Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2007

Και να αποφύγετε το δάκτυλο



«Ο εκδότης οφείλει να επισημάνει ότι αυτό το "παραμύθι για εφήβους" αποτελεί αποκύημα της φαντασίας που μπορεί να θίξει κάποιες ευαισθησίες. Καθώς το βιβλίο δεν είναι κομμένο, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσετε για τον σκοπό αυτό ένα αιχμηρό αντικείμενο αντί για το δάκτυλό σας».

Oι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου Fayard δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα αναγκάζονταν μια μέρα να ντύσουν με πλαστικό ένα βιβλίο τους, ώστε να μην το ξεφυλλίζει ο κάθε άσχετος, και ότι θα συνόδευαν την έκδοση από μια τέτοια προειδοποίηση. Όχι ότι ο Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ προκαλεί για πρώτη φορά, κάθε άλλο. Το έκανε από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα, τις Γόμες (1953), όπου περιγράφει με σχολαστικές λεπτομέρειες αποκλειστικά αντικείμενα, αγνοώντας προκλητικά τους ανθρώπους. Αλλά ο Πάπας του Νέου Μυθιστορήματος, και ήδη ακαδημαϊκός, έχει φθάσει πλέον 85 ετών. Και θα περίμενε ίσως κανείς το τελευταίο του βιβλίο να είναι βαθυστόχαστο, ένας απολογισμός ζωής. Ή, πάλι, να περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο, όπως συμβαίνει με τα βιβλία του Φίλιπ Ροθ.

Όμως, όχι- παραλίγο να πούμε ευτυχώς όχι. Πρωταγωνίστρια στο Ένα Αισθηματικό Μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε πριν από δεκαπέντε μέρες και συζητείται παντού, δεν είναι κάποια ηλικιωμένη κυρία που αναπολεί τα νιάτα της, αλλά μια 14χρονη, η Αν-Τζιν, που ζει και κοιμάται με τον πατέρα της. Εκείνος την υποχρεώνει να του διαβάζει, γυμνή, ερωτικά κείμενα του 18ου αιώνα. Όποτε κάνει κάποιο λάθος, της επιβάλλει διάφορες τιμωρίες. Την κτυπά, τη βιάζει, τη βασανίζει, την υποχρεώνει να κοιμηθεί με διάφορους διεστραμμένους κι ακρωτηριασμένους. Κι εκείνη υπακούει, πρόθυμη, ατάραχη, ψυχρή, αποφασιστική. Η τέλεια ερωμένη και πόρνη.

Το βιβλίο τελειώνει με κάποιους ψαράδες να πιάνουν γοητευτικές μικρές σειρήνες, μικρά παιδιά δηλαδή, να τις καταψύχουν και να τις στέλνουν στην Ιαπωνία για να καταναλωθούν σαν τις σαρδέλες. Θα περίμενε κανείς ο αναγνώστης να αισθανθεί απόλαυση ή ναυτία με όλα αυτά, στην πραγματικότητα όμως καταλαμβάνεται γρήγορα από μια απέραντη κούραση, σχολιάζει ο βιβλιοκριτικός της Μοντ. Οι παροξυσμοί βίας και ωμότητας έρχονται τόσο γρήγορα, ώστε απουσιάζει εντελώς το στοιχείο της έκπληξης. Ο Ρομπ-Γκριγιέ δεν έχει καταλάβει ότι τα ταμπού δεν ξεπερνιούνται πια στα βιβλία αλλά στο Ιnternet, σχολιάζει στο μπλογκ του ο Πιερ Ασουλίν. Τι να το κάνουμε λοιπόν το συγκεκριμένο βιβλίο; Τι να την κάνουμε την ανώδυνη ερωτική λογοτεχνία, να την καταδικάσουμε στην Κόλαση των βιβλιοθηκών; «Χαλαρώστε», απάντησε ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια συνέντευξη που έδωσε την περασμένη εβδομάδα στο France-3. «Ο κόσμος έμπλεκε πάντα τις φαντασιώσεις με την εκπλήρωσή τους. Μα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όποιος γράφει γιατρεύεται από μόνος του, θεραπεύεται από τις διαστροφές του περιγράφοντάς τις. Για να στηρίξω αυτή μου τη θέση, θα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια από τον Αριστοτέλη και τη θεωρία της κάθαρσης. Χάρις στο βιβλίο μου, ο αναγνώστης θα καθαρθεί από τα πάθη του».

Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

Στο πλευρό των ανταρτών



Η τελευταία φορά που είδαμε Έλληνες εθελοντές εν δράσει ήταν στη Σρεμπρένιτσα, στο πλευρό (φυσικά) των Σέρβων. Αλλά η πληροφορία ότι εθεάθησαν και στα βουνά του Κουρδιστάν δεν μοιάζει πολύ σοβαρή.

«Πάω για διακοπές στο Παρίσι»: μ΄ αυτή την κουβέντα αποχαιρέτησε ο Νταβίντ Ρουγιέ τους γονείς του και τη Λωζάννη μια μέρα του Δεκεμβρίου του 2001. Έκαναν να τον δουν τρία χρόνια, ώσπου τους τηλεφώνησε από το Ιρακινό Κουρδιστάν και τους είπε ότι πολεμούσε στο πλευρό των ανταρτών του ΡΚΚ. Τώρα τον έλεγαν Τολχιλντάν, που σημαίνει «εκδίκηση των μαρτύρων». Η υπόθεσή του έγινε γνωστή όταν ο Μάνο Χαλίλ, ένας Κούρδος σκηνοθέτης από τη Συρία, γύρισε μια ταινία για τη ζωή του. Ο ίδιος σκηνοθέτης βοήθησε στη συνέχεια τη μητέρα του Νταβίντ να ταξιδέψει μέχρι το Κουρδιστάν για να δει τον γιο της. Ο πατέρας, ένας πρώην πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας, προτίμησε να μην τη συνοδεύσει.

Ο Νταβίντ ίσως να πολεμά ακόμα στο πλευρό των Κούρδων ανταρτών. Και δεν είναι ο πρώτος Ελβετός που ακολούθησε αυτή την πορεία. Η Μπάρμπαρα Κριστέλ, ύστερα από μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων στην Τουρκία, είχε καταφύγει κι αυτή στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 στο Ιρακινό Κουρδιστάν, όπου βρήκε τον θάνατο τον Ιανουάριο του 1993 με το Καλάσνικωφ στο χέρι. Ανάλογη τύχη είχε και η Γερμανίδα Αντρέα Βολφ, που είχε σχέσεις με τη RΑF: η Ροναχί, όπως την είχαν ονομάσει οι αντάρτες, σκοτώθηκε σε μια μάχη με Τούρκους στρατιώτες το 1998. Και τώρα μαθαίνουμε από τους Σάντεϊ Τάιμς ότι δίπλα στους 3.000 αντάρτες του ΡΚΚ πολεμά μια μίνι ταξιαρχία από τουλάχιστον τρεις Βρετανούς, καθώς και Ρώσους, Γερμανούς, Έλληνες, Ιρανούς και Άραβες. Άλλοι φλερτάρισαν στα νιάτα τους με την Άκρα Δεξιά (όπως ο Ρουγιέ), άλλοι προέρχονται από την Άκρα Αριστερά. Μερικοί είναι ρομαντικοί, άλλοι απλώς τουρκοφάγοι. Όλοι αναζητούν, χωρίς αμφιβολία, κάποιο νόημα στη ζωή τους.

Η πληροφορία είναι δύσκολο να διασταυρωθεί, πόσο μάλλον που προέρχεται από ανώνυμους Κούρδους μαχητές. Η παρουσία Ελλήνων, πάντως, στα βουνά του Κουρδιστάν προκαλεί κάποια έκπληξη. Η κατάσταση εδώ είναι αρκετά διαφορετική από τη Νικαράγουα της δεκαετίας του ΄80, όπου κάποιοι συμπατριώτες μας πολεμούσαν στο πλευρό των Σαντινίστας εναντίον των κόντρας. Οι ακροδεξιοί που έμπηξαν τον Ιούλιο του 1995 την ελληνική σημαία ανάμεσα στα πτώματα 8.000 Μουσουλμάνων δεν θα δέχονταν ποτέ να πολεμήσουν στο πλευρό μουσουλμάνων, έστω κι αν ο εχθρός είναι οι μισητοί Τούρκοι. Δεν αποκλείεται βέβαια να διάλεξε αυτόν το δρόμο κάποιος μοναχικός τύπος σαν εκείνον τον Κάρλος Μαυρολέοντα, γιο εφοπλιστή, που κατέφυγε στα βουνά του Αφγανιστάν για να πολεμήσει τους Σοβιετικούς κατακτητές και βρέθηκε νεκρός τον Αύγουστο του 1998 σ΄ ένα ξενοδοχείο του Πεσαβάρ, με μια άδεια σύριγγα δίπλα στο πτώμα του...

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007

Πώς τη γλίτωσε ο Ταλ



«Περιτομή; Όχι, ευχαριστώ!». Η επανάσταση δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει παρά από την πιο ανεπτυγμένη χώρα της Μέσης Ανατολής, το Ισραήλ. Μιας και βρίσκεται εκεί, μήπως να έκανε μια δήλωση ο Γιώργος;

Πριν από λίγο καιρό, ο Ισραηλινός συγγραφέας Μεΐρ Σαλέβ διατύπωνε την απορία του για ένα περίεργο φαινόμενο. Πώς είναι δυνατόν- έγραφε- λαϊκοί Εβραίοι χωρίς θρησκευτικούς δεσμούς, που εργάζονται τα Σάββατα και τρώνε χωρίς δεύτερη σκέψη φαγητά που δεν είναι μαγειρεμένα σύμφωνα με τις γραφές (κοσέρ), να συνεχίζουν να σέβονται την παράδοση της περιτομής; Είναι δυνατόν τον 21ο αιώνα να εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται τα βρέφη (στους Εβραίους, η περιτομή γίνεται την όγδοη ημέρα της ζωήςακόμη κι αν πέφτει Σάββατο!- ενώ οι μουσουλμάνοι πραγματοποιούν τη σχετική τελετή στα 13α γενέθλια του παιδιού) στο όνομα ενός «συμβολαίου με το Θεό» που υποτίθεται ότι συνήψε ο Αβραάμ όταν ήταν 99 ετών;

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι υπέρμαχοι αυτής της παράδοσης επικαλούνταν, εκτός από τη θρησκεία, και λόγους υγιεινής. Το 1999, όμως, η Ένωση Αμερικανών Παιδιάτρων ανακοίνωσε ότι αυτό είναι μύθος. Κι από τότε άρχισε δειλά-δειλά στο Ισραήλ να αμφισβητείται η χρησιμότητα της περιτομής. Ιδρύθηκε μάλιστα και μια οργάνωση γονέων, η Κahal, όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητούν πληροφορίες. Σύμφωνα με τον πρόεδρό της, τον Ρόνιτ, υπάρχουν σήμερα στο Ισραήλ 3.000 παιδιά που δεν έχουν κάνει περιτομή. Πρόκειται βέβαια για μια μικρή μειοψηφία. Το 97% των Ισραηλινών εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η σχετική παράδοση πρέπει να εξακολουθήσει να τηρείται (και ο λόγος, για το 78%, είναι ότι πρόκειται για «ένα στοιχειώδες χρέος κάθε Εβραίου»). Όλες οι άλλες παραδόσεις εξαφανίζονται, λέει ο Ρόνιτ στον ανταποκριτή της Κοριέρε ντέλα Σέρα. «Αλλά ο κόσμος μένει προσκολλημένος σ΄ αυτή, γιατί είναι η πιο εύκολη. Το κάνεις μια φορά, και τέρμα. Και το κυριότερο, το κάνεις σε κάποιον άλλο».

Όμως τα πράγματα σιγά-σιγά αλλάζουν. Ο Εράν, ένας δικηγόρος που ζει στη Γαλιλαία, δεν θεωρεί τον εαυτό του αντάρτη. Μικρός ήταν υπάκουος, κι από τότε πήγαινε πάντα με το ρεύμα. Μέχρι πριν από δύο χρόνια, που γεννήθηκε ο γιος του. Ο Εράν δεν είχε αντιρρήσεις για την περιτομή: ήθελε όμως την επέμβαση να την κάνει ένας χειρουργός, όχι ένας μοχέλ (οι Εβραίοι που κάνουν τις περιτομές). Ψάχνοντας στο Ιnternet, άρχισε να σκέφτεται ότι η αφαίρεση ενός μέρους του σεξουαλικού οργάνου είναι κάτι το παράλογο. Φοβόταν ότι η γυναίκα του θα ήταν ανένδοτη, όταν όμως της διηγήθηκε τους φόβους του εκείνη του εξομολογήθηκε ότι της είχε αφήσει τραύμα η θρησκευτική τελετή (brit milah) στην οποία υποβλήθηκε ο πρώτος της γιος, από άλλο γάμο. Κι έτσι, ο μικρός Ταλ γλίτωσε τη δοκιμασία. «Είμαι χαρούμενος γι΄ αυτόν», λέει ο πατέρας του. «Θα μπορέσει να αισθανθεί κάτι που εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ». Και ο Αβραάμ σίγουρα δεν θα το μάθει ποτέ.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007

Ο Αϊ-Βασίλης είναι σοσιαλιστής



Έχουμε και λέμε. Για κάθε παιδί που θα έχει γεννηθεί από την 1η Ιουλίου ώς τις 31 Δεκεμβρίου 2007, η οικογένειά του θα εισπράττει 2.500 ευρώ (θα αυξάνονται σε 3.500 ευρώ για τις μονογονεϊκές και τις πολύτεκνες οικογένειες). Στους παιδικούς σταθμούς θα δημιουργηθούν 40.000 δωρεάν θέσεις, που θα κοστίσουν 100 εκατομμύρια ευρώ. Τα παιδιά και οι έφηβοι θα έχουν δωρεάν οδοντιατρική περίθαλψη. Σε κάθε νέο 22-30 ετών που θέλει να νοικιάσει ή να αγοράσει σπίτι θα χορηγείται μηνιαίο επίδομα 210 ευρώ. Οι χαμηλές συντάξεις αυξάνονται κατά 5%. Ο ελάχιστος μισθός αυξάνεται από 570 στα 600 ευρώ και, αν τον ερχόμενο Μάρτιο επανεκλεγεί ο Θαπατέρο, θα φτάσει τα 800.

