Κανείς δεν υπερβαίνει τα όρια
Θα έρθει άραγε μια μέρα που στις κηδείες δεν θα ακούγονται λυγμοί, αλλά τραγούδια; Θα μας βοηθήσει η λογοτεχνία, θα μας επιτρέψει η θρησκεία, να συμφιλιωθούμε μια μέρα με τον θάνατο;
Το βιβλίο του Τζιμ Κρέις «Νεκροί» (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις ΟΞΥ) ξεκινά με δύο διδάκτορες της ζωολογίας, τον Τζόζεφ και τη Σελίς, να περπατούν σε κάποιους μακρινούς αμμόλοφους. Κι ύστερα, ξαφνικά, απροσδόκητα, «άδικα», το τέλος. Κάποιοι τους σκοτώνουν στο ξύλο. Για πλάκα; Από λάθος; Για εκδίκηση; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όπως δεν θα μάθουμε ποτέ την ιστορία της ζωής τους. «Η Σελίς κι ο Τζόζεφ ήταν μαλακά φρούτα», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ζούσαν μέσα σε τρυφερά σώματα. Ήταν ευάλωτοι. Δεν είχαν τη δύναμη να μην πεθάνουν. Ήταν, είμαστε, μόνο σάρκα, κι ύστερα γινόμαστε μόνο κρέας». Η κόρη τους, που καλείται να αναγνωρίσει τα πτώματα, διαπιστώνει πως ο θάνατος δεν είναι αυτό που της είχαν πει: μια ομαλή μετάβαση σε έναν καλύτερο τόπο. «Ήταν αναίσθητοι σαν πέτρες, αιχμάλωτοι του τυφλού ανέμου». Αλλά δεν απελπίζεται. Το συμπέρασμά της είναι αρκετά πεζό: «Κανείς δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια. Δεν υπάρχει φάρμακο για το θάνατο- ή για τη γέννηση- εκτός από το να αγκαλιάσεις τους χώρους ανάμεσά τους. Να ζήσεις δυνατά. Να ζήσεις πλατιά. Να ζήσεις ψηλά».
Ο δημοσιογράφος Γιόχαν Χάρι θυμήθηκε αυτό το βιβλίο όταν επισκέφθηκε την πολυσυζητημένη έκθεση Βodies, μια παραλλαγή της οποίας μπορούμε να δούμε αυτόν τον καιρό και στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. Ο δημιουργός της, ο Γερμανός ανατόμος Γκίντερ φον Χάγκενς, θεωρείται από πολλούς περίεργος, άρρωστος, ενδεχομένως διεστραμμένος. Από ιστορική άποψη όμως, γράφει ο Χάρι στην Ιντιπέντεντ, η περίεργη και άρρωστη εξαίρεση είμαστε εμείς. Όλα τα προηγούμενα κύματα του ανθρώπινου είδους θεωρούσαν φυσιολογικό να παρατηρούν την ψυχρή πραγματικότητα του θανάτου. Μόνο εμείς προσπαθούμε να την απωθήσουμε, να τη διώξουμε, να την ξεχάσουμε. Κατά βάθος, ελπίζουμε ότι μια μέρα θα τη νικήσουμε.
Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύτηκε μια αμερικανική έρευνα σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι με ισχυρή πίστη που βλέπουν τον θάνατο να έρχεται απαιτούν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από τους γιατρούς να τους κρατήσουν στη ζωή. Αντί η θρησκεία να συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τον θάνατο, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την αποδοχή του. Το δύσκολο έργο πρέπει λοιπόν να το αναλάβει, όπως πάντα, η λογοτεχνία. «Όλα πρέπει να τα μάθουμε, από το πώς να διαβάζουμε ώς το πώς να πεθάνουμε», είπε ο Φλωμπέρ. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι είμαστε πολύ απασχολημένοι στο να προσπαθούμε να μάθουμε πώς να ζούμε, κι έτσι δεν μας μένει χρόνος να σκεφτούμε τον θάνατο. Αλλά όλοι ξέρουμε πως αυτό είναι ψέμα, έτσι δεν είναι;
2 Comments:
Μισέλ, δεν κατάλαβα γρυ από αυτά που έγραψες. Ρώτησα λοιπόν το σιγκνίφικαντ άδερ που όπως και να το κάνεις, του κόβει κάπως παραπάνω από μένα, άσε που τον κατηγορούν ότι γράφει με text generator οπότε ως πάπας του ακατανόητου, θα ήτο σε θέση να σε ερμηνεύσει, είπα εγώ τώρα.
