Τετάρτη, Απριλίου 23, 2008

Σχεδόν ζωντανός



«Κάθομαι σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα/ ζαλισμένος, άρρωστος, σχεδόν ζωντανός/ και γράφω κλαμένους στίχους/ για την πόλη όπου γεννήθηκα» (Το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες, 1963)

Γεννήθηκε το 1930 στο Μπουένος Άιρες. Όπως θα έλεγε αργότερα, γεννήθηκε εκεί επειδή θέλησε να συνοδεύσει σε μια τόσο δύσκολη στιγμή τη μητέρα του, που ήταν κόρη ραβίνου. Ο πατέρας του, ένας Ουκρανός εργάτης, είχε εγκατασταθεί στην πόλη δύο χρόνια νωρίτερα, αφού είχε διαφύγει τόσο από τις τσαρικές φυλακές (όπου τον είχαν κλείσει για τη συμμετοχή του στην επανάσταση του 1905) όσο και από τη σοβιετική Ρωσία (όπου τον καταδίωκαν για τις επικίνδυνες ψευδαισθήσεις του). Ο πρώτος του στρατευμένος στίχος ήταν τρεις λέξεις σ΄ έναν τοίχο του Μπουένος Άιρες: «Ιρούν, νο πασαράν». (Η Ιρούν ήταν μια βασκική πόλη στα σύνορα με τη Γαλλία, που κατελήφθη από τους φασίστες στις 4 Σεπτεμβρίου 1936). Η πρωτεύουσα της Αργεντινής ζούσε τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο σαν να ήταν δική της υπόθεση και γρήγορα γέμισε με εξόριστους δημοκράτες.

«Ούτε να μείνω ούτε να φύγω/ να αντισταθώ/ αν και είναι σίγουρο/ πως θα υπάρξει κι άλλος πόνος,κι άλλη λήθη».

Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1956 με τίτλο «Το βιολί και άλλα προβλήματα». Όπως είπε ο ίδιος, τόσο αυτό το βιβλίο όσο και τα επόμενα τα έγραψε έχοντας τη βαθιά πεποίθηση ότι στον πόνο του τάνγκο υπάρχει κάτι παραπάνω από την οδύνη ενός άνδρα που τον εγκατέλειψε μια γυναίκα. Υπάρχει ένα βαθύτερο κενό, το κενό μιας ταυτότητας που μας αφήνει μόνους με τις ευθύνες μας. Το κενό, ας πούμε, της κομμουνιστικής ταυτότητας: το ΚΚ Αργεντινής δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τις αναφορές στο Σικάγο και σε άλλα αγγλοσαξωνικά ονόματα που υπήρχαν σε πολλά ποιήματά του. Κάπως έτσι ο ποιητής εγκατέλειψε το 1964 το κόμμα, στη νεολαία του οποίου είχε ενταχθεί 24 χρόνια νωρίτερα.

Στη συνέχεια καταδικάστηκε σε θάνατο δύο φορές. Πρώτα από το παραστρατιωτικό σώμα ΑΑΑ, κι ύστερα από τους πρώην συντρόφους του, τους Μοντονέρος. Το 1975 πήρε τον δρόμο της εξορίας. Έναν χρόνο αργότερα, ο γιος του Μαρσέλο Αριέλ και η 20χρονη νύφη του Μαρία Κλαούντια, που ήταν έγκυος, συνελήφθησαν από τη χούντα, οδηγήθηκαν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και εκτελέστηκαν. Η εκτέλεση εκείνη, όπως και η απαγωγή της ανιψιάς του, αποτελούν το σκοτεινό υπόβαθρο των ποιημάτων του, βασανίζουν τις λέξεις τους, διακόπτουν κάθε τόσο τη μουσικότητά τους.

Τον λένε Χουάν Χέλμαν, είναι ποιητής, δημοσιογράφος, μαχητής της ελευθερίας, θύμα της δικτατορίας, και σήμερα του απονέμεται το βραβείο Θερβάντες. Όπως γράφει ο Λουίς Γκαρθία Μοντέρο στην Ελ Παΐς, στη βράβευση θα είναι ασφαλώς παρόντες ο Μαρσέλο, η Μαρία, ένας γέρος εξόριστος επαναστάτης και η κόρη του ραβίνου.