Αυτός είναι ο προσωρινός κατάλογος των παροχών που η ισπανική κυβέρνηση χαρακτηρίζει πρωτοχρονιάτικες (αφού ένας υπουργός δήλωσε ότι θα έχουν υλοποιηθεί μέχρι τις γιορτές) και η αντιπολίτευση προεκλογικές. Ορισμένες συναντούν τη συναίνεση της Κεντροαριστεράς. Άλλες έχουν προκαλέσει αντιδράσεις: μια βουλευτής της Ενωμένης Αριστεράς χαρακτήρισε σκανδαλώδες να χορηγείται το ίδιο «επίδομα μωρού» στους φτωχούς Ισπανούς και στον Εμίλιο Μποτίν, που είναι πρόεδρος της τράπεζας Σανταντέρ και ο πιο πλούσιος τραπεζίτης της χώρας. Ο υπουργός Οικονομίας, πάντως, βεβαιώνει ότι ο προϋπολογισμός τις αντέχει. Τα τελευταία τρία χρόνια, άλλωστε, δεν είχε αλλάξει ούτε κατ΄ ελάχιστον την πολιτική λιτότητας της προηγούμενης κυβέρνησης των Συντηρητικών. Έφτασε, λοιπόν, η ώρα ο λαός να ανταμειφθεί.

Μπροστά σ΄ αυτή την επίθεση αγάπης, η αντιπολίτευση παίζει το τελευταίο της χαρτί: την Εκκλησία. Το είχε κάνει στο παρελθόν, εκφράζοντας για παράδειγμα την αντίθεσή της στη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλοφίλων. Το κάνει και τώρα, με αφορμή το νομοσχέδιο για την αποκατάσταση της μνήμης των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας. Ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, η Εκκλησία είχε ανακοινώσει ότι «η επιλεκτική χρησιμοποίηση της ιστορικής μνήμης ανοίγει παλιές πληγές». Διχαστικό χαρακτηρίζουν σήμερα το νομοσχέδιο οι Συντηρητικοί του Μαριάνο Ραχόι, απαιτώντας να παραμείνει η Ισπανία στη γραμμή της διαγραφής του παρελθόντος και της λήθης. Αλλά οι Σοσιαλιστές το έχουν υποσχεθεί και θα προχωρήσουν. Για να πετύχουν όμως μια πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, είναι αναγκασμένοι να κάνουν μερικούς συμβιβασμούς στα ποια και πόσα από τα σύμβολα της φρανκικής εποχής θα παραμείνουν.

Ο Ραχόι έκανε, τελευταία, άλλη μια κίνηση στην προσπάθειά του να αντιστρέψει το ρεύμα: εντάχθηκε στο στρατόπεδο εκείνων που θεωρούν πως η κινητοποίηση για τις κλιματικές αλλαγές είναι περιττή. Το επιχείρημά του είναι συντριπτικό: «Εδώ δεν ξέρουμε τι καιρό θα κάνει αύριο, είναι δυνατόν να προβλέψουμε τι θα γίνει στον κόσμο σε 300 χρόνια;». Ο Μπους απέκτησε άλλον ένα σύμμαχο: αλλά αυτό μάλλον δεν είναι καλό (για τον σύμμαχο).

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Η βία περνά από το ντεπόζιτο



Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, η αιφνίδια αύξηση του αριθμού των εφήβων στην Αμερική προκάλεσε φόβους για αύξηση της εγκληματικότητας. Κι όμως, η εγκληματικότητα μειώθηκε. Οι ειδικοί δυσκολεύονται να το εξηγήσουν.

Να έχει σχέση η οικονομική ανάπτυξη; Να βοήθησε η ενίσχυση της Αστυνομίας; Η αύξηση του αριθμού των φυλακισμένων; Το τέλος της επιδημίας του κρακ; Πολλές εξηγήσεις έχουν δοθεί γι΄ αυτό το φαινόμενο. Καμιά δεν έχει θεωρηθεί επαρκής. Κι έρχεται τώρα μια οικονομολόγος να στρέψει τη συζήτηση σε μιαν απροσδόκητη κατεύθυνση. Η Τζέσικα Ουόλποου Ρέγιες, που διδάσκει στο Αmherst College, άφησε το παλιό της σπίτι στα περίχωρα της Βοστώνης το 2000, όταν γεννήθηκε το πρώτο της παιδί. Την ίδια εποχή άρχισε να ερευνά τις επιπτώσεις της μολυβδίασης. Διεπίστωσε έτσι ότι ακόμη και τα υψηλά επίπεδα μολύβδου μπορεί να προκαλέσουν εγκεφαλικές ανωμαλίες που κάνουν τα παιδιά λιγότερο έξυπνα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, περισσότερο επιθετικά. Ανακάλυψε επίσης ότι η κύρια πηγή πρόσληψης μολύβδου στην ατμόσφαιρα και το νερό δεν ήταν οι βαφές, αλλά η βενζίνη- μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, η Πράξη για την Καθαρή Ατμόσφαιρα. Από τότε, η περιεκτικότητα του αίματος όλων των Αμερικανών σε μόλυβδο μειώθηκε σημαντικά.

Η Ρέγιες άρχισε να υποψιάζεται ότι η μείωση των επιπέδων του μολύβδου σχετιζόταν με κάποιον τρόπο με την υποχώρηση της εγκληματικότητας. Η καμπύλη της περιεκτικότητας σε μόλυβδο ταιριάζει απόλυτα με εκείνη των βίαιων εγκλημάτων, αλλά με μια καθυστέρηση είκοσι ετών: όσο χρειάστηκαν τα παιδιά που εκτέθηκαν στις μεγαλύτερες ποσότητες μολύβδου, το 1973, για να φτάσουν στην περίοδο της κορύφωσης της εγκληματικότητας. Αυτό, βέβαια, δεν αποδεικνύει από μόνο του τίποτα. Η Αμερικανίδα επιστήμων έκανε έτσι έρευνα πολιτεία- πολιτεία. Και διεπίστωσε ότι ενώ άλλες αιτίες της εγκληματικότητας, όπως η κατανάλωση αλκοόλ και η ανεργία, παρέμειναν τη δεκαετία του ΄90 σταθερές, η καθιέρωση της αμόλυβδης βενζίνης οδήγησε στον υποδιπλασιασμό των βίαιων εγκλημάτων.

Εάν η μολυβδίαση συμβάλλει στην εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς, γράφει ο Γιάσα Χόφμαν στο περιοδικό των «Νιου Γιορκ Τάιμς », τότε χώρες που άρχισαν να στρέφονται στην αμόλυβδη βενζίνη μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 (όπως η Βρετανία, η Αυστραλία, η Ελλάδα) θα δουν σύντομα τα ποσοστά της εγκληματικότητας να μειώνονται. Η σχέση ανάμεσα στον μόλυβδο και τη βία επιβεβαιώνεται και από μια έρευνα που έκανε ο Αμερικανός ψυχίατρος Χέρμπερτ Νίντλμαν, από τους πρωτεργάτες της εκστρατείας υπέρ της αμόλυβδης βενζίνης: μελετώντας μια ομάδα ανήλικων παραβατών του νόμου στο Πίτσμπουργκ, διεπίστωσε ότι τα οστά τους περιείχαν περισσότερο μόλυβδο σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Μπορεί βέβαια να παίζουν κι άλλοι παράγοντες ρόλο. Ήδη έχει αρχίσει στην Αμερική μια άλλη έρευνα σε 100.000 παιδιά, για να διαπιστωθεί η επίδραση που έχουν στη συμπεριφορά τους τα κοινά φυτοφάρμακα...

Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2007

Ξανά στο παιχνίδι



Μια μαύρη παρένθεση δύο ετών κλείνει στην Πολωνία. Κι είναι σπάνιο η αποχώρηση ενός πρωθυπουργού να συνοδεύεται από τόση ανακούφιση και τόση περιφρόνηση. Το μόνο κακό είναι ότι παραμένει στην εξουσία ο δίδυμος αδελφός του.

Ευτυχής και ερωτευμένος ξανά με τη χώρα του: αυτό δηλώνει ο Πολωνός ιστορικός Μπρόνισλαβ Γκέρεμεκ μετά την ήττα της κυβέρνησης Κατσίνσκι στις εκλογές της Κυριακής. «Η Πολωνία ξαναμπαίνει στο παιχνίδι», λέει στην Κοριέρε ο 75χρονος καθηγητής, που έχει πάθος με τις Καντάτες του Μπαχ και τις αιρέσεις του Μεσαίωνα. Τέρμα το κυνήγι των μαγισσών: ο ίδιος αρνήθηκε έτσι κι αλλιώς να υπογράψει τη δήλωση που απαιτούσε η κυβέρνηση από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους για τις σχέσεις τους με τις πρώην μυστικές υπηρεσίες. Τέρμα η ευρω-φοβία. Η νέα κυβέρνηση θα στηρίζεται σε τελείως διαφορετικές αρχές: αλληλεγγύη, διαφάνεια στις εμπορικές σχέσεις, ανεξαρτησία και ασφάλεια στον τομέα της ενέργειας.

Ενθουσιασμένος με τις εξελίξεις δηλώνει στα 81 του και ο μεγάλος σκηνοθέτης Αντρέι Βάιντα. Το μεγαλύτερο λάθος της απερχόμενης κυβέρνησης, τονίζει στην Ελ Παΐς, είναι ότι χρησιμοποίησε ως μέσο διακυβέρνησης τη δυσαρέσκεια των Πολωνών για το παλιό κομμουνιστικό καθεστώς. Κι αυτό, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια από την πτώση του Τείχους. Οι δίδυμοι είπαν ψέματα, παρουσίασαν την πραγματικότητα με απλουστευτικό τρόπο, από δω οι καλοί κι από κει οι κακοί. Δίχασαν τον κόσμο. Τον έκαναν να πιστέψει ότι η Πολωνία μπορεί να αποκτήσει ένα κοινωνικό κράτος όπως το γερμανικό ή το γαλλικό, παρόλο που δεν είναι τόσο πλούσια όσο αυτές οι χώρες. Το χειρότερο όμως είναι ότι τα δύο τελευταία χρόνια ανακόπηκαν όλες οι πρωτοβουλίες της πολωνικής κοινωνίας. «Κάθε Πολωνός που έπαιρνε μια πρωτοβουλία ήταν ύποπτος», λέει ο Βάιντα. «Έτσι όμως δεν υπάρχει οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη μιας χώρας».

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να υπάρξει ένα κύμα εξόδου από τη χώρα. Δύο εκατομμύρια Πολωνοί (σε σύνολο 38 εκατομμυρίων) έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους από τότε που μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Μάιο του 2004, για να δουλέψουν σε άλλες χώρες, κυρίως στη Βρετανία και την Ιρλανδία. «Γιατί φεύγει ο κόσμος από τη χώρα μου;», αναρωτιέται ο σκηνοθέτης. «Όλος ο πολωνικός κινηματογράφος ασχολείται σήμερα με καθημερινά θέματα, κι αυτό είναι καλό, αλλά εγώ θέλω να μάθω γιατί φεύγει ο κόσμος, γιατί μένουν αυτοί που μένουν, θέλω οι νέοι να μου διηγηθούν τη μεταμόρφωση που γνωρίζει η Πολωνία». Την απάντηση την παίρνει με έναν κάπως διαφορετικό τρόπο: πάνω από δύο εκατομμύρια συμπατριώτες του έχουν σπεύσει από τα τέλη του περασμένου μήνα να δουν την ταινία του για τις σφαγές του Κατίν, το 1940. «Δεν θέλω να ανοίξω καινούργιες πληγές», δηλώνει. «Το παρελθόν είναι παρελθόν, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, πρέπει όμως να το ξεπερνάμε».

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Πόλεμος στα αριστερά



Νέοι, αριστεροί, που ενδιαφέρονται για τις νέες τεχνολογίες και ενημερώνονται πρωτίστως από το Ιnternet και το free press: αυτή η κατηγορία των αναγνωστών είναι το μήλο της Έριδος στον νέο πόλεμο που ξέσπασε στην Ισπανία.

«Δεν πιστεύουμε ότι η δημοσιογραφία περνά κρίση. Κι αν πρέπει να ανησυχήσουμε για το μέλλον των εφημερίδων, θα πρέπει να ανησυχήσουμε και για το μέλλον της ίδιας της δημοκρατίας. Γι΄ αυτό αλλάζουμε. Μια εφημερίδα, ανάμεσα στ΄ άλλα, είναι η ματιά που μοιράζεται διαχρονικά με τους αναγνώστες της. Για να συνεχίσουμε να υπηρετούμε με επιτυχία αυτή τη λειτουργία στα επόμενα 15 με 20 χρόνια, πρέπει να συνδεθούμε με τις γενιές που θα μετατραπούν σε αυτό το διάστημα στον κεντρικό άξονα αυτής της χώρας. Σε όλα τα επίπεδα. Με ένα νέο αφηγηματικό λόγο. Με έναν άλλο τρόπο περιγραφής αυτού που συμβαίνει. Το πώς προσφέρεις και τι προσφέρεις. Με μια νέα μορφή της νεωτερικότητας, τελείως διαφορετική από εκείνη που υπήρχε πριν από 30 χρόνια. Με το Ιnternet. Αναλαμβάνουμε την ευθύνη όλων αυτών γιατί θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε ο δημόσιος χώρος για τη διαμόρφωση μιας συναίνεσης γύρω από το δημοκρατικό πρόγραμμα».

