Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

Tο μυστικό της Πίνδου



Ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία βρίσκεται η πιο μεγάλη και πιο ελατόφυτη οροσειρά της Ελλάδας. Τη λένε Πίνδο. Και μπορεί να κρύβει το μυστικό της σωτηρίας του πλανήτη.

H τελευταία εποχή των παγετώνων συνέβη πριν από 20.000 χρόνια. Την περίοδο εκείνη τα δένδρα εξαφανίστηκαν από την Ευρώπη και οι πάγοι κατέβηκαν μέχρι τη σημερινή Γερμανία. Από εκεί και κάτω υπήρχε μια πολική έρημος που έμοιαζε πολύ με το σημερινό τοπίο στη Σιβηρία. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του τοπίου ήταν αδύνατη οποιαδήποτε μορφή ζωής. Υπήρχαν όμως κάποιες μικρές περιοχές χωρίς πάγο, μερικά καταφύγια, όπου το κλίμα ήταν τέτοιο ώστε τα δένδρα επέζησαν. Όταν βελτιώθηκαν οι κλιματικές συνθήκες, από αυτές ακριβώς τις περιοχές άρχισε μέσω της μετανάστευσης η αποκατάσταση της βλάστησης σε όλη την Ευρώπη. Μερικές από τις ζώνες αυτές διατηρούνται μέχρι σήμερα και επιτρέπουν στους επιστήμονες να μελετήσουν τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών και να επεξεργαστούν στρατηγικές προστασίας του περιβάλλοντος.

Ένας από τους επιστήμονες αυτούς είναι ο παλαιοοικολόγος Πολυχρόνης Τζεδάκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ληντς. Και ένα από τα καταφύγια που μελετά με τους συνεργάτες του είναι η οροσειρά της Πίνδου. Όπως λέει σε συνέντευξή του στην Ελ Παΐς, η παρουσία πολλών λιμνών, η τοπογραφική ποικιλία και η δυναμική μετεωρολογία έχουν συμβάλει στο να καταστήσουν την περιοχή αυτή καταφύγιο αρχαίων δασών. H μελέτη των κλιματικών αλλαγών γίνεται με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα με την ανάλυση των ιζημάτων σε μια λίμνη, μια θάλασσα ή έναν παγετώνα. Ακόμη κι ένας κόκκος γύρης μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες, αφού η μορφολογία του ποικίλλει από είδος σε είδος και κατά συνέπεια μπορεί να συσχετιστεί με την υπάρχουσα βλάστηση σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τέτοιες μετρήσεις επιτρέπουν συνήθως στους επιστήμονες να πηγαίνουν ώς και 10.000 με 20.000 χρόνια πίσω. Στην περίπτωση της Πίνδου, όμως, ο Πολυχρόνης Τζεδάκης ελπίζει ότι θα μπορέσει να ανασυνθέσει την ιστορία των τελευταίων 350.000 ετών!

H προστασία αυτών των καταφυγίων δεν είναι σημαντική μόνο επειδή επιτρέπουν τη μελέτη του παρελθόντος, αλλά και επειδή θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο σε ενδεχόμενη νέα απότομη κλιματική αλλαγή. Τα τελευταία 11.500 χρόνια ο πλανήτης γνωρίζει μια θερμή περίοδο και πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι αυτή η περίοδος θα δώσει σύντομα τη θέση της σε μια νέα εποχή παγετώνων, χωρίς να υπάρξει καν ανθρώπινη παρέμβαση. Μια τέτοια απότομη αλλαγή μπορεί να επιτελεστεί ακόμη και σε μερικές δεκαετίες, για παράδειγμα με μια ξαφνική μείωση της ταχύτητας του Ρεύματος του Κόλπου. Τα δένδρα θα εξαφανιστούν και πάλι. Μόνο μερικές νησίδες θα επιβιώσουν. Από αυτές τις νησίδες θα αρχίσει ο νέος κύκλος της ζωής.

Πέμπτη, Μαρτίου 30, 2006

Mία σύμβαση, τρεις μύθοι



Οι γαλλικές επιχειρήσεις δεν κάνουν προσλήψεις. Ένας στους τέσσερις νέους είναι άνεργος. H αγορά εργασίας είναι άκαμπτη. Τρία επιχειρήματα υπέρ της Σύμβασης Πρώτης Πρόσληψης (CPE), τρεις μύθοι.

Το 1993, που ήταν χρονιά ύφεσης, έγιναν στη Γαλλία 3,6 εκατομμύρια προσλήψεις. Το 2003, μια χρονιά χαμηλής ανάπτυξης, οι προσλήψεις έφτασαν τα 4,8 εκατομμύρια. Τρία χρόνια νωρίτερα, είχαν υπερβεί τα 5,4 εκατομμύρια. Μια δουλειά στις τρεις αλλάζει χέρια, λόγω συνταξιοδότησης, παραίτησης ή απόλυσης. Το πρόβλημα της Γαλλίας δεν είναι λοιπόν η έλλειψη προσλήψεων, γράφει στη Μοντ ο Ζαν-Φρανσουά Κουβρά, συγγραφέας του «Κρυφού Προσώπου της Παγκόσμιας Οικονομίας» (εκδ. Hatier, 1989). Ούτε είναι αλήθεια ότι δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Όταν οι επιχειρήσεις προβλέπουν επέκταση των δραστηριοτήτων τους, οι προσλήψεις είναι περισσότερες από τις απολύσεις. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, την τριετία 1999-2001 δημιουργήθηκαν σχεδόν 1,5 εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, κατά 74% περισσότερες από όσες δημιουργήθηκαν το ίδιο διάστημα στη Βρετανία. Στην επιτυχία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά η καθιέρωση του 35ώρου, ενός μέτρου που πολέμησε με πάθος η νέα δεξιά κυβέρνηση, κατορθώνοντας τελικά να το καταργήσει.

Ο δεύτερος μύθος αφορά το περίφημο 23% της ανεργίας των νέων, που βρίσκεται κοντά στο πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Το ποσοστό αυτό προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμού των νέων 15-24 ετών που παίρνουν επίδομα ανεργίας με τον ενεργό πληθυσμό αυτής της ηλικιακής κατηγορίας, δηλαδή εκείνους που εργάζονται ή ψάχνουν δουλειά. Επειδή όμως στη Γαλλία η παραμονή στο σχολείο ή το Πανεπιστήμιο διαρκεί περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, ο ενεργός πληθυσμός περιλαμβάνει λιγότερο από έναν στους δύο νέους. Αν στον παρονομαστή του κλάσματος τοποθετηθεί το σύνολο των νέων αυτής της ηλικίας, όπως έκανε το Ευρωβαρόμετρο, το ποσοστό της νεανικής ανεργίας μειώνεται στο 8,1%, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. (Ενδιαφέροντα στοιχεία για το θέμα αυτό δημοσιεύονται και σε δύο εξαιρετικά blogs: Ιστολόγιον, histologion-gr. blogspot. com, και Μαύρο Πρόβατο, mauro-probato. blogspot. com).

Οι υποστηρικτές της CPE διαδίδουν και έναν τρίτο μύθο: ότι o νόμος θα προσδώσει ελαστικότητα σε μια υπερβολικά άκαμπτη αγορά εργασίας, που είναι έτσι οργανωμένη ώστε να διαφυλάσσει τις υπάρχουσες θέσεις εις βάρος των ανέργων. Ένας αριθμός, πάλι από το Ευρωβαρόμετρο, δείχνει ότι και αυτό το επιχείρημα είναι σαθρό: το τρίτο τρίμηνο του 2005, το 6,7% των Γάλλων μισθωτών είχαν αρχίσει την εργασία τους στη διάρκεια των τριών προηγουμένων μηνών. Σε ό,τι αφορά την ευελιξία, η Γαλλία βρίσκεται στην κορυφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ο μέσος όρος του δείκτη αυτού δεν υπερβαίνει το 4,9%.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν πρέπει να ληφθούν μέτρα υπέρ των νέων, καταλήγει ο Ζαν-Φρανσουά Κουβρά. Να ξέρουμε όμως τουλάχιστον για τι μιλάμε. Και να μην παρασυρόμαστε από την προπαγάνδα.

Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

Aν ο Θεός υπάρχει, όλα επιτρέπονται



«Λακανιστής, ορθόδοξος σταλινικός, δογματικός και εχθρός του διαλόγου»: έτσι χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ. Και εκθέτει τους στόχους του, διόλου ταπεινούς, είναι αλήθεια.

ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. «Το κύρος που απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια η Χάνα Άρεντ αποτελεί τη σαφέστερη ένδειξη της ήττας της Αριστεράς»: η φράση αυτή ανήκει σε έναν φιλόσοφο που απορρίπτει την ταύτιση του ριζοσπαστισμού με τον ολοκληρωτισμό και διαμαρτύρεται για την εξίσωση της πολιτικής με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο ίδιος δεν φοβάται να δηλώνει ριζοσπάστης, γιατί θεωρεί πως το να σκέπτεσαι σημαίνει να τα σκέπτεσαι όλα από την αρχή. Απορρίπτει τον διάλογο στο όνομα του λενινισμού: ο Ισπανός πρωθυπουργός, για παράδειγμα, δεν έκανε διάλογο με τις πολιτικές δυνάμεις ούτε περίμενε «να ωριμάσουν οι συνθήκες» προτού επιβάλει ποσοστώσεις στη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή. Δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι ο καπιταλισμός θα συνεχίσει να κυριαρχεί: σε όσους υποστηρίζουν ότι μια μεγάλη οικολογική καταστροφή θα φέρει το τέλος του καπιταλισμού, απαντά ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο, αφού θα ανοίξουν τότε νέες αγορές για επενδύσεις. Στο περιθώριο αυτού του παντοδύναμου καπιταλισμού ζητεί ο Σλαβόι Ζίζεκ να επανιδρυθεί η Αριστερά. «Δεν προτείνω να δημιουργηθεί ένα νέο επαναστατικό κόμμα», λέει σε συνέντευξή του στην Ελ Παΐς. «Λέω απλώς πως πρέπει να έχουμε ανοιχτό μυαλό και να μη θεωρούμε υπέρτατες αξίες την ανοχή, το κοινωνικό κράτος και τους Τρίτους Δρόμους».

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΗΘΙΚΗΣ. Ο 57χρονος φιλόσοφος δεν συμφωνεί με τον Χάμπερμας ότι υπάρχει ένα όριο στην ευγονική που δεν μπορούμε να το υπερβούμε. Σήμερα μπορούμε να εμφυτεύσουμε ένα τσιπάκι σ' ένα ποντίκι και να το τηλεκατευθύνουμε. Αύριο θα γίνει το ίδιο με τον άνθρωπο. Οι Κινέζοι πειραματίζονται ήδη με τον εξ αποστάσεως έλεγχο του εγκεφάλου. Και αυτό τρομάζει πολύ τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Σε ένα πρόσφατο συνέδριο, ένας επίσκοπος είπε ότι ο εγκέφαλος είναι η τηλεόραση και η ψυχή ο αποκωδικοποιητής, άρα οποιοσδήποτε πειραματισμός είναι άτοπος και απαράδεκτος. Ενδιαφέρον επιχείρημα, αλλά λανθασμένο, λέει ο Ζίζεκ. Αν ένα φάρμακο μπορεί να με κάνει πιο γενναίο, πιο διαυγή, πιο γενναιόδωρο, πού υπεισέρχεται η ηθική;

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΘΕΪΣΜΟΥ. Ο Ντοστογιέφσκι είχε πει ότι αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε όλα επιτρέπονται. Το κυριότερο μάθημα της σύγχρονης τρομοκρατίας, γράφει ο Ζίζεκ στη Χέραλντ Τρίμπιουν, είναι ότι αν ο Θεός υπάρχει, τότε όλα επιτρέπονται, συμπεριλαμβανομένης της ανατίναξης χιλιάδων αθώων περαστικών. Οι φονταμενταλιστές κάνουν αυτό που θεωρούν σωστό για να ικανοποιήσουν τη θέληση του Θεού και να κερδίσουν τη σωτηρία. Οι άθεοι το κάνουν όχι για να κερδίσουν την εύνοια του Θεού, αλλά επειδή σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορούν να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.

Τρίτη, Μαρτίου 28, 2006

Tο πάρτυ της J.



Είναι 24 ετών, έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό και πριν από την εισβολή εργαζόταν ως προγραμματίστρια. Το συγκλονιστικό μπλογκ της Riverbend (στην οποία έχει αναφερθεί κι άλλες φορές η στήλη) είναι τώρα υποψήφιο για το βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο Samuel Johnson.

«Πριν από λίγες μέρες συγκεντρωθήκαμε στο σπίτι της θείας μου για τα γενέθλια της ξαδέλφης μου της J., που έκλεισε τα δεκάξι. Ήταν μια μικρή σύναξη: τα τρία ξαδέλφια, οι γονείς μου και η καλύτερη φίλη της εορτάζουσας, η T. Γύρω στις 8 το βράδυ είχαμε φάει, είχαμε κόψει την τούρτα και οι μεγάλοι είχαν πάει για ύπνο. Είχαμε βάλει τις πυζάμες μας και η T. έπαιζε με το κινητό της προσπαθώντας να στείλει ένα μήνυμα, όταν ξαφνικά διαπίστωσε ότι δεν είχε σήμα. Το ίδιο πρόβλημα είχαμε κι εμείς. "Την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο", είπε η J., "είχε γίνει εισβολή στη γειτονιά". Ξύπνησε τους γονείς της και πήγε στο υπνοδωμάτιο να αλλάξει. "Θα μπουν στο σπίτι, δεν θέλω να με δουν με τις πυζάμες".

