Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

«Εσύ δεν είσαι εσύ, εγώ είμαι μια άλλη»



«Οι γυναίκες είναι το ίδιο ανήθικες με τους άνδρες. Δεν το έχει όμως προσέξει κανείς». Ντομινίκ Ωρύ

Το διασημότερο ερωτικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα είναι ασφαλώς η «Ιστορία της Ο». Και παρόλο που το υπέγραφε μια γυναίκα, η Πωλίν Ρεάζ, όλοι ήξεραν ότι το όνομα αυτό ήταν ψευδώνυμο και όλοι πίστευαν ότι ο συγγραφέας ήταν στην πραγματικότητα άνδρας. «Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορούσε να γραφτεί από μια γυναίκα», είπε κάποτε ο Αλμπέρ Καμύ. Καμιά γυναίκα δεν θα έβαζε την ηρωίδα της να λέει στον αφέντη της πως «μόνο όταν με κάνεις να υποφέρω αισθάνομαι ασφαλής». Μόνο ένας άνδρας, ένας διεστραμμένος άνδρας, θα μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα να αλυσοδένεται, να βασανίζεται, να μαστιγώνεται, να εξευτελίζεται, να ντροπιάζεται, και στο τέλος ο αφέντης της να τη σημαδεύει με τα αρχικά του προτού της περάσει από την κλειτορίδα δύο σιδερένια δακτυλίδια.

Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα χρόνια από την έκδοση του βιβλίου για να αποκαλυφθεί η αλήθεια: ο Βρετανός δημοσιογράφος Τζων ντε Σαιντ Τζορ έγραψε τον Αύγουστο του 1994 στο περιοδικό Νιου Γιόρκερ ότι η «Ιστορία της Ο» γράφτηκε από γυναίκα, που λεγόταν Ντομινίκ Ωρύ, είχε γεννηθεί το 1907 στη Βρετάνη και ζούσε έξω από το Παρίσι. Όπως μαθαίνουμε από ένα ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στην αμερικανική τηλεόραση και μόλις κυκλοφόρησε σε DVD («Συγγραφέας της Ο», από την Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα Πόλα Ραπαπόρ), η ζωή της γυναίκας αυτής είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από την ιστορία της ηρωίδας της. Το πάθος της με την παρανομία το απέκτησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν ανακάλυψε τη μυστική ερωτική βιβλιοθήκη του πατέρα της. Αλλά η ζωή της άλλαξε όταν γνώρισε τον ακαδημαϊκό Ζαν Πωλάν, διευθυντή της λογοτεχνικής επιθεώρησης La Nouvelle Revue Francaise, την εποχή που δούλευαν και οι δύο για τη γαλλική αντίσταση. Θαυμαστής του Μαρκησίου ντε Σαντ, ο Πωλάν την προκάλεσε μια μέρα λέγοντάς της ότι «οι γυναίκες είναι ανίκανες να γράψουν ένα ερωτικό μυθιστόρημα». Κι εκείνη έγραψε την «Ιστορία της Ο» γι' αυτόν. Δεν ήταν νέα - ήταν 47, κι εκείνος 69 -, ούτε ιδιαίτερα όμορφη. Έπρεπε να βρει λοιπόν κάτι «για να του εξάψει την περιέργεια, για να του αρέσει, για να τον απασχολήσει».

Αν και ο Πωλάν ήταν παντρεμένος, σημειώνει η Τόνι Μπέντλεϋ στην ιστοσελίδα Bookforum, η σχέση τους κράτησε είκοσι χρόνια. Συναντιόντουσαν σε δωμάτια ξενοδοχείων, «πάντα με το μάτι στο ρολόι». Μετά τον πόλεμο, εκείνη εργάστηκε στον εκδοτικό οίκο Gallimard, μετέφρασε στα γαλλικά Βιρτζίνια Γουλφ, Φιτζέραλντ και Έλιοτ και τιμήθηκε με τη Λεγεώνα της Τιμής για τη συμβολή της στη γαλλική λογοτεχνία. Πέθανε το 1998. «Όταν μπαίνεις στη νύχτα μου», γράφει σ' ένα ποίημά της, «εσύ δεν είσαι εσύ, εγώ είμαι μια άλλη. / Αυτή η άλλη δεν ξέρει ποια είμαι. / Εσύ δεν ξέρεις πως ανήκω σ' εσένα».

Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006

Η οργή του Γκύντερ Γκρας



Το κείμενο το είχαν ήδη υπογράψει πολλές προσωπικότητες, όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι και ο Χάινριχ Μπελ. Αλλά το όνομα του Γκρας ήταν βαρύ, χρειαζόταν κι αυτό.

Τον Μάρτιο του 1975, ο Χιλιανός αντιστασιακός συγγραφέας Άριελ Ντόρφμαν επισκέφθηκε τον Γκύντερ Γκρας στο σπίτι του, κοντά στο Αμβούργο. Η δικτατορία του Πινοσέτ μέτραγε ήδη δύο χρόνια ζωής και ο Ντόρφμαν, που ζούσε εξόριστος στο Παρίσι, συγκέντρωνε υπογραφές υπέρ των διωκόμενων Χιλιανών διανοουμένων. Αφού λοιπόν άφησε τον οικοδεσπότη, γνωστό για τις μαγειρικές του ικανότητες, να ετοιμάσει μια παραδοσιακή γερμανική ψαρόσουπα, άρχισε να εξηγεί τον λόγο του ταξιδιού του.

Όταν τελείωσε, επικράτησε αμήχανη σιωπή. Ο Γκρας χαμήλωσε τη φωτιά και βάλθηκε να κοιτάζει κάτι σκίτσα που έφτιαχνε εκείνη την εποχή. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα του και, εμφανώς οργισμένος, ρώτησε τον συνομιλητή του: «Γιατί δεν θέλουν οι σοσιαλιστές σύντροφοι της Χιλής να παραστούν στις εκδηλώσεις υπέρ των Τσέχων πατριωτών που θα πραγματοποιηθούν το καλοκαίρι στη Γαλλία;». Ο Ντόρφμαν τού εξήγησε πως όση συμπάθεια κι αν έτρεφαν πολλοί Χιλιανοί δημοκράτες για την Άνοιξη της Πράγας και τον αγώνα των Τσέχων διαφωνούντων, ήταν πολιτικά αδύνατον να εκφράσουν δημοσίως την αλληλεγγύη τους. Μια τέτοια πράξη θα προκαλούσε τη διάλυση του κοινού μετώπου με τους κομμουνιστές που είχε συγκροτηθεί εκείνη την εποχή στη Χιλή κατά της δικτατορίας.

Οι εξηγήσεις αυτές δεν έπεισαν τον Γκρας, για τον οποίο η σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία ήταν εξίσου καταδικαστέα με την αμερικανική παρέμβαση στη Χιλή. Και όταν ο Ντόρφμαν επέμεινε ότι για να πέσει ο Πινοσέτ ήταν απαραίτητη η στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της, ο συγγραφέας του Ταμπούρλου έπαψε να ασχολείται μαζί του και στράφηκε στη γοητευτική σύζυγό του, την Ανχέλικα. Του απηύθυνε ξανά τον λόγο μόνο όταν τον ξεπροβόδισε: «Όταν κάτι είναι ηθικά ορθό», του είπε, «πρέπει να το υπερασπιζόμαστε ανεξάρτητα από το πολιτικό ή προσωπικό κόστος».

Μετά τις αποκαλύψεις για το παρελθόν του Γκρας στα SS, γράφει ο Ντόρφμαν στην Ελ Παΐς, θα ήταν εύκολο να χλευάσει κανείς την προ τριακονταετίας οργή του. Ακόμη κι αν είχε δίκιο - και είχε δίκιο - με ποιο δικαίωμα έδινε μαθήματα ηθικής ακεραιότητας ένας άνθρωπος που έκρυβε το ναζιστικό του παρελθόν; Κι όμως, ίσως εκείνη ακριβώς η αντίφαση να εξηγεί και να δικαιώνει τη βίαιη αντίδρασή του. Ίσως ακριβώς εκείνος ο νεαρός ναζιστής, εκείνο ακριβώς το ένοχο alter ego της εφηβείας του, να ζητούσε από την ενήλικη ενσάρκωσή του να μην επιτρέψει ξανά μια θέση που να μην είναι διάφανη, ηθικά άμεμπτη και αποφασιστική. Οι άνθρωποι είναι σύνθετα και αντιφατικά όντα. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.

Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006

Kάτι κακό θα συμβεί



«Όλες οι κυρίες στην Ουάσινγκτον σπεύδουν να φύγουν/ μάλλον κάτι κακό θα συμβεί. /Όλοι φεύγουν, θέλω να φύγω κι εγώ/ δεν θέλω μ' έναν καινούργιο να πειραματιστώ/ Άλλωστε έχω ήδη εξομολογηθεί/ δεν υπάρχει λόγος ξανά να εξομολογηθώ».

Έτσι αρχίζει ο νέος δίσκος του Μπομπ Ντύλαν, που κυκλοφορεί σήμερα με τίτλο Modern Times. Είναι η πρώτη συλλογή τραγουδιών του 65χρονου τροβαδούρου εδώ και πέντε χρόνια. Αλλά όποιος περιμένει απαντήσεις στα προβλήματα της εποχής, όποιος θέλει άλλη μια καταγγελία του Μπους ή του πολέμου στον Λίβανο, θα απογοητευτεί. Ο 44ος δίσκος του Ντύλαν γέρνει περισσότερο προς τον έρωτα παρά προς την πολιτική: «Θα ταξιδέψω σ' όλο τον κόσμο, αυτό θα κάνω/ κι ύστερα θα γυρίσω για να σε δω... Θα περνούσα μέσα απ' τη φωτιά/ αν ήξερα ότι βρίσκεσαι στην άλλη μεριά». Για τους αμετανόητους, πάντως, υπάρχουν και μερικά σχόλια κοινωνικού χαρακτήρα. Όπως: «Χάνεται η αγοραστική δύναμη του προλεταριάτου». H: «Θα σε συντρίψουν με τον πλούτο και τη δύναμή τους».

Ο Ντύλαν είναι πάντα ρομαντικός, αλλά τους κανόνες του μάρκετινγκ τους έχει μάθει καλά. Δέχθηκε να γράψει δίσκους που διατίθενται αποκλειστικά σε καφετέριες και βιβλιοπωλεία. Επέτρεψε στην Τουίλα Θαρπ να χορογραφήσει τους στίχους του. Εξέδωσε αυτοβιογραφικά βιβλία.

Συνεργάστηκε με τον Μάρτιν Σκορτσέζε για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ «No direction home». Έδωσε άδεια στον γκέι σκηνοθέτη Τοντ Χέινς να γυρίσει μια ταινία για τη ζωή του, όπου τον δικό του ρόλο υποδύονται επτά διαφορετικοί ηθοποιοί, συμπεριλαμβανομένης της Κέιτ Μπλάνσετ. Και για να προωθήσει τον τελευταίο του δίσκο, στράφηκε στη γοητευτική Σκάρλετ Γιόχανσον.

Κανένα πρόβλημα, όλα είναι στο παιχνίδι. Ακόμη κι η συμφωνία του Ντύλαν με την Apple, που επιτρέπει το «κατέβασμα» έναντι 199 δολαρίων ενός ψηφιακού κουτιού με 800 τραγούδια και 42 σπάνιες ηχογραφήσεις, είναι θεμιτή. Αυτό που δεν είναι θεμιτό, ή εν πάση περιπτώσει είναι αντιφατικό προς τον τίτλο του τελευταίου του άλμπουμ, είναι οι δηλώσεις του Ντύλαν στο περιοδικό Rolling Stone: «Δεν γνωρίζω κανέναν που να έχει γράψει έναν δίσκο που να ακούγεται ικανοποιητικά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ακούς αυτούς τους μοντέρνους δίσκους, και είναι άθλιοι, σαν παρασιτικοί ήχοι. Όταν γράφαμε τα τελευταία μου τραγούδια στο στούντιο, ακούγονταν δέκα φορές καλύτερα».

Κι έτσι ο Ντύλαν διέγραψε με μια μονοκοντυλιά όλη την ψηφιακή τεχνολογία, όλους τους μουσικούς που γράφουν δίσκους με το παλιό στυλ, όλα τα αριστουργήματα που έχουν υπογράψει τα τελευταία χρόνια ένας Βαν Μόρισον, ένας Μπρους Σπρίνγκστιν, ένας Τομ Ουέιτς. Θα μπορούσε πράγματι να μιλάει λιγότερο και να αφήσει να μιλούν γι' αυτόν οι στίχοι του: «Ο ιδρώτας μου είναι αίμα, έχεις ένα πρόσωπο που ικετεύει να το αγαπήσουν».

Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006

Δημοκράτης, σαν τον Pουσσώ



Ο Τρίτος Δρόμος είναι ντεμοντέ, ο Κάστρο πεθαίνει και ο subcomandante δεν ακούγεται πολύ τελευταία. Καιρός, λοιπόν, να στραφεί η παγκόσμια Αριστερά σε κάτι πραγματικά καινούργιο, ανατρεπτικό, επαναστατικό.

Ο συνταγματάρχης Καντάφι είναι πια 64 ετών. Βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 37 χρόνια, από το 1969. Κι έχει αρχίσει λίγο να βαριέται, ιδιαίτερα από τότε που τα βρήκε με τους Αμερικανούς και δεν τον ενοχλούν ούτε για το Λόκερμπι. Επειδή όμως είναι σίγουρος πως όσο ζει οι συμπατριώτες του δεν θα τον αφήσουν να αποσυρθεί, σκέφτηκε να αναζητήσει καμιά καινούργια ιδέα, ή έστω κανένα καινούργιο κόλπο. Πήρε, λοιπόν, τηλέφωνο τον γιο του τον Σαΐφ, που σπουδάζει στο London School of Economics, και τον ρώτησε ποιος είναι ο μεγαλύτερος γκουρού της Αριστεράς για να τον καλέσει στη σκηνή του, να πιουν τσάι (που, ως γνωστόν, είναι πιο υγιεινό από το νερό) και να μιλήσουν για τα παγκόσμια προβλήματα.

