Δευτέρα, Ιουλίου 12, 2010

Οταν την ιστορία τη γράφουν οι υπηρέτες





Ο ιταλός δηµοσιογράφος Κάρλο Αλµπέρτο Μπριόσκι υποστηρίζει στο βιβλίο του «Μια σύντοµη ιστορία της διαφθοράς» ότι η εποχή Μπερλουσκόνι είναι η πιο διεφθαρµένη στην ιστορία. Αλλά υπάρχουν πλέον σοβαροί ανταγωνιστές.

Στην ταινία του Κλωντ Σαµπρόλ «Η τελετή» (1995), η νεαρή αναλφάβητη Σοφί υπηρετεί µε τυπικό επαγγελµατισµό τα αφεντικά της, ενώ στις ιδιωτικές της στιγµές ονειρεύεται µια άλλη ζωή καταβροχθίζοντας σοκολάτες µπροστά στην τηλεόραση. Η τάξη βασιλεύει, οι τάξεις παίζουν η καθεµιά τον ρόλο που της έχει ανατεθεί, µέχρι τη στιγµή που έρχεται η ανατροπή. Η υπηρέτρια αντιδρά στην κακοµεταχείρισή της, εξεγείρεται, και αναλαµβάνει τον έλεγχο της βίλας. Οι πλούσιοι µεγαλοαστοί που την απασχολούσαν δεν είχαν καταλάβει πως όταν οι σχέσεις εξουσίας αποδυναµώνονται, την ιστορία τη γράφουν µερικές φορές οι υπηρέτες.

Κάτι ανάλογο συµβαίνει σήµερα στη Γαλλία, γράφει η Μπάρµπαρα Σπινέλλι στη «Στάµπα». Ενας µπάτλερ που δεν είχε τον σεβασµό που του άρµοζε µαγνητοφωνεί µυστικά τις συνοµιλίες της κυρίας του και αποκαλύπτει ιστορίες πολιτικής διαφθοράς και φοροδιαφυγής. Μια λογίστρια, που έπεσε κι αυτή θύµα κακής µεταχείρισης και τελικά απολύθηκε, καταθέτει σε αστυνοµικούς και δηµοσιογράφους για τα πλουσιοπάροχα δώρα που έκανε η Λιλιάν Μπετανκούρ σε υπουργούς και βουλευτές και για την αλαζονεία του εραστή της και του διαχειριστή της περιουσίας της. Οπως σ' ένα κλασικό φιλµ νουαρ, οι απόβλητοι ξαναγράφουν την πλοκή της ιστορίας. Οπως και σε άλλες χώρες, σαν την Ελλάδα και την Ιταλία, η οικονοµική κρίση καθιστά αφόρητη την ανισότητα των κοινωνικών τάξεων απέναντι στον νόµο. Η κυρίαρχη τάξη υπερασπίζεται µε νύχια και µε δόντια τα προνόµια που έχει αποκτήσει χωρίς να είναι υποχρεωµένη να δίνει λογαριασµό σε κανέναν, ενώ η δικαστική εξουσία και ο Τύπος µετατρέπονται και πάλι σε ουσιαστικούς εγγυητές του κράτους του νόµου και του δικαιώµατος στη γνώση. Για τους µικρούς και τους περιθωριακούς, γράφει ο Ζεράρ Νταβέ στη «Μοντ», ο δηµοσιογράφος «είναι εκείνος που µιλάει στο όνοµά τους».

Στις αγγλοσαξονικές χώρες, αυτοί που αποκαλύπτουν µια παρανοµία στους κόλπους µιας επιχείρησης ή ενός κόµµατος λέγονται whistleblowers. Στον Νότο, τον ρόλο αυτόν τον παίζουν τα µέσα ενηµέρωσης. Και πληρώνουν το κόστος: η ηλεκτρονική εφηµερίδα Μediapart που δηµοσίευσε τις συνοµιλίες της Μπετανκούρ κατηγορήθηκε για λαϊκισµό, φασιστικές µεθόδους και υπονόµευση της δηµοκρατίας. Δύο γνωστοί πολιτικοί, ο αριστερός Μισέλ Ροκάρ και η δεξιά Σιµόν Βέιγ, έγραψαν ένα άρθρο στη «Μοντ» όπου κατηγορούν τον Τύπο ότι απειλεί και εξευτελίζει τη δηµοκρατία. Κι ήρθε το δικαστήριο του Παρισιού να αποκαταστήσει τα πράγµατα, λέγοντας ότι υπάρχουν υποθέσεις δηµοσίου συµφέροντος «που κάνουν το δικαίωµα στην πληροφόρηση να υπερισχύει του δικαιώµατος στην ιδιωτική ζωή».

Σε αντίθετη περίπτωση, η δηµοκρατία θα εξυπηρετούσε µόνο τους ισχυρούς.