H θεία της βάλθηκε να στρώνει το κρεβάτι μονολογώντας: "Είναι η τρίτη φορά μέσα σε δύο μήνες που οι μπάσταρδοι εισβάλλουν στη γειτονιά. Αν δεν τους ανοίξεις σε τρία δευτερόλεπτα, θα σπάσουν τις πόρτες. Το έκαναν την περασμένη φορά στο σπίτι του δύστυχου Αμπού H. και του έσπασαν τον ώμο". Εκείνη τη φορά πήραν μαζί τους τέσσερις άνδρες μόνο από τον δρόμο της θείας μου. Οι δύο απ' αυτούς ήταν φοιτητές, ο τρίτος ένας παππούς εξήντα ετών. Δεν υπήρχε πρόβλημα ούτε οποιαδήποτε κατηγορία. Απλώς τους φόρτωσαν σ' ένα ημιφορτηγό και τους πήραν μαζί τους, μαζί με αρκετούς ακόμη άνδρες από τη γειτονιά. Από τότε, οι οικογένειές τους επισκέπτονται κάθε μέρα το νεκροτομείο μήπως μάθουν κάποιο νέο.

Οι ασφαλίτες του Νέου Ιράκ μπήκαν στο σπίτι γύρω στις 4 το πρωί. Φορούσαν μάσκες, κρατούσαν κάτι τεράστιους φακούς και ο ένας απ' αυτούς μας σημάδευε με ένα Καλάσνικωφ. "Υπάρχει άλλος στο σπίτι εκτός από σας; " φώναξε. "Όχι", απάντησε η θεία μου. Άρχισαν να ανοίγουν ντουλάπες και συρτάρια και να κοιτούν πίσω από τις πόρτες. Εμείς μείναμε σιωπηλοί. Δεν ακουγόταν παρά η θεία μου που προσευχόταν και το μικρό μου ξαδελφάκι που πιπίλιζε το δάκτυλό του με τα μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο. Εγώ κοιτούσα την εφημερίδα στα πόδια μου και προσπαθούσα να διαβάσω τους τίτλους.

Ξαφνικά, κάποιος φώναξε κάτι και οι εισβολείς έφυγαν τρέχοντας. Εμείς ήμασταν όλοι καλά, αλλά ένας γείτονας είχε πάθει καρδιακή προσβολή. H θεία μου άρχισε να μαζεύει τα πεταμένα ρούχα, μουρμουρίζοντας: "Βρώμικο, βρώμικο, βρώμικο". Κι η ξαδέλφη μου ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναγιορτάσει ποτέ τα γενέθλιά της».

(Από το μπλογκ «H Βαγδάτη Καίγεται», riverbendblog.blogspot.com)

Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2006

H συνωμοσία του Λόμπυ



Ξεχάστε τους νεοφιλελεύθερους. H πραγματική, η πιο σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ειρήνη λέγεται Λόμπυ. Το Λόμπυ των Εβραίων, φυσικά. Αυτοί βρίσκονται πίσω απ' όλους τους αμερικανικούς πολέμους της τελευταίας 30ετίας.

Το άρθρο καταλαμβάνει 83 σελίδες και υπογράφεται από δύο ειδικούς στις διεθνείς σχέσεις: τον Τζων Μερσάιμερ, που διδάσκει στο Σικάγο, και τον Στήβεν Ουόλτ, καθηγητή στο Χάρβαρντ. Εδώ και σαράντα χρόνια - γράφουν οι δύο καθηγητές - η αμερικανική εξωτερική πολιτική ελέγχεται από ένα εβραϊκό Λόμπυ, με βασικό στόχο την εκπλήρωση των στρατηγικών συμφερόντων του Ισραήλ. Αυτοί έσπρωξαν την Ουάσιγκτον στην εισβολή στο Ιράκ. Αυτοί σχεδιάζουν τώρα έναν πόλεμο με το Ιράν. Κάτι όχι μόνο επικίνδυνο, υποστηρίζουν οι καθηγητές, αλλά ανώφελο και αντιπαραγωγικό. «Αν η Ουάσιγκτον μπόρεσε να συνυπάρξει με μια πυρηνική Σοβιετική Ένωση ή μια πυρηνική Κίνα, μπορεί να το κάνει και με μια πυρηνική Τεχεράνη».

Όλοι οι «πράκτορες» του Λόμπυ δεν είναι Εβραίοι, υποστηρίζεται στο άρθρο, που καταλαμβάνει 83 σελίδες και πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του John F. Kennedy School of Government. Πιέσεις ασκούνται και από χριστιανούς Ευαγγελικούς. Στις τάξεις του υπάρχουν δεξιοί (ο Πωλ Γούλφοβιτς, το American Enterprise Institute, η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ), αλλά υπάρχουν και φιλελεύθεροι (το Brookings Institution, οι αρθρογράφοι της Νιου Γιορκ Τάιμς). Τα πλοκάμια τα κινούν η Aipac (Υπηρεσία για τις Δημόσιες Υποθέσεις της Αμερικής και του Ισραήλ) και η Διάσκεψη Εβραϊκών Οργανώσεων. Το άρθρο δεν θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, αφού εντάσσεται στη γνωστή αντισημιτική συνωμοσιολογία, αν δεν πρωτοδημοσιευόταν με τη σφραγίδα του Χάρβαρντ και δεν αναδημοσιευόταν στην έγκυρη επιθεώρηση London Review of Books. Το αμερικανικό Πανεπιστήμιο πήρε γρήγορα τις αποστάσεις του, διευκρινίζοντας ότι «οι απόψεις που εκφράζονται ανήκουν στους συγγραφείς», αλλά το κακό είχε γίνει. Το άρθρο «υιοθετήθηκε» από τον Ντέηβιντ Ντιουκ, πρώην αρχηγό της Κου Κλουξ Κλαν, και κυκλοφόρησε αστραπιαία στο Internet από παλαιστινιακές οργανώσεις και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.

H πιο έξυπνη αντίδραση ανήκει στην ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ, που χαρακτήρισε το άρθρο «Πρωτόκολλα του Χάρβαρντ και του Σικάγου». Πρόκειται βέβαια για παραπομπή στα «Πρωτόκολλα της Σιών», ένα είδος μυστικών εγγράφων που άρχισαν να δημοσιεύονται στη Ρωσία από το 1903 και υποτίθεται ότι αποκάλυπταν τη συνωμοσία των Εβραίων για να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Παρόλο που τα «Πρωτόκολλα» εκείνα έχουν ήδη αποδειχθεί πλαστά από το 1921, εξακολουθεί να βλέπει κανείς κάθε τόσο διάφορους γραφικούς να τα επικαλούνται. Οι δύο Αμερικανοί καθηγητές μπορεί να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Μπορεί όμως και να προσπαθούν απλώς να εκμεταλλευτούν το έντονα αντιαμερικανικό κλίμα που υπάρχει στον κόσμο. Όποτε τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, όπως συμβαίνει σήμερα με το Ιράκ, αναζητείται κάποιος αποδιοπομπαίος τράγος, σχολιάζει το περιοδικό Forward. Και αυτός είναι συνήθως οι Εβραίοι. Από δύο καθηγητές θα περίμενε κανείς ομολογουμένως μεγαλύτερη φαντασία.

Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2006

Ο αντισημιτισμός κάνει καλό στους... Eβραίους



Τον αντισημιτισμό, ο Νταν Κον-Σέρμποκ τον έχει νιώσει στο πετσί του. Σε ορισμένες περιοχές του Ντένβερ, όπου μεγάλωσε, κανείς δεν πουλούσε σπίτια σε Εβραίους ή σε μαύρους. Πολλές λέσχες δεν δέχονταν ως μέλη τους Εβραίους. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που όταν μεγάλωσε και έγινε ραβίνος, ο Νταν έγραψε ένα βιβλίο για τον αντισημιτισμό. Περίεργη, και για πολλούς ανεύθυνη, είναι η άποψη που υποστηρίζει σ' αυτό το βιβλίο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτός ο απόφοιτος της Νέας Υόρκης και του Καίμπριτζ, που ζει σήμερα σ' ένα χωριό της Ουαλίας και διδάσκει Εβραϊκή Θεολογία στο Πανεπιστήμιο, ισχυρίζεται ότι ο αντισημιτισμός κάνει καλό στους Εβραίους! «Οι Εβραίοι χρειάζονται εχθρούς προκειμένου να επιβιώσουν» λέει σε συνέντευξή του στην Ιντιπέντεντ. «Αν δεν υπήρχε αντισημιτισμός, ίσως να είχαμε χαθεί».

Ο προπάππος του Νταν είχε κρεοπωλείο στη Νέα Υόρκη. Ήταν Ορθόδοξος, φορούσε κιπά και παραδοσιακά ρούχα και μιλούσε γίντις. Αλλά αισθανόταν ξένος προς το περιβάλλον του. Οι Εβραίοι που είχαν ενσωματωθεί στον αμερικανικό τρόπο ζωής πίεζαν τον ίδιο και τους άλλους Ορθόδοξους Εβραίους να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα και να πάψουν να μοιάζουν σαν να είχαν έλθει από άλλο πλανήτη. Και αυτό έγινε. Αντίθετα, όπου υπήρχαν εμπόδια, ο ιουδαϊσμός επιβίωσε και άνθησε. Στα γκέτο, οι Εβραίοι μελετούσαν το Ταλμούδ, έτρωγαν κοσέρ και ακολουθούσαν τις εντολές της Πεντατεύχου. «Δεν νομίζω πως είναι θαύμα ότι η εβραϊκή θρησκεία επέζησε για τόσο καιρό» σημειώνει ο Κον-Σέρμποκ. «Άλλες θρησκευτικές ομάδες πέθαναν. Οι Ρωμαίοι, οι Ασσύριοι, οι Ακκάδιοι δεν υπάρχουν πια. Αλλά εμείς υπάρχουμε. Γιατί; Επειδή μας μισούν. Όταν δεν έχουμε άλλη επιλογή, παραμένουμε πιστοί στην παράδοση».

Το βιβλίο έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις. Παλιοί συμμαθητές του συγγραφέα από το Σινσινάτι είπαν ότι είναι το πιο γελοίο πράγμα που έχουν διαβάσει στη ζωή τους. Οι ραβίνοι της Αγγλίας βράζουν. Αλλά εκείνος επιμένει: «Δεν είμαι αντισημίτης! Είμαι ραβίνος! Μισώ τον αντισημιτισμό. Θέλω να σταματήσω το μίσος, όχι να το ενθαρρύνω. Πρέπει να αναγνωρίσουμε όμως μια αντίφαση. Θέλουμε να μας αγαπούν και ταυτόχρονα θέλουμε ο ιουδαϊσμός να παραμείνει αναλλοίωτος. E, και τα δύο δεν γίνονται! Ο πατέρας του σιωνισμού, ο Τέοντορ Χερτσλ, μας είχε προειδοποιήσει: αν οι Χριστιανοί οικοδεσπότες μας μας αφήσουν να ζήσουμε ειρηνικά για δύο γενιές, οι Εβραίοι θα συγχωνευτούν πλήρως με τις άλλες φυλές».

Τι πρέπει να κάνουν λοιπόν οι Εβραίοι για να σώσουν τις παραδόσεις τους; Μήπως να γυρίσουν στα γκέτο; «Δεν μπορώ να δώσω μια συνταγή για ένα ρόδινο μέλλον. Αυτό που λέω είναι ότι όσο μας μισούν, θα συνεχίσουμε να ζούμε όπως τους προηγούμενους αιώνες. Κι αν το μίσος δώσει τη θέση του στην αγάπη, αυτή η αγάπη μπορεί να μας σκοτώσει».

Πέμπτη, Μαρτίου 23, 2006

Οι δύο συμβιβασμοί



Ο τίτλος των ημερών δημοσιεύθηκε στο χθεσινό φύλλο της Ελ Παΐς: «H Γαλλία είναι ένα όπλο μαζικής καταστροφής».

Στο «Ημερολόγιο του Πολέμου με τα Γουρούνια» (1969), ο Αδόλφο Μπιόι Κασάρες περιγράφει ένα εφιαλτικό σενάριο που εκτυλίσσεται σε μια πόλη με πολλά κοινά σημεία με το Μπουένος Άιρες. Μια μέρα, οι νέοι αποφασίζουν πως οι ηλικιωμένοι (τα «γουρούνια») είναι άχρηστοι. Βγαίνουν λοιπόν στους δρόμους κι αρχίζουν και τους πυροβολούν. Παρ' όλο που ο Αργεντινός συγγραφέας έχει πει ότι έγραψε αυτό το βιβλίο όταν αισθάνθηκε πως άρχιζε να γερνάει, οι εικόνες που περιγράφει δεν γέρασαν με τον χρόνο. Αυτές τις εικόνες θυμήθηκε πρόσφατα ο Φιλίπ Βαλ, διευθυντής του σατιρικού εντύπου Charlie Hebdo, μιλώντας για το σημερινό χάσμα γενεών στη Γαλλία και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αν δεν αντιμετωπιστεί. Το πρόβλημα των συντάξεων ­ γράφει - βαραίνει όλο και πιο πολύ στους ώμους μιας νεολαίας που γνωρίζει μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά χρόνια επαγγελματική ανασφάλεια. Για να μη δεχθεί μια μέρα επίθεση από τους νέους, κι αρχίσουν οι σφαγές στους δρόμους, η γηράσκουσα κοινωνία της Δύσης θέτει κατά καιρούς σε εφαρμογή διάφορα μέτρα με στόχο τη διατήρηση των νέων σε κατάσταση αδυναμίας και εξάρτησης. Το Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης δεν αποτελεί παρά μια εκδήλωση αυτής της προσπάθειας να εξουδετερωθεί η νεολαία.

