Σάββατο, Αυγούστου 30, 2008

Πόσο μαύρος είναι ο Ομπάμα;




H εποχή της «μαύρης πολιτικής» (black politics) στην Αμερική έχει τελειώσει, σε αυτό συμφωνούν τόσο οι οπαδοί όσο και οι αντίπαλοι του Ομπάμα. Ο τελευταίος είναι ο αρχιτέκτονας και το σύμβολο αυτής της εξέλιξης, ο άνθρωπος που αρνείται να παίξει το φυλετικό χαρτί, που «αποφυλετικοποιεί» την πολιτική στο όνομα της ενότητας. Αλλά δεν συμφωνούν όλοι μ΄ αυτή τη στάση. «Είναι δυνατόν να σνόμπαρε έτσι ο τύπος τον Τζέσε Τζάκσον, να μην τον κάλεσε να μιλήσει ούτε στο Συνέδριο;», ξεσπαθώνει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κέβιν Αλεξάντερ Γκρέι, που το βιβλίο του «Η παρακμή της μαύρης πολιτικής: από τον Μάλκολμ Χ στον Μπάρακ Ομπάμα» μόλις κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο ηλικίας 51 ετών Αφροαμερικανός διανοούμενος δεν φείδεται χαρακτηρισμών για τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Ομπάμα είναι ένας ψευδοπροοδευτικός, λέει στην Κοριέρε ντέλα Σέρα. Δεν βλέπετε ότι υποστηρίζει τους εξόριστους Κουβανούς και τους Εβραίους; Ένας λευκός με μαύρο δέρμα, αυτό είναι, αρκεί να δει κανείς τους κυριότερους συμβούλους του. Θυμίζει τον μαύρο αστυνομικό που αναλαμβάνει να καθαρίσει μια δύσκολη συνοικία. Η γυναίκα του είναι κάπως καλύτερη, αλλά κι εκείνη όταν δούλευε σ΄ ένα νοσοκομείο του Σικάγου έδιωχνε τους ασθενείς που δεν είχαν να πληρώσουν. Ανάμεσά τους, πολλοί ήταν μαύροι.

Να λοιπόν το πρώτο μεγάλο πρόβλημα του Ομπάμα: γι΄ άλλους είναι πολύ μαύρος και γι΄ άλλους όχι αρκετά. Το δεύτερο πρόβλημά του λέγεται Κλίντον. Πόσοι ψηφοφόροι της Χίλαρι- και του Μπιλ - θα ψηφίσουν τον ΜακΚέιν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άρνηση του κόμματός τους να επιτρέψει τη διαιώνιση της δυναστείας; Πόσες γυναίκες θα μείνουν στο σπίτι τους στις 4 Νοεμβρίου, καθώς διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους να δουν μια ομόφυλή τους στην προεδρία ή την αντιπροεδρία; Είναι αλήθεια ότι το πρώην Πρώτο Ζεύγος στήριξε κατηγορηματικά τον Ομπάμα αυτή την εβδομάδα στο συνέδριο. Εξίσου αλήθεια όμως είναι ότι για να έχει ελπίδες να εκλεγεί σε μια τετραετία πρόεδρος η Χίλαρι, πρέπει ο Ομπάμα να χάσει.

Το τρίτο μειονέκτημα του Ομπάμα είναι ο ελιτισμός του, η δυσκολία του να επικοινωνήσει με τα λαϊκά στρώματα. Και το τέταρτο λέγεται Ρωσία. Η πρόσφατη κρίση στον Καύκασο, που μπορεί στη συνέχεια να επεκταθεί και στην Κριμαία, ευνοεί τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, που είναι συντηρητικός, έμπειρος και βαθύτατα αντιρώσος. Απέναντι σ΄ ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο, οι Αμερικανοί θέλουν ασφάλεια, θέλουν συνέχεια και θέλουν απλά, καθαρά λόγια: αυτός είναι ο κακός, εμείς είμαστε οι καλοί, ο Θεός να μας ευλογεί.

Έτσι εξηγείται γιατί, την εβδομάδα του συνεδρίου, ο κατ΄ εξοχήν «αντι-Μπους» δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια καλή διαφορά στις δημοσκοπήσεις. Αλλά ο καιρός είναι ακόμη πολύς, οι Αμερικανοί τώρα αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι έρχονται εκλογές.

Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008

800 δολάρια ανά καταγγελία





Ποιος είπε ότι στη Ρωσία δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης; Ποιος ισχυρίστηκε ότι κάθε ανεξάρτητος δημοσιογράφος τρομοκρατείται ή δολοφονείται; Ορίστε, ο Σεργκέι Γκορσκόφ μπορεί να δημοσιεύει ό,τι θέλει.

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, μια νέα λέξη εμφανίστηκε στο λαϊκό λεξιλόγιο της Ρωσίας: kompromat, δηλαδή η χρησιμοποίηση της λάσπης για τη διευθέτηση των επιχειρηματικών, πολιτικών και προσωπικών διαφορών. Ήταν η εποχή που ο γενικός εισαγγελέας Γιούρι Σκουράτοφ σκάλιζε τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Γιέλτσιν, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει όταν προβλήθηκε από την τηλεόραση ένα βίντεο που τον έδειχνε στο κρεβάτι με δύο πόρνες. Ο Γκορσκόφ, ένας πρώην χρηματιστής, είδε αμέσως την ευκαιρία που ανοιγόταν μπροστά του: θα αξιοποιούσε αυτόν τον πόλεμο λάσπης για να πλουτίσει. Και καθώς εκείνη ακριβώς την περίοδο είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στη Ρωσία ο ιός του Διαδικτύου, ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει ήταν δημιουργώντας μια ιστοσελίδα.

Την ονόμασε kompromat.ru. Και την έκανε γνωστή σε όλη τη χώρα τον Απρίλιο του 2001, χάρις σε μια διαρροή που είχε ως αφετηρία προφανώς το Κρεμλίνο: ο γνωστότερος και εγκυρότερος δημοσιογράφος της ρωσικής τηλεόρασης, ο Γεβγένι Κισέλεφ, εμφανιζόταν σε ένα βίντεο να συμμετέχει σε ένα όργιο. Χωρίς να διστάσει, προσέχοντας μόνο να μην καταστρέψει τον σέρβερ του από τον τεράστιο αριθμό επισκέψεων, ο Γκορσκόφ διάλεξε τα πιο ζουμερά κομμάτια και τα έθεσε στη διάθεση του κοινού. Είχε πια καθιερωθεί. Σύμφωνα με δικές του εκτιμήσεις, η αξία της επιχείρησής του φτάνει σήμερα τα 15 εκατομμύρια δολάρια. «Όταν ο κόσμος διαβάζει το σάιτ μου, νομίζει πως πίσω από αυτό υπάρχει ένας οργισμένος άνθρωπος, ένας ακτιβιστής, ένας ιδεαλιστής. Εγώ δεν είμαι τίποτα απ΄ αυτά. Πρόκειται αποκλειστικά για μπίζνες», λέει ο Γκορσκόφ στο περιοδικό Wired. Ο ίδιος, άλλωστε, δεν γράφει ποτέ. Απλώς αναπαράγει. Και προσφέρει, ή μάλλον πουλάει, βήμα σε όποιον θέλει να καταγγείλει κάποιον άλλο: η ταρίφα κυμαίνεται από 600 ώς 800 δολάρια ανά καταγγελία. Υπολογίζεται ότι οι μισές από τις καταγγελίες αυτές είναι ψευδείς, zakazukha, όπως τις λένε στη ρώσικη αργκό. Αλλά ούτε αυτό τον ενδιαφέρει. «Ο χαρακτήρας της επιχείρησης είναι τέτοιος, ώστε όταν η μια πλευρά μιας διαμάχης παραγγέλνει ένα άρθρο, η άλλη απαντά μέσα σε λίγες ώρες. Με τον τρόπο αυτό γίνονται γνωστές όλες οι απόψεις, και διαφυλάσσεται η αντικειμενικότητα».