Με αυτά τα λόγια προανήγγειλε πριν από λίγες μέρες ο διευθυντής της Ελ Παϊς Χαβιέρ Μορένο τη ριζική ανανέωση της εφημερίδας, που από «ανεξάρτητη πρωινή εφημερίδα» έγινε πλέον «η παγκόσμια ισπανόφωνη εφημερίδα». Στο νέο φύλλο, που πρωτοκυκλοφόρησε προχθές, οι διεθνείς σελίδες είναι πάντα μπροστά, ακολουθεί η εγχώρια επικαιρότητα, αλλά η οικονομία έχει προσπεράσει τα κύρια άρθρα και τις γνώμες, ενώ προστίθεται και ένα νέο τμήμα με τίτλο «Οθόνες» και έμφαση στο Ιnternet και τις νέες τεχνολογίες. «Θέλουμε να γίνουμε μια Χέραλντ Τρίμπιουν στη γλώσσα του Θερβάντες», είπε ο Μορένο.

Η Ελ Παΐς, που ανήκει στον όμιλο Ρrisa και έχει ημερήσια κυκλοφορία 430.000 φύλλα, θα συνεχίσει να έχει ένα σαφή κεντροαριστερό προσανατολισμό. Από τις 26 Σεπτεμβρίου, όμως, έχει να αντιμετωπίσει ένα φιλόδοξο ανταγωνιστή, με πιο νεανικό λουκ, ελαφρώς αριστερότερη γραμμή, πολύ χρώμα και τη μισή τιμή: 50 λεπτά. Η Πούμπλικο, με ημερήσιο τιράζ 250.000 φύλλων, ανήκει στον όμιλο Μediapro, που έδωσε πρόσφατα λυσσαλέα μάχη με τον Ρrisa για τα δικαιώματα τηλεοπτικής μετάδοσης των ποδοσφαιρικών αγώνων. Διευθυντής της είναι ο Ιγκνάθιο Εσκολάρ, ένας μπλόγκερ ηλικίας μόλις 31 ετών, που στις φωτογραφίες του δείχνει μάλλον αυτάρεσκος. Έτσι κι αλλιώς, έχει βάλει ένα μεγάλο στοίχημα: όχι μόνο να επιβιώσει σε μια ώριμη οικονομία, αλλά να δημιουργήσει αναγνώστες σε μια χώρα όπου η αναγνωσιμότητα των εφημερίδων είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Και θα δώσει τη μάχη με μια εφημερίδα χωρίς κύρια άρθρα, χωρίς κάλυψη των ταυρομαχιών, χωρίς νεκρολογίες και χωρίς «090», όλα τα στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν τον ισπανικό Τύπο.

Ενδιαφέρουσα η μάχη, κι όχι μόνο για τους Ισπανούς.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Ραντεβού με τον θάνατο



Το Φουσούν είναι μια βιομηχανική πόλη της παλιάς Μαντζουρίας, βορειοανατολικά του Πεκίνου. Εδώ έμεινε η Λιου Τσουνλάν για πάνω από 25 χρόνια, μέχρι το φθινόπωρο του 2004 που έφυγε για το Παρίσι. Ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Στην πραγματικότητα, η Λιου και ο σύζυγός της, ο Ζανγκ Μπαϊλιάνγκ, δεν είχαν ποτέ χρήματα. Ούτε καμιά σοβαρή επαγγελματική προοπτική. Η Λαϊκή Δημοκρατία είχε όμως εξασφαλισμένη την καθημερινή τους επιβίωση. Εκείνη δούλευε σε μια υφαντουργία, εκείνος σε ένα εργοστάσιο επίπλων. Πρότυπό τους, όπως και όλων των Κινέζων που γεννήθηκαν μετά το 1949, ήταν ο σύντροφοςπρότυπο Λέι Φενγκ, τον οποίο εφηύρε ο Μάο το 1963. Τα χαμογελαστά του πορτρέτα εξακολουθούν να βρίσκονται παντού, στα εστιατόρια, τα βενζινάδικα, τα δημόσια κτίρια. Σ΄ αυτόν ονειρευόταν η Λιου να μοιάσει και ο γιος της. Αλλά τα πράγματα άλλαξαν. Τα εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν, οι καμινάδες έπαψαν να καπνίζουν, στο Πεκίνο ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ άρχισε να μιλά για μια πολιτική μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσε τη χώρα στην κινεζική εκδοχή του σοσιαλισμού, δηλαδή σε έναν ανεξέλεγκτο καπιταλισμό. Η Λιου μάθαινε τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς κερδίζοντας 600 γιουάν (60 ευρώ) το μήνα. Και το 1998, όταν η υφαντουργία ξαφνικά έκλεισε, έγινε μια «σιαγκάνγκ», όπως λένε στα κινέζικα τους ανέργους.

Η ιδέα να μεταναστεύσει της ήρθε το 2003, όταν ο άνδρας της έχασε κι αυτός τη δουλειά του και ο γιος τους άρχισε να μιλά για γάμο. Γύρω της οι γυναίκες είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται, οι φήμες έλεγαν ότι πήγαιναν στη Δύση κι έβγαζαν πολλά λεφτά. Την ίδια εποχή μιλούσαν στο Παρίσι για μια νέα γενιά Κινέζων μεταναστών, συνήθως μεσήλικες γυναίκες, πιο φτωχές και πιο χαμένες από την πρώτη γενιά. Τις έλεγαν «ντονγκμπέι» (βορειοανατολικές). Το ταξίδι Πεκίνο- Παρίσι κόστιζε 70.000 γιουάν (7.000 ευρώ), μόνο πήγαινε χωρίς έλα, όσο οι μισθοί δέκα ετών στο εργοστάσιο της Λιου. Τη συγκέντρωση των χρημάτων την ανέλαβε η μεγάλη της αδελφή. Κι ένα πρωί, η Λιου έφυγε, με μερικά δεκάευρα στην τσέπη, χωρίς να ξέρει λέξη γαλλικά ή αγγλικά, ούτε το πότε θα επιστρέψει.

Ήταν ήδη κουρασμένη: όπως διέγνωσε ένας γιατρός στη Γαλλία, έπασχε από υπέρταση και διαβήτη. Δύο επιλογές είχε, ή να κρατά παιδιά ή να γίνει πόρνη. Στην αρχή πρόσεχε παιδιά, αλλά κουραζόταν γρήγορα κι έτσι έκανε διάφορες άλλες δουλειές. Ό,τι χρήματα κέρδιζε, τα έστελνε στην πατρίδα για να ξεπληρώσει το οικογενειακό της χρέος. Όταν η αίτησή της για χορήγηση ασύλου απορρίφθηκε τον Νοέμβριο του 2005, πέρασε στην παρανομία. Στις 20 Σεπτεμβρίου οι αστυνομικοί κτύπησαν την πόρτα της κι εκείνη πήδησε από τον πρώτο όροφο. Την επομένη πέθανε. Οι δικοί της το έμαθαν έξι μέρες αργότερα. Αυτό που τους ενδιαφέρει τώρα είναι να επαναπατρίσουν τη σορό της. «Στην Κίνα», λέει ο Ζανγκ Μπαϊλιάνγκ, «το τελευταίο ραντεβού με τον θάνατο έχει μεγάλη σημασία».

Σάββατο, Οκτωβρίου 20, 2007

Άσκηση δειλίας



Όταν η 32χρονη Γιοάνι Σάντσες θέλει να γράψει στο μπλογκ της ένα καινούργιο σχόλιο, ντύνεται τουρίστας και μπαίνει σε ένα ξενοδοχείο της Αβάνας χαιρετώντας το προσωπικό στα γερμανικά. Αν καταφέρει να αποφύγει τον θυρωρό που ζητά το διαβατήριό της, κάθεται μπροστά σε έναν υπολογιστή και γράφει όσο πιο γρήγορα μπορεί: η σύνδεση κοστίζει 6 δολάρια την ώρα, που ισοδυναμεί με τον μισό μισθό ενός μέσου Κουβανού. Συνήθως έχει γράψει το κείμενο στο χέρι, αλλά συχνά αυτοσχεδιάζει, έχοντας πάντα στο μυαλό της ότι οι περισσότεροι αναγνώστες της βρίσκονται έξω από την Κούβα.

«Με ρωτούν πολλοί γιατί γράφω. Ε, λοιπόν δοκίμασα διάφορα πράγματα, τη σιωπή και τη διαφυγή, τη γιόγκα, το Τάι Τσι, ακόμα και το γυμναστήριο. Τίποτα δεν δούλεψε», σημείωνε τις προάλλες η Γιοάνι, που το όνομά της γράφεται στα ισπανικά Υoani, και για τον λόγο αυτό ονόμασε το μπλογκ της «Γενιά Υ», και το αφιέρωσε σε όλους εκείνους που γεννήθηκαν στην Κούβα τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 και το όνομά τους αρχίζει από Υ. «Μη νομίζετε, όμως, ότι έχω ευγενή κίνητρα. Το ομολογώ, αυτό το μπλογκ είναι στην πραγματικότητα μια άσκηση δειλίας. Κάθε νέο σχόλιο εμποδίζει τη συσσώρευση πίεσης μέσα μου και την έκρηξή της με τρόπο που θα ήταν ενοχλητικός. Τα kilobytes αντισταθμίζουν την αδυναμία μου να πω όλα αυτά τα πράγματα στην πραγματική ζωή. Μην ξαφνιαστείτε όμως αν μια μέρα δείτε σε αυτό το μπλογκ μια φράση όπως “Κλειστόν λόγω ανακαίνισης“ ή “Αλλάζω σελίδα”. Προς το παρόν, γράφω και επιβιώνω, ή μάλλον επιβιώνω επειδή γράφω».

Στη Γιοάνι και τους άλλους 200.000 Κουβανούς (μόνο!) που χρησιμοποιούν το Ιnternet αφιέρωσε πρόσφατα ένα τηλεγράφημά του το πρακτορείο Ρώυτερς. Από εκείνη τη μέρα έγινε χαμός. Η νεαρή Κουβανή έλαβε χιλιάδες μηνύματα απ΄ όλα τα σημεία της γης, σε σημείο που αναγκάστηκε να αλλάξει εκείνο τον επίλογό της και να τον κάνει «Επιβιώνω επειδή γράφω και με διαβάζετε». Και άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις. Υφίσταται αντίποινα εξαιτίας του μπλογκ της; «Όσα υφίστανται όλοι οι Κουβανοί: δύσκολη πρόσβαση στο Ιnternet, δύο νομίσματα που μας αποκλείουν από υπηρεσίες όπως το Cybercafe, κι αυτή η διαρκής παράνοια από την αίσθηση ότι αυτό που κάνουμε είναι επικίνδυνο». Πώς συντάσσει κάθε σχόλιό της; «Παιδιά, δεν θέλω να κάψω τα χαρτιά μου». Πώς μπορούμε να τη βοηθήσουμε; «Ενθαρρυντικές κουβέντες είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Θα μπορούσατε να ευχηθείτε να έρθει μια μέρα που όλοι οι Κουβανοί θα μπορούν να σερφάρουν ελεύθερα. Δεν θα έβλαπτε και να βάλετε στα μπλογκ σας ένα λινκ στη Γενιά Υ». Το κάναμε ήδη, Γιοάνι.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2007

Η μεγάλη μπλόφα



Η Τουρκία απέσπασε ήδη από τους Δημοκρατικούς την απόσυρση του ψηφίσματος για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Ο Ερντογάν θα ζητήσει κι άλλα ανταλλάγματα τον ερχόμενο μήνα από τον Μπους. Κι όλα αυτά, για να μη γίνει μια εισβολή στο Ιράκ που έτσι κι αλλιώς δεν συμφέρει κανέναν.

Το 80% των έργων υποδομής στο ιρακινό Κουρδιστάν εκτελείται από τουρκικές εταιρείες. Το χερσαίο εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και Κουρδιστάν εκτιμάται σε 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Τουρκία είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος στο δυτικό Κουρδιστάν και χρειάζεται τη συνεργασία των Κούρδων για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της οικονομικής της παρουσίας στην περιοχή, που αποτελεί και τη βάση της στρατηγικής της παρουσίας. Δεν μπορεί όμως να διαπραγματευθεί απευθείας μαζί τους για το ζήτημα των ανταρτών του ΡΚΚ, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση της ανεξαρτησίας της περιοχής. Για τον λόγο αυτό, δεν έχει ανοίξει και προξενείο, αντίθετα με το Ιράν. Οι Κούρδοι που θέλουν να ταξιδέψουν στην Τουρκία είναι υποχρεωμένοι να μεταβαίνουν με κίνδυνο της ζωής τους στη Βαγδάτη για να πάρουν βίζα.

Η Τουρκία ζητά έτσι από την ιρακινή κυβέρνηση να λάβει εκείνη μέτρα κατά του ΡΚΚ. Όπως επισημαίνει όμως η εφημερίδα Χααρέτζ, το αίτημα αυτό είναι ανάλογο με το αίτημα του Ισραήλ προς την Παλαιστινιακή Αρχή να λάβει μέτρα κατά της Χαμάς. Με μια διαφορά: οι άνδρες της παλαιστινιακής ασφάλειας μπορούν θεωρητικά να μπουν στις περιοχές που ελέγχει η Χαμάς, ενώ οι Ιρακινοί στρατιώτες δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν να διασχίσουν τα φανταστικά σύνορα του Κουρδιστάν με άλλες περιοχές του Ιράκ. Στο Κουρδιστάν δεν μπορείς να βρεις ιρακινή σημαία ούτε για δείγμα. Άλλωστε, η ιρακινή κυβέρνηση δεν μπορεί να πολεμήσει ούτε τους τρομοκράτες γύρω από τη Βαγδάτη, θα τα βάλει με τους αντάρτες στα βουνά του Κουρδιστάν;

Στη θεωρητική περίπτωση μιας τουρκικής εισβολής, οι Κούρδοι θα απέσυραν χιλιάδες Πεσμεργκά που υπηρετούν στην περιοχή της Βαγδάτης προκειμένου να πολεμήσουν τους Τούρκους. Έτσι, όχι μόνο θα παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα η τροφοδοσία του αμερικανικού στρατού (το 70% των αεροσκαφών τροφοδοσίας και το 30% των καυσίμων ξεκινούν από την Τουρκία), αλλά θα υπονομευόταν και η μάχιμη δυνατότητά τους σε μια κρίσιμη στιγμή για την έκβαση του πολέμου στο Ιράκ. Οι Αμερικανοί το ξέρουν. Οι Τούρκοι το ξέρουν, όπως ξέρουν και ότι οι 24 επιχειρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει ως τώρα στο κουρδικό έδαφος δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τον μπαμπούλα της εισβολής αφενός για να αποσπάσει όσο μπορεί περισσότερα οφέλη από την Ουάσιγκτον- αφού το όνειρο της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση απομακρύνεται όλο και περισσότερο - αφετέρου για να δείξει ότι τηρεί τις προεκλογικές του εξαγγελίες για προστασία των πολιτών από την τρομοκρατία. Αλλά από τα σύνορα με το Κουρδιστάν θα εξακολουθήσουν να διέρχονται περισσότερα φορτηγά παρά στρατιώτες.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Η συμφιλίωση περνά από την κουζίνα



Κανείς από τους ανθρώπινους ήρωες του Ρατατούη δεν έχει δάκτυλα των ποδιών. Το αποφάσισαν, λέει, οι δημιουργοί της ταινίας για να εξοικονομήσουν χρόνο και χρήμα. Αυτοί οι Αμερικανοί δεν παίζονται με τίποτα.

Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση: την ώρα που μαινόταν ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ Ουάσιγκτον και Παρισιού για το θέμα του Ιράκ, οι υπεύθυνοι της Ντίσνεϋ αποφάσιζαν να διηγηθούν την ιστορία ενός αρουραίου από το Παρίσι που καταφέρνει, χάρις στο πάθος του για τη μαγειρική, να συμφιλιώσει όχι μόνο τους ανθρώπους με τα ποντίκια, αλλά- κάτι ακόμη δυσκολότερο- τους Γάλλους με τους Αμερικανούς. Ήταν η εποχή που το Παρίσι γινόταν το κέντρο της αντίστασης στον Μπους και τους νεοσυντηρητικούς. Κι εκείνοι, για να εκδικηθούν, εκτόπιζαν από τα μενού των εστιατορίων τις french fries, τις πατάτες τηγανητές, και έχυναν τα Βordeaux και τα Βourgogne στους υπονόμους. Από υπονόμους θα ξεκινούσε και η προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα.

Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση: την ώρα που ο Νικολά Σαρκοζί θριάμβευε στις γαλλικές εκλογές και υποσχόταν να ξαναδώσει στη χώρα του την αυτοπεποίθηση που είχε χάσει, ένας γαλλοντισνεϋανός αρουραίος έσπαγε τα ταμεία στους αμερικανικούς κινηματογράφους (στην Ευρώπη θα ερχόταν ύστερα από μερικούς μήνες). Ύστερα από έξι χρόνια δηλητηριωδών δηλώσεων και αντιδηλώσεων- σχολιάζει ο Βιτόριο Τσουκόνι στη Ρεπούμπλικα - η Γαλλία και η Αμερική αποφασίζουν να αγαπηθούν ξανά, χάρις σ΄ ένα φανταστικό ποντικό των κινηματογραφικών στούντιο που εξευτελίζει τους παρισινούς σεφ και έναν αληθινό ποντικό της γαλλικής Δεξιάς που ακολουθεί ένα στυλ τελείως διαφορετικό από την έπαρση και την αλαζονεία του προκατόχου του.

Τότε, έγκυροι Αμερικανοί αναλυτές υπενθύμιζαν με περίσσιο σαρκασμό ότι οι Γάλλοι έχασαν όλους τους πολέμους όπου δεν είχαν τη στήριξη των συμμάχων τους και σίγουρα θα χάσουν και τον πόλεμο εναντίον του ισλαμοφασισμού. Στην καφετέρια του Κογκρέσου, ακόμη και το french toast, το φρυγανισμένο ψωμί με ζάχαρη για το κολατσιό, είχε βαφτιστεί freedom toast. Οι Γάλλοι αποκαλούνταν απλώς frogs, βάτραχοι. Σήμερα, όλα αυτά έχουν ξεχαστεί. Η Γαλλία απέκτησε ξανά τη θέση της στο χάρτη. Ο επίσημος φιλόσοφός της άλλωστε, ο θρυλικός ΒΗL, το έλεγε πάντα ότι η Αμερική είναι φίλη.

Σίγουρα δεν μπορεί να είναι σύμπτωση: ο πιο μισητός χαρακτήρας της ταινίας, ο αφόρητος κριτικός γαστρονομίας που κλείνει εστιατόρια με την πένα του, είναι Άγγλος και λέγεται Μister Εgo (στην πρωτότυπη βερσιόν, του δανείζει τη φωνή του ο Πήτερ Ο΄Τουλ). Αρχικά σίγουρος για τον εαυτό του και τις επιλογές του- όπως ακριβώς ο Μπλαιρ και η κυβέρνησή του στην αρχή του πολέμου στο Ιράκ- αναγκάζεται στο τέλος να υποκλιθεί στην ευφυΐα και τη χάρη του Ρατατούη. Αν ήταν Αμερικανός, σίγουρα δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο ταπείνωσης. Όλα κι όλα: η αυτομαστίγωση της Ντίσνεϋ έχει και κάποια όρια.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

«Άλαν!.. Ντέηβιντ!»



Έγινε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κτίστηκε το Τείχος του Βερολίνου κι ύστερα γκρεμίστηκε. Ο άνθρωπος πήγε στη Σελήνη. Αλλά η Τζην Γκάμπελ εξακολουθούσε να είναι κλεισμένη σε ένα ίδρυμα, χωρίς κανέναν λόγο.

Το 1972, ο Αμερικανός ψυχολόγος Ντέηβιντ Ρόουζενχαν έκανε ένα πείραμα. Οκτώ συνεργάτες του, όλοι με άριστη ψυχική υγεία, πήγαν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία και δήλωσαν ότι ακούνε φωνές. Κατά τα άλλα, η συμπεριφορά τους ήταν απολύτως φυσιολογική. Και οι οκτώ εισήχθησαν στα νοσοκομεία, οι περισσότεροι με διάγνωση για σχιζοφρένεια. Οι άλλοι ασθενείς κατάλαβαν αμέσως ότι οι ερευνητές δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Οι γιατροί, αντίθετα, χρειάστηκαν 52 μέρες για να φτάσουν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο ένας από τους ερευνητές, μάλιστα, δυσκολεύτηκε πολύ να τους πείσει να τον αφήσουν να φύγει. Όταν τα αποτελέσματα του πειράματος δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Science», πολλοί ασθενείς με πραγματικά προβλήματα εκδιώχθηκαν από αμερικανικά νοσοκομεία αφού θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν κι αυτοί ερευνητές.

Όταν ο Ρόουζενχαν έκανε το πείραμά του, η Τζην Γκάμπελ έκλεινε ήδη 35 χρόνια σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα της Βρετανίας. Το 1937, σε ηλικία 15 ετών, η Τζην εργαζόταν ως καθαρίστρια στο χειρουργείο ενός γιατρού. Μια μέρα κατηγορήθηκε ότι έκλεψε 12,5 πένες, κάτι σαν σημερινές πέντε λίρες. Χωρίς να δικαστεί, χωρίς να της δοθεί η ευκαιρία να απολογηθεί, αποφασίστηκε να κλειστεί στο ίδρυμα Cranage Ηall του Μάκλσφιλντ με βάση τον Νόμο του 1890 περί Φρενοβλάβειας. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τα χρήματα βρέθηκαν. Αλλά για την Τζην ήταν πια πολύ αργά. Οι αδελφοί της ήταν κλεισμένοι σε ορφανοτροφεία, αφού οι γονείς τους ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να τους συντηρήσουν. Η οικογένεια διαλύθηκε. Και όταν η μάνα πέθανε, η Τζην έχασε κάθε επαφή με τους συγγενείς της. Μάταια έδινε στους νοσοκόμους ονόματα και διευθύνσεις. Κανένας δεν την πίστευε.

Πέρασαν άλλα 35 χρόνια. Ώσπου, πριν από τρεις εβδομάδες, ένας από τους αδελφούς της Τζην που έμενε στο σπίτι της μητέρας τους έλαβε ένα γράμμα από το ίδρυμα. Ηταν ένα ερωτηματολόγιο προς τη μακαρίτισσα για το κατά πόσον ήταν ικανοποιημένη από τη μεταχείριση που είχε η κόρη της. Ο άνδρας έψαξε το ζήτημα και έμαθε ότι μια αδελφή που μόλις και μετά βίας τη θυμόταν, βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Όταν έφτασε το ίδρυμα μαζί με τον αδελφό του, ενημερώθηκαν ότι η ηλικιωμένη γυναίκα επικοινωνούσε μόνο γραπτώς και το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα τους αναγνώριζε. Έκαναν λάθος: όταν η γυναίκα αντίκρυσε τους δύο άνδρες, ρίχτηκε στην αγκαλιά τους φωνάζοντας «Άλαν!.. Ντέηβιντ!». Μια ολόκληρη ζωή είχε χαθεί.

Ποιος πρέπει να πληρώσει γι΄ αυτό το έγκλημα; Πόσες ακόμη ζωές έχουν καταστραφεί από τους θεσμούς που κατήγγειλε ο δρ Ρόουζενχαν; Πόσες Φωλιές του Κούκου υπάρχουν ακόμη στις μεγαλουπόλεις μας;

Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007

Το δίλημμα του θερμοκηπίου



Η γη (υπερ)θερμαίνεται, οι επιστήμονες φωνάζουν, ο Αλ Γκορ παίρνει το Νόμπελ, αλλά οι χώρες που μετράνε αρνούνται να συνεργαστούν. Τι μπορεί να γίνει; Ο Εκόνομιστ έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα.

Το «δίλημμα του φυλακισμένου» είναι γνωστό. Δύο φυλακισμένοι που κατηγορούνται για το ίδιο έγκλημα βρίσκονται σε διαφορετικά κελιά, χωρίς να μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Οι δεσμοφύλακες προσπαθούν να τους πείσουν να εμπλέξει ο ένας τον άλλον. Αν κανείς από τους δύο δεν συνεργαστεί, θα φάνε από ένα χρόνο φυλακή. Αν ο ένας δεχθεί να μιλήσει και ο άλλος όχι, ο πρώτος αποφυλακίζεται και ο δεύτερος τρώει δέκα χρόνια. Αν καταγγείλει ο ένας τον άλλον, θα τιμωρηθεί ο καθένας με πέντε χρόνια φυλακή. Με βάση αυτό το σχήμα, αν ο πρώτος κρατούμενος σκοπεύει να μείνει σιωπηλός, τον δεύτερο τον συμφέρει να τον καταγγείλει ώστε να αποφυλακιστεί. Αν ο πρώτος σκοπεύει να μιλήσει, το ίδιο πρέπει να κάνει και ο δεύτερος, ώστε να φάει πέντε και όχι δέκα χρόνια. Κατά συνέπεια, ένας λογικός άνθρωπος που κοιτάζει το συμφέρον του πάντα θα προδίδει τον άλλον. Αυτό καταδικάζει όμως και τους δύο να μείνουν στη φυλακή για πέντε χρόνια, ενώ θα μπορούσαν να τη γλιτώσουν με ένα.

Ένα ανάλογο σενάριο παίζεται σε παγκόσμια κλίμακα με το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Σε κάθε σύνοδο, όλες οι κυβερνήσεις διακηρύσσουν πόσο επείγον είναι να σταματήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη, ελάχιστες όμως είναι διατεθειμένες να πάρουν μονομερώς μέτρα. Οι απαισιόδοξοι προβλέπουν ότι η έκβαση της μάχης θα είναι ανάλογη με τη λύση του «διλήμματος του φυλακισμένου»: θα συνεχίσουμε να σιγοψηνόμαστε, ενώ θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε και να βρούμε λύση. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, όμως, ο Μάικλ Λίμπριχ από το ίδρυμα Νew Εnergy Finance φτάνει στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Η δυναμική του προαναφερθέντος διλήμματος - σημειώνει- αλλάζει ριζικά αν οι φυλακισμένοι γνωρίζουν ότι θα παίξουν το παιχνίδι πάνω από μία φορά. Στην περίπτωση αυτή, ο καθένας απ΄ αυτούς έχει ένα κίνητρο να συνεργαστεί, ώστε να μην τιμωρηθεί από τον αντίπαλό του στους επόμενους γύρους.

Με αυτή τη λογική, αντί να επιδιώκονται δραστικές μειώσεις στις εκπομπές ρυπογόνων αερίων μέσα σε μια πενταετία όπως κάνει η συνθήκη του Κυότο, θα ήταν καλύτερα να μπαίνουν στόχοι σε ετήσια βάση. Έτσι, οι κυβερνήσεις που συνεργάζονται θα ξέρουν ότι δεν θα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης για μεγάλο διάστημα, εκείνες που δεν συνεργάζονται θα τιμωρούνται, ενώ όσες μετανιώνουν θα μπορούν σύντομα να συνταχθούν με τον κοινό στόχο. Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα: στον πραγματικό κόσμο, οι κυβερνήσεις επικοινωνούν και συγκροτούν συμμαχίες, με αποτέλεσμα η εξίσωση να περιπλέκεται. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις δεν δρουν πάντα με βάση τη λογική: μαζί με τον πρόεδρό της, είναι πιθανό να αλλάξει στάση και η Αμερική. Σε κάθε περίπτωση, αν τα ακραία φαινόμενα πολλαπλασιαστούν, όλοι θα αναγκαστούν να παίξουν το παιχνίδι.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

Μετενσάρκωση με άδεια



Ο βουδισμός και ο κομφουκιανισμός ήταν οι βασικοί εχθροί της Πολιτιστικής Επανάστασης. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο βουδισμός επαινείται από επίσημα χείλη για «τον αποφασιστικό του ρόλο στην επίτευξη μιας αρμονικής κοινωνίας».