H συνάντηση του Καντάφι με τον Άντονι Γκίντενς κράτησε τρεις ώρες. Και ο Βρετανός κοινωνιολόγος γύρισε στην πατρίδα του κατενθουσιασμένος. «Στον συνταγματάρχη άρεσε πολύ ο όρος Τρίτος Δρόμος, άλλωστε η πολιτική του φιλοσοφία αποτελεί μια εκδοχή αυτής της ιδέας», γράφει στο περιοδικό Νιου Στέιτσμαν. «H αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μια ακατάλληλη μορφή διακυβέρνησης, γιατί προβλέπει την άσκηση εξουσίας από μια μειοψηφία. Ο σοβιετικός κομμουνισμός, πάλι, έφερε στην εξουσία μια ακόμη πιο περιορισμένη ελίτ. Το λιβυκό μοντέλο, αντίθετα, ενισχύει την αυτοδιάθεση, στην οποία μπορεί ο καθένας να έχει ρόλο».

Ακόμη πιο προχωρημένες απόψεις έχει ο Βαλεντίνο Παρλάτο, συνιδρυτής της εφημερίδας Μανιφέστο, που γεννήθηκε και έζησε στην Τρίπολη μέχρι τα είκοσι χρόνια του. «Ο Καντάφι είναι ηγέτης της μοναδικής αραβικής χώρας που δεν είναι φιλοαμερικανική, χωρίς να είναι φονταμενταλιστική», λέει στην Κοριέρε ο Ιταλός δημοσιογράφος, που αναγνωρίζει ότι του άρεσε περισσότερο ο συνταγματάρχης όταν τον βομβάρδιζαν οι Αμερικανοί. «Το Πράσινο Βιβλίο περιέχει τα ιδεώδη της δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας όπως τη φαντάστηκε ο Ρουσσώ. H Λιβύη δεν είναι βέβαια μια δημοκρατική χώρα, αντίθετα όμως με τις άλλες χώρες που παράγουν πετρέλαιο δεν υπάρχει εδώ χάσμα ανάμεσα στον πλούσιο ηγεμόνα και στους φτωχούς».

Κατόπιν όλων αυτών, ίσως να ήταν μια καλή ιδέα η επόμενη προσφορά των «ΝΕΩΝ» να είναι το Πράσινο Βιβλίο, κατά προτίμηση εμπλουτισμένο με τα βασικά σημεία της συζήτησης του Καντάφι με τον Γκίντενς. Είναι αλήθεια ότι σχετική συζήτηση είχε γίνει στην Ελλάδα και πριν από είκοσι χρόνια, αλλά τότε ο συνταγματάρχης ήταν ακόμη νέος, η κοσμοθεωρία του δεν είχε ολοκληρωθεί, δεν ήταν ακόμη έτοιμη για εξαγωγή. Τώρα τα πράγματα έχουν ωριμάσει, και με τον πανισλαμισμό να γίνεται υπερδύναμη καλό είναι να έχουμε μια γέφυρα, ένα καταφύγιο, βρε αδελφέ, για την περίπτωση που η κατάσταση στραβώσει.

Σάββατο, Αυγούστου 26, 2006

Στα βήματα του Mπουλγκάκοφ



Κάτι περίεργο συμβαίνει τον τελευταίο καιρό στη Μόσχα. Όταν πέφτει η νύχτα, και οι τελευταίοι ερωτευμένοι εγκαταλείπουν τα παγκάκια για να πάει ο καθένας στο σπίτι του, εμφανίζεται στους δρόμους μια περίεργη ομάδα ανθρώπων, κάθε μέρα διαφορετική, που μιλάει όμως πάντα για το ίδιο θέμα: ένα γάτο κι ένα γραφειοκράτη. Ο γάτος λέγεται Βεεμώθ, ο γραφειοκράτης Μπερλιόζ, και «έζησαν» σ' αυτή την πόλη πριν από εβδομήντα χρόνια.

Τη νύχτα - λέει ο Νικολάι Γκολούμπεφ, διευθυντής του Μουσείου Μπουλγκάκοφ - οι θόρυβοι της πόλης σβήνουν και η ατμόσφαιρα της παλιάς Μόσχας αναβιώνει πιο εύκολα. Τη νύχτα μπορείς επιτέλους να ασχοληθείς με τον εαυτό σου, αλλά μέχρι τώρα όλα τα μουσεία ήταν κλειστά και τα μόνα μέρη στα οποία μπορούσες να καταφύγεις ήταν τα στριπτηζάδικα. Την εποχή που ζούσε ο Μπουλγκάκοφ (τις δεκαετίες του '20 και του '30), η νύχτα ήταν μια ιδιαίτερα έντονη περίοδος, αφού τότε εισέβαλλε η αστυνομία στα σπίτια κι έπαιρνε μαζί της τους διαφωνούντες. Ο ίδιος ο συγγραφέας του «Μαιτρ και η Μαργαρίτα», όπου πρωταγωνιστούν μεταξύ άλλων ο Βεεμώθ και ο Μπερλιόζ, έγραφε το 1924: «Γράφω τη νύχτα γιατί η γυναίκα μου κι εγώ δεν κοιμόμαστε ποτέ πριν από τις τρεις ή τέσσερις το πρωί. Υιοθετήσαμε αυτή τη βλακώδη συνήθεια παρά τη θέλησή μας».

Το Μουσείο Μπουλγκάκοφ άνοιξε το 2004 σε μια πτέρυγα του σπιτιού της λεωφόρου Σαντοβάγια όπου έζησε ο συγγραφέας από το 1921 ώς το 1924. Και για όλους τους παραπάνω λόγους λειτουργεί πλέον από τη μία το μεσημέρι μέχρι τη μία το βράδυ. Τα Σαββατοκύριακα, μάλιστα, μένει ανοιχτό όλη τη νύχτα. «Αυτή την ώρα είναι πιο ρομαντικά», λέει ένα νεαρό ζευγάρι που ήλθε να περιεργαστεί τις παλιές φωτογραφίες και τα λιγοστά αντικείμενα που φιλοξενεί το μουσείο. Το διαμέρισμα 50, αντίθετα, όπου έζησε ο Μπουλγκάκοφ τα δύσκολα χρόνια της πείνας, του κρύου και της καταστολής, μπορεί κανείς να το επισκεφθεί μόνο μέρα. Ούτε εδώ υπάρχουν πολλά πράγματα να δει κανείς. Μόνο η σκάλα παρουσιάζει ενδιαφέρον, όπου χιλιάδες μαθητές του συγγραφέα συρρέουν από τη δεκαετία του '70 για να αντιγράψουν μερικές στροφές από τον «Μαιτρ και τη Μαργαρίτα», να ζωγραφίσουν τεράστιους μαύρους γάτους σαν τον Βεεμώθ ή να γράψουν σημειώματα ευγνωμοσύνης και αγάπης.

Ο Μπουλγκάκοφ ήταν άνθρωπος δύο κόσμων: μεγάλωσε στην προεπαναστατική Ρωσία και αναγκάστηκε να ζήσει στον κομμουνισμό. Το ίδιο, λέει ο Γκολούμπεφ, συμβαίνει με την πλειοψηφία των σημερινών Ρώσων: «Μεγαλώσαμε στον κομμουνισμό, όπου μας έλεγαν ότι το χρήμα είναι κακό πράγμα, και αναγκαζόμαστε σήμερα να ζήσουμε στον καπιταλισμό. H τέχνη του Μπουλγκάκοφ ήταν ότι απελευθέρωσε τις αιώνιες αξίες που επιζούν στις περιόδους της ρήξης».

Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006

Γιατί πέθανε ο Tζαλάλ



H Ιστορία γράφεται από τους νικητές. H δικαιοσύνη υπαγορεύεται από τους κατακτητές. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες λειτουργούν στην Παλαιστίνη ως εισαγγελείς, δικαστές και εκτελεστές ταυτοχρόνως.

«Οι μαχητές της αντίστασης αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα του δικαστηρίου που τους δίκαζε και ζήτησαν να χαρακτηριστούν αιχμάλωτοι πολέμου»: αυτό γράφει μια αναμνηστική πλάκα που είναι τοποθετημένη στο κτίριο απέναντι από την προεδρική κατοικία στην Ιερουσαλήμ. Αυτό το κτίριο στέγαζε παλιά το δικαστήριο της βρετανικής κηδεμονίας και η πλάκα αναφέρεται σε μέλη των οργανώσεων Haganah, Etzel και Lehi. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να είχαν σκοτώσει Βρετανούς πολίτες ή Άραβες αμάχους, αλλά ήθελαν να αντιμετωπιστούν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Ακριβώς το ίδιο ζητεί σήμερα ο πρόεδρος του Παλαιστινιακού Κοινοβουλίου, που συνελήφθη πριν από δύο εβδομάδες, το ίδιο θα ζητήσουν ασφαλώς ο υπουργός Παιδείας και ο επικεφαλής του Παλαιστινιακού Νομοθετικού Συμβουλίου, που συνελήφθησαν το περασμένο Σαββατοκύριακο.

Τα χαράματα της περασμένης Κυριακής, γράφει η Αμίρα Χας στη Χααρέτζ, Ισραηλινοί στρατιώτες σκότωσαν νοτίως της Ναμπλούς τον 26χρονο εργάτη Τζαλάλ Ουντά και τραυμάτισαν άλλους τρεις αμάχους. Ο ισραηλινός στρατός απαγορεύει και πάλι εδώ και μερικές εβδομάδες σε όλους τους άνδρες κάτω των 32 ετών να βγαίνουν από τη Ναμπλούς, αλλά ο κόσμος πρέπει με κάποιο τρόπο να δουλέψει για να ζήσει και αναζητεί κρυφούς δρόμους διαφυγής. Ο Τζαλάλ και οι άλλοι επέβαιναν σε ένα ταξί που προσπαθούσε να παρακάμψει τους ελέγχους, οι στρατιώτες τους είδαν και τους πυροβόλησαν. Όταν ένας Παλαιστίνιος σκοτώνει έναν Ισραηλινό, στρατιώτη ή άμαχο, καταδικάζεται σε ισόβια από στρατοδικείο, το όνομά του και η φωτογραφία του δημοσιεύονται στις εφημερίδες και ο πρωθυπουργός ή ο αρχηγός της οργάνωσής του θεωρείται υπεύθυνος για την πράξη του. Οι Ισραηλινοί που σκοτώνουν Παλαιστίνιους, αντίθετα, δεν θεωρούνται ποτέ ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, τα ονόματά τους δεν γίνονται γνωστά, εκείνοι που τους στέλνουν να σκοτώσουν έχουν πλήρη ασυλία.

H προσωπική ιστορία κάθε Παλαιστίνιου κρατουμένου - σημειώνει η Ισραηλινή δημοσιογράφος - αποτελεί έκφραση του τρόπου με τον οποίο το Ισραήλ έχει επιβάλει μια ακραία υποκουλτούρα δύο μέτρων και δύο σταθμών, χωρίζοντας αίμα από αίμα, άνθρωπο από άνθρωπο, έθνος από έθνος. Το δικαίωμα χρήσης τηλεφώνου παρέχεται και στον χειρότερο εγκληματία του ποινικού δικαίου, όχι όμως και στους λεγόμενους «κρατουμένους ασφαλείας», ακόμη κι αν είναι υπήκοοι και κάτοικοι του Ισραήλ. Αντίθετα με τη διεθνή νομοθεσία, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι φυλακισμένοι δεν κρατούνται στα κατεχόμενα εδάφη, αλλά στο Ισραήλ. Ο δρόμος της μείωσης της ποινής ή της απονομής χάριτος είναι ανοιχτός για τους Εβραίους (ιδιαίτερα τους εποίκους), αλλά σχεδόν ερμητικά κλειστός για τους Παλαιστίνιους. Υπάρχει ακόμη κανείς που εκπλήσσεται όταν οι τελευταίοι θεωρούν απελευθερωτική πράξη κάθε ενέργεια που στρέφεται κατά του κατακτητή, όπως για παράδειγμα η απαγωγή στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ;

Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2006

Σάντι και Xένι



Στην Ινδία δεν μελετούν ιδιαίτερα το Ολοκαύτωμα. Αλλά ο λόγος που ο Βίκραμ Σεθ έγραψε το τελευταίο του βιβλίο δεν ήταν αυτός - ήταν η έκπληξή του για το πόσο μπορεί η Ιστορία να μεταμορφώσει δύο συνηθισμένους ανθρώπους.

