Παρασκευή, Απριλίου 24, 2009

Ο δεύτερος στίχος




«Κάθε φορά που έψαξα τον εαυτό μου/ Βρήκα τους άλλους/ Και κάθε φορά που έψαξα τους άλλους/ Δεν βρήκα σ΄ εκείνους παρά την άγνωστη ύπαρξή μου/ Μήπως είμαι το άτομο-πλήθος;» Μαχμούντ Νταρουίς

Τι πρέπει να κάνουν οι οικείοι ενός ποιητή ή ενός συγγραφέα που πεθαίνει αφήνοντας πίσω του ημιτελή χειρόγραφα; Να τα εκδώσουν, δίνοντάς τους μια κατεύθυνση που πιθανόν να μην ήθελε ο δημιουργός τους ή να τα ενταφιάσουν μαζί του; Το «δίλημμα του Μπροντ», που πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα Μακ Μπροντ ο οποίος αρνήθηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του Κάφκα να καούν τα χειρόγραφά του μετά τον θάνατό του, συναντάται συχνά στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η πιο πρόσφατη υπόθεση αφορά τον Παλαιστίνιο ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς, έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές που έχει αναδείξει ο αραβικός κόσμος. Και την παρουσιάζει στο μπλογκ του ο λογοτεχνικός κριτικός της Μοντ, Πιερ Ασουλίν.

Ο Νταρουίς πέθανε τον περασμένο Αύγουστο σε ηλικία 67 ετών. Την επομένη, ο αδελφός του και μερικοί φίλοι συγκέντρωσαν τα χειρόγραφά του και αναρωτήθηκαν τι έπρεπε να τα κάνουν: να τα εκδώσουν όλα ή να περιοριστούν σ΄ εκείνα που φαίνονταν λίγο-πολύ ολοκληρωμένα; Ο συγγραφέας Ελίας Χουρί έπεισε την ομάδα ότι ορθότερη ήταν η πρώτη λύση. Και τον περασμένο μήνα τα τριάντα ποιήματα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο «Δεν θέλω τέλος σ΄ αυτό το ποίημα». Υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις, πολλοί κατηγόρησαν τον Χουρί και τους άλλους ότι σφετερίστηκαν το όνομα του Νταρουίς για να αυτοπροβληθούν, άλλοι οργανώνονται μέσω του Facebook εναντίον του σχεδίου του σκηνοθέτη Φαρίς Ιμπραήμ να γυρίσει μια βιογραφική ταινία για τον χαμένο ποιητή.

Μέχρι να μεταφραστούν τα ποιήματα, ας αρκεστούμε σε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο που κράτησε ο ποιητής την περίοδο 2006-2007 και κυκλοφόρησε στη Γαλλία με τίτλο «Το Ίχνος της Πεταλούδας» (Εκδ. Αctes Sud): «Ο πρώτος στίχος είναι το δώρο του αόρατου στο ταλέντο. Όσο για τον δεύτερο, μπορεί να είναι ποίηση, μπορεί κι απογοήτευση. Ο δεύτερος στίχος είναι η μάχη του αγνώστου με το γνωστό.Δεν είναι κάτι δεδομένο.
Κατασκευάζεται με τη δεξιοτεχνία αυτού που ξέρει να τιθασεύει το αόρατο. Βλέπεις και ταυτόχρονα δεν βλέπεις, τόσο ισχυρή είναι η αντίθεση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Σ΄ εσένα... σ΄ εσένα παραχωρεί η αποκάλυψη το σημάδι της αναχώρησης, προτού σ΄ εγκαταλείψει μόνο, στην περιπέτεια, χωρίς πυξίδα. Είσαι σαν αυτόν που βγαίνει από ένα δάσος χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει: ληστές, πυροβολισμοί, ένας κεραυνός ή μια γυναίκα που σε ρωτά, “τι είναι ο χρόνος;”, και απαντάς, “ο χρόνος σταμάτησε, πέρασε λοιπόν”. Το δυνατό είναι ένα δάσος. Σε ποιον κορμό θα ακουμπήσεις τη φαντασία σου, από ποιο ζώο θα ξεφύγεις; Όταν ανακαλύψεις τον δεύτερο στίχο στο δαίδαλο του δυνατού, θα βρεις τον σηματοδοτημένο δρόμο που θα σε οδηγήσει στο αδύνατο!»