Ο συμβιβασμός μεταξύ των γενεών είναι έτσι το πρώτο ζητούμενο για την επίλυση αυτής της κρίσης, που δεν αφορά μόνο τη Γαλλία όπως υποστηρίζουν διάφοροι περισπούδαστοι αναλυτές, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Για πρώτη φορά τα τελευταία 60 χρόνια, όλα τα νήματα που διατηρούν ακέραιη την κοινωνία έχουν σπάσει: το νήμα που συνδέει τη μια γενιά με την επόμενη, το νήμα που συνδέει τον εργαζόμενο με το συνδικάτο που υποτίθεται ότι τον εκπροσωπεί, το νήμα που θα έπρεπε να συνδέει τις προσδοκίες όλων των πρωταγωνιστών του οικονομικού γίγνεσθαι, δηλαδή των εργαζομένων που παράγουν, των πολιτών που καταναλώνουν και των μετόχων. H αποκατάσταση αυτού του τελευταίου νήματος είναι ο δεύτερος αναγκαίος μεγάλος συμβιβασμός.

Για να είναι εξασφαλισμένη η παραγωγή σε μια κοινωνία, παρατηρεί η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη Στάμπα, πρέπει πρώτα απ' όλα ο εργαζόμενος να αισθάνεται ασφάλεια. Πρέπει, στη συνέχεια, να αισθάνεται εμπιστοσύνη ο καταναλωτής, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα στραφεί σ' εκείνους που πουλάνε πιο φτηνά τα προϊόντα τους, δηλαδή τους Ινδούς ή τους Κινέζους. Πρέπει, τέλος, να διατηρούνται και τα κέρδη των μετόχων σε ικανοποιητικά επίπεδα, ώστε να μην αδιαφορούν για τις κοινωνικές εντάσεις - όπως συμβαίνει στη Γαλλία - ούτε να τα μαζεύουν και να πηγαίνουν σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό.

Για να επιτευχθούν αυτοί οι συμβιβασμοί, χρειάζεται διάλογος μεταξύ των ενδιαφερομένων. Αυτή την αναγκαιότητα αγνόησε ο αλαζόνας Ντε Βιλπέν. Αυτή την «ηθική της συζήτησης» καταπάτησε.

Τετάρτη, Μαρτίου 22, 2006

Δύο φιλόσοφοι κι ένας σκύλος



Ο ένας ήταν αισιόδοξος, ο άλλος απαισιόδοξος. Ο ένας ήταν κοινωνικός, ο άλλος μοναχικός. Ο ένας αναζητούσε τον συμβιβασμό, ο άλλος τη σύγκρουση. Αλλά η σύγκρουση του Ντέηβιντ Χιουμ με τον Ζαν - Ζακ Ρουσσώ είχε βαθύτερα αίτια.

Στο βιβλίο τους «H οργή του Βιτγκενστάιν», που έγινε μπεστ σέλερ, ο Ντέηβιντ Έντμοντς και ο Τζων Αϊντινάου κατάφεραν να προσεγγίσουν ένα πολύπλοκο φιλοσοφικό θέμα μέσα από μια παρτίδα πόκερ που έπαιξε ο Αυστριακός φιλόσοφος με τον Καρλ Πόπερ τον Οκτώβριο του 1946. Στο καινούργιο τους βιβλίο, που λέγεται «Ο σκύλος του Ρουσσώ» και κυκλοφόρησε στην Αμερική από τις εκδόσεις Ecco, χρησιμοποιούν το ίδιο τέχνασμα. Μόνο που ενώ η παρτίδα του πόκερ ήταν ένα πραγματικό γεγονός και έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ιστορία του προηγούμενου βιβλίου, ο σκύλος λειτουργεί εδώ με μεταφορικό τρόπο. Όχι πως ο Ρουσσώ δεν είχε σκύλο: τον έλεγαν Σουλτάν και ήταν ο πιο πιστός του φίλος από τα χρόνια της εξορίας στην Ελβετία. Αλλά με τον τίτλο του βιβλίου τους οι συγγραφείς εννοούν έναν άλλο σύντροφο του φιλοσόφου, τη βαθιά του πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι εχθρικός και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τον προδώσει.

Παρ' όλο που ο Ζαν - Ζακ Ρουσσώ ήταν δύσκολος άνθρωπος, δεν είχε πρόβλημα να βρει χρηματοδότες. Πολλοί ήθελαν να συνδεθούν με τον άνθρωπο που κατηγορούσε την αριστοκρατία, την Εκκλησία και την κοινωνία εν γένει με βιβλία όπως ο «Αιμίλιος» και η «Νέα Ελοΐζα». Λίγοι όμως μπορούσαν να υπομείνουν για καιρό την παροιμιώδη καχυποψία του. Όταν τα βιβλία του άρχισαν να απαγορεύονται, οι υποστηρικτές του άρχισαν σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν. Κι όταν οι γείτονες άρχισαν να πετροβολούν το σπίτι του διαμαρτυρόμενοι για τις επιθέσεις του στην Εκκλησία, ο Ρουσσώ εγκατέλειψε την Ελβετία και ζήτησε άσυλο στην Αγγλία. Εκεί βρήκε έναν καλό φίλο, που είχε μόλις επιστρέψει από το Παρίσι: τον Ντέηβιντ Χιουμ, γνωστό στους φιλοσοφικούς κύκλους ως «le bon David». Ο Χιουμ συνόδευσε τον φυγάδα (μαζί με τον Σουλτάν) από το Καλαί στο Ντόβερ, του βρήκε σπίτι και μεσολάβησε στον βασιλιά για να του δοθεί σύνταξη. Μάταια ένας άλλος φιλόσοφος και ορκισμένος εχθρός του Ρουσσώ, ο Βαρώνος του Χόλμπαχ, τού έλεγε: «Δεν ξέρεις τι φίδι τρέφεις στον κόρφο σου».

H φιλία των δύο ανδρών κράτησε έξι μήνες. Το γιατί ακριβώς συγκρούστηκαν είναι το θέμα του βιβλίου των Έντμοντς και Αϊντινάου, όπου αποκαλύπτουν λεπτομέρειες αστυνομικού τύπου όπως τα «δώδεκα ψέματα» ή τα «τρία χαστούκια». Ο αναγνώστης μπορεί να μη μαθαίνει πολλά πράγματα για τις ιδέες των δύο φιλοσόφων. Όπως σημειώνει όμως ο Άνταμ Κιρς στην εφημερίδα Νιου Γιορκ Σαν, το βιβλίο δεν είναι σχολικό εγχειρίδιο, αλλά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που διαβάζεται μονορούφι.

Τρίτη, Μαρτίου 21, 2006

Eυτυχώς δεν φωνάζουν δυνατά



Όλοι συμφωνούν ότι οι εκλογές ήταν φάρσα. Όλοι ξέρουν ότι ο Λουκασένκο είναι ένας αδίστακτος δικτάτορας. Ευτυχώς, όμως, οι διαδηλωτές είναι λίγοι και δεν φωνάζουν πολύ δυνατά. Αυτή τη φορά δεν θα έχουμε συνειδησιακά προβλήματα.

H Λευκορωσία είναι μια μικρή, μακρινή και μάλλον αδιάφορη χώρα που στον B' Παγκόσμιο Πόλεμο έχασε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Το 1991 απέκτησε την ανεξαρτησία της. Αντίθετα όμως με τις άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, διατήρησε στενούς δεσμούς με τη μαμά Ρωσία. Το κοινοβούλιο εξακολουθεί να λέγεται Ανώτατο Σοβιέτ. Οι μυστικές υπηρεσίες, που αποκαλούν κάθε διαφωνούντα «τρομοκράτη», εξακολουθούν να φέρουν τον ηρωικό τίτλο «KGB». Και ο ηγέτης της χώρας είναι ένας δικτάτορας αντάξιος της σοβιετικής εποχής. Εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος το 1994, επανεξελέγη το 2001 και ανανέωσε ξανά τη θητεία του την περασμένη Κυριακή. Εντάξει, οι εκλογές ήταν παρωδία. Υπάρχει όμως μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ποσοστό των Λευκορώσων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας μειώθηκε τα τελευταία χρόνια από 27% σε 18%. H χώρα γνωρίζει μια ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 9,6%, όπως η Κίνα. Τι χρειάζεται λοιπόν η δημοκρατία; Προς τι οι καταγγελίες των ανεξάρτητων παρατηρητών και οι απειλές της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Ακόμη και ο Τίμοθυ Γκάρτον Ας βρίσκεται σε αμηχανία και ζητά τη βοήθεια του κοινού. Σε χθεσινό σημείωμά του στο νέο blog της Γκάρντιαν «Ελεύθερα Σχόλια» (http: //commentisfree.guardian.co.uk/index.html), ανακεφαλαιώνει τι ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε από την κατάσταση σ' αυτή τη χώρα. Ξέρουμε λοιπόν ότι σε μια ευρωπαϊκή χώρα διεξήχθησαν εκλογές που δεν ήταν ούτε ελεύθερες ούτε τίμιες: ένα exit poll που οργανώθηκε από την κυβέρνηση, και ήταν το μόνο που επιτράπηκε, έδειξε - ενώ ακόμη συνεχιζόταν η ψηφοφορία (!) - ότι ο απερχόμενος πρόεδρος λάμβανε 80%. Ξέρουμε ότι το καθεστώς του Αλεξάντερ Λουκασένκο μονοπωλεί τα μέσα ενημέρωσης, έχει κλείσει τη μοναδική μεγάλη ανεξάρτητη εφημερίδα και έχει ρίξει χιλιάδες στελέχη της αντιπολίτευσης στη φυλακή. Ξέρουμε ακόμη ότι τον υποστηρίζει ένα κομμάτι του λαού, επειδή βελτίωσε το βιοτικό τους επίπεδο χάρις στη φτηνή εισαγόμενη ρωσική ενέργεια. Αυτό που δεν ξέρουμε, αφού δεν υπάρχουν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και δεν γίνονται ανεξάρτητες δημοσκοπήσεις, είναι πόσο μεγάλο είναι αυτό το κομμάτι. Όπως δεν ξέρουμε και αν θα συνεχιστούν οι διαδηλώσεις. Ο Βλαντίμιρ Κόμπετς, ηγέτης του παράνομου κινήματος της αντιπολίτευσης Zubr, προβλέπει ότι το καθεστώς θα πέσει μέσα στην επόμενη διετία. Θα επαληθευτεί η πρόβλεψή του;

H κρίση αυτή φέρνει στο προσκήνιο ένα ακόμη ερώτημα, το πιο σημαντικό απ' όλα, που διατυπώνει ο Βρετανός ιστορικός προς τους αναγνώστες του blog: πώς πρέπει να αντιδράσουν όσοι ζουν σε δημοκρατίες και ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες;

Δευτέρα, Μαρτίου 20, 2006

Συμμετοχή στην Ιστορία



Ελάχιστα κοινά σημεία με τον Μάη του ’68 έχει η εξέγερση κατά του Συμβολαίου Πρώτης Πρόσληψης. Μα με πόση χαρά φωνάζουν οι σημερινοί νέοι της Γαλλίας τα ίδια εκείνα συνθήματα, με πόση υπερηφάνεια γράφουν και πάλι «κάτω από το πλακόστρωτο, η παραλία»...

Τρεις ήταν οι αποδέκτες του μηνύματος που έστειλε την περασμένη εβδομάδα ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν προσπαθώντας να σώσει το νόμο του για την απασχόληση των νέων: οι οικογένειες, οι αποκλεισμένοι των προαστίων και εκείνοι που πιάνουν για πρώτη φορά δουλειά. Οπως δείχνουν οι διαδηλώσεις και οι δημοσκοπήσεις, και οι τρεις απέρριψαν το μήνυμα. Οσοι βρίσκονται από την «καλή» πλευρά της κοινωνικής διαχωριστικής γραμμής φοβούνται ότι πολύ εύκολα μπορεί να πέσουν στην άλλη. Κι όσοι βρίσκονται από την «κακή» πλευρά έχουν χάσει την πίστη τους στην κοινωνία. «Αρκετά προβλήματα είχαμε μέχρι τώρα με τα ρούχα που φοράμε, με τη γλώσσα μας και με την κουλτούρα μας, τώρα τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα», λέει ο 18χρονος Εντιλσον Μοντέιρο, που έχει παρατήσει το σχολείο και μένει σ’ένα γκρίζο προάστιο του Παρισιού. Ακόμη κι εκείνοι που βρίσκουν κάποια καλά στο νόμο, όπως η 19χρονη Αλεξάντρα που ψάχνει εδώ κι ένα χρόνο να βρει δουλειά, σπεύδουν να βεβαιώσουν ότι είναι με το μέρος των διαδηλωτών.

