Δευτέρα, Ιουνίου 02, 2008

Η αχλύς του πόνου



«Τα μόνα για τα οποία είμαι σίγουρος», λέει ο αφηγητής, «είναι η χρονολογία και ο τόπος: Σικάγο, 2 Μαρτίου 1908. Πέρα απ΄αυτά, υπάρχει η αχλύς της ιστορίας και του πόνου, και τώρα βυθίζομαι σ΄ αυτήν».

O Σούλζο επισκέπτεται μια μέρα τον Μούζο, που πήγε στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 για να γλιτώσει από τους πολέμους στην πατρίδα του, τη Γιουγκοσλαβία. Ο Μούζο τον παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο με μια λιμουζίνα και τον πηγαίνει σε μια βίλα. «Βλέπεις αυτό το σπίτι;» του λέει. «Είναι το σπίτι μου». Του δείχνει την πισίνα και μια σέξι γυναίκα που κάνει ηλιοθεραπεία. «Αυτή είναι η γυναίκα μου». «Υπέροχα», αναφωνεί ο Σούλζο. «Και ποιος είναι αυτός ο γεροδεμένος, ηλιοκαμένος νεαρός που της κάνει μασάζ;». «Αυτός είμαι εγώ», απαντά ο Μούζο.

Το πρόβλημα της ταυτότητας, δοσμένο μέσα από πολύ χιούμορ και πολλή θλίψη, είναι φυσικό να δεσπόζει στο βιβλίο ενός ανθρώπου που μεγάλωσε στο Σαράγιεβο, βρέθηκε για μια επίσκεψη στο Σικάγο και επέλεξε να μείνει εκεί όταν ξέσπασε πόλεμος στην πατρίδα του. Στο μυθιστόρημα του Αλεξάνταρ Χέμον «Σχέδιο Λάζαρος» (Εκδ. Riverhead Βooks), τα ανέκδοτα τα λέει μια Βόσνια φωτογράφος, η Ρόρα, με την οποία ο συμπατριώτης της- και κεντρικός ήρωας- Βλαντίμιρ Μπρικ επισκέπτεται την Ανατολική Ευρώπη ακολουθώντας τα ίχνη ενός μετανάστη που σκοτώθηκε το 1908. Όπως γράφουν οι Νιου Γιορκ Τάιμς, ο Λάζαρος Άβερμπουχ ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ένας νεαρός Εβραίος που διέφυγε το 1903 από το πογκρόμ στο Κισινάου (στο σημερινό Μόλδοβα) και κατέφυγε στο Σικάγο. Αν και η ιστορία του καλύπτεται από μυστήριο, το βέβαιο είναι ότι στις 2 Μαρτίου 1908 κτύπησε την πόρτα του αρχηγού της αστυνομίας Τζωρτζ Σίππυ, ο οποίος λίγο αργότερα τον πυροβόλησε και τον σκότωσε, λέγοντας ότι ήταν αναρχικός. Το Σικάγο, που δεν είχε συνέλθει ακόμη από τις αιματηρές ταραχές στο Χέιμαρκετ, βυθίστηκε σε μια κατάσταση ξενοφοβικής υστερίας. «Ο πόλεμος κατά του αναρχισμού ήταν σαν τον σημερινό πόλεμο κατά του τρόμου», σημειώνει ο συγγραφέας. «Οι παλιές συνήθειες δεν πεθαίνουν ποτέ».

Αναζητώντας μια επιχορήγηση για να γράψει ένα βιβλίο για τον Λάζαρο, ο Μπρικ ταυτίζεται όχι μόνο με τον νεκρό μετανάστη, αλλά και με τον Λάζαρο της Βίβλου, που ήταν πρόσφυγας κι αυτός, όχι από τη Γιουγκοσλαβία αλλά από τον θάνατο. Θέλει να γράψει αυτή την ιστορία σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει τη δική του θέση, τη δική του ταυτότητα. Δεν κερδίζει χρήματα. Δεν είναι αφοσιωμένος στον γάμο του με τον σαφή και ξεκάθαρο τρόπο που είναι αφοσιωμένη η Αμερικανίδα σύζυγός του. Εκείνη είναι μια νευροχειρουργός που σώζει ζωές. Εκείνος είναι βυθισμένος σε μια διαρκή σύγχυση, από την οποία δεν υπάρχει διέξοδος. «Οι εφιάλτες σου σε ακολουθούν για πάντα, σαν σκιά», σημειώνει. Όταν φτάνει στο Σαράγιεβο με τη Ρόρα, ανακαλύπτει ότι οι ιστορίες της είναι ίδιες με τις ιστορίες της πόλης. Όσο για τη δική του ιστορία, ο Λάζαρος-Μπρικ-Χέμον συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αρχίσει επιτέλους να τη γράφει ο ίδιος.