Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2010

Ο τελευταίος τυφλός του δάσους




«Το περίεργο είναι ότι τη νύχτα, στον ύπνο μου, μέσα στα όνειρά μου, εγώ βλέπω. Βλέπω πολύ καλά. Βλέπω το πρόσωπο της μάνας μου. Βλέπω το χιόνι, ένα χορταράκι, μια μύγα, βλέπω όλα τα χρώματα».

Το όνομά του είναι Βόλφγκανγκ Φάσερ. Ζούσε με τους γονείς του και τα τέσσερα αδέλφια του στο Γκλάρους της Ελβετίας, μπροστά στα βουνά, πάντα στο φως. Το βράδυ άκουγαν όλοι μαζί Μότσαρτ. Η όρασή του άρχισε να επιδεινώνεται στα οκτώ του χρόνια εξαιτίας μιας ανίατης ασθένειας, της μελαγχρωστικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Την άνοιξη της χρονιάς που έκλεισε τα δεκαπέντε, τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν. Ένα πρωί, ενώ περπατούσε σε ύψος 3.600 μέτρων, όλα γύρω του άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Ύστερα από έξι ώρες κάθησε μπροστά σ΄ έναν παγετώνα. Θυμάται τη μυρωδιά του αέρα, τον ήλιο που έκαιγε. Και τα χρώματα που γίνονταν όλο και πιο θαμπά. Ήταν η αρχή της καινούργιας μοναξιάς του, κι εκείνη την ημέρα την αποδέχθηκε.

Χρειάστηκε δέκα ώρες για να γυρίσει στο σπίτι. Κι από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. Έμαθε να διαβάζει με τη μέθοδο Βraille. Έμαθε να παίζει σαξόφωνο. Έμαθε να απομνημονεύει τον χώρο, να αισθάνεται τα εμπόδια, να μυρίζεται τον κίνδυνο. Πήγε στη Ζυρίχη, όπου σπούδασε για τρία χρόνια φυσικοθεραπευτής. Κι όταν απέκτησε πίστη στον εαυτό του, έφυγε για τα βουνά του Λεσότο, 15.000 χιλιόμετρα νοτιότερα. «Έφτασα το 1981», λέει στη Ρεπούμπλικα. «Φτώχεια, αρρώστιες, σκόνη, λίγα ζώα. Η χώρα είχε τόσο λίγα, που ακόμη κι ένας τυφλός φυσικοθεραπευτής ήταν κάτι». Σκόπευε να μείνει τρία χρόνια. Έμεινε πέντε. Πήγαινε από το ένα χωριό στο άλλο για να θεραπεύει τους ασθενείς του. Όλοι τον γνώριζαν, όλοι του διηγούνταν την ιστορία τους, με αντάλλαγμα τη δική του. Όταν δεν επισκεπτόταν ασθενείς, δίδασκε. Κι όταν έφυγε, άφησε πίσω του δεκάδες νέους φυσικοθεραπευτές.

Μετά την Αφρική, δεν μπορούσε να επιστρέψει πια στη Ζυρίχη. «Ήθελα ένα μέρος όπου να μπορώ να αναπνέω, να περπατώ, να ζω». Διάλεξε την Τοσκάνη, την είχε ήδη επισκεφθεί μια φορά και τον είχε κατακτήσει το άρωμα των δασών. Το χωριό στο οποίο κατέφυγε λέγεται Κουόρλε, και έχει 28 κατοίκους. Στα 53 του, ο Φάσερ έγινε νυχτερινός ξεναγός. Όταν πέφτει το σκοτάδι, οδηγεί τους επισκέπτες σε ένα ιδιαίτερο ταξίδι, στη μαύρη καρδιά του δάσους. Ένα ταξίδι όπου όλοι οι χάρτες είναι περιττοί κι όπου ο μόνος που βλέπει είναι εκείνος. Τις άλλες ημέρες περπατάει μόνος του, μέχρι πέρυσι είχε τον σκύλο του, τον Ντάστι, αλλά του πέθανε. Παρ΄ όλα αυτά δεν έχει χαθεί ποτέ, ούτε κι όταν το χιόνι σβήνει τα ίχνη και τους θορύβους. Ούτε έχει φοβηθεί, τους λύκους τους καταλαβαίνει πολύ πριν πλησιάσουν. Πρόσφατα έγραψε κι ένα βιβλίο, το ονόμασε «Αόρατο για τα μάτια» και το αφιέρωσε στους νέους.