Κάθε τόσο, βέβαια, η κυβέρνηση παρεμβαίνει. Λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του περασμένου Φεβρουαρίου, για παράδειγμα, ο σέρβερ του Γκορσκόφ είχε πέσει. Μια μέρα μπήκαν πράκτορες της FSΒ και στο σπίτι του, και του πήραν το λάπτοπ. Σε γενικές γραμμές, όμως, ο πονηρός Ρώσος μπλόγκερ δουλεύει ανενόχλητος. Ούτε έχει κανείς αποπειραθεί να τον δολοφονήσει, όπως τόσους και τόσους δημοσιογράφους. Ίσως γιατί αυτός είναι «αντικειμενικός», ενώ εκείνοι ήταν όργανα του εχθρού...

Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008

Πώς να γίνετε συγγραφέας





Θέλετε να γίνετε συγγραφέας αλλά δεν έχετε φαντασία, έμπνευση και ταλέντο; Τίποτα πιο εύκολο. Αρκεί να αγοράσετε το κατάλληλο πρόγραμμα και να ακολουθήσετε πιστά τα βήματα που σας προτείνει.

Το πρώτο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που υποσχόταν να κάνει τον χρήστη «σημαντικό αφηγητή ιστοριών» εμφανίστηκε το 1994: Λεγόταν StoryCraftΡro, δημιουργήθηκε από τον Αμερικανό σεναριογράφο Τζων Τζάρβις και κόστιζε μόλις 69 δολάρια. Τρία χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ένα δεύτερο πρόγραμμα, που λεγόταν StoryWeaver και κόστιζε μόλις 30 δολάρια. «Ακόμη κι αν δεν μπορείτε να σκεφτείτε μια ιδέα στην οποία να στηρίξετε ένα βιβλίο», έλεγε η σχετική διαφήμιση, «εμείς θα σας γεμίσουμε εύκολα με δημιουργικές έννοιες!». Τα 2.500 αντίτυπα αυτού του προϊόντος που πουλήθηκαν πέρυσι δεν είναι όμως τίποτα μπροστά στα 100.000 αντίτυπα που έχει πουλήσει από το 2001 η λίγο ακριβότερη βρετανική εκδοχή του, το ΝewΝovelist. «Είναι λίγο σαν την αναζήτηση συντρόφου μέσα από το Ιnternet», υποστηρίζει ο δημιουργός του, Ρίτσαρντ Λη. «Όλοι το απορρίπτουν, αλλά όλοι το κάνουν».

Η συζήτηση για το κατά πόσο το γράψιμο μπορεί να διδαχθεί είναι παλιά και κάθε τόσο επανέρχεται στο προσκήνιο. Στη Βρετανία υπάρχουν σήμερα περισσότερα από 80 πανεπιστήμια όπου μπορεί να κάνει κανείς μεταπτυχιακές σπουδές στη δημιουργική γραφή. Δεν είναι όμως κάπως υπερβολικό να υποστηρίζεται ότι μπορεί κάποιος να γράψει ένα βιβλίο τρέχοντας ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή; Η Ρόουζι Μπλάου, υπεύθυνη βιβλίων στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, αποφάσισε να το δοκιμάσει η ίδια. Παρά την ιδιότητά της, δεν έχει γράψει ούτε προτίθεται να γράψει σύντομα κάποιο βιβλίο. Όταν όμως της υπόσχονται τον «πιο γρήγορο και πιο ανώδυνο τρόπο» να το πετύχει, δεν είναι βλακεία να μην το δοκιμάσει; Άδειασε λοιπόν το γραφείο της από τα περιττά αντικείμενα, κάθησε μπροστά στον υπολογιστή και έβαλε μπροστά το θαυματουργό πρόγραμμα.

Όπως διάβασε στην οθόνη, όλο κι όλο που είχε να κάνει ήταν τέσσερα πράγματα: να βρει έναν τίτλο (που δεν θα είναι κατ΄ ανάγκη ο τελικός!), να αποφασίσει το concept της ιστορίας, να διαλέξει την κατηγορία (δράση, έπος ή βασισμένη στον χαρακτήρα) και το είδος της (περιπέτεια, επιστημονική φαντασία, εκδίκηση, έρωτας). Σε όλα αυτά τα βήματα, όπως βέβαια και στην εξεύρεση του ονόματος του κεντρικού ήρωα, ο υπολογιστής μπορεί να βοηθήσει αποφασιστικά. Η δημοσιογράφος θα τον χρησιμοποιήσει όσο μπορεί. Κι όταν είναι έτοιμη να γράψει, θα πληροφορηθεί ότι το μυθιστόρημά της θα αποτελείται από 12 κεφάλαια και θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε 256 σελίδες.

Παρά τα αμέτρητα φλυτζάνια τσάι που θα καταναλώσει, όμως, η Ρόουζι Μπλάου δεν θα τα καταφέρει. Το πρόγραμμα είναι μάλλον απάτη. Και ο λόγος είναι απλός: για να γράψεις, πρέπει πρώτα να διαβάσεις, και να διαβάσεις πολύ. Και καλώς ή κακώς, πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή για το διάβασμα δεν υπάρχει.

Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

Το φάρμακο είναι η εκπαίδευση





«Ο Μπάρακ Ομπάμα θέλει να δώσει τέλος σε 25 χρόνια συντηρητισμού»: ο κεντρικός τίτλος της Μοντ αρχικά αιφνιδιάζει. Αλλά ένα καινούργιο βιβλίο τον δικαιώνει.

Το χρώμα του δέρματος του Δημοκρατικού υποψηφίου είναι ασφαλώς η πιο συζητημένη καινοτομία αυτών των εκλογών. Αν ο Ομπάμα νικήσει, η εποχή των φυλετικών διακρίσεων θα έχει παρέλθει οριστικά. Αν χάσει, ο βασικός λόγος θα είναι ακριβώς αυτός: ότι οι Αμερικανοί δεν είναι έτοιμοι για έναν μαύρο πρόεδρο. Οι επιπτώσεις μιας αλλαγής φρουράς στον Λευκό Οίκο, όμως, δεν είναι μόνο συμβολικές. Η Μοντ διακρίνει τρεις μεγάλες αναταραχές που θα τη συνοδεύσουν. Μια αναταραχή ιδεολογική: το Κράτος παίρνει την εκδίκησή του από τον άναρχο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Μια αναταραχή κοινωνιολογική: η γενιά του μπέιμπι-μπουμ (των Μπους και των Κλίντον) δίνει τη θέση της στη λεγόμενη «γενιά της Χιλιετίας», που χαρακτηρίζεται από μια πολύ μεγαλύτερη φυλετική ποικιλία. Μια αναταραχή προγραμματική: η οικονομία και η κοινωνία, όπου περιλαμβάνονται η υγεία και η εκπαίδευση, εκτοπίζουν από το προσκήνιο το ζήτημα των «αξιών» (οικογένεια, ομοφυλοφιλία, αμβλώσεις), όπου κυριαρχούσαν ώς τώρα οι Ρεπουμπλικανοί.

