Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2008

Σοσιαλισμός για τους πλουσίους





Η 67χρονη Αμερικανίδα Σούζι Μαρίνο δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες του σχεδίου Πόλσον. Αυτό που γνωρίζει είναι ότι δεν έχει τα μέσα να βγει στη σύνταξη. Θα δουλεύει μέχρι να πεθάνει.

Την περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι, μπροστά στο κτίριο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον, γύρω στα 30 άτομα διαδήλωναν κατά του σχεδίου του προέδρου Μπους για τη διάσωση της αμερικανικής οικονομίας. «Μας λένε ότι ο Μπους θέλει να μας σώσει από την κρίση», φώναζε με τη βοήθεια μιας ντουντούκας η Ντιζάιρι Φαϊρούζ. «Το μόνο που τον νοιάζει, όμως, είναι να σώσει τους εκατομμυριούχους. Να πάνε να πνιγούν οι επιχειρήσεις της Γουόλ Στριτ! Να σώσουν μόνες τους τον εαυτό τους!».

Να σωθούν μόνοι τους: Αυτήν τη φράση επαναλαμβάνουν τις τελευταίες ημέρες χιλιάδες διαδηλωτές σε συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνται σε πολιτείες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, όπως είναι η Φλόριντα, η Καλιφόρνια, η Πενσιλβάνια και η Αϊόβα. Οι επιφυλάξεις των Αμερικανών για το σχέδιο Πόλσον εκφράζονται και στις δημοσκοπήσεις. Η τελευταία έρευνα του Κnowledge Νetworks για το Ασοσιέιτεντ Πρες δείχνει ότι μόνο το 30% στηρίζει χωρίς όρους αυτό το σχέδιο, έναντι 45% που το απορρίπτει και 25% που δεν έχει άποψη. Σύμφωνα με μια άλλη έρευνα του ινστιτούτου Gallup για την εφημερίδα USΑ Τoday, οκτώ στους δέκα Αμερικανούς πιστεύουν ότι τα μέτρα της κυβέρνησης πρέπει να συνοδευτούν από ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των οικογενειών που δεν μπορούν να πληρώσουν το δάνειό τους.

Αυτά τα στοιχεία είχε στο μυαλό του ο 43χρονος δημοσιογράφος Έιρον Γκάπτα όταν αποφάσισε, πριν από δέκα ημέρες, να λάβει μέρος σε μια διαδήλωση διαμαρτυρίας. Τηλεφώνησε σε έναν φίλο του. Έψαξε στο Ιnternet. Και διαπίστωσε ότι η πρώτη συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη, όπου ζει, ήταν προγραμματισμένη για τις 6 Οκτωβρίου- δηλαδή αφού θα είχε ψηφιστεί το σχέδιο. Κάθισε έτσι και συνέταξε ένα κείμενο που το έστειλε σε φίλους, γνωστούς και συναδέλφους. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κλοπή στην παγκόσμια ιστορία», έγραψε, συγκρίνοντας το σχέδιο των 700 δισ. δολαρίων με τις εξουσίες που έδωσε στον εαυτό του ο Λευκός Οίκος μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. «Αυτό είναι σοσιαλισμός για τους πλουσίους και μια καπιταλιστική ζούγκλα για όλους τους υπολοίπους».

Ο Γκάπτα κάλεσε τους παραλήπτες του e-mail να κινητοποιηθούν και τους συμπολίτες του να συγκεντρωθούν στη Γουόλ Στριτ στις 4 το απόγευμα της Πέμπτης. Κάπως έτσι, με μια πρωτοβουλία που θυμίζει ανάλογες εκστρατείες σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, ξεκίνησε μια σειρά διαδηλώσεων όπου έλαβαν μέρος «ανώνυμοι» Αμερικανοί σαν τη Σούζι Μαρίνο και την Ντιζάιρι Φαϊρούζ. Η απόρριψη του σχεδίου δεν οφείλεται βέβαια σε αυτές τις κινητοποιήσεις. Αλλά η διαμαρτυρία καταγράφηκε.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008

Θα χυθεί αίμα





«Ο γερουσιαστής ΜακΚέιν έχει απόλυτο δίκιο»: Έντεκα φορές είπε ο Ομπάμα αυτήν τη φράση στη διάρκεια του ντιμπέιτ. Λίγη ώρα αργότερα, κυκλοφορούσε το σχετικό προπαγανδιστικό βίντεο των Ρεπουμπλικανών.

Έλεγαν για τον Μπους ότι κέρδισε τις εκλογές επειδή παρουσιάστηκε στους συμπατριώτες του σαν τον παλιό συμμαθητή με τον οποίο όλοι θα ήθελαν να πιουν μια μπύρα. Διατηρώντας αυτήν την αναλογία, θα έλεγε κανείς ότι ο Ομπάμα παρουσιάζει τον εαυτό του σαν τον παλιό συμμαθητή που στα διαγωνίσματα όλοι προσπαθούσαν να κάτσουν κοντά του για να αντιγράψουν το γραπτό του. Είναι ευγενής, αγωνίστηκε πολύ στη ζωή του για να φτάσει εδώ που έφτασε, γνωρίζει αρκετά πράγματα και θέλει να μοιραστεί τις γνώσεις του με τους άλλους. Δεν είναι καλός, όμως, στο βρώμικο παιχνίδι. Προσπαθεί να κερδίσει τους αντιπάλους του με διάλογο και επιχειρήματα. Κρατά ήπιους τόνους. Αλλά η πολιτική δεν είναι διαγωνισμός debate του Κολεγίου.

Η περασμένη εβδομάδα ήταν μια από τις χειρότερες στην ιστορία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Η Ουόλ Στριτ βυθίστηκε σε μια σοβαρή κρίση και οι Αμερικανοί έχουν καταλάβει ότι για την κρίση αυτή ευθύνονται πρωτίστως οι Ρεπουμπλικανοί και ο απερχόμενος πρόεδρος. Κι όμως, στα πρώτα 40 λεπτά του ντιμπέιτ, όπου το θέμα ήταν η οικονομία, ο Ομπάμα δεν έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλό του. Δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το σαφές πλεονέκτημά του, δεν εξέθεσε μια σαφώς διαφορετική προσέγγιση, υπήρξε επιεικής, σχεδόν συναινετικός. Κι άφησε τον ΜακΚέιν να παίξει στο δεύτερο μισό το χαρτί του έμπειρου και αποφασιστικού ηγέτη. Επτά φορές τον άκουσε να επαναλαμβάνει ότι «αυτό που δεν καταλαβαίνει ο γερουσιαστής Ομπάμα είναι...», κι ούτε μία δεν ανέβασε τον τόνο της φωνής του για να διαμαρτυρηθεί. Εννιά φορές τον κατηγόρησε ότι έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του, κι ούτε μία δεν απαίτησε μια απάντηση.

Γιατί άραγε ακολουθεί αυτήν τη στρατηγική; Ίσως να πιστεύει ότι η μόνη περίπτωση να χάσει τις εκλογές είναι να διαπράξει το μοιραίο λάθος, και θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει αυτό το λάθος. Ίσως να συμβαίνει αυτό που γράφει ο πάντα εύστοχος ανταποκριτής της Ρεπούμπλικα, ο Βιτόριο Τσουκόνι: Να φοβάται μήπως φανεί υπερβολικά «θερμός» (διάβαζε: μαύρος), κι έτσι να εμφανίζεται υπερβολικά «ψυχρός» (διάβαζε: λευκός). Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής, πάντως, είναι να μην καταφέρνει να παρουσιάζει με επιθετικό τρόπο το δικό του όραμα: Αν προηγείται στις δημοσκοπήσεις, το οφείλει στην ευνοϊκή συγκυρία (οικονομική κρίση) και τις επιλογές του αντιπάλου του (λέγε με Πέιλιν).

Κάποιος έγραψε ότι στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή αντιπαρατέθηκαν προχθές το παρελθόν με το μέλλον, ο 20ός αιώνας με τον 21ο. Το κακό είναι ότι από μια τέτοια σύγκρουση δεν βγαίνει «νομοτελειακά» νικητής το μέλλον. Η πρόοδος, το΄ χουμε μάθει πια, δεν είναι η «φυσική» ροή των πραγμάτων. Ο Ομπάμα θα νικήσει, αλλά θα χρειαστεί να φτύσει αίμα.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 27, 2008

Στο όνομα της εθνικής υπερηφάνειας





Κάποτε, μάστορες της παραπληροφόρησης ήταν οι Σοβιετικοί. Ο χειρισμός της πυρηνικής καταστροφής του Τσερνόμπιλ, όμως, ήταν τόσο ωμός, τόσο αδίστακτος και προκλητικός, ώστε ένα οικοδόμημα που είχε χρειαστεί δεκαετίες για να στηθεί, κατέρρευσε μέσα σε λίγες ημέρες σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Κάτι ανάλογο κινδυνεύουν να πάθουν σήμερα οι Κινέζοι με το σκάνδαλο του επιμολυσμένου γάλακτος. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να σηκώσουν τη μια γωνία του χαλιού και να σπρώξουν τη σκόνη από κάτω. Αλλά τα γεγονότα τούς ξεπερνούν.

Επισήμως, τέσσερα μωρά έχουν χάσει τη ζωή τους από τη μελαμίνη με την οποία νοθεύτηκε το γάλα και γύρω στα 53.000 έχουν νοσηλευτεί με νεφρικές διαταραχές. Όπως γράφει όμως ο ανταποκριτής του Νουβέλ Ομπζερβατέρ στο Πεκίνο Μπρινό Μπιρολί, η κατάσταση είναι πολύ πιο σοβαρή. Σε ορισμένα νοσοκομεία του Σιτσουάν, παρουσιάζουν προβλήματα τα μισά από τα νεογέννητα που εξετάστηκαν. Στις επαρχίες που έχουν πληγεί λιγότερο, όπως η εσωτερική Μογγολία, το ποσοστό είναι 2-3%. Δεδομένου ότι η μόλυνση του γάλακτος άρχισε πριν από πολλά χρόνια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το Πεκίνο είναι αντιμέτωπο με μια μείζονα υγειονομική κρίση.

Τι μέτρα έλαβε η κυβέρνηση όλα αυτά τα χρόνια; Πρώτον, ψήφισε ένα νόμο τον Αύγουστο του 2007 που εγγυάται την ασφάλεια του πληθυσμού στον τομέα της διατροφής. Δεύτερον, έδωσε εντολή σε όλες τις εφημερίδες και τα κανάλια να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τα τηλεγραφήματα του πρακτορείου Νέα Κίνα και απαγόρευσε στις ιατρικές αρχές να δίνουν συνεντεύξεις. Τρίτον, οργάνωσε την επικοινωνιακή πλευρά του ζητήματος: ο πρωθυπουργός Ουέν Τζιαμπάο «επιθεώρησε» ένα νοσοκομείο και ένα σούπερ μάρκετ και βεβαίωσε ότι όλα βρίσκονται υπό έλεγχο. Τέταρτον, προχώρησε σε κυρώσεις. Πρώτα απηλλάγη των καθηκόντων του ο πρόεδρος της Sanlu, της μεγαλύτερης γαλακτοβιομηχανίας της Κίνας που απασχολεί 30.000 ανθρώπους. Κι ύστερα παύθηκε ο Λι Τσαντζιάνγκ, ο επικεφαλής της Επιτροπής που είχε την ευθύνη για τη διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων. Επειδή όμως ο Λι είχε διοριστεί από την κορυφή του κράτους, και η κορυφή του κράτους δεν κάνει ποτέ λάθος, η απομάκρυνσή του συνοδεύτηκε από επαίνους για το πόσο σκληρά εργάστηκε όλα αυτά τα χρόνια. Και για να μην αποσταθεροποιηθεί αυτή η τόσο αποτελεσματική Επιτροπή, τον διαδέχθηκε ο αναπληρωτής του. Μια ομάδα που κερδίζει, δεν την αλλάζεις...

Το πρόβλημα είναι ότι μερικές φορές μπλέκεται στο χαλί. Όπως μετέδωσε το Νέα Κίνα, η κινεζική κοινή γνώμη δέχθηκε με ικανοποίηση την απόφαση των εποπτικών αρχών να άρουν το δικαίωμα ορισμένων μεγάλων εταιρειών να εξαιρούνται από τους ελέγχους. Το δικαίωμα αυτό τούς είχε παραχωρηθεί στο όνομα της «εθνικής υπερηφάνειας», προκειμένου η ανάπτυξή τους να είναι απρόσκοπτη. Τα μωρά που ασθένησαν από το γάλα μπορούν πλέον να πεθάνουν εθνικά υπερήφανα.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008

Η επανάσταση θα αργήσει





«Οι αντιφάσεις στο εσωτερικό της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας φτάνουν τώρα σε ένα σημείο όπου μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή ανάλογη μ΄ εκείνη της δεκαετίας του ΄30 είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά όλο και πιο πιθανή».

Η εκτίμηση αυτή ανήκει στη Διεθνή Επιτροπή της Τετάρτης Διεθνούς. Και η φρασεολογία της θυμίζει πολύ τις προβλέψεις που έκανε ο Φρίντριχ Ένγκελς εκεί γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν συμπεράνει ότι η μόνη ελπίδα να επικρατήσει ο κομμουνισμός ήταν να ξεσπάσει μια οικονομική κρίση ως αποτέλεσμα της έμφυτης αστάθειας του καπιταλισμού. Και η κατάσταση στην Αγγλία, με τις επιχειρήσεις να χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη στο Λονδίνο και το Λίβερπουλ, φαινόταν να οδηγεί ακριβώς εκεί. «Η κερδοσκοπία στους σιδηροδρόμους φτάνει ξανά σε δυσθεώρητα ύψη, από την 1η Ιανουαρίου οι περισσότερες μετοχές έχουν αυξηθεί κατά 40%. Ca promet!», έγραφε ο Ένγκελς το 1851 από το Μάντσεστερ, γνωστό τότε ως Βαμβακούπολη, όπου διαχειριζόταν την επιχείρηση του πατέρα του. Το κραχ ήταν ζήτημα χρόνου, μέχρι τον Μάρτιο του 1852 θα είχε έρθει.

