Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009

Πρόβλημα δημοκρατίας




Κάθε φορά που ένας διακεκριμένος ιστορικός ή οικονομολόγος θυμάται τον Μαρξ, καταλαβαίνει κανείς ότι τα πράγματα είναι σκούρα. Γιατί με τα κόλπα των τρέιντερ δεν πρόκειται βέβαια να υπάρξει διέξοδος από την κρίση.

Επιτέλους μια ανάλυση από τα παλιά, με τα «εποικοδομήματα», τις «υποδομές» και τις καπιταλιστικές της «αντιφάσεις». Οι πολιτικές προβλέψεις του Μαρξ μπορεί να διαψεύστηκαν, γράφει ο ιστορικός Πολ Κένεντι στηΧέραλντ Τρίμπιουν, αλλά ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής του ανάλυσης διατηρεί την αξία του. Είναι βέβαιο, για παράδειγμα, ότι οι τεκτονικές αλλαγές στις δυνάμεις παραγωγής έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιοδήποτε ανακοινωθέν μιας συνόδου δύο, οκτώ ή είκοσι ηγετών. Αν τα μέτρα που αποφάσισαν αυτοί οι ηγέτες στο Λονδίνο είχαν ως αποτέλεσμα να τονωθούν βραχυπρόθεσμα οι αγορές, έχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τι απουσιάζει από τις ανακοινώσεις τους, τι κρύβεται στις «υποδομές».

Δύο είναι, κατά τον Κένεντι, τα λεπτά ζητήματα που δεν εξέτασε η G20. Το πρώτο είναι η μείωση της παγκόσμιας κυριαρχίας του δολαρίου. Ο Μαρξ ασφαλώς θα το είχε επισημάνει: δεν είναι δυνατόν το χαρτονόμισμα μιας χώρας που κατέχει το ένα πέμπτο του παγκόσμιου ΑΕΠ να στηρίζει το 75% των ανταλλάξιμων συναλλαγματικών αποθεμάτων του πλανήτη. Η αντίφαση αυτή κάποια στιγμή θα ερχόταν στην επιφάνεια. Ο «κανόνας του δολαρίου» φτάνει στο τέλος του. Και η διαπίστωση αυτή σχετίζεται με το δεύτερο ζήτημα που αγνόησε η χαρούμενη οικογένεια του Λονδίνου, τη γενικότερη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη Δύση (West) προς τα «επιτυχημένα μέρη των Υπολοίπων (Rest)», σύμφωνα με τη διατύπωση του Πολ Κένεντι. Η Κίνα δεν θα δεχθεί βέβαια να αυξήσει τη συνεισφορά της προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο χωρίς ανταλλάγματα. Σε καμιά δεκαετία, το πολύ, ο κανόνας που θέλει τον πρόεδρο του ΔΝΤ να είναι πάντα Ευρωπαίος θα έχει καταργηθεί.

Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και μια τρίτη «τεκτονική» αλλαγή, την οποία ο συγγραφέας τηςΑνόδου και Πτώσης των Μεγάλων Δυνάμεωνενδεχομένως υποτιμά. Πρόκειται για την οργή των απελπισμένων, των ανθρώπων που χάνουν ή κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους και ως αποτέλεσμα αισθάνονται λιγότερο πολίτες. Όπως γράφει ο διευθυντής της Ρεπούμπλικα Έτσο Μάουρο, ο καπιταλισμός πίστεψε ότι μπορούσε να απελευθερωθεί από τον δεσμό που σε όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα τον συνέδεε με την εργασία, και να προχωρήσει μόνος του. Με τον τρόπο αυτό, όμως, διαρρηγνύεται και ο δεσμός που ένωνε πάντα στις δημοκρατίες τους πλούσιους με τους φτωχούς. Η οικονομική κρίση κινδυνεύει έτσι να μετατραπεί σε κρίση νομιμότητας, έλλειμμα ισότητας, με άλλα λόγια πρόβλημα δημοκρατίας. Όταν οι νέοι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης συνειδητοποιήσουν ότι δεν αποτελούν καν μέρος της εξίσωσης, ότι τους έχουν πετάξει από το παιχνίδι, μπορεί να αντιδράσουν με «απρόβλεπτο» τρόπο. Και τότε ποιος θα μπορέσει να τους κατηγορήσει;