Ενα δηµοψήφισµα µε µεγάλο ενδιαφέρον
Ελάχιστη είναι η κάλυψη στα δυτικά - ακόµη και τα ελληνικά - µέσα ενηµέρωσης για το δηµοψήφισµα που θα γίνει την Κυριακή στην Τουρκία. Κι όµως, το διακύβευµα είναι µεγάλο.
Τρεις είναι οι βασικές κατηγορίες που δέχεται ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν για την πρόθεσή του να τροποποιήσει το Σύνταγµα. Πρώτον, ότι χαρακτηρίζεται από έναν επικίνδυνο αυταρχισµό πουτινικού τύπου, ιδιαίτερα όταν δηλώνει πως όσοι ψηφίσουν ΟΧΙ ουσιαστικά υιοθετούν το στρατιωτικό πραξικόπηµα του 1980. Δεύτερον, ότι µε την πρότασή του να αλλάξει ο τρόπος που διορίζονται οι δικαστές και οι εισαγγελείς προωθεί ένα συγκαλυµµένο ισλαµιστικό πρόγραµµα . Τρίτον, ότι προσπαθεί να δηµιουργήσει µια πανίσχυρη προεδρία, την οποία µια µέρα θα επιδιώξει ο ίδιος να αναλάβει. «Ασφαλώς και πρέπει να σεβαστούµε τη λαϊκή ψήφο, αλλά η λατρεία αυτής της ψήφου είναι κάτι επικίνδυνο», έγραψε ο αρθρογράφος της «Χουριέτ» Μπουράκ Μπεκντίλ. «Το να παρουσιάζεται η λαϊκή ψήφος ως η µοναδική προϋπόθεση για τη δηµοκρατία αποτελεί αηδιαστική χοντροκοπιά».
Ο Ερντογάν απαντά ότι οι µεταρρυθµίσεις θα ενισχύσουν την τουρκική δηµοκρατία ύστερα από πολλές δεκαετίες παρεµβάσεων του στρατού και θα βελτιώσουν την εικόνα της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά ο τούρκος πρωθυπουργός γνωρίζει ότι από το αποτέλεσµα του δηµοψηφίσµατος κρίνονται πολύ περισσότερα πράγµατα απ' αυτά. Οπως σηµειώνει ο Σάιµον Τάινταλ στην «Γκάρντιαν», µια ευρεία νίκη του ΝΑΙ θα ερµηνευτεί ως έγκριση της οκτάχρονης θητείας της κυβέρνησής του από την κοινή γνώµη και θα ανοίξει τον δρόµο για έναν νέο, τρίτο κατά σειρά, εκλογικό θρίαµβο του ΑΚΡ. Ενα ισχυρό ποσοστό υπέρ του ΟΧΙ πάλι, και πολύ περισσότερο µια επικράτησή του, θα πλήξει την οικονοµική ανάκαµψη της χώρας, θα ενθαρρύνει τα αντιδραστικά στοιχεία στους κόλπους του στρατού, θα υποδαυλίσει τις θρησκευτικές εντάσεις και θα δυσκολέψει τις προσπάθειες επίλυσης του Κουρδικού. Η χώρα θα δει τις σχέσεις µε τους γείτονές της να κλονίζονται, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα φιλόδοξα ανοίγµατά της και θα κλειστεί στον εαυτό της.
Ο,τι κι αν συµβεί, πάντως, το βέβαιο είναι ότι η Τουρκία αποκτά - έχει ήδη αποκτήσει - µια σοβαρή αντιπολίτευση, γεγονός που µόνο θετικό µπορεί να χαρακτηριστεί. Το Ρεπουµπλικανικό Λαϊκό Κόµµα δεν µπορεί εκ των πραγµάτων να πάει χειρότερα από τις εκλογές του 2007, όταν ίδρωσε για να πάρει 21%. Ακόµη και µε βάση τις εκτιµήσεις του κυβερνητικού κόµµατος, το στρατόπεδο του ΟΧΙ θα λάβει την Κυριακή υπερδιπλάσιο ποσοστό. Και ο νέος αρχηγός του CΗΡ Κεµάλ Κιλιτσντάρογλου θα επιχειρήσει χωρίς αµφιβολία να το οικειοποιηθεί. Από το σηµείο αυτό, βέβαια, µέχρι τη νίκη του στις βουλευτικές εκλογές υπάρχει µια τεράστια απόσταση.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home