Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2005

Σε ένα λεωφορείο της γραμμής 43


Την περασμένη Παρασκευή, ο 28χρονος Ρίτσαρντ Ουέλαν δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι σε ένα λεωφορείο του Λονδίνου. Μόνο μία από τους επιβάτες προσπάθησε -μάταια -να τον βοηθήσει. Και διηγείται την ιστορία.

Όπως και οι περισσότεροι Λονδρέζοι, η Τάρα ΜακΚάρτνεϋ (ψευδώνυμο με το οποίο υπογράφει το άρθρο της στη χθεσινή Γκάρντιαν) φοβάται τις μετακινήσεις με τα μέσα μαζικής μεταφοράς μετά τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις. Δεν μπορεί όμως να κάνει αλλιώς. Κι αυτό που διαπιστώνει καθημερινά δεν συμφωνεί καθόλου με αυτά που διαβάζει στις εφημερίδες για τη «στωικότητα» και το «πνεύμα αλληλεγγύης» που επιδεικνύουν οι συμπολίτες της. Ανθρώπους νευρικούς και φοβισμένους συναντά, που τσακώνονται με το παραμικρό και παθαίνουν υστερία με την πρώτη «ύποπτη» τσάντα. Αλλά η εμπειρία της την περασμένη εβδομάδα ήταν κάτι διαφορετικό.

Βρισκόταν σε ένα διώροφο λεωφορείο της γραμμής 43 όταν άκουσε μια γυναίκα στον πάνω όροφο να φωνάζει: «Ω, Θεέ μου, τι κάνει; Σταματήστε τον, σταματήστε τον!» Εκείνη τη στιγμή το λεωφορείο έκανε στάση. Ένας μαύρος κατέβηκε νωχελικά τα σκαλιά, χαμογέλασε ειρωνικά στους επιβάτες, και βγήκε από το λεωφορείο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, πετάχτηκε έξω η γυναίκα που φώναζε κι άρχισε να τρέχει. Αργότερα θα γινόταν γνωστό ότι ήταν η φίλη του θύματος. Ο τελευταίος κατέβηκε παραπατώντας αμέσως μετά. Είχε αίμα στο πουκάμισό του, κι έλεγε: «Κοιτάξτε, με μαχαίρωσε, με μαχαίρωσε». H Τάρα έτρεξε να τον βοηθήσει. Περίμενε να κάνουν το ίδιο και άλλοι επιβάτες, ιδίως οι άνδρες που είχαν μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη, αλλά δεν κινήθηκε κανείς. Μάταια ζητούσε βοήθεια για να τον ξαπλώσει, να του ανασηκώσει το κεφάλι, να δέσει την πληγή του μ' ένα ρούχο. Ο άνδρας πέθαινε μπροστά της, και οι άλλοι επιβάτες έσπευδαν να εξαφανιστούν.

Όταν ξαναγύρισε να κοιτάξει, από το γεμάτο λεωφορείο είχαν μείνει μόνο δύο κορίτσια και ο οδηγός, που είχε πάθει σοκ. Εκείνη την ώρα έφτασε η αστυνομία. H μηχανή ήταν ακόμη αναμμένη, και οι αστυνομικοί είπαν στον οδηγό να τη σβήσει, αλλά εκείνος έλεγε «όχι, όχι, πρέπει να πάω στο μηχανοστάσιο». Ένα ασθενοφόρο πήρε το θύμα. Αλλά η Τάρα δεν μπορούσε να πάψει να αναρωτιέται: γιατί έφυγαν όλοι, γιατί δεν βοήθησε κανείς; Είναι λογικό να φοβάται κανείς ένα δολοφόνο, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση όλοι είχαν δει τον δολοφόνο να φεύγει, κίνδυνος γι' αυτούς δεν υπήρχε. Και τότε;

H Τάρα ήταν στο τμήμα όταν πληροφορήθηκε ότι ο άνδρας είχε πεθάνει και ότι το επεισόδιο προκλήθηκε όταν ο μαύρος άρχισε να πετάει πατατάκια στη φίλη του. Την πήραν τα κλάματα. Έκανε μέρες για να ξαναμπεί σε λεωφορείο της συγκεκριμένης γραμμής. Ύστερα κατάλαβε ότι η αποχή της δεν είχε νόημα. Το μετρό, άλλωστε, είναι αυτές τις μέρες ακόμη πιο επικίνδυνο.