Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2008

Με γάντια θα χαϊδέψεις μια γυναίκα;



Ο πατέρας του ήταν τερματοφύλακας της Ρεάλ και της Εθνικής Ισπανίας. Αλλά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1920 δεν έλαβε μέρος γιατί είχε κάτι δουλειές και στη θέση του έπαιξε κάποιος Ρομπέρτο Θαμόρα.

Για τον Αντώνη Νικοπολίδη, σίγουρα η λανθασμένη έξοδος στον αγώνα με τη Ρωσία ήταν μια από τις χειρότερες στιγμές της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας. Αλλά αυτά συμβαίνουν και στους καλύτερους ποδοσφαιριστές- απλώς στους τερματοφύλακες αποδεικνύονται συχνά μοιραία. Την επομένη είδαμε τον Πετρ Τσεχ, τερματοφύλακα της Εθνικής Τσεχίας και της Τσέλσι, να «κρεμάει» με μια καταστροφική απόκρουση την ομάδα του στον αγώνα με την Τουρκία. Ο Ινιάκι Εϊθαγκίρε πιστεύει πως ξέρει τι φταίει: «Οι τερματοφύλακες στις μέρες μας δεν μπλοκάρουν πια. Και δεν καταλαβαίνω γιατί. Ούτε καταλαβαίνω αυτή την ιστορία με τα γάντια. Θα βάλεις ποτέ γάντια για να χαϊδέψεις μια γυναίκα; Ένας τερματοφύλακας πρέπει να χαρακτηρίζεται από λεπτότητα».

Ο Εϊθαγκίρε είχε από μικρός ένα πάθος: την μπάλα. Άνοιγε τη βιτρίνα όπου φύλαγε τις μπάλες ο πατέρας του, έπαιρνε μία και πήγαινε στην παραλία για να προπονηθεί. Όταν επέστρεφε, την έπλενε σχολαστικά και την ξανάβαζε στη θέση της. «Ο ποδοσφαιριστής που παίζει μέσα πρέπει να φτάνει ή να ξεπερνά την ταχύτητα του αντιπάλου του», λέει στην Ελ Παΐς. «Ο τερματοφύλακας, αντίθετα, πρέπει να φτάνει ή να ξεπερνά την ταχύτητα της μπάλας. Στα όνειρά μου βλέπω ακόμα μπάλες που μου ξεφεύγουν μέσα από τα χέρια, όπως βλέπω και α πίθανες αποκρούσεις». Το παιχνίδι που σημάδεψε την καριέρα του ήταν με την Εθνική Ισπανίας εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 που έγινε στη Βραζιλία. Σε μια φάση, η μπάλα αναπήδησε μπροστά του, κτύπησε στον ώμο του και μπήκε γκολ. Ο διαιτητής θα έγραφε αργότερα στη FΙFΑ για να καταγγείλει ότι οι μπάλες σ΄ εκείνο το Μουντιάλ ήταν ελαττωματικές- κάτι που, όσο να ΄ναι, ήταν για τον Εϊθαγκίρε μια παρηγοριά.

Από τότε, πάντως, αποφάσισε να μην αφήνει τίποτα στην τύχη. Όταν έπαιζε στην Οσασούνα, από το 1956 ώς το 1960, πήγαινε κάθε φορά που είχε αγώνα στην παραλία, γέμιζε δύο σάκους με άμμο και το απόγευμα τους άδειαζε με ένα φτυάρι στη μικρή περιοχή των δύο τερμάτων. Μισή ώρα πριν αρχίσει ο αγώνας, έβγαινε με ένα ποτιστήρι και μαλάκωνε τα σημεία όπου συνήθιζε να πέφτει. Με αυτό το σύστημα έπαιξε 19 ολόκληρα χρόνια στην Πρώτη Κατηγορία. Και τα είχε με όλους καλά, συμπαίκτες και αντιπάλους. «Ο μόνος που με εξόργιζε ήταν ο Ντι Στέφανο. Σε ένα παιχνίδι έφτασα μέχρι τη μέση του γηπέδου και του ζήτησα να σταματήσει πια να προσβάλλει τους αμυντικούς μου. Ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει. Αλλά ο Αλφρέδο ήταν ο καλύτερος παίκτης που έχω δει στη ζωή μου».