Το κίνημα κατά του Συμβολαίου Πρώτης Πρόσληψης, λέει στη Μοντ ο γάλλος κοινωνιολόγος Φρανσουά Ντυμπέ, είναι το αντίγραφο, στις μεσαίες τάξεις, της εξέγερσης που είχε σημειωθεί τον περασμένο Νοέμβριο στα banlieues. Οι δύο αυτοί κόσμοι χαρακτηρίζονται από αμοιβαία δυσπιστία: οι νέοι των προαστίων θεωρούν ότι οι φοιτητές έχουν καλύτερη μεταχείριση απ’αυτούς και οι φοιτητές φοβούνται ότι οι «ταραξίες» από τα προάστια θα καταστρέψουν τις διαδηλώσεις τους. Οι φόβοι τους όμως για το μέλλον είναι κοινοί. Αλλωστε, είτε η ανεργία σε ένα στρώμα του πληθυσμού είναι 25% είτε ξεπερνάει το 40%, η ποιοτική διαφορά είναι μικρή: το φαινόμενο είναι εξίσου απαράδεκτο για μια δυτική δημοκρατία. Φταίνε πολλοί: οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, οι δάσκαλοι, οι εργοδότες, τα συνδικάτα. Αλλά δεν φταίνε οι νέοι.

Πέρα όμως από το αίσθημα ανασφάλειας, υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που εξηγεί τη μαχητικότητα των διαδηλώσεων: η ανάγκη των νέων να λάβουν μέρος στην Ιστορία. Οι μπαμπάδες τους κατέλαβαν τη Σορβόννη κι έριξαν τον ντε Γκωλ, εκείνοι δεν πρέπει να επιδιώξουν κάτι ανάλογο; Από την άποψη αυτή, ο νόμος του ντε Βιλπέν δεν αποτελεί παρά ένα πρόσχημα, ένα σύμβολο. «CRS, SS», φωνάζουν οι διαδηλωτές στα ΜΑΤ, διεκδικώντας ένα μερίδιο από την αίγλη του παρελθόντος. Αλλά δύσκολα θα γράψουν σήμερα στους τοίχους «Η φαντασία στην εξουσία». Η ουτοπία είναι επιτρεπτή, ακόμη και επιθυμητή. Η αφέλεια όχι.

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2006

Mια υπόκλιση στα θύματα



H Σλαβένκα Ντράκουλιτς έχει μια ενδιαφέρουσα θεωρία. Σύμφωνα με την Κροάτισσα συγγραφέα, ο Μιλόσεβιτς έπεσε πράγματι θύμα μιας γυναίκας, μόνο που αυτή η γυναίκα δεν ήταν η Κάρλα ντελ Πόντε αλλά η Μίρα Μάρκοβιτς. Δικό της όνειρο ήταν να γίνει ο άνδρας της ο ισχυρότερος άνθρωπος της Γιουγκοσλαβίας. Εκείνη είχε πάντα τον τελικό λόγο στις πολιτικές του αποφάσεις. Κι όταν τον μετέφεραν στη Χάγη, έπιασε ένα σπίτι κοντά στη φυλακή για να μπορεί να τον βλέπει καθημερινά. Ώς την ημέρα που οι σερβικές αρχές την κατηγόρησαν για συνενοχή στον φόνο του Ιβάν Στάμπολιτς, πρώην μέντορα του άνδρα της. Για να μην καταλήξει κι αυτή στη φυλακή, η Μίρα διέφυγε στη Μόσχα, όπου βρίσκονταν ήδη ο γιος της και ο κουνιάδος της. Ο Μιλόσεβιτς δεν μπορούσε πια να τη βλέπει. Επειδή όμως ήταν απόλυτα εξαρτημένος από εκείνη, έκανε τα πάντα για να τον στείλουν κι αυτόν στη Μόσχα. Μπορεί να μην έπαιρνε τα φάρμακά του ή να έπαιρνε σκοπίμως άλλα. Αλλά αυτό που τον σκότωσε τελικά, γράφει η Ντράκουλιτς στη Φρανκφούρτερ Ρουντσάου, ήταν ο έρωτας.

Όταν κατασιγάσουν τα μίση και τα πάθη, το δακρύβρεχτο αυτό ρομάντσο μπορεί και να γυριστεί σε ταινία. Καθώς όμως σήμερα ο Μιλόσεβιτς οδεύει προς την τελευταία του κατοικία, απαλλάσσοντας τους συμπατριώτες του από ένα αβάσταχτο φορτίο κι ένα σύμβολο της συλλογικής τους ευθύνης, τα αίτια του θανάτου του ελάχιστη σημασία έχουν. Κάποιος έγραψε ότι η μεγαλύτερη επιτυχία του στα χρόνια που δικαζόταν ήταν ότι έστρεψε την προσοχή πάνω του, με τα θύματά του να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αντί για θύτης, εμφανίστηκε ως θύμα. Αντί για πρωτεργάτης της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, του θανάτου 200.000 ώς 300.000 ανθρώπων και του εκτοπισμού εκατομμυρίων άλλων από τα σπίτια τους, χρησιμοποίησε το βήμα του δικαστηρίου για να καταγγείλει την αντισερβική συνωμοσία «μιας σοβινιστικής ελίτ, που αποτελείται από τρομοκράτες, νεοναζί και φανατικούς ισλαμιστές». Οι λίγοι που πίστεψαν αυτή την απλοϊκή προπαγάνδα τον αποχαιρετούν σήμερα με ανάμεικτα συναισθήματα οργής και θλίψης. Οι υπόλοιποι υποκλίνονται απλώς στα θύματά του, ζητώντας συγγνώμη που τους άφησαν για τόσον καιρό τόσο μόνους.

Εύκολα θα υπέκυπτε κανείς στον πειρασμό να πει ότι ο Μιλόσεβιτς καταλήγει στον τόπο που του αρμόζει, δηλαδή στον μεγάλο σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Αυτός ο μέτριος κομμουνιστής που έγινε η προσωποποίηση του «δημοκρατικού κακού» - σύμφωνα με την έκφραση του Ζακ Ζυλιάρ στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ - κατάφερε να κάνει ώς κι έναν Χάρολντ Πίντερ να υπογράφει διακηρύξεις υπέρ της απελευθέρωσής του και της φυλάκισης στη θέση του των ηγετών της Δύσης. Όσες αποφασισμένες γυναίκες κι αν έχεις δίπλα σου, όσο κι αν σε βοηθά η περιρρέουσα υποκρισία, χρειάζονται ικανότητες για κάτι τέτοιο, πρέπει να το αναγνωρίσουμε.

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

Στην Aυλή των Θαυμάτων



Κοντά σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό στα νότια του Πεκίνου, σε ένα χωράφι μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, υπάρχει το Γραφείο Παραπόνων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας. Εκεί μαζεύονται κάθε μέρα χιλιάδες άνθρωποι για να εκφράσουν τα παράπονά τους.

Ο Σουν Μινγκ ήταν υπεύθυνος για την κυκλοφορία στην πόλη Σανγκτσιού της επαρχίας Χενάν. Όλα πήγαιναν καλά ώσπου μια μέρα τόλμησε να προτείνει στον διοικητή της τοπικής αστυνομίας να εξετάζονται οι υποψήφιοι οδηγοί από δύο άτομα, αντί για ένα, ώστε να καταπολεμηθεί η διαφθορά. Εκείνος θεώρησε ότι η πρόταση στρεφόταν εναντίον του κι έχωσε τον Σουν στη φυλακή, όπου τον κακοποιούσαν για μέρες. Όταν βγήκε, ήταν άνεργος, χρεοκοπημένος και έπασχε από την καρδιά του. Το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε τον δικαίωσε και διέταξε την επαναπρόσληψή του. Αλλά ο διοικητής αρνείται να το κάνει. Από τότε, ο Σουν έχει ανεβεί πολλές φορές στο Πεκίνο για να βρει το δίκιο του. Κάθεται για ώρες, πολλές φορές για μέρες, στο «χωριό των διαμαρτυρομένων», όπως αποκαλούν αυτή την Αυλή των Θαυμάτων που αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα της βαθιάς Κίνας. Μαζί του περιμένουν ανάπηροι σε καροτσάκια, ηλικιωμένες γυναίκες, θύματα εργατικών ατυχημάτων, κατεστραμμένοι αγρότες, θύματα αστυνομικής κακοποίησης, χιλιάδες απελπισμένοι άνθρωποι που δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν.

Όταν εμφανίζεται ο δημοσιογράφος της Λιμπερασιόν, δεκάδες άτομα τρέχουν προς το μέρος του. «Μπορείτε να κάνετε κάτι για μας; Είστε η τελευταία μας ελπίδα. Δεν φοβόμαστε κανέναν πια, λέμε αυτό που θέλουμε». Δεκάδες φάκελοι περνούν από τα χέρια του επισκέπτη, μερικοί καταλαμβάνουν πάνω από 50 σελίδες, είναι φωτοτυπημένοι ή ξαναγραμμένοι με το χέρι εκατοντάδες φορές, κι έχουν σταλεί στις τοπικές αρχές, στην περιφερειακή διοίκηση, στην πρωτεύουσα, στον πρωθυπουργό, στους δικαστές, στους γραμματείς του κόμματος. Κανείς τους δεν έχει απαντήσει. H 70χρονη Λι Ζιτσίν έχει έλθει από το Τσενγκτσού. Ο γιος της, που ήταν διανοητικά καθυστερημένος, εκτελέστηκε το 2004 για το φόνο ενός ανθρώπου που η ταυτότητά του δεν ανακοινώθηκε ποτέ. Πριν από την ανακοίνωση της απόφασης, οι δικαστές και οι αστυνομικοί τής ζήτησαν ένα χρηματικό ποσό για να τον αθωώσουν. Αλλά εκείνη δεν είχε τα χρήματα, κι έτσι όχι μόνο τον εκτέλεσαν, αλλά πούλησαν και τα νεφρά του χωρίς να τη ρωτήσουν. Διόλου περίεργο: τα περισσότερα από τα όργανα που μεταμοσχεύονται στην Κίνα, 6.000 ώς 10.000 το χρόνο, προέρχονται από φυλακισμένους που εκτελέστηκαν.

«Οι άνθρωποι έρχονται εδώ με την ελπίδα να δουν τη δικαιοσύνη να θριαμβεύει και τα παρατάνε λίγα χρόνια αργότερα, κατεστραμμένοι και νικημένοι», λέει ο Σουν Μινγκ. Σύμφωνα με έναν ερευνητή της Ακαδημίας κοινωνικών επιστημών, μόνο δύο στις χίλιες καταγγελίες θεωρούνται άξιες να εξεταστούν. Κι απ' αυτές, η συντριπτική πλειοψηφία καταλήγει στα συρτάρια...

Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006

Xωρίς αρχηγούς



Μας έλεγαν πως είναι άχρωμοι, άοσμοι, άτονοι, παθητικοί, απολίτικοι, σκλάβοι της τηλεόρασης. Και να που μιλούν, εξηγούν, φωνάζουν, γελούν, χωρίς να αποκλείουν και να περιφρονούν κανέναν. Και το κυριότερο: χωρίς αρχηγούς.

«Τα κοινωνικά δικαιώματα καταργούνται το ένα μετά το άλλο. Οι πλούσιοι γίνονται κάθε μέρα και πλουσιότεροι. Τα κέρδη των επιχειρήσεων ήταν φέτος τα μεγαλύτερα στην ιστορία, αλλά για τους καθημερινούς ανθρώπους οι ευκαιρίες είναι ελάχιστες. Αν χάσουμε αυτόν τον πόλεμο, το μέλλον μας θα είναι στα σκουπίδια, ποτέ δεν θα αποκτήσουμε ασφάλεια ούτε θα μπορέσουμε να κτίσουμε οτιδήποτε». Μονίκ P., 21 ετών, φοιτήτρια Βιολογίας

«Ο υπουργός Παιδείας μάς αποκαλεί βίαιους αριστεριστές και επικίνδυνους αναρχικούς, λέει ότι καίμε βιβλία και θέλουμε το χάος. Εγώ ήμουν στη Σορβόννη το βράδυ της Παρασκευής, και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι ήμασταν απόλυτα ήρεμοι μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκαν κάποιοι τύποι τους οποίους βλέπαμε πρώτη φορά. Θα πρέπει να μπήκαν από τα παράθυρα της σκεπής. Άρχισαν να καταστρέφουν τις καρέκλες και να σπάνε πράγματα. Τότε είδαμε από το παράθυρο ότι έμπαινε η αστυνομία και βγήκαμε γρήγορα για να μη μας ταυτίσουν μ' αυτούς τους τύπους». Κριστιάν, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

«Οι φοιτητές διαδηλώνουν και για μας. Ο νόμος θα κάνει τους νέους ανθρώπους πιο ευάλωτους στις απολύσεις. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το χρώμα σου ή με το αν μένεις στα προάστια. Αφορά όλους τους νέους ανθρώπους - λευκούς, μαύρους και Άραβες». Ντόνγκα Μπραχίμ, 21 ετών, Γάλλος από το Μαλί, προσωρινά απασχολούμενος σε ένα συνεργείο.