"Με ρωτάς αν σκέφτομαι κι εγώ τον θάνατο" με ρώτησε απαντώντας μου. Τί να πω κι εγώ, από σεβασμό στα άσπρα του μαλλιά δεν έριξα σιχτίρι. "Όμως ο θάνατος δεν αφορά αυτόν που πεθαίνει αλλά αυτούς που μένουν", συνέχισε και είχε δίκιο γιατί το σιγκνίφικαντ άδερ ειναι σοβαρό αγόρι, Μισέλ κι ας κάνει παρέα μαζί μου. Όσοι σκέφτονται το θάνατο μάλλον φοβούνται ότι θα τους ξεχάσουν σύντομα. Έτσι δεν είναι;
Όλα τα προηγούμενα κύματα του ανθρώπινου είδους θεωρούσαν φυσιολογικό να παρατηρούν την ψυχρή πραγματικότητα του θανάτου. Μόνο εμείς προσπαθούμε να την απωθήσουμε, να τη διώξουμε, να την ξεχάσουμε. Κατά βάθος, ελπίζουμε ότι μια μέρα θα τη νικήσουμε.
Είναι φανερό οτι με το "εμείς" ο αρθρογράφος αναφέρεται όχι στο "νυν κύμα του ανθρώπινου είδους", αλλά απλώς στο ποσοστό εκείνο των κατοίκων του πλανήτη που ευτύχησε να ζήσει μια σχετικά μακρά περίοδο ειρήνης, με συνεχή ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής. Αντιστρέφει λοιπόν τα πράγματα ο Χάρι: όπου και όποτε οι άνθρωποι (των προηγούμενων γενιών, ή αυτοί που ζούν σήμερα "αλλού", με πόλεμο, πείνα και αρρώστειες) παρατηρούν το θάνατο, δεν είναι γιατί θεωρούν οτι η παρατήρηση είναι φυσιολογική, αλλά γιατί ο θάνατος είναι "φυσιολογικός", πανταχού παρών στη βιωμένη πραγματικότητα. Σήμερα (και "εδώ"), η ανθρωπότητα έχει νικήσει "λίγο" το θάνατο: είμαστε πάντα θνητοί, αλλά είναι πχ σπάνιο να πεθαίνει κανείς ανήλικος (πρακτικά γίναμε ας πούμε ανήλικα αθάνατοι). Στην ίδια τη βιωμένη πραγματικότητα (μας), ο θάνατος είναι λιγουλάκι πιό μακριά, στο χώρο και το χρόνο, παραμένοντας εξίσου αναπόδραστος και ανεξέλεγκτος όπως ακριβώς και από καταβολής ανθρώπινου πολιτισμού.
Όσο για τους θρησκευόμενους, το πράγμα έχει νομίζω απλή εξήγηση: στα βασικά - όχι σε όλα - χριστιανικά θεολογικά συστήματα ιδεών (σόρρυ για τη χοντροκοπιά του όρου), ο θάνατος ταυτίζεται με τη θεία κρίση που θα προσδιορίσει τη "μετά θάνατον ζωή", και το υλικό της κρίσης δεν είναι άλλο παρά η τήρηση της θεϊκής βούλησης (ηθικής) κατά το βίο, βούληση που κατανοείται ως σεβασμός και προστασία της ζωής γενικώς, συμπεριλαμβανομένης αυτής του πιστού. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να εκπλήττουν τα ευρήματα της έρευνας κάποιον που δεν έχει εντοπίσει τουλάχιστο την ίδια αντίφαση στην καταδίκη των αμβλώσεων από την εκκλησία;
(Ως άθεος φοβάμαι οτι τέτοιου είδους κριτικές της θρησκείας έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με την πολεμική με παπαριές τύπου Ντώκινς: βάζοντας "εύκολα" και για τον τελευταίο παπά, τη δυναμώνουν)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home