Ο Σάντι και η Χένι συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Βερολίνο, τη δεκαετία του '30. Εκείνος ήταν Ινδός, είχε πάει στη Γερμανία για να σπουδάσει Οδοντιατρική κι είχε πιάσει σπίτι δίπλα στην οικογένειά της. Έκαναν παρέα, έβγαιναν έξω, αλλά τίποτα παραπάνω. Το 1936 ο Σάντι αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Λονδίνο. Εκεί τον συνάντησε τρία χρόνια αργότερα η Χένι, που ήταν Εβραία και είχε την πρόνοια να εγκαταλείψει τη χώρα της έναν μήνα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Το 1940 ο Σάντι παρουσιάστηκε στον βρετανικό στρατό περισσότερο για επαγγελματικούς λόγους παρά γιατί έτρεφε οποιαδήποτε αγάπη για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Βρέθηκε στην Αφρική, αποβιβάστηκε στην Ιταλία κι έχασε το δεξί του χέρι στη μάχη του Κασίνο, το 1944.
Εκείνη παρέμεινε στη Βρετανία, όπου έμαθε τον θάνατο της μητέρας της, του αδελφού της, της αδελφής της και άλλων συγγενών της. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1951. Κι άρχισε το δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης. Ο Σάντι έμαθε να ασκεί την οδοντιατρική με το αριστερό χέρι. Και η Χένι έπιασε ξανά επαφή με τη χώρα της βοηθώντας εκείνους που είχαν ανάγκη και διαρρηγνύοντας τους δεσμούς της με όσους είχαν συνεργαστεί με τους ναζί.

Ο Βίκραμ Σεθ έχει γράψει πολλά και διαφορετικά βιβλία: ένα αναφέρεται σε ένα ταξίδι στα Ιμαλάια, ένα άλλο στην ιστορία ενός Άγγλου βιολιστή που έχει πάθος με τον Μπετόβεν και με μια γυναίκα που δυστυχώς ανήκει σε άλλον. Το τελευταίο του βιβλίο όμως, με τίτλο «Δύο ζωές» (εκδ. Harper), δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι η αληθινή ζωή του θείου του και της γυναίκας του, που τον υιοθέτησαν όταν έφυγε στα 17 του χρόνια από την Ινδία και πήγε να σπουδάσει στο Λονδίνο. Είναι το χρονικό του έρωτα ανάμεσα σ' έναν Ινδό και μια Γερμανίδα, που έχασαν τα πάντα, αλλά αντί να πέσουν σε κατάθλιψη ξανάρχισαν από την αρχή, βρίσκοντας μάλιστα τη δύναμη να βοηθήσουν κι άλλους ανθρώπους. «Βρήκα τυχαία τις επιστολές της Χένι σε μια κασετίνα, στη σοφίτα της» λέει ο Σεθ στη Ρεπούμπλικα. «Ως Γερμανίδα που ήταν, είχε κρατήσει αντίγραφα όλων των επιστολών που είχε στείλει. Δεν είχα διαβάσει ποτέ ξανά κάτι τόσο δυνατό, τόσο συγκινητικό».

Πώς εξηγείται όμως ότι ένας άνθρωπος που στα 54 χρόνια του δεν έχει κάνει οικογένεια, ένας συγγραφέας που έχει γράψει ότι οι μόνιμες σχέσεις είναι κάτι πολύ βαρετό, φτάνει να εξυμνήσει τη σχέση του Σάντι και της Χένι; «Ένα ζευγάρι κλεισμένο στον εαυτό του μπορεί να γίνει πληκτικό. Αλλά αυτό δεν είναι αναπόφευκτο. Πιστεύω ότι μια σχέση που κρατάει είναι κάτι υπέροχο».

Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006

Θέλει να σκοτώσει όλες τις σαύρες



Ποιος έκαψε τη Χαλκιδική; H άναρχη ανάπτυξη, ένα κύκλωμα εμπρηστών, ένα τσιγάρο; Ποιος καίει κάθε χρόνο τα δάση της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας;

Ο ζωγράφος που έχει αποτυπώσει καλύτερα το θέμα των πυρκαγιών είναι χωρίς αμφιβολία ο Χιερόνιμους Βαν Άκεν, γνωστότερος ως Ιερώνυμος Μπος. Στις 13 Ιουνίου του 1463, όταν ήταν δεκατριών ετών, έπιασε φωτιά η μικρή πόλη της Βραβάντης στην οποία γεννήθηκε, το Ες Χερτόχενμπος. H πύρινη εκείνη κόλαση έρχεται και ξανάρχεται στους πίνακες του Ολλανδού ζωγράφου: το «Τρίπτυχο των Πειρασμών» (1505-1506), για παράδειγμα, μοιάζει με ανάμνηση εκείνης της φωτιάς.

Δεκατριών ετών ήταν και το κορίτσι από τη Γαλικία που διηγήθηκε στον συγγραφέα Μανουέλ Ρίβας κάτι που δεν ήξερε για τη φωτιά. Το κορίτσι αυτό, που είδε να καίγονται 800.000 στρέμματα γης σε δώδεκα ημέρες, είπε ότι η φωτιά μπορεί να μεταδίδεται υπογείως, τροφοδοτούμενη από τις ξερές ή νεκρές ρίζες των δέντρων. Εσύ νομίζεις πως είσαι ασφαλής, και η φωτιά προχωρεί σιωπηλά κάτω από τα πόδια σου, σαν τον τυφλοπόντικα. Ξαφνικά συναντά ένα ακόμη πιο ξερό κομμάτι και ξεπηδά στην επιφάνεια, ακριβώς δίπλα σου. Όλα αυτά δεν συμβαίνουν σε κάποια περίεργη χώρα ή σε κάποιον από τους πλανήτες που προστέθηκαν πρόσφατα στο ηλιακό σύστημα, αλλά σε μια σύγχρονη χώρα που βρίσκεται διαρκώς ανάμεσα σ' αυτό που ονομάζεται κρίση και σ' εκείνο που ονομάζεται ανάπτυξη, σε μια «κοινωνία του ρίσκου». Αυτή η δυτική χώρα, γράφει ο Ρίβας στην «Ελ Παΐς», χρειάζεται ένα νέο μοντέλο αναδάσωσης, μια νέα λογική διαχείρισης του δάσους, έναν νέο τρόπο αστικοποίησης της υπαίθρου. Να ανοίξει ξανά το Τρίπτυχο και να εξαφανιστούν, στο βαθμό του δυνατού, οι παράγοντες που προκάλεσαν τις φλόγες, τόσο οι άμεσοι όσο και οι έμμεσοι.

Πριν από μερικά χρόνια, ο Ουμπέρτο Έκο είχε γράψει ότι στην περίπτωση μιας πυρκαγιάς, το μόνο που πρέπει να γίνεται είναι να καλούνται το ταχύτερο δυνατόν οι πυροσβέστες. Ο Ιταλός φιλόσοφος ήθελε με τον τρόπο αυτόν να κάνει μια ειρωνική αναφορά στους διανοούμενους, οι οποίοι καλό είναι να σωπαίνουν όταν δεν έχουν να πουν τίποτα. Σε ανάλογα ειρωνικό ύφος, ο Αντόνιο Ταμπούκι είχε απαντήσει στον Έκο από τις σελίδες της «Γαστρίτιδας του Πλάτωνα»: «Εκτός από το να καλέσεις τους πυροσβέστες, καλό είναι και να αναρωτηθείς και γιατί κάηκε το σπίτι σου». Το ερώτημα αυτό, θυμάται ο Ρίβας, το έθετε και μια παλιά διαφήμιση της ισπανικής τηλεόρασης: ποιος καίει το βουνό; Ποιος έχει συμφέρον να κάψει τη χώρα του; Κανένας, φυσικά. Ο άνθρωπος που έκαψε 800.000 στρέμματα στη Γαλικία, ο άνθρωπος που έκαψε τη μισή Κασσάνδρα, είναι ένας μισότρελος γέρος που έχει μανία με τις σαύρες. Θέλει να σκοτώσει όλες τις σαύρες.

Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006

Tελικά, ποιος είναι ο ηλίθιος;



«Είναι ο Μπους ηλίθιος;». Το ερώτημα αυτό, που εδώ και χρόνια είναι στο μυαλό εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, αποτέλεσε την περασμένη εβδομάδα το κεντρικό θέμα μιας αμερικανικής τηλεοπτικής εκπομπής.

Ο παρουσιαστής δεν ήταν κάποιος φιλελεύθερος (αριστερός, όπως θα λέγαμε στην Ευρώπη) δημοσιογράφος, αλλά ο πρώην Ρεπουμπλικανός βουλευτής Τζο Σκάρμπορο που εργάζεται σήμερα στο κανάλι MSNBC. «H διανοητική αδυναμία του Τζωρτζ Μπους βλάπτει άραγε την αξιοπιστία της Αμερικής στο εσωτερικό και το εξωτερικό;», ρώτησε τους τηλεθεατές, για να προβάλει αμέσως ένα βίντεο όπου ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να μπερδεύει τις λέξεις, να σταματάει απότομα εν μέσω μιας ομιλίας για την τρομοκρατία ή να γελάει με πράγματα που κανείς άλλος δεν θα γελούσε. «Πιστεύω ότι ο πρόεδρος ανήκει σε μια δική του κατηγορία», ήταν η απάντηση του ίδιου του Σκάρμπορο. «Δεν νομίζω ότι διαθέτει το πνευματικό βάθος άλλων προέδρων. Το μεγάλο ερώτημα είναι λοιπόν αν ο Τζωρτζ Μπους έχει την πνευματική περιέργεια - εφόσον είναι σωστή αυτή η λέξη - να συνεχίσει να ηγείται αυτής της χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια».

Ο Μπους δεν είναι βέβαια ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που κατηγορείται για πνευματική ανεπάρκεια. Για τον Αϊζενχάουερ είχαν πει ότι ήταν ένας βλάκας που έπαιζε όλη τη μέρα γκολφ, για τον Φορντ ότι δεν μπορούσε να περπατά και να μασάει τσίχλα συγχρόνως και για τον Ρήγκαν ότι ήταν ένας μισότρελλος γέρος. Στην περίπτωση του σημερινού προέδρου, όμως, οι κατηγορίες πολλαπλασιάζονται σε ανησυχητικό βαθμό και προέρχονται ακόμη κι από πρώην συμμάχους του. «Είναι καιρός να το δηλώσουμε κατηγορηματικά: νικάμε στο Ιράκ», έγραφε τον Απρίλιο του 2005 ο Ριτς Λόουρι, διευθυντής του περιοδικού National Review, για να κάνει σήμερα στροφή 180 μοιρών και να γράψει στο τελευταίο τεύχος ότι «η επιτυχία στο Ιράκ μοιάζει πιο μακρινή από οποιαδήποτε άλλη στιγμή τα τρία τελευταία χρόνια». Ανάλογη εκτίμηση είχε κάνει προ μηνών και ο 80χρονος Ουίλιαμ Μπάκλεϊ Τζούνιορ, ιδρυτής του περιοδικού και ένας από τους «γκουρού» της συντηρητικής επανάστασης του Ρήγκαν. Αίσθηση προκάλεσε την περασμένη εβδομάδα και η φράση «ο Μπους είναι σκουπίδι», που η εφημερίδα Ιντιπέντεντ απέδωσε στον αντιπρόεδρο της βρετανικής κυβέρνησης Τζων Πρέσκοτ.

«Έχουν πει και χειρότερα για τον πρόεδρο», σχολίασε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου. Ίσως εν τέλει να είναι άδικο να διατυπώνονται υποθέσεις για την πνευματική επάρκεια ενός ηγέτη με βάση τις εκφραστικές δυσκολίες και τα σαρδάμ του. Άδικο, αλλά και βολικό: όλοι εκείνοι που υποστήριξαν τα τελευταία χρόνια τον Μπους, πολιτικοί, δημοσιογράφοι ή καλλιτέχνες, αποποιούνται τώρα κάθε ευθύνη επιρρίπτοντας αποκλειστικά στον ίδιο τις ευθύνες για τις επιλογές του. Στην επόμενη εκπομπή του, ίσως ο Σκάρμπορο να πρέπει να θέσει το ερώτημα: «Μήπως είμαι ηλίθιος;»

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

H πραγματική πολιτιστική επανάσταση



«Είκοσι εκατομμύρια Κινέζοι παίζουν σήμερα πιάνο, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Αυτή είναι η πραγματική κινεζική , πολιτιστική επανάσταση».

Ο Λανγκ Λανγκ γεννήθηκε πριν από 24 χρόνια στο Σενυάν και στα πέντε του έπαιζε ήδη Μότσαρτ. Σήμερα είναι ο γνωστότερος Κινέζος πιανίστας της γενιάς του και δίνει διαρκώς συναυλίες: την περασμένη εβδομάδα ήταν στο Tuscan Sun Festival για να συνοδεύσει τον βαρύτονο Ντμίτρι Χβοροστόσκι σε ένα ρεσιτάλ αφιερωμένο στον Τσαϊκόφσκι, χθες ερμήνευσε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το Κονσέρτο K453 του Μότσαρτ υπό τη διεύθυνση του 80χρονου Πιερ Μπουλέζ. «H Κίνα δεν είναι πλέον απομονωμένη, αποτελεί μέρος του κόσμου», λέει στη Στάμπα. «Όλες οι οικογένειες στέλνουν τα παιδιά τους να μελετήσουν την κλασική μουσική της Δύσης, πρώτον επειδή τώρα αρχίζουν να την ανακαλύπτουν και τους αρέσει, δεύτερον επειδή το να παίζεις δυτική μουσική σού προσφέρει κοινωνικό κύρος. Για να αγοράσει κάποιος ένα πιάνο, βέβαια, χρεώνεται για μια ζωή».

Ο Λανγκ Λανγκ ζει ανάμεσα στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περισσότεροι από τους Ρώσους συναδέλφους του, αντίθετα, εγκαταλείπουν τη χώρα τους και παίρνουν δυτική υπηκοότητα. H τραγουδίστρια της όπερας Άννα Νετρέμπκο δεν άντεχε άλλο να περνά από την εξευτελιστική διαδικασία της βίζας για κάθε διεθνή εμφάνισή της και τον περασμένο μήνα απέκτησε αυστριακό διαβατήριο. H Λόλα Αστάνοβα, που γεννήθηκε στην Τασκένδη το 1982 και από τα οκτώ της χρόνια έπαιζε πιάνο σε περιοδείες, έχει εγκατασταθεί πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως λέει, «εγκατέλειψα την πατρίδα μου γιατί είναι καλύτερα να είσαι ένα μηδενικό στη δημοκρατία, παρά ένα εικόνισμα για εκατομμύρια ανθρώπους στον δεσποτισμό».