Λένε πως εναντίον του νόμου για τη διευκόλυνση της πρόσληψης (και της απόλυσης) των νέων έχουν ταχθεί εκείνοι ακριβώς που θα επωφεληθούν περισσότερο από αυτόν το νόμο. Λένε πως η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεννοηθεί με αυτούς τους νέους, που στην πλειονότητά τους είναι νέες, γιατί δεν έχουν αρχηγούς, δεν έχουν εκλέξει εκπροσώπους, δεν ακολουθούν κάποιους γκουρού. Λένε πως όταν έχεις μια ανεργία μεταξύ των νέων που φτάνει και το 40%, πρέπει να πάρεις μέτρα, να κάνεις μεταρρυθμίσεις, να γίνεις ενδεχομένως αντιπαθής. Λένε πολλά αυτές τις μέρες οι εκπρόσωποι της γαλλικής κυβέρνησης, και σε κάποια απ' αυτά που λένε μπορεί να έχουν δίκιο. Το πρόβλημα είναι πως δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τη νεολαία, η οποία είναι φοβισμένη, θυμωμένη και δύσπιστη. Αυτό εννοούσε ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ όταν είπε ότι ο πρωθυπουργός, αντί να στείλει την αστυνομία στη Σορβόννη, θα έπρεπε να εμφανιστεί μπροστά στο Πανεπιστήμιο με μερικά μπουκάλια κρασί και να ζητήσει να μιλήσει με τους καταληψίες. Αλλά ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν - ο κάθε Ντομινίκ ντε Βιλπέν - δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Το θεωρεί υποτιμητικό, ανάξιο της θέσης που κατέχει, επικίνδυνο. Κατά βάθος, αυτός φοβάται περισσότερο από τους νέους.

Τετάρτη, Μαρτίου 15, 2006

H άνοδος και η πτώση ενός παίκτη



«Το πόκερ αναδεικνύει τις χειρότερες πλευρές του καπιταλισμού που έχουν κάνει τη χώρα μας τόσο μεγάλη». Ουόλτερ Ματάου

Ο καλύτερος παίκτης που έχει περάσει ποτέ από τον κόσμο του πόκερ λεγόταν Στιούι Άνγκαρ. Ήταν φυσικά Αμερικανός. Και χρειάστηκε να φτάσει 42 ετών για να μάθει από τη γυναίκα ενός φίλου του να χρησιμοποιεί μαχαίρι και πιρούνι. Το σχολείο το παράτησε νωρίς. Είχε όμως από μικρός ένα ταλέντο με τους αριθμούς που του επέτρεπε να κρατάει τα βιβλία του αγράμματου πατέρα του. Ο τελευταίος ήταν τοκογλύφος και είχε ένα μπαρ στη Δεύτερη Λεωφόρο, το Fox's Corner, όπου σύχναζαν γκάνγκστερ και έπαιζαν στοιχήματα. H αγαπημένη ασχολία του Στιούι ήταν λοιπόν να πηγαίνει κάθε απόγευμα στο μπαρ με την αδελφή του και να προσπαθεί να ακούσει τις συζητήσεις των Μαφιόζων. Απ'αυτούς έμαθε να παίζει στα άλογα. Κι από τη μάνα του τα χαρτιά.

«Από τα επτά μου χρόνια έβλεπα τη μάνα μου να παίζει πόκερ και τζιν», είπε στον Νόλαν Ντάλλα και τον Πήτερ Άλσον, συγγραφείς της βιογραφίας του («H Άνοδος και η Πτώση του Στιούι Άνγκαρ, του Μεγαλύτερου Παίκτη Πόκερ στον Κόσμο», εκδ. Atria). Δεκατεσσάρων ετών, κέρδιζε στο τζιν ακόμη και τους καλύτερους παίκτες στην Ανατολική Ακτή. Στα δεκαέξι του, ήταν τόσο καλός ώστε κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Κι έτσι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο πόκερ. Στο μεταξύ, η Μαφία τον είχε «υιοθετήσει». Με άλλα λόγια, έπαιρναν από τον ίδιο ένα ποσοστό από τα κέρδη του στα χαρτιά και στη συνέχεια έπαιρναν ένα άλλο ποσοστό από τους bookies στους οποίους έχανε τα υπόλοιπα.

Αλλά τον Στιούι δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά. Κατά βάθος ήταν ένας καλλιτέχνης, πολλοί τον συνέκριναν με τη Σύλβια Πλαθ. Διαχειριζόταν εκατομμύρια δολάρια χωρίς να έχει ούτε έναν τραπεζικό λογαριασμό, ούτε μια πιστωτική κάρτα. Μια φορά ποντάρισε 32.000 δολάρια έχοντας στα χέρια του ένα 10 κι ένα 9 διαφορετικών χρωμάτων, επειδή διέκρινε ότι ο αντίπαλός του κρατούσε στα χέρια του το πολύ ένα 5 κι ένα 6. Το πρώτο του παγκόσμιο πρωτάθλημα το κέρδισε το 1980. Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το δεύτερο. Και δεκαέξι χρόνια αργότερα κέρδισε το τρίτο, ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία που έχει πετύχει κάτι τέτοιο. Ήδη όμως είχε αρχίσει η πτώση του. Από την κοκαΐνη και το κρακ έμοιαζε και μύριζε σαν άστεγος, ενώ η μια πλευρά της μύτης του έμοιαζε με σκασμένο λάστιχο. Στις 22 Νοεμβρίου του 1998 βρέθηκε νεκρός σ' ένα άθλιο ξενοδοχείο του Λας Βέγκας. Ήταν 45 ετών. H τηλεόραση έπαιζε μια πορνοταινία και το πάτωμα ήταν γεμάτο εμετούς. Από τα χαρτιά υπολογίζεται ότι κέρδισε 30 εκατομμύρια δολάρια (πάνω από 100 εκατομμύρια σε σημερινές τιμές). Πέθανε όμως πάμπτωχος. Για να βοηθήσουν τη γυναίκα του και την κόρη του, που τις είχε τελείως παραμελήσει, οι φίλοι έκαναν στην κηδεία του έρανο.

Τρίτη, Μαρτίου 14, 2006

«Eίμαι λίμπεραλ. Kαι λοιπόν;»



«Ολόκληρη η ιδέα της Αμερικής βασίστηκε στη διαφωνία και στην ανοιχτή διατύπωση ερωτημάτων. Είναι δικαίωμά μας και καθήκον μας να κάνουμε ερωτήσεις. Ξέρω πως δεν δίνουμε απαντήσεις, το βέβαιο όμως είναι ότι κάνουμε πολλές ερωτήσεις». Τζωρτζ Κλούνεϋ.

Το πρόβλημα με τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια σκηνή. Ο Στήβεν Γκέιγκαν, ο σκηνοθέτης της ταινίας «Συριάνα», οργάνωσε μια προβολή στην Ουάσιγκτον πριν βγει η ταινία στους κινηματογράφους και μεταξύ άλλων κάλεσε τo American Enterprise Institute, τη γνωστή συντηρητική οργάνωση που είναι πολύ στα πάνω της τα τελευταία χρόνια. Οι άνθρωποί της αποχώρησαν οργισμένοι από την αίθουσα ύστερα από μόλις δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά. Δεν ήθελαν να μάθουν τι εκτυλίσσεται, δεν είχαν τη στοιχειώδη περιέργεια να παρακολουθήσουν την πλοκή. Μόλις είδαν τον πράκτορα της CIA να συναλλάσσεται με σκοτεινούς τύπους στην Τεχεράνη (αντί να αποτελεί σύμβολο τιμιότητας και ηθικής, όπως προφανώς συμβαίνει στην πραγματικότητα με τους πράκτορες της CIA), εγκατέλειψαν την προβολή και άρχισαν να γυρίζουν δεξιά και αριστερά κατηγορώντας τους πρωταγωνιστές της ταινίας για αντιαμερικανισμό. Ακόμη και τον Κλούνεϋ χαρακτήρισαν φίλο των τρομοκρατών, επειδή η ταινία δείχνει τη μεταμόρφωση δύο αθώων Πακιστανών σε καμικάζι.

Το πρόβλημα με τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση είναι ότι δεν δέχεται κανέναν διάλογο, καμιά αντιπαράθεση, καμιά αμφισβήτηση της πολιτικής της. Όπως και ότι δεν διδάσκεται από τα λάθη της. H διαχείριση της κρίσης με το Ιράν έχει πολλά κοινά σημεία με την περίοδο πριν από την εισβολή στο Ιράκ. Ίδια γλώσσα, ίδια αφέλεια, ίδια ακαμψία. Ίδια περιφρόνηση των λαών. Ο άνθρωπος που προορίζεται για την ηγεσία του «ελεύθερου» Ιράν είναι ο γιος του μακαρίτη του Σάχη, ο 45χρονος Ρεζά Παχλαβί, που προσπαθεί να συγκαλύψει το όνειρό του να γίνει βασιλιάς πίσω από φλύαρες διακηρύξεις περί ενότητας. Ο εγκέφαλος της νέας «αλλαγής καθεστώτος» είναι ο Σαχριάρ Αχύ, άτυπος σύνδεσμος μεταξύ του Σάχη και του Λευκού Οίκου τούς μήνες που προηγήθηκαν της ισλαμικής επανάστασης του 1979 και άλλοτε συμφοιτητής στο MIT με τον Αχμάντ Τσαλαμπί, αρχιτέκτονα της «αλλαγής καθεστώτος» στο Ιράκ.

Υπάρχουν βέβαια και πολλές διαφορές. Οι νεο-συντηρητικοί έχουν πέσει σε δυσμένεια. H κυβέρνηση φοβάται ότι μια εμπλοκή της στο Ιράν θα οξύνει ακόμη περισσότερο τα προβλήματα στο Ιράκ. Για τους λόγους αυτούς, είναι πιθανότερο τη «βρώμικη» δουλειά να την κάνει αυτή τη φορά το Ισραήλ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα με την Αμερική έχει να κάνει με το κλίμα που επικρατεί, όχι με την πολιτική της. «Εντάξει, είμαι ένας λίμπεραλ», λέει στην Ιντιπέντεντ ο Κλούνεϋ, που δέχθηκε σφοδρές κριτικές και για την ταινία του «Καληνύχτα και καλή τύχη». «Είμαι ένας λίμπεραλ, αλλά βαρέθηκα να μου το καταλογίζουν λες και είναι κάτι κακό».

Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006

Kάθε επιχείρηση και μια καινούργια ήττα



«Μπαμπά, δώσε τέλος στη ζωή σου»: μάταια παρακινούσε τον Μιλόσεβιτς η κόρη του κατά τη σύλληψή του να ακολουθήσει το παράδειγμα των γονιών του και του θείου του. Ο σίριαλ κίλερ των Βαλκανίων έμεινε μέχρι το τέλος δέσμιος των ψευδαισθήσεών του. Και αμετανόητος.

Κάπου τα έχουμε ξανακούσει όλα αυτά. Τον «πέθανε» το Δικαστήριο, τον δηλητηρίασε η Ντελ Πόντε, επίτηδες δεν τον άφησαν οι ισχυροί να πάει στη Μόσχα για να νοσηλευτεί, πάντα τον φοβόντουσαν τον Μιλόσεβιτς, ίσως να τον ζήλευαν κιόλας και μόλις τον βρήκαν ευάλωτο αποφάσισαν να τον εκδικηθούν. Προηγουμένως είχαν φροντίσει να διαλύσουν τη χώρα του. Όταν είδαν ότι αντιστέκεται στα σχέδιά τους, την παραπλάνησαν, τη βομβάρδισαν, την εξευτέλισαν και τώρα την εκβιάζουν. Αντί να είναι εκείνοι στο εδώλιο του κατηγορουμένου για εγκλήματα πολέμου, βρέθηκε ένας άνθρωπος που υπεράσπισε με νύχια και με δόντια τη χώρα του.

Αυτό ήταν πάντα το αγαπημένο παραμύθι του Μιλόσεβιτς, αυτά επαναλάμβανε από το 1989 και την περίφημη εκείνη ομιλία του στο Κόσοβο μέχρι τα ξεσπάσματά του στη Χάγη. Όταν κήρυσσε τον πόλεμο στη Σλοβενία και την Κροατία, τους ξένους κατηγορούσε. Όταν μοιραζόταν στα χαρτιά τη Βοσνία με τον Τούτζμαν, για το καλό της περιοχής το έκανε. Όταν οι άνδρες του πολιορκούσαν, βομβάρδιζαν και έσπειραν τον θάνατο για σχεδόν τέσσερα χρόνια στο Σαράγεβο, την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας έλεγε ότι υπεράσπιζε. Όταν οργάνωνε το πογκρόμ κατά των Αλβανών στο Κόσοβο, έλεγε πως ήθελε να εμποδίσει τη δημιουργία ενός ισλαμικού τόξου στα Βαλκάνια. Κάθε του επιχείρηση συνοδευόταν από χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, πρόσφυγες, και μια καινούργια ήττα.

