Τετάρτη, Μαΐου 26, 2010

Γιατί έφυγε η Χάννα





«Είµαι 24 ετών και η γυναίκα µου, έγκυος στον τρίτο µήνα, µόλις µε εγκατέλειψε, παίρνοντας αποκλειστικά µαζί της µια βαλίτσα µε τα προσωπικά της είδη».

Ετσι άρχιζε µια χειρόγραφη επι στολή που έλαβε κάποτε ο γάλ λος συγγραφέας Υβ Σιµόν. Ο άγνωστος επιστολογράφος εξηγού σε ότι η γυναίκα του, µια Γερµανίδα από το Βερολίνο ονόµατι Χάννα, έφυγε από το σπίτι χωρίς να δώσει καµιά εξήγηση και χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος σοβαρός καβγάς. Εκείνος, διχασµένος ανάµεσα στην οργή και τη θλίψη, άρχισε να ψάχνει όλο το σπίτι για ένα σηµάδι, ένα αντικείµενο, µια εξήγηση τέλος πάντων γι' αυτή την ξαφνική φυγή. Ωσπου έπεσε πάνω στο βιβλίο που διάβαζε εκείνη τις τελευταίες ηµέρες. Ηταν του Σιµόν, εί χε τίτλο Ωκεανοί, και µιλούσε για έναν άνδρα ονόµατι Λεό-Πολ Κόφσκι που παντρεύτηκε µια Γερµανίδα ονόµατι Εύα και υποσχέθηκαν ότι αν κάνουν κορίτσι θα το βγάλουν Μάγια - ώστε το πλήρες όνοµά της να είναι Μαγιακόφσκι.

Ως εδώ, τίποτα το εντυπωσιακό. Μόνο που το βιβλίο τελειώνει µε την Εύα, έγκυο, να εγκαταλείπει το σπίτι της και να επιστρέφει στη Γερµανία! «Συγχωρήστε µε που το λέω ωµά», σηµείωνε ο επιστολογράφος, «αλλά είµαι πεισµένος ότι η γυναίκα µου, ονειροπόλα, ευφάνταστη και επιδεκτική σε επιρροές, έφυγε εξαιτίας του µυθιστορήµατός σας. Εσείς, γράφοντας αυτό το βιβλίο, την κάνατε να µε αφήσει!».

Οσο ο συγγραφέας διάβαζε την επιστολή τόσο µεγαλύτερη έκπληξη ένιωθε. Οπως γράφει στη Μοντ, αισθανόταν ταυτόχρονα συντετριµµένος από την κατηγορία που είχε απευθυνθεί εναντίον του και υπερήφανος για τη δύναµη που ξαφνικά είχε αποκτήσει. Σε τελευταία ανάλυση, το ανοµολόγητο όνειρο κάθε συγγραφέα δεν είναι οι λέξεις του να φτάνουν στην καρδιά του άγνωστου αναγνώ στη και να µεταµορφώνουν τη ζωή του; Οι εκπλήξεις, όµως, δεν είχαν τελειώσει. Γιατί εκτός από κατηγορία, η επιστολή περιείχε κι ένα αίτη µα, ή µάλλον απαίτηση, την απαίτη ση ενός πληγωµένου ανθρώπου που πιάνεται από µια τελευταία, τρελή ελπίδα: «Αφού καταφέρατε να µε εγκαταλείψει η γυναίκα που αγαπώ, γράψτε, σας πα ρακαλώ, το µυθιστό ρηµα που θα την κά νει να επιστρέψει!».

Στην αρχή, ο Σιµόν σκέφτηκε να στείλει µια απάντηση όπου θα εξηγούσε στον νεαρό ερωτευµένο ότι αδυνατούσε να ικανοποιήσει το αίτηµά του. Αλλά δίστασε. Σκέφτηκε πως ίσως άξιζε να προσπαθήσει. Εγραψε µερικές αρά δες, ένα κεφάλαιο, δύο κεφάλαια. Αλλά το εγχείρηµα ήταν καταδικασµένο σε αποτυχία. Ηττηµένος, αποκαρδιωµένος, τα παράτησε. Πέρασαν είκοσι χρόνια. Η απελπισµένη εκείνη επιστολή έρχεται κάθε τόσο να στοιχειώσει τα όνειρά του. Και να του θυµίσει ότι δεν είναι τόσο ισχυρός όσο νόµιζε, για την ακρίβεια είναι εντελώς ανίσχυρος, αφού δεν µπόρεσε να γιατρέψει, να παρηγορήσει έστω, ένα νέο άνθρωπο που αρρώστησε από θλίψη.