Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008

Τα χέρια δεν μιλούν πια



Σε μια σκηνή της συγκλονιστικής «Επέλασης των Βαρβάρων», ένας από τους φίλους του πρωταγωνιστή λέει: «Διαβάσαμε τον Φανόν και γίναμε αντι-αποικιοκράτες». Και δεν είναι οι μόνοι.

Γιατί τον Φανόν; Αυτό ρωτάει κάποια στιγμή τον συγγραφέα ο αδελφός του, κι αυτός απογοητεύεται και εξεγείρεται, μα είναι δυνατόν να με ρωτάει κάτι τέτοιο ύστερα απ΄ όλα όσα έχει περάσει ο ίδιος και η οικογένειά μας, ύστερα από τόσα χρόνια στη φυλακή, ύστερα από τις πολιορκημένες ζωές των ανθρώπων που αγαπάμε και μας αγαπούν, είναι δυνατόν να με ρωτάει για ποιον λόγο έγραψα ένα βιβλίο για τον Φανόν;

Ο Τζων Έντγκαρ Ουάιντμαν επικαλείται εδώ πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα: ο αδελφός του καταδικάστηκε σε ισόβια για φόνο, ο γιος του είχε λίγα χρόνια αργότερα την ίδια τύχη, στη συνοικία Χόμγουντ του Πίτσμπεργκ όπου μεγάλωσε οι μαύροι περνούσαν δύσκολα. Αυτές οι εμπειρίες απαντούν άραγε στο ερώτημα γιατί ασχολήθηκε με έναν άνθρωπο που πίστευε ότι η βία είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί η αδικία; Και για να το θέσουμε γενικότερα, όπως άλλωστε κάνει και ο συγγραφέας: οι αδικίες του σημερινού κόσμου, το Ιράκ, η δυσαναλογία των μαύρων φυλακισμένων προς τους λευκούς, δικαιολογούν άραγε την προσφυγή στη βία;

Ο Φραντς Φανόν (1925-1961) ήταν μια θρυλική φυσιογνωμία. Ψυχίατρος και επαναστάτης, πολέμησε με τους Αλγερινούς εναντίον της Γαλλίας και περιποιήθηκε πολλά θύματα βασανιστηρίων (αλλά, στη συνέχεια, και πολλούς Γάλλους βασανιστές). Το κλασικό βιβλίο του «Της Γης οι κολασμένοι» αποτελεί μια πραγματεία για τη βία, για τη σχέση των αποικιοκρατών με τα θύματά τους, για τις συνέπειες των βασανιστηρίων. Αλλά ο Ουάιντμαν δεν ήθελε να γράψει (άλλη) μια βιογραφία του ανθρώπου που ενέπνευσε τον Στηβ Μπίκο και τον Τσε. Όπως σημειώνουν οι Νιου Γιορκ Τάιμς, το βιβλίο Φανόν (εκδ. Ηoughton Μifflin Company) είναι ένα μυθιστόρημα για έναν συγγραφέα (τον ίδιο τον Ουάιντμαν) που προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα για τον Φανόν. Ένα από τα πιο δυνατά του σημεία είναι ένας φανταστικός διάλογος με τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, τον οποίο ο συγγραφέας μεταφέρει στη γενέτειρά του για να αποδείξει ότι οι ταινίες δεν μπορούν να καταγράψουν την πραγματικότητα- όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Φανόν δεν μπορούσε να καταγράψει στο χαρτί την ψυχολογική κατάπτωση των ασθενών του.

Το ίδιο παθαίνει και ο Ουάιντμαν, χωρίς αυτό να αποβαίνει τελικά εις βάρος του. Τα προβλήματα που περιγράφει δεν λύνονται με τη βία, το ξέρει, το ήξερε από την αρχή. Η βασική διαπίστωση όμως παραμένει: «Είμαστε όλοι ένα πρόσωπο, ένα σώμα. Αλλά τα χέρια δεν μιλούν πια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μισιούνται. Προσπαθούν να στραγγαλίσουν τον λαιμό στον οποίον ανήκουν. Οι άνθρωποι είναι τόσο βυθισμένοι στον μικρόκοσμό τους, ώστε ξεχνούν ότι ζουν στο ίδιο σώμα και ότι εξαρτώνται από τα ίδια αυτά δύο χέρια».

1 Comments:

At 6/5/08 2:54 π.μ., Blogger Μαύρο πρόβατο said...

Στη Γαλλία η όντως θρυλική μορφή του Φανόν είχε πρόσφατα την τιμητική της με τη - δυστυχή - αφορμή του θανάτου του πλήρους ημερών φίλου του και συναγωνιστή του, Aimé Césaire
Έστω και επιφανειακές, οι αναφορές στον Τύπο υπενθύμισαν στους νεότερους οτι η είσοδος στα μουσεία και τα σχολικά εγχειρίδια, δεν είναι πάντα συνώνυμο της μούχλας και του ξεπουλήματος. Αυτό όμως είναι ένα άλλο, δύσκολο ζήτημα, που δε χωράει στο για συγχαρητήρια σημερινό κείμενο.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home