Όχι πως η λεγόμενη διεθνής κοινότητα είναι άμοιρη ευθυνών. Άτολμη, διχασμένη, βαθύτατα υποκριτική, η Δύση δεν κατάφερε να αποτρέψει τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τις σφαγές των μειονοτήτων, όλων των μειονοτήτων. Ήξερε ότι οι δυνάμεις του στρατηγού Μλάντιτς προετοιμάζονταν να «καθαρίσουν» τη Σρεμπρένιτσα και παραμέρισε για να τον διευκολύνει. Το τελευταίο της λάθος ήταν η οργάνωση αυτής της χαοτικής δίκης, που τραβούσε και τραβούσε χωρίς να διαφαίνεται κάποια διέξοδος. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν θα καταδικαστεί ποτέ για τα εγκλήματά του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πέθανε αθώος, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του. Έχει καταδικαστεί εδώ και πολύ καιρό από την Ιστορία.

Άλλοι λένε ότι ο θάνατός του θα διευκολύνει τη συμφιλίωση των άλλοτε εμπολέμων, και άλλοι ότι θα εμποδίσει την αναγκαία κάθαρση στη χώρα του (την «αποναζιστοποίηση», όπως την είπαν κάποιοι). Στην Ελλάδα, που συχνά παρασύρεται και αυτή από το σύνδρομο της καταδίωξης, το τέλος του Μιλόσεβιτς είναι μια ευκαιρία για αυτοκριτική. Γιατί στηρίξαμε τόσο άκριτα έναν αδίστακτο εθνικιστή; Γιατί ταυτίσαμε τα συμφέροντά μας με τα δικά του; Γιατί πιστέψαμε την προπαγάνδα του;

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2006

Διπλή ζωή



Ένας στους δέκα μισθωτούς καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ και το 20% των ατυχημάτων στους χώρους εργασίας οφείλονται σε αυτό το προϊόν: αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας που πραγματοποίησε η γαλλική Ένωση Πρόληψης του Αλκοολισμού και του Εθισμού στη Βρετάνη και τα Πυρηναία. «Το φαινόμενο εντείνεται λόγω των συνθηκών εργασίας στους επαγγελματικούς κύκλους, όπου η ταυτότητα βασίζεται στην απόδοση», παρατηρεί ένας γιατρός εργασίας. Αλλά αυτή είναι η ορατή πλευρά του προβλήματος. Εκτός από τα μεθύσια και τα ατυχήματα που συνδέονται με αυτά, υπάρχει ένας ολόκληρος στρατός εργαζομένων που καταναλώνουν νόμιμα ή παράνομα ναρκωτικά, χωρίς να δημιουργούν οποιοδήποτε πρόβλημα και χωρίς κανείς να μιλάει γι' αυτούς. Είναι ανησυχητικό: τα ναρκωτικά είναι πιο διαδεδομένα απ' ό,τι νομίζουμε. Είναι όμως ταυτόχρονα και καθησυχαστικό: τα ναρκωτικά δεν οδηγούν κατ' ανάγκην στο περιθώριο.

Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, η Γαλλίδα εθνολόγος Αστρίντ Φονταίν συνάντησε τακτικούς χρήστες κάνναβης, κοκαΐνης, ηρωίνης, αλκοόλ και φαρμάκων που ασκούν μια κανονική επαγγελματική δραστηριότητα. Μίλησε με ερευνητές στη Σορβόννη και γραμματείς, με επιστήμονες και ανώτατους αξιωματούχους, με δημοσιογράφους και εμπόρους. Όπως γράφει στο βιβλίο της, «Διπλή ζωή. Ναρκωτικά και εργασία», το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε μια ηλικιακή κατηγορία: βρίσκει κανείς νέους 25-30 ετών, μάλλον ευκατάστατους, που πηγαίνουν συχνά σε πάρτι και συχνάζουν σε καλλιτεχνικούς κύκλους, καθώς και ανθρώπους 40 έως 60 ετών που είχαν και συνεχίζουν να έχουν μια σταθερή επαφή με τα ναρκωτικά. Όλοι χαρακτηρίζονται «αξιοσέβαστοι» πολίτες, προσέχουν την εικόνα τους και ελέγχουν σχολαστικά τις ποσότητες ψυχοτρόπων ουσιών που καταναλώνουν. Οι περισσότεροι προσπαθούν να διαχωρίσουν την επαγγελματική από την προσωπική τους ζωή. Κάποια στιγμή, όμως, επιτρέπουν στον εαυτό τους μια εξαίρεση, μια μικρή ποσότητα κοκαΐνης στη δουλειά για να ξεπεράσουν την κούραση.

Αυτή είναι η μία κατηγορία χρηστών: άνθρωποι που δουλεύουν πάρα πολύ και έχουν ανάγκη να χαλαρώσουν μετά το γραφείο. H άλλη κατηγορία, λέει η Αστρίντ Φονταίν στο περιοδικό Λ' Εξπρές, είναι άνθρωποι που χρησιμοποιούν ψυχοτρόπες ουσίες για την καλύτερη ένταξή τους στον χώρο εργασίας. H τακτική χρήση κοκαΐνης ή ηρωίνης μπορεί παραδόξως να συμβάλει στη διατήρηση μιας φαινομενικής ομαλότητας, όπως συμβαίνει με τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ένας πενηντάχρονος ηρωινομανής, με τον οποίο μίλησε εκτενώς η συγγραφέας, δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα στη δουλειά του - εκτός από τις περιόδους που προσπαθούσε να σταματήσει τη χρήση.

Μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο; Δύσκολα, και σίγουρα όχι με κατασταλτικά μέτρα. Στην αγορά κυκλοφορούν πολλά προϊόντα που «σκεπάζουν» τις επιπτώσεις των ψυχοτρόπων ουσιών. H χρήση τους είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις Ηνωμένες Πολιτείες - στη χώρα όπου 7 εκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν χάπια Ritaline για να «γιατρέψουν» μια ασθένεια που λέγεται απώλεια συγκέντρωσης...

Παρασκευή, Μαρτίου 10, 2006

Aποστάτες και κρετινόφοβοι



Είναι μουσουλμάνοι που δεν πιστεύουν πια στον Θεό. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν τολμήσει να αποκηρύξουν το Ισλάμ δημοσίως, χαρακτηρίζοντάς το - με ισοπεδωτικό τρόπο, είναι αλήθεια - πηγή μίσους και θανάτου.

H Ουάφα Σουλτάν είναι μια ψυχολόγος και συγγραφέας που γεννήθηκε στη Συρία αλλά μένει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από λίγες ημέρες έλαβε μέρος σε μια εκπομπή του Αλ Τζαζίρα με τίτλο «Κόντρα στο ρεύμα». «Αυτό που βλέπουμε τελευταία», είπε, «δεν είναι μια σύγκρουση πολιτισμών ή θρησκειών, αλλά μια σύγκρουση ανάμεσα σε μια μεσαιωνική νοοτροπία και μια νοοτροπία του 21ου αιώνα, ανάμεσα στον πολιτισμό και την καθυστέρηση, την ελευθερία και την καταστολή, τη δημοκρατία και τη δικτατορία». Έκπληκτοι την κοίταζαν ο παρουσιαστής και ο άλλος καλεσμένος, ο πρύτανης του Ισλαμικού Πανεπιστημίου του Αλ Αζχάρ. «Μήπως είστε άπιστη;» τη ρώτησε ο τελευταίος. «Δεν είμαι χριστιανή, δεν είμαι μουσουλμάνα, δεν είμαι Εβραία», απάντησε εκείνη. «Είμαι μια κοσμική γυναίκα που δεν πιστεύει στις υπερφυσικές δυνάμεις. Σέβομαι όμως το δικαίωμα των άλλων να πιστεύουν. Αντίθετα με σας, που αρπάζετε το μικρόφωνο μπροστά στην εκκλησία και φωνάζετε πως είναι ψέμα ότι ο Ιησούς είναι Θεός, γιος της Παναγίας».

Εναντίον της Ουάφα έχει εκδοθεί ήδη φετφά με την κατηγορία της αποστασίας: τη διάβασε την περασμένη Παρασκευή ο εμίρης του τζαμιού Αλ Χασάν της Δαμασκού, διευκρινίζοντας ότι το κακό που έκανε η γυναίκα αυτή στο Ισλάμ είναι μεγαλύτερο από το κακό που προκάλεσαν τα σκίτσα με τον Μωάμεθ. Αλλά εκείνη δεν πτοείται. Δημοσιεύει μάλιστα στην ιστοσελίδα της (www.annaqed.com/writers/sultan/contents.html) όλες τις απειλές που δέχεται, μαζί με τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των αποστολέων. Και βέβαια συνεχίζει να συνεργάζεται ενεργά με τον δικτυακό τόπο από τον οποίο άρχισαν όλα: τους «Αποστάτες του Ισλάμ» (www.apostatesofislam.com), που κάθε μέρα γίνονται και περισσότεροι.

Στη σελίδα αυτή μπορεί κανείς να διαβάσει ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, σε τι πιστεύουν, ποιος είναι ο στόχος τους, γιατί ο Μωάμεθ δεν ήταν προφήτης και γιατί το Κοράνι δεν προέρχεται από τον Θεό. Μπορεί επίσης να παρακολουθήσει ανατριχιαστικά βίντεο με ακρωτηριασμούς και λιθοβολισμούς μέχρι θανάτου, ενώ δεν λείπει και το καθημερινό κουίζ: «Γνωρίζατε ότι το Κοράνι (εδάφιο 4, στίχος 34) διατάζει τον άνδρα να δέρνει τη γυναίκα όταν εκείνη δεν τον υπακούει;». Σύμφωνα με έναν άλλο αποστάτη, τον πρόεδρο της Ένωσης κοσμικών Μαγρεμπίνων της Γαλλίας, Μεσαούντ Μπουράς, το Κοράνι προβλέπει τη διάκριση ανάμεσα στους μουσουλμάνους, που είναι προορισμένοι να κυριαρχήσουν, και τους μη μουσουλμάνους, που είναι καταδικασμένοι να υποταχθούν. «Το Ισλάμ είναι εβραιόφοβο, χριστιανόφοβο και απιστόφοβο», τονίζει. «Όσο για μένα, είμαι κρετινόφοβος!».

Ωραία ιδέα αυτός ο δικτυακός τόπος - αρκεί να μην περιοριστεί στο Ισλάμ. Με άλλα λόγια, μήπως ήλθε η ώρα να οργανωθούν και οι αποστάτες του χριστιανισμού;

Πέμπτη, Μαρτίου 09, 2006

Eργασία, τι ανία!



Εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι διαδήλωσαν ξανά προχθές στους δρόμους κατά του νομοσχεδίου που διευκολύνει την πρόσληψη και απόλυση των νέων. «Όχι στα συμβόλαια για σκλάβους», φώναζαν. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού.

Μια από τις σημαντικότερες, και πιο επίμαχες, αποφάσεις που έλαβε η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν ήταν η καθιέρωση του 35ώρου. H μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας χωρίς ανάλογη μείωση του μισθού παρουσιάστηκε μεταξύ άλλων ως ένα μέτρο για την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων και κατά συνέπεια τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Οι σοσιαλιστές δεν κατάλαβαν όμως ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα πρώτο βήμα: λύτρωσαν τους εργαζομένους από μερικές ώρες εργασίας, αλλά δεν φρόντισαν να κάνουν τις υπόλοιπες ώρες πιο ενδιαφέρουσες, πιο ελκυστικές, πιο δημιουργικές.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Γάλλοι ­ και το ίδιο ισχύει σε όλη την Ευρώπη ­ βαριούνται αφόρητα τη δουλειά τους. Μόνο το 20% των μισθωτών θεωρούν αυτό που κάνουν χρήσιμο για τη χώρα τους. Και μόνο το 5% πιστεύουν ότι η καθημερινή τους απασχόληση απορρέει από ένα εσωτερικό πάθος. Τα δύο τρίτα των εργαζομένων δουλεύουν από υποχρέωση. Οι περισσότεροι πολίτες πιστεύουν ότι μια δουλειά είναι ενδιαφέρουσα μόνον όταν περιλαμβάνει ένα βαθμό ανθρώπινης επαφής και εξασφαλίζει ένα στοιχειώδη έλεγχο του αντικειμένου. Αλλά οι κυβερνήσεις και τα συνδικάτα μιλούν με άλλους όρους. Ασχολούνται μόνο με απολαβές, ώρες εργασίας, προσλήψεις, απολύσεις, συντάξεις. Και χάνουν την ουσία του προβλήματος.

Οι νέοι που διαδήλωσαν αυτή την εβδομάδα στη Γαλλία δεν ήθελαν μόνο να διατρανώσουν την αντίθεσή τους σε ένα συγκεκριμένο νομοσχέδιο, λέει στη Φιγκαρό ο Βρετανός ιστορικός Τίοντορ Ζέλντιν, που έχει γράψει μεταξύ άλλων την «Ιστορία των γαλλικών παθών». Οι διαδηλώσεις ήταν και ένα σύμπτωμα του διευρυνόμενου χάσματος ανάμεσα στον λαό και την ελίτ που τον κυβερνά. Όπως ένα ζευγάρι έρχεται στα χέρια επειδή δεν μπορεί να επικοινωνήσει, έτσι και οι Γάλλοι προσφεύγουν στις διαδηλώσεις ως ένα εναλλακτικό είδος διαλόγου. Με τον τρόπο αυτόν έχουν τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους.

