Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2010

Ο τελευταίος των αισιόδοξων





Ποια είναι η συνταγή για ένα βιβλίο που θα αρέσει τόσο στους εφήβους όσο και στους µεγάλους; Να περιγράφεις έναν κόσµο που δεν υπάρχει πια.

Οταν ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά ήταν µικρός, η αγαπηµένη του ασχολία ήταν το ποδοσφαιράκι. Μόλις τελείωνε το σχολείο, στο προάστιο Ντανφέρ-Ροσρό του Παρισιού, πήγαινε σε κάποιο από τα µπαρ της περιοχής κι έπαιζε ποδοσφαιράκι. Μια µέρα, σ' ένα µπιστρό που σήµερα έχει γίνει ανθοπωλείο, βρήκε τον Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν σκάκι. Αν και πολιτικοί αντίπαλοι, οι δυο τους περνούσαν πολύ ωραία µαζί, όλο πλάκες και πειράγµατα. Στο µπαρ σύχναζαν και πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη. Ενας από αυτούς, που καταγόταν από την Ουγγαρία και φυσικά µισούσε τον Σαρτρ, θα έλεγε αρκετά χρόνια αργότερα στον Γκενασιά ότι οι δύο συγγραφείς έδιναν τακτικά χρήµατα στους απάτριδες.

Η σκηνή µε το σκάκι έκανε µεγάλη εντύπωση στον Γκενασιά. Και σαράντα χρόνια αργότερα την απαθανάτισε στο πρώτο του µυθιστόρηµα, τον Οµιλο των Αθεράπευτα Αισιόδοξων. Εκανε 25 χρόνια να το γράψει. Εγραφε, έσβηνε, πέταγε, ξανάγραφε. Ηθελε να τα βάλει όλα µέσα, τα παιδικά του χρόνια στην Αλγερία, την εισβολή των ρωσικών τανκς στην Ουγγαρία, τον τύπο που παραποιούσε τις φωτογραφίες κατά τη σταλινική εποχή, την ιστορία της γυναίκας του Οσιπ Μάντελσταµ που µετά τον θάνατό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αποµνηµόνευσε τα ποιήµατά του για να µη χαθούν. Τελικά επέλεξε να διηγηθεί όλες αυτές τις ιστορίες µέσα από τα µάτια ενός γάλλου εφήβου, του Μισέλ Μαρινί. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πέρυσι στη Γαλλία κι έχει πουλήσει πάνω από 200.000 αντίτυπα, ενώ τιµήθηκε και µε το βραβείο Γκονκούρ των µαθητών.

«Τι περίεργο να αποτίεις φόρο τιµής σ' έναν άνθρωπο που έσφαλε σχεδόν σε όλα, που ακολούθησε σταθερά τον λάθος δρόµο και χρησιµοποίησε το ταλέντο του για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα», µονολογεί ο ήρωας στην κηδεία του Σαρτρ, το 1980. Διόλου περίεργο, «απαντά» ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην «Ελ Παΐς». Ο Σαρτρ µπορεί να έσφαλε σε όλα, αλλά ήταν ο τελευταίος των αισιόδοξων, εκείνων που πίστευαν ότι µπορούσαν να αλλάξουν τα πράγµατα. Και η χώρα του αποτελούσε τότε καταφύγιο τόσο γι' αυτούς που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσµο όσο και για εκείνους που δεν είχαν καµιά τέτοια όρεξη. «Αυτό που τους ένωνε ήταν η εξορία», λέει ο Γκενασιά. «Εγώ γνώρισα πολλούς πρόσφυγες, από τη Χιλή, από την Ελλάδα. Αλλά αυτό έχει πια τελειώσει. Η Γαλλία δεν είναι πια φιλόξενη µε τους εξόριστους. Και το Παρίσι έχει γίνει µια πόλη για τους πλούσιους».

Αυτό δεν συµβαίνει βέβαια µόνο µε το Παρίσι. Ολα έχουν αλλάξει, όλα έχουν γίνει λίγο χειρότερα, αλλά οι αισιόδοξοι δεν έχουν εκλείψει, απλώς είναι λιγότερο διάσηµοι και λιγότερο αλαζόνες.