Αλλά δεν ήρθε. Οι εξαγωγές πήραν ξανά την πάνω βόλτα, οι μισθοί αυξήθηκαν και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων βελτιώθηκε. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μια νέα κρίση των αγορών αναπτέρωσε την αισιοδοξία του Ένγκελς. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία άρχισε να κλονίζεται, οι τιμές των πρώτων υλών εκτοξεύτηκαν στα ύψη, οι πτωχεύσεις πλήθαιναν μέρα με την ημέρα. «Νous avons maintenant de la chance», έγραφε ο Γερμανός θεωρητικός του σοσιαλισμού, που όποτε ενθουσιαζόταν κατέφευγε στα γαλλικά. Όπως υπενθυμίζει όμως στην Γκάρντιαν ο ιστορικός Τρίστραμ Χαντ, συντάκτης μιας βιογραφίας του Ένγκελς που θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες από τις εκδόσεις Ρenguin, το προλεταριάτο δεν ανταποκρίθηκε ούτε αυτή τη φορά στο κάλεσμα της ιστορίας. «Ακόμα δεν υπάρχουν ενδείξεις της επανάστασης», σημείωνε απογοητευμένος στις αρχές του 1858 ο ίδιος άνθρωπος, αποδίδοντας αυτή την αποτυχία στην εξαχρείωση των ηθών που είχε προκαλέσει η μακρά περίοδος ευημερίας.

Οι εργάτες δεν θα έπαιρναν τα όπλα ούτε την επόμενη δεκαετία, όταν θα απολύονταν κατά δεκάδες χιλιάδες εξαιτίας της κατάρρευσης της βαμβακοβιομηχανίας. «Η επαναστατική ενέργεια του αγγλικού προλεταριάτου εξατμίστηκε εντελώς», θα καταλήξει αποκαρδιωμένος ο Ένγκελς. Ο Μαρξ θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να εξηγήσει τις διαδοχικές αναγεννήσεις του καπιταλισμού. Οι οικονομικές κρίσεις θα συνεχιστούν. Κι ίσως μια μέρα, οι προβλέψεις κάποιας Διεθνούς (της Πέμπτης, της Έκτης) να βγουν αληθινές. Το σίγουρο είναι ότι στην Ελλάδα η επανάσταση θα αργήσει. Γιατί την ώρα που το διεθνές προλεταριάτο θα εξαπολύει την τελική του επίθεση, οι Έλληνες σύντροφοι θα κάνουν ουρές μπροστά στα βενζινάδικα.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 25, 2008

Ιταλική μυθοκρατία





Τα ψέματα και η υποκρισία συνόδευαν πάντα την ιταλική πολιτική- και φυσικά όχι μόνον αυτή. Η σημερινή Ιταλία, όμως, χαρακτηρίζεται από μια πραγματική μυθοκρατία, που στηρίζεται και τροφοδοτείται από την αναισθησία της κοινής γνώμης.

Μύθος πρώτος: ο Μπερλουσκόνι είχε πει ότι θα έσωζε την Αλιτάλια, ότι θα τη μεταμόρφωνε σε μια μεγάλη αεροπορική εταιρεία και ότι η μεταμόρφωση αυτή θα συνοδευόταν από ελάχιστες απολύσεις. Στην πραγματικότητα, θα απολυθούν τουλάχιστον 10.000 άνθρωποι και η εταιρεία είτε θα κλείσει είτε θα μετατραπεί σε μια χούφτα χαρταετών. Έτσι, μπορεί μια μέρα ο Μπερλουσκόνι να την αγοράσει για τον εαυτό του.

Μύθος δεύτερος: ο Καβαλιέρε ισχυρίζεται ότι η Ιταλία έχει μια ισχυρή οικονομία. Προφανώς αναφέρεται στην ιδιωτική του αυτοκρατορία, η οποία τριπλασίασε τα κέρδη της από τότε που ασχολήθηκε με την πολιτική. Γιατί, κατά τα άλλα, η ιταλική οικονομία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, η βιομηχανική παραγω γή μειώνεται, η κατανάλωση το ίδιο.

Μύθος τρίτος: στην αρχή του πολέμου της Γεωργίας, η ιταλική κυβέρνηση προειδοποιούσε τους Ρώσους να δείξουν αυτοσυγκράτηση. Αφού τηλεφωνήθηκε όμως πολλές φορές με τον Πούτιν κι έκλεισε μια συμφωνία για το πετρέλαιο, ο Μπερλουσκόνι δήλωσε: «Πρέπει να ακούσουμε τα επιχειρήματα των Ρώσων, δεν έχουν βλέψεις στην Οσετία». Καμία βλέψη - μόνο την προσάρτησή της.

Σε ένα σημείωμά του που δημοσιεύτηκε στη Λιμπερασιόν, ο Ιταλός ποιητής και δημοσιογράφος Στέφανο Μπένι παραθέτει πολλά ακόμη ψέματα και μύθους, στους οποίους καταφεύγει τόσο ο πρωθυπουργός όσο και οι υπουργοί ή άλλα μέλη της πολιτικής ελίτ. Μερικοί είναι ακατανόητοι: γιατί επιμένει ο Μπερλουσκόνι ότι έχει ύψος 1,72, όταν είναι γνωστό ότι είναι δέκα πόντους κοντύτερος; Άλλοι είναι προκλητικοί: η Μάρα Καρφάνια, πρώην ημίγυμνο μοντέλο και νυν υπουργός Ίσων Ευκαιριών, ισχυρίζεται ότι ο νόμος της για την πορνεία θα φέρει αποτελέσματα, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι απλώς θα καταλήξουν στη φυλακή μερικές φτωχές γυναίκες που κάνουν πεζοδρόμιο. Άλλοι μύθοι, πάλι, έχουν πολιτικό χαρακτήρα: ο πρόεδρος Ναπολιτάνο, που βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα, δηλώνει ότι κάθε πολιτική πράξη πρέπει να υπακούει στο Σύνταγμα- και την ίδια στιγμή υπογράφει διάταγμα που εξασφαλίζει την ατιμωρησία ανώτατων λειτουργών του κράτους, και πρώτα απ΄ όλα του πρωθυπουργού. Αναφέρει το Σύνταγμα ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου ή όχι;

Από τα ψέματα δεν γλιτώνει φυσικά ούτε ο Πάπας. Έδωσε, λέει, η Εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της στους φτωχούς! Μόνο που, όπως δείχνουν τα στοιχεία, το Βατικανό κρατά το 90% της περιουσίας του για τον εαυτό του. Λέγεται μάλιστα ότι έστειλε πρόσφατα επιστολή στη Μονή Βατοπαιδίου με την οποία ζητά συμβουλές για την αποδοτικότερη επένδυση των καταθέσεών του... (Να μην πούμε κι εμείς ένα ψέμα;).

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2008

Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος



Πρώτα απ΄ όλα οι συστάσεις. «Είμαι ένας ξένος. Ζω σε μια χώρα διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκα και κατά συνέπεια αντιμετώπιζα ανέκαθεν με ευαισθησία τις διαφορές των πολιτισμών».

Ύστερα, το βιβλίο. Λέγεται «Ο φόβος των βαρβάρων», κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία από τις Εκδόσεις Robert Laffont και πραγματεύεται τον φόβο της διαφορετικότητας που διακατέχει τις κοινωνίες μας. Με το ίδιο θέμα, τη σχέση μεταξύ των πολιτισμών, έχει ασχοληθεί ο συγγραφέας και σε προηγούμενα βιβλία του, όπως είναι «Η κατάκτηση της Αμερικής», «Εμείς και οι άλλοι» και «Τα ηθικά διδάγματα της Ιστορίας».

Κι έπειτα, η συνέντευξη. «Η ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς έχει τελειώσει, δίνοντας τη θέση της στον προβληματισμό γύρω από τη σύγκρουση των πολιτισμών», λέει ο Τσβετάν Τοντόροφ στη «Ρεπούμπλικα». «Η παγκοσμιοποίηση θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή υπεροχή της Δύσης, ενώ οι πληθυσμοί του πλανήτη επικοινωνούν μεταξύ τους ευκολότερα απ΄ό,τι στο παρελθόν. Η επανάσταση των επικοινωνιών και των μεταφορών πολλαπλασιάζει τις επαφές μεταξύ των πολιτισμών. Κι όμως, αντί να θεωρούνται πηγή αμοιβαίου εμπλουτισμού, οι επαφές αυτές αντιμετωπίζονται από τη Δύση ως μια απειλή, που γεννά φόβο. Τον φόβο των βαρβάρων».

Για τον δυτικό κόσμο, συνεχίζει ο βουλγαρικής καταγωγής συγγραφέας, βάρβαροι είναι οι ξένοι, εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν την κουλτούρα μας και τον πολιτισμό μας. Γνωρίζουμε όμως καλά ότι ως βάρβαροι συμπεριφέρθηκαν και άνθρωποι που γνώριζαν καλά τον πολιτισμό μας. Αυτό αποδεικνύει ότι η βαρβαρότητα και ο πολιτισμός δεν μπορούν να προσδιοριστούν μέσω της παρουσίας ή της απουσίας μιας κουλτούρας. Για να ορίσουμε τη βαρβαρότητα, είναι καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε τη σχέση μας με τους άλλους. Πολιτισμένος είναι εκείνος που αναγνωρίζει πλήρως τον ανθρώπινο χαρακτήρα των άλλων και τους αντιμετωπίζει όπως θα ήθελε να τον αντιμετωπίζουν κι αυτοί. Βάρβαρος είναι εκείνος που αρνείται να δεχθεί ότι οι άλλοι ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, τους θεωρεί υποδεέστερους και τους επιφυλάσσει απάνθρωπη μεταχείριση. Η βαρβαρότητα υπερβαίνει τις κουλτούρες, δεν εξαρτάται από την εκπαίδευση ούτε από τη γνώση. Δεν αποτελεί πολιτιστική, αλλά ηθική κατηγορία. Βάρβαρος είναι ο ισλαμιστής που πραγματοποιεί μια τρομοκρατική επίθεση, βάρβαρος είναι και ο αμερικανικός στρατός που πυροβολεί αμάχους ή βασανίζει κρατουμένους. Παρά ταύτα, μεγάλο μέρος της δυτικής κοινής γνώμης εξακολουθεί να θεωρεί βάρβαρο όποιον ανήκει σε διαφορετική κουλτούρα.

Και πρώτα απ΄ όλα, βέβαια, τους μουσουλμάνους. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπους εκμεταλλεύτηκε τον φόβο του Ισλάμ για να διατηρήσει τον πληθυσμό σε μια κατάσταση άκριτου δέους, ώστε να κάνει ευκολότερα αποδεκτές τις αποφάσεις της. Όμως ο φόβος είναι πάντα κακός σύμβουλος: ο φόβος των βαρβάρων υπάρχει κίνδυνος να μετατρέψει εμάς σε βαρβάρους, ωθώντας μας στη μισαλλοδοξία και τον πόλεμο. Σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία των δημοκρατιών, τα βασανιστήρια θεωρούνται μια θεμιτή πράξη - ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι μια πράξη βάρβαρη και αποκρουστική.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

Μαθήματα ανθρωπιάς από καπουτσίνους





Ο Φρανς ντε Βάαλ είναι καθηγητής Συμπεριφοράς Πρωτευόντων Ειδών στο Πανεπιστήμιο Έμορι της Ατλάντα. Και έκανε μια ανακάλυψη που μπορεί να τη δει κανείς με δύο τρόπους, τον αισιόδοξο και τον απαισιόδοξο.

Παίρνουμε δύο καπουτσίνους και τους τοποθετούμε σε ένα κλουβί χωρισμένο στα δύο με ένα διαφανές τοίχωμα. Κάθε καπουτσίνος καταλαμβάνει ένα διαμέρισμα. Μπορούν να ανταλλάσσουν βλέμματα και χαμόγελα, μπορούν να κουβεντιάζουν στη γλώσσα των πιθήκων, αλλά δεν μπορούν να αγγιχτούν ούτε να ανταλλάξουν δώρα. Ζητάμε τώρα από τον ένα καπουτσίνο- ή μάλλον καπουτσίνα, αφού και τα δύο είναι θηλυκά- να διαλέξει ανάμεσα σε δύο μάρκες. Η πρώτη, η «εγωιστική», την ανταμείβει με ένα κομμάτι μήλο, αλλά αφήνει τη φίλη της νηστική. Η δεύτερη, η «κοινωνική», ανταμείβει και τα δύο ζώα με ένα κομμάτι μήλο το καθένα. Με άλλα λόγια, δίνουμε τη δυνατότητα στον καπουτσίνο να φανεί εγωιστής ή αλτρουιστής, χωρίς να έχει είτε η μία είτε η άλλη επιλογή του πρόσθετο κέρδος ή κόστος. Τι φανταζόμαστε ότι συμβαίνει; Αν οι καπουτσίνοι ήταν άνθρωποι, μάλλον η «εγωιστική» επιλογή θα κυριαρχούσε. Αλλά όπως διαπίστωσε ο Αμερικανός ερευνητής, η κατάσταση στα ζώα είναι πιο περίπλοκη. Αν η γειτόνισσα είναι ξένη, δηλαδή μέλος μιας άλλης ομάδας (οι καπουτσίνοι, όπως όλοι οι πίθηκοι, ζουν σε ομάδες), στις μισές περιπτώσεις νικά η μία μάρκα και στις υπόλοιπες η άλλη. Αν η γειτόνισσα ανήκει στην ίδια ομάδα, οι πιθανότητες να κερδίσει η γενναιόδωρη επιλογή είναι 60%. Και αν είναι συγγενής, το ποσοστό φτάνει το 70%.