Μεγάλο το στοίχημα, σχεδόν ασήκωτο. Κι όμως, υπάρχει ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει αποφασιστικά στο να κερδηθεί αυτό το στοίχημα και να αρχίσει να κλείνει το συνεχώς διευρυνόμενο μισθολογικό χάσμα που χαρακτηρίζει τη συντηρητική επανάσταση της τελευταίας 25ετίας: η εκπαίδευση. Αυτό υποστηρίζουν δύο καθηγητές οικονομικών στο Χάρβαρντ, η Κλόντια Γκόλντιν και ο Λόρενς Κατζ, στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο τους «Ο Αγώνας της Εκπαίδευσης με την Τεχνολογία» (εκδ. Βelknap Ρress). Όπως σημειώνουν, στα πρώτα τρία τέταρτα του περασμένου αιώνα οι μισθολογικές ανισότητες στην Αμερική μειώνονταν. Οι Αμερικανοί αναπτύσσονταν όλοι μαζί-και πολύ ταχύτερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν. Και σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την πιο άνιση κατανομή εισοδημάτων και μισθών από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα. Οι ανισότητες αυξήθηκαν τόσο μεταξύ των κοινωνικο-οικονομικών ομάδων όσο και στο εσωτερικό τους. Οι δικηγόροι που σπούδασαν στις καλύτερες νομικές σχολές είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται πολύ ταχύτερα σε σχέση με εκείνους που φοίτησαν σε ιδρύματα κατωτέρου επιπέδου.

Οι δύο συγγραφείς απορρίπτουν τους συνήθεις ενόχους, δηλαδή τη μετανάστευση και το εμπόριο. Η κυριότερη αιτία για το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι η πρόοδος της τεχνολογίας. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη ζήτηση εξειδικευμένων εργατών που δημιουργούν οι νέες τεχνολογίες και στην προσφορά τέτοιων εργατών που δημιουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν η εκπαίδευση βαλτώνει, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ εδώ και 25 χρόνια, η τεχνολογία παίρνει τα ηνία και οι ανισότητες μεγαλώνουν. Το φάρμακο είναι κατά συνέπεια απλό: η βελτίωση της μαζικής εκπαίδευσης. Τ΄ ακούς Μπάρακ; Τ΄ ακούτε φωστήρες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας;

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2008

Ανανέωση ή θάνατος






Ο Φίλιπ Μέγερ είναι γνωστός δημοσιογράφος. Θεωρείται, μάλιστα, ο πατέρας της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Έχει πάρει και Πούλιτζερ. Η πρόβλεψή του έχει λοιπόν κάποια βαρύτητα: το 2043 είναι η χρονιά που θα πεθάνουν οι εφημερίδες.

Η πρόβλεψη αυτή περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Οι υπό εξαφάνιση εφημερίδες», που κυκλοφόρησε το 2004. Από τότε, τα πράγματα μάλλον έχουν χειροτερέψει. Τις τελευταίες εβδομάδες, μάλιστα, όλο κακές ειδήσεις έχουμε. Ογδόντα απολύσεις στη Σικάγο Τρίμπιουν, 250 στους Λος Άντζελες Τάιμς, 65 στην Τρίνιτι Μίρορ, έναν βρετανικό όμιλο με περισσότερους από 150 τίτλους, μεταξύ των οποίων και η Ντέιλι Μίρορ. Πριν από δύο εβδομάδες, όταν ο όμιλος ανακοίνωσε ότι τα κέρδη του θα είναι κατά 10% μικρότερα του αναμενομένου, η μετοχή του έπεσε κατά 25%. Ακόμη και η μετοχή του ομίλου Ρearson, στον οποίον ανήκουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, βρέθηκε στο κατώτερο σημείο των 12 τελευταίων μηνών. «Διερχόμαστε μια κρίση που επηρεάζει όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες», λέει ο πρώην διευθυντής της βρετανικής οικονομικής εφημερίδας Άντριου Γκάουερς, που συγκρίνει τις εφημερίδες με τους δίσκους βινυλίου. «Η εποχή των μεγάλων εφημερίδων με τα τεράστια κέρδη έχει περάσει».

Προσοχή, όμως: δεν θα πεθάνουν όλες οι εφημερίδες. Οι αναγνώστες δεν μειώνονται, το αντίθετο, χάρη στη διάδοση του Ιnternet αυξάνονται. Σύμφωνα με την Ένωση Εφημερίδων της Αμερικής, το πρώτο τετράμηνο του 2008 συμβουλεύτηκαν τις ψηφιακές εκδόσεις 66,4 εκατομμύρια άνθρωποι, κατά 12,3% περισσότεροι από τον προηγούμενο χρόνο. Οι αναγνώστες αυτοί εξακολουθούν να διψούν για ειδήσεις, για αναλύσεις και, κυρίως, για ιστορίες- αλλά σε μιαν άλλη μορφή. «Ναι, η εφημερίδα της βιομηχανικής εποχής πνέει τα λοίσθια», σημειώνει στην Ελ Παΐς ο Ρόζενταλ Άλβις, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Ώστιν. «Αυτό που πεθαίνει όμως είναι ένα συγκεκριμένο μοντέλο. Τη θέση του θα πάρει ένα άλλο». Με άλλα λόγια, οι εφημερίδες που θα επιβιώσουν θα είναι εκείνες που θα προσαρμοστούν το ταχύτερο δυνατόν στις απαιτήσεις και στους ρυθμούς του Δια δικτύου, εκείνες που θα «μεντιαμορφωθούν».

Δεν λείπουν οι αναλυτές που θεωρούν ότι αυτή η εξέλιξη είναι θετική τόσο για τη δημοσιογραφία, όσο και για την κοινωνία εν γένει. «Η δημοσιογραφία στο Ιnternet επιτρέπει τη συχνότερη επικαιροποίηση, όπως και τη μεγαλύτερη συμμετοχή των αναγνωστών», τονίζει ο Τζεφ Τζάρβις, καθηγητής διαδραστικής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και κάτοχος ενός ιδιαίτερα δημοφιλούς μπλογκ, του Βuzzmachine. Η γέννηση της δημοσιογραφίας των πολιτών (citizen΄s journalism) έχει ως αποτέλεσμα να πάψει η δημοσιογραφία να είναι ένα κλειστό κλαμπ, όπου κάποιοι δίνουν μαθήματα στους υπολοίπους. Κι αυτό είναι καλό για τη δημοκρατία. Χρειάζονται βέβαια κανόνες. Χρειάζεται δεοντολογία, έλεγχος, ακρίβεια, επαλήθευση των πηγών. Και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η εφημερίδα δεν θα πεθάνει ποτέ. Απλώς θα αλλάξει. Αυτό εννοούσε ουσιαστικά κι ο Μέγερ.

Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2008

Επίδειξη ρεαλισμού




Μα πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι, σαράντα χρόνια μετά τον Μάη, το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία» έχει ακόμη κάποιο νόημα;

Εντάξει, το παραδεχόμαστε, θα προτιμούσαμε να είχαν διαψευστεί οι προβλέψεις και ο Μπάρακ Ομπάμα να είχε επιλέξει έναν άλλο ως υποψήφιο για την αντιπροεδρία. Όλη αυτή η αγωνία, τα αινιγματικά χαμόγελα, η διαδικασία των SΜS, μάλλον προς μια μεγάλη έκπληξη προδιέθεταν, που θα προκαλούσε ενθουσιασμό και θα άλλαζε εντελώς το κλίμα, το οποίο είναι ομολογουμένως λίγο βαρύ τον τελευταίο καιρό στο επιτελείο των Δημοκρατικών. Δεν θα μπορούσε, ας πούμε, αντί να σφίγγει το χέρι τού κάπως άχρωμου Τζο Μπάιντεν υπό τους ήχους του «Τhe Rising», να παρουσιάζει ο Ομπάμα ως συνυποψήφιό του τον ίδιο τον συνθέτη και τραγουδιστή, να έχει επιλέξει ως αναπληρωτή πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών τον Μπρους Σπρίνγκστιν, που άλλωστε τον αποκαλούν και Βoss; Δεν θα ήταν μια τέτοια επιλογή η καλύτερη απόδειξη ότι ο Αφροαμερικανός γερουσιαστής θέλει πραγματικά την αλλαγή, τη ρήξη, μια νέα εποχή για την Αμερική και τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο;

Όχι, δεν θα ήταν. Για την ακρίβεια, όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια, όχι στην πολιτική. Η αρθρογράφος της Σαν Φρανσίσκο Κρόνικλ Ντέμπρα Σόντερς μπορεί να γκρινιάζει ότι η επιλογή του Μπάιντεν την κάνει να αισθάνεται όπως όταν τελείωσε το τελευταίο επεισόδιο των «Τhe Sopranos» («Διάλεξαν ένα μη-τέλος επειδή δεν μπορούσαν να βρουν ένα δυνατό τέλος»), αλλά πρωταρχικό μέλημα του Ομπάμα είναι να κερδίσει τις εκλογές, όχι το βραβείο σεναρίου. Ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας μπορεί να είναι άχρωμος, φλύαρος και γκαφατζής, αλλά είναι τίμιος, είναι έμπειρος και είναι συνεπής, χαρακτηριστικά που λείπουν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια από την πολιτική σκηνή της Ουάσιγκτον. Επιπλέον, δεν προκαλεί με τον πλούτο του: είναι φτωχότερος από τους περισσότερους συναδέλφους του στη Γερουσία, πηγαίνει κάθε μέρα με το τρένο στη δουλειά και δεν έχει αναμειχθεί σε οικονομικά σκάνδαλα.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι γνώσεις και η εμπειρία ενός Αμερικανού προέδρου ή αντιπροέδρου σε διεθνή θέματα δεν έχουν και μεγάλη σημασία, αφού όλοι οι πολιτικοί ίδιοι είναι, και σε τελευταία ανάλυση δεν παίρνουν αυτοί τις αποφάσεις, αλλά κάποια σκοτεινά κέντρα. Μια απλή παρατήρηση αρκεί για να διαψεύσει αυτόν τον ισχυρισμό. Η μεγαλύτερη κρίση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο επόμενος πλανητάρχης είναι το Ιράν και οι θέσεις των δύο αντιπάλων στο ζήτημα αυτό είναι τελείως διαφορετικές. Όπως σημείωνε πρόσφατα ένας αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο ένας λέει «βομβαρδίστε, βομβαρδίστε, βομβαρδίστε» και ο άλλος «συνομιλήστε, συνομιλήστε, συνομιλήστε». Επιλέγοντας έναν άνθρωπο που υποστήριξε για λόγους αρχής τη χρήση βίας στο Ιράκ, για να καταγγείλει στη συνέχεια την εκμετάλλευσή της για άλλους σκοπούς, ο Ομπάμα μπορεί να μην επιδεικνύει φαντασία, επιδεικνύει όμως σίγουρα ρεαλισμό.

Σάββατο, Αυγούστου 23, 2008

Η κατοχή την κάνει να ντρέπεται




Η Χάνα Μπάραγκ το λέει απλά και καθαρά: «Οι νέοι του Ισραήλ δεν θέλουν να ξέρουν τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του τείχους, δεν τους ενδιαφέρει τι κάνουν οι στρατιώτες τους. Εμένα, όμως, με ενδιαφέρει. Είναι η δική μου χώρα, οι δικοί μου φόροι, το δικό μας μέλλον. Η κατοχή με κάνει να ντρέπομαι».

Η Χάνα Μπάραγκ είναι Εβραία γερμανικής καταγωγής. Με εξαίρεση μερικούς θείους της, που έχασαν τη ζωή τους στο Άουσβιτς, το μεγαλύτερο μέρος της οικογενείας της κατόρθωσε να διαφύγει από τη ναζιστική φρίκη και να εγκατασταθεί στο Ισραήλ. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε και η ίδια.

Η Χάνα Μπάραγκ είναι 72 ετών και από τις έξι το πρωί είναι στο πόδι. Αντί να χαίρεται εκείνη την ώρα το κρεβάτι της ή να διαβάζει την εφημερίδα της, όπως κάνουν οι συνομήλικές της, η δυναμική αυτή γυναίκα προτιμά να αφιερώνει τη ζωή της στο να καταγγέλλει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες προβαίνουν οι στρατιώτες της χώρας της και να προσπαθεί να λύνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι με τη γραφειοκρατία της κατοχής. Η κυβέρνησή της θεωρεί τους στρατιωτικούς ελέγχους αναγκαίους για την επιβίωση του Ισραήλ. Η ίδια, πάλι, συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι οι έλεγχοι αυτοί εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη των Παλαιστινίων και δυσκολεύουν την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στα παιδιά, στους αρρώστους και στους ηλικιωμένους. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στη διάρκεια της ατέλειωτης αναμονής γίνονται ενδιαφέρουσες συζητήσεις και δημιουργούνται φιλίες. Κατά κανόνα, όμως, αυτό που επικρατεί είναι η ένταση, ο εκνευρισμός και η κούραση.

Στις 8 το πρωί, γράφει η Ελ Παΐς, η Χάνα Μπάραγκ παίρνει ήδη σημειώσεις από τη συμπεριφορά των στρατιωτών σε κάποιο checkpoint. Το αγαπημένο της είναι αυτό που ελέγχει την είσοδο στη Ναμπλούς. Κάθε τόσο κάποιος ένστολος την απειλεί, «φύγε από δω, γρια, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία, άντε στην κουζίνα σου να μαγειρέψεις», αλλά ύστερα από επτά χρόνια οι περισσότεροι στρατιώτες τη γνωρίζουν πια και δεν την πειράζουν. Μερικοί μάλιστα την ακούνε, στο κάτω-κάτω είναι μια από τους δικούς τους, μιλά τη γλώσσα τους, θα μπορούσε να είναι μάνα τους.

Η Χάνα Μπάραγκ ανήκει στην οργάνωση ΜachsomWatch, που έχει περί τα 500 μέλη. Τα περισσότερα είναι γυναίκες της ηλικίας της, που ανήκουν στη μεσαία τάξη και έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση. Πρόκειται για ένα στρατό ακτιβιστριών που υποκινούνται από την κοινή λογική και θέλουν να ζήσουν σε μια καλύτερη χώρα. Είναι αλήθεια πως είναι μια επικίνδυνη αριστερή; «Όχι βέβαια», απαντά γελώντας η 72χρονη γυναίκα. «Μια αληθινή σιωνίστρια είμαι, και διεκδικώ τις αξίες που ορίζει η εβραϊκή θρησκεία».

Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2008

Σε αναζήτηση των Μαρούν



Γιουσέιν Μπολτ, Σέλι Αν Φρέιζερ, Βερόνικα Κάμπελ- Μπράουν: Μα οι ταχύτεροι σπρίντερ στον κόσμο, άνδρες και γυναίκες, όλοι από την Τζαμάικα κατάγονται; Τι μυστικά κρύβει αυτή η χώρα;

Τον Φεβρουάριο του 1976, ο Ράσελ Μπανκς επισκέφθηκε για μερικούς μήνες την Τζαμάικα προκειμένου να μελετήσει τα ήθη και τις συνθήκες διαβίωσης ενός λαού πρώην σκλάβων, οι οποίοι απελευθερώθηκαν πρώτα από τους Ισπανούς και στη συνέχεια από τους Βρετανούς αφέντες τους. Πρωταγωνιστές του αντάρτικου εναντίον των τελευταίων ήταν οι Μαρούν, και αυτούς ακριβώς ήθελε να συναντήσει ο Αμερικανός συγγραφέας. Νοίκιασε λοιπόν ένα κίτρινο και σαραβαλιασμένο Τογιότα και κίνησε για το Μoore Τown, ένα από τα τρία χωριά των Μαρούν, που βρίσκονται στα Όρη Μπλου, σε ύψος 2.500 μέτρων. Μαζί του, για να του δείχνει τον δρόμο, ήταν ο Τέρον, ένας Μαρούν που ζούσε στο χωριό Νιαμκοπόνγκ, στα ανατολικά του νησιού. «Με προστάτευε και διευκόλυνε την πρόσβασή μου σ΄ αυτόν τον κόσμο», γράφει ο Μπανκς στο Βιβλίο της Τζαμάικα. «Ήταν μαύρος και ήμουν λευκός.

Ήταν Τζαμαϊκανός και ήμουν ξένος. Ήταν ένας ρασταφάρι, κι ε γώ ένας σκεπτικιστής που έθετε ερωτήσεις. Ήταν ένας Μαρούν κι εγώ καταγόμουν απευθείας από τους εχθρούς τους. Μιλούσε με άνεση, ενώ εγώ για να εκφραστώ έπρεπε να μεταφράσω τις σκέψεις μου σε λέξεις. Κι όμως, παρ΄ όλο που εξαρτιόμουν από εκείνον, από την ευφυία του κι από την καλή του θέληση, του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη».

Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, η δημοσιογράφος της Λιμπερασιόν Στεφανί Μπινέ ακολούθησε τα ίχνη του συγγραφέα σε αναζήτηση της ίδιας, χαμένης φυλής. Ο δικός της οδηγός λεγόταν Τζον, η καταγωγή του ήταν από τους ινδιάνους Αραουάκς και τους Μαρούν, κι όταν ήταν μικρός χοροπηδούσε στα γόνατα του Μπομπ Μάρλεϋ και του Πήτερ Τος. Αντί για κίτρινο Τογιότα είχε ένα γκρι, εξίσου σαραβαλιασμένο Νισάν, και μ΄ αυτό ξεκίνησαν από το Κινγκστάουν για το Πορτ Αντόνιο, στον Βορρά. Εκεί κατέλυσαν στο ίδιο ξενοδοχείο όπου είχε μείνει ο Μπανκς, όταν αναζητούσε πληροφορίες για ένα μυστηριώδες έγκλημα στο οποίο είχε εμπλακεί ο Έρολ Φλυν. Και το επόμενο πρωί έφυγαν για το Μoore Τown, στις όχθες του Ρίο Γκράντε.

Ένας άλλος απόγονος των Μαρούν, ο Ρόναλντ, είχε πει στη δημοσιογράφο πως αν ακούσει κάποιον από τη φυλή του να φωνάζει «Αϊφάνα», καλό είναι να το βάλει στα πόδια, γιατί θα σημαίνει ότι θέλει να της κόψει το λαιμό με ματσέτα. Αλλά ο τουριστικός της οδηγός την είχε καθησυχάσει: «Μόλις φτάσετε στο Μoore Τown, ζητήστε να μιλήσετε στον κάπταιν Σμιθ». Πρόκειται για λάθος, ο αρχηγός του χωριού λέγεται Στέρλινγκ, συνταγματάρχης Στέρλινγκ, αλλά δεν θυμίζει καθόλου τον συνταγματάρχη Φελπς του μυθιστορήματος του Ράσελ Μπανκς. Διηγείται πρόθυμα την ιστορία της φυλής του, δείχνει με υπερηφάνεια το Μoore Τown, που κάποτε λεγόταν Μore Τown επειδή απολάμβανε μεγαλύτερες ελευθερίες από το υπόλοιπο νησί, κι ύστερα αποσύρεται στο κτήμα του, στο βουνό. Όποιος τον θέλει πάντως, μπορεί να τον καλέσει στο κινητό.

Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2008

Επειδή ζήτησαν να διαδηλώσουν



Η Ημερησία της Κίνας είναι ενθουσιασμένη. Όπως έγραφε στο προχθεσινό φύλλο της, μπορεί τον τελευταίο μήνα να υποβλήθηκαν 77 αιτήσεις για πραγματοποίηση διαδηλώσεων στο Πεκίνο, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει ούτε μία...

Στις 23 Ιουλίου, δύο εβδομάδες πριν αρχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα μέτρο που προκάλεσε αίσθηση και ενθουσίασε τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή: όρισε τρεις ζώνες του Πεκίνου όπου θα μπορεί να πραγματοποιούνται νομίμως διαδηλώσεις αυτή την περίοδο, υπό τον όρο να υποβάλλεται σχετικό αίτημα πέντε ημέρες νωρίτερα. Το μέτρο όμως αποδείχθηκε καθαρά προληπτικό, αφού οποιοδήποτε πρόβλημα έχουν οι Κινέζοι επιλύεται αμέσως από την κυβέρνησή τους. Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Γραφείου Ασφαλείας του κόμματος, και οι 77 αιτήσεις που υποβλήθηκαν και αφορούσαν θέματα κοινωνικά, ιατρικά ή καθημερινής ζωής αποσύρθηκαν. Οι 74, ύστερα από «φιλικό διακανονισμό ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη και τις αρχές». Οι δύο, επειδή η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί δεν ήταν η πρέπουσα. Και μία ακόμη, επειδή εμπλέκονταν παιδιά, κάτι που αντίκειται στην κινεζική νομοθεσία.

Ο εκπρόσωπος δεν διευκρίνισε σε ποια από τις κατηγορίες αυτές εμπίπτουν η 79χρονη Βου Ντιανιουάν και η 77χρονη Ουάνγκ Σιουγίνγκ, οι οποίες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους το 2001, τη χρονιά που ανατέθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Πεκίνο. Στη χώρα αυτή, όπου δεν υπάρχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη, οι πολίτες που αισθάνονται θύματα μιας αδικίας δεν έχουν παρά έναν τρόπο να διαμαρτυρηθούν: να στείλουν υπόμνημα στις αρχές. Η Βου και η Ουάνγκ έστειλαν επανειλημμένα τέτοια υπομνήματα τα τελευταία χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα. Όταν πληροφορήθηκαν λοιπόν το μέτρο για τις διαδηλώσεις, αποφάσισαν να επωφεληθούν: από τις 5 έως τις 18 Αυγούστου, επισκέφθηκαν το Γραφείο Ασφαλείας πέντε φορές ζητώντας να τους επιτραπεί να διαδηλώσουν στις ενδεδειγμένες ζώνες. Την πρώτη φορά, συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν επί δέκα ώρες. Και την περασμένη Κυριακή έμαθαν ότι κρίθηκαν ένοχες για διασάλευση της δημόσιας τάξης και καταδικάστηκαν σε ενός έτους «επανεκπαίδευση μέσω της εργασίας». Με άλλα λόγια, στέλνονται σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων. Η απόφαση, που έχει ημερομηνία 30 Ιουλίου (ώστε να δικαιολογηθεί προκαταβολικά η απόρριψη του αιτήματός τους να διαδηλώσουν!), ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί δίκη, χωρίς να μεσολαβήσουν δικηγόροι, χωρίς δικαίωμα έφεσης. Έτσι γίνονται τα πράγματα στην Κίνα.

