Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2009

Σύμφωνο με τον διάβολο




Να λοιπόν που με αφορμή την πολύνεκρη επίθεση στο ρωσικό τρένο ξαναθυμηθήκαμε τους Τσετσένους. Μα η σύγκρουση αυτή δεν είχε τελειώσει, ο Πούτιν και οι τοπικοί του αντιπρόσωποι δεν είχαν συντρίψει τους τρομοκράτες;

Μετά τον δεύτερο πόλεμο στην Τσετσενία, το Γκρόζνι έχει μεταμορφωθεί. Το κέντρο της πόλης έχει γεμίσει με σούπερ μάρκετ, εστιατόρια που πουλάνε σούσι και καταστήματα με ηλεκτρονικά είδη. Την ίδια ώρα άνθρωποι εξαφανίζονται, ακόμη και μέρα μεσημέρι. Άλλοτε τις συλλήψεις τις έκαναν κουκουλοφόροι. Σήμερα μπαίνουν στα σπίτια ένστολοι αστυνομικοί που ανήκουν στις δυνάμεις ασφαλείας του προέδρου Καντίροφ. Έγινε δηλαδή αυτό που ήθελε ο Πούτιν: το έργο της καταστολής πέρασε από τους Ρώσους στα χέρια των Τσετσένων. Τα περισσότερα θύματα, όμως, καταλήγουν σε ρωσικές φυλακές. Πολλοί Τσετσένοι κρατούμενοι, για παράδειγμα, μεταφέρονται στη Σιβηρία. Εκεί τους εκθέτουν σκοπίμως σε ιούς ή τους φέρνουν σε επαφή με φυματικούς κρατούμενους, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι απ΄ αυτούς να πεθαίνουν.

Αυτά λέει σε συνέντευξή του στη Φιγκαρό ο Τζόναθαν Λίτελ, γνωστός από το μυθιστόρημά του «Ευμενίδες», που επισκέφθηκε επανειλημμένα την Τσετσενία στο πλαίσιο ανθρωπιστικών αποστολών και έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Τσετσενία, έτος τρίτο» (εκδ. Gallimard). Ύστερα από μια διετία «εξομάλυνσης», τονίζει, η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί ξανά. Και δεν υπάρχει πια κανείς να υπερασπιστεί τα θύματα των θηριωδιών. Κάποτε το έργο αυτό το είχε αναλάβει η οργάνωση Μνήμη. Μετά τη δολοφονία της Νατάλια Εστεμίροβα όμως, που ερευνούσε συγκεκριμένες υποθέσεις για λογαριασμό της οργάνωσης, ο Καντίροφ αποφάσισε να απαλλαγεί μια και καλή από τους ενοχλητικούς ακτιβιστές. Έστησε μια δίκη για δυσφήμηση εναντίον του διευθυντή της οργάνωσης, του Όλεγκ Ορλόφ, και έδιωξε όσα στελέχη της είχαν απομείνει στο Γκρόζνι. Όλα αυτά, βέβαια, με τη στήριξη της Μόσχας.

Η ιδεολογία της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας είναι πια νεκρή, λέει ο Λίτελ. Οι θεωρητικοί αυτής της ιδέας είτε πέθαναν είτε εξορίστηκαν ή «ενσωματώθηκαν». Οι αντάρτες έχουν ξαναρχίσει τη δράση τους, κυρίως όμως με επιθέσεις αυτοκτονίας, γεγονός που δείχνει την αποδυνάμωσή τους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από την εξαγωγή της τρομοκρατίας στη Ρωσία. Ρώσοι αστυνομικοί εφαρμόζουν τις μεθόδους που έμαθαν στην Τσετσενία. Τα βασανιστήρια στα τμήματα έχουν αυξηθεί. Αλλά οι τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν αυξηθεί και στις γειτονικές δημοκρατίες. Στο Νταγκεστάν επικρατεί το απόλυτο χάος. Μάταια το Κρεμλίνο αναζητεί λύσεις. Κάποιοι λένε ότι η Ρωσία μπορεί να ζήσει μ΄ έναν πόλεμο μικρής έντασης στον Καύκασο, κάποιοι άλλοι όμως ανησυχούν για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2014 στο Σότσι.

Τελικά ποιος νίκησε στον πόλεμο, οι Ρώσοι ή οι Τσετσένοι; «Και οι δύο νομίζουν πως νίκησαν. Αλλά οι Ρώσοι υπέγραψαν ένα σύμφωνο με τον διάβολο. Γιατί αν η στρατιωτική ήττα της αντίστασης είναι πλήρης, η ισλαμική αντίσταση θεριεύει στις γειτονικές δημοκρατίες...»