Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2011

Στην ανοιχτή θάλασσα




Ενα περιοδικό σε µια αίθουσα αναµονής ενός αεροδροµίου. Ενα άρθρο µε τίτλο «Αναλλοίωτες αλήθειες». Μια φράση από µια συνέντευξη που έδωσε κάποτε ο αυστριακός λογοτέχνης Τόµας Μπέρνχαρντ: «Η ζωή είναι υπέροχη, αλλά ακόµη πιο υπέροχη είναι η σκέψη ότι έχει ένα τέλος».

Ο Μπέρνχαρντ ήταν ένας πολύ µοναχικός άνθρωπος. Εγραφε κλεισµένος στο κτήµα του, στο Ολσντορφ της Αυστρίας, το οποίο χαρακτήριζε «µια τεράστια φυλακή». Εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή, τον Φεβρουάριο του 1989. Είχε προφανώς συµφιλιωθεί µε τον θάνατο. Εµείς;

Σύµφωνα µε έναν άλλο λογοτέχνη, τον ισπανό Ενρίκε Βίλα-Μάτας, ο ιδανικός τρόπος να ζούµε θα ήταν όπως αισθάνονται ορισµένοι συγγραφείς όταν κοντεύουν να τελειώσουν ένα βιβλίο: ανέµελοι. Τόσο ανέµελοι, που γράφουν σαν να κάνουν σέρφινγκ στα κύµατα. Στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν, ξέροντας µονάχα ότι τελειώνουν το βιβλίο τους, ζουν σαν να ήταν η ζωή ένα ανολοκλήρωτο έργο τέχνης, ένα έργο που αλλάζει συνεχώς µορφή. Ζουν δηλαδή – όπως έλεγε ο Νίτσε – σαν να ήταν η ζωή µια αιώνια επανάληψη.

Το να γνωρίζεις ότι τελειώνεις, αλλά να µην έχεις τελειώσει ακόµη, προκαλεί µια βίαιη ευφορία. Υπάρχει όµως µια προϋπόθεση. Για να φτάσεις σ’ αυτό το σηµείο, λέει ο αργεντίνος συγγραφέας Αλαν Πάουλς, πρέπει να έχεις δουλέψει προηγουµένως σκληρά. Μόνο τότε αισθάνεσαι πραγµατικά κάποια στιγµή ότι µπορείς να κάνεις σέρφινγκ – και τότε δεν είσαι υποχρεωµένος να κατασκευάσεις εσύ τα κύµατα, απλώς ακολουθείς τα µεγαλύτερα, και πιο διεγερτικά. Ακολουθείς µια συγκεκριµένη µουσική, µια φωνή που έρχεται µέσα απ’ αυτό που έχεις ήδη γράψει.

Η φράση του Μπέρνχαρντ δεν ήταν βέβαια ξεκοµµένη – ούτε αποτελούσε µια «αναλλοίωτη αλήθεια», γιατί τέτοιες αλήθειες δεν υπάρχουν. Υπάρχουν συγγραφείς που τους αρέσει να καταστρέφουν αυτό που είπαν µόλις πριν, γιατί έτσι µπορούν να αµφιταλαντεύονται και να αµφιβάλλουν διαρκώς για τα πάντα. Ας δούµε λοιπόν ολόκληρο το απόσπασµα της συνέντευξης: «Η ζωή είναι υπέροχη, αλλά ακόµη πιο υπέροχη είναι η σκέψη ότι έχει ένα τέλος. Αυτή είναι η καλύτερη παρηγοριά που κρατώ στο µανίκι µου. Αλλά έχω πολλή όρεξη να ζήσω. Πάντα είχα, εκτός από τις στιγµές που σκεφτόµουν να αυτοκτονήσω».

Το να τελειώνεις ένα µυθιστόρηµα είναι σαν να σκέφτεσαι την αυτοκτονία, γράφει ο Βίλα-Μάτας στην «Ελ Παΐς». Οσο πλησιάζουµε στο τέλος, νιώθουµε ευτυχισµένοι πάνω στα κύµατα. Αν νοµίζουµε όµως ότι έχουµε φτάσει στο απόλυτο τέλος ή στην αναλλοίωτη αλήθεια του γραφτού µας, θα έχουµε απλώς διαπράξει το αµάρτηµα της θανάσιµης αφέλειας. Γιατί θα έχουµε φτάσει στο τέλος του χορού, πράγµατι, αλλά ο λόγος θα είναι ότι δεν θυµηθήκαµε εγκαίρως αυτό που ήξερε ο Βολταίρος, όπως το ξέρουν τα αδιάκοπα και ακούραστα κύµατα: «Κανείς δεν κατάλαβε ούτε ποτέ θα καταλάβει».