Τον περασμένο Αύγουστο, η Κρατική Διοίκηση Θρησκευτικών Υποθέσεων της Κίνας εξήγγειλε το Διάταγμα υπ΄ αριθμόν 5, έναν νόμο που διέπει τη μετενσάρκωση των βουδιστών μοναχών στο Θιβέτ. Το νόημα αυτού του διατάγματος είναι ότι οι μοναχοί δεν μπορούν να επιστρέφουν από τον κόσμο των νεκρών χωρίς κυβερνητική άδεια. Και την άδεια αυτή μπορούν να την παίρνουν, ύστερα από σχετική αίτηση, μόνο τα μοναστήρια στην Κίνα.

Τέτοιου είδους μέτρα δεν είναι άγνωστα στην ευρωπαϊκή ιστορία, γράφει στη Χέραλντ Τρίμπιουν ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ, που τον ακούσαμε πρόσφατα και στην Αθήνα. Η Ειρήνη των Αψβούργων (1555), το πρώτο βήμα προς την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648) με την οποία τερματίστηκε ο Τριακονταετής Πόλεμος, όριζε πως η θρησκεία του τοπικού πρίγκιπα είναι το επίσημο θρήσκευμα της περιοχής ή της χώρας («cuius region, eius religio»). Κάθε φορά που αναλάμβανε την εξουσία ένας πρίγκιπας που πίστευε σ΄ έναν άλλον θεό, έπρεπε να αλλαξοπιστήσει ολόκληρος ο πληθυσμός. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός παύουν έτσι να αποτελούν ιδιωτική του υπόθεση και περνούν στη δικαιοδοσία του κοσμικού άρχοντα. Αυτό ακριβώς πιστεύει και η σημερινή κινεζική ηγεσία.

Αντίθετα με αυτό που πολλοί νομίζουν, λέει ο Ζίζεκ, η κινεζική κυβέρνηση δεν διάκειται εχθρικά απέναντι στη θρησκεία. Προκειμένου να αποτραπεί η κοινωνική αποσύνθεση που προκαλεί η έκρηξη του καπιταλισμού, ενισχύονται οι θρησκείες που συμβάλλουν στην κοινωνική σταθερότητα. «Η θρησκεία είναι μία από τις σημαντικές δυνάμεις από τις οποίες αντλεί δύναμη η Κίνα», έλεγε πέρυσι ο Γε Σιαοουέν, ο ανώτατος θρησκευτικός αξιωματούχος της χώρας. Αυτό που ανησυχεί τους Κινέζους είναι αιρέσεις, όπως η Φαλούν Γκονγκ, που ξεφεύγουν από τον κρατικό έλεγχο, καθώς και ο θεοκρατικός χαρακτήρας του Θιβέτ. Εδώ έχουν αλλάξει στρατηγική τα τελευταία χρόνια. Εκτός από την καταστολή, προωθούν και μια αμερικανικού τύπου κοινωνικοοικονομική μεταμόρφωση της περιοχής, που έχει γεμίσει καραόκε μπαρ και βουδιστικές Ντίσνεϋλαντ. Σε λίγα χρόνια, οι Θιβετιανοί θα είναι κάτι σαν τους Ινδιάνους των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όσο περισσότερο ενισχύεται ο ρόλος του Χου Τζιντάο, τόσο συχνότερα θα ακούμε περί «κοινωνικής αρμονίας». Εκεί αποσκοπεί και ο νόμος για τη μετενσάρκωση. Ο εχθρός της Κίνας- όπως και της Δύσης - είναι οι φονταμενταλιστές της θρησκείας, εκείνοι που παίρνουν τη θρησκεία τους υπερβολικά στα σοβαρά και θέλουν να καταστρέψουν οτιδήποτε θεωρούν ξένο προς αυτήν. Με το Διάταγμα υπ΄ αριθμόν 5, οι Κινέζοι απλώς ξεσκεπάζουν αυτό που επί τόσα χρόνια έκανε συγκαλυμμένα και η κοσμική Δύση: σέβεται και ανέχεται κάτι που δεν θεωρεί σοβαρό, προσπαθώντας ταυτόχρονα να περιορίσει διά νόμου τις πολιτικές του επιπτώσεις.

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2007

Όταν ο τενίστας έχει χρέη



O αγώνας του περασμένου Αυγούστου ανάμεσα στον Αργεντινό Μαρτίν Βασάγιο Αργκουέγιο και τον Ρώσο Νικολάι Νταβιντένκο ήταν άνισος. Ο δεύτερος ήταν νούμερο 4 στον κόσμο και μόνο με ένα θαύμα θα μπορούσε να χάσει. Το πρώτο σετ το κέρδισε εύκολα. Και τότε, κάποιος στοιχημάτισε μέσω Ιnternet μερικά εκατομμύρια δολάρια ότι ο Αργκουέγιο θα κερδίσει. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Ρώσος αποσύρθηκε από το παιχνίδι τραυματισμένος. Ο τολμηρός άγνωστος έγινε πλούσιος.

Τέτοια επεισόδια έχουν πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό στον κόσμο του τένις. Ενας άλλος Ρώσος, ο Ντμίτρι Τουρσούνοφ, παραδέχθηκε την περασμένη εβδομάδα ότι στο Μaster της Μαδρίτης του υποσχέθηκαν χρήματα για να κάτσει να χάσει. Ο Σέρβος Γιάνκο Τιπσάρεβιτς, γνωστός και ως «φιλόσοφος τενίστας» επειδή διαβάζει πολύ, έχει κουραστεί να αποκρούει τους αγνώστους που τον πλησιάζουν κάθε τόσο και του ψιθυρίζουν πως έχουν γι΄ αυτόν «μια καλή δουλειά». Ο Τιπσάρεβιτς, που ένα μεγάλο τατουάζ στο σώμα του γράφει «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», είναι καλός παίκτης, αλλά όχι και πολύ καλός, κερδίζει κάποια χρήματα από το τένις αλλά δεν είναι και πλούσιος, με άλλα λόγια είναι το ιδανικό θύμα για τη Μαφία που λυμαίνεται αυτό το άθλημα.

«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθορίζουν το ποσό που θα προσφέρεις στον παίκτη», εξηγεί στην «Ελ Παΐς» ο Μάικλ Φραντσέζε, πρώην αρχιμαφιόζος της οικογένειας Κολόμπο στη Νέα Υόρκη. «Αν έχει χρέη, μπορείς να του τα ξεπληρώσεις σε ένα ή περισσότερα παιχνίδια. Σε αντίθετη περίπτωση, οι περισσότεροι παίκτες των αμερικανικών πανεπιστημίων είναι ικανοποιημένοι με 10.000 δολάρια. Φυσικά, αυτός που κάνει την προσφορά γνωρίζει εκ των προτέρων ποιο ποσό θα προσελκύσει την προσοχή του παίκτη. Όπως επίσης γνωρίζει πως το να πιάσει έναν μεγάλο παίκτη δεν έχει νόημα, εκτός κι αν είναι βουτηγμένος στα χρέη. Η βασική αρχή είναι να στήσεις έναν αγώνα χωρίς να τραβήξεις την προσοχή των αρχών».

Ο Φραντσέζε γνωρίζει τον Ραφαέλ Ναδάλ. Γνωρίζει και τον Ρότζερ Φέντερερ. Συναντήθηκε μαζί τους, όπως και με άλλους κορυφαίους παίκτες, στη διάρκεια του Μaster του Μαϊάμι. Από τότε που βγήκε από τη φυλακή, γυρίζει τον κόσμο και δίνει διαλέξεις εξηγώντας τις στενές σχέσεις του τένις με τη Μαφία. «Όταν εντοπίσουν έναν παίκτη που έχει σχέσεις με παράνομα γραφεία στοιχημάτων, ξέρουν ότι αποτελεί υποψήφιο στόχο. Αν αρχίσει και έχει χρέη, έρχονται σε επαφή μαζί του και του προτείνουν τρεις επιλογές: να πληρώσει, να καθήσει να χάσει ή να καταλήξει στο νοσοκομείο. Αν δεχθεί να χάσει, τον έχουν δεμένο για πάντα. Ποτέ δεν θα μπορέσει να ξεφύγει. Ξέρω για τι πράγμα μιλάω, έχω πείρα 17 χρόνων».

Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Αποχαιρετισμός με Σαίξπηρ



Στις 15 του περασμένου Ιανουαρίου, έξω από τη Μοσούλη, ο Μαρκ Ντέιλι πρόσεξε ότι το Humvee που πήγαινε μπροστά του δεν ήταν καλά εξοπλισμένο. Πήγε λοιπόν εκείνος μπροστά. Η βόμβα που σκότωσε τον ίδιο, άλλους τρεις αμερικανούς στρατιώτες και τον ιρακινό διερμηνέα τους, ζύγιζε κάπου 800 κιλά.

Ένθερμος οπαδός των Δημοκρατικών, απόφοιτος του UCLΑ και δηλωμένος αγνωστικιστής, ο Ντέιλι είχε στην αρχή μεγάλες επιφυλάξεις για τον πόλεμο στο Ιράκ. Σιγά σιγά, όμως, άλλαξε γνώμη. Και η κυριότερη αιτία για τη μεταστροφή του ήταν τα φλογερά κείμενα του Κρίστοφερ Χίτσενς. Στην ιστοσελίδα του στο ΜySpace, δίπλα σε ένα κείμενό του με τίτλο «Γιατί κατατάχθηκα», επισύναπτε ένα link σε ένα άρθρο του Χίτσενς που κατακεραύνωνε όσους τηρούσαν ουδέτερη στάση για τον πόλεμο. Όταν ο δημοσιογράφος το ανακάλυψε, έχασε τον κόσμο. Και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να στείλει ένα e-mail στους τραγικούς γονείς, εκφράζοντας την οδύνη του.

Περίμενε να είναι τουλάχιστον πικραμένοι μαζί του. Ίσως και να τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τον θάνατο του Μαρκ, ήταν μόλις 23 ετών, δεν ήξερε, παρασύρθηκε. Συνέβη το αντίθετο. Του ξεκαθάρισαν από την αρχή ότι ο γιος τους πήγε στον πόλεμο με πλήρη συνείδηση γι΄ αυτό που έκανε. Πήρε μαζί του για συντροφιά βιβλία των αγαπημένων του συγγραφέων, του Όργουελ, του Χώκινγκ, του Τόμας Πέιν. Έπιανε κουβέντα με Ιρακινούς και Κούρδους περί ελευθερίας, ναι, πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος, στο τελευταίο του γράμμα προς τη γυναίκα του, κόρη πολιτικών προσφύγων από τη Βουλγαρία με την οποία ήταν παντρεμένος μόλις ενάμιση χρόνο, έγραφε: «Η επιθυμία μου να “σώσω τον κόσμο” είναι στην πραγματικότητα μια προέκταση της προσπάθειάς μου να φτιάξω έναν κόσμο κατάλληλο για σένα». Κάποια στιγμή προσπάθησε να έλθει σε επαφή και με τον δημοσιογράφο, αλλά το e-mail του κάπου χάθηκε, πέθανε χωρίς να τον γνωρίσει.

Η τελευταία του επιθυμία ήταν να αποτεφρωθεί και να σκορπίσουν την τέφρα του σε ένα αγαπημένο μέρος των παιδικών του χρόνων, την ακτή του Νισκόουιν, στο Όρεγκον. Η οικογένεια ζήτησε από τον δημοσιογράφο να είναι παρών στη σεμνή τελετή. Ήταν εκεί όλοι όσοι αγαπούσαν τον Μαρκ, τα τρία αδέλφια του, οι παππούδες, μερικοί φίλοι από το σχολείο, ο καλύτερός του φίλος από τον στρατό. Κι όλοι είπαν κάτι. Τα δάκρυα έμοιαζαν εξίσου φυσιολογικά με την ανάσα, γράφει ο Χίτσενς στο Vanity Fair. Όταν έφτασε η σειρά του, το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει ήταν μερικοί στίχοι από την τελευταία σκηνή του Μακμπέθ. Ο τύραννος έχει σκοτωθεί, αλλά ο Ρος πρέπει να ανακοινώσει στον γερο-Σίγουορντ ότι ο γιος του πέθανε στη μάχη: «Η θλίψη σας/ Δεν πρέπει να συγκριθεί με την αξία του/ Γιατί τότε δεν θα έχει τέλος».

Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

Η μάχη της Αριγκόνα



Ακούγεται σαν σενάριο για ταινία, αλλά είναι γεγονός: μια 15χρονη από το Κόσοβο έχει καταφέρει να συγκλονίσει ολόκληρη την Αυστρία και να φέρει στο προσκήνιο το καυτό θέμα της μετανάστευσης.

Oι αστυνομικοί κτύπησαν την πόρτα του σπιτιού, στο Φράνκενμπουργκ της Άνω Αυστρίας, στις 26 Σεπτεμβρίου. Η εντολή ήταν απλή: «Απελαύνεστε!» Η οικογένεια Ζόγκα ζούσε ήδη πέντε χρόνια στο χωριό περιμένοντας να εξεταστεί η αίτησή τους για άσυλο, μιλούσε άριστα γερμανικά και είχε ενσωματωθεί πλήρως στην τοπική κοινωνία. Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν καμιά σημασία για τις αυστριακές αρχές, που χρειάζονται πάνω από τρία χρόνια για να εξετάσουν το ένα τρίτο των αιτήσεων για άσυλο. Ο πατέρας και τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά του πήραν αμέσως τον δρόμο της επιστροφής. Η μάνα πήρε μια μικρή παράταση επειδή νοσηλεύεται με νευρική κρίση. Και η υπόθεση θα είχε παραμείνει άγνωστη αν δεν υπήρχε ένα πεισματάρικο πέμπτο παιδί, η τρομερή Αριγκόνα, που το ΄βαλε στα πόδια.