Όταν ερωτώνται για το είδος της δουλειάς που τους εκφράζει, το ένα τρίτο των νεαρών Γάλλων απαντούν ότι θα ήθελαν να κάνουν κάτι δημιουργικό. Πρότυπό τους δεν είναι πια ο «ειδικός», αλλά ο καλλιτέχνης. Σε μια εποχή που η πρόσβαση στη γνώση γίνεται όλο και πιο εύκολη και οι γυναίκες συμμετέχουν όλο και περισσότερο στην αγορά εργασίας, το ζητούμενο είναι ένα νέο «δικαίωμα στην εργασία» που εγγυάται την προσωπική ισορροπία, εμπλουτίζει το πνεύμα και κάνει τους εργαζομένους καλύτερους ανθρώπους. Το μέλλον, λέει ο Ζέλντιν, δεν ανήκει στην παραγωγή αγαθών, ούτε στην απόκτηση μιας ειδίκευσης ή μιας τεχνικής. Αλλά στην οικοδόμηση μιας σχέσης.

Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2006

H εκδίκηση των χαμένων



Ο αυνανισμός κάνει άραγε τον άνθρωπο καμικάζι; Όχι βέβαια, ούτε οι παππούδες μας δεν θα πίστευαν κάτι τέτοιο. Υπάρχουν όμως όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι οι σεξουαλικές στερήσεις μπορεί να στρέψουν έναν νέο άνθρωπο στον φόνο.

Στο βιβλίο του Κενζαμπούρο Οέ «Δεκαεπτά», κεντρικός ήρωας είναι ένας 17χρονος που δεν μπορεί να σταματήσει να αυνανίζεται. Το κάνει παντού, στο μπάνιο, στο υπνοδωμάτιο, στους θάμνους, ακόμη και στην τάξη. Ντρέπεται γι' αυτό, φοβάται κιόλας, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει, άλλωστε δεν έχει και τίποτα καλύτερο να κάνει, τα κορίτσια δεν τον θέλουν, στα σπορ είναι τελευταίος και στο σπίτι οι γονείς του τον μαλώνουν συνεχώς. Ώσπου μια μέρα κάποιος τον συστήνει σε μια συμμορία ακροδεξιών, που έχουν βάλει σκοπό να συντρίψουν τους αριστερούς και τους ξένους. Ο πρωταθλητής του αυνανισμού βρίσκει επιτέλους νόημα στη ζωή του. Αποκτά στολή και ονειρεύεται να σκοτώσει τους εχθρούς του, να βιάσει τις γυναίκες και τις κόρες τους και να πεθάνει για τον αυτοκράτορα. Σε μια τέτοια στιγμή ηθικής εξύψωσης, φτάνει και στον πρώτο του οργασμό.

Ως αριστερός και θαυμαστής του Μάο, είναι λογικό ο Ιάπωνας νομπελίστας να συνδέει τη σεξουαλική στέρηση με τον φασισμό. Ο παράγων αυτός φαίνεται όμως να παίζει αποφασιστικό ρόλο και στις επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστινίων και των ισλαμιστών. Οι μάρτυρες αποχαιρετούν τη ζωή με τη βεβαιότητα ότι θα συναντήσουν τις ομορφότερες παρθένους στον Παράδεισο. Το τελευταίο βράδυ της ζωής του, λίγες ώρες πριν στείλει το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε να συντριβεί στους Δίδυμους Πύργους, ο Μοχάμεντ Άττα επισκέφθηκε ένα στριπτιζάδικο. Αλλά στη διαθήκη του κατέστησε σαφές ότι δεν θέλει γυναίκες στην κηδεία του, για να μην τη μολύνουν.

Τίποτα απ' αυτά δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική απογοήτευση ή ο μισογυνισμός οδηγούν στη μαζική δολοφονία, γράφει ο Ίαν Μπουρούμα στην Γκάρντιαν. Είναι πιθανό όμως να παίζουν σημαντικό ρόλο. Πολλοί πιστεύουν ότι οι νέοι άνδρες πολεμούν καλύτερα όταν έχουν στερηθεί το σεξ (και πολεμούν ακόμη καλύτερα όταν τους έχουν υποσχεθεί ελεύθερη πρόσβαση στις γυναίκες του εχθρού μετά τη νίκη). H αρχή αυτή εφαρμοζόταν κάποτε και στο ποδόσφαιρο: τις παραμονές των μεγάλων αγώνων ο προπονητής απαγόρευε στους παίκτες να κοιμηθούν με τις γυναίκες ή τις φίλες τους. Ένας από τους μύθους του ολλανδικού ποδοσφαίρου είναι ότι η Εθνική ομάδα έχασε το 1974 το Παγκόσμιο Κύπελλο από τη Γερμανία επειδή ορισμένοι παίκτες παράκουσαν αυτή την εντολή.

Ο Μοχάμεντ Μπουγερί, πάλι, δεν ήταν τόσο τυχερός. Γεννημένος στην Ολλανδία από Μαροκινούς γονείς, προσπάθησε να προσαρμοστεί στις τοπικές παραδόσεις. Έπινε, γλένταγε, κάπνιζε χόρτο, αλλά τα κορίτσια δεν του κάθονταν. Κι όταν τον παράτησε η μοναδική του φίλη, στράφηκε σε εκδίκηση εναντίον ενός σκηνοθέτη που προέβαλλε κείμενα του Κορανίου πάνω σε ημίγυμνα σώματα γυναικών που φορούσαν μαντίλα. Τον έλεγαν Τέο βαν Γκογκ.

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2006

Ο Ένις, ο Tζακ και οι κριτικοί



Τελικά, μήπως το Brokeback Mountain έχασε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας επειδή, αντίθετα με την άποψη των περισσοτέρων κριτικών, EINAI μια ταινία για την καταστολή του ομοφυλόφιλου έρωτα;

Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ του 1997 σ' ένα μπαρ βορείως του Ουαϊόμινγκ. Απ'όλους τους πελάτες, τράβηξε την προσοχή της Άννι Προυλ ένας ηλικιωμένος εργάτης σε ράντσο, που τον είχε δει νωρίτερα να παλεύει με πρόβατα και γελάδια. Τα ρούχα του ήταν παλιά, οι μπότες του σκονισμένες. Ήταν ακουμπισμένος στο πλάι του μπαρ και είχε καρφωμένο το βλέμμα του όχι στις δεκάδες όμορφες γυναίκες που έπιναν τα ποτά τους, αλλά στους νεαρούς καουμπόυδες που έπαιζαν μπιλιάρδο. Ήταν πιθανό βέβαια να παρακολουθούσε απλώς την παρτίδα. Υπήρχε κάτι στο ύφος του, όμως, που σε έκανε να καταλάβεις ότι ήταν γκέι. Και ότι είχε ζήσει πολύ δύσκολα. Μερικές εβδομάδες αργότερα, η Προυλ άκουσε την ιδιοκτήτρια ενός άλλου μπαρ να σχολιάζει οργισμένα σε μια πελάτισσα ότι το προηγούμενο βράδυ είχαν έρθει να φάνε δύο «αδελφές». Αν βρίσκονταν στο μπαρ οι συνηθισμένοι πελάτες, είπε, θα τους είχαν κάνει τουλούμι στο ξύλο.

Κάπως έτσι έκατσε η Αμερικανίδα δημοσιογράφος κι έγραψε ένα άρθρο στον Νιου Γιόρκερ, που στη συνέχεια έγινε βιβλίο και μετά ταινία. Δεν είναι η ιστορία δύο γκέι καουμπόυδων, σημειώνει η ίδια στην Ελ Παΐς, αλλά μια ιστορία για το μίσος προς τους ομοφυλόφιλους στην αμερικανική ύπαιθρο. «H μοναδική δυνατή βάση για μια τέτοια ιστορία», προσθέτει, «ήταν βέβαια η αγάπη, κάτι που όλοι έχουμε ανάγκη να παίρνουμε και να δίνουμε, είτε στα παιδιά μας, είτε στους γονείς μας, είτε σ' έναν σύντροφο του ιδίου ή του άλλου φύλου». Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι το να χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι κριτικοί το Μυστικό του Brokeback Mountain μια «οικουμενική ιστορία αγάπης», όπου οι δύο εραστές «τυχαίνει να είναι άνδρες», υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. H προσπάθεια του γραφείου διανομής να υποβαθμίσει τον ομοφυλόφιλο χαρακτήρα αυτής της σχέσης είναι δικαιολογημένη: θέλουν να κόψουν όσο το δυνατόν περισσότερα εισιτήρια και να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερα βραβεία. Γιατί όμως έπεσαν κι άλλοι σε αυτή την παγίδα;

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά του Ένις και του Τζακ από ένα οποιοδήποτε ζευγάρι ετεροφυλοφίλων που δεν μπορούν να χαρούν τον έρωτά τους επειδή ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες ή εθνότητες, γράφει ο Ντάνιελ Μέντελσον στο New York Review of Books: οι δύο καουμπόυδες δεν περιφρονούν μόνο τις συντηρητικές κοινωνικές δομές, αλλά και τον εαυτό τους. «Εξαιτίας σου είμαι έτσι - ένα τίποτα», λέει ο Ένις στον σύντροφό του, κατηγορώντας τον ουσιαστικά ότι τον υποχρέωσε να αναγνωρίσει ένα πάθος χωρίς διέξοδο, χωρίς μέλλον. Ένα πάθος που μπορεί να το ζήσει μόνο στο περιθώριο. Όσοι εξαίρουν την ταινία επειδή παρουσιάζει μια όμορφη, ρομαντική, «συναινετική» ερωτική ιστορία, μήπως σε αυτό ακριβώς το περιθώριο στέλνουν πίσω τους ομοφυλόφιλους;

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2006

Ένα κι ένα δεν κάνει πάντα δύο



Το θεατρικό έργο «Για το Εγώ», που ανέβηκε πρόσφατα στο Soho Theatre του Λονδίνου με βάση μια ιδέα του νευροψυχολόγου Πωλ Μπροκ, προσπαθεί να εξηγήσει τη θεωρία του Φράνσις Κρικ, σύμφωνα με την οποία δεν είμαστε τίποτα άλλο από ένα πακέτο νευρώνων. Ή, όπως το θέτει ένας από τους χαρακτήρες του έργου, ότι η συνείδησή μας «αποτελείται αποκλειστικά από ύλη: σάρκα και αίμα, κόκαλα και εγκεφαλική ουσία. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί, ούτε περιεχόμενο ούτε εγώ». Ο Άλεξ δεν μιλάει θεωρητικά: περιγράφει την εμπειρία του από τη σχέση με τη γυναίκα του, που έχει κατεστραμμένο εγκέφαλο.

Το συγκεκριμένο έργο εντάσσεται σε μία όλο και πιο εμφανή τάση επικοινωνίας και σύγκλισης ανάμεσα στους κόσμους του εργαστηρίου και του θεάτρου. Ο Καρλ Τζεράσι, καθηγητής Χημείας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και εφευρέτης του αντισυλληπτικού χαπιού, έχει περάσει τα εννιά τελευταία χρόνια γράφοντας θεατρικά έργα γύρω από την επιστήμη. Στόχος του είναι να περάσει λαθραία, μέσω του θεάτρου, «επιστημονικά στοιχεία στη συνείδηση ενός επιστημονικά αναλφάβητου κοινού». Το τελευταίο του έργο, με τίτλο «Ταμπού», ανέβηκε την περασμένη εβδομάδα στο New End Theatre του Λονδίνου και πραγματεύεται τις συνέπειες των σύγχρονων τρόπων τεχνητής γονιμοποίησης σε δύο ζευγάρια. Οι επιστημονικές πληροφορίες που περνούν «λαθραία» στη συνείδηση των θεατών είναι πολλές. H μεγαλύτερη όμως αρετή του έργου, γράφει ο Κρις Ουίλκινσον στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, είναι η ανάλυση των συναισθηματικών τραυμάτων που προκαλεί η επιστήμη στους ανθρώπους.

H επιστήμη δεν περιορίζεται στην αποκάλυψη των μυστικών του σύμπαντος. Οι πρόοδοί της απορρέουν από συγκρούσεις, αμφιβολίες, πάθη, υποψίες. «Πυρπολήσαμε παιδιά», εμφανίζεται να λέει ο γηραιός Αϊνστάιν στο θεατρικό έργο «Ασημαντότητα» του Τέρυ Τζόνσον, όταν τον ρωτούν γιατί κρύφτηκε σε ένα ανώνυμο δωμάτιο ξενοδοχείου και καταστρέφει τους υπολογισμούς του κάθε φορά που τους τελειώνει. Στα απομνημονεύματά του, ο Γερμανός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ γράφει ότι ήλπιζε να αποδείξει πως οι ρίζες της επιστήμης βρίσκονται στις συζητήσεις. Στο θεατρικό έργο «Κοπεγχάγη» του Μάικλ Φρέιν, όμως, τοποθετεί το ζήτημα κάπως διαφορετικά: «Τα μαθηματικά γίνονται πολύ περίεργα όταν τα εφαρμόζεις στους ανθρώπους», λέει στην τελευταία του συνάντηση με τον Νιλς Μπορ, συνάδελφο και καλό του φίλο μέχρι τη στιγμή που η προσπάθεια σχάσης του ατόμου για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας τούς έριξε σε αντίθετα στρατόπεδα. «Ένα κι ένα μπορεί να οδηγήσει σε πολλά και διάφορα αποτελέσματα».

