Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

Η κοινή γνώμη είναι σαν την πλαστελίνη




Τι πρέπει άραγε να αισθανόμαστε για την Ελλάδα: συμπάθεια ή οργή; Οργή φυσικά, απαντά στο ερώτημα αυτό του BBC ο Νίκολας Ουόλτον, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων. «Αντί να αξιοποιήσουν τα χαμηλά επιτόκια και την αποτελεσματικότητα της μεγαλύτερης ενιαίας αγοράς του κόσμου για να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, οι έλληνες πολιτικοί συνέχισαν το παιχνίδι εξαγοράς ψήφων επιδεικνύοντας κρατική γενναιοδωρία. Το ίδιο παιχνίδι έπαιξε και ο ελληνικός λαός: το εθνικό παιχνίδι της φοροδιαφυγής συνεχίστηκε με ολυμπιακές επιδόσεις, όπως και το μαγείρεμα των βιβλίων, με έξωθεν βοήθεια και συνενοχή».

Συμπάθεια φυσικά, απαντά ο Σάιμον Τίλφορντ, από το Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης. «Εχουμε ζητήσει τα δύο τελευταία χρόνια από τους Ελληνες να πραγματοποιήσουν το αδύνατο. Οι περικοπές που έχουν επιβάλει στις δημόσιες δαπάνες είναι μεγαλύτερες απ' ό,τι έχει κατορθώσει να κάνει οποιαδήποτε ανεπτυγμένη οικονομία. Και τώρα, παρ' όλο που η στρατηγική αυτή έχει αποτύχει και έχει αποδειχθεί πλήρως αντιπαραγωγική, ζητάμε από την Ελλάδα να επιβάλει ακόμη μεγαλύτερες περικοπές!».

Ολα είναι σχετικά, επισημαίνει ο ανταποκριτής της «Μοντ» στην Ολλανδία. Η εικόνα της Ελλάδας στη χώρα αυτή είναι, ως γνωστόν, ιδιαίτερα αρνητική. Οι Ολλανδοί μάς θεωρούν τεμπέληδες, απατεώνες και αχάριστους, έτοιμους να φτύσουμε το χέρι που μας βοηθάει. Μόλις όμως ένας δημοσιογράφος γράψει ότι οι αυτοκτονίες έχουν αυξηθεί δραματικά στην Αθήνα ή ότι διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις παρέχουν καταφύγιο σε απελπισμένα παιδιά, αμέσως το κλίμα αλλάζει. Οι απατεώνες γίνονται συμπαθείς. Και οι υπουργοί που μέχρι τώρα χειροκροτούνταν όταν ζητούσαν εγγυήσεις για να δώσουν χρήματα στους ασώτους μετατρέπονται σε άπονους και κακούς.

Η κοινή γνώμη είναι σαν την πλαστελίνη. Η ίδια κοινωνία που υποστήριζε κόμματα τα οποία διακήρυσσαν σιδηρά πυγμή απέναντι στους ξένους συγκινείται ξαφνικά για την περίπτωση ενός αγοριού που καλείται να επιστρέψει στην πατρίδα του με τα αεροπορικά έξοδα πληρωμένα. Πριν από δέκα χρόνια, ο Μάουρο Μανουέλ πήρε το αεροπλάνο από την Ανγκόλα και πήγε στην Ολλανδία. Φιλοξενήθηκε από μια οικογένεια, έμαθε ολλανδικά, γράφτηκε στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα και σπούδασε πληροφορική. Με άλλα λόγια, ενσωματώθηκε πλήρως στην ολλανδική κοινωνία. Κατά βάθος, όμως, παρέμεινε Ανγκολέζος. Με βάση λοιπόν τη νέα νομοθεσία, μόλις έκλεισε τα 18 έλαβε εντολή να εγκαταλείψει τη χώρα. Μάταια ζήτησε η οικογένεια όπου έμενε να τον υιοθετήσει. Ούτε η αριστερή υπουργός μετανάστευσης Νεμπαχάτ Αλμπαϊράκ ούτε ο δεξιός διάδοχός της Γκερντ Λέερς δέχθηκαν να χρησιμοποιήσουν τις εξουσίες τους για να προσφέρουν στον Μάουρο μόνιμη άδεια παραμονής. Τα μέσα ενημέρωσης το έκαναν θέμα. Και ξαφνικά, το 70% των Ολλανδών θέλει ο Μάουρο να μείνει. Οι άλλοι 2.000 ξένοι μπορούν να φύγουν, ο συμπαθητικός ποδοσφαιριστής με το μελαγχολικό βλέμμα όχι. Ακόμα και το ξενοφοβικό κόμμα του Βίλντερς διχάστηκε, με τους μισούς σχεδόν ψηφοφόρους του να ζητούν μια εξαίρεση για τον Μάουρο...