αυτή κοινότητα» δεν αξιολογεί και δεν αποκλείει κανέναν. Οι καινούργιοι δεν αισθάνονται διαφορετικοί από τους παλιούς. Μέσα από τη συμμετοχή τους στην κοινή ζωή μαθαίνουν από τους συνανθρώπους τους, διδάσκονται από τα λάθη τους και κατακτούν την ελευθερία.

Ο Τζόουνς αφηγείται την εμπειρία του στο βιβλίο του «Ουτοπικά όνειρα: Αναζητώντας μια καλύτερη ζωή» (εκδ. Faber). Ως ταξιδιωτικός οδηγός το βιβλίο έχει αναμφισβήτητα ενδιαφέρον. Ως οδηγός ζωής, αποπνέει έντονη θρησκευτικότητα και ως εκ τούτου δεν είναι πειστικό. Ο Τζόουνς γύρισε τόσους τόπους, συνάντησε τόσους ανθρώπους και ξέχασε να μιλήσει με τον πιο προφανή και συνάμα τον πιο δύσκολο απ' όλους: τον εαυτό του.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

Όπλο τους, η αμφιθυμία



Να δύο εξελίξεις τα δύο επόμενα χρόνια που θα προσέδιδαν νέο χρώμα στην πολιτική: η ανάληψη της γαλλικής προεδρίας από μια γυναίκα και η ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από έναν μαύρο.

Εισέβαλαν και οι δύο ξαφνικά στην πολιτική σκηνή, χωρίς ιδιαίτερη πείρα, χωρίς σαφή στήριξη από τα κόμματά τους, με μεγάλο σύμμαχο τα μέσα ενημέρωσης και με τη ρητή υπόσχεση να ανατρέψουν το κατεστημένο. Για τη μία έχουν ήδη γραφτεί πολλά, τόσο πολλά και τόσο εξυμνητικά που απειλούν να τη φθείρουν και να την υπονομεύσουν. Ο άλλος είναι ακόμη άγνωστος στο ευρύ κοινό, ίσως επειδή μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν όλοι ταμπού απαραβίαστο την αναγόρευση σε πλανητάρχη ενός ανθρώπου που το δέρμα του δεν είναι λευκό. Μα τώρα που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να ανατρέπουν αυτό το ταμπού και ο συμπαθής νεαρός μαύρος αρχίζει να θεωρείται φαβορί για τον Λευκό Οίκο, διαπιστώνουμε ότι το μεγάλο του όπλο είναι το ίδιο με εκείνο της νεαρής κυρίας που φιλοδοξεί να μετακομίσει στα Ηλύσια Πεδία: η αμφιθυμία.

Αν η Σεγκολέν εξαγγέλλει λαϊκές επιτροπές για τη συζήτηση των μεγάλων προβλημάτων και την ίδια ώρα απειλεί να αναθέσει στους στρατιωτικούς την εκπαίδευση των νεαρών εγκληματιών, ο Μπάρακ δηλώνει οργισμένος για τις μεγάλες ανισότητες στην αμερικανική κοινωνία και ταυτόχρονα προβληματισμένος για τον δογματισμό των φιλελεύθερων συντρόφων του. Επισκέπτεται τους καταυλισμούς προσφύγων στο Τσαντ για να προσελκύσει την προσοχή στη γενοκτονία του Νταρφούρ και την ίδια ώρα προωθεί από κοινού με τον υπερ-συντηρητικό Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Τομ Κόμπερν το πρώτο του νομοσχέδιο για την υποχρεωτική δημοσίευση στο Internet του κόστους όλων των ομοσπονδιακών συμβάσεων και παροχών. Ζητά τη σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ, σπεύδοντας όμως να τονίσει ότι δεν θεωρεί τα σχέδια των φιλελευθέρων μια αξιόπιστη πολιτική εθνικής ασφαλείας.

«Οι νίκες που σημείωσε η γενιά του '60 - η αποδοχή των μειονοτήτων και των γυναικών, η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών, η αμφισβήτηση της εξουσίας - έκαναν την Αμερική έναν πολύ καλύτερο τόπο για όλους τους πολίτες της», γράφει ο Μπάρακ Ομπάμα στο βιβλίο του Η Τόλμη της Ελπίδας. «Αυτό που χάθηκε όμως στον δρόμο και δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί είναι οι κοινές προϋποθέσεις - η ποιότητα της εμπιστοσύνης και το αίσθημα της συντροφικότητας - που ενώνουν όλους τους Αμερικανούς». Ο γιος του Κενυάτη οικονομολόγου που εγκατέλειψε τη λευκή σύζυγό του και το δίχρονο παιδί τους για να επιστρέψει στην πατρίδα του δεν είναι ένας μαχητής. Δεν είναι καν ένας φιλελεύθερος, με την τρέχουσα έννοια του όρου. Όπως γράφει ο Μάικλ Τομάσκι στο New York Review of Books, ο Ομπάμα αισθάνεται παγιδευμένος σε μια φυσαλλίδα, που θέλει να τη σπάσει για να βγει από μέσα κάτι δυναμικό και καινούργιο. Κάτι ανάλογο υπόσχεται και η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Μπορεί όλα αυτά να αποδειχθούν κούφια λόγια. Αλλά οι εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ χειρότερες.