H επιστήμη και το θέατρο έχουν θεωρητικά διαφορετικούς στόχους: η πρώτη εξερευνά τα μαθηματικά του φυσικού κόσμου, το δεύτερο τα μαθηματικά του ανθρώπινου κόσμου. Μα η επιστήμη αποτελεί κι αυτή μέρος του ανθρώπινου κόσμου, αργά ή γρήγορα το κατάλαβαν όλοι οι λειτουργοί της.

Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2006

Yπάρχει πάντα ένας Δον Kιχώτης



«Δεν είναι σωστό οι τίμιοι άνθρωποι να γίνονται δήμιοι των άλλων ανθρώπων». Αυτό είπε ο Δον Κιχώτης όταν συναντήθηκε με τους αλυσοδεμένους σκλάβους στις γαλέρες.

Αυτή τη φράση διάλεξε και ο Κλάουντιο Μάγκρις για να ξεκινήσει την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης με την ευκαιρία της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα. Κι ύστερα έπιασε να μιλά για το δίκαιο και τη λογοτεχνία. Για την αναγκαιότητα να εφαρμόζονται καμιά φορά με αυστηρότητα οι νόμοι. Για τις ψυχρές αξίες της δημοκρατίας απέναντι στις θερμές αξίες της λογοτεχνίας. Χωρίς την ύπαρξη των πρώτων, είπε ο Τριεστίνος συγγραφέας, δεν υπάρχει τρόπος να εφαρμοστούν οι δεύτερες, που ανήκουν στη σφαίρα των συναισθημάτων και της ιδιωτικής ζωής: η αγάπη, η φιλία, ο ερωτισμός, η τέχνη, η θρησκεία.

Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Μάγκρις είχε εξηγήσει σε συνέντευξή του στην Ελ Παΐς τους λόγους για τους οποίους γράφει. «Υπήρξαν πολλοί μεγάλοι συγγραφείς», είπε, «που δεν κατανοούσαν τον κόσμο στον οποίο ζούσαν, κι έτσι οι πολιτικές τους θέσεις ήταν παράδοξες. Πάρτε τον Σελίν ή τον Χάμσουν. Στην περίπτωσή μου, όταν γράφω θέλω να αντιγράφω την πραγματικότητα, να καταγράφω αυτά που βλέπω. Κι αυτά που βλέπω είναι η υπέροχη ποικιλομορφία του κόσμου και ο πλούτος των αντιθέσεων που υπάρχει στα σύνορα. Γράφω κόντρα στη λήθη και κόντρα στον χρόνο, για να σώσω ορισμένα πράγματα: φτιάχνω μια μικρή Κιβωτό του Νώε, αλλά με πολύ πιο εύθραυστα υλικά. Γράφω για να διαμαρτυρηθώ. Γράφω για να βάλω λίγη τάξη σ' αυτόν τον κόσμο που τον εισπράττω με άτακτο και χαώδη τρόπο, γράφω όμως και για να καταστρέψω την ψεύτικη τάξη με την οποία παρουσιάζεται καμιά φορά η πραγματικότητα. Ασχολούμαι με τη μοίρα των άλλων ανθρώπων για να καταλάβω τη δική μου. Ψάχνω έναν λαβύρινθο. Δεν ξέρω τι θα βρω στο τέλος».

Έχει άραγε καμιά σχέση ο σημερινός κόσμος μ' εκείνον που τόσο καλά έχει μελετήσει ο Μάγκρις, τον κόσμο της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας; «Το χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής, εκτός από την κατάρρευση του κράτους, ήταν η συνειδητοποίηση του τέλους του ενιαίου πολιτισμού, μιας σκέψης που συλλάμβανε με ενιαίο τρόπο τον κόσμο. Το έργο του Μούζιλ, για παράδειγμα, είναι ένα εργαστήρι του μηδενισμού, όπου όμως εκείνος δεν παραδίδεται ποτέ, πολεμά διαρκώς όπως οι αντάρτες. Ο Κράους, πάλι, θεωρούσε ότι εργαζόταν σε ένα αστρονομικό παρατηρητήριο του τέλους του κόσμου. Από τους συγγραφείς αυτούς συγκρατούμε την ειρωνεία τους, την ικανότητά τους να συλλαμβάνουν τις αποχρώσεις και να ελίσσονται, το θάρρος τους να λένε "ίσως". Το μάθημα που μας διδάσκουν είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να λυγίζουμε μπροστά στο παρόν. Υπάρχει πάντα ένας Δον Κιχώτης κι ένας Σάντσο. Υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες, όχι μια τηλεοπτική οθόνη όπου τα πράγματα συμπίπτουν με την απεικόνισή τους».

Πέμπτη, Μαρτίου 02, 2006

Ένα όμορφο δηλητήριο



Αγαπητέ Σονγκ Ντονγκ, γιατί χρησιμοποιείτε μπισκότα στην τέχνη σας; «Επειδή είναι γλυκά και λαχταριστά. Να θυμάστε, όμως, πως τα γλυκά πράγματα είναι επικίνδυνα αν φάτε πολλά. Είναι σαν ένα όμορφο δηλητήριο».

Πολλά είναι τα κίνητρα που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης για να ασχολείται με την κατασκευή μπισκοτουπόλεων. Μπορεί, ας πούμε, να του αρέσουν πολύ τα μπισκότα, να έτρωγε από μικρός μπισκότα και να έχει αποκτήσει εξάρτηση. Μπορεί, πάλι, να συμβαίνει το αντίθετο: να του είχαν απαγορεύσει οι γονείς του όταν ήταν μικρός να τρώει μπισκότα και, τώρα που μεγάλωσε, να προσπαθεί να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο. Μπορεί ακόμη να εκπροσωπεί μυστικά κάποια εταιρεία μπισκότων και να θέλει με την τέχνη του να κάνει διαφήμιση.

Ο Σονγκ Ντονγκ δεν περιλαμβάνεται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες. Γεννήθηκε πριν από 40 χρόνια στο Πεκίνο και μεγάλωσε σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της πόλης. Τα χρόνια που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του σημαδεύτηκαν από πολλές και βαθιές αλλαγές. Αμέτρητα ιστορικά κτίρια καταστράφηκαν, για να δώσουν τη θέση τους σε απρόσωπα οικιστικά συγκροτήματα. Το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε ο Σονγκ δεν υπάρχει πια. Και εκείνος ήταν πολύ μικρός για να έχει φωτογραφική μηχανή και να το απαθανατίσει προτού κατεδαφιστεί. Πρόλαβε όμως να ζωγραφίσει την αυλή όπου έπαιζε όταν ήταν μικρός. «Στην Κίνα», λέει στο περιοδικό Νιου Στέιτσμαν, «πολλά από τα πράγματα που έχουν οι άνθρωποι υπάρχουν μόνο με τη μορφή αναμνήσεων, σκίτσων ή φωτογραφιών».

Να λοιπόν το μυστικό του καλλιτέχνη: θέλει τα έργα του να είναι εφήμερα, να ζουν μονάχα στο μυαλό των ανθρώπων που τα βλέπουν. Οι μπισκοτουπόλεις του αποτελούν μνημεία σε έναν τρόπο ζωής που μπορεί να έχει νικηθεί, αλλά δεν έχει ξεχαστεί. H πρώτη του πόλη παρουσιάστηκε στη Σιάν της Κεντρικής Κίνας - και κράτησε μόλις δύο ώρες. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι πήγαν να τη δουν, και καταβρόχθισαν και το τελευταίο κομματάκι. Το ίδιο συνέβη με άλλες τρεις πόλεις που εξέθεσε στη χώρα του. Ύστερα παρουσίασε άλλη μία στη Γαλλία. Και αυτή την εβδομάδα εκθέτει μία ακόμη στο ισόγειο του Selfridges, στο κέντρο του Λονδίνου. Εδώ ο κόσμος είναι πιο συγκρατημένος. «Οι συμπατριώτες μου είναι πεινασμένοι, θέλουν να φάνε όσο περισσότερα μπισκότα μπορούν», εξηγεί ο Σονγκ. «Στο Λονδίνο είναι αλλιώς. Εδώ δεν πεινούν τόσο».

Συνολικά, ο Σονγκ υπολογίζει ότι έχει χρησιμοποιήσει πάνω από 72.000 μπισκότα. Αλλά η τελευταία πόλη του έχει ένα πρόβλημα: χρηματοδοτείται εν μέρει από τη McVitie's, κι έτσι τα περιθώρια που είχε ο καλλιτέχνης ήταν περιορισμένα. Δεν χρησιμοποίησε, ας πούμε, κινέζικα μπισκότα, που είναι πολύχρωμα και φτιάχνουν πιο όμορφα κτίρια. Το αποτέλεσμα όμως είναι μάλλον πιο νόστιμο. Ένα ακόμη πιο όμορφο δηλητήριο.

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2006

«Δεν είναι προβοκάτορες, αλλά βλάκες»



Ένας δημοσιογράφος μιας «στρατευμένης» εφημερίδας πρέπει να γράφει αυτά που βλέπει ή αυτά που (υποτίθεται ότι) συμφέρουν το κόμμα; Στην Ιταλία, χρειάστηκε να παρέμβει η Ροσάνα Ροσάντα για να υπερασπιστεί το αυτονόητο.

Πριν από λίγες ημέρες έγινε στη Ρώμη μια διαδήλωση υπέρ των Παλαιστινίων. Ακούστηκαν περίεργα συνθήματα, όπως «Δέκα, εκατό, χίλιες Νασιρίγια», μια αναφορά στην πολύνεκρη βομβιστική επίθεση εναντίον Ιταλών στρατιωτών που σημειώθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στην ιρακινή πόλη. Ο Κάρλος Βεντούρι, εκπρόσωπος των κομμουνιστών τής Μπολόνια, δικαιολόγησε στην ομιλία του τους Παλαιστινίους καμικάζι που ανατινάζονται σε λεωφορεία γεμάτα με παιδιά, λέγοντας: «Είτε είναι παιδιά είτε όχι, δεν παύουν να είναι δυτικοί πολίτες». Στο τέλος της διαδήλωσης, κάποιοι από τους συγκεντρωμένους έκαψαν ισραηλινές και αμερικανικές σημαίες. Και ύστερα πήγαν όλοι στα σπίτια τους ευχαριστημένοι.

Εκ μέρους της κομμουνιστικής εφημερίδας Μανιφέστο, τη συγκέντρωση κάλυψε μια νεαρή δημοσιογράφος, η Σάρα Μενάφρα. Και έγραψε ό,τι ακριβώς άκουσε και είδε. Οι πρώτες αντιδράσεις ήλθαν από τους συναδέλφους της. Άλλος την κατηγόρησε ότι έθεσε απλοϊκά ερωτήματα. Άλλος ότι έδωσε σημασία στις λεπτομέρειες, όπως οι καμένες σημαίες, αντί να επικεντρώσει την προσοχή της στη μαζικότητα της διαδήλωσης. Ύστερα άρχισαν να φθάνουν οι επιστολές, πλήθος επιστολών από αγανακτισμένους αναγνώστες που τα έβαζαν με τη δημοσιογράφο. Τρεις από αυτές δημοσιεύθηκαν σε περίοπτη θέση στην εφημερίδα. «Μα έγραψα ό,τι ακριβώς είδα», επέμεινε η Σάρα. «Το να σωπάσω, ή να γράψω ένα μέρος μόνο της αλήθειας, δεν θα ήταν σωστό απέναντι στους αναγνώστες».

Ο επίλογος της ιστορίας γράφτηκε από έναν θρύλο της ιταλικής δημοσιογραφίας. «Διαβάζω στο Μανιφέστο επιστολές αναγνωστών που κατηγορούν τη νεαρή συντάκτρια για οπορτουνισμό και εχθρότητα απέναντι στον παλαιστινιακό λαό», έγραψε η Ροσάνα Ροσάντα. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τη Σάρα Μενάφρα να υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω εγώ. Δεν έχω χαρακτηρίσει ποτέ προβοκάτορες τους νεαρούς ή λιγότερο νεαρούς που διεισδύουν σε μια διαδήλωση επειδή τη θεωρούν υπερβολικά ήπια. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι προβοκάτορες, αλλά βλάκες. Βρισκόμαστε στο 2006, δεν είμαστε πια παιδιά και η αντιπαράθεση απόψεων δεν αποτελεί επιλογή, αλλά προϋπόθεση για να κάνουμε πολιτική».

Όταν η Ροσάντα γράφει στο Μανιφέστο, την εφημερίδα που ίδρυσε μαζί με τον Βαλεντίνο Παρλάτο και τον Λουίτζι Πιντόρ, μπαίνει πάντα στην πρώτη σελίδα. Αυτήν τη φορά μπήκε στη σελίδα 10. H παρέμβασή της δημοσιεύτηκε στη σελίδα των επιστολών. Ο διευθυντής δικαιολογήθηκε ότι έλειπε σε ταξίδι και όταν λείπει δεν ξέρει τι γίνεται στην εφημερίδα. H διευθύντρια σύνταξης είπε ότι συμφωνεί με την άποψη της Ροσάντα, αλλά δεν της πέρασε από το μυαλό να την προβάλει περισσότερο. Δικαιολογίες, πολλές δικαιολογίες. Ποιον πείθουν πια οι δικαιολογίες;