Ώστε οι καπουτσίνοι διακρίνονται από ένα τόσο υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης; Ναι, αλλά υπό όρους. Αν, για παράδειγμα, το διαχωριστικό τοίχωμα είναι αδιαφανές, η γενναιοδωρία πέφτει απότομα στο 20%. Να βοηθήσουμε, αλλά όχι και ανωνύμως! Αν, πάλι, ο καπουτσίνος που διαλέγει την «κοινωνική» μάρκα ανταμειφθεί με μήλο και ο άλλος με σταφύλι, αισθάνεται την αδικία να τον ξεπερνά (είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι οι καπουτσίνοι προτιμούν το σταφύλι από το μήλο). Κλείνεται στο καβούκι του και δεν μοιράζεται πια την τροφή του παρά στο 50% των περιπτώσεων. Ε, όχι να μας πιάσουν και κορόιδο!

Απομένει ένα ερώτημα: ο καπουτσίνος που μοιράζεται αισθάνεται ικανοποίηση από την πράξη του; Η απάντηση, γράφει ο Νταμιέν Ζαγιά στον ιστότοπο Rue89, είναι θετική. Όταν το ζώο διαλέγει την «κοινωνική» μάρκα, στρέφεται αμέσως προς το διπλανό του και περιμένει να φάνε μαζί το δώρο τους. Όταν, αντίθετα, επιλέγει να κοιτάξει μονάχα την πάρτη του, γυρίζει την πλάτη στο άλλο, θέλοντας προφανώς να κρύψει την ντροπή του ή τις τύψεις του. Ναι, όλα αυτά τα αισθήματα συναντώνται και στους πιθήκους. Επειδή όμως εμείς είμαστε ανώτερα όντα, δεν αρκεί να τους αντιγράφουμε: ας δείξουμε λοιπόν αλληλεγγύη και προς τον ξένο!

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2008

Η πρόβλεψη του Καντ





«Κάθε άνθρωπος θα καταχράται πάντα την ελευθερία του αν δεν υπάρχει κάποιος, πάνω απ΄ αυτόν, που ασκεί μια εξουσία σύμφωνα με τους νόμους».

Το απόσπασμα αυτό του Καντ, από την "Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο", αναδεικνύει τη διαρκή ανάγκη ελέγχου εκείνων που ελέγχουν. Το πρόβλημα αυτό απασχολούσε ανέκαθεν τους φιλοσόφους, από τον Σωκράτη ώς τον Ρουσώ, κι από τον Μακιαβέλι ώς τον Χομπς. Ο λόγος που ο Πλάτων, στην Πολιτεία του, θέτει την εκπαίδευση στο κέντρο του πολιτικού προβληματισμού δεν είναι η ανάγκη να γίνει ο λαός κοινωνός αυτού του αγαθού, αλλά να γίνουν ενάρετοι οι κυβερνώντες. Αυτοί αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους πολίτες προέρχεται από αυτούς που έχουν εξουσιοδοτηθεί να τους προστατεύουν.

Ο γνωστός βιβλιοκριτικός της Μοντ Ροζέ-Πολ Ντρουά χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από τον κόσμο των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πιστεύεις ότι είσαι απόλυτα προστατευμένος από τους ιούς, αφού φροντίζεις να είναι πάντα εφοδιασμένος ο υπολογιστής σου με το τελευταίο, πιο σύγχρονο και πιο εξελιγμένο αντι-ιικό πρόγραμμα. Μια μέρα, ενώ δουλεύεις, εμφανίζεται το εξής μήνυμα: «Θέλετε να κάνετε επανεκκίνηση ώστε να ολοκληρωθεί η καταστροφή ενός ιού;». Καθώς το ερώτημα προέρχεται από το λογισμικό προστασίας, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική, ένα αυτόματο κλικ στο Υes δηλαδή, και τότε η οθόνη ξαφνικά μαυρίζει, και ξέρεις ότι ξεκινά μια περιπέτεια που θα σου κοστίσει χρήμα και χρόνο. Τι συνέβη; Πώς κατάφερε ο εχθρός να περάσει τις τάφρους και τα τείχη; Η απάντηση είναι η χειρότερη δυνατή: δεν σημειώθηκε επίθεση, αιτία της καταστροφής ήταν ο ίδιος ο μηχανισμός προστασίας, που στη διάρκεια της τελευταίας ενημέρωσής του εξέλαβε «κατά λάθος» σημαντικά αρχεία του συστήματος ως παρείσακτους έτοιμους να κάνουν έφοδο.

Αυτή η «κακοήθης προστασία» παρατηρείται σε πληθώρα κοινωνικών φαινομένων, από παιδοκτόνους γονείς μέχρι εγκληματίες αστυνομικούς, διεφθαρμένους δικαστές και αδίστακτους υπουργούς. Αναζητείτε τον πιθανότερο δολοφόνο; Κοιτάξτε στις τάξεις των σωματοφυλάκων του θύματος. Αναρωτιέστε ποιος είναι ο κλέφτης; Εξετάστε τις κινήσεις του ανθρώπου που έχει τους κωδικούς και τα κλειδιά. Σπάτε το κεφάλι σας να βρείτε τον προδότη; Το πιθανότερο είναι ότι ανήκει στον κύκλο των στενών φίλων. Τόσα και τόσα πραξικοπήματα το έχουν αποδείξει.

Υπάρχει λύση; Ο κόσμος θα ήταν ασφαλώς καλύτερος αν δεν υπήρχαν καταχρήσεις, εγκλήματα και αρρώστιες. Χωρίς ιούς δεν θα χρειάζονταν αντι-ιικά προγράμματα. Χωρίς παραβιάσεις του νόμου δεν θα υπήρχε ανάγκη προστασίας. Αλλά αυτός ο ιδανικός κόσμος δεν υπάρχει. Κατά συνέπεια, είμαστε καταδικασμένοι να χρησιμοποιούμε προστατευτικές πανοπλίες. Το πρόβλημα είναι όταν νομίζουμε ότι αυτές οι πανοπλίες είναι εντελώς ασφαλείς. Όμως πάντα θα χαλάνε, είναι στη φύση τους. Πάντα θα βρίσκει ένα παραθυράκι ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει την απληστία του. Χρειάζονται έλεγχο οι ελέγχοντες- και στις δημοκρατίες ο έλεγχος αυτός προέρχεται πάντα από τους ελεγχόμενους.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2008

Ο δήμαρχος ήταν έκπληκτος



Oι Γιαπωνέζοι φοιτητές και ο προπονητής του μπέιζμπολ που τους συνόδευε ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Όχι μόνο είχαν θαυμάσει και είχαν φωτογραφίσει τον καθεδρικό ναό Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε της Φλωρεντίας, με τον υπέροχο τρούλο του, αλλά είχαν χαράξει σ΄ έναν τοίχο και τα ονόματά τους, δίπλα σε εκατοντάδες άλλα. Ο προπονητής, που περνούσε στην Ευρώπη τον μήνα του μέλιτος, ήταν σίγουρος ότι αυτό θα τους έφερνε τύχη, του το είχε πει κάποιος στην πατρίδα. Υπήρξε όμως ένας αστάθμητος παράγων: ένας Γιαπωνέζος τουρίστας που σκανδαλίστηκε από την πράξη των συμπατριωτών του, τους φωτογράφισε επ΄ αυτοφώρω κι έστειλε τα τεκμήρια στα αρμόδια εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Το να γράφεις το όνομά σου στους τοίχους του Ντουόμο είναι ένα είδος παράδοσης στη Φλωρεντία. Αλλά οι ιαπωνικές αρχές δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Ο προπονητής έχασε τη δουλειά του. Και οι τρεις φοιτητές τιμωρήθηκαν με δεκαπενθήμερη αποβολή και την υποχρέωση να γράψουν μια απολογητική επιστολή. Η μία από τους τρεις μάλιστα, που το ταξίδι της στην Ιταλία ήταν το πρώτο στο εξωτερικό, προχώρησε ένα βήμα παραπάνω. Συγκέντρωσε 600 ευρώ και επέστρεψε στη Φλωρεντία για να παραδώσει κλαίγοντας το ποσό σ΄ έναν έκπληκτο δήμαρχο. Ο επόπτης του καθεδρικού ναού συγκινήθηκε τόσο πολύ από τη σκηνή, ώστε αγκάλιασε το κορίτσι και του είπε να σκουπίσει τα δάκρυά του και να χαμογελάσει. Ένας σχολιαστής της ιαπωνικής τηλεόρασης, αντίθετα, υποστήριξε πως το κλάμα σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι αρκετό- χρειάζεται και μια κανονική συγγνώμη.

Είναι ιδιαίτερος λαός οι Ιάπωνες. Πρώτα απ΄ όλα διακρίνονται για την καθαριότητά τους και τον σεβασμό προς την ιδιοκτησία: στο Τόκιο κυκλοφορούν κάθε μέρα 15 εκατομμύρια άνθρωποι και παρά ταύτα δύσκολα βλέπεις σκουπίδια στον δρόμο. Το γκράφιτι σε δημόσια κτίρια είναι πολύ σπάνιο, κι άλλωστε καθαρίζεται αμέσως. Η λέξη «ντροπή» (haji) έχει ιδιαίτερο βάρος στην ιαπωνική γλώσσα. Όπως γράφει όμως η ανταποκρίτρια των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στο Τόκιο, υπάρχει ένας ακόμη παράγων που εξηγεί τη σκληρή δημόσια αντίδραση για το επεισόδιο με τους φοιτητές. Ανήσυχη για τη μείωση του κύρους της ως οικονομικής δύναμης, η Ιαπωνία προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα της στο εξωτερικό μέσω της «ήπιας ισχύος».

Όποιος επισκέπτεται ένα από τα μνημεία του αρχιπελάγους και θέλει να καταγράψει μια ευχή ή μια επιθυμία, έχει τη δυνατότητα να αγοράσει σε χαμηλή τιμή μια ειδική ξύλινη πλάκα που λέγεται έμα: χαράζει το μήνυμά του στην πλάκα και την κρεμά στο ενδεδειγμένο σημείο. Ε, όταν οι αρχές καλούν τους τουρίστες να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, πώς να ανεχθούν από έναν δικό τους υπήκοο να «βεβηλώνει» τόσο απερίσκεπτα ένα ξένο μνημείο;

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2008

Δώρο Θεού η «αιώνια Ρωσία»





Ο εθνικισμός που διατρέχει σήμερα τη ρωσική κοινωνία έχει μερικά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Απορρίπτει τον κομμουνισμό. Τρέφεται από τη θρησκευτική ορθοδοξία. Και θεωρεί τον Ψυχρό Πόλεμο βασικό εργαλείο της μάχης κατά της «αιώνιας Ρωσίας».

Ινστιτούτο για τη Δημοκρατία και τη Συνεργασία: έτσι λέγεται το νέο προπαγανδιστικό όργανο που ίδρυσε πριν από λίγο καιρό ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Πρόεδρος του ιδρύματος τοποθετήθηκε η ιστορικός Νατάλια Ναροτσνίτσκαγια, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών, πρώην βουλευτής και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, γνωστή στο εξωτερικό από το βιβλίο της «Τι μένει από τη νίκη μας; Ρωσία- Δύση: η παρεξήγηση», με το οποίο επιχειρεί την αποκατάσταση της εποχής του Στάλιν - ή, τουλάχιστον, του Στάλιν που νίκησε το 1945.

«Τι κρύβουν οι προσπάθειες της Δύσης να μετατρέψει τον Στάλιν στον χειρότερο εγκληματία όλων των εποχών και όλων των λαών;» αναρωτιέται η συγγραφέας. Ο Στάλιν αποσκοπούσε χωρίς αμφιβολία στην παγκόσμια κυριαρχία. Ο λόγος που αντιστάθηκε όμως στη Δύση τη δεκαετία του ΄30, κι ακόμη περισσότερο από το 1940 ώς το 1950, ήταν η προσπάθεια της Δύσης να εκμεταλλευτεί τη Σοβιετική Ένωση και τους πόρους της. Ο διάδοχός του, ο Νικήτα Χρουστσόφ, εξυπηρέτησε άριστα τα δυτικά συμφέροντα με τη λεγόμενη αποσταλινοποίηση. Όσο για τον Γκορμπατσόφ και τον Γιέλτσιν, δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να «ουρλιάζουν πάνω στους τάφους των πατεράδων τους».

Η περιφρόνηση προς το ρωσικό έθνος, συνεχίζει η Ναροτσνίτσκαγια, χρονολογείται από τον Ένγκελς, ο οποίος είχε τον ίδιο στόχο μ΄ αυτόν που έχει σήμερα η Δύση: να στρέψει τους Πολωνούς εναντίον της Ρωσίας. Είναι τυχαίο ότι οι επαναστάτες του 1917 χρηματοδοτήθηκαν με 21 εκατομμύρια ρούβλια από τον Λόυντ Τζωρτζ και με 40 εκατομμύρια μάρκα από τη Γερμανία; Όλες αυτές οι δυνάμεις ήθελαν να δημιουργήσουν χάος στη Ρωσία και χρησιμοποίησαν για τον σκοπό αυτό τους μπολσεβίκους. Ο Λένιν ήταν φιλοδυτικός, και ο μπολσεβικισμός ήταν μια μορφή άρνησης όλων των στοιχείων που χαρακτήριζαν τον ρωσικό εθνικισμό. Αλλά η Μεγάλη Νίκη του 1945 δεν ανήκει στη Σοβιετική Ένωση. Ανήκει στην αιώνια, την ιερή και «μυστικιστική» Ρωσία, δώρο του Θεού, που τ΄ όνομά της το πρόφεραν οι πιστοί με δέος. Η μάχη του Στάλινγκραντ κερδήθηκε επειδή ξύπνησαν τα εθνικά αισθήματα και η πνευματική αλληλεγγύη του ρωσικού λαού, που είχαν καταστραφεί από τον προλεταριακό διεθνισμό.