Η υπόθεση των δύο γυναικών ήλθε στο φως ύστερα από χθεσινή καταγγελία του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Κίνα, μιας οργάνωσης που εδρεύει στη Νέα Υόρκη. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, που είχε συγχαρεί την κινεζική κυβέρνηση για τη γενναία απόφασή της να επιτρέψει αυτή την περίοδο τις διαδηλώσεις, δεν έχει αντιδράσει ακόμη. Ίσως το κάνει την επόμενη εβδομάδα, όταν οι Αγώνες θα έχουν τελειώσει και οι προβολείς της δημοσιότητας θα έχουν απομακρυνθεί.

Τετάρτη, Αυγούστου 20, 2008

25 μονάδες μπροστά ο Ομπάμα



Ώστε πιστεύετε τις δημοσκοπήσεις που λένε ότι η μάχη για τον νέο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών θα δοθεί στήθος με στήθος; Κακώς! Η επιστήμη δείχνει ότι ο Ομπάμα προηγείται με διαφορά 25 μονάδων.

Το πείραμα λέγεται Ηλεκτρονική Αγορά της Αϊόβα (ΙΕΜ) και διεξάγεται εδώ και 20 χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα. Οι κανόνες είναι ίδιοι μ΄ εκείνους της χρηματαγοράς. Οι επενδυτές καλούνται να αγοράσουν εικονικές μετοχές των δύο πολιτικών κομμάτων, αξίας έως ενός δολαρίου. Μετά τις εκλογές, οι χρηματιστές που έχουν μετοχές του νικητή λαμβάνουν από ένα δολάριο την καθεμιά κι εκείνοι που έχουν μετοχές του χαμένου δεν κερδίζουν τίποτα. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μπορούν να αγοράζουν και να πουλάνε, με τις δυνάμεις της αγοράς να αντανακλούν τις πιθανότητες κάθε κόμματος να κερδίσει. Αυτήν τη στιγμή, η χρηματιστηριακή αξία των Δημοκρατικών είναι 0,62 δολάρια, πράγμα που σημαίνει ότι η πιθανότητα να κερδίσουν είναι 62%.

Επειδή η συμπεριφορά των επενδυτών καθορίζεται από το ποιος πιστεύουν ότι θα κερδίσει, και όχι από το ποιον υποστηρίζουν οι ίδιοι, το πείραμα αυτό είναι πιο αξιόπιστο από τις δημοσκοπήσεις. Όπως λέει στην Ντέιλι Τέλεγκραφ ένας από τους ερευνητές, ο Φόρεστ Νέλσον, στο 74% των περιπτώσεων η αγορά βρέθηκε πλησιέστερα στο τελικό αποτέλεσμα απ΄ ό,τι οι δημοσκοπήσεις. Μα αυτό δεν αποτελεί καινούργια ανακάλυψη. Πριν από έναν αιώνα, το 1906, ο Άγγλος επιστήμονας Φράνσις Γκάλτον επισκέφθηκε ένα πανηγύρι και ζήτησε από τους περαστικούς να στοιχηματίσουν για το βάρος ενός βοδιού. Κανείς από τους 787 που απάντησαν δεν βρήκε το ακριβές βάρος του ζώου, που ήταν 544 κιλά. Αλλά ο μέσος όρος των εκτιμήσεών τους (543) άγγιξε την πραγματικότητα.

Η μέθοδος του στοιχήματος χρησιμοποιείται σήμερα σε πολλούς τομείς, από τη συμπεριφορά του κλίματος μέχρι τα βραβεία που θα λάβει μια ταινία ή την έκβαση που θα έχει ένας πόλεμος. Αλλά ο καθηγητής Ρόμπιν Χάνσον, που διδάσκει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Τζωρτζ Μέισον της Βιρτζίνια, διατυπώνει μια ακόμη ριζοσπαστικότερη πρόταση: την εφαρμογή ενός συστήματος διακυβέρνησης που θα στηρίζεται στις προβλέψεις των αγορών στοιχημάτων. Οι πολίτες καλούνται να επενδύσουν σε σημαντικές πολιτικές θέσεις, και μόνο οι θέσεις με το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς μετατρέπονται σε νόμους. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι εξακολουθούν να διαχειρίζονται την κοινωνική πολιτική, αλλά οι αποφάσεις τους υπαγορεύονται από τους ψηφοφόρουςχρηματιστές. Από τους τελευταίους, συμμετέχουν αναγκαστικά μόνο όσοι γνωρίζουν το εκάστοτε θέμα, αφού οι υπόλοιποι φοβούνται ότι θα χάσουν τα λεφτά τους. Και τα κριτήρια της επένδυσης περιλαμβάνουν μοιραία έννοιες όπως η ευτυχία, η ανισότητα, η υγεία, ο ελεύθερος χρόνος, το περιβάλλον.

Προς το παρόν, πάντως, θα πρέπει να αρκεστούμε να δούμε πού θα κυμανθεί η «μετοχή» των Δημοκρατικών μετά την ανακοίνωση του ονόματος του υποψηφίου για την αντιπροεδρία.

Τρίτη, Αυγούστου 19, 2008

Όταν οι μπλόφες τιμωρούνται



Τελικά ο Μαρξ έκανε λάθος. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται μόνο εν είδει φάρσας, αλλά και τραγωδίας, τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα και, στην πολιτική τουλάχιστον, την πληρώνουν πάντα οι αδύνατοι.

Από επετειακή άποψη, αισθάνεται κανείς τον πειρασμό να κάνει μια παράτολμη σύγκριση. Σαράντα ακριβώς χρόνια μετά την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, τα ρωσικά τανκς κυκλοφορούν και πάλι στους δρόμους μιας μικρής χώρας (της Γεωργίας), τρομοκρατώντας τον πληθυσμό της και επιβάλλοντας στην ηγεσία της τις επιλογές της υπερδύναμης. Την ίδια ώρα, ένας Ρώσος στρατηγός απειλεί μια άλλη χώρα που τολμά να ακολουθήσει αυτόνομη πολιτική (την Πολωνία) ότι μπορεί να αποτελέσει πυρηνικό στόχο. Αλλά η σύγκριση είναι παραπλανητική, οι συνθήκες είναι διαφορετικές, η Γεωργία δεν είναι η Τσεχοσλοβακία του 21ου αιώνα, τη σύγκρουση την προκάλεσε εκείνη, η Ρωσία κατάλαβε ότι ούτε η Αμερική ούτε η Ευρώπη επρόκειτο να την υποστηρίξουν και την τιμώρησε παραδειγματικά. Δηλαδή τιμώρησε τους αδύνατους, τους άμαχους, υπολογίζοντας ότι ο ηγέτης τους, ο τυχοδιώκτης Σαακασβίλι, θα πληρώσει στην επόμενη φάση και η χώρα του θα επιστρέψει εκ νέου στη ρωσική επιρροή.