Μάταια οι δυνάμεις της τάξης έχουν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του απείθαρχου κοριτσιού. «Δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται», λέει ο Αλόις Λισλ, διευθυντής της αστυνομίας στο κρατίδιο της Άνω Αυστρίας. Ώσπου, την περασμένη Παρασκευή, η Αριγκόνα εμφανίστηκε ξανά, αυτή τη φορά μέσω ενός βίντεο που πρόβαλε η αυστριακή τηλεόραση. «Προτιμώ να πεθάνω παρά να γυρίσω στο Κόσοβο», είπε. «Εκεί δεν υπάρχει μέλλον για μένα, δεν έχω καμιά δυνατότητα να σπουδάσω». Η 15χρονη Κοσοβάρα ορκίστηκε ότι δεν θα βγει από την κρυψώνα της αν οι αρχές δεν επιτρέψουν στον πατέρα της και τα αδέλφια της να γυρίσουν στην Αυστρία. «Θέλω να εξακολουθήσουμε να ζούμε εδώ, όπως πάντα».

Ο (χριστιανοδημοκράτης) υπουργός Εσωτερικών Γκίντερ Πλάτερ απέκλεισε οποιαδήποτε περίπτωση αλλαγής του νόμου, δηλώνοντας ότι το αυστριακό κράτος δεν μπορεί να υποκύψει στους εκβιασμούς μιας έφηβης. Αλλά η φωτογραφία της Αριγκόνα βρίσκεται κάθε μέρα στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων, η κοινή γνώμη έχει συγκινηθεί, το περασμένο Σάββατο διαδήλωσαν 500 άνθρωποι στο Φράνκενμπουργκ ζητώντας να παραμείνουν οι Ζόγκα στην Αυστρία, προχθές βγήκαν στον δρόμο 3.000 άνθρωποι στη Βιέννη. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν δώσει στο κράτος περισσότερα απ΄ όσα του έχουν κοστίσει, δουλεύοντας κάθε λεπτό που τους επιτρέπει ο νόμος», είπε ο Βόλφγκανγκ Μικ, διευθυντής του ορνιθοτροφείου όπου εργαζόταν το ζευγάρι. Ακόμη και ο (σοσιαλδημοκράτης) καγκελάριος Γκίζενμπαουερ χαρακτήρισε «φρικτό» να απελαύνεται μια οικογένεια ύστερα από παραμονή πέντε ετών στη χώρα.

Αλλά δεν πείθει κανέναν. Το κόμμα του ψήφισε πριν από μερικά χρόνια μαζί με τους χριστιανοδημοκράτες και τον ακροδεξιό Χάιντερ τον νόμο που προβλέπει σκλήρυνση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση ασύλου. Από τους 13.349 πρόσφυγες που ζήτησαν πέρυσι άσυλο, εγκρίθηκαν οι αιτήσεις μόνο των 4.063. Πολλοί από αυτούς που κινδυνεύουν με απέλαση έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν. Αλλά η Αριγκόνα έκανε ένα βήμα παραπάνω, πρέπει πάση θυσία να μείνει ζωντανή.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

Κανείς δεν πέθανε από τον διάλογο



Ο αντιπρόεδρος της ισραηλινής κυβέρνησης τάσσεται ανοιχτά υπέρ της διαίρεσης της Ιερουσαλήμ- και κανείς δεν ζητά την παραίτησή του, η κυβέρνηση δεν πέφτει, δεν γεμίζουν οι δρόμοι διαδηλωτές. Δεν τον άκουσε κανείς; Ή κανείς δεν τον πιστεύει;

Ένας ξαφνικός πολιτικός έρωτας έχει αιφνιδιάσει τους πολιτικούς αναλυτές στην πολύπαθη Μέση Ανατολή. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρτ και ο Παλαιστίνιος ηγέτης Μαχμούντ Αμπάς έχουν συναντηθεί έξι φορές το τελευταίο διάστημα και συζητούν ανοιχτά όλα τα προβλήματα που χωρίζουν τους λαούς τους. Καρπός των συναντήσεων φέρεται να είναι ένα σχέδιο συμφωνίας που θα παρουσιαστεί τον ερχόμενο μήνα στην ειρηνευτική σύνοδο της Ανάπολις και θα προβλέπει τη διάλυση των παράνομων εβραϊκών οικισμών, τον τερματισμό του εποικισμού των παλαιστινιακών εδαφών, την επιστροφή του 92-97% των εδαφών που κατέλαβε το Ισραήλ το 1967 και τη διαίρεση της Ιερουσαλήμ. Για το τελευταίο εκρηκτικό ζήτημα μίλησε προχθές ο Χαΐμ Ραμόν, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Ισραηλινού πρωθυπουργού. Η Ανατολική Ιερουσαλήμ θα περιέλθει στον έλεγχο των Παλαιστινίων. Η Δυτική θα παραμείνει υπό ισραηλινό έλεγχο. Όσο για τους ιερούς τόπους, οι μουσουλμανικοί θα μπορούσαν να περάσουν στην κυριαρχία της Ιορδανίας, ενώ οι χριστιανικοί θα τελούν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή της διεθνούς κοινότητας. Η παλιά πόλη καταλαμβάνει όλη κι όλη 4 με 5 τετραγωνικά χιλιόμετρα, κάποια λύση θα βρεθεί.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια λύση; Είναι άραγε έτοιμοι οι Ισραηλινοί να δεχθούν τη διαίρεση της «αιώνιας και αδιαίρετης πρωτεύουσάς» τους και οι Παλαιστίνιοι να δεχθούν αυτά που απέρριψαν το 2000 στο Καμπ Ντέηβιντ και το 2001 στην Τάμπα; Ο Ισραηλινός ιστορικός Τομ Σέγκεβ δεν είναι καθόλου σίγουρος. Οι συνομιλίες του Ολμέρτ με τον Αμπάς δεν έχουν και τόση σημασία, γράφει στη Χααρέτζ . Όλοι ξέρουν ότι οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να γίνει με τη Χαμάς στη Γάζα. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός χρειάζεται απλώς τη σύνοδο του Νοεμβρίου, επειδή μετά τον Νοέμβριο έρχεται ο Δεκέμβριος και τον Δεκέμβριο θα δοθεί στη δημοσιότητα η έκθεση της Επιτροπής Βίνογκραντ που θα τον συνδέει ευθέως με μια σειρά από σκάνδαλα.

«Αν επιτευχθεί ειρήνη στην Ανάπολις, εγώ θα φάω το καπέλο μου», υπόσχεται και ο αρθρογράφος της ίδιας εφημερίδας Γιοέλ Μάρκους. Ο Ολμέρτ και ο Αμπάςγράφει- μοιάζουν περισσότερο με δύο Βρετανούς αριστοκράτες που συναντιούνται στο κλαμπ για ένα ποτό, παρά με αποφασισμένους ηγέτες που μπορούν να πείσουν τους εξτρεμιστές των δύο πλευρών να δεχθούν μια ειρήνη βασισμένη σε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Αμπού Μάζεν να πατάει πόδι στη Γάζα, να διαλύει τις τρομοκρατικές οργανώσεις και να δίνει τέλος στις επιθέσεις με πυραύλους εναντίον άμαχων Ισραηλινών; Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Ολμέρτ να αναγκάζει 250.000
σκληροπυρηνικούς συμπατριώτες του να εγκαταλείψουν τους οικισμούς; Η σημασία της συνόδου έγκειται αποκλειστικά στο ότι θα πραγματοποιηθεί. Κανείς δεν πέθανε από τον πολύ διάλογο.

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

Ποδόσφαιρο και παγκοσμιοποίηση



«Πολλοί άνθρωποι είναι πεισμένοι ότι το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρότερο».

Η δήλωση αυτή του Μπιλ Σάνκλι, που την έκανε λίγο πριν πεθάνει το 1981, έχει περάσει στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Και ο μεν Σάνκλι ήταν απλώς ένας προπονητής, για την ακρίβεια ένας από τους μεγαλύτερους προπονητές που έχουν περάσει από τη Βρετανία. Όταν όμως ο μεγαλύτερος εν ζωή ιστορικός αφιερώνει στον «βασιλιά των σπορ» ένα κεφάλαιο στο τελευταίο του βιβλίο, και το χαρακτηρίζει «κλασικό παράδειγμα των εσωτερικών αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης στην εποχή του εθνικού κράτους», τότε δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει ότι το ζήτημα είναι πράγματι πολύ σοβαρό.

Ο Έρικ Χόμπσμπομ παρουσίασε τη θεωρία του πριν από λίγες μέρες στο Τimes Cheltenham Literature Festival, όπου μίλησε για το καινούργιο του βιβλίο με τίτλο «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία». Όπως είπε, αφιέρωσε στο ποδόσφαιρο ένα κεφάλαιο επειδή έχει εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που το άθλημα αυτό έχει μετατραπεί σε μια παγκόσμια επιχείρηση, όπου κυριαρχεί «ο ιμπεριαλισμός μερικών καπιταλιστικών εταιρειών» σαν τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη Ρεάλ και τη Μίλαν. Η οικονομία του ποδοσφαίρου- είπε- δεν μπορεί στις μέρες μας να περιγραφεί ούτε με τοπικούς ούτε με εθνικούς όρους. «Η παγκοσμιοποίηση επέτρεψε σε ένα καρτέλ πλουσίων ομάδων, εντοπισμένων σε ένα δακτύλιο χωρών της Δυτικής Ευρώπης, να μετατραπούν σε παγκόσμια εμπορικά σήματα που έχουν σχετικά μικρή επαφή με τις τοπικές τους ρίζες. Αυτά τα club brands αποκομίζουν κέρδη πουλώντας προϊόντα όπως μπλουζάκια με τα χρώματά τους, παραχωρώντας τηλεοπτικά δικαιώματα και μειώνοντας τον αριθμό των θεατών που πηγαίνουν στο γήπεδο». Μόνο στην Αγγλία, οι είκοσι ομάδες της Ρremiership εισέπραξαν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.

Σύμφωνα με τον 90χρονο ιστορικό, που αποκάλυψε ότι παρακολουθεί καθημερινά με προσοχή τις αθλητικές σελίδες των εφημερίδων, αυτό που κάνει όλο το σύστημα να λειτουργεί είναι το γεγονός ότι για μια μεγάλη μάζα ανθρώπων το ποδόσφαιρο αποτελεί έναν τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητάς τους. Αυτός είναι ο λόγος που άνθρωποι σαν τον Αρσέν Βενγκέρ, τον μάνατζερ της Άρσεναλ, δέχονται επικρίσεις επειδή η ομάδα τους παίζει με 11 ξένους και κανέναν Άγγλο. Για τον ίδιο λόγο έχει αποδυναμωθεί το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία, η οποία εξάγει τα ταλέντα της. Εδώ πρέπει να αναζητηθούν και τα φαινόμενα ρατσισμού στην Ολλανδία ή την Ισπανία, όπου οι φίλαθλοι διέρχονται μια κρίση ταυτότητας: πώς να δεχθούν ότι οι νίκες έρχονται χάρις στα πόδια ποδοσφαιριστών που προέρχονται από «κατώτερες» χώρες;

Το εθνικό κράτος- κατέληξε ο Χόμπσμπομ- διαμελίζεται μπροστά μας, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτό. Για τον ίδιο λόγο, το ποδόσφαιρο των πλουσίων είναι υποχρεωμένο να συμβιώσει με το εθνικό πρωτάθλημα. Όσο κι αν δεν αρέσει στον κύριο Βενγκέρ, η παγκοσμιοποίηση έχει τα όριά της.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2007

Μαρσέλ και Ρενέ



Στις 9 Ιανουαρίου του 2003, στην κουζίνα του σπιτιού τους, ο Μαρσέλ έσφιξε με ένα κασκόλ τον λαιμό της Ρενέ μέχρι να της γυρίσουν τα μάτια ανάποδα. Ύστερα τηλεφώνησε στην αστυνομία και δήλωσε ότι στραγγάλισε τη γυναίκα του.

«Θα μιλήσουμε καταρχήν για τη ζωή σας, κύριε». «Από ποια στιγμή και μετά, κυρία Πρόεδρε;». «Από την αρχή». Κι έτσι, ο Μαρσέλ ξεκίνησε από τις 10 Ιανουαρίου του 1921, την ημέρα που γεννήθηκε. Διηγήθηκε στο δικαστήριο πώς γνώρισε στα 14 χρόνια του τη Ρενέ, πέντε χρόνια νεώτερή του, κόρη του αφεντικού του στο κρεοπωλείο όπου δούλευε. Γι΄ άλλα πήγαινε εκείνος δηλαδή, στο σχολείο είχε καλούς βαθμούς και ήθελε να γίνει δάσκαλος, αλλά οι γονείς του δεν είχαν λεφτά για τέτοια. Την ξαναβρήκε είκοσι χρόνια μετά, ύστερα από μια αποτυχημένη σχέση, είχε πια δικό του κρεοπωλείο, αποφάσισαν να μη χωριστούν ξανά. Ηταν δουλευταρού, αλλά πότε-πότε την έπιαναν κρίσεις κατάθλιψης. Μετά την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας, ο Μαρσέλ πούλησε το κρεοπωλείο για να την αφήσει να ξεκουραστεί. Δύο χρόνια αργότερα, έκαναν ένα παιδί, η Ρενέ άρχισε να πηγαίνει καλύτερα, βοηθούσε και η θεραπεία με λίθιο που της έκανε ένας γιατρός, «μια αυθεντία, κυρία Πρόεδρε».

