Νέοι, παράνομοι, απελπισμένοι, Ευρωπαίοι
«Στην Ευρώπη αισθάνομαι παρείσακτος», λέει ο Τζιμ Γκόλντμπεργκ. «Στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνω τίποτα απ΄ αυτά που βλέπω». Τα καταλαβαίνουμε εμείς, όμως, κι αυτό είναι παραπάνω από αρκετό.
O Τζιμ Γκόλντμπεργκ ξεκίνησε το τελευταίο του εγχείρημα το 2003 στην Ελλάδα, για λογαριασμό του πρακτορείου Μάγκνουμ. Το θέμα του ήταν οι «Νέοι Ευρωπαίοι» - παράνομοι μετανάστες, πρόσφυγες και εκτοπισμένοι από την Αφρική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη- και η χώρα μας πρόσφερε στον Αμερικανό φωτογράφο άφθονο υλικό. Όταν λέμε «υλικό», εννοούμε ανθρώπους σαν τον Μουτζαφάρ «Άλεξ» Τζαφάρι, που περπάτησε από το Αφγανιστάν μέχρι την Ελλάδα και βρήκε εδώ την ευκαιρία τόσο να σπουδάσει όσο και να δουλέψει. Ή την Εύα από τη Νιγηρία, που της υποσχέθηκαν μια δουλειά γραφείου στην Αθήνα και κατέληξε στους δρόμους να πουλάει το κορμί της. Ένας άνδρας αποκαλεί την Ελλάδα «Παράδεισό» του. Και μια γυναίκα που τη λένε Μπιούτι (Ομορφιά) λέει πως «ύστερα από εφτά χρόνια αυτής της γαμημένης ζωής, το μόνο πράγμα που απέμεινε από την ομορφιά μου είναι το όνομα».
Ο Γκόλντμπεργκ ζει στο Σαν Φρανσίσκο και διδάσκει φωτογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνιας. Το βιβλίο με το οποίο έγινε γνωστός τιτλοφορείται «Μας μεγάλωσαν οι Λύκοι», εκδόθηκε το 1995 και αναφέρεται στα δέκα χρόνια που πέρασε φωτογραφίζοντας τους νεαρούς αστέγους του Σαν Φρανσίσκο. Το νέο του βιβλίο λέγεται «Οpen See» και παίρνει τον τίτλο του από μια φράση που έγραψαν ανορθόγραφα Αφγανοί μετανάστες το 2005 πάνω σ΄ένα ψυγείο στο Προσφυγικό Στρατόπεδο του Λαυρίου: «Στην ανοιχτή θάλασσα (open see) δεν υπάρχουν σύνορα». Τον ίδιο τίτλο έχει η έκθεση των φωτογραφιών του που παρουσιάζεται μέχρι τις 17 Ιανουαρίου στη Ρhotographers΄ Gallery του Λονδίνου. «Οι φωτογραφίες θέτουν ερωτήματα, χωρίς να τα απαντούν», λέει ο καλλιτέχνης στην Ομπζέρβερ . «Από πολιτική άποψη, δεν είμαι ριζοσπάστης. Με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να είμαι ριζοσπάστης στον τομέα της αισθητικής».
Ο Γκόλντμπεργκ ενθαρρύνει τους ανθρώπους που φωτογραφίζει να γράφουν μια «λεζάντα» που συμπυκνώνει τη ζωή τους. «Το όνειρό μου είναι να πάω στην Ευρώπη», γράφει ο Σιέντ Σαϊμπόρ Ραχαμάν από το Μπανγκλαντές. «Κερδίζω 68 τάκα (ένα δολάριο) την ημέρα και είμαι απελπισμένος», σημειώνει ένας άνδρας από τη Σομαλία. «Δεν έχω χαρτιά, δεν μπορώ να μείνω εδώ, δεν μπορώ να πάω πουθενά», τονίζει ένας άλλος. Κάποιοι φωτογραφίζονται γυμνόστηθοι, ώστε η κάμερα να αποτυπώσει τις πληγές τους. Ένας άνδρας έχει ζωγραφίσει πράσινα βέλη που δείχνουν σημάδια από κάψιμο στην πλάτη του. «Με βασάνισαν οι Ταλιμπάν», γράφει.
Πολύς πόνος, άπειρος πόνος, αλλά δεν λείπει και η ελπίδα. Άνθρωποι βασανισμένοι, απελπισμένοι, ανώνυμοι, αποκτούν ξαφνικά όνομα, πρόσωπο, δεν μπορούμε να τους λέμε πια συλλήβδην «λαθρομετανάστες».
1 Comments:
Έγραφε ο Χρόνης Μίσσιος πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του κι αρχίσει να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο... τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος».
Αν μπορούσαμε πίσω απ' τους αφηρημένους χαρακτηρισμούς και τις κατηγοριοποιήσεις να δούμε τον άνθρωπο, τότε ίσως να καταλαβαίναμε τα πράγματα αλλιώς. Ίσως και να ήταν τα πράγματα αλλιώς...
Δημοσίευση σχολίου
<< Home