Ο Στάλιν, ο Χρουστσώφ και ο Μπρέζνιεφ ονειρεύονταν μια Σοβιετική Ένωση όπου αφοσιωμένοι πολίτες θα έκτιζαν όλη την ημέρα το σοσιαλιστικό όνειρο και τα βράδια θα μελετούσαν τις υψηλές τέχνες. Όπως και οι σημερινοί Κινέζοι ηγέτες πίστευαν ότι η δημοκρατία είναι περιττή, κάθε σπίτι όμως πρέπει να έχει ένα πιάνο. Τα χρόνια πέρασαν, οι ανάγκες άλλαξαν και τώρα χιλιάδες Ρώσοι πουλάνε τα πιάνα τους για να τοποθετήσουν στη θέση τους έπιπλα IKEA και γιαπωνέζικα στερεοφωνικά συστήματα. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας Moscow Times, 357 πιάνα διατέθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο σε έναν πλειστηριασμό on line στη Μόσχα, ενώ ανάλογη διαδικασία ακολουθείται για 2.000 πιάνα σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες ακόμη πιάνα πωλούνται μέσα από μικρές αγγελίες, ακόμη και χαρίζονται, υπό τον όρο οι ενδιαφερόμενοι να αναλαμβάνουν τη μεταφορά τους.

«Κάποτε αυτή η χώρα ενθάρρυνε τη γνώση και την πραγματική κουλτούρα, σήμερα παράγει ηλίθιους που ενδιαφέρονται μονάχα για τα λεφτά», παραπονιέται ένας δάσκαλος του πιάνου. Δυστυχώς, αντί οι γονείς του Βλαντίμιρ Πούτιν να τον στείλουν να μάθει κανένα όργανο, τον έβαλαν στην KGB.

Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006

H ήττα των Eλευθεριακών



Οι πιο γνωστοί είναι ο Μίλτον Φρίντμαν, που έχει τιμηθεί με το Νόμπελ Οικονομίας, και ο Μάρτιν Φελντστάιν, πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Ρόναλντ Ρήγκαν. Ανάμεσα στα think-tanks που υποστήριξαν τις απόψεις τους ήταν το Cato Institute, ενώ η πιο γνωστή ομάδα πίεσης λεγόταν «Αμερικανοί για τη φορολογική μεταρρύθμιση»: ο πρόεδρός της, κάποιος Γκρόβερ Νόρκιστ, έχει μείνει στην ιστορία για την αποστροφή του ότι η κυβέρνηση πρέπει να συρρικνωθεί τόσο ώστε να πνιγεί σε μια μπανιέρα. Είναι οι περίφημοι Ελευθεριακοί ή Ελευθεριστές (libertarians), που τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είχαν εξαπολύσει, κυρίως στην Αμερική αλλά και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες, σφοδρή επίθεση εναντίον του κράτους. H οριστική ήττα αυτού του ρεύματος έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Όπως γράφει όμως ο Μάικλ Λιντ στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, πρόκειται για το πιο σημαντικό γεγονός στην παγκόσμια πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Πολύ σημαντικότερο από το Ιράκ, από τον Λίβανο ή από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.

Ανάμεσα στη δεκαετία του '30 και τη δεκαετία του '60, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες υιοθέτησαν διάφορες εκδοχές του κοινωνικού κράτους. Οι εκδοχές αυτές έγιναν δεκτές από όλα τα κόμματα του πολιτικού φάσματος, δεξιά, κεντρώα και αριστερά, αλλά όχι από τους Ελευθεριακούς. Εκείνοι ήθελαν την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, την αντικατάσταση των συντάξεων με ιδιωτικούς λογαριασμούς, την κατάργηση της δημόσιας εκπαίδευσης και γενικώς την αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από μια «κοινωνία της ευκαιρίας» ή «κοινωνία της ιδιοκτησίας». Πολλοί Αμερικανοί πρόεδροι, από τον Ρήγκαν μέχρι τον Μπους, προσπάθησαν να προωθήσουν ορισμένα από τα μέτρα αυτά. Πάντα προσέκρουαν όμως στην αντίδραση της κοινωνίας και αναγκάζονταν να κάνουν πίσω. Ο σημερινός πρόεδρος, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν κατάφερε να προωθήσει την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης - που αποτελούσε κεντρική θέση του προγράμματός του -, αλλά δημιούργησε και το πρόγραμμα φαρμάκων για ηλικιωμένους, τη μεγαλύτερη επέκταση της κοινωνικοποιημένης ιατρικής από τότε που ο Λύντον Τζόνσον εγκαινίασε το Medicare, το 1965.

H μόνη επιτυχία των Ελευθεριακών ήταν η μείωση των φόρων, αλλά και αυτό το μέτρο θα ανατραπεί τα επόμενα χρόνια προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα. H αντεπανάστασή τους ηττήθηκε. Το κέντρο βάρους της πολιτικής οικονομίας, σημειώνει ο Λιντ, θα μετατοπιστεί προς τα αριστερά, αλλά δεν θα αναβιώσει ο σοσιαλισμός. H νέα διαχωριστική γραμμή δεν θα είναι μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά μεταξύ μιας ελίτ που θα υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση και μιας λαϊκιστικής, εθνικιστικής πλειοψηφίας. Μοιραία θα υπάρχει και ένας νέος «τρίτος δρόμος», αλλά ο γκουρού που θα τον περιγράψει δεν έχει βρεθεί ακόμη.

Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Tους παρέδωσε χωρίς να τους πειράξει



Σκότωσαν άμαχους Ισραηλινούς εκτοξεύοντας πυραύλους στα σπίτια τους. Κατηγορήθηκαν ότι κρύβουν τα όπλα τους σε σχολεία και τζαμιά, όπως έκανε ο Σαντάμ. Όμως η Χεζμπολάχ έχει δώσει και μαθήματα ανθρωπισμού.

Στο βιβλίο του «Ένα όχι και τόσο παράξενο όνειρο», ο θρυλικός ανταποκριτής τού CBS, Έρικ Σίβαρεϊντ, περιγράφει την εκτέλεση έξι συνεργατών των ναζί στην Γκρενόμπλ, το 1944. «Όταν έφτασε το φορτηγάκι της αστυνομίας και βγήκαν οι έξι μελλοθάνατοι, το πλήθος έβγαλε μια τρομακτική κραυγή (...) Ακούστηκε ο τραχύς, μεταλλικός ήχος του κλείστρου του πολυβόλου κι ύστερα η εκπυρσοκρότηση. Οι έξι νέοι άνδρες έπεσαν στα γόνατα, με τα κεφάλια τους να γέρνουν προς τη μια πλευρά. Ένας αξιωματικός έτρεξε από τον ένα στον άλλο δίνοντάς τους τη χαριστική βολή με ένα περίστροφο, ενώ ένα από τα θύματα κουνούσε το στόμα του σαν να ήθελε να πει κάτι στον εκτελεστή. Μετά την τελευταία βολή, ακούστηκε και πάλι η τρομερή, άγρια κραυγή από το πλήθος. Μητέρες με μωρά έτρεξαν να δουν από κοντά τα πτώματα, ενώ μικρά αγόρια έφτυναν πάνω τους. Ύστερα το πλήθος διαλύθηκε, φωνάζοντας και γελώντας. Βάρβαρο;».

H βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε αυτή την εβδομάδα να αποκαταστήσει τους 306 αξιωματικούς και στρατιώτες που εκτελέστηκαν στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο για δειλία ή λιποταξία. Χρειάστηκε σχεδόν ένας αιώνας για να αναγνωριστεί το δικαίωμα ενός ανθρώπου να τρομάζει μπροστά στην προοπτική να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Βάρβαρο;

Από το 1978 έως το 2000, το Ισραήλ είχε καταλάβει ένα μεγάλο μέρος του Λιβάνου. Για να μειώσει την πίεση και τους κινδύνους για τους στρατιώτες του, δημιούργησε τον λεγόμενο Στρατό του Νοτίου Λιβάνου (SLA), που στελεχώθηκε κυρίως από σιίτες μουσουλμάνους και δευτερευόντως από χριστιανούς. Ο στρατός αυτός έμεινε στην Ιστορία για την ωμότητα των μεθόδων του και το υψηλό ποσοστό των λιποταξιών. Όταν τα ισραηλινά στρατεύματα εγκατέλειψαν ξαφνικά τον Λίβανο, τον Μάιο του 2000, οι Λιβανέζοι συνεργάτες τους αιφνιδιάστηκαν. Άλλοι διέφυγαν στο Ισραήλ, αλλά οι περισσότεροι έμειναν πίσω. H Χεζμπολάχ ανακατέλαβε τα εδάφη, κατάσχεσε τα όπλα των Ισραηλινών στρατιωτών - για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον της χώρας τους έξι χρόνια αργότερα - και παρέδωσε τους άνδρες του SLA στην κυβέρνηση χωρίς να τους πειράξει. Όπως γράφει ο συνιδρυτής της οργάνωσης, σεΐχης Ναΐμ Κασέμ, στο βιβλίο του «Χεζμπολάχ: H Ιστορία από μέσα», η ηγεσία της αντίστασης έδωσε σαφή εντολή να μη γίνει καμιά εκδικητική πράξη, για οποιονδήποτε λόγο. Βάρβαρο;

Το επίτευγμα της Χεζμπολάχ, γράφει ο Τσαρλς Γκλας στο London Review of Books, είναι ότι ανήκει στη σύγχρονη εποχή - κι ας την διοικούν άνθρωποι που φορούν τουρμπάνια. Αν οι Ισραηλινοί είχαν να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιο αντίπαλο το 1948, ίσως η έκβαση του Πολέμου της Ανεξαρτησίας να ήταν διαφορετική.

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Xαιρετούσε και τις κυρίες



Υπάρχουν πολλοί γνωστοί περιηγητές στην Ιστορία. Ο Μάρκο Πόλο διέτρεξε συνολικά 22.000 χιλιόμετρα. Ο Ιμπν Μπατούτα λέγεται ότι κάλυψε πάνω από 120.000 χιλιόμετρα. Αλλά ένας άσημος Βρετανός τούς βάζει όλους κάτω.

Περπάτησε μέχρι τα βάθη της Σιβηρίας. Ταξίδεψε στη Βραζιλία. Διέσχισε τη Νότια Αφρική. Εξερεύνησε άγνωστες περιοχές της Αυστραλίας. Κατάφερε να βγει ζωντανός ακόμη κι από τους ληστές που λυμαίνονταν τα Βαλκάνια. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, διέτρεξε περισσότερα από 400.000 χιλιόμετρα σε πέντε ηπείρους και 200 διαφορετικούς πολιτισμούς. Κι όλα αυτά για το κέφι του, χωρίς να τον πληρώνει κανείς. Τον έλεγαν Τζέημς Χόλμαν. Και ήταν τυφλός.

Ο Χόλμαν δεν γεννήθηκε τυφλός. Αντίθετα, ήταν ένα γεροδεμένο παιδί. Τα προβλήματα άρχισαν όταν ο πατέρας του τον έστειλε να δουλέψει στη θάλασσα. Το κρύο και η υγρασία στις ακτές της Βόρειας Αμερικής τού έκαναν κακό, πρώτα άρχισε να πονά στους αστραγάλους, ύστερα σε όλο του το σώμα, ώσπου μια μέρα ξαφνικά τυφλώθηκε. Άλλοι στη θέση του θα έπεφταν σε κατάθλιψη. Αλλά εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Όπως γράφει ο Τζέισον Ρόμπερτς στο βιβλίο του «Μια αίσθηση του κόσμου: Πώς ένας Τυφλός έγινε ο Μεγαλύτερος Περιηγητής του Κόσμου» (εκδ. Simon & Schuster), ο Χόλμαν έμαθε να μετακινείται μ' ένα μπαστούνι τόσο γρήγορα και τόσο επιδέξια, ώστε έμπαινε σε πολυσύχναστα εστιατόρια του Λονδίνου κι έβρισκε μόνος του το σωστό τραπέζι. Λέγεται μάλιστα πως διέσχιζε τον δρόμο και την κατάλληλη στιγμή έβγαζε το καπέλο του για να χαιρετήσει μια κυρία.

Το πρώτο του μεγάλο κατόρθωμα ήταν η ανάβασή του στον Βεζούβιο το 1821, κατά τη διάρκεια της έκρηξης του ηφαιστείου. Την ώρα που οι συνταξιδιώτες του είχαν πανικοβληθεί από τα σύννεφα των θειούχων αερίων, εκείνος περπατούσε με αυτοπεποίθηση, γνωρίζοντας ότι το μπαστούνι του δεν θα τον πρόδιδε. Όταν γύρισε στην Αγγλία, συγκέντρωσε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει και έγραψε ένα βιβλίο, το οποίο πήγε καλά. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τα επόμενα. Ο Χόλμαν είχε αποκτήσει ήδη εχθρούς και ανταγωνιστές, που τον διέβαλλαν και ισχυρίζονταν ότι δεν έκανε ποτέ αυτά για τα οποία έγραφε. Αλλά εκείνος συνέχισε να περιπλανιέται και να γράφει, δίνοντας όλο και μεγαλύτερη σημασία στο ταξίδι και όλο και λιγότερη στην προσωπική του ιδιαιτερότητα. Όταν έφτασε στην Κεϋλάνη, έμαθε ότι υπήρχε πρόβλημα με εξαγριωμένους ελέφαντες στην τοπική ζούγκλα. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, δανείστηκε ένα τουφέκι κι έφυγε για κυνήγι.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, σημειώνει η «Γκάρντιαν», ο Τζέημς Χόλμαν κατακτά τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των περιηγητών. Πώς θα αντιμετώπιζε άραγε σήμερα το «πολιτικά ευπρεπές» κλίμα της εποχής μας; Με την ίδια περιφρόνηση που αντιμετώπιζε τότε εκείνους που τον θεωρούσαν ένα επαχθές ανθρώπινο φορτίο. Θα συνέχιζε να ταξιδεύει.

Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006

Aντισημίτες και ισλαμοφασίστες



Εκτός από τον πόλεμο των βομβών και των πυραύλων, στη Μέση Ανατολή μαίνεται κι ένας πόλεμος των λέξεων. Που, πολύ συχνά, έχει κι αυτός ανθρώπινα θύματα.

«Δεν αναγνωρίζουμε πλέον το Κράτος του Ισραήλ, όπως δεν αναγνωρίζαμε το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ή το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Πρέπει να συνηθίσουμε την ιδέα: το Κράτος του Ισραήλ στη σημερινή του μορφή αποτελεί ιστορία». Αυτά έγραψε στην εφημερίδα του Όσλο Αφτενπόστεν ο Γιοστέιν Γκάαρντερ, γνωστός από τον «Κόσμο της Σοφίας». Στο άρθρο του με τίτλο «Ο περιούσιος λαός», ο Νορβηγός συγγραφέας φαντάζεται το ισραηλινό έθνος να καταρρέει μετά τα νέα εγκλήματα στον Λίβανο, βλέπει τον πληθυσμό να οδηγείται σε μια νέα διασπορά και καλεί τις χώρες που θα τους δεχθούν να δείξουν έλεος σ' αυτά τα «σαλιγκάρια χωρίς κέλυφος», να δώσουν στους Ισραηλινούς πρόσφυγες «καταφύγιο, γάλα και μέλι».

Το παραλήρημα του Γκάαρντερ προκάλεσε σάλο, η Νορβηγίδα δημοσιογράφος Μόνα Λέβιν είπε πως είναι ό,τι πιο χυδαίο έχει διαβάσει μετά το «Mein Kampf», και το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ ζήτησε από τους «έντιμους Νορβηγούς» να καταδικάσουν αυτόν τον ακραίο αντισημίτη. Με ποιον τρόπο άραγε; Θα ξαναρχίσει ο καβγάς για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης στις δυτικές δημοκρατίες; Οι προφητείες του Γκάαρντερ είναι αφελείς, η ανάλυσή του στηρίζεται αποκλειστικά στο συναίσθημα. Αλλά, επιτέλους, έχει δικαίωμα να λέει ό,τι θέλει. Κι αν κάτι προκαλεί φόβο δεν είναι οι απόψεις του, αλλά η συμβουλή που του έδωσε μια ειδικός για τη Μέση Ανατολή, ονόματι Χίλντε Χένρικσεν Βάαγκε, να αναζητήσει σωματοφύλακα και δικηγόρο και να εγκαταλείψει τη χώρα.

Έντονες αντιδράσεις, από άλλη πλευρά βέβαια, προκάλεσε και η αποστροφή του Μπους ότι η χώρα του βρίσκεται σε πόλεμο με τους «ισλαμοφασίστες». Εδώ το ζήτημα είναι διαφορετικό. Όταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών χρησιμοποιεί έναν όρο, πρέπει να ξέρει για τι μιλάει. Στην ιστορία του 20ού αιώνα, γράφει ο Σέρτζιο Ρομάνο στην Κοριέρε, υπήρξαν πολλοί Άραβες που συνεργάστηκαν με τον Μουσολίνι και τους ναζί. Ανάμεσά τους, ο μουφτής της Ιερουσαλήμ Αμίν Αλ Χουσεΐνι, που στρατολόγησε μουσουλμάνους της Βοσνίας για να συγκροτήσουν τη μεραρχία των SS Χαντζάρ, και ο Ρασίντ Αλί Αλ Γκαϊλάνι, που κυβέρνησε το Ιράκ για τέσσερις μήνες το 1941. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί ήταν εθνικιστές, όχι φασίστες. Το μόνο καθεστώς της Μέσης Ανατολής που ενσάρκωνε την αραβική εκδοχή του φασισμού ήταν του Σαντάμ Χουσεΐν. Κι όσο κι αν ο πρόεδρος Μπους φαίνεται να το ξεχνά, το καθεστώς εκείνο ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Ιράν του Χομεϊνί. Στον πόλεμο ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες (1980-88), οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν, έτσι, τους φασίστες εναντίον των ισλαμιστών...

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

Tότε το μέλλον ήταν καλύτερο



«Τίποτε δεν είναι σημαντικότερο από το να μάθουμε να σκεφτόμαστε ανεμπόδιστα και βαθιά. H βαθιά σκέψη κάνει και τα μεγάλα πρόσωπα». Μπέρτολτ Μπρεχτ

Υπάρχουν ασφαλώς μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην εποχή μας και την περίοδο του Μεσοπολέμου. Έχουμε δημιουργήσει ένα τείχος που μας προστατεύει από τις βόμβες και τους σεισμούς, έναν ψυκτικό μηχανισμό που μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι δεν καιγόμαστε από τη λάβα των ηφαιστείων. Όμως τα ηφαίστεια υπάρχουν, άλλα έχουν εκραγεί και άλλα ετοιμάζονται, κάτω από το εύθραυστο περίβλημα της ασφάλειας διακρίνονται εύκολα ο φόβος και η σύγχυση. Ζούμε καλύτερα από τις προηγούμενες γενιές, αλλά φοβόμαστε περισσότερο από εκείνες για το μέλλον των παιδιών μας. Όπως έλεγε ο μεγάλος ηθοποιός του καμπαρέ Καρλ Βάλεντιν, «τότε το μέλλον ήταν πολύ καλύτερο».

Ο λαμπρότερος ίσως μαθητής του Βάλεντιν, γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις στην Κοριέρε ντέλα Σέρα, ήταν ένας άνθρωπος που πρωταγωνίστησε για πολλές δεκαετίες στο θέατρο και τη λογοτεχνία όχι μόνο της πατρίδας του αλλά όλου του κόσμου. Δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Ήταν εγωκεντρικός, οι σχέσεις του με τους ανθρώπους βασίζονταν στην αρχή «χρησιμοποίησέ τους και πέτα τους». Οι βιογράφοι του λένε ότι δεν του άρεσε και τόσο το νερό και το σαπούνι, γεγονός που έκανε τις εκάστοτε ερωμένες του να διαμαρτύρονται. Και τα ποιήματά του για το αλάθητο του Κομμουνιστικού Κόμματος και τα εκατό του μάτια που παρακολουθούν τα πάντα δεν τα αποκήρυξε ποτέ. Θα έλεγε κανείς ότι ο κόσμος τιμά αυτές τις ημέρες τη μνήμη του Μπέρτολτ Μπρεχτ (για τα 50 χρόνια από τον θάνατό του, το θρυλικό Berliner Ensemble φιλοξενεί αυτές τις τρεις εβδομάδες παραστάσεις, συναυλίες και εκθέσεις) παρά τη φορτισμένη του σχέση με την πολιτική. Λάθος: ο συγγραφέας της «Όπερας της πεντάρας» επιστρέφει και θα επιστρέφει πάντα, χάρις στον πολιτικό χαρακτήρα του έργου του.

Κι αυτό - σημειώνει ο Μάγκρις - επειδή ήταν ένας ποιητής που κοίταξε κατά πρόσωπο, κατανόησε και εξέφρασε με ιδιαίτερη δύναμη τα δεινά και τις ελπίδες του αιώνα, τις αντιφάσεις του, τους δεσμούς ανάμεσα στην Ιστορία, τις κοινωνικές σχέσεις και την ατομική δυναμική. Ήταν ένας από τους λίγους κλασικούς που συμφιλίωσε την ορθολογιστική κατανόηση του κόσμου με την ελεύθερη και αχαλίνωτη φαντασία που επανεφευρίσκει τον κόσμο. Ακούραστος υπερασπιστής της προόδου, δεν δίστασε να καταγγείλει τις καταστροφικές της παρεκκλίσεις. H μαρξιστική του παιδεία μπορεί να τον παρέσυρε σε υπερβολές, του επέτρεψε όμως να έλθει σε άμεση επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα. Κι είναι ένας από τους λίγους ποιητές που, μισόν αιώνα μετά τον θάνατό του, απαγγέλλουμε τους στίχους του σαν να τραγουδάμε ένα αγαπημένο μας τραγούδι.

Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006

Ο νέος ασθενής της Eυρώπης



Ο «Πολωνός υδραυλικός» αποδείχθηκε μύθος. Αντ' αυτού εισβάλλει στην Ευρώπη ο «Πολωνός ακροδεξιός». Τον λένε Ρόμπερτ Στρακ. Είναι βουλευτής της Ένωσης Πολωνικών Οικογενειών, η οποία κατέχει 29 από τις 460 έδρες του Κοινοβουλίου και συμμετέχει στην κυβέρνηση του Γιάροσλαβ Καζίνσκι. Ο Στρακ συγκεντρώνει υπογραφές υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος με θέμα την επιβολή θανατικής ποινής στους δολοφόνους παιδεραστές. Με βάση το Σύνταγμα χρειάζεται 500.000 υπογραφές. Και είναι σίγουρος πως θα πετύχει τον στόχο του, αφού οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 70%-80% των Πολωνών τάσσεται υπέρ της θανατικής ποινής για τα ακραία εγκλήματα. Ξέρει βέβαια ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιτίθεται σε αυτό το μέτρο. Όπως λέει όμως στη «Λιμπερασιόν», «αυτό που έχει σημασία είναι να μιλήσει ο λαός».

Ο Στρακ και οι άλλοι ακροδεξιοί δεν είναι μόνοι. Έχουν στο πλευρό τους τον πρόεδρο της χώρας, Λεχ Καζίνσκι, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στο κρατικό ραδιόφωνο πως ήταν, είναι και θα είναι οπαδός της θανατικής ποινής. Εξέφρασε μάλιστα και την πεποίθηση ότι η Ευρώπη θα αλλάξει στάση σε αυτό το θέμα. Αλλά και το κυβερνών κόμμα, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Δίκαιο και Ελευθερία, προτίθεται να αρχίσει σχετική εκστρατεία. H αφορμή στάθηκε ο βιασμός ενός κοριτσιού στο Κεπίτσε, μια περιοχή βόρεια της Βαρσοβίας, και η κινηματογράφηση του εγκλήματος. Οι υποστηρικτές της ιδέας τού δημοψηφίσματος το τοποθετούν τον ερχόμενο Νοέμβριο. Στη συνέχεια σκοπεύουν να ζητήσουν την υποστήριξη άλλων λαών της Ευρώπης που έχουν ευαισθητοποιηθεί όσον αφορά τα εγκλήματα των παιδεραστών, όπως οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και οι Βέλγοι.

H επιβολή της θανατικής ποινής απαγορεύεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χάρτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υιοθετήθηκε το 2000 αναφέρει στο άρθρο 2 ότι «κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί στην ποινή του θανάτου ούτε να εκτελεστεί». Απαγορευμένο είναι το μέτρο αυτό και στις 46 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης. H Τουρκία απαγόρευσε τη θανατική ποινή το 2002. H Ρωσία έχει δεσμευθεί να κάνει το ίδιο. Και τώρα έρχεται η Πολωνία να προτείνει ένα σύστημα α λα αμερικανικά, όπου κάθε χώρα - μέλος θα μπορεί να έχει τους δικούς της νόμους για τέτοια ζητήματα. «H χώρα αυτή ήταν κάποτε κινητήρας μεγάλων προοδευτικών ιδεών με το συνδικάτο Αλληλεγγύη, που ανέτρεψε ειρηνικά τον κομμουνισμό» σημειώνει ο ανεξάρτητος γερουσιαστής Κριστόφ Πιέσιεβιτς, φίλος του σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι και συγγραφέας των περισσοτέρων σεναρίων του. «Είναι κρίμα που η ίδια αυτή χώρα μετατρέπεται τώρα σε δεξαμενή των πιο οπισθοδρομικών ιδεών».

Πολωνία, ο νέος ασθενής της Ευρώπης.

Παρασκευή, Αυγούστου 11, 2006

Tο κέντρο του τέλους του κόσμου



Αν, λέμε αν, λυθεί ποτέ το Παλαιστινιακό, θα πάψουμε άραγε να βλέπουμε σκηνές όπως οι χθεσινές στα αεροδρόμια της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών; Αν νικηθεί ο αμερικανοσιωνιστικός ιμπεριαλισμός, θα εξαφανιστεί από προσώπου γης και η τρομοκρατία;

Περίπου 180.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τον Φεβρουάριο του 2003 στο Νταρφούρ του Σουδάν, μας πληροφορούσαν χθες οι γειτονικοί «Δρόμοι». Τα δύο εκατομμύρια έχουν φτάσει οι εκτοπισμένοι. Αλλά τα εγκλήματα που διαπράττουν μουσουλμάνοι εναντίον μουσουλμάνων δεν απασχολούν ιδιαίτερα ούτε τις κυβερνήσεις και την κοινή γνώμη των αραβικών χωρών ούτε την ένοχη συνείδηση των Ευρωπαίων.

Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά, έχουν σκοτωθεί τα τελευταία χρόνια στις επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού στην Τσετσενία. Αλλά κανένα Συμβούλιο Ασφαλείας δεν έχει συνεδριάσει για να καταδικάσει αυτό το έγκλημα χριστιανών εναντίον μουσουλμάνων, καμιά διαδήλωση οργισμένων μουσουλμάνων δεν έχει γίνει στις δυτικές πρωτεύουσες, κανένας γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών δεν έχει μιλήσει για «κάτι που προσεγγίζει το έγκλημα πολέμου».

Γιατί οι μόνοι θάνατοι μουσουλμάνων που μετράνε είναι εκείνοι για τους οποίους ευθύνονται οι Εβραίοι; Μήπως ο πρόεδρος Αχμαντινεζάντ, με τις διακηρύξεις του για το σβήσιμο του Ισραήλ από τον χάρτη, διατυπώνει δημοσίως αυτό που κατά βάθος πιστεύει η παγκόσμια κοινή γνώμη; Αφήνοντας τον αντισημιτισμό στην άκρη, ο Γάλλος φιλόσοφος Αντρέ Γκλυκσμάν αναζητεί την απάντηση σε μια «σουρεαλιστική γεωπολιτική». Δεν υπάρχει ειδικός που να μην υποστηρίζει εδώ και χρόνια ότι η σύγκρουση της Μέσης Ανατολής βρίσκεται στην καρδιά του παγκόσμιου χάους, αποτελεί το κλειδί των παγκόσμιων προβλημάτων. Δεν υπάρχει διπλωμάτης που να μην επαναλαμβάνει ότι οι πόρτες της κολάσεως, αλλά και το «σουσάμι» της επιστροφής στην παγκόσμια αρμονία, βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με το «σκληρό» σενάριο, όσο συνεχίζεται η αντιπαράθεση ανάμεσα σε 4 εκατομμύρια Ισραηλινούς και ισάριθμους Παλαιστίνιους, 300 εκατομμύρια Άραβες και 1,5 δισεκατομμύριο μουσουλμάνοι είναι καταδικασμένοι να ζουν στο μίσος, το αίμα και την καταπίεση. Σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο, είναι αρκετό να υπάρξει ειρήνη στην Ιερουσαλήμ για να σβήσουν οι πυρκαγιές στην Τεχεράνη, τη Βαγδάτη, το Καράτσι και το Χαρτούμ και να βασιλεύσει η ομαλότητα.

Αν οι μεταμοντέρνοι διανοητές διακήρυξαν το τέλος των ιδεολογιών, γράφει ο Γκλυκσμάν στη Φιγκαρό, εμείς συνεχίζουμε να ζούμε σε πλήρη ιδεολογική σύγχυση, έχοντας αντικαταστήσει τη μάταιη ελπίδα της τελικής μάχης με το αγωνιώδες κήρυγμα μιας επίσης τελικής και απόλυτης καταστροφής. H Ιερουσαλήμ δεν είναι το κέντρο του κόσμου παρά μόνο επειδή είναι το κέντρο του τέλους του κόσμου. Κάθε σύγκρουση στη Μέση Ανατολή παίζει τον ρόλο της γενικής πρόβας πριν από την έσχατη έκρηξη. Ο δρόμος που οδηγεί από τη σουρεαλιστική γεωπολιτική στο ντελίριο είναι ολισθηρός.

Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006

Xορός ώς τον θάνατο



Το έργο λέγεται Terre Haute και θα παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου μέχρι τις 28 Αυγούστου. Είναι η ιστορία μιας πραγματικής αν και σουρεαλιστικής φιλίας, ενός χορού δύο ακραίων προσωπικοτήτων μέχρι τον θάνατο.

Ο Τίμοθυ ΜακΒέι ήταν ένας βετεράνος του Πολέμου του Κόλπου που είχε πειστεί ότι η χώρα του εγκατέλειψε το Σύνταγμά της και έγινε μια σοσιαλιστική τυραννία με πολύ υψηλή φορολογία. Για να την τιμωρήσει και να την επαναφέρει στον σωστό δρόμο ανατίναξε στις 19 Απριλίου του 1995 ένα φορτηγό γεμάτο εκρηκτικά μπροστά στα γραφεία του FBI, στην Οκλαχόμα. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν 168 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων 19 παιδιά. Το μπλουζάκι που φορούσε ο Αμερικανός τρομοκράτης έγραφε τα λόγια του Τόμας Τζέφερσον: «Το δέντρο της ελευθερίας πρέπει να αναζωογονείται κάθε τόσο με το αίμα των πατριωτών και των τυράννων».

Ο Γκορ Βιντάλ είναι ένας διάσημος Αμερικανός συγγραφέας που πιστεύει ότι η χώρα του έχει πάψει να είναι δημοκρατία και έχει μετατραπεί σε αυτοκρατορία, με την κυβέρνηση να πολεμά τους αδυνάτους και τον στρατό να οργανώνει προβοκάτσιες σαν την 11η Σεπτεμβρίου. Με άλλα λόγια, καταγγέλλει τη χώρα του από τα αριστερά. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να ενδιαφερθεί για την υπόθεση του ανθρώπου που την κατήγγειλε από τα δεξιά - ή μάλλον τα ακροδεξιά. Ο ομοφυλόφιλος σοσιαλιστής αντήλλαξε μια σειρά επιστολών με τον ομοφοβικό νεοναζί για τον θάνατο της Μεγάλης Δημοκρατίας. Επρόκειτο μάλιστα να παραστεί και στην εκτέλεσή του, στις 11 Ιουνίου του 2001, αλλά η υγεία του δεν του το επέτρεψε.

Γνωστός από τα βιβλία του με ομοφυλόφιλα όργια, ο Έντμουντ Ουάιτ φαντάστηκε ότι η συνάντηση αυτή συνέβη. «Οι περισσότεροι Αμερικανοί πιστεύουν ότι ανατίναξες εκείνο το κτίριο επειδή είσαι τρελός», λέει ο Βιντάλ στον ΜακΒέι, που φοράει μια πορτοκαλί φόρμα και είναι κλεισμένος σε ένα κλουβί. «Δεν καταλαβαίνουν ότι αντέδρασες για τις σφαγές στο Ουάκο, για τις δολοφονίες του Αλλιέντε και του Λουμούμπα, για τους πολέμους στο Κόσοβο και την Κορέα, για την ηλεκτρονική παρακολούθηση 30 εκατομμυρίων Αμερικανών». H συζήτηση συνεχίζεται σε αυτούς τους τόνους, μέχρι τη στιγμή που ο τρομοκράτης αρχίζει να μιλάει για τους οκτώ Εβραίους τραπεζίτες που ελέγχουν τη FED. Ο Βιντάλ χάνει τότε την υπομονή του. «Πόσο βλάκας υπήρξα!», ομολογεί σε μια έκρηξη αυτοκριτικής που κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζει την πραγματική του ζωή.

Στην τελευταία τους συνάντηση - γράφει στην Ιντιπέντεντ ο Γιόχαν Χάρι που παρακολούθησε την παράσταση - ο ΜακΒέι ρωτά τον Βιντάλ τι θα έκανε αν ήταν οι δυο τους μόνοι και ελεύθεροι σε ένα δωμάτιο. «Θα σου ξεκούμπωνα το πουκάμισο και θα ακούμπαγα το κεφάλι μου στο στήθος σου», απαντά εκείνος. «Μόνο αυτό;». «Μόνο αυτό». Ο ΜακΒέι ανοίγει τότε το πουκάμισό του και αποκαλύπτει το στήθος του. Αυλαία.

Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2006

Ένας δογματικός λήθαργος



Κι αν ο σημαντικότερος σύμμαχος του Ισραήλ, αντί να το βοηθά, το σπρώχνει προς την καταστροφή; Μήπως όλοι αυτοί οι κακοί υπολογισμοί και οι σπασμωδικές κινήσεις είναι αποτέλεσμα μιας απέραντης μοναξιάς;

Ο Ντανιέλ Λεβί, που έχει λάβει μέρος σε πολλές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις (Όσλο, Τάμπα, Γενεύη), απηύθυνε πριν από λίγες ημέρες από τις στήλες της Χααρέτζ μια έκκληση προς την κυβέρνησή του: σταματήστε να κάνετε αυτό που σας λένε οι νεο-συντηρητικοί και οι Ευαγγελικοί! Εδώ και μερικά χρόνια, άνθρωποι σαν τον Ρίτσαρντ Περλ και τον Ντάγκλας Φιθ σας παρακινούν να εγκαταλείψετε τη στρατηγική της αποχώρησης από τα παλαιστινιακά εδάφη, καθώς και κάθε προσπάθεια διαλόγου με τα γειτονικά κράτη. Όσο για τους Ευαγγελικούς, στους οποίους έχει προσχωρήσει και ο πρόεδρος Μπους, ο λόγος που υποστηρίζουν το Μεγάλο Ισραήλ είναι διαφορετικός από αυτόν που νομίζετε: να προετοιμαστεί καλύτερα η Δευτέρα Παρουσία - με την ευκαιρία της οποίας το Ισραήλ θα μεταμορφωθεί, δηλαδή θα καταστραφεί.

H πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης αφήνει το Ισραήλ μόνο του, το οδηγεί σε ήττες και σε καταρράκωση του κύρους του, διαμαρτύρεται από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας και ο Ισραηλινός ιστορικός Τομ Σέγκεβ. Ο πόλεμος στον Λίβανο έχει κτυπητές ομοιότητες με τον πόλεμο στο Ιράκ: και αυτός εντάχθηκε στον πόλεμο του Καλού κατά του Κακού, και αυτός θεωρήθηκε αρχικά εύκολη υπόθεση, για να αποδειχθεί γρήγορα ότι δεν μπορεί να κερδηθεί αποκλειστικά στο πεδίο των μαχών. H τυφλή συμμαχία με την Ουάσιγκτον έχει επιβάλει στους Ισραηλινούς ένα δογματικό λήθαργο, όπου δίνεται έμφαση στα γενικά προβλήματα (Ιράν, θρησκευτικός φανατισμός) και υποβαθμίζονται οι πραγματικές αιτίες της διαμάχης, δηλαδή η κατοχή ξένων εδαφών (παλαιστινιακά εδάφη, υψίπεδα του Γκολάν).

Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν το Ισραήλ ως μέσο, όχι ως σκοπό, παρατηρεί η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη Στάμπα. Ο πρόεδρος Μπους δεν θέλει να σταματήσει ο πόλεμος στον Λίβανο, γιατί όσο κρατά αυτός ο πόλεμος τα μέσα ενημέρωσης δεν ασχολούνται με το χάος στο Ιράκ. Αλλά το Ισραήλ πρέπει να καταλάβει ότι με αυτούς που σήμερα πολεμά είναι υποχρεωμένο αύριο να συνυπάρξει. H πανστρατιά στην οποία κάλεσε προχθές το βράδυ ο πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρτ τους Εβραίους όλου του κόσμου επιβεβαιώνει απλώς την επικίνδυνη σύγχυση στην οποία έχει περιέλθει. Το Ισραήλ δίνει πράγματι μάχη επιβίωσης. Αλλά για να την κερδίσει, πρέπει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των Αράβων του Λιβάνου και των χριστιανών της Συρίας, όχι των Εβραίων της Αμερικής.

«Με ποιον θα πρέπει να διαπραγματευτούμε, αν όχι με τους εχθρούς μας; Ειρήνη δεν κάνεις με τους φίλους σου!», έλεγε ο Γιτζάκ Ράμπιν το 1993, μετά τις συμφωνίες του Όσλο. Αλλά κι εκείνος έφυγε νωρίς.

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

H μάχη της σεξολόγου



Οι αδελφοί Κάστρο έχουν πολλά παιδιά. Άλλα είναι επιτυχημένα, άλλα όχι και τόσο. Ένα από τα παιδιά αυτά, όμως, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Φιντέλ έχει έξι γιους και μία κόρη. Τους πέντε από τους γιους του τούς έχει κάνει με την Ντάλια Σότε ντελ Βάγιε, τη γυναίκα με την οποία ζει τα τελευταία σαράντα χρόνια. Καθώς έχει ψύχωση με τον Μέγα Αλέξανδρο, βάφτισε τους τρεις Αλέξις, Αλεξάντερ και Αλεχάντρο, ενώ στους άλλους δύο έδωσε τα ονόματα Αντόνιο και Άνχελ. Ο πιο γνωστός είναι ο Αντόνιο, που είναι ο γιατρός της εθνικής ομάδας μπέιζ-μπολ, και ο πιο προβληματικός είναι ο Αλέξις. Υπάρχει μοιραία κι ένας Φιντέλ, ο πρωτότοκος, φτυστός ο μπαμπάς του, καρπός του πρώτου του γάμου με τη Μίρτα Ντίας-Μπάλαρτ (χώρισαν το 1955). Όσο για την κόρη, την Αλίνα Φερνάντες, είναι η ντροπή της οικογένειας: τόσο επειδή ο πατέρας της την έκανε με μια γυναίκα της καλής κοινωνίας, τη Νάτι Ρεβουέλτα, όσο και επειδή η ίδια πρωταγωνιστεί στην αντικαστρική εκστρατεία μέσα από τη ραδιοφωνική της εκπομπή στο Μαϊάμι.

Ο Ραούλ και η σύζυγός του Βίλμα Εσπίν, που έχει σπουδάσει στο MIT, υπήρξαν λιγότερο παραγωγικοί: έχουν μόλις τέσσερα παιδιά. H πιο μεγάλη λέγεται Μαριέλα Κάστρο Εσπίν, είναι σεξολόγος, και τα τελευταία χρόνια δίνει μάχη στην Εθνοσυνέλευση για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των τραβεστί και των τρανσέξουαλ της χώρας. «M' έχει πρήξει», έλεγε πρόσφατα γελώντας ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Ρικάρντο Αλαρκόν στον δημοσιογράφο του Νιου Γιόρκερ Τζον Λι Άντερσον, στον οποίο χρωστάμε και όλες τις παραπάνω πληροφορίες. Στόχος της Μαριέλα είναι να αλλάξει ο ποινικός κώδικας, ώστε οι εγχειρισμένοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι λεσβίες και οι αμφιφυλόφιλοι να αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα με τους ετεροφυλοφίλους.