Όχι, η καταλληλότερη σύγκριση δεν είναι με το 1968, αλλά με το 1992, όταν η Γεωργία του Έντουαρντ Σεβαρντνάντζε έστειλε ξαφνικά τον στρατό της εναντίον της άλλης επαρχίας που διεκδικεί την ανεξαρτησία της, της Αμπχαζίας. Είχαν και πάλι βομβαρδιστεί πόλεις, άμαχοι είχαν και πάλι σκοτωθεί, τραυματιστεί και ξεσπιτωθεί, η Ρωσία είχε και πάλι επέμβει, και η Γεωργία είχε ηττηθεί. Όπως υπενθυμίζει ο Νιλ Άτσερσον με άρθρο του στην Ομπζέρβερ, ωμότητες έκαναν τότε και οι δύο πλευρές, πρώτα οι παραστρατιωτικοί της Γεωργίας, κι ύστερα εκείνοι της Αμπχαζίας, υποβοηθούμενοι από τους «εθελοντές του βορείου Καυκάσου» που έσπευσαν να τους βοηθήσουν να πάρουν εκδίκηση. Σήμερα, στις περισσότερες ωμότητες στο έδαφος της Γεωργίας πρωταγωνιστούν Οσέτιοι, Τσετσένοι και υπερεθνικιστές Ρώσοι «Κοζάκοι», αλλά αν η επίθεση του Σαακασβίλι είχε πετύχει, οι δολοφόνοι θα ήταν ασφαλώς Γεωργιανοί και τα θύματα Οσέτιοι.

Αν η διαπίστωση ότι οι περισσότεροι πολιτικοί αδυνατούν να διδαχθούν από τα λάθη τους είναι θλιβερή, η πρόσφατη κρίση στον Καύκασο οδηγεί και σε συγκεκριμένα γεωπολιτικά συμπεράσματα. Οι διακηρύξεις της Δύσης περί της εδαφικής ακεραιότητας της Γεωργίας είναι άνευ νοήματος, όπως ήταν άνευ νοήματος και οι αντίστοιχες διακηρύξεις περί της ακεραιότητας της Γιουγκοσλαβίας. Η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία θα ακολουθήσουν τον δρόμο του Κοσόβου: αλλά αν η πρώτη μάλλον θα απορροφηθεί από τη Ρωσία, η δεύτερη θα μπορούσε να γίνει μια απολύτως βιώσιμη ανεξάρτητη χώρα της Μαύρης Θάλασσας. Για να συμβεί αυτό, παρατηρεί ο Άτσερσον, θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιδείξει λίγη φαντασία στην εξωτερική της πολιτική. Σε αντίθετη περίπτωση, αν οι μπλόφες συνεχιστούν, η επόμενη σύγκρουση δεν θα αργήσει, έχει ήδη προαναγγελθεί, θα είναι στην Ουκρανία.

Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2008

Το σεξ είναι σαν το κρασί



Έρωτας ή σεξ; Τρυφερά χάδια και ερωτικές εξομολογήσεις ή ένα απλό πήδημα; Δίλημμα διαχρονικό, οικουμενικό, ιδανικό για τους διανοούμενους και τους φιλοσόφους, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Για καλό ή για κακό, η ελληνική γλώσσα κάνει διάκριση ανάμεσα στην αγάπη και τον έρωτα. Για τους αγγλόφωνους, αντίθετα, και οι δύο συναισθηματικές καταστάσεις περιγράφονται από τη λέξη love, όπως και για τους γαλλόφωνους, amour, μια λέξη που έχει το επιπλέον πλεονέκτημα να αρχίζει από άλφα, όπως η απουσία, και δίνει έτσι τη δυνατότητα στη συγγραφέα Καμίλ Λοράνς να προτείνει τον ακόλουθο, πολύ γυναικείο ορισμό: «Στην αγάπη- ή τον έρωτα- πάντα κάτι λείπει. Στο σεξ, αντίθετα, συμβαίνει κάτι σε μια συγκεκριμένη στιγμή που προσδίδει μια αίσθηση ενότητας». Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτά τα δύο, έρωτας και σεξ, μπορούν να συνυπάρξουν. Και για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα: μια στιγμή, μια μέρα, μια ζωή;

Ξέρουμε πώς ξεκίνησαν όλα. Από τη μια μεριά υπήρχαν τα αρσενικά που παρήγαν δισεκατομμύρια αναπαραγωγικά κύτταρα και δέχονταν ισχυρή πίεση να τα καταναλώσουν ώστε να διαιωνιστεί το είδος, κι από την άλλη τα θηλυκά που παρήγαν πολύ λιγότερα τέτοια κύτταρα και αισθάνονταν την υποχρέωση, για την περίπτωση που θα έμεναν έγκυοι, να κάνουν μια επιλογή ανάμεσα στους διατιθέμενους συντρόφους. Ιδού η αφετηρία της μεγάλης παρεξήγησης, που χωρίζει, αλλά και συχνά ενώνει, τους άνδρες και τις γυναίκες στο θέμα της σεξουαλικότητας. Για τους πρώτους, έρωτας σημαίνει σεξ. Για τις δεύτερες, σεξ σημαίνει έρωτας. «Οι γυναίκες αποδέχονται το σεξ ως σύμβολο του έρωτα και οι άνδρες αποδέχονται τον έρωτα ως έναν τρόπο για να φτάσουν στο σεξ», λέει στη Λιμπερασιόν ο Μισέλ Σνεντέρ, που έγραψε μια από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες χωρίς έρωτα, με θέμα τον 30μηνο δεσμό της Μέριλιν Μονρόε με τον τελευταίο ψυχαναλυτή της, τον Ραλφ Γκρίνσον («Μέριλιν, τελευταίες συνεδρίες», εκδ. Καστανιώτης).

Το βέβαιο είναι ότι το σεξ είναι κάτι πραγματικό, ενώ ο έρωτας ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Το πρώτο υπόκειται σε περιορισμούς, υπακούει σε κάποιους κώδικες, άρα έχει πολιτικό χαρακτήρα. Ο δεύτερος είναι κάτι απόλυτο. «Σεξουαλική σχέση δεν υπάρχει», είχε πει ο Λακάν, αλλά θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ακριβώς το αντίθετο, πως δεν υπάρχουν παρά σεξουαλικές σχέσεις. Ακόμη και το αίσθημα της κατοχής από το σεξ απορρέει, παρατηρεί στη γαλλική εφημερίδα η συγγραφέας και δημοσιογράφος Σαντρίν Τρενέ («Η γεύση του έρωτα», εκδ. Μercure de France, 2008). Με λίγα λόγια, το σεξ είναι σαν το κρασί: το πίνεις και το απολαμβάνεις (μπορεί βέβαια και να σε χαλάσει). Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο έρωτας, αντίθετα, απαιτεί προσπάθεια, μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο ή να σε οδηγήσει σε κατάθλιψη, είναι θέμα τύχης, είναι θέμα επιλογής.

Σάββατο, Αυγούστου 02, 2008

Ποιος είναι ο θεατής;



«Ζούμε στην εποχή της κουλτούρας του θεάματος. Αυτό που αλλάζει είναι ότι όλοι θέλουν να είναι πρωταγωνιστές, όλοι θέλουν να δείχνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν. Πάρτε το MySpace ή το YouTube: όλοι θέλουν να εκφραστούν, όλοι είναι καλλιτέχνες. Προκύπτει έτσι ένα καινούργιο πρόβλημα: ποιος είναι ο θεατής; Ο Γκυ Ντεμπόρ, ο πιο διαυγής αναλυτής της κουλτούρας του θεάματος, αυτοκτόνησε. Ο τελευταίος προσεκτικός θεατής έδωσε τέλος στη ζωή του. Κι έτσι μιλάμε χωρίς να ξέρουμε ποιος ακούει, γράφουμε χωρίς να ξέρουμε αν υπάρχει κάποιος που διαβάζει. Για να υπάρχει θέαμα, πρέπει να υπάρχουν θεατές. Ολοι αυτοί που διψούν να αυτοπροβληθούν, και να δημιουργήσουν θέαμα, στηρίζονται στην υπόθεση ότι υπάρχει κάποιος απέναντί τους.