Τα χρόνια πέρασαν, ο γιος έφυγε από το σπίτι, και οι κρίσεις επέστρεψαν. Ο Μαρσέλ είχε συνεχώς κοντά του τη Ρενέ, φρόντιζε να παίρνει όλα τα φάρμακά της, κι όταν δεν αισθανόταν καλά την πήγαινε στη γειτονική κλινική. Ένα πρωί του 2002, η Ρενέ ετοίμασε μια σαλάτα για έναν λόχο. «Ήμασταν οι δυο μας στο σπίτι. Δεν είπα τίποτα». Λίγες μέρες μετά δεν μπορούσε να βρει τα κλειδιά της, που τα άφηνε πάντα στο ίδιο μέρος, και κατηγόρησε εκείνον ότι άφηνε τις πόρτες ανοιχτές. Πάλι δεν είπε τίποτα. Όταν τα πράγματα χειροτέρεψαν, την πήγε στο νοσοκομείο όπου του είπαν ότι η γυναίκα του πάσχει από Αλτσχάιμερ, κι αυτή τη φορά τα χάπια δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Άρχισε να κάνει εκείνος όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η υγεία και των δυο τους επιδεινώθηκε, μια μέρα πήγαν μαζί στο νοσοκομείο και έμειναν αρκετές μέρες, εκείνος συνήλθε, εκείνη όχι, αλλά δεν μπορούσαν να την κρατήσουν άλλο, δεν υπήρχε θέση, «μου είπαν πως είμαι δυνατός και θα τα καταφέρω, ακριβώς αυτό μου είπαν, κυρία Πρόεδρε».

Στις 9 Ιανουαρίου του 2003, ο Μαρσέλ της ετοίμασε πρωινό, η Ρενέ το έφαγε, κι όταν άρχισε να ετοιμάζει το δικό του, γύρισε και του είπε: «Δεν μου δίνεις ποτέ τίποτα να φάω». Ο Μαρσέλ θόλωσε, άρπαξε το κασκόλ και της έσφιξε τον λαιμό. «Είμαι εγκληματίας, κυρία Πρόεδρε. Ύστερα σκέφτηκα ότι μπορεί και να τη λύτρωσα. Δεν ξέρω πάλι. Ο καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει. Η δική μου ποινή είναι να ζω». Την περασμένη Τετάρτη, γράφει η Μοντ, το δικαστήριο καταδίκασε τον 86χρονο Μαρσέλ σε έναν χρόνο φυλακή με αναστολή.

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2007

Παράπλευρες απώλειες



«Πορεία της διαφωνίας»: έτσι λέγεται η συγκέντρωση που θα πραγματοποιηθεί αύριο το πρωί στην πλατεία Πούσκιν, στο κέντρο της Μόσχας. Έναν ακριβώς χρόνο μετά τη δολοφονία της, οι συγγενείς και οι φίλοι της Άννα Πολιτκόφσκαγια θα απαιτήσουν την πλήρη διαλεύκανση του εγκλήματος και τη σύλληψη όχι μόνο των εκτελεστών, αλλά και εκείνων που έδωσαν την εντολή. Η εφημερίδα της, η Νovaia Gazeta, έθεσε ξανά σε λειτουργία αυτή την εβδομάδα το τηλέφωνο της δημοσιογράφου και κάλεσε τον κόσμο να τηλεφωνήσει. «Μιλήστε για σας, για τη χώρα, για την εξουσία», ανέφερε προχθές το κύριο άρθρο της εφημερίδας. «Και, φυσικά, μιλήστε για την Άννα».

Ο Ρόμαν Χλεϊνόφ, υπεύθυνος για τις έρευνες από την πλευρά της εφημερίδας, πιστεύει ότι οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες σαμποτάρουν τις ανακρίσεις για τον φόνο. «Κάποιον θέλουν να προστατεύσουν», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο. Τον περασμένο Αύγουστο, ο γενικός εισαγγελέας εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο φόνος «παραγγέλθηκε» από το εξωτερικό, με στόχο την αποσταθεροποίηση του προέδρου Πούτιν. Περίεργο επιχείρημα, αφού ο ίδιος ο πρόεδρος είχε δηλώσει λίγες μέρες μετά το έγκλημα ότι ο ρόλος της δημοσιογράφου στα ρωσικά πράγματα ήταν ασήμαντος. Εξίσου ασήμαντος πρέπει να ήταν και ο ρόλος των άλλων 12 δημοσιογράφων που έχουν σκοτωθεί στη Ρωσία από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο νέος Τσάρος. Άρα, δεν χρειάζεται να γίνει και καμιά σοβαρή προσπάθεια να βρεθούν οι δολοφόνοι τους.

Άλλωστε, ο Πούτιν έχει αυτόν τον καιρό πιο σοβαρές ασχολίες: πρέπει να οργανώσει το ομαλό πέρασμά του στην πρωθυπουργία, όπου θα παραμείνει τα επόμενα χρόνια μέχρι να ξαναγίνει πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, λέει στη Ρεπούμπλικα ο γνωστός Ρώσος ιστορικός Ρόι Μεντβέντεφ, δημιουργείται αυτόν τον καιρό στη Ρωσία ένα νέο σύστημα εξουσίας που δεν έχει προηγούμενο στην εποχή του Στάλιν, του Γιέλτσιν ή του Γκορμπατσώφ. Ένα σύστημα ισχυρό και αυταρχικό, που διατηρεί παρά ταύτα όλα τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας. Ο στόχος αυτού του συστήματος, που αποκαλείται «κυρίαρχη δημοκρατία», είναι να αποκαταστήσει την τάξη και να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της χώρας για τα 30 με 40 επόμενα χρόνια. Όσο για τον Πούτιν, είναι πράγματι ένας μονάρχης, αλλά πεφωτισμένος. Ο κόσμος τού έχει εμπιστοσύνη.

Και τότε γιατί γίνονται όλες αυτές οι προσπάθειες να φιμωθεί η αντιπολίτευση, γιατί συλλαμβάνονται με διάφορα γελοία προσχήματα οι οπαδοί του Κασπάρωφ, γιατί ασκείται τέτοιος ασφυκτικός έλεγχος στα Μέσα Ενημέρωσης; Ο Μεντβέντεφ τα αποδίδει όλα αυτά στον υπερβάλλοντα ζήλο κάποιων αξιωματούχων, το Κρεμλίνο δεν έχει πραγματικό πρόβλημα με την αντιπολίτευση, λέει, μόνο την τηλεόραση ελέγχει, οι εφημερίδες εξακολουθούν να γράφουν ό,τι θέλουν. Κι αν δολοφονείται κάπου κάπου κανείς δημοσιογράφος, μπορεί να περιληφθεί στις παράπλευρες απώλειες.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Την αγάπησαν τόσο, την επανάσταση



«Αν παντρευτείς στα 25 σου, καλείς πενήντα φίλους. Στα 35, καλείς διακόσιους. Αν παντρευτείς αργότερα, έρχονται οκτακόσιοι να γιορτάσουν μαζί σου. Κι αν υπολογίσεις τις γνωριμίες, δεν σε φτάνει ούτε γήπεδο!».

Έτσι σχολίασε ο Ντενί Ολιβέν, το αφεντικό της FΝΑC, τη γαμήλια δεξίωση που έγινε στις 15 Σεπτεμβρίου στο Cirque d΄hiver, ένα ιστορικό κτίριο του 1852 στο ενδέκατο διαμέρισμα όπου έχουν γίνει πολλές προεκλογικές συγκεντρώσεις του Μιτεράν, του Ζοσπέν και της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Εδώ, όπου η Αριστερά γιόρταζε άλλοτε τις νίκες της, είπε το ΝΑΙ μπροστά στον δήμαρχο Μπερτράν Ντελανοέ ένα ζευγάρι από τα παλιά. Ο γαμπρός ήταν ο Ανρί Βεμπέρ, παιδί του Μάη του ΄68, τροτσκιστής και μετέπειτα σοσιαλιστής της ομάδας Φαμπιούς, ένθερμος οπαδός του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα, που στα 63 του χρόνια αποφάσισε να κάνει τον πρώτο του συμβιβασμό. Η νύφη ήταν η παραγωγός Φαμπιέν Σερβάν-Σρεμπέρ, που έκανε ό,τι μπορούσε στην προεκλογική εκστρατεία για να συγκεντρώσει ψήφους υπέρ της Σεγκολέν από διανοούμενους και καλλιτέχνες. Και καλεσμένη ήταν όλη η γαλλική Αριστερά, πρώην και νυν, μετανοημένοι και ανένδοτοι, επιτυχημένοι και losers, ριζοσπάστες, συντηρητικοί και επαναστάτες. Ένας αλληγορικός πίνακας, όπως έγραψε η Μοντ.

Ο Λιονέλ Ζοσπέν με τη σύζυγό του κάθονταν λίγα τραπέζια πιο πέρα από την ατυχήσασα υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος. «Έμαθα ότι αυτός ο τύπος έχει γράψει ένα τρομερό βιβλίο εναντίον μου», ακούστηκε να λέει η τελευταία (δύο μέρες αργότερα, η Λιμπερασιόν θα δημοσίευε αποσπάσματα από το βιβλίο του Ζοσπέν με τίτλο «Το αδιέξοδο»). Στο τραπέζι της Σεγκολέν καθόταν κι ο Ρομαίν Γκουπίλ, συγγραφέας του «Πεθαίνοντας στα τριάντα», κάποια στιγμή μάλιστα φωτογραφήθηκε με τη γροθιά υψωμένη. Πιο πέρα έπινε ο Ντομινίκ Στρως-Καν, έχοντας κλείσει ήδη θέση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. «Τον κοιτούσαν ήδη με άλλο μάτι, ήταν πια διεθνής», σχολίασε ένας καλεσμένος. Δεν έλειπαν οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες, οι άνθρωποι της τηλεόρασης. «Όποιος δεν είναι καλεσμένος απόψε, δεν υπάρχει κοινωνικά», είπε στην παρέα του ο ψυχαναλυτής Ζεράρ Μιλέρ. Ο Φαμπιούς πέρασε για λίγο. Ο Μπερνάρ Κουσνέρ, αντίθετα, έφυγε από τους τελευταίους, χόρεψε μάλιστα και συρτάκι με την Κριστίν Οκράν. «Ήθελε να δείξει ότι δεν έχει πρόβλημα με την πολιτική του οικογένεια», είπε ένας άλλος καλεσμένος. Από τους 800 καλεσμένους, η Μοντ μέτρησε μόνο έναν- τον ερευνητή Πατρίκ Βέιλπου κατήγγειλε τις επόμενες μέρες τα μέτρα του Σαρκοζί για τη μετανάστευση. Οι υπόλοιποι είναι ακόμη βυθισμένοι στη νοσταλγία.

«Το να παντρευτεί ο Ανρί Βεμπέρ είναι δικαίωμά του», έγραψε λίγες μέρες μετά τον γάμο το περιοδικό της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας Rouge, το οποίο ίδρυσε ο γαμπρός και διηύθυνε για πολλά χρόνια. «Το να παρίστανται όμως στο πάρτι του βουλευτές της Δεξιάς και υποστηρικτές του πολέμου δείχνει ότι δεν ζούμε πια στον ίδιο κόσμο και δεν έχουμε την ίδια αντίληψη για την πολιτική». Κι αυτό δεν είναι κατ΄ ανάγκη κακό. Το πρόβλημα είναι όταν μια τέτοια αντίληψη απουσιάζει εντελώς.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2007

Διαδοχικά σοκ



Στον καπιταλισμό πραγματικά ατυχήματα δεν υπάρχουν. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο, και ο λόγος αυτός είναι η επιβολή του εγκληματικού νεοφιλελεύθερου δόγματος. Το υποστηρίζει η Ναόμι Κλάιν, και ο Τζόζεφ Στίγκλιτς συμφωνεί μαζί της.

Τη δεκαετία του ΄50, ο Αμερικανός ψυχίατρος Ίουεν Κάμερον έκανε για λογαριασμό της CΙΑ ένα πρωτοποριακό πείραμα: χρησιμοποίησε ηλεκτροσόκ για να «σπάσει» κάποιους ασθενείς του, ώστε στη συνέχεια να τους «επαναπρογραμματίσει». Το πείραμα δεν πέτυχε. Όπως διηγήθηκε στη Ναόμι Κλάιν ένα από τα θύματα αυτών των πειραμάτων, η Γκέιλ Κάσνερ, οι ασθενείς δεν συνήλθαν στην πραγματικότητα ποτέ. Σύμφωνα με την Αμερικανίδα δημοσιογράφο, ένα ανάλογο πείραμα πραγματοποιείται τα τελευταία πενήντα χρόνια σε διάφορες χώρες του κόσμου από τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς. Στη Χιλή του Πινοσέτ και στην Αργεντινή των διαδοχικών δικτατοριών, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες χρησιμοποιήθηκαν για να καμφθεί η αντίσταση του πληθυσμού στους Chicago Βoys. Η αστάθεια που επικράτησε στην Πολωνία και τη Ρωσία μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού επέτρεψε στις κυβερνήσεις τους να επιβάλουν την περίφημη «θεραπεία- σοκ». Το καταστροφικό πέρασμα του κυκλώνα Κατρίνα από τη Νέα Ορλεάνη είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθούν πολλοί φτωχοί μαύροι και να αντικατασταθούν πολλά δημόσια σχολεία από ιδιωτικά. Η 11η Σεπτεμβρίου επέτρεψε στον πρόεδρο Μπους να καταστρέψει το Ιράκ ώστε να δώσει τη θέση του σε μια χώρα όπου θα βασιλεύει η ελεύθερη αγορά.

Οι χώρες υφίστανται ένα πρώτο σοκ από πολέμους, τρομοκρατικές επιθέσεις, πραξικοπήματα και φυσικές καταστροφές, γράφει η Κλάιν στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Το δόγμα-σοκ: η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής» (εκδ. Μetropolitan Βooks). Στη συνέχεια υφίστανται ένα δεύτερο σοκ από τις εταιρείες και τους πολιτικούς που εκμεταλλεύονται τον φόβο και τον αποπροσανατολισμό από το πρώτο σοκ ώστε να προωθήσουν τα οικονομικά τους μέτρα. Όσοι τολμούν να αντισταθούν υφίστανται ένα τρίτο σοκ, από την αστυνομία, τον στρατό και τους βασανιστές. Αρκεί να θυμηθούμε την τύχη του Χιλιανού οικονομολόγου Ορλάντο Λετελιέρ, που συνέδεσε ευθέως τις συνταγές του Μίλτον Φρίντμαν με τα εγκλήματα του Πινοσέτ: το 1976 σκοτώθηκε στην Ουάσινγκτον από έκρηξη αυτοκινήτου που είχε παγιδεύσει με εκρηκτικά η μυστική αστυνομία της Χιλής.