Κι όλα αυτά στην Κούβα, όπου τις δεκαετίες του '60 και του '70 ο στρατός (υπό την ηγεσία του Ραούλ) είχε στήσει στρατόπεδα «αναμόρφωσης» των ομοφυλοφίλων: ένας απ' αυτούς ήταν ο Ρεϊνάλντο Αρένας, συγγραφέας του «Πριν πέσει η νύχτα», που καταδιώχθηκε, ξυλοκοπήθηκε, φυλακίστηκε, για να τον ρίξουν τελικά στα στενά της Φλόριντα μέσα σ' ένα ετοιμόρροπο βαρκάκι και να φτάσει στη Νέα Υόρκη, όπου πέθανε το 1990. Τη δεκαετία του '80, οι φορείς του AIDS κλείνονταν υποχρεωτικά σε άσυλα γνωστά ως sidatorios. Αλλά την επόμενη δεκαετία η καταστολή άρχισε να υποχωρεί. Και τώρα έρχεται η Μαριέλα, που θέλει να στρατολογήσει τους τραβεστί στο τελευταίο μεγαλόπνοο σχέδιο του θείου της, τη Μάχη των Ιδεών. Δύο ομάδες έχουν ήδη εκπαιδευτεί και ετοιμάζονται να ξεχυθούν στους δρόμους για να μιλήσουν στον πληθυσμό για τα επιτεύγματα της Επανάστασης.

Καλά πάει λοιπόν η «μεταβατική περίοδος». Αρκεί να μην πραγματοποιήσει ο Φιντέλ την απειλή του και επιστρέψει σε λίγες εβδομάδες στην καρέκλα του.

Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

H επιστροφή του Nίτσε



«Οι μεγάλες περίοδοι της ζωής μας είναι εκείνες κατά τις οποίες βρίσκουμε επιτέλους το θάρρος να χαρακτηρίσουμε κορυφαία πλευρά μας αυτό που χαρακτηρίζαμε κάποτε κακές μας πλευρές». Φρήντριχ Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό

Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Le Point» έχει ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στη «μεγάλη επιστροφή του φιλοσόφου της ζωής». Το επιμελήθηκε ένας από τους γνωστότερους Γάλλους δημοσιογράφους, ο Ροζέ-Πολ Ντρουά. Το θέμα δεν επελέγη προφανώς για να συμπέσει με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στον Λίβανο. (Ξανα)διαβάζοντας όμως αποσπάσματα από τα βιβλία του Νίτσε, τη ζωή του, τους έρωτές του, τις αντιφάσεις του, και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο η φιλοσοφία του διαστρεβλώθηκε μετά τον θάνατό του, αισθάνεσαι ότι ο Γερμανός φιλόσοφος θα μπορούσε να μιλά για τη σημερινή εποχή, τα σημερινά αδιέξοδα, την υποκρισία των ανθρώπων του 21ου αιώνα.

Διερευνώντας τις ρίζες της ηθικής, που κηρύσσει την ισότητα, τον αλτρουισμό, τη συμπόνια, ο Νίτσε βρίσκει μονάχα σκοπιμότητες. Πίσω από την ισότητα, η εκδίκηση των ανικάνων. Πίσω από τον αλτρουισμό, η μνησικακία και το μίσος. Πίσω από τη συμπόνια, η σαδιστική χαρά. Οι διαπιστώσεις του είναι ανατρεπτικές, όσο κι αν τα συμπεράσματά του είναι συχνά επικίνδυνα (ποιοι είναι οι ισχυροί που πρέπει να κυριαρχήσουν στον κόσμο, και από πού αντλούν τη δύναμή τους;). Οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες και οι επιστήμες αναζητούν, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, την αλήθεια. Οι πιστοί, οι διανοητές και οι επιστήμονες αναζητούν έναν κόσμο αξιόπιστο, οικουμενικό και αντικειμενικό. Αλλά εκείνος πηγαίνει πέρα απ' αυτά, κηρύσσοντας έναν κόσμο χωρίς Θεό, χωρίς καλό και κακό, χωρίς αλήθεια και ψέμα, όπου οι μοναδικές αξίες είναι αυτές που θέτουν οι άνθρωποι, σε συνάρτηση με τα σώματά τους, τα ένστικτα και τις επιθυμίες τους. H αλήθεια είναι μια ψευδαίσθηση, ένα λάθος, ένας αντικατοπτρισμός. Και τότε τι μένει;

Αυτό που μένει, για τον Νίτσε, είναι η μουσική. «Ποιος θα μπορούσε να απορρίψει έναν ήχο;» αναρωτιέται. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μπαχ είναι περισσότερο ή λιγότερο «αληθινός» από τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν; Από το πρώτο του κιόλας βιβλίο προειδοποιεί: «Δεν θα απευθυνθώ παρά σ' εκείνους που έχουν άμεση σχέση με τη μουσική». H μουσική δεν είναι μια τέχνη σαν τις άλλες, είναι η ανώτερη έκφραση της ζωής. «Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Ο Νίτσε θα λατρέψει τον Βάγκνερ, θα του αφιερώσει το πρώτο του βιβλίο («H γέννηση της τραγωδίας»), αλλά στη συνέχεια θα τον αμφισβητήσει, θα τον γκρεμίσει από το βάθρο του, και στη θέση του θα ανεβάσει τον Μπιζέ.

Ο κόσμος, γράφει ο Νίτσε, είναι ένα τέρας ισχύος χωρίς αρχή και τέλος, μια σταθερή ποσότητα ισχύος, σκληρή σαν τον μπρούντζο, που δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται, που δεν εξαντλείται αλλά μετασχηματίζεται, σε μια διαδικασία που δεν γνωρίζει ούτε κορεσμό ούτε αηδία ούτε κόπωση. Προφητικά λόγια, γραμμένα το 1885.

Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006

Όταν ο Φρόυντ συναντά το Iσλάμ



Γεννήθηκε πριν από 65 χρόνια στο Ταϊμπέ, ένα αραβικό χωριό του Ισραήλ. Μεγάλωσε σαν πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Και στα 21 του χρόνια τα βρόντηξε κι έφυγε στη Γερμανία. Εγκαταστάθηκε στο Φράιμπουργκ, όπου σπούδασε Ψυχολογία, Κοινωνιολογία και Εγκληματολογία. Το 1976 άνοιξε ένα κέντρο ψυχανάλυσης. Και από το 1984 ειδικεύεται στη θεραπεία τραυμάτων που οφείλονται στον πόλεμο και στα βασανιστήρια. Σήμερα, ο Γκεχάντ Μαζάρουε είναι ένας από τους 15 Άραβες ψυχαναλυτές σε όλο τον κόσμο και ονειρεύεται να οργανώσει σεμινάρια σε όλη τη Μέση Ανατολή. Γιατί, όπως λέει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ντι Τσάιτ», ο αραβικός κόσμος δεν θα τα βγάλει πέρα χωρίς ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία. Οι παραδοσιακές δομές καταρρέουν, η συλλογική ταυτότητα υποχωρεί, και το μόνο που μπορεί να καλύψει το κενό είναι το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Πολλοί από τους Άραβες πελάτες του στη Γερμανία έχουν σοβαρά ψυχοσωματικά προβλήματα. Αφού συμβουλεύτηκαν όλα τα είδη γιατρών που μπορούσαν να φανταστούν, χωρίς να βελτιωθεί η κατάστασή τους, κάποια στιγμή το 'ριξαν στην ψυχανάλυση.

Ο Μαζάρουε προτιμά να δουλεύει με γυναίκες: είναι πιο ανοιχτές. Όταν μια γυναίκα, παρά τους φόβους και τις ντροπές της, αποφασίζει να μιλήσει σ' έναν ψυχαναλυτή για τη σχέση της με τη σεξουαλικότητα και για την οικογένειά της, συνήθως φτάνει μέχρι το τέλος. Οι άνδρες, αντίθετα, αργά ή γρήγορα καταρρέουν. Αν η άμυνα των γυναικών είναι από τσιμέντο, η άμυνα των ανδρών είναι από ανοξείδωτο ατσάλι. Εκεί όμως όπου η κλασική ψυχανάλυση δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα είναι με τις πολύ πιστές Μουσουλμάνες. Μεγάλωσαν ακούγοντας ότι η τιμή της οικογένειας εξαρτάται από την παρθενιά τους. Όταν λοιπόν ενηλικιώνονται και συναντούν έναν Άραβα, αρχίζουν να αναρωτιούνται: τι να σκέφτεται άραγε; Τι θα πει για μένα στην οικογένειά μου, στον κύκλο μου; Είναι λοιπόν αδιανόητο μια τέτοια γυναίκα να διηγηθεί σε έναν Άραβα ψυχαναλυτή τις σεξουαλικές της φαντασιώσεις. Τι κάνει; Καταφεύγει σε έναν Εβραίο! Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι το Ισραήλ είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη πυκνότητα ψυχαναλυτών στον κόσμο.

Αν η ψυχανάλυση δεν είναι πολύ δημοφιλής στον αραβικό κόσμο - όπου κυριαρχούν οι ιεραρχίες, οι παραδόσεις και οι θρησκείες -, η ερμηνεία των ονείρων είναι πολύ της μόδας. Δεν υπάρχει ούτε ένα αραβικό δορυφορικό κανάλι που να μην έχει σχετική εκπομπή. Το κακό, σύμφωνα με τον Μαζάρουε, είναι ότι η ερμηνεία αυτή στηρίζεται περισσότερο στη φροϋδική θεωρία, παρά στην παράδοση. Κι αυτό, παρόλο που οι Άραβες είχαν προχωρήσει πολύ σ' αυτόν τον τομέα πριν από τον ιδρυτή της ψυχανάλυσης. Έλεγαν, ας πούμε, ότι το να ονειρεύεται ένας κάτοικος της πόλης μια κατσίκα έχει τελείως διαφορετική εξήγηση από το αντίστοιχο όνειρο ενός φτωχού αγρότη...

Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2006

Ένας πολιτισμικός πόλεμος



Στη δίμηνη πολιορκία της Βηρυτού, τo 1982, είχαν σκοτωθεί 19.000 άνθρωποι. Το λουτρό αίματος στην Κάνα δεν είναι τίποτα μπροστά στη σφαγή που είχε γίνει στη Σάμπρα και τη Σατίλα. Πώς εξηγείται λοιπόν τόσο ενδιαφέρον και τόσο πάθος;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί και πρέπει να καταγγείλει κανείς σήμερα το Ισραήλ. Για τον τεράστιο φόρο αίματος που πληρώνουν οι άμαχοι Λιβανέζοι, φυσικά, για τις καταστροφές, για την εκδικητική ισοπέδωση μιας ολόκληρης χώρας. Για την απαίτηση των Ισραηλινών να σεβαστεί η Χεζμπολάχ το ψήφισμα του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό της, όταν οι ίδιοι έχουν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια όλα τα ψηφίσματα για τον τερματισμό της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών. Για τη σπουδή τους να χαρακτηρίζουν αντισημίτη όποιον επικρίνει την πολιτική της κυβέρνησής τους. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητήσει όμως κανείς είναι το δικαίωμα του Ισραήλ να υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια την ίδια την ύπαρξή του μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Αυτό που δεν μπορεί να αποκρύψει κανείς είναι ότι εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι του βόρειου Ισραήλ έχουν αναγκαστεί τις τελευταίες εβδομάδες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους επειδή δέχονται βροχή πυραύλων από μια οργάνωση που, όπως και οι πάτρωνές της, θέλει να σβήσει το Ισραήλ από τον χάρτη.

H παθιασμένη συζήτηση που γίνεται όμως στη Δύση δεν έχει τόσο να κάνει με αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, όσο με τα νέα ιδεολογικά στρατόπεδα που έχουν διαμορφωθεί μετά την 11/9 και τον πόλεμο στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα, γράφει ο διευθυντής του περιοδικού Spiked Μικ Χιουμ, οι αντιτιθέμενες πτέρυγες της πολιτικής και μιντιακής τάξης της Δύσης εξάγουν τον πολιτισμικό τους πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Στη μια πλευρά αυτού του πολέμου βρίσκονται κυρίως όλοι εκείνοι από την παλιά Αριστερά που ταυτίζουν το Ισραήλ και τις ΗΠΑ με όλα τα κακά στοιχεία του δυτικού πολιτισμού: ρατσισμός, μιλιταρισμός, αλαζονεία. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν υιοθετήσει το σύνθημα «Είμαστε όλοι Παλαιστίνιοι» όχι από πολιτική αλληλεγγύη, αλλά από οίκτο. Ένα τμήμα τους προχωρεί και λίγο παραπάνω: σε μια πορεία που έγινε πρόσφατα στο Λονδίνο υπήρχαν πανό που έγραφαν «Είμαστε όλοι Χεζμπολάχ».