Για τη συγγραφέα, η κινητήρια δύναμη της δυτικής πολιτικής ήταν πάντα η καταστροφή της αιώνιας Ρωσίας, όχι του κομμουνισμού. Αυτή η νεο-εθνικιστική προσέγγιση, σημειώνει η Γαλλίδα δημοσιογράφος Νικόλ Μισνίκ στην Ελ Παΐς, δεν έρχεται σε αντιπαράθεση μόνο με τον κομμουνισμό, αλλά και με τις πιο ελπιδοφόρες στιγμές της ρωσικής ιστορίας, όταν οι μεγάλοι διανοούμενοι της χώρας διεκδικούσαν έναν φωτισμένο ορθολογισμό. Ο παλιός Σολζενίτσιν εναντίον του Πούσκιν, του Τολστόι και του Βασίλι Γκρόσμαν.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 18, 2008

Ο αμερικανικός εφιάλτης





Είναι αλήθεια ότι ο 21ος αιώνας δεν είχε ξεκινήσει καλά γι΄ αυτήν την τράπεζα: Στον έναν από τους δύο μοιραίους Πύργους του Μανχάταν καταλάμβανε τρεις ορόφους.

Το 1850 μετανάστευσε στην Αλαμπάμα και ο τελευταίος των αδελφών Λίμαν, ο Μάγιερ. Έξι και τρία χρόνια νωρίτερα είχαν μεταναστεύσει από τη Βαυαρία ο Χένρι και ο Εμάνουελ. Η πρώτη τους επιχείρηση είχε σχέση με ξηρά είδη. Και οι τρεις αδελφοί, διαβλέποντας την άνοδο της τιμής του βαμβακιού, ζητούσαν συχνά να πληρώνονται με αυτό το αγαθό, που το καλλιεργούσαν οι σκλάβοι. Το στοίχημα που έβαλαν το κέρδισαν και οι Λίμαν Μπράδερς έγιναν πλούσιοι.

Δεκατέσσερις δεκαετίες αργότερα, η ομώνυμη επενδυτική τράπεζα αριθμούσε 27.000 μετόχους και η αξία της υπολογιζόταν σε περισσότερα από 500 δισ. δολάρια. Αντίθετα με άλλα καθαρά κερδοσκοπικά ταμεία, όπως το περίφημο Long Τerm Capital που ίδρυσαν δύο Νομπελίστες Οικονομίας και χρεοκόπησε το 1991, η ΛΜ είχε προβεί σε ορισμένες σημαντικές χρηματοδοτήσεις. Με τη βοήθειά της γεννήθηκαν οι πρώτες μεγάλες αλυσίδες λαϊκών καταστημάτων, όπως η Sears και η Μacy, καθώς και η RCΑ, η «μητέρα» της αμερικανικής ραδιοτηλεόρασης. Καταλυτικός ήταν ο ρόλος της και στην ίδρυση της Ηalliburton, της εταιρείας που διηύθυνε ο Ντικ Τσέινι προτού γίνει αντιπρόεδρος. Ό,τι ανεβαίνει, όμως, κάποια στιγμή αρχίζει να κατεβαίνει. Το αμερικανικό όνειρο μπορεί να γίνει εφιάλτης μέσα σε μια νύχτα. Στην περίπτωση της ΛΜ, και του επιθετικού ισχυρού της άνδρα Ρίτσαρντ Φαλντ, το σημείο καμπής ήταν η ανάμειξή της στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου και τα hedge funds, που υπόσχονταν να ικανοποιήσουν το όνειρο κάθε επενδυτή: σίγουρο κέρδος, όσα ζιγκ ζαγκ και να κάνει η αγορά. Όταν όμως οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν, αποκαλύφθηκε ότι ο βασιλιάς Μίδας όχι μόνο ήταν γυμνός, αλλά είχε «μαγειρέψει» και τα βιβλία, εξαφανίζοντας τουλάχιστον 13 δισ. δολάρια.

Πίσω από τους διαδοχικούς Τιτανικούς των τελευταίων ετών, σημειώνει ο Βιτόριο Τσουκόνι στη Ρεπούμπλικα, βρίσκεται η παραβολή των αναπόφευκτων, αλλά και αναγκαίων για το αμερικανικό οικονομικό σύστημα, θριάμβων και καταστροφών. Σ΄ ένα σύμπαν όπου κυριαρχούν οι δύο πόλοι, του φόβου (fear) και της απληστίας (greed), οι μάγοι του χθες (όπως ο Φαλντ της Λίμαν ή ο Κένεθ Λέι της Ένρον, εκείνος ο φίλος του Τζορτζ Μπους που πέθανε από έμφραγμα μετά την καταδίκη του σε κάθειρξη 25 ετών) γίνονται οι απατεώνες του μέλλοντος. Οι ίδιοι άνθρωποι που υμνούσαν τον Φαλντ όταν η μετοχή άξιζε 66 δολάρια και στο τέλος του χρόνου έπαιρναν μπόνους 350.000 δολαρίων, σήμερα που η μετοχή έπεσε στα 24 σεντς τον καταριούνται. Στη θέση τους, βέβαια, χαίρονται άλλοι, όλοι εκείνοι που θα κερδίσουν πατώντας επί πτωμάτων, που θα επωφεληθούν από τις υπερβολές και τα λάθη, για να κάνουν κι εκείνοι με τη σειρά τους στη συνέχεια άλλα λάθη, ώστε το σύστημα να συνεχίσει να λειτουργεί.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 17, 2008

Ο Σαάντ, η Ασμάα και οι άλλοι





Το Κάιρο είναι η μεγαλύτερη πόλη της Αφρικής και ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Εδώ ζουν 20 εκατομμύρια άνθρωποι. Το 40% κερδίζουν λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα.

O Σαάντ και η Ασμάα είναι νιόπαντροι, αλλά κανείς τους δεν φοράει βέρα. Μένουν στις όχθες του Νείλου, στη Μανσούρα, μια πόλη που και γέφυρες έχει κι όμορφα μέρη για περίπατο. Τα καλοκαίρια, όμως, έρχονται ένα Σαββατοκύριακο τον μήνα στο Κάιρο. «Ο αέρας εδώ είναι διαφορετικός», λέει ο Σαάντ. Όσο έχει φως, κάθονται στο εσωτερικό κάποιου από τα καφέ που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης. Και λίγο πριν δύσει ο ήλιος, κατευθύνονται στη γέφυρα Κασρ Ελ Νιλ. Εδώ τους αρέσει να βλέπουν το ηλιοβασίλεμα, κι ύστερα να κάθονται με τις ώρες και να ατενίζουν το ποτάμι. Όταν τους πέτυχε ο δημοσιογράφος της Κρίστιαν Σάιενς Μόνιτορ, εκείνη στεκόταν συνεσταλμένα δίπλα του, σφίγγοντάς του το χέρι σ΄ εκείνο ακριβώς το σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η βέρα.

Όχι πως το ζευγάρι ήταν μόνο του, κάθε άλλο. Η γέφυρα είναι ιδανικό καταφύγιο για όλους τους ρομαντικούς, τους μοναχικούς και τους πικραμένους. Εδώ έρχονται πρώτα απ΄ όλα φτωχοί ερωτευμένοι σαν τον Σαάντ και την Ασμάα, που θέλουν να ξεφύγουν από τα βλέμματα των γονιών και των γειτόνων τους. Δεν τους ενοχλούν ούτε οι αστυνομικοί με τις βρώμικες στολές που περιπολούν ούτε οι μικροπωλητές που πουλάνε πλαστικά τριαντάφυλλα και χάρτινα κύπελλα με υγρά, αλατισμένα φασόλια. Δεν τους ταράζουν τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία που περνούν μουγκρίζοντας δίπλα τους. Όσο είναι αγκαλιασμένοι, είναι καλά.

Ο Μοχάμεντ ανήκει σε άλλη κατηγορία. Στη γέφυρα συχνάζει εδώ και χρόνια. Πρώτα ερχόταν με τη γυναίκα του. Ύστερα τους συνόδευαν και τα παιδιά. Και τώρα που τα παιδιά μεγάλωσαν κι έχουν άλλες ασχολίες, έρχεται μονάχος του και ψαρεύει. Η απλώς κοιτάζει τη θέα και χαλαρώνει. Το ίδιο έρχεται να κάνει κι ο Ουαλίντ, που είναι δημοσιογράφος- και η δουλειά αυτή στην Αίγυπτο έχει προφανώς δεκαπλάσιο άγχος απ΄ ό,τι έχει στη Δύση. Τα μηχανήματα σπάνε, τα ραντεβού ακυρώνονται, τίποτα δεν πάει καλά. Κι έτσι, ο Ουαλίντ έρχεται στη γέφυρα να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα, να καπνίσει ένα δυο τσιγάρα και να ηρεμήσει. Όταν έχει λίγο χρόνο πετάγεται μέχρι την πλατεία Ταχρίρ, του αρέσει η αρχιτεκτονική της, όλα αυτά τα άλλοτε μεγαλοπρεπή κτίρια ευρω-οθωμανικού ρυθμού, το εθνικό μουσείο και ο 13ώροφος πύργος που στεγάζει δημόσιες υπηρεσίες. «Με κάνουν να αισθάνομαι ότι ζω πραγματικά στο Κάιρο, κι όχι στη μέση όλου αυτού του χάους».

Άλλους, πάλι, το χάος τούς γεμίζει. «Όταν φεύγω για διακοπές, μου λείπει η ρύπανση και η κυκλοφοριακή συμφόρηση του Καΐρου», λέει η Μάρουα, που σταματά στη γέφυρα κάθε απόγευμα, όταν φεύγει από τη δουλειά της. «Όλα μου λείπουν, γιατί τα έχω συνηθίσει».

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 16, 2008

Μια βαθιά αίσθηση δυσφορίας





Αυτό λοιπόν είναι το μόνο δυνατό τέλος ενός ανθρώπου που χαρακτηρίστηκε ο αντιπροσωπευτικότερος εκφραστής της δυσφορίας που χαρακτηρίζει ολόκληρη την αμερικανική κοινωνία; Να κρεμαστεί στα 46 του χρόνια στο σπίτι του;

«Από υλιστική άποψη, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας ωραίος τόπος για να ζει κανείς. Η οικονομία είναι ισχυρή και η χώρα κολυμπά στην αφθονία. Παρά ταύτα, μεταξύ των ανθρώπων της ηλικίας μου, ακόμη κι εκείνων που ανήκουμε σε μια βολεμένη τάξη η οποία δεν έπεσε ποτέ θύμα οποιασδήποτε διάκρισης, υπάρχει μια αίσθηση δυσφορίας, μια βαθειά δυστυχία και μια αποσύνδεση από την πραγματικότητα. Εξακολουθεί να βαραίνει πάνω μας η σκιά πρόσφατων ιστορικών επεισοδίων, όπως το Βιετνάμ ή το Ουότεργκεϊτ, ενώ βλέπουμε να πλησιάζει και η σφαγή στο Ιράκ».

Αυτά έλεγε πριν από μερικά χρόνια ο Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας στον Εδουάρδο Λάγο, διευθυντή του Ινστιτούτου Θερβάντες της Νέας Υόρκης. Σχολιάζοντας τη θριαμβευτική υποδοχή που είχε το βιβλίο του Αστείο δίχως τέλος (1996), ένα έπος 1.100 σελίδων που διαδραματίζεται το 2025 σε ένα αμερικανικό κέντρο αποκατάστασης ναρκομανών, ο συγγραφέας εξέφραζε την απορία του για το ότι είχαν ξεφύγει από όλους τους κριτικούς του κόσμου οι πιο σκοτεινές πλευρές αυτού του μυθιστορήματος. Κανείς δεν σχολίασε, για παράδειγμα, την έκταση που έχει το φαινόμενο του εθισμού ως σύμπτωμα της δυσφορίας της καπιταλιστικής κοινωνίας: από τα ναρκωτικά μέχρι το σεξ, το αλκοόλ και την ψυχαγωγία. Ο ΝΦΟ πίστευε ότι η σχέση μας με την πραγματικότητα καθορίζεται με βίαιο τρόπο από τα οπτικοακουστικά μέσα και την τεχνολογία, ιδιαίτερα από την τηλεόραση. Για το Διαδίκτυο, αντίθετα, διατηρούσε επιφυλάξεις. «Ας μη γελιόμαστε», είχε πει στην ίδια εκείνη συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στο χθεσινό φύλλο της Ελ Παΐς. «Το Ιnternet δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια χιονοστιβάδα πληροφοριών, ένα πρωτόγονο laissez faire, χωρίς ηθικά κριτήρια. Βομβαρδίζει τον καταναλωτή με ελκυστικές προσφορές, χωρίς να τον βοηθά να επιλέξει την ώρα της απόφασης. Η άνθηση του “τελεία κομ” είναι το απόσταγμα της καπιταλιστικής ηθικής».

Μετά το Αστείο δίχως τέλος, ο ΝΦΟ έγραψε πολλά διηγήματα και δοκίμια, όπως Κάτι υποτίθεται διασκεδαστικό που δεν θα ξανακάνω (1997), Σύντομες συνεντεύξεις με απωθητικούς ανθρώπους (1999) και Σύντομη ιστορία του απείρου (2003). Κάθε φορά τοποθετούσε τον πήχυ λίγο πιο ψηλά. Σε ένα άρθρο που έγραψε τον Αύγουστο του 2004 για το περιοδικό «Gourmet», αναφερόταν στη Γιορτή Αστακού του Μέιν, αναρωτιόταν αν είναι σωστό να βράζουμε ένα ζώο ζωντανό μόνο και μόνο για τη γαστρονομική μας απόλαυση και έθετε έναν προβληματισμό φιλοσοφικής φύσης. «Η άρνησή σας να σκεφτείτε αυτό το θέμα είναι άραγε προϊόν σκέψης, ή απλώς δεν θέλετε καθόλου να το σκεφτείτε; Κι αν ισχύει το δεύτερο, ποιος είναι ο λόγος; Δεν θέλω να σας παγιδεύσω, είμαι απλώς περίεργος».