Θεωρίες συνωμοσίας; Υπεραπλουστευτικά σενάρια; Μα και ο Φρίντμαν υπεραπλούστευε στις πλάτες φτωχών ανθρώπων, σημειώνει στους Νιου Γιορκ Τάιμς ο νομπελίστας οικονομίας Τζόζεφ Στίγκλιτς. Όταν το Αφρικανικό Εθνικό Κονγκρέσο ανέλαβε την εξουσία στη Νότια Αφρική, το πρώτο του μέλημα ήταν να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο. Από οικονομικά οι άνθρωποι δεν ήξεραν πολλά. Προκειμένου λοιπόν να μην τρομάξουν τους ξένους επενδυτές, ακολούθησαν τις συμβουλές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αποτέλεσμα; Δεκατρία χρόνια μετά, η ανεργία μεταξύ των μαύρων έχει φτάσει το 48% και οι άνθρωποι που ζουν με κάτω από ένα δολάριο την ημέρα έχουν διπλασιαστεί. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι νεοφιλελεύθεροι έριξαν το απαρτχάιντ: επωφελήθηκαν απλώς από τον σαματά για να περάσουν τη γραμμή τους.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

Το αεροπλάνο που δεν απογειώνεται ποτέ



Η Γιασμίν δένει τη ζώνη της μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο. Μια αγωνία την έχει, αν και δεν φοβάται καθόλου. Είναι η πρώτη φορά που μπαίνει σε αεροπλάνο. Ώς τώρα, είχε δει αεροπλάνα μονάχα στο σινεμά.

«Είναι πιο όμορφα απ΄ ό,τι φανταζόμουν», λέει η νεαρή δασκάλα. Περιεργάζεται τα πολυτελή φυλλάδια, κοιτάζει από το παράθυρο, ζητά μια πορτοκαλάδα από το καροτσάκι με τα ποτά, ακούει με προσοχή τις οδηγίες της αεροσυνοδού. Ύστερα έρχεται το φαγητό. Όλα πάνε καλά, η πτήση είναι ήρεμη, σήμερα δεν έχει αέρα. Όταν φτάνει στον προορισμό της, ύστερα από περίπου δύο ώρες, είναι μαγεμένη. Λύνει αργά-αργά τη ζώνη της, χαιρετά με χειραψία το πλήρωμα και πηγαίνει να παραλάβει τη βαλίτσα της. Ο τόπος δεν έχει αλλάξει: με 150 ρουπίες, κάπου 3 ευρώ, δεν περίμενε να πετάξει κιόλας. Άλλωστε το Αirbus Α300 των 280 θέσεων έχει ένα φτερό λιγότερο και την ουρά κατεστραμμένη. Χώρια που οι τουαλέτες είναι χαλασμένες...

Ιδιοκτήτης του αεροσκάφους είναι ένας πρώην μηχανικός της Ιndian Αirlines, ο Μπαχαντούρ Τσαντ Γκούπτα, που το αγόρασε το 2003 από την αγγλική ασφαλιστική εταιρεία Lloyd΄s, το έλυσε, και το έστησε ξανά σε ένα νότιο προάστιο του Νέου Δελχί, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το αεροδρόμιο. Κάθε Σάββατο, όποιος Ινδός το επιθυμεί μπορεί με 150 ρουπίες να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο και να φανταστεί ότι πετάει. Αν δεν έχει αυτά τα χρήματα, μπορεί να δώσει ό,τι έχει. Ο ίδιος ο Γκούπτα παίζει το ρόλο του πιλότου. Όπως λέει, ορισμένοι από τους επιβάτες έρχονται από την άλλη άκρη της χώρας. Κάθε εβδομάδα ανεβαίνουν στο Gupta-Αirbus καμιά σαρανταριά. Όταν θέλει λίγο να τους τρομάξει, παίρνει το μικρόφωνο και τους λέει ότι θα εισέλθουν σύντομα σε ζώνη αναταράξεων. Επικεφαλής του πληρώματος είναι η γυναίκα του. Και τα υπόλοιπα μέλη είναι φοιτητές, υποψήφιες αεροσυνοδοί ή μαθητευόμενοι φροντιστές που θέλουν να μάθουν τη δουλειά.

«Όλη την ημέρα βλέπω αεροπλάνα να περνούν πάνω από το σπίτι μου», λέει ο Σελίμ, που επισκευάζει λάστιχα σ΄ ένα κοντινό χωριό. «Έπρεπε να ζήσω κι εγώ μια μέρα αυτή την εμπειρία». Από το ένα δισεκατομμύριο κατοίκους αυτής της χώρας, μόνο το 1% έχει ταξιδέψει με αεροπλάνο- κι ας έχουν διαδοθεί τόσο πολύ τα φτηνά αεροπορικά εισιτήρια. Ο Γκούπτα ανήκει στους τυχερούς. «Εγώ πραγματοποίησα το παιδικό μου όνειρο, ήθελα λοιπόν να εκπληρώσω το όνειρο και των άλλων», λέει στους Τάιμς. Μεταξύ άλλων, η εικονική πτήση είναι κι ένα ιδανικό δώρο γενεθλίων. Η Ασου Αρόρα, μια νοικοκυρά από το νότιο Δελχί, δεν ήθελε τόσο να πετάξει η ίδια, όσο να ζήσει αυτή την εμπειρία η επτάχρονη κόρη της. Γι΄ αυτό επέμενε τόσο πολύ να της εξασφαλίσει μια θέση στο παράθυρο. Από εκεί η θέα είναι καλύτερη. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια.

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Ένα υπέροχο λευκό νυφικό



Από όσους βρίσκονταν εκείνη τη μοιραία στιγμή στο σημείο πρόσκρουσης του αεροπλάνου ή στους πιο πάνω ορόφους, μόνο 19 επέζησαν. Αλλά η ιστορία της Τάνια Χεντ είναι αναμφισβήτητα η πιο εντυπωσιακή.

Όταν το πρώτο αεροπλάνο προσέκρουσε στον Βόρειο Πύργο, εκείνη βρισκόταν στον 78ο όροφο του Νότιου και συζητούσε για λογαριασμό της Μerrill Lynch ένα σχέδιο συγχώνευσης της εταιρείας Fiduciary Τrust, που καταλάμβανε τον όροφο, με τη Franklin Resources Ιnc. Έτρεξε στο ασανσέρ για να φύγει, όταν κτύπησε τον Νότιο Πύργο το δεύτερο αεροπλάνο. Τα ρούχα της πήραν φωτιά, κι εκείνη άρχισε να έρπει προς την έξοδο. Πριν φτάσει στη σκάλα έπεσε σε έναν άνθρωπο που καιγόταν, ο οποίος πρόλαβε και της έδωσε τη βέρα του παρακαλώντας την να την παραδώσει στη γυναίκα του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Χεντ λιποθύμησε. Και θα είχε ασφαλώς προστεθεί στους 3.000 νεκρούς εκείνης της ημέρας αν ένας νεαρός εθελοντής πυροσβέστης δεν έσβηνε με αυταπάρνηση τις φλόγες στις οποίες είχαν τυλιχτεί τα ρούχα της. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της στο νοσοκομείο, πέντε μέρες αργότερα, έμαθε ότι ο αρραβωνιαστικός της έχασε τη ζωή του στον Βόρειο Πύργο. Την ίδια τύχη είχε και ο πυροσβέστης που την έσωσε. Εκείνη τα κατάφερε γιατί, όπως είπε, σκεφτόταν συνεχώς το υπέροχο λευκό νυφικό που θα φορούσε στον γάμο. Λίγους μήνες αργότερα εκπλήρωσε και την τελευταία επιθυμία του ανθρώπου που της έδωσε τη βέρα.

Η δραματική ιστορία της Τάνια Χεντ έκανε τον γύρο του κόσμου. Η ίδια, ως ξεναγός στο Ground Ζero, τη διηγήθηκε σε υψηλούς επισκέπτες όπως ο δήμαρχος Μάικλ Μπλούμπεργκ και ο πρώην δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά που έζησα εκεί πέρα», είπε σε μια εκδήλωση το 2006. «Είδα πολύ θάνατο και μεγάλη καταστροφή, είδα όμως και ελπίδα». Πολύ συγκινητικό, πολύ ανθρώπινο, σχεδόν χολιγουντιανό. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: κανένα τμήμα της διήγησής της δεν έχει επαληθευτεί. Η οικογένεια και οι φίλοι του ανθρώπου που λέει ότι ήταν έτοιμη να παντρευτεί, ο οποίος πράγματι πέθανε στον Βόρειο Πύργο, λένε ότι δεν γνωρίζουν καμιά Τάνια Χεντ. Εκπρόσωπος της Μerrill Lynch βεβαιώνει ότι από τα αρχεία της εταιρείας δεν προκύπτει ότι η γυναίκα εργαζόταν ποτέ εκεί. Όσο για τον άνθρωπο με τη βέρα, οι δικοί του δεν έχουν παραλάβει τίποτα. Απλώς σέβονταν τόσα χρόνια τον πόνο της Χεντ και δεν ήθελαν να αμφισβητήσουν τα λεγόμενά της.

Όλες οι προσπάθειες που έχουν κάνει τον τελευταίο καιρό οι Νιου Γιορκ Τάιμς για να της πάρουν συνέντευξη έχουν αποτύχει. Το Δίκτυο που έχουν συγκροτήσει οι Επιζήσαντες της 11ης Σεπτεμβρίου αποφάσισε την περασμένη εβδομάδα να την καθαιρέσει από πρόεδρο. Κανείς δεν αμφισβητεί το πάθος της. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι κέρδισε χρήματα από την ιστορία που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κατασκεύασε. Η Τάνια Χεντ κέρδισε απλώς τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που της αντιστοιχούν.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

Η δικτατορία της μνήμης



Στη νουβέλα του «Φούνες ο μνήμων», ο Μπόρχες περιγράφει έναν τύπο ο οποίος είναι προικισμένος με μια απεριόριστη μνήμη. Είναι ανίκανος να ξεχάσει. Ώσπου μια μέρα αυτό το χάρισμα τον αφήνει παράλυτο.

O μεγάλος Αργεντινός πέθανε νωρίς και δεν πρόλαβε να δει ότι ο εφιάλτης που περιέγραφε θα γινόταν μια μέρα πραγματικότητα. Πριν από λίγες μέρες, ένας φυσικός της ΙΒΜ ονόματι Στιούαρτ Πάρκιν ανακοίνωσε ότι βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας μιας τεχνολογίας που λέγεται «μαγνητική μνήμη τυχαίας πρόσβασης» και θα μας επιτρέπει να αποθηκεύουμε έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών σε έναν πολύ μικρό σκληρό δίσκο. Σαν να έχουμε, ας πούμε, μια ολόκληρη βιβλιοθήκη σε ένα iΡod. Ο καθένας από μας θα μπορεί να γίνει ένας Φούνες. Και πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται ότι το αποτέλεσμα θα είναι ανάλογο με εκείνο που περιγράφει ο Μπόρχες.

«Είχαμε ένα σύστημα όπου ήταν εύκολο να ξεχνάμε πράγματα κι έπρεπε να επενδύουμε ενέργεια για να θυμόμαστε», λέει στην Μπόστον Γκλόουμπ ο Βίκτορ Μάγιερ-Σένμπεργκερ, καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Χάρβαρντ. «Τώρα στρεφόμαστε προς ένα σύστημα όπου θα θυμόμαστε τα πάντα και πρέπει να επενδύουμε ενέργεια για να ξεχνάμε. Πρόκειται ασφαλώς για μια τεράστια αλλαγή». Το σύμβολο αυτής της αλλαγής είναι οι μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο, και πρώτη απ΄όλες η Google. Όταν αναζητούμε κάτι, ή στέλνουμε ένα e-mail, η πράξη αυτή καταγράφεται και αρχειοθετείται. Ακόμη κι αν στη συνέχεια διαγράψουμε το κείμενο ή τη φωτογραφία, αυτά έχουν κάπου «σωθεί», και μπορεί στο προσεχές ή απώτερο μέλλον να αποτελέσουν αντικείμενο χρήσης- ή κατάχρησης.

Σε αυτή τη δικτατορία της μνήμης, πρέπει επειγόντως να ξαναμάθουμε να ξεχνάμε. Ο Μάγιερ-Σένμπεργκερ προτείνει μια «οικολογία των δεδομένων», στο πλαίσιο της οποίας οι μηχανές αναζήτησης, οι υπηρεσίες που διαχειρίζονται τις κάμερες παρακολούθησης, οι εταιρείες κινητών τηλεφώνων, θα είναι υποχρεωμένες να διαγράφουν ύστερα από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα δεδομένα που συγκεντρώνουν. Άλλοι διαφωνούν με τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Σύμφωνα με τον Ντάνα Μπόιντ, που διδάσκει στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, οι νέες γενιές θα βρουν τον τρόπο να προσαρμοστούν σ΄ αυτή την παντοκρατορία της μνήμης. Μπορεί πάλι το πρόβλημα να λυθεί από μόνο του. Ο Αλεσάντρο Ακουίστι, καθηγητής τεχνολογίας της πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Κάρνετζι Μέλον, επισημαίνει ότι το κόστος της αποθήκευσης των πληροφοριών μειώνεται παράλληλα με το κόστος της επεξεργασίας τους. Το ερώτημα είναι αν αυτά τα δύο κόστη μειώνονται με τον ίδιο ρυθμό. Αν δεν υπάρχει κίνητρο για την ανάλυση, η δυνατότητα αυτή θα εξακολουθήσει να υπάρχει στο μέλλον, αλλά ο όγκος των πληροφοριών θα είναι τόσο μεγάλος ώστε δεν θα υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται. Και τότε θα ξαναβρούμε το προνόμιο των προγόνων μας. Με άλλα λόγια, θα επιστρέψουμε στην εποχή της λήθης.