Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2008

Η πέτρα είχε τη δική της ιστορία



«Με λένε Μπάσαμ, γεννήθηκα στην ανατολική Ιερουσαλήμ και είμαι οικοδόμος. Όταν τελείωσε το πρώτο Μάκομ, ήμουν υπερήφανος, πίστευα ότι μέσα του ήταν κλεισμένη όλη η ομορφιά της πατρίδας μου».

Τη λένε Μιχάλ Ρόβνερ, γεννήθηκε το 1957 στο Τελ Αβίβ και σπούδασε φωτογραφία, κινηματογράφο, χορογραφία και φιλοσοφία. Έχει συνεργαστεί με τον Φίλιπ Γκλας, τον Χάινερ Γκέμπελς, τον Νταβίντ Γκροσμάν. Όταν δεν βρίσκεται στο στούντιό της, στη Νέα Υόρκη, ζει στο μικρό, λιτό, ξύλινο σπίτι της ανάμεσα στο Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ. Εκεί, ανάμεσα στις ελιές και τα γκρέιπ φρουτ, κατασκευάζουν ο Μπάσαμ και η ομάδα του το «Μάκομ ΙΙ», το τελευταίο έργο της Μιχάλ, ένα κτίσμα 5 μέτρα επί 5, ύψους 3 μέτρων, που ζυγίζει 60 τόνους και αποτελείται εξ ολοκλήρου από πέτρες που μαζεύτηκαν από κάθε γωνιά της παλαιστινιακής γης, από την Ιερουσαλήμ ώς τη Βηθλεέμ, από τη Χεβρώνα ώς τη Χάιφα, από τη Ναμπλούς και τη Γαλιλαία ώς τη Ραμάλα και όλους τους άλλους τόπους που η Μιχάλ δεν μπορεί να επισκεφθεί. Τους επισκέπτονται όμως ο Μπάσαμ και οι συνάδελφοί του, που γνωρίζουν πια καλά τι θέλει ο «Φαραώ», όπως αποκαλούν αυτή τη μικροσκοπική όσο και μαχητική γυναίκα.

Κι αυτό που θέλει η Μιχάλ Ρόβνερ είναι πέτρες παλιές, που έχουν γραμμένη πάνω τους την ιστορία τους. Πέτρες που ήταν κάποτε σπίτια, φρούρια, τείχη, φράχτες ή καλύβες. Πέτρες διαφορετικές η μία από την άλλη. Όταν φτάνουν στον κήπο της, η Μιχάλ τις χωρίζει με βάση το σχήμα και το χρώμα τους, γράφει στο κέντρο τους έναν αριθμό και τις παραδίδει στους εργάτες για να φτιάξουν το «Μάκομ», δηλαδή τον «τόπο»: ένα σπίτι όπου δεν μπαίνει κανείς, αλλά περιέχει χώρο, φως, εικόνες, έναν τόπο των τόπων, βαρύ όπως ο χρόνος. Μέρος του έργου είναι και οι κατασκευαστές του, γεννημένοι στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ, Άραβες και Εβραίοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και δρούζοι. Και στη συνέχεια όλα αυτά τα «Μάκομ» ταξιδεύουν, άλλο για την Αγγλία κι άλλο για τη Νέα Υόρκη. «Οι πέτρες», λέει η Ρόβνερ στην απεσταλμένη του περιοδικού Λ΄Εσπρέσσο, «αποτελούν την ιστορία που περνά από άνθρωπο σε άνθρωπο, από οικογένεια σε οικογένεια. Γι΄ αυτό και η συναρμολόγησή τους απαιτεί ενέργεια ανθρώπινη, όχι μηχανική. Ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ταυτότητας. Και σιχαίνομαι να αναζητώ σ΄ αυτές σύμβολα, τον πόλεμο, την ειρήνη, το Ισραήλ».

Όταν τελείωσε το πρώτο Μάκομ, ο Μπάσαμ ήταν υπερήφανος. Αλλά λίγες ώρες μετά χρειάστηκε να το διαλύσουν για να το μεταφέρουν στην Αγγλία. «Μας έπιασε κατάθλιψη, δεν μας φαινόταν σωστό να το μετακινήσουμε από εκεί. Αλλά η Μιχάλ μάς είπε “εμπρός, ας φτιάξουμε ένα άλλο”, και ξεκινήσαμε να βρούμε άλλες πέτρες, από άλλους τόπους».