Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2011

H ιστορία του Μουχάναντ




Πριν από λίγο καιρό,ο αµερικανός ανταποκριτής Τζον Λι Αντερσον συναντήθηκε στην Μπρέγκα µε έναν 47χρονο Αµερικανολίβυο που είχε επιστρέψει στην πατρίδα του για να βοηθήσει την επανάσταση. Τον έλεγαν Οσάµα Μπεν Σαντίκ και πρόσφερε τις εθελοντικές του υπηρεσίες σε ένα νοσοκοµείο. Ο γιος του ο Μουχάναντ, που είχε πάει σχολείο στη Λιβύηκαι σπούδαζε στο δεύτερο έτος της Ιατρικής στη Βιρτζίνια, είχε αποφασίσει να πάει να πολεµήσει στην πρώτη γραµµή. Ο Οσάµα ήταν ανήσυχος γιατί ο γιος του αψηφούσε τον κίνδυνο, δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν κι έλεγε ότι αξίζει να πεθάνει κανείς για την επανάσταση. «Πες στην Αµερική να έρθει να βοηθήσει, γιατί αν δεν το κάνει, αν αφήσει τη λιβυκή επανάσταση να πεθάνει, θα δούµε πράγµατα που δεν θα µπορούσαµε ποτέ να φανταστούµε», είπε στον δηµοσιογράφο.

Ηταν ακόµη οι ηµέρες που οι εξεγερµένοι πίστευαν ότι εύκολα ή δύσκολα θα νικούσαν. Είχαν την εντύπωση ότι είχαν ενωθεί µαζί τους µέλη του κυβερνητικού στρατού. Κι έτρεφαν τη σιγουριά ότι η εξωτερική βοήθεια θα ήταν αποφασιστική. Η Ευρώπη διακήρυσσε ότι δεν θα τους αφήσει µόνους, ο αραβικός κόσµος το ίδιο, ο Καντάφι είχε οδηγηθεί στην αποµόνωση, δεν χρειάζονταν λοιπόν πολλά, η προέλαση στην Τρίπολη ήταν ζήτηµα χρόνου. ∆εν ήταν ανάγκη να σκάψουν καν χαρακώµατα. Οποια πόλη καταλάµβαναν, ήταν δικιά τους.

Αλλά η δυτική βοήθεια δεν ήρθε. Αντίθετα, ήρθαν οι χερσαίες καιαεροπορικές δυνάµεις του Καντάφι. Κι όπου εµφανίζονταν, και άρχιζαν να βοµβαρδίζουν, οι αντάρτες το έβαζαν στα πόδια γιατί δεν είχαν ούτε πού να κρυφτούν ούτε µε ποιον τρόπο να καλυφθούν. Ο αµερικανός δηµοσιογράφος είδε τον πανικό τους τις τελευταίες ηµέρες στην Μπρέγκα, στην Αζνταµπίγια και στο Ρας Λανούφ. Υποχωρούσαν ατάκτως, φωνάζοντας: «Πού είναι ο Οµπάµα, πού είναι η Αµερική;». Οσο για λιποτάκτες στρατιώτες, δεν φαίνονταν πουθενά.

Την περασµένη Κυριακή,ο Τζον Λι Αντερσον επισκέφθηκε το νοσοκοµείο της Αζνταµπίγια κι έπεσε πάνω στον Οσάµα Μπεν Σαντίκ. Μόλις ο τελευταίος τον είδε, ξέσπασε σε λυγµούς. Τον αγκάλιασε, κι ολόκληρο το σώµα του τρανταζόταν. Ο Μουχάναντ είχε σκοτωθεί στη µάχη το προηγούµενο πρωί, όχι µακριά από την Μπρέγκα. Περίµενε στο νοσοκοµείο να παραλάβει τη σορό, αλλά δεν ήταν σίγουρος, γιατί η περιοχή βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο του Καντάφι. Αν τα κατάφερνε, θα έπαιρνε το πτώµα στο σπίτι του αδελφού του, στη Βεγγάζη, και θα θρηνούσεγια τρεις ηµέρες, όπως ορίζει η λιβυκή παράδοση. Υστερα θα επέστρεφε στο µέτωπο για να πάρει τη θέση του. «∆εν θα αφήσω τη θυσία του Μουχάναντ να πάει χαµένη», είπε. «∆εν θα επιστρέψω στην Αµερική πριν κάνω το χρέος µου. ∆εν µε ενδιαφέρει πια τίποτα άλλο».

2 Comments:

At 22/3/11 10:23 π.μ., Blogger Χρειάζεται; said...

Δυστυχώς ιδεολόγοι που γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης πάντα θα υπάρχουν Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο νεαρός φοιτητής πίστεψε σε ανύπαρκτα ιδεώδη και όχι στα υπαρκτά οικονομικά συμφέροντα και των χωροφυλάκων τους στον πλανήτη...

 
At 26/3/11 2:35 μ.μ., Blogger nasopoulos said...

Γιατί αντικείμενο εκμετάλλευσης; Δηλαδή έπρεπε να κάτσει στη γωνιά του να μην λερώσει την ιδεολογία του; Η δημοκρατία είναι προϊόν συμβιβασμών. Αλλιώς θα καθόμαστε ο καθένας στη γωνιά του σαν κακομαθημένο πιτσιρίκι.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home