Σάββατο, Μαΐου 08, 2010

Με αφετηρία τη Χάνα Αρεντ





O κομμουνισμός απέτυχε. Ο φασισμός, το ίδιο. Οσοι πίστεψαν στη συνέχεια στη δύναμη της αγοράς διαψεύδονται κι αυτοί με τραγικό τρόπο. Υπάρχει σήμερα θέση για νέες ουτοπίες; Μπορούμε να αξιοποιήσουμε την κρίση για να εφεύρουμε καινούργια μοντέλα;

Ιστορικά, υπάρχουν δύο οικογένειες ουτοπιών, επισήμανε ο γάλλος ιστορικός Πιερ Ροζανβαγιόν σε μια συνάντηση που έγινε τον περασμένο μήνα στη Ρεν. Η πρώτη οικογένεια είναι οι ουτοπίες της οργάνωσης που γεννήθηκαν τον 18ο και ισχυροποιήθηκαν τον 19ο αιώνα. Ολες πίστευαν ότι οι κοινωνίες είχαν αποτύχει και πρότειναν ως λύση κάποια προκατασκευασμένα καλούπια. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτά τα καλούπια δεν έπαιρναν υπόψη τις κοινωνικές συγκρούσεις και την ανάγκη διαπραγματεύσεων για να καταστεί δυνατή η συμβίωση των πολιτών. Οι ουτοπίες αυτές οδήγησαν, έτσι, στους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Η δεύτερη οικογένεια διέκρινε ότι το πιο δύσκολο σε μια κοινωνία είναι να οργανωθούν ο δημόσιος διάλογος και η δημοκρατική ζωή. Διανοητές σαν τον Ανταμ Σμιθ πίστεψαν ότι τον ρόλο αυτό μπορεί να τον παίξει η αγορά. Αλλοι εμπλούτισαν στη συνέχεια αυτή την προσέγγιση. Αλλά κι αυτή η ουτοπία απέτυχε παταγωδώς. Το μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι πώς θα οικοδομηθεί μια κοινωνία της ισότητας, όπου ο στόχος δεν θα είναι να κερδίζουν όλοι τα ίδια, αλλά να αντιμετωπίζονται όλοι με σεβασμό και αξιοπρέπεια.

Οταν επιθυμείς τον καλύτερο δυνατό κόσμο, ξεχνάς τους ανθρώπους, τόνισε ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στη διάρκεια της ίδιας συζήτησης, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στη Λιμπερασιόν. Οι ουτοπίες ξεκίνησαν από την απλοϊκή άποψη του Ρουσώ ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί. Αλλά αυτό ήταν λάθος. Είναι προτιμότερο, λοιπόν, να ξεκινά κανείς από τη σκέψη της Χάνα Αρεντ, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, αλλά διαμορφώνεται με βάση τις συνθήκες. Ποια κοινωνική και πολιτική παρέμβαση, λοιπόν, είναι αναγκαία για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις τους; Η νεοφιλελεύθερη άποψη υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι ο μισθός καθορίζεται από την απόδοση. Σ΄ ένα σχολείο όπου οι μαθητές προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις, ο μέσος βαθμός είναι 16- 17. Η απόδοση, λοιπόν, είναι πολύ υψηλή. Σ΄ ένα σχολείο όμως με μαθητές από μη προνομιούχα στρώματα, η ίδια απόδοση είναι δέκα φορές σημαντικότερη, αφού για να την πετύχουν οι δάσκαλοι και οι μαθητές πρέπει να δουλέψουν δέκα φορές περισσότερο. Αυτή την προσπάθεια δεν την λαμβάνει κανείς υπόψη. Το μόνο που μετρά είναι η επιτυχία.

Με άλλα λόγια, έχουμε φτάσει να θεωρούμε σήμερα τον χρηματιστή πιο αποτελεσματικό από τη νοσοκόμα. Εδώ βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος.