Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

Τα φαινόμενα απατούν



«Θα σηκωθώ και θα φύγω τώρα, και θα πάω στο Ινισφρή/ Και θα κτίσω μια καλύβα από καλάμια και πηλό/ Θα έχω εννέα φασολιές και μια κυψέλη/ Και θα ζω μονάχος στο πολύβουο από τις μέλισσες ξέφωτο».

Στα τέλη του καλοκαιριού του 1926, η Π.Λ. Τράβερς αποφάσισε να επισκεφθεί τον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς στο Δουβλίνο. Ήταν 27 ετών και ήθελε να ασχοληθεί με την ποίηση. Ο νεαρός ποιητής, όμως, την έβαλε να περάσει πρώτα μια δοκιμασία: ζήτησε από ένα βαρκάρη να της δείξει το Λοχ Γκιλ, τη λίμνη που περιγράφει στο ποίημά του με τίτλο «Το Νησί του Ινισφρή». Ο καιρός ήταν κακός, ο βαρκάρης γκρίνιαζε ότι το νησί είναι γεμάτο ποντίκια, αλλά η Τράβερς επέμενε. Στη βόλτα που έκανε, κάτω από συνεχή βροχή, δεν βρήκε ούτε ποντίκια ούτε την καλύβα του ποιητή. Βρήκε όμως γκι. Γέμισε την αγκαλιά της με κλαδιά και κόκκινους καρπούς και, λασπωμένη όπως ήταν, κτύπησε την πόρτα του ποιητή.

Εκείνος συγκινήθηκε πολύ, γράφει η Βάλερι Λόουσον σε μια νέα βιογραφία της Τράβερς («Αυτή έγραψε τη Μαίρη Πόππινς»). Αλλά η συνεργασία τους δεν περπάτησε. Η επίδοξη ποιήτρια αναζήτησε τότε την προσωπική της απελευθέρωση στο έργο ενός μυστικιστή του 20ού αιώνα, του Τζωρτζ Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ. Λίγα χρόνια αργότερα, θα αξιοποιούσε αυτές τις γνώσεις για να φέρει στο φως μια από τις πιο αγαπημένες ηρωίδες των παιδιών και των μεγάλων, μια φιγούρα που εξωτερικά αποτελεί πρότυπο μέτρου και πειθαρχίας, αλλά μέσα της κρύβει μια γοητευτική μάγισσα. «Δεν μ' αφήνει να πω τίποτα», παραπονιέται κάποια στιγμή ο Μάικλ στην ιστορική ταινία του Ντίσνεϋ. Γρήγορα όμως μαθαίνει, μαζί με όλα τα παιδιά του κόσμου, ότι τα φαινόμενα απατούν. Όπως μαθαίνει κι ο μπαμπάς του, μαζί με όλους τους μπαμπάδες του κόσμου, ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία, οι τράπεζές της και πολλά άλλα σύμβολα εξουσίας δεν πρέπει να λαμβάνονται πολύ στα σοβαρά. Η ζωή θα ήταν καλύτερη αν οι γονείς χόρευαν και τραγουδούσαν σαν τους καπνοδοχοκαθαριστές. Δεν αρκεί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα παιδιά τους - αλλά να διδάσκονται απ'αυτά, να γίνουν σαν κι αυτά.

Το νέο σώου του Μπρόντγουεϊ, γράφει ο Έντουαρντ Ρόθσταϊν στους Νιου Γιορκ Τάιμς, είναι μοιραία πιο σκοτεινό από την ταινία του 1964. Τα παιδιά εδώ δεν θεοποιούνται, έχουν κι αυτά ελαττώματα, αλλά και πάλι τη βασική θεραπεία τη χρειάζονται οι γονείς. Ο κ. Μπανκς υμνεί αρχικά την ακρίβεια και την τάξη, για να καταλάβει στην πορεία ότι είναι καλύτερα να εγκρίνει ένα δάνειο σε έναν τίμιο ανερχόμενο επιχειρηματία παρά σε έναν αδίστακτο φιλοχρήματο βλάκα. Όλα αυτά δεν έχουν βέβαια σχέση με την πραγματικότητα, αλλά τα έχουμε ανάγκη ακριβώς για να τα βγάζουμε πέρα με την πραγματικότητα. Έχουμε ανάγκη να παραμυθιαζόμαστε. Άλλωστε και το νησί του Γέιτς γεμάτο ποντίκια ήταν, αλλά εκείνος δεν είχε αυτιά παρά μονάχα για τις μέλισσες.