To τίμημα ήταν το σκοτάδι
Ο ισπανός δημοσιογράφος που πήγε να τον παραλάβει στο αεροδρόμιο του Οβιέδο εντυπωσιάστηκε. Ο καλλιτέχνης κατέβηκε από το αεροπλάνο όπως κατέβαιναν οι επιβάτες του «Queen Mary»: ατσαλάκωτος. Σταυρωτό σακάκι, γραβάτα και καπέλο. Εφτασε στο ξενοδοχείο, χαιρέτησε τους φίλους που τον περίμεναν, υπέγραψε μερικά βιβλία, πόζαρε με μια ομάδα μουσικών, χαιρέτησε και πάλι, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Την επομένη, στη συνέντευξη Τύπου, πάλι ατσαλάκωτος, έδωσε την εξής ειρωνική απάντηση όταν τον ρώτησαν για τις εβραϊκές του ρίζες: «Ξέρω ότι οι Ισπανοί μάς απέλασαν το 1492 και αισθάνομαι γοητευμένος που με δέχονται και πάλι στην αγκαλιά τους».
Κόλλησα το σκοτάδι / Πίνοντας από το ποτήρι σου / Εχω το σκοτάδι / Από το μικρό χρυσό σου ποτήρι / Σε ρώτησα: «Είναι μεταδοτικό;» / Κι εσύ είπες: «Πιες το όλο».
Ο Λέοναρντ Κοέν πήγε στο Οβιέδο για να παραλάβει το Βραβείο του Πρίγκιπα των Αστούριας, το μεγαλύτερο ισπανικό βραβείο για καλλιτέχνες που δεν γράφουν στην ισπανική γλώσσα. Κι εκεί αποκάλυψε ότι του χρόνου θα κυκλοφορήσει ο πρώτος του καινούργιος δίσκος μετά το 2004. Θα έχει τον τίτλο «Παλιές ιδέες» και θα περιλαμβάνει δέκα ακυκλοφόρητα τραγούδια, μεταξύ των οποίων και το «Σκοτάδι», που δημοσίευσε προχθές η «Ελ Παΐς».
Δεν έχω μέλλον / Ξέρω πως μου μείναν λίγες μέρες / Το παρόν δεν είναι ευχάριστο / Εχω τόσα πράγματα να κάνω / Πίστευα πως το παρελθόν / Θα έμενε μαζί μου / Αλλά μαζί του / Εμεινε και το σκοτάδι.
Δεν περιμένει βέβαια κανείς από τον καναδό τραγουδοποιό να λάμπει στα 77 του από μια αισιοδοξία που του έλειπε και στα 30. Είναι όμως πάντα φρέσκος. Και γράφει πάντα διαμαντάκια, έστω κι αν δυσκολεύεται πολύ. «Οταν γράφεις, είσαι πάντα ένας αρχάριος», είπε στη συνέντευξη Τύπου. «Κάθε φορά που παίρνεις την κιθάρα σου ή κάθεσαι μπροστά σε μια λευκή σελίδα, ξεκινάς από την αρχή. Είναι πάντα μια μάχη».
Επρεπε να το έχω δει να έρχεται / Ηταν πίσω από τα μάτια σου / Ησουν νέα κι ήταν καλοκαίρι / Επρεπε μόνο να τ' αποφασίσω / Να σε κατακτήσω ήταν εύκολο / Αλλά το τίμημα / Ηταν το σκοτάδι.
Ο Κοέν εξέφρασε στους ισπανούς οικοδεσπότες του τον βαθύ του θαυμασμό για τον ισπανικό πολιτισμό. Ο Λόρκα, τον οποίο διάβασε όταν ήταν έφηβος, ήταν άλλωστε ο πρώτος ποιητής που τον κάλεσε να ζήσει στον κόσμο του. «Τα τοπία του μου ήταν εξαιρετικά οικεία. Είχαν μεγάλη σχέση με τη σιωπή, αναδύονταν ύστερα από μια μάχη με τη σιωπή, κι αυτή τη μάχη την έδινα τότε κι εγώ».
Δεν καπνίζω πούρα / Δεν πίνω αλκοόλ / Δεν έχω γνωρίσει ακόμη τον έρωτα / Αλλά ήταν πάντα αυτό που ήθελες εσύ / Μόνο το σκοτάδι / Εχει νόημα για μένα / Αλλοτε μ' άρεσε το ουράνιο τόξο / Μ' άρεσε να το κοιτάζω / Μ' άρεσε η ανατολή / Που υποκρινόταν ότι είναι νέα / Αλλά κόλλησα το σκοτάδι / Κι είναι χειρότερο από το δικό σου.