Αλλά δεν θα ικανοποιήσει ποτέ την περιέργειά του.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

Ο φόβος έγινε βιομηχανία





Από έντεκα το 2000, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη έχουν μειωθεί στις τρεις (συν μια διακοσμητική συμμετοχή). Αλλά η Κοντσίτα ντε Γκρεγκόριο δεν χάνει το θάρρος της.

Συγκεντρώθηκαν την περασμένη Κυριακή στο Παρίσι. Συμφώνησαν (γρήγορα) ότι περνούν κρίση. Συμφώνησαν (λιγότερο γρήγορα) στα αίτια της κρίσης: το πέρασμα από τη βιομηχανική οικονομία στην οικονομία της γνώσης, η δυσφήμηση του κοινωνικού κράτους, η αύξηση μιας παγκόσμιας αίσθησης κινδύνου που συνδέεται με τις εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό και τον ενεργειακό τομέα. Έκαναν την αυτοκριτική τους: εγκαταλείψαμε τα θύματα της παγκοσμιοποίησης, δεν έχουμε καινούργιες ιδέες, αιφνιδιαστήκαμε, παγιδευτήκαμε, παραιτηθήκαμε. Και στο τέλος (ναι, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο) διατύπωσαν προτάσεις. Να πάψουμε να περιφρονούμε τους φόβους της μεσαίας τάξης και να αρχίσουμε να κοιτάζουμε τον κόσμο όπως είναι. Να θέσουμε τα κοινωνικά ζητήματα στο επίκεντρο του προβληματισμού μας. Να πάρουμε την πρωτοβουλία στην προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές, η μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων, η μετανάστευση.

Πολιορκούμενοι εκ δεξιών και εξ αριστερών, οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές είναι αναγκασμένοι να δράσουν για να μη βρεθούν σύντομα στο περιθώριο. Να δράσουν σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και στις τοπικές κοινωνίες, στη γειτονιά, στον χώρο δουλειάς. «Ζούμε στο αιώνιο παρόν, χωρίς μνήμη ούτε προοπτικές. Στην απόλυτη απουσία ευθυνών», λέει η 43χρονη Κοντσίτα ντε Γκρεγκόριο, πρώην αρθρογράφος της Ρεπούμπλικα και εδώ και δύο εβδομάδες νέα διευθύντρια της Ουνιτά. «Δεν σκεφτόμαστε παρά τον εαυτό μας. Φοβόμαστε: τους άλλους, ότι θα χάσουμε, ότι δεν είμαστε δυνατοί. Και ο φόβος έχει μετατραπεί σε βιομηχανία. Να σε τι συμφωνούμε όλοι: στον φόβο. Τις προάλλες, ο μικρός μου γιος είδε τα στρατιωτικά οχήματα στη Σάντα Μαρία και είπε: “Κοίτα μαμά, γυρίζουν μια πολεμική ταινία!”».

Όταν την πήρε τηλέφωνο το νέο αφεντικό τής εφημερίδας (ο Ρενάτο Σόρου, «ένας επιχειρηματίας ηθικός, που δεν ακολουθεί τη μόδα και δεν μιλάει πολύ, ένας αντι-ιταλός!») και της πρότεινε τη θέση, δέχθηκε αμέσως. Όχι για να κάνει καριέρα ή να βγάλει λεφτά ή να κραυγάζει- θα ήταν ανόητο να ανταγωνιστεί σε όλους αυτούς τους τομείς τη Δεξιά- αλλά για να χαμηλώσει την ένταση, να μιλήσει για τα πραγματικά προβλήματα, να προσπαθήσει να εξηγήσει πού βρίσκεται η ουσία και πού η απάτη. «Η Αριστερά προσπαθεί να βγει από το ιδεολογικό κλουβί στο οποίο βρίσκεται εδώ και τριάντα χρόνια και να κατανοήσει την πραγματικότητα» λέει αυτή η Ιταλοϊσπανίδα μητέρα τεσσάρων παιδιών στον δημοσιογράφο της Ελ Παΐς που τη συνάντησε στο μπαρ «Βibli» της Ρώμης. «Πρέπει να αρχίσουμε από το μηδέν, από το αλφάβητο, τα χρώματα και τους αριθμούς», κυρίως τους αριθμούς, η Ουνιτά έχει πέσει στα 40.000 φύλλα, χρειάζεται επειγόντως νέες ελπίδες, νέες ιδέες, νέα πνοή. Όπως και η Αριστερά.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2008

Η γενιά της παγκοσμιοποίησης



Είναι 18 έως 28 ετών, γεννήθηκαν δηλαδή μετά το 1980. Γυρίζουν τον κόσμο: περισσότεροι από τους μισούς έχουν διαβατήριο, κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από 20 χρόνια. Θεωρούν τους εαυτούς τους περισσότερο κατοίκους του πλανήτη παρά της Αμερικής. Σέβονται τις μειονότητες. Θέλουν για την πατρίδα τους μια εξωτερική πολιτική που να λαμβάνει υπόψη τον υπόλοιπο κόσμο. Προτιμούν να ενημερώνονται από τα μπλογκ παρά από τις παραδοσιακές εφημερίδες. Κι αν τον ερχόμενο Νοέμβριο πάνε μαζικά να ψηφίσουν, θα δώσουν τη νίκη στον Ομπάμα.

First Global: έτσι ονόμασε αυτήν τη γενιά ο Τζον Ζόγκμπι, ένας από τους γνωστότερους Αμερικανούς δημοσκόπους. Στο βιβλίο του «Πώς θα γίνουμε. Η έκθεση Ζόγκμπι για τη μεταμόρφωση του αμερικανικού ονείρου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Random Ηouse, περιγράφει με λεπτομέρειες την πρώτη γενιά που διαμορφώθηκε από την παγκοσμιοποίηση, τα εκατομμύρια των νέων ανθρώπων που για πρώτη φορά δεν βλέπουν τον κόσμο με τις παρωπίδες του μικρόκοσμού τους. Ακόμη και οι προσδοκίες τους για το μέλλον είναι διαφορετικές από εκείνες των προηγούμενων γενιών. Ένα στατιστικό στοιχείο είναι χαρακτηριστικό: το 23% των First Global, δηλαδή ένας στους τέσσερις, πιστεύουν ότι σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα πάνε να ζήσουν σε μια εξωτική πρωτεύουσα, όπως το Ντουμπάι, η Σιγκαπούρη ή το Γιοχάνεσμπουργκ. Προσοχή: δεν το ελπίζουν. Το προβλέπουν.

Οι νεαροί αυτοί Αμερικανοί μοιάζουν σε πολλά σημεία με τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους, λέει ο Ζόγκμπι σε συνέντευξή του στο περιοδικό Λ΄ Εσπρέσσο . Έτσι κι αλλιώς, οι Ευρωπαίοι προηγούνται σ΄ αυτόν τον τομέα, πάντα ήταν πιο κοσμοπολίτες, κι ένας λόγος είναι ότι στην Ευρώπη είναι πιο εύκολη η μετακίνηση από μια χώρα στην άλλη. Ο κοσμοπολιτισμός οδηγεί μοιραία και στην αναθεώρηση της έννοιας του πατριωτισμού. Η σημαία δεν μετράει πια τόσο, όπως δεν μετράει η χώρα προέλευσης ενός προϊόντος. Οι νέοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μάρκα του και την ποιότητά του. Κι αυτό, οι ειδικοί του μάρκετινγκ άργησαν να το καταλάβουν.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, που έχει συχνά κατηγορηθεί ότι προσαρμόζει τις δημοσκοπήσεις στις κοινωνικές του θεωρίες, παρατηρείται μια συνταρακτική αλλαγή στην αμερικανική κουλτούρα: μειώνεται ο ξέφρενος καταναλωτισμός και αυξάνεται η επίγνωση ότι οι φυσικοί πόροι είναι περιορισμένοι. Οι Αμερικανοί μαθαίνουν να ζουν σεβόμενοι τα όρια. Βοηθά ασφαλώς η οικονομική κρίση: ένας ενήλικος στους τέσσερις δηλώνει ότι σήμερα κερδίζει λιγότερα από χθες, και κατά συνέπεια πρέπει να μειώσει την κατανάλωσή του. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα, απλώς αναρωτιούνται αν έχουν πραγματικά ανάγκη το τελευταίο iΡhone...


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 12, 2008

Η διαρκής επιστροφή





Περνάμε τη ζωή μας διαβάζοντας την Οδύσσεια- ακόμη κι αν δεν το γνωρίζουμε, ακόμη κι αν δεν έχουμε ανοίξει ποτέ αυτό το βιβλίο ή οποιοδήποτε βιβλίο.

Στο βιβλίο του «Οι επτά βασικές πλοκές», ο Κρίστοφερ Μπούκερ συγκρίνει το πρώτο μυθιστόρημα που έχει καταγραφεί με ένα από τα πιο τελευταία και συμπεραίνει πως, παρά τις επιφανειακές διαφορές τους, τα δύο μυθιστορήματα είναι ταυτόσημα. Το Έπος του Γκιλγκαμές γράφτηκε πριν από 5.000 χρόνια πάνω σε πινακίδες από πηλό, στην πόλη Νινευΐ. Η ταινία «Τζέιμς Μποντ εναντίον δόκτορος Νο» γυρίστηκε το 1962. Ο γίγας Χουμπάμπα και ο δόκτωρ Νο κατοικούν σε μακρινές, υπόγειες σπηλιές. Πριν ξεκινήσει για το ταξίδι, ο Γκιλγκαμές εκπαιδεύεται με ειδικά όπλα, ένα μεγάλο τόξο κι έναν πέλεκυ. Στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ αφθονούν τα όπλα σύγχρονης τεχνολογίας. Το μοναχικό πάθος του ήρωα σώζει τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός που προκαλούσε το 1962 η ταινία σ΄ έναν θεατή δεν είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που ένοιωθαν οι κάτοικοι της Νινευΐ όταν άκουγαν τον ύμνο ή την αφήγηση του έπους του Γκιλγκαμές.

Χρειαζόμασταν ανέκαθεν μυθιστορήματα για να κατανοήσουμε τον κόσμο, σημειώνει ο Ισπανός συγγραφέας Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα στην Ελ Παΐς. Ο μόνος τρόπος που το μυαλό του ανθρώπου μπορεί να βγάλει νόημα από τη χαώδη ροή των πληροφοριών και των εμπειριών είναι να τις εντάξει σε σταθερά αφηγηματικά σχήματα. Αφού επί σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Μπούκερ διάβασε βιβλία, είδε ταινίες και παρακολούθησε τηλεοπτικές σειρές, έγραψε έναν τόμο επτακοσίων σελίδων αναλύοντας τα επτά θέματα που ακούμε και διηγούμαστε σε όλη μας τη ζωή: τη νικηφόρα μάχη κατά του τέρατος, τη μετάβαση από την αφάνεια στη φήμη, την αναζήτηση, το ταξίδι και την επιστροφή, την κωμωδία (όπου τα πράγματα δείχνουν ότι θα πάνε άσχημα αλλά πηγαίνουν καλά), την τραγωδία (όπου κάτι που θα μπορούσε να πάει καλά καταλήγει σε καταστροφή) και την αναγέννηση. Μερικά από τα θέματα αυτά συνδέονται μεταξύ τους. Η αναζήτηση δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από το ταξίδι, και τα δυο μαζί συνδέονται με τη μάχη κατά του τέρατος. Όλα τα παραπάνω θέματα, όμως, περιέχονται χωρίς αμφιβολία στον θρύλο του Οδυσσέα.

Σε ένα άλλο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα, την Επιστροφή του Οδυσσέα, η Βρετανή καθηγήτρια Ίντιθ Χολ εξετάζει την αδιάκοπη παρουσία του ήρωα στη δυτική φαντασία, τη διαρκή επιστροφή του παραπλανημένου ταξιδιώτη που αργεί τόσο να γυρίσει, που ναυαγεί, που υφίσταται την εκδικητική εχθρότητα των θεών, που προσπαθεί να προστατευθεί από τους πειρασμούς, που όταν επιστρέφει έχει αλλάξει τόσο πολύ ώστε τον αναγνωρίζει μονάχα το σκυλί του. Διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο, κατά προτίμηση δίπλα στη θάλασσα, επιβεβαιώνει μια υποψία που πάντα είχε: όχι απλώς ότι η Οδύσσεια είναι ένα λογοτεχνικό έργο με τεράστια επιρροή, αλλά ότι δεν υπάρχει ιστορία που να μπορεί ή να αξίζει να αφηγηθεί και να μην περιέχεται στην Οδύσσεια.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008

Περιμένοντας τη Θάτσερ





Η συγκρότηση μιας θεωρίας των πάντων, που θα εξηγεί τη λειτουργία όλων των δυνάμεων της φύσης: αυτός είναι ο απώτερος στόχος του μεγαλεπήβολου πειράματος που άρχισε χθες στη Γενεύη.

Φανταστείτε μια αίθουσα γεμάτη με μέλη του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας, που συζητούν μεταξύ τους περιμένοντας την αρχηγό τους. Οι άνθρωποι αυτοί αντιπροσωπεύουν το πεδίο Χιγκς: συνωστίζονται στο Σύμπαν όπως και σ΄ εκείνη την αίθουσα.

Φανταστείτε στη συνέχεια ότι μπαίνει στην αίθουσα η Μάργκαρετ Θάτσερ. Αμέσως την περικυκλώνουν οι Τόριδες για να της κάνουν ερωτήσεις, με αποτέλεσμα να δυσκολεύουν τις κινήσεις της. Με τον ίδιο τρόπο μάς προσδίδει μάζα το πεδίο Χιγκς, επιβραδύνοντας την κίνησή μας στο Σύμπαν. Χωρίς αυτό το πεδίο, θα ήμασταν όλοι ελαφροί σαν τα φωτόνια, και θα κινιόμασταν- όπως αυτά- με την ταχύτητα του φωτός.

