Την ηµέρα που έλειπαν οι πινακίδες
Ενα ζεστό βράδυ του περασµένου καλοκαιριού, ο ρώσος δηµοσιογράφος και συγγραφέας Βαλέρι Πανιούσκιν βγήκε από ένα καφέ στο κέντρο της Μόσχας και πήγε να πάρει το αυτοκίνητό του. Πρόσεξε τότε ότι έλειπαν οι πινακίδες. Κι έπιασε αµέσως το υπονοούµενο: τον παρακολουθούσαν. Είναι γνωστό στους παροικούντες τη ρωσική πρωτεύουσα πως οι µυστικές υπηρεσίες δεν εµπιστεύονται τους πράκτορές τους και τους ζητούν αποδείξεις ότι παρακολουθούν πράγµατι τους ανθρώπους που έχουν αναλάβει. Τι πιο σίγουρη απόδειξη λοιπόν από τις πινακίδες;
Το πρώτο που έκανε ο 42χρονος δηµοσιογράφος – όπως γράφει σε ένα απολαυστικό άρθρο του στους «Νιου Γιορκ Τάιµς» – ήταν να τηλεφωνήσει σε µια έµπειρη συνάδελφό του, τη Μαρίνα Λιτβίνοβιτς. Εκείνη του είπε να ψάξει στο αυτοκίνητο µήπως του είχαν βάλει όπλα, ναρκωτικά ή «ανατρεπτικά» βιβλία. Τον συµβούλεψε επίσης να µην καταγγείλει το γεγονός στην αστυνοµία: αν το κάνει, θα ξεκινήσει έρευνα, κι επειδή η αστυνοµία δεν πρόκειται να ερευνήσει τις µυστικές υπηρεσίες, θα αρκεστεί να κατασχέσει το αυτοκίνητο για µερικούς µήνες, ίσως κι έναν χρόνο. Και χωρίς αυτοκίνητο, ένας δηµοσιογράφος στη Ρωσία δεν µπορεί να δουλέψει. Καλύτερα λοιπόν να πει ότι οι πινακίδες κάπου του έπεσαν.
Ο Πανιούσκιν έψαξε το αυτοκίνητό του, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Εβαλε µπρος µετά φόβου Θεού, αλλά έκρηξη δεν έγινε. Σκέφτηκε πως όλα αυτά µπορεί να ήταν προϊόν της φαντασίας του. Μέχρι που, µερικές ηµέρες αργότερα, τον σταµάτησαν σ’ έναν σταθµό του τρένου. Ζήτησε το ένταλµα, δεν είχαν. Ελεγξαν τα χαρτιά του κι ύστερα από δέκα λεπτά τον άφησαν. Θύµωσε πολύ. Τηλεφώνησε στον ραδιοφωνικό σταθµό «Ηχώ της Μόσχας», για πολλούς το τελευταίο ανεξάρτητο µέσο ενηµέρωσης της Ρωσίας, και κατήγγειλε τι του είχε συµβεί. Ενα λεπτό αργότερα άκουσε τον παρουσιαστή να λέει: «Ο γνωστός δηµοσιογράφος Βαλέρι Πανιούσκιν συνελήφθη για ανάκριση από την FSB». Ενιωσε λιγότερο µόνος. Και, περιέργως, πιο ασφαλής.
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος. Και, το πιθανότερο, εξακολουθεί να παρακολουθείται. Για ποιον λόγο άραγε; Για το άρθρο του που αποκάλυπτε ότι υπάρχει έλλειψη φαρµάκων για τους ασθενείς µε AIDS; Για το άλλο του άρθρο που αναφερόταν στην αστυνοµική προστασία ενός στούντιο που παράγει παιδική πορνογραφία; Ή µήπως για εκείνη τη σύγκριση ανάµεσα στον τρόπο που µετακινείται ο Οµπάµα και ο Μεντβέντεφ; Σε αυτά τα ερωτήµατα δεν υπάρχει απάντηση. Οπως δεν υπάρχει απάντηση στο ποιος σκότωσε την Αννα Πολιτκόφσκαγια ή στο ποιος και γιατί κακοποίησε τον Ολεγκ Κασίν.
Στη σηµερινή Ρωσία, οι δηµοσιογράφοι δολοφονούνται, κακοποιούνται και τροµοκρατούνται. Το µεγαλύτερο πρόβληµα όµως, καταλήγει ο Πανιούσκιν, είναι ότι οι δηµοσιογράφοι αγνοούνται. Οι κίνδυνοι που διατρέχουν όταν ασκούν κριτική στον Πούτιν ή στη ρωσική ολιγαρχία δεν έχουν πια νόηµα. Ενας δηµοσιογράφος ανταµείβεται µόνο όταν διηγείται ανώδυνες ιστορίες, κατάλληλες να δηµοσιεύονται δίπλα στις διαφηµίσεις.
2 Comments:
γιατι ποτε σταματησαν να τους κακοποιουν
Σωστό. Γιατί όμως δεν υπάρχει διεθνώς καμιά αντίδραση;
Δημοσίευση σχολίου
<< Home