Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008

Το δεξί πόδι ήταν πιο κοντό




«Ο κόσμος»: αυτός είναι ο τίτλος του αυτοβιογραφικού έργου για το οποίο ο 62χρονος Ισπανός λογοτέχνης Χουάν Χοσέ Μιγιάς κέρδισε αυτή την εβδομάδα το Εθνικό Βραβείο Αφήγησης. Αλλά το παρακάτω διήγημα είναι από ένα άλλο βιβλίο του που θα κυκλοφορήσει προσεχώς.

"O πατέρας μου στεκόταν στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο αυτοκίνητό του. Κρατούσε ένα πλαστικό μπιτόνι και περίμενε κάποιος να σταματήσει. Εγώ ήμουν με τη μηχανή, και το κράνος που φορούσα μού έκρυβε το πρόσωπο. Στάθηκα δίπλα του χωρίς να αποκαλυφθώ.

«Έμεινες από βενζίνη;» ρώτησα. «Ναι», μου απάντησε. «Ανέβα».

Ο πατέρας μου ανέβηκε στη μηχανή χωρίς να με αναγνωρίσει. Είχαμε να μιλήσουμε πέντε χρόνια. Η τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί ήταν στην κηδεία της μητέρας μου. Στη συνέχεια, χωρίς να συμβεί κάτι μεταξύ μας, αραιώσαμε τα τηλεφωνήματά μας ώσπου η επικοινωνία κόπηκε εντελώς.

Πρόσεξα ότι έσκυβε το κεφάλι για να προστατευθεί από τον αέρα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε προσέξει τη σόλα του δεξιού μου παπουτσιού, αφού το πόδι αυτό είναι λίγο πιο κοντό από το αριστερό. Ο πατέρας μου μού είχε μιλήσει πολλές φορές για την ανησυχία που τους προκάλεσε ο γιατρός όταν τους έδωσε αυτή την πληροφορία, λίγο μετά τη γέννησή μου. Εγώ ποτέ δεν θεωρούσα ότι είναι κάτι σοβαρό, αλλά ήξερα ότι αισθάνονταν ένοχοι για εκείνα τα λιγότερα ή περισσότερα εκατοστά, ανάλογα πώς το κοιτάς: ποτέ δεν κατάλαβα ποιο από τα δύο πόδια θεωρούσαν ελαττωματικό.

Οδηγούσα με μεγάλη επιδεξιότητα, περνώντας ανάμεσα από τα αυτοκίνητα με κάποιες κινήσεις που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει απερίσκεπτες. Πρόσεξα ότι ο πατέρας μου, πέρα από τη συστολή που του προκαλούσε η επαφή με έναν άλλον άντρα, άγγιζε τον ώμο μου με το αριστερό χέρι, ενώ προσπαθούσε να στηρίξει στον μηρό του το μπιτόνι που κρατούσε με το δεξί. Ήξερα ότι δεν είχε σταματήσει να κοιτάζει τη σόλα του παπουτσιού μου. Θα αναρωτιόταν σίγουρα αν ήμουν ο γιος του. Ίσως να θυμόταν όλους εκείνους τους γιατρούς που είχα επισκεφθεί, τη σειρά των ακτινογραφιών που είχα κάνει, τις λύσεις που μου είχαν προτείνει, για να φτάσω στο τέλος σε αυτή την απλή, μηχανική θεραπεία, να τοποθετήσω δηλαδή ένα μικρό συμπλήρωμα στο παπούτσι που φοράω στο πιο κοντό πόδι.

Σε μια στιγμή με πίεσε ελαφρά στον ώμο, μια κίνηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη στοργής και στην οποία δεν ανταποκρίθηκα. Όταν φτάσαμε στο βενζινάδικο, του είπα ότι δεν μπορούσα να τον περιμένω για να τον πάω πίσω, κι εκείνος μου είπε να μην ανησυχώ, κάποιον θα έβρισκε. Πρόσεξα ότι προσπαθούσε να δει το πρόσωπό μου πίσω από το κατεβασμένο γείσο του κράνους.

Εκείνο το βράδυ κτύπησε δύο φορές το τηλέφωνο στο σπίτι μου, αλλά όταν το σήκωσα το έκλεισαν."