Στην άλλη πλευρά του πολιτισμικού πολέμου παρατηρείται μια αντίδραση στην αντι-ισραηλινή αντίδραση. Θέλοντας να υπερασπιστούν τις αξίες της δυτικής κοινωνίας που κινδυνεύουν από τον «ισλαμοφασισμό», πολλές προσωπικότητες από την παλιά Δεξιά και την Αριστερά δεν διστάζουν να συνταχθούν με τον «πόλεμο κατά του τρόμου» και εναποθέτουν στο Ισραήλ τις ελπίδες τους για να απαλλάξει τον κόσμο από τους μουλάδες. Ένα τμήμα τους προχωρεί και λίγο παραπάνω, θεωρώντας για παράδειγμα το πρόσφατο επεισόδιο με τον Μελ Γκίμπσον απόδειξη του εντεινόμενου αντισημιτισμού στον δυτικό κόσμο.

Κι όποιος πιστεύει πως ο κόσμος είναι λίγο πιο πολύπλοκος, και δεν θέλει να ενταχθεί σε κανένα από αυτά τα στρατόπεδα, αισθάνεται μια απέραντη μοναξιά.

Πέμπτη, Αυγούστου 03, 2006

H κληρονομιά του Kάστρο



Χάρισαν, λέει, κάποτε στον Κάστρο ένα χελωνάκι από τα νησιά Γκαλάπαγκος. «Θα ζήσει πάνω από εκατό χρόνια» του είπαν. Αλλά εκείνος αρνήθηκε το δώρο. «Το πρόβλημα μ' αυτά τα κατοικίδια είναι ότι δένεσαι μαζί τους και μετά πεθαίνουν και σ' αφήνουν μονάχο σου».

Κυκλοφορούν στην Αβάνα κι άλλα ανέκδοτα για τη θρυλική αθανασία του δικτάτορα. Πεθαίνει, λέει, μια μέρα ο Κάστρο και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Πρώτος στη σειρά είναι ο υπουργός Εξωτερικών Φελίπε Πέρες Ρόκε, που οι φίλοι του τον αποκαλούν Φελιπίτο (είναι μόλις 41 ετών) και οι εχθροί του «Ταλιμπάν». Ο Πέρες Ρόκε στέκεται λοιπόν μπροστά στο φέρετρο με σκυμμένο το κεφάλι, ενώ ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Ρικάρντο Αλαρκόν περιμένει τη σειρά του. H ώρα περνάει, ο Αλαρκόν ανυπομονεί, και κάποια στιγμή κτυπά τον ώμο του υπουργού Εξωτερικών. «Φελιπίτο, τι περιμένεις; Ο πρόεδρος είναι νεκρός». «Το ξέρω» του ψιθυρίζει εκείνος. «Αλλά δεν ξέρω πώς να του το πω».

Ίσως ο πρόεδρος να είναι πράγματι νεκρός και οι συνεργάτες του να μην ξέρουν πώς να το πουν στον λαό επειδή φοβούνται κύμα αυτοκτονιών. Το πιθανότερο όμως είναι να αναγκάστηκε να παραδώσει οριστικά την εξουσία εξαιτίας μιας σοβαρής επιπλοκής στην υγεία του. Στην περίπτωση αυτή, ποια θα είναι άραγε τα κυρίαρχα στοιχεία της κληρονομιάς που αφήνει; H καταστολή, οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί των διαφωνούντων, οι διώξεις των ομοφυλοφίλων, η υποταγή της οικονομίας στα δόγματα της επανάστασης, η απαγόρευση βιβλίων και εφημερίδων; Ή τα απίστευτα επιτεύγματα στον τομέα της υγείας, με το προσδόκιμο ζωής να φτάνει τα 77,3 χρόνια έναντι 77,4 των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν η κατά κεφαλήν ετήσια δαπάνη στον τομέα αυτόν είναι 251 δολάρια στην Κούβα και 5.711 στην Αμερική; Τι είναι εν τέλει σημαντικότερο για έναν λαό σαν τον κουβανικό: η ελευθερία της έκφρασης και της ψήφου ή η δωρεάν περίθαλψη για όλους;

Ανάλογα ερωτήματα έχουν τεθεί και στην περίπτωση της Κίνας, ενός από τα πρότυπα της Κούβας. H απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Και το καλύτερο θα ήταν να μπορούν να τη δώσουν οι ίδιοι οι Κουβανοί. Το μόνο βέβαιο αυτή τη στιγμή είναι ότι η αποχώρηση του Κάστρο δεν αιφνιδιάζει την ηγεσία της χώρας. Πριν από δύο ακριβώς μήνες, στις 2 Ιουνίου, η εφημερίδα Γκράνμα κυκλοφορούσε με οκτασέλιδο ένθετο αφιερωμένο στον Ραούλ και τίτλους όπως «Ο Αρχηγός», «Πατριωτικές Αξίες» και «Ικανός, Υπεύθυνος, Λαμπρός». Ο 75χρονος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων μπορεί να στερείται του χαρίσματος του αδελφού του, αλλά είναι ένας πραγματιστής που έχει πλήρη έλεγχο των καθημερινών θεμάτων με τα οποία ασχολείται το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και όπως είπε πρόσφατα ο Χαλ Κλέπακ, από το Royal Military College του Καναδά, «είναι ένας άνθρωπος που πρέπει να τον πάρουμε πολύ, πολύ στα σοβαρά».

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006

Kαι οι Λιβανέζοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα



«Βλέπουμε τα ίδια στρατόπεδα που είχαμε δει με το Ιράκ: οι νεο-συντηρητικοί συντάσσονται με τον Μπους και όλοι οι υπόλοιποι έχουν καταληφθεί από πανικό για την κατεύθυνση της αμερικανικής διπλωματίας». Φράνσις Φουκουγιάμα, πρώην νεο-συντηρητικός.

MIA ΕΙΔΗΣΗ. Οι υπουργοί Εξωτερικών των 25 τσακώνονταν χθες επί τέσσερις ώρες για το αν θα ζητήσουν άμεση κατάπαυση του πυρός στον Λίβανο, όπως πρότεινε η φινλανδική προεδρία, ή άμεση παύση των εχθροπραξιών, όπως απαιτούσε ο αγγλογερμανικός άξονας. Σύμφωνα με την επίτροπο εξωτερικών σχέσεων, Μπενίτα Φερέρο-Βάλντνερ, κινδύνευσε η ίδια η αξιοπιστία του Συμβουλίου. Οι Λιβανέζοι ξέχασαν προς στιγμήν τον πόνο τους και στήθηκαν μπροστά σε όσες τηλεοράσεις λειτουργούν ακόμη, για να παρακολουθήσουν το θρίλερ των Βρυξελλών. Όταν επήλθε συμφωνία - με την επικράτηση φυσικά της δεύτερης άποψης - ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. H αξιοπιστία του οργάνου είχε σωθεί.

MIA ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Το Ισραήλ ανήγγειλε χθες το απόγευμα ότι μόλις τερματιζόταν η 48ωρη εκεχειρία, σήμερα τα χαράματα, θα άρχιζε σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ώς τώρα, οι βομβαρδισμοί ήταν ήπιοι με απόφαση του πρωθυπουργού Εχούντ Ολμέρτ - απόδειξη ότι στην Κάνα σκοτώθηκαν μόνο οι 54 από τους 66 ανθρώπους που είχαν καταφύγει στο κτίριο που επλήγη. H μετριοπάθεια αυτή του πρωθυπουργού έχει εξοργίσει τους στρατηγούς, που ζητούν αυστηρότερη τιμωρία του λιβανικού πληθυσμού για να μάθει να μην ψηφίζει τη Χεζμπολάχ.

MIA ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ. H συριακή τηλεόραση μεταδίδει τον τελευταίο καιρό ένα σίριαλ με θέμα το σχέδιο των Εβραίων να καταλάβουν τον κόσμο. Μια σκηνή εκτυλίσσεται σε έναν οίκο ανοχής, όπου μια Εβραία πόρνη πιστεύει ότι πεθαίνει από κάποια ασθένεια. «Σε ικετεύω να μου στέλνεις μόνο χριστιανούς πελάτες», λέει στην ιδιοκτήτρια. «Δεν θέλω να μολύνω ούτε έναν Εβραίο». Έτσι είναι όλοι οι Εβραίοι. Γι' αυτό και η μόνη λύση είναι αυτή που προτείνει ο αρχηγός της Χεζμπολάχ, ο Χασάν Νασράλα: «Ας σταματήσει λοιπόν η αιματοχυσία. Ας επιστρέψουν οι Εβραίοι της Υεμένης στην Υεμένη, οι Εβραίοι του Μαρόκου στο Μαρόκο, οι Εβραίοι της Αιθιοπίας στην Αιθιοπία, οι Εβραίοι της Ευρώπης στην Ευρώπη και οι Εβραίοι της Αμερικής στην Αμερική».

ENA ΟΝΕΙΡΟ. Κάποιοι αναλυτές αναπολούν την εποχή που είχε την εξουσία ο Αριέλ Σαρόν (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, εξακολουθεί να βρίσκεται σε κώμα). Αν ήταν αυτός στα πράγματα, λένε, ποτέ το Ισραήλ δεν θα έκανε τις σπασμωδικές κινήσεις που κάνει σήμερα. Το 1982 προετοίμαζε επί τρεις μήνες την εισβολή στον Λίβανο, ενώ τούτοι 'δω έλαβαν τις αποφάσεις τους εν θερμώ. Κάποιοι από τους επιζήσαντες της σφαγής στη Σάμπρα και τη Σατίλα, που ζουν τώρα σε άλλους προσφυγικούς καταυλισμούς του Λιβάνου, διάβασαν αυτές τις αναλύσεις και σταυροκοπήθηκαν. Βρε, πώς αλλάζουν οι καιροί, είπαν. Αυτός ο κόσμος είναι στ' αλήθεια πολύ περίεργος.

Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

Tο σύνδρομο του τζογαδόρου



Στην αρχή υποστήριξαν τον πόλεμο. Αλλά σιγά - σιγά αναθεωρούν τη στάση τους. Όχι επειδή βρίσκουν την αντίδραση της χώρας τους αδικαιολόγητη. Αλλά επειδή διαπιστώνουν ότι το αίμα που χύνεται είναι πολύ, πάρα πολύ.

Ηγέτης του αριστερού κόμματος Μερέτζ και επικεφαλής των Ισραηλινών διαπραγματευτών στο Όσλο, ο Γιόσι Μπεϊλίν είχε συμφωνήσει αρχικά με την απόφαση του πρωθυπουργού του να εξαπολύσει επιδρομές στον Νότιο Λίβανο. Αλλά σήμερα τον καλεί να δείξει αυτοσυγκράτηση και να αναζητήσει μια συμφωνία με τη Δαμασκό. «Οι βομβαρδισμοί των ενεργειακών σταθμών και των υποδομών του Λιβάνου είναι λάθος» τονίζει. «Πρόκειται για μια συλλογική τιμωρία, που θα σπρώξει ακόμη μια φορά τους πραγματιστές να συμμαχήσουν με τους εξτρεμιστές με στόχο την εκδίκηση».

Παύση των βομβαρδισμών ζητά και ένας άλλος ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς, ο Γιόσι Σαρίντ, που ζει σ' ένα χωριό κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο και μετακινείται μεταξύ των πόλεων που βομβαρδίζει η Χεζμπολάχ για τους σκοπούς ενός ημερολογίου που γράφει στη Χααρέτζ. Αυτός μιλά για «σύνδρομο του τζογαδόρου», την παράλογη τάση δηλαδή ενός παίκτη να στοιχηματίζει όλο και πιο ψηλά, με την ελπίδα ότι θα πάρει πίσω αυτά που έχει χάσει. «Μόνο που στην περίπτωση αυτή, στο τραπέζι υπάρχουν ανθρώπινες ζωές, όχι χρήματα. Και αυτό που υπάρχει κίνδυνος να χαθεί είναι η τιμή των υπουργών, των στρατηγών, των ναυάρχων».

Έντονη είναι και η συζήτηση μεταξύ των παραδοσιακών οπαδών της ειρήνης. Μόλις άρχισαν οι επιδρομές, ομάδα 20 ακτιβιστών του κινήματος Ειρήνη Τώρα αποφάσισε να περάσει ένα Σαββατοκύριακο στο κιμπούτς Γκόνεν, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους κατοίκους του Βορείου Ισραήλ. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν αδύνατη σήμερα, λέει ο εκπρόσωπος της οργάνωσης Γιαρίβ Οπενχάιμερ. Γι' αυτόν, ένα ισχυρό Ισραήλ είναι το Ισραήλ που γνωρίζει πότε να σταματήσει.

H 24χρονη Λίλου, πάλι, έχει άλλες ανησυχίες. «Όταν άκουσα την είδηση για την Κάνα, η άμεση αντίδρασή μου ήταν να κλείσω τα μάτια και να ψελλίσω: σκατά», γράφει η φοιτήτρια αυτή από το Τελ Αβίβ σ' ένα blog που λέγεται Joint Voices και αποσκοπεί στον διάλογο με την άλλη πλευρά. «Δεν θα επεκταθώ σ' αυτά που αισθάνθηκα για τον Ολμέρτ και την παρέα του, τους οποίους ψήφισα πριν από έξι μήνες. Θα περιοριστώ μόνο σε κάτι: αυτό που φοβάμαι περισσότερο απ' όλα ότι θα χαθεί ύστερα απ' αυτή την τραγωδία, είναι η μικρή πρόοδος που σημειώνουν οι άνθρωποι στην περιοχή, οι φιλίες και οι διάλογοι που δημιουργούνται καθημερινά μέσω του Διαδικτύου. Τα σχόλια που διάβασα σήμερα σε διάφορα blogs είναι τα χειρότερα που έχω δει ποτέ. Είμαι τρομοκρατημένη. Μέσα σε μια μέρα όλη η κατανόηση που είχε κτιστεί γκρεμίζεται από το μίσος που ξέσπασε. Όμως πρέπει να φανούμε δυνατοί».