Φανταστείτε τώρα ότι λίγο πριν να εμφανιστεί η Θάτσερ, κυκλοφορεί η φήμη ότι πλησιάζει. Η φήμη κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα: αυτοί που είναι πιο κοντά στην πόρτα κάνουν έναν κύκλο για να μάθουν λεπτομέρειες και στη συνέχεια περνούν τις πληροφορίες που μαθαίνουν στους διπλανούς τους. Οι διαδοχικοί κύκλοι που σχηματίζονται είναι τα μποζόνια Χιγκς. Έχουν κι αυτά μάζα, αλλά το οφείλουν στον εαυτό τους, όχι σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Αν μπορέσουμε να τα δούμε, κι ακόμη καλύτερα αν τα πιάσουμε στα χέρια μας, θα πειστούμε ευκολότερα για την ύπαρξη του πεδίου Χιγκς, για την ύπαρξη δηλαδή ενός μηχανισμού που προσδίδει μάζα σε άλλα σωματίδια.

Με βάση την αναλογία αυτή, που διατύπωσε το 1993 ο Βρετανός καθηγητής Ντέηβιντ Μίλερ από το University College του Λονδίνου, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι αυτό που ψάχνουν χιλιάδες επιστήμονες από χθες στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων είναι μια φήμη. Ο καθηγητής Στήβεν Χόκινγκ πιστεύει- ή μάλλον ελπίζει- ότι αυτή η φήμη δεν θα επιβεβαιωθεί, ώστε η επιστήμη της Φυσικής να αποκτήσει καινούργιο ενδιαφέρον. Ο ίδιος ο Χιγκς, που βάφτισε το μυστηριώδες μποζόνιο στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, δηλώνει ότι αν το σωματίδιο αυτό δεν υπάρχει, πρέπει ο ίδιος και οι συνάδελφοί του να ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν.

Αν και όταν αποδειχθεί η ύπαρξη αυτού του σωματιδίου, θα μπει ακόμη ένα κομμάτι στο παζλ που λέγεται «θεωρία των πάντων». Κι αν αυτή η θεωρία ρίξει φως στην προέλευση του Μπιγκ Μπανγκ, θα πάψουν τα σχολεία να διδάσκουν τον ευφυή σχεδιασμό και τον μύθο του Αδάμ και της Εύας. «Δεν πιστεύω στον Θεό, χωρίς να αποκλείω ότι κάτι μπορεί να συμβεί που θα με κάνει να αλλάξω γνώμη», λέει στο Νιούζγουικ ο Αμερικανός φυσικός Στήβεν Ουάινμπεργκ που το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για τις εργασίες του σ΄αυτόν τον τομέα. «Ίσως μια μέρα ανακαλύψουμε κάτι που για να εξηγηθεί θα χρειάζεται θεϊκή παρέμβαση. Αλλά είναι όλο και λιγότερο πιθανό».

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 10, 2008

Λείπει ένας Παζολίνι





Ίσως ο Ίνγκο Σούλτσε να πέτυχε ό,τι και ο Φλόριαν Χένκελ Βον Ντόνερσμαρκ με τις περίφημες «Ζωές των άλλων»: να έγραψε μια σονάτα για έναν καλό άνθρωπο.

O Άνταμ είναι ράφτης, ένας άνδρας που αγαπά τις γυναίκες με τον τρόπο του Τρυφώ, κι έχει το χάρισμα να τις κάνει να νιώθουν όμορφες και ερωτικές. Ζει στην Ανατολική Γερμανία τα χρόνια του «υπαρκτού». Η Έβλιν, η αρραβωνιαστικιά του, είναι σερβιτόρα κι ένα βράδυ τον πιάνει επ΄ αυτοφώρω με μια πελάτισσά του. Ξεκινά τότε μια ιστορία φυγής και καταδίωξης, που φέρνει το ζευγάρι πρώτα στην Πράγα, στη συνέχεια στην Ουγγαρία, κι από εκεί στη Δύση. Μαζί τους φεύγουν και χιλιάδες συμπατριώτες τους, αλλά για διαφορετικούς λόγους: είναι το καλοκαίρι του 1989, τα σύνορα έχουν ανοίξει και οι Ανατολικογερμανοί ξεχύνονται στον ελεύθερο κόσμο. Αλλά η χαρά τους δεν θα κρατήσει πολύ.

Αν υπάρχει ένας Γερμανός συγγραφέας που ασχολείται κατ΄ εξοχήν με τη «μετάβαση», περισσότερο από τον Γκύντερ Γκρας, περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε Ευρωπαίο συγγραφέα, αυτός είναι ο Ίνγκο Σούλτσε. Γεννημένος το 1962 στη Δρέσδη, έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1995: το ονόμασε 33 στιγμές ευτυχίας και το τοποθέτησε στην Πετρούπολη, όπου είχε περάσει έξι μήνες. Ακολούθησαν οι Απλές Ιστορίες, οι Καινούριες Ζωές (όλα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη), για να έρθει τώρα το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Άνταμ και Έβλιν, που οι Γερμανοί κριτικοί χαρακτήρισαν «αριστούργημα» και «ρόουντ μούβι της Γερμανίας».

«Ο μόνος τρόπος που έχω να γράφω είναι να ανακατεύω το προσωπικό και το πολιτικό», λέει ο Σούλτσε στον ανταποκριτή της Κοριέρε ντέλα Σέρα στο Βερολίνο, όπου ζει από το 1993. Από το ανακάτεμα αυτό, το αποτέλεσμα εδώ είναι μόνον απογοήτευση. Ο ράφτης διαπιστώνει ότι τα ρούχα του δεν έχουν πέραση στη Δύση και οι συμπατριώτες του ανακαλύπτουν ότι ο ελεύθερος κόσμος που τους είχαν υποσχεθεί δεν είναι και τόσο ελεύθερος. «Η πτώση του Τείχους υπήρξε μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία», τονίζει ο συγγραφέας. «Πιστεύω πως η ομοσπονδιακή Γερμανία, πριν από το 1989, ήταν πιο δίκαιη από τη σημερινή Γερμανία. Συμμερίζομαι όλες τις απόψεις των άλλοτε διαφωνούντων, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί χάνουν την οξύνοιά τους όταν παρατηρούν τη Δύση. Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι από τη σημερινή Ευρώπη λείπει ένας Παζολίνι».

Για τον Σούλτσε, οι πραγματικοί ήρωες της Ανατολικής Ευρώπης είναι εκείνοι που ζούσαν στο περιθώριο, που δεν ψήφιζαν (όπως ο Άνταμ), που δεν προσπάθησαν να φύγουν. Όπως εκείνος ο Ούγγρος ηλικιωμένος που έκαψε τη σημαία που κρατούσε στην εξέγερση του ΄56 για να μην πέσει στα χέρια της αστυνομίας. Και ο Άνταμ θα κάψει στο τέλος τις φωτογραφίες των δημιουργημάτων του, που τις είχε συγκεντρώσει η Έβλιν σε ένα άλμπουμ: θα κρατήσει μπροστά του το άλμπουμ σαν παρτιτούρα και θα κάψει τις φωτογραφίες μία-μία, χωρίς μίσος.


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2008

Κόντρα στους μεσσιανισμούς





Νομίζαμε ότι με το τελευταίο μυθιστόρημά του είχε στραφεί σε άλλες κατευθύνσεις, στον έρωτα, στην προδοσία, στη συστολή, στη σιωπή. Όμως, όχι, ο Ίαν ΜακΓιούαν είναι πιο μαχητικός από ποτέ.

Το σημείο καμπής, τόσο για κείνον όσο και για μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, ήταν η υπόθεση Ρούσντι. Ξαφνικά, Βρετανοί υπήκοοι κατέβαιναν στους δρόμους και έκαιγαν φωτογραφίες ενός συμπατριώτη τους. Δεν επιθυμούσαν μόνο τη φραστική του καταδίκη, τον συμβολικό του θάνατο, αυτό που ήθελαν ήταν να τον οδηγήσουν στην πυρά επειδή έγραψε ένα μυθιστόρημα που προσέβαλλε τη θρησκεία τους. Ολόκληρη η πολυπολιτιστική ουτοπία κατέρρεε, όλος ο μύθος για την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτισμών διαλυόταν. Κάποια θρησκεία τολμούσε να διεισδύσει στην ιδιωτική σφαίρα των πολιτών, διεκδικώντας το δικαίωμα να τους υπαγορεύει τι να σκέπτονται, τι να λένε, τι βιβλία να διαβάζουν, τι τηλεοπτικές εκπομπές να βλέπουν. Κι όλα αυτά, στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης.

Ακολούθησε η 11η Σεπτεμβρίου, που έφερε με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια τη σχέση ανάμεσα στην πίστη και την αρετή. Μα πώς πιστέψαμε ότι αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα; Πώς δεν καταλάβαμε νωρίτερα ότι η πίστη αποτελεί μια πνευματική διαστροφή; Πιστεύω γιατί πιστεύω, χωρίς να υπάρχει καμιά απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες- λέει ο ΜακΓιούαν σε συνέντευξή του στο περιοδικό Λε Πουάν με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Στην Ακτή» στα γαλλικά- συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα κάνει τη χειρότερη πρόβλεψη για το ανθρώπινο είδος. Κάποιος πρέπει επιτέλους να αντισταθεί σ΄ αυτό, κάποιος πρέπει να αντιτάξει στην τυφλή πίστη την επιστήμη, το επιχείρησε ο ίδιος μαζί με τον Μάρτιν Έημις, τον Κρίστοφερ Χίτσενς και τον Ρούσντι, και τους χαρακτήρισαν νεοφιλελεύθερους. Τους κατηγόρησαν ότι υποστηρίζουν τη σύγκρουση των πολιτισμών, αλλά εκείνοι με τους μεσσιανισμούς τα έβαλαν, και πρώτα απ΄ όλα με τον ισλαμισμό. Όχι με το Ισλάμ, με τον ισλαμισμό.

Θα διαγράψει λοιπόν ο συγγραφέας με μια μονοκοντυλιά όλα εκείνα τα υπέροχα πράγματα που χρωστάμε στις εκκλησίες και στο θρησκευτικό συναίσθημα, τους καθεδρικούς ναούς, τους πίνακες, την ίδια τη λογοτεχνία; Όχι βέβαια. Ποιος μας λέει, άλλωστε, ότι χρειάζεται η πίστη για να καταλάβει κανείς ένα ποίημα ή ένα τοπίο; Πού το ξέρουμε ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι της εκκλησίας πίστευαν πραγματικά; Όλοι αυτοί οι Ευαγγελισμοί της Θεοτόκου, όλες οι Παρθένοι με τον Ιησού στην αγκαλιά τους, ποια πνευματική φυλακή άραγε να αντανακλούν;

Ο ΜακΓιούαν δεν αισθάνεται να τον περιορίζει καμιά φυλακή. Κι επειδή δεν είναι Θεός, άρα δεν γνωρίζει το μέλλον, αφήνει τους χαρακτήρες του να εξελίσσονται, να αγαπούν, να πεθαίνουν. Τα πιο πολλά μηνύματα, περιέργως, τα έλαβε για το τελευταίο του βιβλίο. Ένας από τους αναγνώστες μάλιστα, για να περιγράψει μια ερωτική αποτυχία, έγραψε ότι την προηγούμενη νύχτα την πέρασε στην παραλία Τσέσιλ...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008

Προοδευτικός πατερναλισμός





Νudge: σπρώχνω κάποιον μαλακά με τον αγκώνα για να του αποσπάσω την προσοχή σε κάτι. Μεταφορικά, ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι.

Παράδειγμα πρώτο: θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους πολίτες να καταναλώνουν λιγότερο ηλεκτρικό. Τοποθετούμε λοιπόν στο σπίτι τους μια ειδική «οικολογική» λυχνία που έχει την ιδιότητα, όσο περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια καταναλώνεται τόσο περισσότερο να πυρακτώνεται. Το αποτέλεσμα είναι η κατανάλωση να μειωθεί κατά 40%.

Παράδειγμα δεύτερο: θέλουμε να πείσουμε τους μαθητές να τρώνε περισσότερα φρούτα ώστε να καταπολεμήσουμε την παιδική παχυσαρκία. Ζητάμε από τις καντίνες των σχολείων να τοποθετήσουν τα φρούτα ένα ράφι πιο κάτω, ώστε να βρίσκονται πιο κοντά στα μάτια των παιδιών. Η κατανάλωση αυξάνεται κατά 25%.

Παράδειγμα τρίτο: θέλουμε να μειώσουμε το κόστος του καθαρισμού των αποχωρητηρίων σε ένα αεροδρόμιο. Ζητάμε τη συμβολή ενός οικονομολόγου, κι εκείνος προτείνει να κολλήσουμε ακριβώς στο κέντρο των ανδρικών ουρητηρίων την εικόνα μιας μύγας. Οι άνδρες σημαδεύουν καλύτερα και οι παράπλευρες απώλειες μειώνονται κατά 80%.

Τα πειράματα αυτά, από τα οποία τα δύο πρώτα έγιναν στην Αμερική και το τρίτο στο αεροδρόμιο Σχίπχολ του Άμστερνταμ, περιγράφονται στο βιβλίο «Νudge. Βελτιώνοντας τις αποφάσεις γύρω από την υγεία, τον πλούτο και την ευτυχία» που βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των αμερικανικών μπεστ σέλερ. Η ιδέα των δύο συγγραφέων (ο Ρίτσαρντ Τέιλερ είναι οικονομολόγος και ο Κας Σάνσταϊν νομικός) είναι απλή: για να αλλάξουμε την κοινωνία, για να πείσουμε τους πολίτες να σέβονται το περιβάλλον ή τα δικαιώματα των άλλων, δεν αρκεί να τους παραθέτουμε λογικά επιχειρήματα. Πρέπει να τους δίνουμε το καλό παράδειγμα, να τους παρέχουμε κίνητρα, να τους «σπρώχνουμε» λίγο προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Οι ιδεολογίες πέθαναν, ζήτω ο προοδευτικός πατερναλισμός!

