Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009

Μυρωδιά καμένης σάρκας





Βλέποντας χθες κανείς τον Νετανιάχου στις συναντήσεις του με τον Ομπάμα και τον Αμπάς, για ένα πράγμα μπορούσε να στοιχηματίσει: ότι την ταινία «Λίβανος» ούτε την είδε ούτε πρόκειται να τη δει.

Η πρώτη φορά που ο Σαμουέλ Μαόζ προσπάθησε να γράψει το σενάριο ήταν το 1988, έξι χρόνια μετά τον πρώτο πόλεμο στο Λίβανο. Κι αυτό που θυμάται είναι η μυρωδιά της καμένης σάρκας. Αλλά δεν τα κατάφερε, ήταν ακόμα πολύ νωρίς, μόλις τελείωνε μια σελίδα πήγαινε στην τουαλέτα και ξερνούσε. Τα χρόνια περνούσαν, ο Μαόζ εργαζόταν στον τομέα της διαφήμισης, ώσπου το 2006 ξέσπασε ο δεύτερος πόλεμος του Λιβάνου. Συνειδητοποίησε τότε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι είχαν περάσει 25 χρόνια και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Δεύτερον, ότι είχε φτάσει 45 χρονών και δεν είχε κάνει τίποτα ουσιαστικό στη ζωή του. Άρχισε έτσι να γράφει ξανά. Και ξαφνικά δεν μπορούσε να σταματήσει. Ολοκλήρωσε το σενάριο μέσα σε τέσσερις εβδομάδες.

Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον πόλεμο του 1982 από τους άλλους πολέμους στους οποίους έχει εμπλακεί το Ισραήλ; Γιατί έχουν γυριστεί ώς τώρα τρεις ταινίες για εκείνο τον πόλεμο (συμπεριλαμβανομένου του συγκλονιστικού «Βαλς με τον Μπασίρ») και καμία για τον Πόλεμο των Έξι Ημερών; Επειδή στους άλλους πολέμους τηρήθηκαν κάποιοι κανόνες, λέει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Μαόζ, που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό Φεστιβάλ της Βενετίας. Κάθε στρατός είχε σαφείς στόχους, αναγνωρίσιμες στολές, ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης για το οποίο πολεμούσε. Στον Λίβανο δεν υπήρχε τίποτα, κανένας κανόνας, μονάχα τρέλα στην ατμόσφαιρα. Μια μέρα διέταξαν τους στρατιώτες να βομβαρδίσουν κάποιες γειτονιές, εκείνοι αντέδρασαν, «μα ζουν άνθρωποι εκεί πέρα», είπαν, «δεν είναι άνθρωποι, είναι τρομοκράτες», τους διαβεβαίωσαν, αλλά φυσικά ήταν ψέμα. Ο Μαόζ ξέρει καλά γιατί μιλάει, έλαβε μέρος σ΄ εκείνο τον πόλεμο, βρισκόταν σ΄ ένα τανκ σαν κι αυτό όπου εκτυλίσσεται η ταινία.

Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους σημερινούς σαραντάρηδες ή πενηντάρηδες του Ισραήλ κι εκείνους που ήταν παιδιά στο Ολοκαύτωμα: οι πρώτοι, ή εν πάση περιπτώσει ένα μέρος τους, δεν θεωρούν ότι η χώρα τους αντιμετωπίζει κίνδυνο επιβίωσης. Και αναγνωρίζουν την ανάγκη να αλλάξουν τα πράγματα. Όταν τελείωσε η ταινία, ο Μαόζ την έδειξε σε διάφορες ομάδες θεατών, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν αριστεροί. Και η αντίδρασή τους ήταν θετική. Ο Ισραηλινός σκηνοθέτης δεν θα ξεχάσει επίσης την αντίδραση του πλούσιου επιχειρηματία στον οποίο είχε απευθυνθεί ζητώντας χρηματοδότηση για την ταινία του. Στην αρχή ήταν άνετος και σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά όσο προχωρούσε η αφήγηση η σιγουριά αυτή άρχισε να κλονίζεται, ώσπου κάποια στιγμή ξέσπασε σε λυγμούς. «Είμαι ένας δειλός», έλεγε. «Είμαι ένας δολοφόνος. Είμαι ένα τίποτα».

Ο Νετανιάχου κλείνει σε λίγες μέρες τα εξήντα. Κι αυτό το κλάμα, το λυτρωτικό, μάλλον δεν θα το γνωρίσει ποτέ.