Η κυρίαρχη αξία των καπιταλιστικών κοινωνιών είναι η υγεία. Αν βλέπουν όλοι σήμερα τον έρωτα με καλό μάτι, και όχι ως την τραγωδία που περιέγραφαν οι ρομαντικοί, είναι επειδή έχουν βγάλει το συμπέρασμα ότι σεξ μειώνει το στρες και κάνει καλό στην υγεία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν επίσης ότι είναι καλό να σκεφτόμαστε για μισή ώρα την ημέρα, επειδή έγιναν μελέτες που δείχνουν ότι η δραστηριότητα αυτή, αν δεν κάνεις κατάχρηση, προκαλεί κάποιες χημικές διαδικασίες που κάνουν καλό στην υγεία. Ο μόνος τρόπος να εκφράσεις τη διαφωνία σου με το σύστημα είναι να διεκδικείς τη δυστυχία, την αρρώστια, την αποτυχία, τη χρεοκοπία.

Το ίδιο συμβαίνει και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Εχω ένα φίλο καλλιτέχνη, τον Αλεξάντερ Σαμπούροφ, που ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του ’90 με πολύ καλές κριτικές. Γρήγορα όμως τον προειδοποίησαν ότι έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: μια κακή οδοντοστοιχία. Ευτυχώς ήταν τυχερός, και του έδωσαν μια υποτροφία για να διορθώσει τα δόντια του. Και το έκανε. Κι όλα πάνε καλά. Σήμερα δεν μπορείς να είσαι καλός καλλιτέχνης αν κάτι δεν πηγαίνει καλά όταν χαμογελάς.

Στις κομμουνιστικές χώρες κυβερνούσε μια γραφειοκρατία που απαρτιζόταν από τεμπέληδες. Ετσι, μπορούσες να λουφάρεις με ευκολία. Από τα δίκτυα της αγοράς, αντίθετα, κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει. Την αγορά δεν μπορείς να την ξεγελάσεις γιατί εξαρτάσαι απ’αυτήν, από τα χρήματα που σου παρέχει για να ζήσεις. Υπάρχει μια λανθασμένη ιδέα στη Δύση: ότι η ζωή είναι γεμάτη επιθυμίες. Αλλά αν απαλλάξεις πραγματικά κάποιον από τις υποχρεώσεις του, θα πέσει για ύπνο. Η πραγματική ελευθερία είναι να μη δουλεύεις. Ο λόγος που υπήρχε τόση ελευθερία στις κομμουνιστικές χώρες είναι ότι δεν έδινε δεκάρα κανείς».

(Απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε στην Ελ Παϊς ο γερμανός φιλόσοφος Μπόρις Γκρόις, καθηγητής στην Καρλσρούη και πρύτανης από το 2001 της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης)

Παρασκευή, Αυγούστου 01, 2008

So long, Leonard



Αγαπητέ Λέοναρντ,

Τα κατάφερες ξανά. Κατάφερες να μας συγκινήσεις, να μας χαλαρώσεις, να μας παρασύρεις και να μας μαγέψεις. Έκανες 5.000 ανθρώπους όλων των ηλικιών- από νέα παιδιά που δεν έχουν προλάβει να νιώσουν όσα περιγράφεις μέχρι ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας που έχουν ζήσει σίγουρα πολλά- να κλάψουν, να γελάσουν, να τραγουδήσουν, να αγκαλιαστούν, να χειροκροτήσουν, να χορέψουν. Μας εξημέρωσες και μας ένωσες. Μας θύμισες ότι ο έρωτας, η προδοσία, η μελαγχολία, η φιλία, ο σεβασμός, η γενναιοδωρία, ο πόνος, είναι πράγματα οικουμενικά και διαχρονικά, δεν αποτελούν αποκλειστικότητα καμιάς θρησκείας, έθνους, φύλου ή φυλής, δεν επιδέχονται έπαινο ούτε καταδίκη, είναι δίπλα μας, μέσα μας, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.

Δεν θα μπορούσε να σε χαρακτηρίσει κανείς «αιώνιο έφηβο», παρά τον χαριτωμένο τρόπο με τον οποίο έβγαινες από τη σκηνή, για να σε φέρουν αμέσως πίσω τα επιφωνήματα των «φίλων» και ο αυστηρός προγραμματισμός της συναυλίας σου. Δεν φαινόσουν ιδιαίτερα συγκινημένος που τραγουδούσες στην Αθήνα- εκτός αν το έκρυβες καλά. Η φωνή σου όμως παραμένει αξεπέραστη. Ο τρόπος που τραγούδησες το Like a Βird on the Wire ήταν σπαρακτικός. Στο Τower of Love μιλούσες για σένα, για μένα, και για όλους μας. Στο Ηallelujah μας έστειλες, που λένε και οι νεώτεροι. Κάποτε είχες πει ότι βρισκόσουν στο Royalton Ηotel της Νέας Υόρκης, καθόσουν στο χαλί φορώντας τα εσώρουχά σου, κοπανούσες το κεφάλι σου στο πάτωμα κι έλεγες: «Δεν μπορώ να τελειώσω αυτό το τραγούδι». Χρειάστηκες πέντε χρόνια, αλλά το τέλειωσες. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά από τότε έγραψες ίσαμε 80 διαφορετικές εκδοχές. Η χθεσινή ήταν η καλύτερη. Όποια και να είχες πει θα ήταν η καλύτερη.

Απ΄ όλες τις θλίψεις, η πιο χαρούμενη είναι του Λέοναρντ Κοέν, έγραψε ο απεσταλμένος της Φιγκαρό μετά τη συναυλία στο Μόντρεαλ με την οποία ξεκίνησες αυτή την περιοδεία. Κάπως έτσι είναι. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι προχθές το βράδυ κλαίγαμε και χαμογελούσαμε μαζί; Δεν μας πρόδωσες ποτέ, Λέοναρντ, όλες αυτές τις δεκαετίες.
Μονάχα μια λεπτομέρεια θα ήθελα να μου διευκρινίσεις, σε σχέση με το Famous Βlue Raincoat, το μοναδικό τραγούδι που είπες εδώ εκτός προγράμματος επειδή τόσο πολύ στο ζητήσαμε. Εκεί που απευθύνεσαι στον φίλο και αντίζηλό σου και τον διαβεβαιώνεις πως αν μια μέρα περάσει από το σπίτι, είτε για την Τζέην είτε για σένα, ο εχθρός του θα κοιμάται κι εκείνη θα είναι ελεύθερη, είπες «his woman», και όχι «your woman», όπως έλεγες παλιά. Πρόσεξα πως έχεις αλλάξει τη λέξη και στην επίσημη ιστοσελίδα σου. Πότε ακριβώς το έκανες; Υπήρχε κάποιος λόγος; Είναι το απαύγασμα της σοφίας που έχεις μαζέψει; Ή όλο αυτό δεν είχε ποτέ σημασία;

Έτσι κι αλλιώς, σου είμαι ευγνώμων. So long, Leonard.