Το κριτήριο με το οποίο λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις, λέει ο Τέιλερ στο περιοδικό Εσπρέσσο, είναι ότι ο πολίτης συμπεριφέρεται ενστικτωδώς με έλλογο τρόπο. Λάθος! Αν είναι στο χέρι του, διαλέγει πάντα το στάτους κβο, φοβάται την αλλαγή. Παρ΄ όλο που ξέρει ότι τα λιπαρά φαγητά τού κάνουν κακό, προτιμά να μην το σκέφτεται. Όταν όμως τα εστιατόρια είναι υποχρεωμένα να αναγράφουν στον κατάλογο όχι μόνο την τιμή κάθε πιάτου, αλλά και τις θερμίδες που περιέχει (όπως έγινε πρόσφατα στην Αμερική), ο πελάτης ευαισθητοποιείται, ρωτάει, ενδιαφέρεται, και έχει τη δυνατότητα να πάρει αποφάσεις.

Στο δίλημμα ελεύθερη αγορά ή κρατική παρέμβαση, οι συγγραφείς (που είναι άτυποι σύμβουλοι του Μπάρακ Ομπάμα) αντιτάσσουν την ήπια ενθάρρυνση, πάντα σε προαιρετική βάση. Μια οργάνωση του Ιλινόι αναζητούσε τρόπους να ενθαρρύνει τους πολίτες να γίνουν δότες οργάνων. Απευθύνθηκε λοιπόν στους δηλωμένους δότες και τους ζήτησε, μέσα από μια ιστοσελίδα, να πείσουν τους φίλους τους να κάνουν το ίδιο. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν το 2006 στη συγκεκριμένη πολιτεία 2,6 εκατομμύρια νέοι δότες. Ο κομφορμισμός στην υπηρεσία του κοινωνικού καλού.


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2008

Το χάσμα θα γίνει εκρηκτικό





Σύμφωνα με υπολογισμούς αμερικανικών ασφαλιστικών εταιρειών που δημοσιεύει η ψηφιακή εφημερίδα Ρolitico. com, εάν ο Τζον ΜακΚέιν εκλεγεί πρόεδρος υπάρχουν πιθανότητες 14,2% έως 15,1% να πεθάνει στη διάρκεια της πρώτης θητείας του. Στην περίπτωση αυτή, θα αναλάβει την εξουσία μια γυναίκα που γέννησε ένα παιδί γνωρίζοντας ότι έπασχε από σύνδρομο Ντάουν. Μια μητέρα που ενθάρρυνε τη 17χρονη κόρη της να κρατήσει το παιδί της επειδή αντιτίθεται κατηγορηματικά στις αμβλώσεις. Μια πολιτικός που της αρέσει να ποζάρει μπροστά στον τάρανδο που σκότωσε και που έκανε μήνυση στην κυβέρνησή της επειδή χαρακτήρισε την αρκούδα προστατευόμενο είδος. Μια γυναίκα που πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν φέρει καμιά ευθύνη για τις κλιματικές αλλαγές και ότι τις αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ τις έστειλε ο Θεός. Μια πολιτικός που επιτέθηκε στον αντίπαλό της επειδή απαιτεί να διαβάζονται ακόμη και στους τρομοκράτες τα δικαιώματά τους...

Είναι αλήθεια ότι 15% δεν είναι και μια πολύ μεγάλη πιθανότητα. Αλλά οι επιπτώσεις της επιλογής της Σάρα Πέιλιν από τον ΜακΚέιν δεν περιορίζονται στην περίπτωση που εκείνος πεθάνει. Γνωρίζουμε ότι η επιλογή αυτή επιβλήθηκε στον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο από τη θρησκευτική Δεξιά: ο Καρλ Ρόουβ, μάλιστα, τον είχε προειδοποιήσει ότι αν κατέληγε σε κάποιον πολιτικό με θετική ή αμφιλεγόμενη άποψη για τις αμβλώσεις, θα ξέσπαγε στο κόμμα εμφύλιος πόλεμος. Όπως οι ακραίοι πίεσαν τον ΜακΚέιν τώρα, έτσι θα τον πιέσουν και μετά την τυχόν εκλογή του. Κάθε φορά που θα αδειάζει μια θέση ανωτάτου δικαστή, για παράδειγμα, θα επιβάλλουν την εκλογή ενός υπερσυντηρητικού. Και κάποια στιγμή θα αξιώσουν την ακύρωση της περίφημης απόφασης Roe Vs. Wade με την οποία επιτράπηκαν οι αμβλώσεις.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το χάσμα ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη συντηρητική Αμερική θα αποκτήσει εκρηκτικό χαρακτήρα. Το χάσμα αυτό έτσι κι αλλιώς υπάρχει, και δεν χωρίζει τους ευφυείς Αμερικανούς από τους ανόητους - όπως υποστηρίζει συχνά η Αριστερά- αλλά αυτούς που σκέφτονται από εκείνους που προτιμούν να τους λέει κάποιος άλλος τι να σκέφτονται και τι να κάνουν. Η Λίντα Γκραντ έγραφε χθες στην Γκάρντιαν ότι ρώτησε κάποτε έναν μοντέρνο και πολυταξιδεμένο Ρεπουμπλικανό πώς είναι δυνατόν να ψήφισε έναν άνθρωπο σαν τον Μπους. Κι εκείνος της απάντησε ότι μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Καλιφόρνιας όπου οι κάτοικοι σιχαίνονται τους διανοούμενους, η μόνη διέξοδός τους είναι να ενταχθούν στον στρατό, και θέλουν έναν πρόεδρο που να μιλά απλά και καθαρά- όπως ο Μπους.

Για τους ανθρώπους αυτούς, η Σάρα Πέιλιν είναι ιδανική. Εκτός αν πειστούν από το επιχείρημα εκείνης της νοσοκόμας ότι η αντιπροεδρία θα την αποσπάσει από τα ιερά μητρικά της καθήκοντα...

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 05, 2008

Νοσταλγώντας τις βεσπασιανές




Η Τεργέστη, όπως και οι περισσότερες ιταλικές και όχι μόνο ιταλικές πόλεις, έχει ένα μεγάλο πρόβλημα: κακομαθημένοι γόνοι καλών οικογενειών κατουράνε στον δρόμο, στις εισόδους των σπιτιών και στα σταθμευμένα αυτοκίνητα.

Τρεις είναι οι αιτίες αυτού του φαινομένου, όπως τις αναλύει στην Κοριέρε ντέλα Σέρα ο γνωστός μας συγγραφέας (και κάτοικος Τεργέστης) Κλάουντιο Μάγκρις, παραδεχόμενος ότι είχε υποβαθμίσει ώς τώρα το πρόβλημα. Η πρώτη είναι η εξαφάνιση των παλιών, ένδοξων ουρητηρίων, των περίφημων βεσπασιανών, που έπεσαν θύματα του εκσυγχρονισμού. Το Μιλάνο, που είχε έλθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα αυτό ήδη από το 1981, αναζήτησε διάφορες λύσεις, μεταξύ των οποίων και την εισαγωγή των σούπερ μοντέρνων αποχωρητηρίων που είχε εγκαταστήσει ο Ζακ Σιράκ στο Παρίσι. Αλλά η λύση εγκαταλείφθηκε γρήγορα, ίσως επειδή οι αρχές φοβήθηκαν ότι το σύστημα καθαρισμού της λεκάνης θα χάλαγε συχνά, οι χρήστες θα διαμαρτύρονταν και θα απειλούνταν η κοινωνική ειρήνη.

Η δεύτερη αιτία είναι η αυξανόμενη κατανάλωση μπίρας από τη νεολαία. Το ποτό αυτό χαρακτηρίζεται πράγματι από μια ιδιότυπη σχέση εισροής και εκροής, η οποία έκανε κάποτε έναν Άγγλο ευγενή να αναρωτηθεί αν νιώθει κανείς μεγαλύτερη απόλαυση πίνοντας μπίρα ή αποβάλλοντάς την λίγη ώρα μετά. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά σ΄ αυτό το θέμα, ήδη οι απαγορεύσεις είναι πολλές, τις προάλλες διαβάζαμε ότι σε κάποιες ιταλικές πόλεις δεν μπορείς να κυκλοφορείς στον δρόμο με μαγιό, αλλού απαγορεύεται να φτιάχνεις κάστρα στην άμμο, πώς να μπει τώρα δελτίο και στην μπίρα;

Μένει η τρίτη αιτία, η πιο προφανής και πιο πεζή, που είναι βέβαια η έλλειψη αστυνόμευσης. Οι αστυνομικοί είναι ήδη λίγοι και δύσκολα ελέγχουν την κατάσταση, πώς να τους ζητήσεις τώρα να επεκτείνουν το ωράριό τους και να περιπολούν τις νύχτες προσέχοντας να μην κατουράει κανείς στον δρόμο; Άλλωστε η Ιταλία έχει μεγάλο πρόβλημα εγκληματικότητας, στη Ρώμη για παράδειγμα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι βιασμοί, ας είναι λοιπόν ευχαριστημένοι οι κάτοικοι της Τεργέστης που το μεγαλύτερο πρόβλημά τους έχει να κάνει απλώς με την οσμή. Υπάρχει βέβαια πάντα η λύση του στρατού, ο Μπερλουσκόνι έχει προσφύγει σ΄ αυτήν για να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα, σκεφτείτε όμως τι έχει να του σούρει ο Εκόνομιστ αν βάλει τους φαντάρους να συλλαμβάνουν όποιον ανακουφίζεται παρανόμως...

Μήπως να ενθαρρυνθούν οι νεαροί και νεαρές, αντί για τους δρόμους και τα πάρκα, να κατουράνε στη θάλασσα, όπου στο κάτω κάτω τόσοι δήμοι ξεφορτώνονται τα απόβλητά τους; Σύμφωνα με μια αρχαία πορτογαλική παράδοση, η πράξη αυτή αποτελεί μεν σφάλμα, αλλά συγγνωστό, δηλαδή άξιο συγχώρησης. Άλλωστε, γιατί δεν απαγορεύεται να κατουράς την ώρα που κολυμπάς; Ιδού λοιπόν μια λύση, κι αυτά που λέει ο Μάγκρις ότι η θάλασσα είναι ιερή, ότι συμβολίζει τον έρωτα κι άλλα τέτοια, αποτελούν εμμονές ενός αθεράπευτα ρομαντικού.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008

Να αποτύχουμε καλύτερα





«Θέλω να είμαι ο ταχυδρόμος, όπως εκείνη η υπέροχη φυσιογνωμία στην ταινία για τον Πάμπλο Νερούδα. Είναι ωραία δουλειά να είσαι καθηγητής, να είσαι αυτός που μοιράζει τα γράμματα, κι ας μην τα γράφεις εσύ».

Είπε κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα ο Τζωρτζ Στάινερ στη συνέντευξή του στην Ελ Παΐς. Παρομοίασε, ας πούμε, την ταυτόχρονη μετάφραση με τον οργασμό. Απαρίθμησε τρεις πόλεις όπου αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι πραγματικά στην Ευρώπη: Βαρκελώνη, Δουβλίνο, Μιλάνο. Ξεχώρισε τους αγαπημένους του εν ζωή συγγραφείς: Μάριο Βάργκας Γιόσα, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Γκύντερ Γκρας, Σαλμάν Ρούσντι και, κυρίως, Φίλιπ Ροθ, «ο πιο έξυπνος άνθρωπος στον κόσμο». Εξέφρασε την πεποίθηση ότι η επόμενη καλλιτεχνική, πνευματική και επιστημονική δύναμη δεν θα είναι η Κίνα, αλλά η Ινδία. Υπενθύμισε τον περίφημο ορισμό του Σάμιουελ Μπέκετ για τη ζωή: «Προσπάθησες. Απέτυχες. Δεν πειράζει. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα».

Κι όμως, απ΄ όλη αυτή τη συνέντευξη-ποταμό, αυτό που έμεινε είναι μια αποστροφή του για τον ρατσισμό. «Είναι εύκολο να κάθεσαι στην πολυθρόνα σου και να λες ότι ο ρατσισμός είναι κάτι φρικτό», τόνισε. «Θα λέγατε όμως το ίδιο αν μετακόμιζε δίπλα σας μια οικογένεια από την Τζαμάικα με έξι παιδιά, που θα άκουγε όλη μέρα ρέγκε και ροκ εντ ρολ; Ή αν ερχόταν ένας μεσίτης και σας πληροφορούσε ότι από τότε που μετακόμισε αυτή η οικογένεια στη γειτονιά, η αξία του σπιτιού σας έχει μειωθεί δραματικά;» Η αναδημοσίευση αυτού- και μόνο αυτού- του αποσπάσματος από τον βρετανικό Τύπο προκάλεσε κατακραυγή. «Από έναν άνθρωπο με το παρελθόν του Στάινερ δεν περίμενα μια τέτοια γενικευμένη επίθεση εναντίον μιας ολόκληρης εθνότητας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Μουσουλμανικού Συμβουλίου. «Αυτός ο ιδιότροπος γέρος καλά θα έκανε να κάθεται σπίτι του και να πίνει τσάι, αντί να διοχετεύει στο κοινωνικό σύνολο τις ρατσιστικές του προκαταλήψεις», τόνισε η θεατρική συγγραφέας και κριτικός Μπόνι Γκριρ.