Ενα ερωτικό ζώο
Την έλεγαν Γκριζελιντίς Ρεάλ και πήρε το όνομά της από μια όπερα του Ζιλ Μασενέ. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από οικογένεια ελβετών δασκάλων, πέρασε εκεί τα παιδικά της χρόνια κι ύστερα μετακόμισε στην Αθήνα, όπου εργαζόταν ο πατέρας της. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελβετία και σπούδασε τέχνη στη Ζυρίχη. Αρχισε να δουλεύει ως πόρνη στις αρχές της δεκαετίας του '60. Το 1975 πρωταγωνίστησε στην εξέγερση των ιερόδουλων, στην εκκλησία Σεν-Μπερνάρ του Παρισιού. Κι από τότε συνέδεσε τη ζωή της με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και των ανδρών που ψαρεύουν τις νύχτες άγνωστους πελάτες. Η πορνεία, έλεγε, μπορεί και να αποτελεί επιλογή. Πέθανε από καρκίνο τον Μάιο του 1995 στη Γενεύη, σε ηλικία 76 ετών. Τέσσερα χρόνια αργότερα τα οστά της μεταφέρθηκαν στο Κοιμητήριο των Βασιλέων, όπου είναι ενταφιασμένοι επίσης ο Καλβίνος, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Ζαν Πιαζέ.
Ανάμεσα στα βιβλία που έγραψε είναι και το «Φανταστικό στενό» (1992), μια συλλογή επιστολών που αντάλλαξε με τον γάλλο καθηγητή, δημοσιογράφο και φίλο της Ζαν-Λυκ Ενίγκ. Σ' αυτή τη σπουδαία, τη σπάνια γυναίκα αφιερώνει ο τελευταίος μια σελίδα στη «Λιμπερασιόν» του περασμένου Σαββάτου, με αφορμή την κυκλοφορία ενός άλλου βιβλίου με κείμενά της, με τίτλο «Μνήμες του ανολοκλήρωτου». Η Γκριζελιντίς, γράφει, εκδιδόταν με την παροιμιώδη εντιμότητα και επαγγελματική συνείδηση των Ελβετών. Αλλά δεν της έφτανε αυτό. Ηταν ένα ερωτικό ζώο. Είχε τους πιο απίθανους εραστές, ποιητές, πρώην φυλακισμένους, παιδεραστές, μετανάστες, απόβλητους, έναν τύπο που δραπέτευσε από ψυχιατρείο (τον Μπιλ), μια τραβεστί (τη Λίλλυ), έναν τυνήσιο αλκοολικό ζιγκολό που όταν μεθούσε την κτυπούσε και τη λήστευε (τον Χασίν Αχμεντ). Λάτρευε τους άνδρες, ήθελε να τους καταβροχθίσει και να την καταβροχθίσουν. Ηθελε να γνωρίσει τον απόλυτο, τον τρελό έρωτα. Μάλλον από έρωτα πέθανε, κι όχι από καρκίνο.
Οταν ο Ενίγκ εργάστηκε στο ελβετικό ραδιόφωνο, το 1989, φιλοξενήθηκε στο δεύτερο διαμέρισμά της, στη Γενεύη. Καμιά φορά πήγαιναν βόλτα τα βράδια χεράκι χεράκι. Αλλες φορές τον καλούσε και του μαγείρευε κουνέλι. Ενα βράδυ μέθυσε και της ζήτησε να παντρευτούν. Ηταν κάτι αδιανόητο για έναν ορκισμένο αντίπαλο του γάμου σαν κι αυτόν. Στην πραγματικότητα, το είπε σε μια προσπάθεια να μείνει μαζί της όσο το δυνατόν περισσότερο. Την άλλη μέρα πήρε πίσω την πρόταση. Για να τον εκδικηθεί που την πρόδωσε, δεν τον κάλεσε σε ένα συνέδριο που οργάνωσε το 1996 το Πανεπιστήμιο της Γενεύης με θέμα ακριβώς το «Φανταστικό στενό». Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Η Γκριζελιντίς γνώρισε τα πάντα. Εκανε τέσσερα παιδιά με τρεις άντρες. Ο τελευταίος της έρωτας ήταν γιος πόρνης, κι ήταν έτοιμη να κάνει μαζί του τα πάντα. Οταν όμως της ζήτησε να του κάνει στοματικό έρωτα μια βροχερή μέρα στην αυλή του εστιατορίου «Colibri», εκείνη αρνήθηκε. Εκλαψε σιωπηλά, κι έφυγε. Εναν χρόνο αργότερα πέθανε.