Χρειάστηκε λοιπόν να φτάσει στα ογδόντα του ο πολυγραφότατος διανοητής και συγγραφέας, για να πληροφορηθεί από τους πολιτικά ευπρεπείς ότι δεν μπορεί να μιλά ελεύθερα. Ο γιος των Αυστριακών εβραίων που πρώτα μετανάστευσαν στο Παρίσι κι ύστερα διέφυγαν στη Νέα Υόρκη για να γλιτώσουν από τον ναζισμό έφτασε να κατηγορηθεί για ρατσισμό εναντίον των Τζαμαϊκανών. Πολλοί ήταν πάντως και εκείνοι που τον υπερασπίστηκαν. «Ο,τιδήποτε μας κάνει να μιλάμε για προβλήματα όπως ο ρατσισμός είναι ευπρόσδεκτο», λέει ο Τζων Άλισον, που διδάσκει νομικά στο Κέιμπριτζ. «Δεν είμαι υπερήφανος γι΄ αυτό, αλλά η ανθρώπινη φύση μάς κάνει μερικές φορές όλους ρατσιστές», συμπληρώνει ο ιστορικός και δημοσιογράφος Μαξ Χάστινγκς.

Έτσι κι αλλιώς, όλοι ετοιμαζόμαστε για το επόμενο λάθος μας. Κι αυτό που έχει σημασία είναι να προσπαθούμε να αποτύχουμε καλύτερα.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008

Ο κατακλυσμός δεν θα αργήσει





Εντάξει, σήμερα είναι πια αναγνωρισμένος και ζει τη ζωή ενός προνομιούχου. Όπως του αρέσει να λέει, όμως, μπορεί να πάει παντού.

Στον Μάικ Ντέιβις δεν αρέσει το Παρίσι. Μιλώντας στις αρχές του καλοκαιριού στη Μοντ, με αφορμή τη συμμετοχή του σε ένα συνέδριο για την αρχιτεκτονική την ώρα των καταστροφών, είπε ότι η γαλλική πρωτεύουσα δεν είναι τίποτα παραπάνω από «ένα Μπέβερλυ Χιλς με περισσότερα μουσεία και βιβλιοπωλεία».

Στον Αμερικανό ριζοσπάστη οικολόγο δεν αρέσει ούτε το Λος Άντζελες, στο οποίο ήταν αφιερωμένο το βιβλίο που τον έκανε διάσημο το 1990 («Λος Άντζελες, η πρωτεύουσα του μέλλοντος»). Στην πόλη αυτή, με τις ιδιωτικοποιημένες συνοικίες και ένα χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών που θυμίζει Ντίκενς, βλέπει ένα θλιβερό εργαστήρι του μέλλοντος.

Ζοφερή είναι η εντύπωσή του και για το Ντουμπάι, το νέο ελντοράδο των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων που έχει γίνει εσχάτως ο αγαπημένος ταξιδιωτικός προορισμός των Ευρωπαίων. Δεν το έχει επισκεφθεί, αλλά με τόσα που έχει διαβάσει είναι σαν να το ξέρει, γι΄ αυτό και δεν δίστασε να του αφιερώσει ένα άλλο βιβλίο («Το Στάδιο Ντουμπάι του Καπιταλισμού»). Μέχρι πριν από είκοσι χρόνια, ο Ντέιβις ήταν ένας περιθωριακός Αμερικανός, που γεννήθηκε στην Καλιφόρνια, πέρασε για λίγο από το Κομμουνιστικό Κόμμα και στη συνέχεια έβγαζε το ψωμί του οδηγώντας φορτηγά και τουριστικά λεωφορεία. Η ζωή του άλλαξε το 1987, όταν κέρδισε το δικαίωμα να διδάσκει μια ημέρα την εβδομάδα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCLΑ). Από αυτόν, οι φοιτητές έμαθαν για πρώτη φορά για τους απόβλητους που μένουν στο κέντρο του Λος Άντζελες. Από αυτόν άκουσαν την πρόβλεψη ότι αργά ή γρήγορα η μεγαλούπολη θα εκραγεί. Το 1992, η πρόβλεψή του δικαιώθηκε.

Κι αν δεν επήλθε τότε η καταστροφή, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα έλθει. Η κοινωνία έχει γίνει ένα σύνολο προστατευόμενων περιοχών για τους λίγους, ανάμεσα στις οποίες οι φτωχοί προσπαθούν να επιβιώσουν όπως μπορούν. Κοιτάξτε τους λόφους σκουπιδιών στη Μανίλα. Τις πολυτελείς, κλειστές συνοικίες του Βόρειου Πεκίνου. Την «πράσινη ζώνη» της Βαγδάτης. Την παρανοϊκή αρχιτεκτονική του Ντουμπάι. Ο κατακλυσμός δεν θα αργήσει. Κι αν ο Ντέιβις μπορούσε, θα έπαιρνε ως σύγχρονος Νώε στην Κιβωτό του όλους τους καταραμένους του πλανήτη: τους λαθρομετανάστες, τους εργάτες που πέφτουν καθημερινά θύματα εκμετάλλευσης, τους φτωχούς των παραγκουπόλεων.

Ο 62χρονος μαρξιστής σύγχρονος προφήτης δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Άλλοι, όπως ο αστέρας της αρχιτεκτονικής Ρεμ Κούλχαας, τον περιφρονούν. Άλλοι διατηρούν επιφυλάξεις, σημειώνοντας ότι αποδομεί χωρίς να προτείνει εναλλακτική λύση. Κι άλλοι τον θαυμάζουν απεριόριστα. «Πρόκειται για έναν ακτιβιστή της γνώσης, τύπου Μπουρντιέ», λέει ο Γάλλος ιστορικός των ιδεών Φρανσουά Κισέ. «Έναν ανθρωπολόγο που έχει την ικανότητα να αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις και ενδιαφέρεται για φανταστικά τοπία όπως το Χόλυγουντ».

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 02, 2008

Η επιστροφή της Ιστορίας





Τελικά, ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός, ή τέλος πάντων ανταγωνιστής, της Δύσης; Η Ρωσία; Ο ισλαμικός κόσμος; Ή μήπως η Κίνα;

«Η Αμερική πρέπει να αναγνωρίσει την πραγματικότητα του μετα-αμερικανικού κόσμου και να αρχίσει να προσαρμόζεται σ΄ αυτήν»: η χθεσινή αυτή δήλωση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ αντανακλά με ακρίβεια τη σημερινή κατάσταση του πλανήτη. Ο υπουργός θα ήταν μάλιστα ακριβέστερος αν χρησιμοποιούσε τη λέξη «Δύση» αντί για την «Αμερική» (αλλά δεν ήθελε, μέρες που είναι, να στενοχωρήσει τους Ευρωπαίους). Η εικόνα που προκύπτει από τους αριθμούς είναι σαφής. Ο πληθυσμός της Βόρειας Αμερικής, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας φτάνει τα 700.000.000 ψυχές, δηλαδή το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το υπόλοιπο 90% ήταν μέχρι τώρα αναγκασμένο να υποταχθεί στη βούληση της μειοψηφίας. Όχι πια. Όπως γράφει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο Κισόρε Μαχμπουμπάνι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης και συγγραφέας του βιβλίου «Το Νέο Ασιατικό Ημισφαίριο», η αφύπνιση της Ρωσίας δεν σηματοδοτεί την επιστροφή του Ψυχρού Πολέμου, αλλά της Ιστορίας. Και θα ακολουθήσουν κι άλλοι.

Ο Μάο, που είχε πολλά κακά αλλά χαρακτηριζόταν από στρατηγική σκέψη, συνήθιζε να λέει ότι η Κίνα πρέπει να αντιμετωπίζει την πρωτεύουσα αντίφασή της και να συμβιβάζεται με τη δευτερεύουσα. Όταν πρωτεύουσα αντίφαση της χώρας του έγινε η Σοβιετική Ένωση, ο Μάο ήλθε σε συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρ΄ ότι οι τελευταίες αναγνώριζαν ως νόμιμο ηγέτη της Κίνας τον Τσανγκ Κάι-σεκ. Ποια είναι σήμερα η πρωτεύουσα αντίφαση που έχει να αντιμετωπίσει η Δύση; Σίγουρα όχι η Ρωσία. Και τότε γιατί παρεμβαίνει στον γεωπολιτικό της χώρο;

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν ότι η κυριότερη πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν προερχόταν από τον ισλαμικό κόσμο. Αντί να χαράξουν όμως μια στρατηγική για να κερδίσουν τα 1,2 δισεκατομμύρια των μουσουλμάνων, ενεπλάκησαν σε δύο πολέμους (Αφγανιστάν και Ιράκ) χωρίς να κάνουν τον κόπο να σχεδιάσουν την επόμενη ημέρα. Σήμερα, πολλοί νεο-συντηρητικοί θεωρούν ότι η πρωτεύουσα αντίφαση των ΗΠΑ είναι η Κίνα. Την ίδια ώρα, όμως, υποστηρίζουν το Ισραήλ, χωρίς να κατανοούν ότι με τον τρόπο αυτόν κάνουν ακριβώς ένα γεωπολιτικό δώρο στην Κίνα. Η τελευταία είναι αναμφισβήτητα ο μεγάλος νικητής της 11ης Σεπτεμβρίου.

Η Δύση πρέπει να αποφασίσει πώς ονομάζεται η πραγματική μακροπρόθεσμη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει. Αν ονομάζεται ισλαμικός κόσμος, πρέπει να αναζητήσει μια συμμαχία με την Κίνα. Αν ονομάζεται Κίνα, πρέπει να προσπαθήσει να κερδίσει τη Ρωσία και να επιλύσει το Μεσανατολικό. Η παγκόσμια σταθερότητα- καταλήγει ο Μαχμπουμπάνι- δεν απειλείται από τις συγκρούσεις στη Γεωργία, αλλά από την ανικανότητα της Δύσης να χαράξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική και να κάνει γεωπολιτικούς συμβιβασμούς.


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 01, 2008

Τo σώμα της ανήκει στον Ζακ





Έγινε πλούσια εξιστορώντας παρτούζες. Τώρα μας παρουσιάζει την άλλη της πλευρά, την ευάλωτη, τη δυσάρεστη, την τρυφερή, τη μόνη- φευ!- αληθινή. Ολοκλήρωσε, Κατρίν, μόνο μην ολοκληρώσεις πάνω μας.

Η Σεξουαλική Ζωή της Κατρίν Μ. πούλησε πάνω από 1,2 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, από τα οποία 700.000 μόνο στη Γαλλία. «Άρχισα τις παρτούζες μερικές εβδομάδες μετά τη διακόρευσή μου», αποκάλυπτε στα 53 της η συγγραφέας, και χιλιάδες άνδρες εκστασιάζονταν, ονειρεύονταν, αυνανίζονταν, και της έστελναν λεπτομέρειες από τη σεξουαλική τους ζωή. Εκείνη το διασκέδαζε πολύ. Επί τρία χρόνια ταξίδευε, συναντούσε κόσμο, έδινε συνεντεύξεις και διάβαζε επιστολές. Ήταν το πρότυπο της απελευθερωμένης γυναίκας. Αλλά έκρυβε ένα δυσβάσταχτο μυστικό, που ήλθε επιτέλους η ώρα να μοιραστεί μαζί μας.

Το μυστικό ήταν ότι ζήλευε τον Ζακ. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο εκείνο γράφτηκε στο τέλος μιας τρομερής κρίσης ζήλειας, στη διάρκεια της οποίας κατασκόπευε τον άνδρα της, άνοιγε την αλληλογραφία του, έμπαινε στα e-mail του, και για να ξεπεράσει τον πόνο από αυτά που ανακάλυπτε κατέβαζε χαπάκια, κοπανούσε το κεφάλι της στον τοίχο και έπρηζε τον ψυχαναλυτή της. Αυτός τη συμβούλεψε φυσικά να ψάξει την παιδική της ηλικία, εκείνη υπάκουσε, και- ω του θαύματος!θυμήθηκε πως είδε κάποτε τη μητέρα της να φιλά τον εραστή της έξω από το σπίτι τους. Αυτή η ανάμνηση την έσωσε (είπε ο ψυχαναλυτής). Βέβαια, στη συνέχεια η μητέρα της αυτοκτόνησε (ίσως από τις τύψεις) και ο αδελφός της σκοτώθηκε σε ένα δυστύχημα, αλλά είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό τα γεγονότα αυτά έσπρωξαν τη συγγραφέα να ξεσαλώσει, και στη συνέχεια να μας αφηγηθεί το ξεσάλωμα με κάθε λεπτομέρεια.

Όλα αυτά τα μαθαίνουμε από το καινούργιο βιβλίο της Κατρίν Μιγιέ, που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα με τον τίτλο «Ημέρα πόνου» (Εκδ. Flammarion). Όπως ομολογεί σε συνέντευξή της στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ, το βιβλίο αυτό το έγραψε «ώστε να καταλάβει επιτέλους ο Ζακ» (και γιατί δεν του τα είπε ένα βράδυ, μετά το σεξ;) Το έγραψε επίσης για να μη νομίζουν οι χιλιάδες αναγνώστες της ότι όλα εκείνα τα χρόνια που άνοιγε τα πόδια της σε υπόγεια πάρκινγκ, σε στάδια, σε νταλίκες, σε νεκροταφεία, ήταν ευτυχισμένη, και σπεύσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Όχι, το σώμα εκείνο δεν ήταν δικό της, απλώς το δάνειζε στους άλλους κι εκείνη αποσυρόταν, το σώμα της και το πνεύμα της ανήκουν στον Ζακ. Ουφ!

Εκείνοι που θα εκπλαγούν σίγουρα από το πόνημα αυτό είναι οι κάτοικοι του Σαράγεβο, όταν μάθουν ότι ο λόγος που εκείνα τα μαύρα χρόνια είχε ενδιαφερθεί η συγγραφέας για την τύχη τους ήταν για να ξεχάσει το προσωπικό της δράμα. Κι εκείνοι που ήλπιζαν ότι το ενδιαφέρον της ήταν γνήσιο, κι ότι η αισθησιακή αυτή γυναίκα ίσως να είχε τον τρόπο να τους σώσει από τους στερημένους πολιορκητές τους...